Ἄγγελος Σικελιανός

Ἀλαφροΐσκιωτος (1907)


Γυρισμός

Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου...

Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος· 10
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα -

Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα 20
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.

Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
- καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει. 30

Πετιῶμαι ἀπάνω. Ἡ ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Ἡ Χρυσόφρυδη

Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα 820
στορώντας παραμύθια,
ἀκοίμητος νυχτόημερα,
στὴ γλαυκομάτα ἀλήθεια·
ποῦ ἔστησε αὐτὶ προσεχτικό,
στὸ μέτωπό μου ἐκάρφωσε
τὰ μάτια της ἀσάλευτα,
ἐκεῖ ποὺ φλέβες δυὸ
σμίγουν τὴ βρύση τῆς φωτιᾶς
μὲ τῆς πηγῆς τὸ κρύο·
ποὺ χαμογέλασε βαθιά 830
κ᾿ εἶπε: «Ὦ καλέ, πῶς χαίρονται
τὰ φρένα μου, ἡ ψυχή σου
τὴν κλήρα ποὺ ἀκολούθησε
- κ᾿ εἶναι βαθιὰ δική σου -
τοῦ ἀσύγκριτου ἄντρα ποὺ ἤτανε
σ᾿ ὅλα βαρύς, μεγάλος,
στὴν πράξη ἦταν πολύγνωμος,
στὸ μύθο ὡς κανεὶς ἄλλος!»

Τῶν ἀντρειωμένων ὄνειρο,
χρυσόφρυδη, σὲ κέρδισα, 840
κι ἄλλος δὲν εἶναι βύθος,
σ᾿ ἕνανε νοῦν ἐλεύτερο
ποὺ ἀπάνω-ἀπάνω θρέφεται
στὴν πλάση, ὅσον ὁ μύθος
γλυκός: τὸ δέντρο τὸ ἠχηρό,
ποὺ ξεκρεμάει καὶ βάνει
- ὢ πλάτανος χιλιόχρονος! -
τὸ κρύο φλασκί του ὁ πιστικός,
ὁ ἀργάτης τὴ φλοκάτα του,
τὸ θρέφει πάντα ὁ κεραυνός, 850
σειέται στὸ θρό του ὁ οὐρανός,
καὶ πάντα ρίζες πιάνει.

Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα
μὲ μάγια καὶ πλανέματα
πολλὰ καὶ παραμύθια.
Στὸ χάδι ἐπαραδόθηκες
τὸ ἀντρίκειο· σοῦ ἐξεκούμπωσα
τὴ ζώνη, καὶ τὰ στήθια
ἀκόμα σου ἦταν ἄγουρα·
δὲν πήδησεν ἡ στάλα 860
- σημάδι ὑγειᾶς ἀλάθευτον -
ποὺ θὰ μᾶς θρέψει ἕναν ὑγιὸ
μὲ τῆς ἀντρείας τὸ γάλα.

Καὶ πιὰ δὲ σ᾿ ἄγγιξα. Ἔμεινα,
κι ἀκούμπησα στὰ γόνατα
τ᾿ ὁλόδροσο κεφάλι·
τὰ μάτια μου ἐδιαβαίνανε
τῆς πλάσης τὸ κρουστάλλι,
ἢ σιωπηλὸς ἐκοίταζα,
σὲ μιὰ βαθιὰ ἀναγάλλια, 870
τὸ χέρι σου ὡς ἐτίναζε
μ᾿ ἕνα μεγάλο σάλεμα
τὰ θεοτικά, ὢ θαμπώματα!
μαλλιά σου ὡς στ᾿ ἀστραγάλια.

K᾿ ἔβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στὴν ἀκατάφλογη φωτιὰ
τὸ θεῖο κορμὶ νὰ ντύνεις,
ποὺ ἀκοῦς τὸ τρίσβαθο ὄνειρο
νὰ λαχταράει στὰ σπλάχνα σου,
κι ἀπὸ τὸ κλάμα, τῆς χαρᾶς 880
ποὺ κλαῖς, διψᾶς καὶ πίνεις!

Χρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ὦ κρύα κερύθρα ἀμαύλιστη,
σὲ μιᾶς κορφῆς κλεισμένη
τὴν ἀγερόχρωμη σπηλιά,
ἀπὸ θυμάρι, ἀπὸ λυγιὰ
καὶ δρόσο μαζεμένη!

Τὴν κρύα κορφὴν ἀνέβηκα,
μὲ μπόρες καὶ μὲ χιόνι,
μὲ καλοσύνες τρίσβαθες, 890
τόσο ἀλαφρὸς καὶ διάφωτος
πὄλεα τὰ κρύα μου τὰ νεφρὰ
πὼς ὁ οὐρανὸς τὰ ζώνει.

Κι ὅλα τὰ φίδια ἐγήτεψα
ποὺ ἡ ἄνοιξη μὲ πότισε,
καὶ τὰ πουλιὰ τῆς πλάσης.
Ὦ πλάση, κι ἀπὸ ποιὸ πουλὶ
μπορεῖς νὰ μὲ γελάσεις,
ποὺ τῆς φωνῆς τους μάζωξα
σ᾿ ἕνα γυαλὶ τὴ στάλα 900
σὰ δάκρυο τῆς κληματαριᾶς,
σὰν πεύκου ἡ κέδρου δάκρυσμα,
κι ἀνέβηκα ὅλη τοῦ βουνοῦ,
ζητώντας σᾶς, τὴ σκάλα !
Τῆς στεφανούδας τὸν ψιλὸν ἀχό,
τὸ ἀνάριο λάλημα,
τὴ γαληνὴ ἀνυφάντρα,
ὅλα, ἀπ᾿ τ᾿ ἀηδόνια τ᾿ ἄκουσα
ὡς τὴ γοργὴ γαλιάντρα,
ὡς τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀχνοπράσινου 910
τοῦ ἀτσάραντου μεθύσι,
ποὺ τὸ λαρύγγι, ἀπ᾿ τὸ βαθὺ
κι ἀκράτητον ἀνάβρυσμα,
λογιάζεις πὼς θὰ σκίσει!

Ὅλη τη σκάλα τῶν πουλιῶν,
ὁποῦ περνάει σὰ σύννεφο,
σὰν πέπλος ἀριαπλώνεται,
μαζώνεται καὶ χύνεται
σαγίτες στὸν ἀέρα·
ὅλη τὴν ἀνεμόσκαλα. 920
Ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ κορφόσκαλο,
ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ φλογέρα !

Γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ τὴν κρύα κορφὴ
- ὦ κρύα τοῦ πόθου ῥεῖθρα ! -
γιὰ σένανε, ὦ ἀμαύλιστη
τοῦ βράχου κρύα κερήθρα,
ποὺ σπᾶς τὰ δόντια σὰ γυαλὶ
ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν κρυάδα
- μὰ τὰ δικά μου ἀστράψανε
σὲ ὑπέρλευκο χαμόγελο, 930
κ᾿ ἔλαμψεν, ὡς σὲ γεύτηκε,
διπλᾶ ἡ λευκὴ λαμπράδα.
Σὰν τὸ χαλίκι ὁποῦ μακριὰ
ἀπὸ τὸ πέλαο σβήνει,
μά, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
τὴν ἀστραψιά του χύνει...

Μεγαλομάτα· ἕναν ὑγιὸ
νὰ δώσω σου ὀνειρεύομαι,
κι ὁ πόθος ποὺ μὲ ζώνει
μοῦ σφίγγει γύρα τὰ νεφρά 940
σὰν πάγος καὶ σὰ χιόνι.

Χρυσόφρυδη· ἄσε στ᾿ ὄνειρο
τὸ νοῦ μου νὰ βυθίσω,
στὰ γόνατά σου γέρνοντας·
ἄσε τὸ μῆλο τοῦ Μαγιοῦ
στὸν ἥλιο νὰ γυρίσω,
σὰν παπαρούνα κόκκινο
νὰ γένει, καὶ ν᾿ ἀρχίσει
μέσα του ἡ σάρκα ἀνάλαφρα
νὰ δέσει καὶ ν᾿ ἀφρίσει ! 950
νὰ δέσει ἀπὸ τὰ στήθια σου
σὰ στὸ σταφύλι ἡ ρώγα,
κι ὡστόσο, βασιλόθωρη,
ἀπὸ τὸ ῥόδι ποὺ ἄνοιξα
τὸ μέγα, τὰ ῥουμπίνια του
νὰ δείξει, ἀσταχολόγα!

Καὶ χαμογέλα! Τὸ κορμὶ
στὸν πόθο ἂς γένει διάφωτο,
σὰν τὰ σπειριά του μέσα
καὶ τὸ αἷμα ἂς λάμπει καθαρό 960
σὰν τοῦ ροδιοῦ, τὴ σάρκα σου
σὰν τὸ κρουστάλλι διάφωτη
νὰ φέγγει σου ἡ ἀνέσα.

Νὰ σμίγει ὅπως στὸν ξάστερο
γιαλὸ τὸ ἀγέρι μέσα σου,
ποὺ τρίσβαθα ἀνασαίνει.
Κάτου κοιτᾶς, κι ἀπ᾿ τὸ βυθό,
καθὼς κοιτᾶς, ἡ ἀνάσα σου
στὸ νοῦ βαθιὰ ἀνεβαίνει...

Καὶ πῆρα στῆς χρυσόφρυδης 970
τὰ γόνατα τὸ ἀλάφρωμα
τοῦ ὀνείρου· κ᾿ ἦταν ξάστερο
τὸ κρύο γλαυκὸ ἀπὸ πάνω μου,
ἤτανε γύρα μου ὁ γιαλὸς
κι ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ βουνά,
καὶ μέσα μου· κι ἀρχίνησε
βαθιὰ ἡ καρδιὰ ν᾿ ἀλλάξει,
ποὺ ἄκουσα ξάφνου τὴ βροντὴ
τὴ γνώριμη ποὺ ἐκύλησε,
κ᾿ εἶπεν: «Ὦ ἀλαφροΐσκιωτε, 980
σηκώσου· ἐσὺ τὸ σάρκωσες
τὸ τάμα - καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς -
κ᾿ ἐσὺ τό ῾χεις ἀδράξει.
Ποιὸς ἀντρειωμένος θὰ στηθεῖ
καὶ θὰ τὸ δέσει ὁλόφωτο
σὲ Λόγο καὶ σὲ Πράξη;»

Καὶ ξύπνησα. Μοῦ φάνηκεν
ὅλος σὰν πνέμα ὁ οὐρανός,
κι ἀπάντησα: «Τὴ γέννα μου,
στὰ κρύα βουνὰ τὴν κήρυξες 990
καὶ στὴ μεγάλη πλάση.
Ἂν εἶμ᾿ ὁ ἀλαφροΐσκιωτος,
καὶ μέσα μου ἡ ἀστροφεγγιὰ
τῆς γῆς ἔχει γελάσει,
κράξε· ἀλαφριά, ὦ πανάρχαιον
αἰώνιον πνέμα, μέσα μου
ἀκόμα εἶν᾿ ἡ ὁρμή μου·
μὲ τὴ ζωὴ ἂν μὲ μάγεψες
καὶ μὲ καλεῖς ψηλότερα,
ἐδῶ εἶναι τὸ κορμί μου! 1000

Ἐμέ, ἀγριοπερίστερον
εἶν᾿ ἡ ἀθωότη μου· κι ὁ ἀϊτὸς
τὴν ξέρει καὶ τὴ χαίρεται.
K᾿ ἔχω ἀγναντέψει πάλι,
ν᾿ ἀράξω τὶς φτεροῦγες μου,
νὰ γαληνέψω, μιὰ βαθιὰν
ὁλόφωτην ἀβάλη.

Θέλω ἀπὸ κεῖ - καὶ τὰ νεφρὰ
σφιχτότερα θὰ ζώσω -
στὰ πέλαγα, ὡς τὴν ἡσυχία 1010
κι ὅλη τη γλύκα ἀντρώσω,
νὰ δοκιμάσω τὸ παλιό,
ποὺ μὄφεραν οἱ χρόνοι
καὶ ποὺ σκεπάζει το ἡ καπνιά,
τόξο, ποὺ ἐλάλει του ἡ χορδὴ
ἀπ᾿ τ᾿ ἄγγιγμα τοῦ ἀσύγκριτου,
σὰ νά ῾ταν χελιδόνι!

Θέλω νὰ δράμει ἡ θεία βροντή,
μηνύτρα ὡς ἀπὸ σύγνεφο,
στὰ κορφοβούνια ἀπόξω, 1020
καὶ νὰ χτυπήσω, ἀλάθευτος,
κατάκαρδα τὸν Ἄνθρωπο
μὲ τὸ δυσκολολύγιστο,
βαρὺ τοῦ στίχου τόξο!

Θέλω ν᾿ ἀφήσω τὴ βαθιὰ
κι ἀνάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ᾿ ἀσύγκριτον ὑγιό,
ἢ νὰ τοῦ ρίξω ὡς κεραυνὸ
στὴ σάρκα μία κατάρα,
καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφίξε καλὰ 1030
τὴ ζώνη, ἀλαφροπάτητος
νὰ γένεις, καὶ τριγύρα σου ὅλ᾿ ἡ φύση,
στὴ βούλησή σου ὁλόφωτη,
θὲ νά ῾ρτει, ἄκρατη λεβεντιὰ
τὴ σάρκα νὰ σοῦ ντύσει·
καὶ τὸ κορμὶ στὸ λογισμὸ
θ᾿ ἀδρώσει, γιὰ νὰ ζήσει
σὰ θὰ ριχτεῖ στὸ πάλεμα,
στὸ ἀντρίκειο χαροπάλεμα,
τὶς τραχιὲς γνῶμες μ᾿ ἀλαφρὴ 1040
καρδιὰ γιὰ νὰ ζυγίσει.
Κι ὡς στήσεις παντοδύναμα
στὴ γῆ ἱερὴ τὰ χέρια,
στὴ νίκη καὶ στὸ λύτρωμα,
θὰ σοῦ χαλκέψω ἐγὼ φτερὰ
κι ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀσύντριφτα,
γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖς, κι ἀγνάντια του
νὰ ὑψώσεις τὴν ἀδάμαστη
καρδιά μου μὲς στ᾿ ἀστέρια !» 1049

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Ὁ Βαθὺς Λόγος

K᾿ ἕνας ἀπ᾿ ὅλους μοῦ ἔφεξε
κι ἀκόμα φέγγει λόγος. Καὶ ἡ ψυχή μου
στὴν πλάση μέσα τὸν ἀλήθεψε -
καί, νὰ μπεῖ
στὸ νόημα σύγκορμη καὶ πρίν, ἀκέρια ἐστάθη.

Ὡς ἕνα στύλο ἕνας σεισμός,
τὴ ζύγιασε, τὴν ἔστησε,
σὰν κυπαρίσσι ρίζες ἄδραξε ἀπ᾿ τὰ βάθη.

K᾿ ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα 100
στοῦ τραγῳδοῦ τὸ νοῦ,
ποὺ τρίσβαθα
τοῦ ραψῳδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρὸς στὸ γιγάντειο πόνο τοῦ Αἴαντα
καὶ τὴν ἱερὴ μανία.

Καὶ πιὸ μεστά,
σὰ νὰ μοῦ ἀλάφρωνε
φλέβα νεροῦ ἀγερόλαμπρου
τὴ δέντρινη κορμοστασιά μου,
ἀνέβηκε ἄδιψα, 110
ἀλαφρά, τὴ φυλλωσιά μου·
μ᾿ ἔθρεψε τὸ ἀλαφρὸ νερὸ
καὶ τὸ ἀλαφρὸ τὸ χῶμα,
καὶ ἴσια
ἡ Βούλησή μου ἀπάνω ὑψώθηκε,
σὰν τὰ μεστά, τὰ ἐφτάψηλα,
μὲ τὰ κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!

«Εἴδωλα εἴμαστε καὶ ἴσκιοι.»
Τὸ λόγο ποὺ ἀχνίζει τὴν πράξη, 120
γιὰ νύχτες, γιὰ μέρες,
ψηλὰ στὰ βουνά,
ὅπου ἀπάτητοι δρόμοι,
στὸν βαθιὸν ἐλαιώνα
ποῦ οἱ ἄγραφοι νόμοι
πάντα ἀστράφταν μπροστά μου,
τὸν ἔφερα. Ἡ τρίσβαθη γνώμη
τώρα ἀντρίζει βαθιὰ τὰ ἥπατά μου.

Ἀνέβηκα - φίλος
ἀνήφορων - ὄλες 130
τὶς κορφὲς ποὺ ἀγναντεύουν τὰ πέλαγα,
γαληνὴ ἄγγιξε ὅλα ἡ ὁρμή μου:
τὸ γεράκι ποὺ ἐπέρνα,
τὸ σύννεφο στὸν ἀγέρα,
τὸ διάστημα
ποὺ εἶχε ζώσει βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Πόσο φῶς ἐποτίστηκεν
ἡ κρυφὴ δύναμή μου!

Καὶ - ὄχι καύχημα ἀνίερο -
σὲ πηγὲς δαφνοσκέπαστες 140
ἤπια ἐγώ, καὶ στὴ στέρνα.
Τὴ ματιὰ καὶ τὴ ράχη μου
λαιμὸς βέβαιος
καὶ βέβαιο
τὸ ποδάρι ἐκυβέρνα.

Καὶ εἶπα, ὅλα γύρω βλέποντας:
«Νησί,
ἀβασίλευτη στὸ πέλαο δόξα,
ὦ ῥιζωμένο
στὸ πολύβοο διάστημα, 150
καὶ στοῦ Ὁμήρου τὸ στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στὸν ὕμνο!

 

Δάσο ὅλο δρῦ στὴν κορφή σου,
σιδερόχορδη ἀνάβρα
ποὺ ἀχνίσαν τὰ σπλάχνα μου ἀπάνω
ὁλοκαύτωμα θεῖο,
καὶ ἡ ἄκρη σου τρέμει σὰ φύλλο,
μέσα βροντάει ὁ Λευκάτας,
μαζώνεται ἡ μπόρα, 160
ξεσπάει μὲς στὸ θεῖον ἐλαιώνα,
τρικυμίζει τὸ πέλαο,
νησί μου·
ἄλλη θροφὴ ἀπὸ τὴ θροφή μου
δὲ θὰ βρῶ,
ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου ἄλλη ψυχή,
ἄλλο κορμὶ ἀπὸ τὸ κορμί μου.

Ἀλλοῦ οἱ ναοὶ κι ἀλλοῦ οἱ θεοί.
Μοῦ ἀστράφτει γύρω τῶν ἡρώων ἡ μοίρα.
Τὴ μοναξιὰ στὴ δύναμή μου ὑπόταξες. 170
Τῆς γλαυκομάτας ἡ ἔγνοια μου εἶναι κλήρα!

Τοῦ νοῦ τὸ νόμο στὰ βουνά,
στὸν κάμπο, ὁλοῦθε βρῆκες.
Νά, ἡ ἀγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιὰ γιὰ ὅλες τὶς ἄγνωρες
καὶ τὶς μεγάλες νίκες!»

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)