Ἄγγελος Σικελιανός

Δαίδαλος

Μοίρα στὸν Ἴκαρο ἦταν νὰ πετάξει
καὶ νὰ χαθεῖ· Τί, ὡς ἧβρε σταφνισμένες
τὶς φοβερές τῆς λευτεριᾶς φτεροῦγες
ἀπ᾿ τὸν τρανὸ πατέρα του μπροστά του,
ἡ νιότη ἔριξε μόνη τὸ κορμί του
στὸν κίντυνο, κι ἂν ἴσως δὲν μποροῦσε
τὸ μυστικό, τὸ ἁγνό τους νά ῾βρει ζύγι!
Καὶ συνταράζει ἀρίζωτους ἀνθρώπους
στὸν πόνο, συνταράζει τὶς γυναῖκες,
πάνω ἀπ᾿ τὸ μέγα πέλαγο νὰ βλέπουν
ἐφηβικὸ κορμὶ σὰν ἕνας γλάρος
ν᾿ ἀνεμοδέρνεται ὄρθιο καί, ξάφνου,
νὰ χάνεται ἀπ᾿ τὰ μάτια τους.

Καὶ τότε,
τὴ θάλασσα ὅλη, λές, σὰν ἕνα δάκρυ
τὴ συλλογιοῦνται ἀτέλειωτο, σὰ θρῆνο
πυκνὸ πολύ, πού, τ᾿ ὄνομα τοῦ ἐφήβου
ὡς λέει καὶ ξαναλέει, ἀπὸ τὸ ἴδιο
παίρνει ψυχὴ καὶ νόημα κι ἄξιον ἦχο·
Μ᾿ ἂν ἄντρας πού, ἀπ᾿ τὴ πρώτην ἑλικία του,
εἶπε οὐρανὸς καὶ γῆ πὼς ἦταν ἕνα,
καὶ στιὰ τοῦ κόσμου ἡ ἴδια ἡ συλλογή του.
Κ᾿ εἶπε ποὺ ἡ γῆ νὰ σμίξει μὲ τ᾿ ἀστέρια
μπορεῖ, ὡς βαθὺ χωράφι μὲ χωράφι,
στάχνα νὰ θρέψει κι ὁ οὐρανός.

ἂν ἄντρας
ποὺ εἶδε πὼς ὅλα σὲ ταφῆς εἰκόνα
τ᾿ ἀνθρώπινα εἶναι, κ᾿ οἱ ψυχὲς καὶ τὰ ἔργα.
κι ὅπως στ᾿ ἀγάλματα ἔλυσε καὶ χέρια
καὶ πόδια, νὰ βαδίζουν μοναχά τους
στοὺς δρόμους τοῦ φωτός, ἀναλογίστη
καὶ τὶς καρδιὲς νὰ λύσει τῶν ἀνθρώπων.
κι ὡς, μὲ τρανὰ κορμιὰ δεντρῶν, καράβι
ἐστέριωσε θεϊκό, τὸ φόρτωσε ὅλο
ὄχι μ᾿ ἐλέφαντα, ἤλεχτρο, ἢ χρυσάφι,
μά, ξεδιαλέοντας ἕνα κ᾿ ἕνα, μ᾿ ὅλους
τοὺς Ἥρωες, γιὰ τ᾿ ἀθάνατα ταξίδια
τὰ μυθικά.

ἂν ἄντρας ποὺ κλεισμένος
στὴ φυλακὴ πὄχτισε ὁ ἴδιος - ὅπως
ἡ κάμπια ὑφαίνει μόνη της τὸν τάφο
῾ποὺ θὰ κλειστεῖ, ἀπ᾿ τὸ θάνατο ζητώντας
ν᾿ ἀλλάξει φύση σύρριζα - νειρεύτη,
στὰ βάθη τοῦ Λαβυρίνθου, φτεροῦγες
πὼς φύτρωναν στοὺς ὤμους του, κι ἀγάλι
ἀγάλι ἡ πλήθια ἀγρύπνια του μετρήθη
μὲ τ᾿ ὄνειρο, καὶ βγῆκε αὐτὴ νικήτρια.
σὰν εἶδε πάλι, ξάφνου, ὁλόγυρά του
ὄχλος θαμπὸς τὴ φοβερή του Τέχνη,
ποὖχε σημάδι της τὸ Θεό, νὰ θέλει
μιᾶς γνώμης ἀκαμάτρας τὸ στολίδι
νὰ γίνει.

ἂν καὶ βαρὺ καὶ δουλεμένο
κορμὶ ἀπὸ μόχτο ἀπέραντον, ἐζώστη
τὶς φτεροῦγες σὰν ἄρματα, καὶ ὑψώθη
ἀργὰ - καὶ ἀνηφοροῦσε τοὺς ἀνέμους
θερίζοντάς τους ἥσυχα, ὅπως κόβει
μὲ τὸ δρεπάνι ὁ θεριστὴς μπροστά του
στὴ γῆ μεγάλα κύματα ἀπ᾿ ἀστάχυ -
πιὸ πάνω κι ἀπὸ τὸν ὄχλο, κι ἀπὸ τὸ κύμα
ποὺ τὸ παιδί του σκέπασε, πιὸ πάνω
κι ἀπ᾿ τοῦ πένθους τὰ σύνορα, νὰ σώσει
μὲ τὴν ψυχήν του τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου.
μπορεῖ κι ἀρίζωτοι ἄνθρωποι στὸν πόνο
μπορεῖ πικρὲς κι ἀδύναμες γυναῖκες,
ποὺ στὰ νεκροστολίσματα μονάχα
ἢ ἀπάνω στὰ νεκρόδειπνα μεράζουν
τὰ λόγια τους, νὰ ποῦν:
σκληρὸς πατέρας.

κι ἂν πρὸς τὴ δύση ἀρχίναγε νὰ γέρνει,
τὸ φοβερὸ ξακλούθησε ταξίδι,
τὴν ἔρμη ζωή του θέλοντας νὰ σώσει.
κι ἄλλοι μποροῦν νὰ ποῦν:
τὸν κόσμο ἀφήνει
καὶ στὶς στρωτὲς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων,
πράματ᾿ ἀδύνατα ζητώντας.

Τέτοια
νὰ ποῦν μπορεῖ.

Μὰ ἐσύ, τρανὲ πατέρα,
πατέρα ὅλων ἐμᾶς ὁποὺ σὲ εἰκόνα
ταφῆς, ἀπὸ τὴν πρώτην ἑλικιά μας,
ἔχουμε ἰδεῖ τὰ πάντα καί, ἢ μὲ λόγο
ἢ μὲ σμιλάρι, μὲ τὴν πνοή μας ὅλη
ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ ρυθμὸ τὸ σαρκοφάγο
νὰ ὑψωθοῦμε ἀγωνιόμαστε·

ὦ πατέρα,
ποὺ καὶ γιὰ μᾶς γῆ κι οὐρανὸς εἶν᾿ ἕνα,
καὶ στιὰ τοῦ κόσμου ἡ ἴδια ἡ συλλογή μας,
καὶ λέμε ἡ γῆ νὰ σμίξει μὲ τ᾿ ἀστέρια
μπορεῖ, ὡς βαθὺ χωράφι μὲ χωράφι,
στάχνα νὰ θρέψει κι ὁ οὐρανός·

πατέρα,
τὶς ὦρες ποὺ βαραίνει στὴν καρδιά μας
τῆς ζωῆς ἡ πίκρα μ᾿ ὅλο της τὸ βάρος,
καὶ δὲ σηκώνει ἡ νιότη τὴν ὁρμή μας,
μὰ ἡ Θέληση ποὺ ἀπάνω κι ἀπὸ τοὺς τάφους
ὀρθὴ ἀγρυπνᾶ, τὶ στὸ δικό της μάτι
καὶ ἡ θάλασσα ρηχή, ποὺ τοὺς πνιγμένους
σφιχτοκρατάει καὶ δὲν τοὺς δίνει πίσω,
ρηχὴ καὶ ἡ γῆ ὁποὺ οἱ νεκροὶ κοιμοῦνται·

τὶς ὦρες τοῦ ὄρθρου, ποὺ μοχτοῦμε ἀκόμα,
σὰν κ᾿ οἱ νεκροὶ κ᾿ οἱ ζωντανοὶ πλαγιάζουν
στὸν ἴδιο ἀνόνειρο ἢ βαριόνειρο ὕπνο,
μὴ σταματᾶς νὰ ὑψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας μὲ ἀργές, στρωτὲς φτεροῦγες
τὸν οὐρανὸ τῆς Σκέψης μας ὁλοένα,
Δαίδαλε αἰώνιε, ἀπόκοσμος Ἑωσφόρος!