Κι ἀπ᾿ τὶς κορφὲς τοῦ Ταΰγετου ποὺ ἀπὸ τὸν πάγο ἀσημολάμπουν
αἰώνια, μὲς σὲ μίαν αὔρα ἀσίγητη π᾿ ἀλαφροπνέει ἀπ᾿ τὰ λιωμένα χιόνια, στὴν ἀστραπὴ τῆς ἄνοιξης, στῆς ἥβης τὰ χρυσόχνουδα τὰ χρόνια, σ᾿ ἄσπρα ἄλογα τῶν Διόσκουρων τὸ ἀσύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει, κι ἀνάμεσα στ᾿ ἀδέρφια της ποὺ ἀκροποδίζουν στὸ γκρεμνό, σκυμμένη, μέσα σε πέπλο ἀθάνατο, κατηφοράει, σὰν τὸ νερό, ἡ Ἑλένη. |
Μὲς στὴ ροδόφωτην αὐγή, γιὰ Σέ, Μεγαλομάτα, τὰ σημαντήρια ἐσήμαναν, Μιστρᾶ καὶ Καλαμάτα! Δῶσ᾿ νὰ κρατήσω ἀνθὸ
ροδιᾶς στὸ δεητικό μου χέρι, λύχνος φωτᾶς ἀπάρθενος μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια... Στύλοι λιγνοί
σε ἀνάλαφρες ἁψίδες, κ᾿ ἐσεῖς ἴσια, τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν, 10 καμπαναριό, ποὺ ἀνάγυρτος ἀνθὸς
εἶναι ἡ καμπάνα δροσολογᾶνε οἱ ἴσκιοι του σὰν τοῦ ναοῦ Σου οἱ θόλοι, ἐγὼ εἶμαι ποὺ
ὀνειρεύτηκα, μὲς σὲ βραγιὲς καὶ κρίνα, ὠσὰ νὰ μ᾿ ἔσερνε ἄνεμος ἐρωτικός, Ἐλεοῦσα· καὶ διασταυρώνονταν
γοργὰ -πὼς ἄκουα, λέω, τὸ θρό τους οἱ ἄδετες οἱ ἀμυγδαλιὲς καὶ τῶν μηλιῶν τὰ δάσα... Δέξου με κεῖ ποὺ
δέχεσαι καὶ τὸ πουλί, ποὺ μπαίνει εἶν᾿ ἕτοιμοι νὰ πέσουνε κι ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ῾γγιγμένοι... Καὶ νὰ
ποτίσω τὴ βραγιὰ κηπάρης Σου· νὰ σκύψω στὸ πεύκι ποὺ σοῦ ὑφάνανε τὰ πλήθια χαμομήλια, 30 Κῆπε ἀρχαγγέλων, π᾿ ἀλαφρὰ ξεφτέρουγα ἀνεμίζουν (ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, B´, Ἴκαρος 1966) |