Ἄγγελος Σικελιανός

Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Ὁ Δωριέας Πρωθιεράρχης μας

Ἄρθρο ποὺ γράφτηκε στὰ 1941,
περιέχεται στὸ βιβλίο:
«Ὁ Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός»,
τοῦ Δημοσθένη Κούκουνα,
Ἐκδόσεις Μέτρον, β´ ἔκδ. Αθήνα 2004.


Ἀντικρίζοντας ὑπεύθυνα, τὴν ὥρα αὐτὴ τὸ θέμα τῆς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς προσωπικότητας τοῦ Νέου Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ, ἀντικρίζω ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸ θέαμα στὴν πιὸ ἁδρὴ ἐξωτερική του φάση καὶ μαζὶ στὴν πιὸ πηγαία ποὺ τὸ φωτίζει καθαρὰ ἐσωτερικὴ μεταβολή. Ἐννοῶ μὲ τοῦτο τὴν καταβολὴν ἐκείνη, χάρη στὴν ὁποία διαπιστώνουμε πὼς ὁ πραγματικὸς Ἱεράρχης, ἀπαράλλαχτα ὅπως ὁ πραγματικὸς Ποιητής, «δὲν γίνεται ἀλλὰ γεννιέται», καὶ πὼς εἶναι καλεσμένος πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀπὸ την ἴδια του τὴ φύση, στὸ τραχύ του, θεοπρόβλητο μαζὶ καὶ κοσμοπρόβλητο προορισμό. Καὶ χωρὶς ἄλλο, τέτοια εἶναι ἡ βασικὴ γεννητικὴ καταβολὴ τῆς φυσικῆς Ἀρχιερωσύνης, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, τοῦ σημερινοῦ Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ.

Στὸ μεταξύ, ἐγνωρίζαμε βεβαιότατα, μὲ κάποιο τρόπον ὅλοι μας τὴν ἰσχυρὴ αὐτὴ χριστιανικὴ μορφή, ἀπὸ τὴν πανεύφημη ἀκτινοβολία, ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια, τῆς λαμπρῆς καὶ καθαὐτὸ ἡρωικῆς κοινωνικῆς του δράσης, ἔπειτα ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς τῆς Κορινθίας. Ἀλλὰ λίγοι, ἐλάχιστοι ἀσφαλῶς, μαντεύαμε ἔκτοτε, ἀπὸ ποιὰ στρώματα πραγματικὰ ἐσωτερικοῦ δυναμισμοῦ ἐξεπήγαζε ἐκείνη ἡ δράση, ὡς μιὰ πρώτη φωτεινὴ ἐκδήλωση τοῦ ὀργανικοῦ πυρήνα ζωῆς καὶ πίστης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βάθος καὶ τὸ βάρος τῆς ἁδρῆς προσωπικότητας αὐτῆς.

Ἂν ἀπ᾿ τὴν πρώτη μου λοιπὸν μαζί του - ἐδῶ περίπου καὶ δυὸ χρόνια -ψυχική μου γνωριμία, διαπιστώνοντας τὸ βάρος τοῦ ὀργανικοῦ αὐτοῦ πυρήνα ζωῆς καὶ πίστης, πού, ὅπως εἶπα, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς μορφῆς τοῦ τωρινοῦ μας Πρωθιεράρχη, ἐχρωστοῦσα, ὅπως πιστεύω, νὰ τονίζω, ὅπου μποροῦσα, τὴ χαρὰ τῆς διαπίστωσης αὐτῆς, πόσο ἁδρότερη δὲν πρέπει νά ῾ναι τάχα αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ ὀφειλή μου ἀπέναντί του, ὅταν καθ᾿ ὅλες τὶς σκληρὲς καὶ τραγικὲς ἡμέρες τοῦ πολέμου ἡ ἁπλὴ αὐτή μου γνωριμία εἶχε πιὰ πάρει, σὲ μιὰ ἀδιάκοπη πνευματικὴ ἐπικοινωνία μαζί του, τὸ ρυθμὸ μιᾶς σταθερῆς διείσδυσης στὰ μυχιαίτερα τῶν αἰσθημάτων του, τῶν ἀγωνιῶν του, τῶν ἀρρενωπῶν παλμῶν, τῶν βαθιῶν Ἑλληνικῶν του στοχασμῶν!

Ἀνάγκη ὡστόσο, ὅπως νομίζω, νὰ προτάξω ἕνα μέρος ἀπ᾿ τὴν πρώτη μου ἐκείνη ἐπαφή, ποὺ μ᾿ ἐβοήθησεν ἀργότερα νὰ μπῶ πιὸ φωτεινὰ στὴν Δωρικὴν αὐτὴ ψυχή, μὲς στὴν ὁποία, ζωτικὴ Παράδοση καὶ στρατευόμενη Ἱστορία, Θεωρία καὶ Πράξη, Ἆθλος καὶ Ἔλεος, συγκεντρώνονται σ᾿ ἕνα μονάχα, ἀδιαίρετο κι ἀδιάσπαστο, βουλητικὸ θρησκευτικὸ παλμό.

—Ὅταν λοιπόν (μοῦ ῾πε ἀπ᾿ τὰ πρῶτα μας λόγια) ἐβρέθηκα ἄξαφνα, ἔπειτα ἀπὸ τόση κίνηση καὶ δράση πού ῾χα συνηθίσει, στὴ μεγάλη ἐτούτη σιωπὴ καὶ μοναξιὰ ποὺ μᾶς κυκλώνει, ἡ ἀρχική μου ἐντύπωση ἦταν πὼς ἀκέρια ἡ προηγούμενη ζωή μου διαλύονταν σ᾿ ἕνα ὄνειρο βαθύ. Ἀλλὰ σκύβοντας ὁλοένα στὸν ἑαυτό μου, δὲν ἐβράδυνα νὰ νιώσω πὼς ἴσα-ἴσα μὲς σ᾿ αὐτὴ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴ σιωπὴ ἀναδυότανε ἀπὸ μέσα μου ἕνας τόνος σταθερότητας πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς, ποὺ ἀναζωογονοῦσε καὶ ποὺ ἑδραίωνε ὅλους τοὺς βαθύτερους δεσμούς μου μὲ τὴ ζωή, σὲ μιὰ σειρὰ καὶ σὲ μιὰ τάξη νέων, ζωηρότερων ἀκόμα κι ἀπὸ πρίν, σχεδίων, συμπερασμάτων, στοχασμῶν. Κι αὐτὸ ἁπλούστατα, γιατὶ ἡ σταθερότητα τοῦ ψυχικοῦ αὐτοῦ τόνου ἐξεπήγαζε βαθιά μου, ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν πιὸ κρυφῶν δυνάμεων τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, - ποὺ δὲν ἐπαύσανε ποτὲ νὰ λειτουργοῦν ἀκοίμητα βαθιά μου, - ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς Πίστης καὶ τοῦ Πόνου. Ἔτσι, ὅλα τὰ πράγματα καί, σύγχρονα μ᾿ αὐτά, ἀκέρια ἡ προηγούμενή μου πείρα ζωῆς, ἀνασυνδέονταν μεταξὺ τους σ᾿ ἕνα κόσμο ἀνωτέρων πνευματικῶν καὶ ψυχικῶν ἁρμονιῶν. Σὲ τρόπο ποὺ στοχάστηκα νὰ γράψω ἴσως, ἀντλημένο ἀπὸ τὴν πείρα ὅλου αὐτοῦ τοῦ τελευταίου καιροῦ, ἕνα βιβλίο ποὺ νὰ τὸ λέω: «Οἱ χαρὲς τοῦ πόνου».

«Ἄλλωστε ἴσως», ἐκατέληξεν, «ὁ Κύριος μὲ τὴν πείρα αὐτὴ μὲ προετοιμάζει καὶ μ᾿ ἐπιφυλάσσει γιὰ ἄλλες πιὸ σκληρές, ἢ πιὸ ὑπεύθυνες καὶ πιὸ ἀπαιτητικὲς ἡμέρες!».

Ἔτσι ἀκριβῶς, κι ἀπὸ τὰ πρῶτα τοῦτα λόγια του σὲ μένα, ὅταν τὸν ρώταγα γιὰ τὴν καινούργια ζωή του στὴ Μονή, μοῦ πρόσφερε, μὲ μιὰ σαφήνειαν ἄπλετη, τὸ μέσο νὰ ἐκτιμήσω πόσο ὁ ἐσωτερικὸς καὶ ὁ ἐξωτερικὸς συγχρόνως ἄνθρωπος συνδεότανε καὶ ἰσορροποῦσαν τόσο θαυμαστὰ βαθιά του, ὥστε τὰ ἴδια αἴτια, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ ἐσωτερικῆς διάσπασης στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους, νὰ δουλεύουνε γι᾿ αὐτὸν ὡς νήματα στερεὰ τοῦ ζωντανοῦ ἱστοῦ τῆς πίστης του, τῆς σκέψης του, τῶν αἰσθημάτων του, τῆς ἐνεργοῦ ὡς τὰ μύχια βούλησής του.

Ἀλλ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, μὴ δὲ φαίνονταν ἐναργέστατα, ἀκόμα καὶ στὴν ἐξωτερικὴ παράστασή του; Ἐξαιρετικὰ ψηλή, εὐθυτενής, ἁδρὴ συγχρόνως καὶ λεπτή, διαγραφόμενη ἀπάνω στὸν ὁρίζοντα ἀπὸ τὰ συνήθη ἀνθρώπινα ἀναστήματα, καθὼς ἀπάνω στὸ συνήθη ὁρίζοντα τῶν δέντρων διαγράφεται ἡ μακρόσχημη ὀρεινὴ ἐλάτη, μὴ κι αὐτὴ δὲν προσδιόριζε, θὲ νά ῾λεγε κανείς, ἐξίσου καὶ τὴν ἐσωτερικὴν εὐθύτητα, λεπτότητα καὶ ἁδρότητά του, σὰν μιὰ κάθετη στὸ μέσο ἀπὸ τὶς πλαγιασμένες ἢ ἀβέβαια συγκλίνουσες παράπλευρες γραμμές; Καὶ μὴ δὲν πρόσφερε ἔτσι τὴν εἰκόνα τοῦ ἱεράρχη ἢ τοῦ ὁσίου, ὅπως ἡ ἐθνικὴ ψυχή μας τὴν ὁραματίσθη ἀπ᾿ τοὺς ἀπώτατους καιροὺς καὶ τὴν ἐκληρονόμησεν ἀκέραιη ἀπ᾿ τὴ μιὰ στὴν ἄλλην ἐποχὴ τῆς Ἱστορίας μας, - εἴτε Δελφικὴ λεγόταν τούτη, εἴτε Ἐλευσίνια, εἴτε Χριστιανικὴ - ἀλλὰ τὴν φορὰν αὐτὴ ὡς μιὰ πλήρη σύνθεση, οὐσιαστικὰ διαιώνιας Ἑλληνικῆς «γραφῆς».

Καὶ μὴ προπάντων αὐτὴ ἡ ἴδια καθημερινή του πολιτεία ζωῆς, ἁπαλλαγμένη ἀπόλυτα ἀπὸ κάθε φόρτο κι ἀπὸ κάθε ὑπερβολή, δὲν ἐφανέρωνε τὴν πλήρη ἐναρμόνιση τῶν δυνάμεών του, συνδεμένων πάντα πρόθυμα καὶ ἀβίαστα στὴ διακονία καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ Χρέους, ἀπ᾿ τὰ ὑψηλότατα ὥς τὰ πιὸ συνήθη, κι ὥς τὰ πιό, γιὰ τόσους ἄλλους, ταπεινά;

Στὸ μακρινὸ διάστημα πού, κάτοικος κ᾿ ἐγὼ ἑνὸς μικροῦ παραλιακοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἀνήκει στὴ Μονὴ Φανερωμένης Σαλαμίνας, τὸν παρακολούθησα σ᾿ αὐτὴ τὴν καθημερινή του, ὅπως προεῖπα ζωὴ καὶ πολιτεία, οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἦταν ποὺ ἡ πολιτεία αὐτή του νὰ μὴ πειθαρχήσει, ὄχι διόλου ἀπ᾿ τὴ στενὴ ἢ σχολαστικὴν ἀντίληψη μὲ τὴν ὁποία σφραγίζει ἢ μηχανοποιεῖ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους τὸ καθῆκον, ἀλλ᾿ ἀπὸ μία πλούσια σύνδεσή του μὲ τὸν ἴδιο ζωτικὸ Ρυθμὸ καὶ Νόμο τῆς βαθύτερης ζωῆς του, στὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους τῆς ζωντανῆς ἀλληλεγγύης μὲ τὸ τόσο πενιχρὸ ἀλλὰ καὶ τόσο συγκινητικὸ τριγύρωθέ του περιβάλλον -εἴτε αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἦταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν πλησίαζαν πάντα καθὼς τὰ μικρὰ παιδιὰ πλησιάζουν μιὰ μητέρα· εἴτε τὰ δέντρα τοῦ μικροῦ του κήπου, ποὺ τὰ πότιζε ἢ τὰ κλάδευε ὁλοένα μοναχὸς του· εἴτε τὰ ζῷα μὲ τὰ ὁποῖα, ὅπως κάθε «φύσει ἅγιος», συμπονοῦσε καὶ βοηθοῦσε· εἴτε ἡ ὥρα τοῦ πρώτου ὄρθρου ἢ τοῦ ἀπόδειπνου, ποὺ πάντοτε τὸν ἔβρισκε πρωτύτερα ἀπὸ ὅλους σὰν ἁπλὸ Λευΐτη στὴ σκοπιὰ τῆς προσευχῆς του ἢ τοῦ ψαλμοῦ του· εἴτε τὴν ὥρα τῆς μελέτης, τῆς βαθύτερης θεωρίας, ἐταστικῆς συγκέντρωσής του ἢ «θεοθρέμμονος» σιγῆς του. Ὁπουδήποτε κι ὁποτεδήποτε, ἡ ἐξόφληση, ὅπως εἶπα, αὐτοῦ τοῦ χρέους τῆς ζωτικῆς ἀλληλεγγύης τὸν ἐκαλοῦσε, ἡ ἀπόλυτα ἔγκαιρή του παρουσία ἀπεικόνιζε, θὰ νά ῾λεγε κανείς, τὴν παρουσία αὐτῆς τῆς ἴδιας κοσμικῆς ἀλληλεγγύης κι ἀλληλεξάρτησης ποὺ ἀποτελεῖ θρησκεία, ἢ καλύτερα, αὐτὴ τούτη τὴ θρησκεία ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ βάνει διαρκῶς μέσα στὸν ἴδιο δυνατὸ καὶ συνυπεύθυνο παλμό.

«...Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ κύριο, τὸ βαθύτατό του γνώρισμα, ἡ ξεχωριστὴ «σφραγὶς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος», ἀπάνω σ᾿ ὅλη του τὴν ὕπαρξη καὶ σ᾿ ὅλη του τὴ στάση μὲς στὴ ζωή. Μιὰ καθαρὴ καὶ μιὰ διαρκῶς δονούμενη συνείδηση τῆς βασικῆς ἀνθρώπινης μαζὶ καὶ κοσμικῆς ἀλληλεγγύης, ὄχι διόλου στὴ μηχανική της ἔκφραση, ὅπου προσπαθεῖ νὰ τὴ συνθλίψει μὲ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο ἡ ἐποχή μας, κάνοντας κι ἀπὸ τὴ φύση κι ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο κι ἀπ᾿ τὰ πράγματα ἀριθμοὺς καὶ σχήματα νεκρά, ἀλλὰ στὴν παλλόμενη κοινωνικοθρηκευτικὴ καταβολή της, ποὺ ριζώνει, σ᾿ ὅποιον ἔχει ἀμείωτη τὴ συναίσθηση ἐτούτης τῆς καταβολῆς, μέσα στὸ ἴδιο δέος τῆς ἱερῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, μὲς σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο jubere, καὶ μὲς σ᾿ αὐτὸ τὸν ἴδιο ποὺ «ἕως ἄρτι ἐργάζεται» στὰ βάθη μας, δημιουργικὸ Θεό. Συνείδηση ποὺ ἀντανακλᾶ ἀπευθείας, ἄλλωστε, τὸ φωτεινό της χαρακτήρα στὴν προέχουσα γι᾿ αὐτὸν ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα Ἀρχὴ τῆς Δράσης, ὄχι διόλου ὡς ἀπορρέουσα ἀπ᾿ τὸ κέλευσμα μιᾶς κάποιας αἰσθηματολογικῆς ἀξίωσης τῆς Φιλανθρωπίας, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ τὴν πιὸ πηγαία κι ἀποφασιστικὴν ἀντίδραση ἐναντίον ὅλων τῶν ἐμποδίων, ποὺ στὸ δρόμο τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης ἀνύψωσης, ὅπως πρεσβεύει ἐκεῖνος πρῶτος, εἶναι προσβολὴ ἀσυγχώρητη ἐναντίον τῆς βαθύτερης ἀνθρώπινης Ἀξίας κι αὐτοῦ τούτου τοῦ βαθύτερου τῆς ὕπαρξης σκοποῦ...».

Καὶ χωρὶς ἄλλο, αὐτὸ τὸ γνώρισμα, ἡ ξεχωριστὴ αὐτὴ σφραγίδα Πνεύματος ἀπάνω του, ὡς προεῖπα, εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς πείθουν, πόσο σήμερα ἡ κάθοδος τοῦ Πρωθιεράρχη αὐτοῦ μέσα στὸ στίβο τῆς σκληρῆς κοινωνικῆς μας καὶ ἐθνικῆς πραγματικότητας, βρίσκει ἀναμφίβολα τὸ κέντρο κι ἀπηχεῖ ὥσμε τὰ μύχια τῶν βαθιῶν Ἑλληνικῶν μας ἀγωνιῶν! Περιβλημένος ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ κύρος μιᾶς διαιώνιας παράδοσης, ἀλλὰ προπάντων ἀπ᾿ τὴν ἴδια Δωρικὴ δημιουργική του ἠθική, μὲς στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τὴν παράδοση συντρέχει καὶ ἡ ὀρθὴ ἐκτίμηση ὅλων τῶν συγκαιρινῶν ἱστορικῶν μας συνθηκῶν, εἴμαστε βέβαιοι πὼς θὰ προχωρήσει ἀκλόνητα πρὸς τὸν τραχύ του σύγχρονο προορισμό.

Ἀκόμα πιὸ συγκεκριμένα: εἴμαστε βέβαιοι πώς, ἐπιστρατεύοντας ὁλόκληρα τὰ δῶρα τῆς προσωπικότητάς του - τὸ βαθὺ ἀνδρισμό, τὴ νόηση, τὴ συγκίνηση, τὴν πίστη του, τὴ θέλησή του - θὰ γενεῖ ἱκανὸς νὰ τάξει, στὴν ὀργάνωση τῆς ἠθικῆς καὶ ὑλικῆς μαζὶ ἀλληλεγγύης τῶν σημερινῶν κοινωνικῶν μας αἰτημάτων, οὐσιαστικοὺς ἀντικειμενικοὺς σκοπούς, ἐπισφραγίζοντάς τους πάντα μὲ το ἴδιο του παράδειγμα καί, στὴν ἀνάγκη, μὲ τὴν ἴδια του Θυσία, γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐκπλήρωση ἐτούτων τῶν σκοπῶν. Σὲ τρόπο πού, λουσμένος ὁ ἴδιος μὲς στὸ αἴσθημα τῆς ἀνακαίνισης ὁποὺ καλεῖται σήμερα νὰ προαγάγει ὁλόγυρά του, νὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου ὁλοζώντανο τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, καθὼς δὲν ἔγινε ἴσως ὦσμε σήμερα ἄλλοτε ποτὲ ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησία, καὶ νὰ ἐμπνεύσει σ᾿ ὅλους μας σὰν σύνθημα κοινωνικό μας καὶ ἐθνικὸ μαζί, τὰ ἴδια τοῦτα λόγια τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητές του: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (μάθετε, δηλαδή, ἀπὸ μὲ τὸν ἴδιο, μάθετε ἀπ᾿ τὸ ἴδιο μου παράδειγμα), ὅτι ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι».

Ἔτσι ἀντικρίζω, στὶς ἐλλειπτικὲς αὐτὲς γραμμές μου, τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ νέου Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη μου πώς, ἄν, μὲς στὴν κοινὴν ἐκτίμηση, μιὰ ὁποιαδήποτε ἰεραρχικὰ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα ὀφείλει νά ῾χει, ἀντίκρυ σ᾿ ὅλες τὶς τυχὸν ὁλόγυρά της χρονικὲς ἀξίες, ἕνα πολὺ διαρκέστερο κι οὐσιαστικότερον ἱστορικὸ προορισμό, ἀσφαλῶς τότε, στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὴ ἡ προσωπικότητα, ὅπως εἶπα ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ αὐτοῦ μου τοῦ ἄρθρου, εἶν᾿ ἀπὸ κεῖνες ποὺ γεννιῶνται καὶ δὲν γίνονται, ἀσφαλῶς τότε, λέω, αὐτὴ ἡ προσωπικότητα ἠμπορεῖ νὰ πάρει, καὶ προπάντων μέσα σὲ ὧρες συνθηκῶν σὰν τὶς δικές μας, μιὰ βαθιὰ καὶ γενικότερη γιὰ μᾶς ἀποστολή. Κι ἀκριβῶς τέτοια αὐτὴ τὴν ὥρα εἶν᾿ ἡ περίπτωση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, ὡς ἔχω δώσει, ἀπ᾿ ὅσα εἶπα, νὰ νοηθεῖ. Τὰ ἰσχυρότατα θρησκευτικὰ ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς κοινωνικὰ ἔνστιχτά του, ἢ καὶ τ᾿ ἀνάπαλι, ἕνα τεράστιο καὶ βαθὺ ἱστορικὸ του ὑποσυνείδητο, ποὺ τὸν βοηθεῖ νὰ ἐκτιμᾶ τὴ διαιώνια πορεία τῆς Ἑλλάδας στὴν ἁγνὴ πνευματικὴ διάρκειά της, τὸ ἑνιαῖο Δωρικό του ἦθος - ὅλ᾿ αὐτά, ὑψώνοντάς τον σταθερὰ πολὺ πιὸ ἀπάνω ἀπὸ τὴν τόσο κυμαινόμενη μορφὴ τῶν τεχνητῶν πνευμάτων ποὺ ὑπακούουν στὴ μονομέρεια ποὺ δεσπόζει εἴτε στὶς ἰδεοκρατικὲς εἴτε καὶ στὶς ὑλιστικές τῆς σύγχρονής μας Ἱστορίας ἀντιλήψεις, τὸν βοηθοῦν νὰ ἰσορροπήσει ὀργανικὰ μέσα στὴν ἴδια του συνείδηση τὸ ζωτικό του μέγα χρέος ἀπέναντι τῆς ἐποχῆς μας.

Καμιὰ ὡστόσο ἀμφιβολία πὼς τὸ βάρος ὁποὺ πρόκειται νὰ ὑψώσει εἶναι πολύ. Ἀλλὰ τὸ ξέρει αὐτὸς ὁ ἴδιος πρῶτος. Αὐτὸς πρῶτος ξέρει τέλεια, πὼς ἀνάμεσα ἀπὸ μιὰ πραγματικὰ θρησκευτικὴν ἀποστολήν, καθὼς αὐτὴ ἡ ἀποστολή του ἀποκαλύπτεται στὰ βάθη τῆς προσωπικότητάς του καὶ ἀνάμεσα στὴ γύρα του ἐποχή, ὑπάρχει κάτι τὸ ἀγεφύρωτο καὶ ἀσύμβλητο σχεδόν. Ἀλλά, συγχρόνως, ξέρει πὼς αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ δὲν πρέπει ὁλότελα νὰ βλέπεται ἀπὸ τὴ γωνία τῆς ὁποιασδήποτε προσωπικῆς ἱκανοποίησης ἢ ἀπογοήτευσης ποὺ δυνατὸ νὰ προκαλέσουν εἴτε οἱ πιθανὲς ἐπιτυχίες εἴτε οἱ πιθανὲς ἀποτυχίες τοῦ θερμὰ ἐπιδιωκόμενου σκοποῦ. Καὶ ἡ μεγαλύτερη τυχὸν προσωπικὴ ἀποστολὴ αὐτή, τὸ ξέρει τέλεια ὅτι εἶναι ἐνταγμένη μὲς σὲ κάτι γενικότατο καὶ μέγιστο· ἐνταγμένη σ᾿ ἕνα διαιώνια στρατευόμενον ἀγώνα, τὸν ἀγώνα ὅλων τῶν ἡρῴων καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων γιὰ τὸν ἴδιο ἀπροσμέτρητο κοινωνικοθρησκευτικὸ σκοπὸ ἐνταγμένη μὲς στὸ νόημα τῆς καθολικῆς ἀγάπης· ἐνταγμένη μὲς στὸ νόημα τῆς καθολικῆς δικαιοσύνης· καὶ ἐπιτέλους, γιὰ νὰ μεταχειρισθοῦμε αὐτὴ τὴν ἴδια ὑψηλὴν ὁρολογία τοῦ ἱεροῦ ὑπουργήματός του, ἐνταγμένη μέσα στὸ αἴτημα τῆς ἴδιας «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος του, ἄλλωστε, ὅπου γιὰ πρώτη ὡς σήμερα φορά, τὸ βάρος καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας πέφτει ὁλόκληρο στὸ κέντρο τῶν σκληρῶν κοινωνικῶν πού μᾶς κυκλώνουν προβλημάτων, τὸ δηλώνει καθαρά. Ὁ Δαμασκηνὸς ὑπόσχεται ν᾿ ἀγωνισθεῖ. Θ᾿ ἀγωνισθεῖ ἀπ᾿ τὸ ὕψος τῆς προσωπικότητάς του, τῆς «φυᾶ κρατίστης πάσης», ὅπως καὶ ἀπ᾿ τὸ ὕψος τῶν κοινωνικῶν καὶ ἐθνικῶν μας περιστάσεων, καὶ θ᾿ ἀγωνιστεῖ ἀπ᾿ τὶς δυὸ αὐτὲς ἐπάλξεις μ᾿ ὅλο του τὸ σθένος, μ᾿ ὅλη του τὴ θέληση, μὲ ἀκέριο του τὸν ἀκατάβλητο καὶ ἀνώτερο ἀνδρισμό. Κι αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ ὅποιον ξέρει πόσο σήμερα ὁ ἀγώνας του προβάλλεται τραχύς. Ἀρκεῖ γιὰ ὅλους - κ᾿ εἶναι ὁλόκληρος λαὸς - ποὺ διαισθάνονται ποιὸς εἶναι. Κι ἀρκεῖ ἀπόλυτα, ἀναμφίβολα, γιὰ μέ, ποὺ ξέροντάς τον καὶ πιστεύοντας βαθιὰ στὴν ἀκατάβλητη ἀξία του κι Ἀρετή, τὸν προσφωνῶ μὲ τὶς λιτὲς αὐτὲς γραμμές μου Δωριέα Πρωθιεράρχη, καὶ προκαταβολικὰ τὸν χαιρετίζω μὲ τὶς ἴδιες, θεοπρόβλητο μαζὶ καὶ κοσμοπρόβλητο ἐθνικό μας κ᾿ ἡρωικὸ κοινωνικὸν Ἀγωνιστή!