Σταυρούλα Δαλιάνη - Μαῦρα μάτια μὲ πλανέψαν
Παραδοσιακὰ τραγούδια τῆς ἀγάπης

[Παρουσίαση] [Εἰσαγωγή] [Βιογραφικά] [Περιεχόμενα] [Συντελεστές] [Στίχοι]


Γενικά

Ἡ Σταυρούλα Δαλιάνη, μιὰ γλυκιὰ παρουσία μὲ ἐξαιρετικὴ φωνή, κάνει τὴν πρώτη της ἐμφάνιση στὴ δισκογραφία μὲ ἕνα δίσκο ἔκπληξη. Τὸ «Μαῦρα μάτια μὲ πλανέψαν» εἶναι μία παραγωγὴ μὲ παραδοσιακὰ τραγούδια τῆς ἀγάπης (τσάμικα, καλαματιανά, συρτά, καγκέλι, τραπεζίτικα κλπ.) ἐκτελεσμένα καὶ ἐνορχηστρωμένα μὲ τρόπο γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ἀπὸ τὸ Γιῶργο Δαλιάνη (κλαρίνο-φωνή), χωρὶς ἠλεκτρικὰ ὄργανα καὶ ἤχους ξένους πρὸς τὸ παραδοσιακό μας τραγούδι! Βιολὶ παίζει ἕνα νέο ταλέντο, ὁ Χρῆστος Δαλιάνης, λαοῦτο οἱ Μιλτιάδης Παπαϊωάννου καὶ Ἀντώνης Κουτελιέρης καὶ κρουστὰ ὁ Ἀλέκος Σταματόπουλος. Ὁ μικρὸς Νικόλας Δαλιάνης ἐκπλήττει εὐχάριστα μὲ τὴ φωνή του.


Εἰσαγωγή

Τὰ τραγούδια του λαοῦ μας ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς, περνώντας διὰ στόματος ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ταξιδεύοντας στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο τροποποιήθηκαν πολλὲς φορὲς στιχουργικὰ καὶ μελῳδικά, ὥστε νὰ προσαρμοστοῦν στὰ μοσυικὰ καὶ γλωσσικὰ ἰδιώματα κάθε τόπου καὶ νὰ ἐκφράσουν κάθε φορὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή.

Σήμερα ἡ ζωή μας εἶναι διαφορετική. Δὲν ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ τραγουδᾶμε στὴν καθημερινότητα καὶ στις εργασίες μας, που συνεχῶς μηχανοποιοῦνται, οὔτε οἱ συνθῆκες στὰ γλέντια ἐπιτρέπουν νὰ γλεντοῦμε τραγουδώντας. Πιστεύουμε δέ, ότι πρόκειται μία ὑψηλῆς αἰσθητικῆς τέχνη ποὺ κάνει θέμα της ὅ,τι ἐμεῖς μαθαίνουμε νὰ προσπερνᾶμε βιαστικά (πόση ἀξία ἀποκτᾷ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν ἕνα μόνο φιλί!).

Προσωπικά πιστεύω πὼς μαθαίνεις νὰ ζεῖς, νὰ ἐκτιμᾷς, νὰ ἀγαπᾷς, μέσα ἀπὸ τὰ τραγούδια μας. Κι ἂν τὸ καταφέρεις, τότε μπορεῖς νὰ τὰ ἀποδώσεις, τόσο βαθιὰ καὶ εἰλικρινὰ ποὺ νὰ μὴ νιώθεις καὶ νὰ μὴν κάνεις κανέναν νὰ νιώθει πὼς ἁπλῶς ἀναπαράγεις ἕνα τεῖνον πρὸς ἐξαφάνιση «μουσειακὸ εἶδος». Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ γνωρίζοντας ὅτι θὰ ἀποτελοῦσε αὐταπάτη τὸ νὰ ἐλπίζουμε σήμερα πιὰ μόνο στὴν προφορικὴ μετάδοση, ἐπιχειροῦμε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ δίσκου.

Τὰ τραγούδια ποὺ ἐπιλέξαμε εἶναι ὅλα παραδοσιακὰ καὶ προσπαθήσαμε νὰ τὰ ἀποδώοουμε, ὅπως τὰ ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ντόπιους, τοὺς ὁποίους εὐγνωμονοῦμε.

Ἀφιερώνουμε τὸ ἔργο αὐτὸ στοὺς λάτρεις τῆς παράδοσης καὶ στοὺς νέους. Ἂν γίνουμε ἀφορμὴ γιὰ ν᾿ ἀγαπήσει καὶ νὰ τραγουδήσει ἕνας νέος κάποιο τραγούδι, θὰ θεωροῦμε ὅτι ἄξιζε ἡ προσπάθειά μας. Σ.Δ.


Βιογραφικά

Σταυρούλα Δαλιάνη

Γεννήθηκε τὸ 1985 στὴν Ἀθήνα. Ἀπὸ μωρὸ μεγάλωνε ἀκούοντας πολλὲς ὦρες κάθε μέρα παραδοσιακὴ μουσικὴ ἀπὸ τὸν πατέρα της κι ἔτσι, ἀκόμη καὶ πρὶν καθαρίσει τὰ λόγια της, τραγουδοῦσε. Ἀπὸ τεσσάρων χρονῶν συμμετεῖχε σὲ ἐκδηλώσεις, συνοδεύοντας τὴ χορευτικὴ ὁμάδα τοῦ Πανεπιστημίου Πειραιῶς. Πέντε χρονῶν ἐντάσσεται στὴν παιδικὴ χορωδία τοῦ ΟΤΕ, μαζὶ μὲ τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό της. Στὰ ἕξι ἀρχίζει μαθήματα μαντολίνου μὲ τὸν Διονύση Ἀποστολᾶτο στὸ σύλλογο «Εὔγερος Κεφαλλονιᾶς» καὶ συμμετέχει στὴν χορωδία τοῦ συλλόγου. Ἀργότερα ἐγγράφεται σὲ ᾠδεῖο καὶ παρακολουθεῖ μαθήματα πιάνου καὶ θεωρητικῶν.

Συμμετεῖχε σὲ πολλοὺς διαγωνισμούς, ἀποσπώντας βραβεῖα. Εἶναι Νηπιαγωγός, πτυχιοῦχος τοῦ Παιδαγωγικοῦ Τμήματος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ παράλληλα σπουδάζει κλασσικὸ τραγούδι. Διδάσκει μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της παραδοσιακὸ τραγούδι σὲ Δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ Βύρωνα καὶ τὸ 2003 παρουσιάζουν ἑκατονταμελῆ παιδικὴ χορωδία στὴ γιορτὴ ἔναρξης τοῦ Παιδικοῦ Φεστιβὰλ Βύρωνα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παραδοσιακὸ τραγούδι, ἀσχολεῖται ἐπίσης μὲ τὸ ἔντεχνο.

Γιῶργος Δαλιάνης

Γεννήθηκε στὸ ὀρεινὸ χωριὸ Τριπόταμα Ἀχαΐας ὅπου εἶχε τὶς πρῶτες ἐπιδράσεις ἀπὸ τοὺς μερακλῆδες κατοίκους οἱ ὁποῖοι τραγουδοῦσαν σὲ ὅλες τὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις καὶ σὲ διάφορες ἀγροτικὲς ἐργασίες (θέρο, ἁλώνισμα, ξέφυλλο, τρύγο κ.ἀ.) Σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἀγάπησε πολὺ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἄρχισε ἀπὸ πολὺ μικρὸς νὰ τραγουδᾷ. Ἀργότερα τρυπώντας ἕνα καλάμι ἔφτιαξε αὐτοσχέδια φλογέρα καὶ ἄρχισε νὰ παίζει σκοπούς. Μετὰ τὸ Λύκειο πῆγε στὴν Ἀθήνα· σπούδασε ραδιοεπικοινωνίες καὶ ταξίδεψε δυὸ χρόνια ἀσυρματιστὴς σὲ ποντοπόρα πλοῖα. Στὴ συνέχεια ἀπέκτησε τὸ πρῶτο του κλαρίνο, πῆρε κάποια μαθήματα καὶ μὲ συνεχῆ προσπάθεια καὶ ἐπιμονή, ἄρχισε νὰ παίζει. Ἐντάχθηκε στὴν ὀρχήστρα τοῦ πολιτιστικοῦ κέντρου τοῦ ΟΤΕ. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν Κώστα Μούτσελο ποὺ τραγουδοῦσε καὶ μάθαινε λαοῦτο. Λάτρεις καὶ οἱ δυὸ τοῦ παραδοσιακοῦ τραγουδιοῦ, παρασύρουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὲ ἀτέλειωτες ὧρες πρόβας καὶ μελέτης (τὶς κατὰ Μούτσελον «κλαρινοῶρες»). Οἱ πολλὲς ὧρες μουσικῆς στὸ σπίτι, ἔφεραν καὶ ἕνα ἄλλο ἀποτέλεσμα. Τὰ παιδιὰ Χρῆστος καὶ Σταυρούλα κόλλησαν τὸ «μικρόβιο» καὶ ἄρχισαν νὰ τραγουδᾶνε ἀπὸ πολὺ μικρά. Τὸ 1994 μὲ τραγουδιστὲς τὰ παιδιὰ 11 καὶ 8 ἐτῶν ἠχογραφήθηκαν τὰ «Μηνύματα στὴν νέα γενιὰ» τὸ ὁποῖο εἶχε μεγάλη ἀπήχηση καὶ ἰδιαίτερα στοὺς νέους.

Τὸ 1992 μὲ πυρῆνα ἄτομα ἀπὸ διάφορες περιοχὲς μὲ κοινὲς ἀνησυχίες γιὰ τὴν παράδοση, ἱδρύει τὸν πανελλήνιο σύλλογο φίλων τοῦ γνήσιου δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τοῦ χοροῦ καὶ τῆς παράδοσης «Ἡ Ρωμιοσύνη», μὲ ἕδρα τὸν Βύρωνα σ᾿ ἕνα ζεστὸ χῶρο ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα μικρὸ λαουγραφικὸ μουσεῖο. Τὸ συγκρότημά του ἔχει ἐκτιμηθεῖ γιὰ τὸ αὐστηρὰ παραδοσιακό του ὕφος (δὲν χρησιμοποιεῖ ποτὲ ἠλεκτρικὰ ὄργανα) καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει συνεργασία μὲ πολλοὺς Δήμους κὰ συλλόγους καὶ ἔχει στὸ ἐνεργητικό του ἐπιτυχημένες μεγάλες ἐκδηλώσεις. Διδάσκει τραγούδι καὶ κλαρίνο σὲ νεανικὰ κέντρα, ᾠδεῖα καὶ σχολεῖα.

Χρῆστος Δαλιάνης

Εἶναι τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας τοῦ Γιώργου Δαλιάνη. Γεννήθηκε τὸ 1983 στὴν Ἀθήνα. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς ἄρχισε νὰ τραγουδάει σὲ φιλικὰ γλέντια ἀρχικὰ καὶ ἐπαγγελματικὰ ἀργότερα. Σὲ πλικία ἕξι ἐτῶν ξεκίνησε τὶς σπουδές του στὸ κλασικὸ βιολὶ μὲ δάσκαλο τὸ μεγάλο σολίστα Παντελὴ Δεσποτίδη. Ἑπτὰ ἐτῶν ἐντάσσεται στὴν παιδικὴ χορωδία τοῦ ΟΤΕ στὴν ὁποία διδάσκει ἡ Τερψιχόρη Παπαστεφάνου καὶ μεταγενέστερα σὲ ἄλλες χορωδίες. Παράλληλα συνέχισε ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὴν παραδοσιακὴ μουσική, συμμετέχοντας σὲ συναυλίες καὶ συνοδεύοντας χορευτικὲς ὁμάδες σὲ ἐκδηλώσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό. Μαθήματα παραδοσιακοῦ βιολιοῦ πῆρε ἀπὸ τὸν Νίκο Μωραΐτη καὶ τὸν Ἀλ. Ἀραπάκη. Ἔχει συμμετάσχει σὲ ἀρκετὲς δισκογραφικὲς δουλειὲς ὡς μουσικὸς καὶ ἐνορχηστρωτής. Κατέχει πτυχία ἁρμονίας καὶ ἀντίστιξης καὶ σπουδάζει κλασικὸ τραγούδι.

Νικόλας Δαλιάνης

Εἶναι τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Γεννήθηκε τὸ 1994 καὶ ἀκούει συνέχεια μουσική, ἀφοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κύρια ἐνασχόληση τῆς οἰκογένειας μὲ τὴν παραδοσιακὴ μουσική, τ᾿ ἀδέλφια του Χρῆστος καὶ Σταυρούλα σπουδάζουν κλασικὴ μουσική, βιολί, πιάνο, μαντολίνο καὶ τραγούδι. Ἀπὸ μικρὸς συνυπάρχει στὴ μάζεψη τῆς «Ρωμιοσύνης» κάθε Δευτέρα, καὶ ἀκούοντας μαθαίνει. Τραγουδᾷ ἀπὸ δυὸ ἐτῶν καὶ ἀπὸ πέντε σὲ ἐκδηλώσεις. Στὸ διαγωνισμὸ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ἀπέσπασε τὸ Α´ Βραβεῖο τὸ 2005. Ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν ἄρχισε μαθήματα κλαρίνου.


Περιεχόμενα

1. Ἐλεύθερος σκοπός ὀργανικό 1.45
2. Σ᾿ ἀφήνω τὴν καλονυχτιά ἀργὸ τσάμικο, δρομικὴ πατινάδα 4.07
3. Ὅλες οἱ μελαχροινὲς (Μελανουράκι) καγκέλι 3.16
4. Στολίζεται τὸ μελαχροινό τσάμικο 4.48
5. Νὰ χαμηλῶναν τὰ βουνά καλαματιανό 4.09
6. Ξέρω τραγούδια θάλασσες καλαματιανό 2.48
7. Γιὰ μιὰ φορὰ εἶν᾿ ἡ λεβεντιά τσάμικο 4.58
8. Μαῦρα μάτια μὲ πλανέψαν καλαματιανό 4.11
9. Τώρα εἶν᾿ ἀργά συρτό 4.01
10. Λιδορικιώτισσα τσάμικο 3.33
11. Κόρη ποὺ πᾶς στὸν ποταμό καλαματιανό 3.37
12. Πουλάκι ν᾿ ἐκελάηδαγε συρτό 3.03
13. Ἀπόψε πίνει ἀφέντης μου συρτὸ στὰ τρία - ἀνασηκωτός 4.01
14. Μαργιόλικο τσάμικο 3.33
15. Μιὰ πέρδικα παινεύτηκε συρτὸ στὰ τρία 3.23
16. Κόκκινα χείλη φίλησα συρτό 2.56
17. Τρεῖς μῆνες ἔχει ἡ Ἄνοιξη τσάμικο 4.30
18. Ἀργιτοπούλα καλαματιανό 4.24
19. Πιάνουν ν᾿ ἀνθίσουν τὰ κλαριά τῆς τάβλας (τραπεζίτικο) 4.28

Στὰ [2] καὶ [15] τραγουδοῦν μαζὶ ἡ Σταυρούλα καὶ ὁ Γιῶργος Δαλιάνης. Στὸ [7] τραγουδᾷ ὁ Γιῶργος Δαλιάνης. Στὸ [12] τραγουδᾷ ὁ Νικόλας Δαλιάνης.


Συντελεστές

Σταυρούλα Δαλιάνη Τραγούδι

Ἔπαιξαν οἱ μουσικοί:
 
Γιῶργος Δαλιάνης κλαρίνο, φλογέρα
Χρῆστος Δαλιάνης βιολί
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου λαοῦτο
Ἀντώνης Κουτελιέρης λαοῦτο στὰ 14, 15, 19
Ἀλέκος Σταματόπουλος τουμπελέκι, νταούλι

Ἠχοληψία, μίξη, mastering: Κώστας Βλάχος - Sigma Studio

Παραγωγή, διάθεση: 2006, μελῳδικὸ καράβι www.melkar.gr


Στίχοι

Οἱ στίχοι τῶν τραγουδιῶν πολλὲς φορὲς φορὲς εἶναι ἀνεξάντλητοι καὶ συχνὰ συναντῶνται παραλλαγές. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συμπεριλάβουμε ἐδῶ ὅλους ὅσους γνωρίζαμε, σὲ κάποια τραγούδια παραθέτουμε ἐντὸς παρενθέσεως κάποιους στίχους πέραν αὐτῶν ποὺ τραγουδήσαμε. (Σ.Δ.)

1. Ἐλεύθερος σκοπός

Ὀργανικό


2. Σ᾿ ἀφήνω τὴν καλονυχτιά

Σ᾿ ἀφήνω τὴν καλονυχτιὰ
ἀγάπη μου γραμμένη
κι ἐγὼ θὰ πάω στὴ μάνα μου
μὲ τὴν καρδιὰ καημένη.

Μόνο μιὰ χάρη σοῦ ζητῶ
καὶ νὰ μὲ συμπαθήσεις
τὸ παραθύρι τ᾿ ἀκρινὸ
ἀπόψε μὴν τὸ κλείσεις.

Γιατὶ θὰ ῾ρθῶ τὴν κονταυγὴ
ποὺ εἶναι γλυκὸς ὁ ὕπνος
νὰ σοῦ χαϊδέψω τὰ μαλλιὰ
καὶ νὰ σ᾿ ἀποκοιμίσω.

Βάσανα ποὔχουν οἱ νυχτιὲς
γιὰ κείνους ποὺ ἀγαπᾶνε
γιατὶ ἔχουν πόνο στὴν καρδιὰ
καὶ δὲν τὸ μαρτυρᾶνε.


3. Ὅλες οἱ μελαχροινὲς (Μελανουράκι)

Ὅλες οἱ μελαχροινές,
-τὸ μελανουράκι μου-
ὅλες φιλὶ μοῦ δίνουν
κι ὅλες καημὸ μ᾿ ἀφήνουν.

Μα ἕνα μικρό, τὸ μελαχρινό,
-τὸ μελανουράκι μου-
δὲ θέλει νὰ νοῦ δώσει
μὰ δὲ θὰ μοῦ γλιτώσει.

Σὲ βουνὸ θέλω ν᾿ ἀνεβῶ,
-τὸ μελανουράκι μου-
νὰ χτίσω ἕνα πύργο,
ἴσως καὶ τὴν πετύχω.

Πύργο καὶ παράπυργο
-τὸ μελανουράκι μου-
κι ἀπ᾿ ἔξω ἕν᾿ ἀμπέλι
καὶ πόρτα γιὰ νὰ μπαίνει.

Νἄρχονται οἱ μελαχροινές,
-τὸ μελανουράκι μου-
νὰ τρῶν᾿ γλυκὸ σταφύλι,
νὰ τὶς φιλῶ στὰ χείλη.


4. Στολίζεται τὸ μελαχροινό

Στολίζεται τὸ μελαχροινό
γιὰ νὰ πάει στὸ πανηγύρι,
μάλαμα καὶ τζοβαΐρι.

(Βάζει τὸν ἄσπρο ἀρπακὰ
κι εἶν᾿ τὰ ματάκια του γλαρά,
γιὰ νὰ πάει στὸ πανηγύρι,
πρῶτο τὸ χορὸ νὰ σύρει.)

Κι ὅσοι ἄρχοντες τ᾿ ἀπάντησαν,
ὅλοι τὰ φεσάκια γεῖραν
κι ὅλοι τὰ παραστραβῆναν.

Μὰ ἕνα μικρό, τ᾿ ἀχρόνιαγο,
οὔτε τὸ φεσάκι γέρνει,
οὔτε τὸ παραστραβαίνει.

Κινάει καὶ πάει στὴ μάνα του,
τὰ ματάκια του σφουγγώντας,
τὸ Θεὸ παρακαλώντας.

(Μάνα μιὰ κόρη ποὺ εἶδα ἐγώ,
ποὺ εἶδα ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
μάλαμα καὶ τζοβαΐρι.)

Δός μου μανούλα μ᾿ τὰ φλουριά,
δός μου τα γιὰ νὰ χορέψω
καὶ τὴν κόρη νὰ πλανέψω.


5. Νὰ χαμηλῶναν τὰ βουνά

Νὰ χαμηλῶναν τὰ βουνά
νὰ ψήλωναν οἱ κάμποι
θάλασσα πλατειά, μαγκούφα ξενιτειά.

Νἄβλεπα τὴν ἀγάπη μου,
ποῦ στρώνει, ποῦ κοιμᾶται,
θάλασσα περνῶ, μὰ δὲ σ᾿ ἀλησμονῶ.

Σὲ τί τράπεζα τρώει ψωμί,
σὲ τί ταβέρνες πίνει,
πάπια τοῦ γιαλοῦ, μὴν ἀγαπᾶς ἀλλοῦ.

Τίνος ματάκια τὴν κοιτοῦν
καὶ τὰ δικά μου κλαῖνε,
ἄστρο τῆς αὐγῆς, γιατί ἄργησες νὰ βγεῖς;

(Τίνος τὰ χεράκια τὴν κρατοῦν
καὶ τὰ δικά μου τρέμουν
πρόβαλε νὰ ἰδεῖς, κορμὶ ποὺ τυραννεῖς.)


6. Ξέρω τραγούδια θάλασσες

Ξέρω τραγούδια θάλασσες,
ἕνα σακκὶ γιομᾶτο
κι ἂν ἀρχινήσω νὰ τὰ εἰπῶ,
θὰ ῾ρθεῖ τ᾿ ἄλλο Σαββάτο.

Ξέρω τραγούδια θάλασσες,
καὶ τὸ(ν) ἦχο διαλέω
ἡ ἀγάπη μου δὲν εἶν᾿ ἐδῶ
κι ἐγὼ τίνος τὸ λέω.

Σὰν ἀρχινήσω νὰ τῆς πῶ
παινέματα καὶ χάρες
ἀπὸ τὰ νύχια ὡς τὴν κορφή,
τῆς βρίσκω νοστιμάδες.

Νὰ εἰπῶ γιὰ τὰ μαλλάκια της
ποὖναι σὰν τὸ μετάξι,
ἀγγέλοι τὰ φυτεύανε,
τὰ βάναν μὲ τὴν τάξη.

Νὰ εἰπῶ γιὰ τὰ ματάκια της
ποὖναι σὰν τοῦ πετρίτη
νὰ τὰ εἶχα νὰ τὰ φίληγα,
Παρασκευὴ καὶ Τρίτη.

(Νὰ εἰπῶ γιὰ τὰ χειλάκια της
ποὖναι σὰν τὸ κεράσι
κι ὅποιος τὰ πρωτοφίλησε
ποτὲ δὲ θὰ γεράσει.)


7. Γιὰ μιὰ φορὰ εἶν᾿ ἡ λεβεντιά

Γιὰ μιὰ φορὰ εἶν᾿ ἡ λεβεντιά,
-γειά σου καημένη λεβεντιά-
νιάτα χαρὲς γιομάτα
καὶ μιὰ φορὰ εἶν᾿ τὰ νιάτα.

Καὶ μιὰ φορὰ περπάτησα,
-γειά σου καημένη μου καρδιά-
νιάτα δροσιὲς γιομάτα
μ᾿ ἕνα κορίτσι ἀντάμα.

Νὰ τὸ φιλήσω ντρέπομαι,
-βάστα καημένη μου καρδιά-
νιάτα καὶ πάλι νιάτα,
νὰ τοῦ τὸ εἰπῶ ντήριέμαι.

Καὶ νὰ τ᾿ ἀφήσω ἀφίλητο,
-γλέντα καημένη μου καρδιά-
νιάτα νὰ ῾ρχόστε μάτα,
ταχιὰ γελάει μ᾿ ἐμένα.

(Καὶ μιὰ λαμπρή, μιὰ Κυριακή,
μιὰ ῾πισημούλα ἡμέρα
πεζεύω, δένω τ᾿ ἄλογο
σὲ ριζικὸ λιθάρι,
κρεμάω τὸ ντουφέκι μου
σὲ μυγδαλιᾶς κλωνάρι.

Φιλιῶ τὴν κόρη μιὰ φορά,
φιλιῶ τὴν κόρη δύο,
πάνω στὸ τρίτο φίλημα
ἐλύθη τ᾿ ἄλογό μου.

- Τρέξε κόρη μ᾿ γιὰ τ᾿ ἄλογο
κι ἐγὼ γιὰ τὸ τουφέκι.
- Λύκος νὰ φάει τ᾿ ἄλογο,
σκουριὰ καὶ τὸ τουφέκι.)


8. Μαῦρα μάτια μὲ πλανέψαν

Μαῦρα μάτια μὲ πλανέψαν,
ν᾿ ἀρνηθῶ τὰ γαλανά
μὰ ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ μικρό μου
καὶ δὲ θέλω ἄλλη καμιά.

(Γιὰ θυμήσου ποὺ σοῦ εἶπα:
εἶσαι μικρὸ γιὰ παντριά,
μὰ ἐγὼ θὰ τ᾿ ἀποφασίσω
νὰ σὲ κλέψω μιὰ βραδιά.)

-Κίνησα νὰ ῾ρθῶ ἕνα βράδυ,
μ᾿ ἔπιασε ψιλὴ βροχή.
-Ἂς ἐρχόσουνα βρὲ ψεύτη
κι ἂς γινόσουνα παπί.

Εἶχα ροῦχα γιὰ ν᾿ ἀλλάξεις,
πάπλωμα νὰ σκεπαστεῖς
καὶ κορμάκι ν᾿ ἀγκαλιάσεις,
ὥσπου νὰ ξημερωθεῖς.

Ἄχ, τί νὰ εἶχα νὰ σοῦ στείλω
λουλουδάκι ἀπ᾿ τὸ βουνό,
νὰ τὸ βάλεις στὸ ποτήρι
καὶ νὰ λὲς πὼς εἶμ᾿ ἐγώ.

Ἄχ, τί νὰ εἶχα νὰ σοῦ στείλω
μαντηλάκι ἀπ᾿ τὸ νησί,
γύρω-γύρω κεντησμένο
καὶ στὴ μέση, ἐγὼ κι ἐσύ.


9. Τώρα εἶν᾿ ἀργά

Τώρα εἶν᾿ ἀργά, τώρα εἶν᾿ καλά,
τώρα εἶν᾿ ἀγέρας καὶ δροσιά.

Τώρα ποὺ πῆρε τὸ δροσό,
μπῆκαν οἱ ροῦσες στὸ χορό.

Μὰ μπῆκε μιά, μπῆκαν δυό,
μπῆκε κι ἐκείνη π᾿ ἀγαπῶ.

Τῆς κάνω νόημα κρυφό,
φύγε ἀπὸ ῾κεῖ κι ἔλ᾿ ἀπὸ ῾δῶ.

Νὰ μὴ σὲ χεροπιάσουνε
κόρη, καὶ σὲ γελάσουνε.

Μὴ σφίξουν τὰ δαχτύλια σου
καὶ βγοῦν τὰ δαχτυλίδια σου.

Κι αὐτὴ μοῦ λέει δὲν ἔρχομαι,
μεγάλωσα καὶ ντρέπομαι.


10. Λιδορικιώτισσα

Γιὰ μιὰ Λιδορικιώτισσα
πολλοὺς καημοὺς ἀπόκτησα.

Πάρα πολὺ τὴν ἐζήλεψα,
στὴ μάνα της τὴ γύρεψα.

Κι ἂν δὲ θελήσει νὰ μοῦ τὴ δώσει,
ὁ καημός της θὰ μὲ λιώσει.


11. Κόρη ποὺ πᾶς στὸν ποταμό

Κόρη ποὺ πᾶς στὸν ποταμό,
τὰ ροῦχα γιὰ νὰ πλύνεις,
πάρε τὸ μαντηλάκι μου
κι ἐμένα νὰ τὸ πλύνεις.

Καὶ μὴν τὸ πλύνεις μὲ νερό,
μόν᾿ μὲ τὰ δάκρυά σου
καὶ μὲ τὸ μοσχοσάπουνο,
ποὺ λούζεις τὰ μαλλιά σου.

Καὶ μὴν τ᾿ ἁπλώσεις σὲ δεντρί,
μὰ οὔτε καὶ σὲ κλωνάρι,
παρὰ σὲ πικραμυγδαλιά,
ποὺ ἀνθίζει τὸ Γενάρη.

Νὰ πέφτουν τ᾿ ἄνθη ἐπάνω σου
τὰ φύλλα στὴν ποδιά σου,
νὰ πέφτουν πικραμύγδαλα
μέσα στὴν ἀγκαλιά σου.


12. Πουλάκι(ν) ἐκελάηδαγε

Πουλάκι(ν) ἐκελάηδαγε
σὲ δέντρο, σὲ κλαράκι.

Βασιλοπούλα τ᾿ ἄκουσε
ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι.

Νὰ εἶχα πουλὶ τὴ χάρη σου
καὶ τὸ κελάηδισμά σου.

Πῶς νἄχεις σὺ τὴ χάρη μου
καὶ τὸ κελάηδισμά μου;

Ποὺ ἐσὺ πίνεις γλυκὸ κρασὶ
κι ἐγὼ νερὸ ἀπ᾿ τ᾿ αὐλάκι;

(Ποὺ ἐσὺ τρώγεις ζεστὸ ψωμὶ
κι ἐγὼ τὸ χορταράκι;)

Ποὺ ἐσὺ κοιμᾶσαι στὰ χρυσὰ
κι ἐγὼ μέσ᾿ στὸ κλαράκι.


13. Ἀπόψε πίνει ἀφέντης μου

Ἀπόψε πίνει ἀφέντης μου
χάνουμαι ἀγάπη μ᾿ χάνουμαι

Χαμάηδω ἡ πέρδικά μου
μαζὶ με τὴν κυρά μου

Βάνουν κι ἐμένα κεραστὴ
νὰ τοὺς κερνῶ νὰ πίνουν

Κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ κεράσματα
κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ ποτήρια

Ἐσφάλαρε τὸ χέρι μου
κι ἔπεσε ῾να ποτήρι

Μάειδε σὲ χῶμα ἔπεσε
μάειδε σὲ καλντερίμι

Μόν᾿ στὴς κυρᾶς μου τὴν ποδιὰ
ἔπεσε καὶ συντρίφτη

(Τ᾿ ἀφέντη κακοφάνηκε
καὶ παραπεισματώθη

Στὴ φυλακὴ μὲ βάλανε
νὰ κάμω τριάντα μέρες

Καὶ παραπέσαν τὰ χαρτιὰ
καὶ κάνω τριάντα χρόνους

Λεφτοκαρυὰν ἐφύτεψα
στῆς φυλακῆς τὴν πόρτα

καὶ λεφτοκάριν ἔφαγα
καὶ λευτεριὰ δὲν εἶδα.)

Καὶ λεφτοκάριν ἔφαγα


14. Μαργιόλικο

Γιὰ ἰδέστε τὸ μαργιόλικο
καὶ τὸ μαργιολεμένο,
πὼς βάζει τὸ φεσάκι του
σὰ νἆναι μεθυσμένο.

Κεῖνο κρασὶ δὲν ἔπινε
ρακὶ γιὰ νὰ μεθύσει,
ἡ ἀγάπη τὸ βαλάντωσε,
τὄχει βαλαντωμένο.

(Σαράντα κίτρινα φλουριὰ
σὲ μιὰ κλωστὴ δεμένα,
ρουσούλα φόρεσ᾿ τα...)


15. Μιὰ πέρδικα παινεύτηκε

Μιὰ πέρδικα παινεύτηκε
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
πὼς δὲν εὑρέθη κυνηγὸς
γιὰ νὰ τὴν τουφεκίσει.

Κι ὁ κυνηγὸς σὰν τἄκουσε
πολὺ τοῦ βαρυοφάνη
στήνει τὰ βρόχια στὰ βουνά,
τὰ ξώβεργα στὶς βρύσες.


16. Κόκκινα χείλη φίλησα

Κόκκινα χείλη φίλησα
κι ἔβαψαν τὰ δικά μου
κι ἔσκυψα γιὰ νὰ πιῶ νερὸ
κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Καὶ κοκκινίσαν τὰ νερά
καὶ τ᾿ ἀσπρολίθαρά του
κι ἔβαψ᾿ ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ
κι ἡ μέση τοῦ πελάγου.

Κατέβη ἀητὸς νὰ πιεῖ νερό
κι ἔβαψαν τὰ φτερά του
κι ἔβαψε ὁ ἥλιος ὁ μισὸς
καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.


17. Τρεῖς μῆνες ἔχει ἡ Ἄνοιξη

Τρεῖς μῆνες ἔχει ἡ Ἄνοιξη
καὶ τρεῖς τὸ Καλοκαίρι
τρεῖς ἔχει τὸ Χινόπωρο
καὶ ὁ βαρὺς Χειμώνας.

Τέσσερα χρόνια σ᾿ ἀγαπῶ
καὶ δὲν τὸ φανερώνω
καὶ μέσα στὴν καρδούλα μου
ἔχω μεγάλο πόνο.

(Θέλω νὰ σκίσω τὰ βουνὰ
μὲ τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο
νὰ βρῶ πουλάκι ἔμπιστο
νὰ σοῦ τὸ παραγγείλω.

Στόειπα καὶ στὸ παρήγγειλα
καὶ στὄγραψα σὲ γράμμα
αὐτὰ τὰ μάτια τὰ γλυκὰ
δὲν τἄχει κάνει μάνα.)

Στόειπα καὶ στὸ παρήγγειλα
πάλι στὸ λέω φῶς μου
αὐτὰ τὰ μαῦρα ποὺ φορᾶς
εἶναι ὁ θάνατός μου.

Αὐτὰ τὰ μαῦρα ποὺ φορᾶς
ἐγὼ θὰ σοῦ τὰ βγάλω
θὰ σοῦ φορέσω ὁλόλευκα
γιὰ νἄρθω νὰ σὲ πάρω.


18. Ἀργιτοπούλα

Γιὰ πές μας Γιῶργο μ᾿ ποιὰ ἀγαπᾶς
στὴν πέρα ροῦγα ποὺ ὅλο πᾶς.

Μι᾿ Ἀργιτοπούλα ἀγαπῶ
καὶ θέλω νὰ τὴν παντρευτῶ
(κι ἂν δὲν τὴν πάρω θὰ χαθῶ).

(Μι᾿ Ἀργιτοπούλα μιὰ ναζοῦ,
αὐτὴ μοῦ σήκωσε τὸ νοῦ.)

Ποὔχει τὰ μάτια σὰν ἐλιές
τὰ φρύδια σὰν δεντρογαλιές.

Ἀργιτοπούλα μου μικρή,
τοῦ Ἄργους τὸ καμάρι.

Νὰ μεγαλώσεις καρτερῶ,
ἄλλος νὰ μὴ σὲ πάρει.


19. Πιάνουν ν᾿ ἀνθίσουν τὰ κλαριά

Πιάνουν ν᾿ ἀνθίσουν τὰ κλαριά
κι ὁ πάγος δὲν τ᾿ ἀφήνει
θέλω κι ἐγὼ νὰ σ᾿ ἀρνηθῶ
κι ὁ πόνος δὲ μ᾿ ἀφήνει.

Τὸ χέρι σου τὸ παχουλὸ
(τ᾿ ἄσπρο καὶ τὸ χιονᾶτο)
νὰ τὄχα μαξιλάρι
(νὰ τὄβαζα προσκέφαλο
τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες
κι οἱ μέρες νἄταν τοῦ Μαγιοῦ
νι οἱ νύχτες τοῦ Γενάρη)
νὰ σὲ χορτάσω φίλημα.

Γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα
γινῆκαν οἱ καημοί,
τὰ βάσανα κι οἱ πόνοι
κι οἱ ἀναστεναγμοί.