Τραγούδια Παραδοσιακά & ἄλλα

Πρὸς χρῆσιν σὲ σχολικὲς ἑορτές

26η Ὀκτωβρίου 1912 - 28η Ὀκτωβρίου 1940 - 17η Νοεμβρίου 1973 - Χριστούγεννα - 25η Μαρτίου 1821 - Πάσχα - Λήξη μαθημάτων - Ἀκριτικά - Παραλογές - Τῆς ξενιτειᾶς


26η Ὀκτωβρίου 1912

Στὴ Σημαία
(.)

Μέσα μας βαθιὰ γιὰ σένα
μία λαχτάρα πάντα ζεῖ
τὴν πατρίδα συμβολίζεις
καὶ τὴ λευτεριὰ μαζί.

Γαλανόλευκη ἡ θωριά σου
καὶ φαντάζεις μέσ᾿ στὸ νοῦ
σὰν τὸ κύμα, σὰν τὸ γέλιο
τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.

Τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀνδρείας
εἶσ᾿ ἀστείρευτη πηγή,
τοῦ λευκοῦ Σταυροῦ σου ἡ χάρη
δυναμώνει κι εὐλογεῖ.

Κι ὅσοι χάνονται γιὰ σένα
σπώντας σίδερα βαριά,
ξεψυχοῦν καὶ τραγουδᾶνε
χαῖρε, ὦ χαῖρε, λευτεριά.

Ἡ Σημαία
(Ἰωάννης Πολέμης)

Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω
μὲ λαχτάρα σταματῶ
καὶ περήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.

Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή,
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς Πατρίδος ἡ ψυχή.

Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κῦμα ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκο ἀφρό.

Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶναι ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
κάθ᾿ ἐλπίδα μας κρυφή.

Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω
σὰν μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.

Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μ᾿ ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή·
νἄσαι πάντα δοξασμένη
ὦ! σημαία γαλανή.

Στὴν Παναγία
(Ἰωάννου Σακελλαρίδου)

Γλυκιὰ μητέρα τοῦ Χριστοῦ,
μεγάλη Παναγία,
ἡ χάρις σου ἡ ἁγία,
ἂς μοῦ χαρίζει τὴ χαρά.

Ἐλπίδα οὐρανόβγαλτη,
παρθενικὸ λουλούδι,
ἕνα μικρὸ τραγούδι,
θὰ πῶ γιὰ προσευχή.

Σκέπασε μὲ τὴ χάρη σου,
τὴν εὔμορφη πατρίδα,
τῆς δόξας τὴν ἀχτίδα,
ἂς ἔχει πάντα συντροφιά.

Κάμε την πάλι, Δέσποινα,
ὡς πρῶτα δοξασμένη
δαφνοστεφανωμένη,
καὶ πάλι νὰ γενεῖ.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύνας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


28η Ὀκτωβρίου 1940

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ.
Ἦχος πλ. δ´. Αὐτόμελον.

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει
(.)

Τῶν ἐχθρῶν τὰ φουσάτα περάσαν
σὰν τὸ λίβα ποὺ καίει τὰ σπαρτὰ
μὲ κανόνια τὶς πόλεις χαλάσαν
μᾶς ἀνάψαν φωτιὲς στὰ χωριά.

Μὰ οἱ ἐχθροί μας πιὰ τώρα σκορπίσαν
καὶ ξανάρθε γιὰ μᾶς λευτεριὰ
γιὰ νὰ φτιάξουμε τὰ ὅσα γκρεμίσαν
ἂς κοιτάξουμε τώρα μπροστά.

Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει
δὲν τὴ σκιάζει φοβέρα καμιά,
μόνο λίγο καιρὸ ξαποσταίνει
καὶ ξανὰ πρὸς τὴ δόξα τραβᾷ. (δίς)

Τὸ Ὄχι

Τὸ Ὄχι τὸ ἀθάνατο
ποὺ εἶπες τὸ σαράντα,
ἐχάρισε εἰς τοὺς λαούς,
τὴ λευτεριὰ γιὰ πάντα.

Ἔγινες κοσμοξάκουστη,
τρισένδοξη ἡρωίδα·
ἡ Πίνδος τὸ βροντοφωνεῖ,
ἀθάνατη πατρίδα.

Τὸ Ὄχι τὸ ἀθάνατο
ποὺ εἶπες τὸ σαράντα,
ἐχάρισε εἰς τοὺς λαούς,
τὴ λευτεριὰ γιὰ πάντα. (δίς)

Ἡ Πίνδος
(Ποίηση: Σπύρου Σπεράντζα)

Πάνω κεῖ στῆς Πίνδου μας τὶς κορφὲς
ποὺ θαρρεῖς τ᾿ ἀστέρια φιλοῦνε
κάθε νύχτα χίλιες ἁγνὲς μορφὲς
τὰ πυκνὰ σκοτάδια ἐρευνοῦν.

Τῆς Πατρίδας πάντα πιστοὶ φρουροὶ
τὸν ἐχθρὸ νἀρθεῖ καρτεροῦνε
τὸν ἐχθρὸ ποὺ πίστευε πὼς μπορεῖ
στὴν Ἑλλάδα νικητὴς νὰ μπεῖ.

Οἱ γενναῖοι μας μὲ τὴ λόγχη ὁρμοῦν,
τὸν ἐχθρὸ μὲ λύσσα χτυποῦνε
εἶναι λίγοι μὰ τοὺς πολλοὺς νικοῦν
κι ἀπ᾿ τὴ γῆ μας πέρα τοὺς πετοῦν.

Στοὺς Ἥρωες τῆς Πίνδου

Ἡ δόξα ποὺ στολίζει
τῆς Πίνδου τὰ βουνά,
λάμπει στὸν κόσμο πρώτη
σὰν παράδειγμα παιδιά.

Γιατί ξέρουμε νὰ ζοῦμε
στὴν Ἑλλάδα μὲ τιμή,
καὶ πεθαίνουμε καὶ πάλι,
σὰν ἡ ὥρα τὸ καλεῖ.

Ἡ τιμὴ γιὰ μᾶς στολίδι
καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ χαρά,
ποὺ μὲ πίστη μᾶς χαρίσαν
τῆς γενιᾶς μας τὰ παιδιά.

Σ᾿ ὅσους ἔχουνε δοσμένη
τὴ ζωή τους τὴ γλυκειά,
δὲν ξεχνοῦμε τὴ θυσία,
γιὰ μᾶς ζοῦν παντοτεινά.

Χαῖρε γλυκειὰ πατρίδα,
χῶμα ἑλληνικό.
Ἔπος τοῦ Μαραθῶνα,
ἔπος ἀλβανικό.

Εἶν᾿ γραμμένο μὲ τὸ αἷμα
σὲ κοιλάδες καὶ βουνά,
δόξα καὶ τιμὴ σ᾿ ἐκείνους,
χαῖρε πάλι λευτεριά.

Οι Ἠπειρώτισσες
(.)

Γυναῖκες Ἠπειρώτισσες
μέσα στὰ χιόνια πᾶνε
κι ὀβίδες κουβαλᾶνε
Θεέ μου τί τὶς πότισες
καὶ δὲν ἀγκομαχᾶνε.

Γυναῖκες Ἠπειρώτισσες
ξαφνιάσματα τῆς φύσης
ἐχθρὲ γιατί δὲν ρώτησες
ποιὸν πᾷς νὰ κατακτήσεις.

Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα τῆς φύσης
ἐχθρὲ γιατί δὲν ρώτησες
ποιὸν πᾷς νὰ κατακτήσεις.

Γυναῖκες ἀπ᾿ τὰ σύνορα
κόρες, γριές, κυράδες
φωτιὰ μὲς τοὺς βοριάδες
ἐσεῖς θὰ εἶστε σίγουρα
τῆς λευτεριᾶς μανάδες.

Ὁ μικρὸς στρατιώτης
(.)

Ἕνα δέντρο ποὺ ἀνθίζει μὲς στὸν κόσμο μόνο του
εἶναι ὁ μικρὸς στρατιώτης ποὺ μετράει τὸν πόνο του. (δίς)

Τοῦ μουσκεύουνε τὴ χλαίνη χιόνια κι ἄγριες βροχὲς
Κι ἕνα γῦρο σταυροπόδι τὸν φυλᾶνε οἱ κορφές.

Ἕνα χέρι ποὺ παγώνει μὲ τὸ ὅπλο μόνο του
εἶν᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ καρφώσει στὴν καρδιὰ τὸν πόνο του. (δίς)

Τοῦ μουσκεύουνε τὴ χλαίνη χιόνια κι ἄγριες βροχὲς
Κι ἕνα γύρω σταυροπόδι τὸν φυλᾶνε οἱ κορφές.

Ο Ἔφεδρος Νησιώτης
(.)

Τί γύρευες στ᾿ Ἀλβανικὸ βουνὸ
μονάκριβε νησιώτη
καὶ λαβωμένο κλαίει τὸ δειλινὸ
τὴν ἀκριβή σου νιότη.

Πάει ὁ ἥλιος... πάει κι ἡ Ἀμοργὸς
στὰ μάτια του νυχτώνει
κι ὁ ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς
κοιμᾶται μὲς τὸ χιόνι.

Τὰ χρόνια σου καπνὸς τὰ παιδικὰ
ἀνάσα ἡ ἐφηβεία
στὸν τοῖχο ματωμένα ἰδανικὰ
μετάλλια καὶ βραβεῖα.

Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδας
(Ποίηση: Μίμη Τραϊφόρου, Μουσική: Μιχάλη Σουγιούλ, τραγούδι: Σοφίας Βέμπο)

Μὲς τοὺς δρόμους τριγυρνᾶνε
οἱ μανάδες καὶ ζητᾶνε ν᾿ ἀντικρίσουνε
τὰ παιδιά τους π᾿ ὁρκιστῆκαν
στὸ σταθμὸ σὰν χωριστῆκαν νὰ γυρίσουνε

Μὰ γιὰ κείνους πού ῾χουν φύγει
καὶ ἡ δόξα τοὺς τυλίγει ἂς χαιρόμαστε
καὶ καμιὰ ποτὲ ἂς μὴν κλάψει
κάθε πόνο της ἂς θάψει καὶ ἂς εὐχόμαστε.

Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδας παιδιά,
ποὺ σκληρὰ πολεμᾶτε πάνω στὰ βουνὰ
παιδιά, στὴ γλυκιὰ Παναγιὰ
προσευχόμαστε ὅλοι, νά ῾ρθετε ξανά.

Λέω σ᾿ ὅσες ξαγρυπνᾶνε
καὶ γιὰ κάποιον ξενυχτᾶνε καὶ στενάζουνε
πὼς ἡ πίκρα κι ἡ τρεμούλα
σὲ μία γνήσια Ἑλληνοπούλα δὲν ταιριάζουνε.

Ἑλληνίδες τοῦ Ζαλόγγου
καὶ τῆς πόλης καὶ τοῦ λόγγου καὶ Πλακιώτισσες
ὅσο κι ἂν πικρὰ πονοῦμε
ὑπερήφανα ἂς τὸ ποῦμε σὰν Σουλιώτισσες.

Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδας παιδιά,
ποὺ σκληρὰ πολεμᾶτε πάνω στὰ βουνὰ
παιδιά, στὴ γλυκιὰ Παναγιὰ
προσευχόμαστε ὅλοι, νά ῾ρθετε ξανά.

(καὶ στὸ τέλος...)
Μὲ τῆς νίκης τὰ κλαδιά, σᾶς προσμένουμε παιδιά.

Στὸν πόλεμο βγαίνει ὁ Ἰταλός
(Ἀ. Μουσχούτη - Παρῳδία Γ. Θίσβιου)

Στὸν πόλεμο, βγαίνει ὁ Ἰταλὸς
καὶ ὁ τσολιᾶς τοῦ λέει·
ἔβγα Μουσολὶν μὲ τὸ φουστάν᾿ τὸ κουρουμπλί,
γιατί δὲν βγαίνεις κατὰ ἰδῶ
κι ἔχω μία ὄρεξη ὠρὲ νὰ σὲ ἰδῶ.

Κι ἐκεῖ ῾σια πᾶν᾿ ῾σια πᾶν᾿ στὴν Κορυτσᾶ
λέν᾿ τὰ παιδιά μας οὖλα
ἔλα παραδῶ ὠρὲ γιὰ νὰ σὲ ἰδῶ κι ἐγώ,
γιατί δὲν βγαίνεις νὰ σὲ ἰδῶ
ὠρὲ γιατί μας κάνεις τὸ λαγό.

Καίει ὁ ἥλιος καίει,
καίει μανάρα μ᾿ καίει
καὶ αὐτοὶ μιλᾶν᾿ γιὰ χιόνια
λάσπες καὶ βροχὲς
ἔ- ρε λάσπες καὶ βροχές.

Τὸν πόλεμο τί μωρ᾿ τί τὸν ἤθελες
καὶ σὲ περιγελοῦνε
οἱ ἄντρες σὰν σὲ ἰδοῦνε,
Παράτα την μωρ᾿ τὴν παλικαριὰ
τὰ τάνκς καὶ τὰ κανόνια
δὲν εἶναι μακαρόνια.

Ποὖσαι ὠρὲ Μπενίτο
κρυμμένος στὴ σπηλιά,
ὠρὲ κατέβα παρακάτω
φοβᾶμαι τὸν τσολιὰ
ἔ- ρε φοβᾶμαι τὸν τσολιά.

Βάζει ὁ Ντοῦτσε
(Θ. Σακελλαρίδη - Παρῳδία Γ. Θίσβου)

Βάζει ὁ Ντοῦτσε τὴ στολή του
καὶ τὴ σκούφια τὴν ψηλή του,
μ᾿ ὅλα τὰ φτερά. (δίς)

Καὶ μία νύχτα μὲ φεγγάρι,
τὴν Ἑλλάδα πάει νὰ πάρει,
βρὲ τὸ φουκαρᾶ. (δίς)

Ὤ! τὸν τσολιά μας τὸ λεβέντη βρίσκει στὰ βουνὰ
καὶ ταράζει τὸν ἀφέντη τὸ μακαρονᾶ.

Ἄχ! Τζιάνο θὰ τρελλαθῶ, Τζιάνο,
μὲ τοὺς τσολιάδες ποιός μου εἶπε νὰ τὰ βάνω.

---

Ὤ! Ξεκινάει τὴν ἄλλη μέρα,
μὰ καὶ πάλι ἀκούει ἀέρα
ἀπὸ τὸν τσολιά. (δίς)

Δρόμο παίρνει καὶ δρομάκι,
καὶ πηδάει τὸ ποταμάκι,
ξέρει τὴ δουλειά. (δίς)

Ὤ! Τρώει τὶς σφαῖρες σὰ χαλάζι ἀπὸ τὸν τσολιά,
κι ὅλο στρατηγοὺς ἀλλάζει γιὰ νὰ βρεῖ δουλειά.

Ἄχ! Τζιάνο θὰ τρελλαθῶ, Τζιάνο,
καὶ στεῖλε γρήγορα τὰ μαῦρα μου νὰ βάλω.

---

Ὤ! Στέλνει ὁ νέος Ναπολέων,
μεραρχίες πειναλέων
στὸ βουνὸ ψηλά, (δίς)

γιὰ νὰ βροῦν τὸ διάβολό τους
κι ὁ στρατός μας αἰχμαλώτους,
τσοῦρμο κουβαλᾷ. (δίς)

Ὤ! Καὶ οἱ Κένταυροι οἱ καημένοι
βρέ! τί τρομερό! Νηστικοί, ξελιγωμένοι,
πέφτουν στὸ νερό.

Ἄχ! Γκράτσι νὰ μὴ σὲ δῶ, Γκράτσι,
γιατί σὲ κάρβουνα ἀναμμένα ἔχω κάτσει.

---

Ὤ! Τρέχουν σὰν τρελλοὶ στοὺς βράχους
κι ἀπὸ μᾶς καὶ τοὺς συμμάχους
τρῶνε τὴν κλωτσιά. (δίς)

Καὶ χωρὶς πολλὲς κουβέντες
μπῆκαν Ἕλληνες λεβέντες
μέσ᾿ τὴν Κορυτσᾶ. (δίς)

Ὤ! Μέσα στ᾿ Ἀργυρόκαστρο ἐμπῆκε τὸ χακί,
καὶ σημαία κυματίζει τώρα ἑλληνική.

Ἄχ! Τζιάνο θὰ τρελλαθῶ, Τζιάνο,
γιατί σὲ λίγο καὶ τὰ Τίρανα θὰ χάνω.

---

Καὶ πάθαν οἱ καημένοι μεγάλη συμφορά,
κι ἡ Ρώμη περιμένει καὶ κείνη τὴ σειρά.


Κορόιδο Μουσολίνι
(Στίχοι: Γιώργου Οἰκονομίδη. τραγούδι: Σοφία Βέμπο)

Μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη
πᾶν᾿ οἱ φαντάροι μας μπροστά
καὶ γίναν οἱ Ἰταλοὶ ρεζίλι,
γιατί ἡ καρδιά τους δὲ βαστᾷ.

Κορόιδο Μουσολίνι, κανένας δὲ θὰ μείνει,
ἐσὺ καὶ ἡ γελοία, ἡ φασιστικὴ Ἰταλία, τρέμετε ὅλοι τὸ χακί.

Δὲν ἔχεις διόλου μπέσα κι ὅταν θὰ μποῦμε μέσα
ἀκόμα καὶ στὴ Ρώμη γαλανόλευκη θὰ ὑψώσουμε σημαία Ἑλληνική.

Βρέχει καὶ κάτω ἀπὸ τὴν τέντα
δὲν κάνουν βῆμα πρὸς τὰ μπρός
καὶ λένε τ᾿ ἀνακοινωθέντα:
φταίει ὁ κακός μας ὁ καιρός.

Κορόιδο Μουσολίνι κανένας δὲ θὰ μείνει
ἐσὺ καὶ ἡ γελοῖα, ἡ φασιστικὴ Ἰταλία, τρέμετε ὅλοι τὸ χακί.

Δὲν ἔχεις διόλου μπέσα κι ὅταν θὰ μποῦμε μέσα
ἀκόμα καὶ στὴ Ρώμη γαλανόλευκη θὰ ὑψώσουμε σημαία Ἑλληνική.

Ὁ Ὕμνος τοῦ Ε.Λ.Α.Σ.

Μὲ τὸ ντουφέκι μου στὸν ὦμο
σὲ πόλεις κάμπους καὶ χωριὰ
τῆς λευτεριᾶς ἀνοίγω δρόμο
τῆς στρώνω βάγια καὶ περνᾶ.

Ἐμπρὸς Ε.Λ.Α.Σ. γιὰ τὴν Ἑλλάδα
τὸ δίκιο καὶ τὴ λευτεριὰ
σ᾿ ἀκροβουνὸ καὶ σὲ κοιλάδα
πέτα πολέμα μὲ καρδιά.

ἕνα τραγούδι εἶν᾿ ἡ πνοή σου
καθὼς στὴ ράχη ροβολᾶς
καὶ ἀντιλαλοῦν ἀπ᾿ τὴ φωνή σου
καρδιὲς καὶ κάμποι Ε.Λ.Α.Σ. Ε.Λ.Α.Σ.

Παντοῦ ἡ Πατρίδα μ᾿ ἔχει στείλει
φρουρὸ μαζὶ κι ἐκδικητή
κι ἀπ᾿ τὴν ὁρμή μου θ᾿ ἀνατείλει
καινούργια λεύτερη ζωή.

Μὲ χίλια ὀνόματα μία χάρη
ἀκρίτας εἴτ᾿ ἀρματολὸς
ἀντάρτης, κλέφτης, παλικάρι
πάντα εἶν᾿ ὁ ἴδιος ὁ λαός.


17η Νοεμβρίου 1973

Σώπα ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες
Ποίηση: Γιάννη Ρίτσου (Ρωμιοσύνη)
Μουσική: Μίκη Θεοδωράκη. Δίσκος: ΕΜΙ - Columbia

Μὲ τόσα φύλλα σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα
μὲ τόσα φλάμπουρα λάμπει ὁ οὐρανός
καὶ τοῦτοι μέσ᾿ τὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μέσ᾿ τὸ χῶμα. (δίς)

Σώπα ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες. (δίς)
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας. (δίς)

Ἕνα τὸ χελιδόνι
(Ποίηση: Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

Ἕνα τὸ χελιδόνι κι ἡ ἄνοιξη ἀκριβὴ
γιὰ νὰ γυρίσει ὁ ἥλιος θέλει δουλειὰ πολύ.

Θέλει νεκροὶ χιλιάδες, νἄναι στοὺς τροχούς,
θέλει κι οἱ ζωντανοὶ νὰ δίνουν τὸ αἷμα τους,
θέλει κι οἱ ζωντανοὶ νὰ δίνουν τὸ αἷμα τους.

Θέ μου πρωτομάστορα, μ᾿ ἔκλεισες μέσα στὰ βουνά.
Θέ μου πρωτομάστορα, μ᾿ ἔκλεισες μέσ᾿ τὴ θάλασσα.

Πάρθηκεν ἀπὸ μάγους, τὸ σῶμα τοῦ Μαγιοῦ
τὄχουνε θάψει σ᾿ ἕνα μνῆμα τοῦ πέλαγου.

Σ᾿ ἕνα βαθὺ πηγάδι, τὄχουνε κλειστό,
μύρισε τὸ σκοτάδι, κι ὅλη ἡ ἄβυσσο
μύρισε τὸ σκοτάδι, κι ὅλη ἡ ἄβυσσο.

Θέ μου πρωτομάστορα, μέσα στὶς πασχαλιὲς καὶ σύ.
Θέ μου πρωτομάστορα, μύρισες τὴν Ἀνάσταση.

Τῆς Δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ
(Ποίηση: Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

Τῆς δικαιοσύνης ἥλιε νοητὲ καὶ μυρσίνη ἐσὺ δοξαστικὴ
μὴ παρακαλῶ σας μή, μὴ παρακαλῶ σας μὴ
μὴ παρακαλῶ σας μὴ λησμονᾶτε τὴ χώρα μου.

Ἀετόμορφα τὰ ἔχει τὰ ψηλὰ βουνὰ στὰ ἡφαίστεια κλήματα σειρὰ
καὶ τὰ σπίτια πιὸ λευκά, καὶ τὰ σπίτια πιὸ λευκά,
καὶ τὰ σπίτια πιὸ λευκὰ στοῦ γλαυκοῦ τὸ γειτόνεμα.

Τὰ πικρά σου χέρια μὲ τὸν κεραυνὸ τὰ γυρίζω πίσω ἀπ᾿ τὸν καιρὸ
τοὺς παλιούς μου φίλους καλῶ, τοὺς παλιούς μου φίλους καλῶ
τοὺς παλιούς μου φίλους καλῶ μὲ φοβέρες καὶ μ᾿ αἵματα.

Ἡ Ρωμιοσύνη
(Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης)

Τὴ Ρωμιοσύνη μὴν τὴν κλαῖς ἐκεῖ ποὺ πάει νὰ σκύψει
μὲ τὸ σουγιὰ στὸ κόκαλο μὲ τὸ λουρὶ στὸ σβέρκο.

Τὴν Ρωμιοσύνη μὴν τὴν κλαῖς...
Νάτη πετιέται, νάτη - νάτη πετιέται
νάτη - νάτη - νάτη πετιέται.

Νάτη πετιέται ἀπὸ ξαρχὴς κι ἀντρειεύει καὶ θεριεύει
καὶ καμακώνει τὸ θεριὸ μὲ τὸ καμάκι τοῦ ἥλιου.

Ὁ δρόμος
Στίχοι, Μουσικὴ καὶ ἑρμηνεία: Μάνος Λοΐζος.

Ὁ δρόμος εἶχε τὴ δική του ἱστορία
κάποιος τὴν ἔγραψε στὸν τοῖχο μὲ μπογιά·
ἦταν μία λέξη μοναχὰ ἐλευθερία
κι ἔπειτα εἶπαν πὼς τὴν ἔγραψαν παιδιά.

Λαλαλαλα...

Ὕστερα κύλισ᾿ ὁ καιρὸς κι ἡ ἱστορία
πέρασε εὔκολα ἀπ᾿ τὴ μνήμη στὴν καρδιά·
ὁ τοῖχος ἔγραφε: μοναδικὴ εὐκαιρία
ἐντὸς πωλοῦνται πάσης φύσεως ὑλικά.

Λαλαλαλα...

Τὶς Κυριακὲς ἀπὸ νωρὶς στὰ καφενεῖα
κι ἔπειτα γήπεδο στοιχήματα καυγὰ
ὁ δρόμος εἶχε τὴ δική του ἱστορία
κι εἴπανε ὅμως πὼς τὴν ἔγραψαν παιδιά.

Λαλαλαλα...

Τὸ ἀκορντεόν
Στίχοι: Γ. Νεγρεπόντης, Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Στὴ γειτονιά μου τὴν παλιὰ εἶχα ἕναν φίλο
ποῦ ἤξερε καὶ ἔπαιζε ἀκορντεόν.

Ὅταν τραγούδαγε φτυστὸς ἦταν ὁ ἥλιος
φωτιὲς στὰ χέρια του ἔβγαζε τ᾿ ἀκορντεόν.

Μὰ ἕνα βράδυ σκοτεινὸ σὰν ὅλα τ᾿ ἄλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ἀκορντεόν.

Γερμανικὰ καμιόνια φάνηκαν στὴν μάντρα
μὲ μία ριπὴ σταμάτησε τ᾿ ἀκορντεόν.

Τ᾿ ἀρχινισμένο σύνθημα πάντα μοῦ μένει,
ὅταν ἀκούω ἀπὸ τότε ἀκορντεόν·

κι ἔχει σὰν στάμπα τὴ ζωή μου σημαδέψει.
Δὲν θὰ περά - δὲ θὰ περάσει ὁ φασισμός.

Πάλης ξεκίνημα
(Ποίηση: Ἀλέκος Παναγούλης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης (Τραγούδια τοῦ ἀγῶνα) Δίσκος: ΜΙΝΩΣ 1974)

Πάλης ξεκίνημα, νέοι ἀγῶνες,
ὁδηγοὶ τῆς ἐλπίδας οἱ πρῶτοι νεκροί. (δίς)

Ὄχι ἄλλα δάκρυα, κλεῖσαν οἱ τάφοι.
Λευτεριᾶς λίπασμα οἱ πρῶτοι νεκροί. (δίς)

Λουλούδι φωτιᾶς βγαίνει στοὺς τάφους,
μήνυμα στέλνουν οἱ πρῶτοι νεκροί. (δίς)

Ἀπάντηση θὰ πάρουν μ᾿ ἑνότητα κι ἀγῶνα,
γιὰ νά᾿ βρουν ἀνάπαυση οἱ πρῶτοι νεκροί. (δίς)

Ὁ Λεβέντης
(...)

Σὰν τὸν ἀητὸ φτερούγαγε στὴ στράτα,
τὸν καμαρώνει ἡ γειτονιὰ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια·
μὲ χαμηλὰ τὰ μαῦρα του τὰ μάτια,
λεβέντης ἐροβόλαγε. (δίς)

Στὰ μάτια του ἕνα, ἕνα σύννεφο
μεσ᾿ τὴν καρδιά, καρδιά του σίδερο·
κυλάει τὸ αἷμα, σκέπασε τὸν ἥλιο
κι ὁ χάρος ἐροβόλαγε. (δίς)

Σφαλοῦν τὰ μάτια, μάτια κι οἱ καρδιές,
σφαλοῦν τὰ πα- τὰ παραθύρια·
μέσα χιμάει ὁ χάροντας καβάλα
κι ἐκεῖνος χαμογέλαγε. (δίς)

Ποιὸς κατεβαίνει σήμερα στὸν Ἅδη,
ποιὸν κουβεντιάζει ἡ γειτονιὰ κι ἀνανταριάζει·
γιατὶ βουβά ῾ναι τὰ βουνὰ κι οἱ κάμποι
λεβέντης ἐροβόλαγε. (δίς)


Χριστούγεννα

Ἅγια νύχτα

Ἅγια νύχτα, σὲ προσμένουν, μὲ χαρὰ οἱ Χριστιανοί
καὶ μὲ πίστη ἀνυμνοῦμε τὸ Θεὸ δοξολογοῦμε
μ᾿ ἕνα στόμα, μία φωνή, (Ναὶ μὲ μία φωνή).

Ἡ ψυχή μας φτερουγίζει, πέρα στ᾿ ἅγια τὰ βουνά,
ὅπου ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι ἀπ᾿ τὰ οὐράνια θεία μέλη
στὸν Σωτῆρα «ὡσαννά», (ψάλλουν «ὡσαννά»).

Στῆς Βηθλεὲμ ἐλᾶτε ὅλοι στὰ βουνὰ τὰ ἱερά
καὶ μ᾿ εὐλάβεια μεγάλη κεῖ ποὺ ἅγιο φῶς προβάλλει
προσκυνῆστε μὲ χαρά, (ναὶ μὲ μία χαρά.)

Χριστούγεννα

Ὡραία κι αἰθέρια ποὺ εἶσαι, βραδιά,
κι ἀμίλητη φέρνεις στὸν κόσμο χαρά.
Τὸ θεῖο ἀστέρι ποὺ λάμπει ψηλὰ
καινούργια θὰ φέρει χαρά.

Στὴ φάτνη ἐγεννήθη τὸ θεῖο παιδὶ
καὶ ἄγγελοι ψάλλουν, τὸ δόξα στὴ γῆ.
Ὦ δόξα ἂς ἔχει ὁ μέγας Θεὸς
κι αὐτὸ τὸ ἀστέρι τὸ φῶς.

Ἡ πλάση γεμίζει οὐράνιες φωνὲς
κι οἱ Μάγοι μὲ δῶρα τοῦ λὲν προσευχὲς
καὶ σεῖς, ὦ παιδιά μας χαρεῖτε γι᾿ αὐτὸ
καὶ πέστε τραγούδια Σ᾿ αὐτόν.

Τὸ ἔλατο

Ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, μ᾿ ἀρέσεις πὼς μ᾿ ἀρέσεις
τί ὡραῖα τὴν πρωτοχρονιὰ
μᾶς φέρνεις δῶρα στὰ κλαδιὰ
ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, μ᾿ ἀρέσεις πὼς μ᾿ ἀρέσεις.

Ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, τί δίδαγμα ἡ στολή σου
ἐλπίδα ἐμπνέει σταθερὴ
καὶ θάρρος πάντα στὴ ζωὴ
Ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, μ᾿ ἀρέσεις πὼς μ᾿ ἀρέσεις.

Ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, τὰ πράσινά σου φύλλα.
τὰ βγάζεις μὲ καλοκαιριὰ
καὶ τὰ φορεῖς μὲ τὸ χιονιά.
Ὦ ἔλατο, ὦ ἔλατο, τὰ πράσινά σου φύλλα.

Ο μικρὸς τυμπανιστής

Μοὖπαν ἔλα νὰ πᾶμε νὰ δεῖς
Χριστὸς γεννήθηκε στὴν ἄκρη τῆς γῆς
κι ἐγὼ γυρεύω ἀπόψε στὸν οὐρανὸ
τ᾿ ἀστέρι ψάχνω νὰ βρῶ τὸ φωτεινό.

Ρὰ πὰμ πὰμ πάμ, ρὰ πὰμ πὰμ πάμ.

Νὰ μὲ πάει στὸ μικρὸ βασιλιά,
πέρα μακριά.

Μεσ᾿ στὴ νύχτα παιδὶ μοναχό,
τί δῶρο νὰ σοῦ φέρω πού ῾μαι φτωχό,
φέρνω τὸ τύμπανο ποὺ μόνο κρατῶ
τὰ κάλαντα νὰ ψάλω γιὰ τὸ Χριστό.

Ρὰ πὰμ πὰμ πάμ, ρὰ πὰμ πὰμ πάμ.

Τὸ πιὸ ὡραῖο τραγούδι θὰ πῶ,
γιὰ τὸ Χριστό.

Μέσ᾿ τὴ φάτνη τὰ ζῷα ξυπνοῦν
κι ἀπέξω ταπεινοὶ βοσκοὶ προσκυνοῦν
στῆς Παναγιᾶς κρυμμένο τὴν ἀγκαλιά,
χρυσὸ στεφάνι, φῶς φορεῖ στὰ μαλλιά.

Ρὰ πὰμ πὰμ πάμ, ρὰ πὰμ πὰμ πάμ.

Σὰν μὲ βλέπει ἡ καρδιά μου χτυπᾷ,
καὶ μοῦ γελᾷ.

Τρίγωνα - Κάλαντα
(J. Piernont)

Ἄστρο λαμπερό, θάρθει γιορτινό,
μήνυμα θὰ φέρει ἀπὸ τὸν οὐρανό,
πῶς ἕνας Θεός, τόσο ταπεινός,
τὴν ἀγάπη φέρνει καὶ τὸ ἅγιο φῶς.

Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντοῦ,
κάθε σπίτι μία φωλιὰ τοῦ μικροῦ Χριστοῦ.
Τρίγωνα, κάλαντα μὲς τὴ γειτονιά,
ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιά.

Τὸ ἀστέρι αὐτὸ τὸ ξεχωριστό,
θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ μικρὸ Χριστό,
θὰ σταθεῖ ψηλὰ πάνω στὴ σπηλιά,
φῶς θὲ νὰ σκορπίσει μέσα στὴ νυχτιά.

Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντοῦ,
κάθε σπίτι μία φωλιὰ τοῦ μικροῦ Χριστοῦ.
Τρίγωνα, κάλαντα μὲς τὴ γειτονιά,
ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιά.

Τρέχουν τὰ παιδιὰ μέσα στὸ χιονιά,
ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιά.
Μέσ᾿ τὴ σιγαλιά, ἀνοίγ᾿ ἡ ἀγκαλιά,
κι ἔκανε ἡ ἀγάπη τὴν καρδιὰ φωλιά.

Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντοῦ,
κάθε σπίτι μία φωλιὰ τοῦ μικροῦ Χριστοῦ.
Τρίγωνα, κάλαντα μὲς τὴ γειτονιά,
ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιά.

Νύχτα γεννήσεως
(Ποίηση: Γεώργιος Δροσίνης)

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τοὺς τ᾿ ἄδολα βόδια.

Κι ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος, θωρώντας τα, σταυροκοπιέται
καὶ λέει, μὲ πίστη ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀπόβαθα, «Χριστὸς γεννιέται».

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη, κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες, στὴ γῆ σταλμένες.

Κι ἀκούοντας τὰ ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὸ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα μὲ τὴ φλογέρα.

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη - Ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Τῶν μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ ἀστέρι.

Κι ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ τ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα καὶ δὲν τὸ χάσει,
σὲ μία ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθώντας τὸ μπορεῖ νὰ φτάσει.

Δόξα αἰνεῖτε

Δόξα αἰνεῖτε ! Ἐγεννήθη ὁ Χριστός,
ἄπειρος, γιὰ νὰ σωθεῖτε ἔγινε μικρός.

Γύρω σκόρπισε ἡ ἐρημιὰ ἀπ᾿ τὴ λάμψη του
κι ἔχτισε μέσ᾿ τὰ συντρίμμια τμῆμα τ᾿ οὐρανοῦ.

Ὁ λυτρωτής μας ὅλων ὁ δημιουργός,
θέλησε ἀνάμεσά μας νᾶνε ταπεινός.

Εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὅλα τ᾿ ἀγαθά,
στὸν ἑαυτό του δὲν ἐδώρησε οὔτε τὰ πιὸ κοινά.

Φῶς καὶ τραγούδια, ὅλη δόξα καὶ χαρά,
ψάλλουν ὅλα τ᾿ ἀγγελούδια, ἀλληλούϊα!

Χιόνια στὸ καμπαναριό

Χιόνια στὸ καμπαναριό, ποὺ Χριστούγεννα σημαίνει.
Χιόνια στὸ καμπαναριό, ξύπνησ᾿ ὅλο τὸ χωριό.

Ντὶν ντὶν ντᾶν, ντὶν ντὶν ντᾶν,
ντὶν ντὶν ντᾶν, ντὶν ντὶν ντᾶν, ντὶν ντᾶν.

Κι ὅλοι πᾶν στὴν ἐκκλησιὰ τὸ Χριστὸ νὰ προσκυνήσουν.
Κι ὅλοι πᾶν στὴν ἐκκλησιά, λάμπει ἀπόψε ἡ Παναγιά.

Τέτοια νύχτα ἦταν παιδιὰ ποὺ γεννήθηκ᾿ ὁ Χριστός μας.
Τέτοια νύχτα ἦταν παιδιὰ κι εἶχαν χιόνια τὰ βουνά.

Ἐγεννήθηκες χωρὶς στρωματάκι, καλέ μας Χριστούλη,
ἐγεννήθηκες χωρὶς μία σκουφίτσα νὰ φορεῖς.

Γιατὶ σύ ῾σαι ὁ πιὸ τρανὸς βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου
γιατὶ σύ ῾σαι ὁ πιὸ τρανὸς ποὺ δοξάζει ὁ οὐρανός.

Μήνυμα ἀγάπης
(Πόιηση: Ραοὺλ Φολερό)

Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τοῦ σήμερα,
εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ἔτος 2000.

Οἱ μεγάλοι μας προτρέπουν σὲ κατακτήσεις,
ἐμεῖς ὅμως θέλουμε νὰ δίνουμε.

Μᾶς ἔκρυψαν μέχρι σήμερα
τὴν ὕπαρξη αὐτῶν ποὺ πεινοῦν,
αὐτῶν ποὺ ὑποφέρουν.

Δὲν θέλουμε τὸν πόλεμο,
ὅταν θὰ μεγαλώσουμε.

Θέλουμε τώρα νὰ προσκαλέσουμε,
ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου,
νὰ ἑνωθοῦν σὲ μία μεγάλη ἐπιχείρηση,
ποὺ ἔχει γιὰ ὅρια τῆς τὴ γῆ,
καὶ σκοπὸ νὰ κάμει τὸν κόσμο:
περισσότερο εὐτυχισμένο,
λιγότερο πονεμένο,
λιγότερο ἄρρωστο,
λιγότερο πεινασμένο,
λιγότερο διχασμένο.

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς (α)

Καὶ νέον ἔτος ἀριθμεῖ
ἡ τοῦ Χριστοῦ περιτομὴ
καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου
ἱεράρχου Βασιλείου.

Τοῦ χρόνου μας ἀρχὴ καλή,
καὶ ὁ Χριστός μας προσκαλεῖ
τὴν κακίαν ν᾿ ἀρνηθῶμεν
μ᾿ ἀρετὰς νὰ στολισθῶμεν.

Νὰ ζῶμεν βίον τέλειον
κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον,
μὲ ἀγάπην, μὲ εἰρήνην,
καὶ μὲ τὴν δικαιοσύνην.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐτυχή,
μὲ καθαρὰ κι ἁγνὴ ψυχή,
μὲ χαρὰν καὶ μὲ ὑγείαν,
μὲ τὴν θείαν εὐλογίαν.

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς (β)

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψιλή μου δενδρολιβανιά,
κι ἀρχή, κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος
ἐκκλησιά, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνο σ᾿.

Ἀρχὴ ποὺ ἐβγῆκεν ὁ Χριστός,
ἅγιος καὶ πνευματικός,
στὴ γῆ νὰ περπατήσει
καὶ νὰ μᾶς, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσει.

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται
κι ὅλους μᾶς καλοδέχεται
ἀπὸ τὴν Καισαρεία
σύ ῾σ᾿ ἀρχό- σύ ῾σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία.

Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί,
ζαχαροκάντια ζυμωτή,
χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι
δὲς καὶ μέ, δὲς καὶ μὲ τὸ παλικάρι.

Τὸ καλαμάρι ἔγραφε,
τὴν μοῖρα του τὴν ἔλεγε
καὶ τό, καὶ τὸ χαρτὶ ὁμίλει
Ἅγιέ μου, ἅγιέ μου καλὲ Βασίλη.

Πάει ὁ παλιὸς ὁ χρόνος

Πάει ὁ παλιὸς ὁ χρόνος,
ἂς γιορτάσουμε παιδιά,
καὶ τοῦ χωρισμοῦ ὁ πόνος
ἂς κοιμᾶται στὴν καρδιά.

Καλὴ χρονιά, καλὴ χρονιά,
χαρούμενη χρυσὴ πρωτοχρονιά.

Ὅλα γύρω χιονισμένα,
ὅλα γύρω παγωνιά,
μὰ θὰ λιώσουν ἕνα ἕνα,
μὲ τὴ νέα μας χρονιά.

Καλὴ χρονιά, καλὴ χρονιά,
χαρούμενη χρυσὴ πρωτοχρονιά.

Γέρε χρόνε φύγε τώρα,
πάει ἡ δική σου ἡ σειρά,
ἦρθε ὁ νέος μὲ τὰ δῶρα,
μὲ τραγούδια μὲ χαρά.

Καλὴ χρονιά, καλὴ χρονιά,
χαρούμενη χρυσὴ πρωτοχρονιά.

Μὰ κι ἂν φεύγεις μακριά μας,
στὴν καρδιά μας πάντα ζεῖ,
κάθε λύπη καὶ χαρά μας
ποὺ περάσαμε μαζί.

Καλὴ χρονιά, καλὴ χρονιά,
χαρούμενη χρυσὴ πρωτοχρονιά.


25η Μαρτίου 1821

Ἀπολυτίκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἦχος δ´.

Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένῃ, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Μεταγραφή

Σήμερα (ἐκπληρώθηκε) τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς σωτηρίας μας καὶ τὸ (κρυμμένο) προαιώνιο μυστήριο φανερώθηκε. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς παρθένου (Μαρίας) γίνεται καὶ ὁ Γαβριὴλ ἀναγγέλλει τὸ χαρούμενο νέο τοῦ δώρου. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸν ἂς βοήσουμε στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «Χαρὰ σὲ σένα, Ὁλόχαρη, ὁ Κύριος μαζί σου».

Κοντάκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἦχος πλ. δ´.

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὁ χορὸς τοῦ Ζαλόγγου

Ἔχε γειὰ καημένε κόσμε ἔχε γειὰ γλυκιὰ ζωή,
καὶ σὺ δύστυχη πατρίδα ἔχε γεια παντοτινή.

Ἔχετε γειὰ βρυσοῦλες, λόγγοι, βουνά, ραχοῦλες.
Ἔχετε γειὰ Σουλιώτισσες καὶ σεῖς Σουλιωτοποῦλες.

Στὴ στεριὰ δὲ ζεῖ τὸ ψάρι οὔτ᾿ ἀνθὸς στὴν ἀμμουδιά,
κι οἱ Σουλιώτισσες δὲν ζοῦνε δίχως τὴν ἐλευθεριά.

Ἔχετε γειὰ βρυσοῦλες, λόγγοι, βουνά, ραχοῦλες.
Ἔχετε γειὰ Σουλιώτισσες καὶ σεῖς Σουλιωτοποῦλες.

Οἱ Σουλιώτισσες δὲν μάθαν γιὰ νὰ ζοῦνε μοναχά,
ξέρουνε καὶ νὰ πεθαίνουν νὰ μὴν στέργουν τὴν σκλαβιά.

Ἔχετε γειὰ βρυσοῦλες, λόγγοι, βουνά, ραχοῦλες.
Ἔχετε γειὰ Σουλιώτισσες καὶ σεῖς Σουλιωτοποῦλες.

Σὰν νὰ πᾶν σὲ πανηγύρι σ᾿ ἀνθισμένη πασχαλιά,
μέσ᾿ τὸν Ἅδη κατεβαίνουν μὲ τραγούδια, μὲ χαρά.

Ἔχετε γειὰ βρυσοῦλες, λόγγοι, βουνά, ραχοῦλες.
Ἔχετε γειὰ Σουλιώτισσες καὶ σεῖς Σουλιωτοποῦλες.

Τῆς Δέσπως
(Δημοτικό)

- Ἀχὸς βαρὺς ἀκούεται, πολλὰ τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σὲ γάμο ρίχνονται, μήνα σὲ χαροκόπι;
- Οὐδὲ σὲ γάμο ρίχνονται οὐδὲ σὲ χαροκόπι.
Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ᾿ ἀγγόνια.

Ἀρβανιτιὰ τὴν πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ᾿ ἄρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ Σούλι.
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ Σούλι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».

Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόρες καὶ νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενήκαν.

Οἱ κλέφτες του βάλτου

Κάτου στοῦ βάλτου τὰ χωριά,
Ξερόμερο καὶ Ἄγραφα καὶ
στὰ πέντε βιλαέτια,
Βάλτε μπρὲ νὰ πιοῦμ᾿, ἀδέρφια.

- Ἐκεῖ εἶν᾿ οἱ κλέφτες οἱ πολλοί,
οὗλοι ντυμένοι στὸ φλωρί,
κάθουνται καὶ τρῶν καὶ πίνουν
καὶ τὴν Ἄρτα φοβερίζουν.

Πιάνουν καὶ γράφουν μία γραφή,
βρίζουν τὰ γένια τοῦ κατῆ,
γράφουνε καὶ στὸ Κομπότι,
προσκυνοῦνε τὸ δεσπότη.

Μπρὲ Τοῦρκοι, κάνετε καλά,
γιατί σᾶς καῖμε τὰ χωριά.
Δῶστε μας τ᾿ ἀρματωλίκι
γιατί ἐρχόμαστε σὰ λύκοι.

Τοῦ Βασίλη

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα νὰ γίνεις νοικοκύρης,
γιὰ ν᾿ ἀποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια ἀγελάδες
χωριὰ καὶ ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νὰ δουλεύουν.

Μάνα μου ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης
καὶ νἆμαι σκλάβος τῶν Τούρκων, κοπέλι στοὺς γερόντους.
Φέρε μου τ᾿ ἀλαφρὸ σπαθὶ καὶ τὸ βαριὸ τουφέκι,
νὰ πεταχτῶ σὰν τὸ πουλὶ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνὰ νὰ περπατήσω λόγγους,
νὰ βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνιων,
νὰ πάω νὰ βρῶ τὸ Μάνταλο, νὰ σμίξω τὸ Μπαστέκη,
ποὺ πολεμοῦν μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ μὲ τοὺς Ἀρβανῖτες.
Νὰ μπῶ σὲ δαύτους σύντροφος στὰ κλέφτικα κεφάλια,
σὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ κόφτω τρεῖς, μὲ τὸ τουφέκι πέντε
καὶ μὲ τὸ γιαταγάνι μου σαράντα καὶ πενήντα.

Πουρνὸ φιλεῖ τὴ μάνα του, πουρνὸ ξεπροβοδιέται.
- Γειά σας, βουνὰ μὲ τοὺς γκρεμούς, λαγκάδια μὲ τὶς πάχνες.
- Καλῶς τὸ τ᾿ ἄξιο τὸ παιδὶ καὶ τ᾿ ἄξιο παλληκάρι.

Τὰ Κλεφτόπουλα
(Παραδοσιακό)

Μάνα μου τὰ (δίς) κλεφτόπουλα
τρῶνε καὶ τραγουδᾶνε, ἄντε πίνουν καὶ γλεντᾶνε. (δίς)

Μὰ ἕνα μικρὸ (δίς) κλεφτόπουλο,
δὲν τρώει, δὲν τραγουδάει, ἄι δὲν πίνει, οὔτε γλεντάει. (δίς)

Μόν᾿ τ᾿ ἅρματά (δίς) του κοίταζε,
τοῦ τουφεκιοῦ του λέει: γειά σου Κίτσο μου λεβέντη. (δίς)

Τουφέκι μου, (δίς) περήφανο,
σπαθὶ ξεγυμνωμένο, μιὰ χαρά ῾σουν τὸ καημένο. (δίς)

Πόσες φορές, (δίς) μὲ γλίτωσες
ἀπ᾿ τοῦ ἐχθροῦ τὰ χέρια, κι ἀπ᾿ τῶν Τούρκων τὰ μαχαίρια. (δίς)

Τοῦ Διάκου
(Δημοτικό)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλὰ στὴ Χαλκουμάτα.
Τό ῾να τηράει τὴ Λειβαδιὰ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ Ζητούνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει:
-Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα.
Μήν᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται, μήν᾿ ὁ Λεβεντογιάννης;
-Νοὐδ᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται νοὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης.
Ὀμὲρ Βρυώνης πλάκωσε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.

Ὁ Διάκος σὰν τ᾿ ἀγροίκησε πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψηλὴ φωνὴ ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει.
«Τὸν ταϊφᾶ μου σύναξε, μάσε τὰ παλληκάρια,
δῶσ᾿ τους μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες,
γλήγορα γιὰ νὰ πιάσουμε κάτω στὴν Ἀλαμάνα,
ποὖναι ταμπούρια δυνατὰ κι ὄμορφα μετερίζια».

Παίρνουνε τ᾿ ἀλαφριὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιὰ μὴ φοβηθεῖτε,
σταθεῖτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθεῖτε».

Ψιλὴ βροχούλαν ἔπιασε κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια νἔκαμαν, τὰ τρία ἀράδα-ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ μὲ δεκαοχτὼ λεβέντες.
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι ἄνάψαν τὰ τουφέκια,
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες,
καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὴ χούφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασᾶ τὸν πάνουν.
Χίλιοι τὸν πᾶν ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.

Κι ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης μυστικὰ στὸ δρόμο τὸν ἐρώτα:
«Γίνεσαι Τοῦρκος Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν᾿ ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί, τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας, μουρτάτες νὰ χαθεῖτε!
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα Γραικὸς θὲ ν᾿ ἀποθάνω.
Ἄ, θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον ἑφτὰ μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
ὅσο νὰ φτάσει ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Θανάσης Βόγιας».
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Χαλίλμπεης, ἀφρίζει καὶ φωνάζει:
«Χίλια πουγκιὰ σᾶς δίνω γὼ κι ἀκόμα πεντακόσια,
τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε, τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη,
γιατὶ θὰ σβήσει τὴν Τουρκιά, κι ὅλο μας τὸ ντοβλέτι».

Τὸ Διάκο τότε παίρνουνε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν.
Ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε,
τὴν πίστη τους τοὺς ὕβριζε, τοὺς ἔλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι ἂ᾿ μὲ σουβλίσετε ἕνας Γραικὸς ἐχάθη.
Ἂς εἶναι ὁ Ὀδυσσεὺς καλὰ καὶ ὁ καπετὰν Νικήτας,
ποὺ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ κι ὅλο σας τὸ ντοβλέτι».

Περήφανοι ὅλοι

Ἦταν μαζεμένοι ὅλοι μία βραδιὰ
καὶ στὸ τζάκι ἔκαιγε ἡ φωτιὰ
μέσ᾿ τὰ μάτια τοὺς φαινόταν καθαρὰ
πῶς γι᾿ αὐτοὺς τὰ χρόνια ἦταν σκληρά.

Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.
Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.

Ὅλοι τους καπεταναῖοι κι ἀρχηγοί,
ἦταν κλέφτες καὶ ἀρματολοί,
ποτὲ τοὺς δὲ σκεφτόταν φόβος τί θὰ πεῖ
καὶ τὸ βόλι ἂς ἔπεφτε βροχή.

Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.
καὶ τώρα μιλοῦσαν πάλι γιὰ τὰ παλιά,
καθισμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ φωτιά.

Πάνω ποὺ μιλοῦσαν γιὰ παλικαριὲς
κι εἶχαν δυναμώσει οἱ φωνές,
θυμήθηκαν τ᾿ ἀδέρφια τους ποὺ χάθηκαν,
πολεμώντας καὶ πικράθηκαν.

Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.
γι᾿ αὐτὸ πολεμήσανε καὶ φτιάξαν παιδιά,
γιὰ νὰ ζήσουν μέσ᾿ τὴ λευτεριά.

Καὶ βγῆκαν λεβέντες μὲ γενναία καρδιά,
σὰν τοὺς πατεράδες τους κι αὐτά,
καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ σκέψη ἥσυχοι πιά,
κοιμήθηκαν γιὰ παντοτινά.

Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.
Περήφανοι ὅλοι μὲ γενναῖα καρδιά,
πολεμοῦσαν γιὰ τὴ λευτεριά.

Σαράντα παλικάρια

Σαράντα παλικαριὰ ἀπὸ τὴ Λέ, ἀπὸ τὴ Λεβαδιά,
πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουνε τὴν Τριπο- μωρ᾿ τὴν Τριπολιτσά.

Στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνανε γέροντα, μωρ᾿ γέροντα ἀπαντοῦν.
Γειὰ καὶ χαρά σου γέρο, καλῶς τα τά, καλῶς τα τὰ παιδιά.

Ποῦ πάτε παλικαριὰ ποὺ πάτε ὀρέ, ποὺ πάτε ὀρὲς παιδιά.
Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε, τὴν Τρόπο, μωρ᾿ τὴν Τροπολιτσά.

Ἐλευθεριὰ γιὰ σένα χάνομαι

Πηδάει φωτιὰ κι οἱ σοῦβλες ἕτοιμες
κι αὐτὸς ὁλόρθος στέκει.

Πεθαίνει ἀρνούμενος τὸ θάνατο
καὶ Ἐλευθεριὰ φωνάζει.

Ἐλευθεριὰ γιὰ σένα χάνομαι,
μὰ θἄρθουν πίσω ἄλλοι.

Στρατοὶ οἱ γιοί μου καὶ τὰ ἐγγόνιά μου,
καὶ θὰ σ᾿ ἐλευθερώσουν.

Μὴν κλαῖς Κυρὰ κι ἐγὼ θ᾿ ἀναστηθῶ,
καὶ θὰ σ᾿ ἁρπάξω πάλαι.

Στρατοὶ οἱ γιοί μου καὶ τὰ ἐγγόνιά μου,
καὶ θὰ σ᾿ ἐλευθερώσουν.

Λίγοι εἴμαστε μ᾿ ἀλίμονο στὴ γῆ,
μὴν ξοφληθεῖ ἡ γενιά μας.

Στρατοὶ οἱ γιοί μου καὶ τὰ ἐγγόνιά μου,
καὶ θὰ σ᾿ ἐλευθερώσουν.

Θὰ σὲ ξανἄβρω στοὺς μπαξέδες
(Ποίηση: Μάνος Ἐλευθερίου, Μουσική: Ἠλίας Ἀνδριόπουλος, Τραγούδι: Ἀντώνης Καλογιάννης, Δίσκος: LYRA)

Μόνο νὰ γράφεις τ᾿ ὄνομά σου
καὶ κεῖνο τὄμαθες μισό
νὰ συλλαβίζεις τὰ ὄνειρά σου
στὸ Ἄργος καί, στὸ Ἄργος καὶ στὸν Ἰλισσό.

Θὰ σὲ ξανἄβρω στοὺς μπαξέδες
τρεῖς τοῦ Σεπτέμβρη νὰ περνᾷς
καὶ τσικουδιὰ στοὺς καφενέδες
τὰ παλικάρια, τὰ παλικάρια νὰ κερνᾷς.

Τοῦ κόσμου τὸ στενὸ γεφύρι
θὰ τὸ περάσουμε μαζὶ
Θἆναι ἡ καρδιά σου παραθύρι
τὰ λόγια σου, τὰ λόγια σου παλιὸ κρασί.

Θὰ σὲ ξανἄβρω στοὺς μπαξέδες
τρεῖς τοῦ Σεπτέμβρη νὰ περνᾷς
καὶ τσικουδιὰ στοὺς καφενέδες
τὰ παλικάρια, τὰ παλικάρια νὰ κερνᾷς.

Δέκα παλικάρια
(Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος «Τὰ τραγούδια μου», Μουσική: Μάνος Λοΐζος, Ἐκτέλεση: Γιῶργος Νταλάρας, Δίσκος τοῦ 1970)

Δέκα παλικαριὰ στήσανε χορό
στοῦ Καραϊσκάκη τὸ κονάκι
πέφτουν τὰ ντουβάρια ἀπὸ τὸ χορό
κι ἀπὸ τὶς πενιὲς τοῦ Μιχαλάκη.

Κι ὅλη νύχτα λέγαμε τραγούδια γιὰ τὴ λευτεριά
κι ὅλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά. (δίς)

Καὶ τὸ βράδυ - βράδυ ἦρθαν μὲ τὰ μᾶς
Μᾶρκος Βαμβακάρης καὶ Τσιτσάνης
σμίξαν τὰ μπουζούκια καὶ ὁ μπαγλαμᾶς
μὲ τὸν ταμπουρᾶ τοῦ Μακρυγιάννη.

Κι ὅλη νύχτα λέγαμε τραγούδια γιὰ τὴ λευτεριά
κι ὅλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά. (δίς)

Ἔβαλα ἕνα βόλι στὸ καρυόφυλλο
κι ἔριξα τὴ νύχτα νὰ φωτίσει
εἶπα νὰ φωνάξουν τὸν Θεόφιλο
τὸν καημό μας γιὰ νὰ ζωγραφίσει.

Κι ὅλη νύχτα λέγαμε τραγούδια γιὰ τὴ λευτεριά
κι ὅλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά. (δίς)

Δώδεκα εὐζωνάκια

Δώδεκα εὐζωνάκια τ᾿ ἀπεφασίσανε
στὸν πόλεμο νὰ πᾶνε, Παναγιά μου, νὰ πολεμήσουνε.

Στὸ δρόμο ποὺ πηγαῖναν στὴ μαύρη θάλασσα
μαύρη φουρτούνα πιάνει, Παναγιά μου, σχίζονται τὰ πανιά.

Βοήθα Παναγιά μου γιὰ νὰ γλιτώσουμε
ὅσα καντήλια ἔχεις, Παναγιά μου, θὰ τὰ ἀσημώσουμε.

Ὅλη δόξα, ὅλη χάρη
(Στίχοι: Γ.Μ. Γεωργόπουλος, Μουσική: Ἰωάννης Σακελλαρίδης)

Ὅλη δόξα, ὅλη χάρη
ἅγια μέρα ξημερώνει
καὶ τὴ μνήμη σου τὸ ἔθνος
χαιρετᾷ γονατιστό.

Καὶ τὰ στήθη ὅλο φλόγα
μὲ τὸν ἥλιό σου πληρώνεις,
ποὺ χρυσὸς μὲ περηφάνια
περπατεῖ στὸν οὐρανό.

Στὴν Ἁγία Λαύρα πρῶτα
τὶς χρυσὲς ἀκτῖνες χύνει
ποὺ λεβέντες πρωτανάψαν
τοῦ πολέμου τὴ φωτιά.

Ὀμορφιὰ καὶ δόξα χύνει
ὅπου γῆς αἱματωμένη
ἀπ᾿ τὸ τιμημένο αἷμα
τῶν παιδιῶν τῆς κλεφτουριᾶς.

Τ᾿ ἅγιο χῶμα χαιρετάει
καὶ περήφανα διαβαίνει
ἀπὸ τὰ Ψαρὰ στὸ Σούλι
καὶ στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς.

Πότε θὰ κάμει ξαστεριά
(Ριζίτικο Κρήτης)

Πότε θὰ κάμει ξαστεριὰ
πότε θὰ φλεβαρίσει
νὰ πάρω τὸ ντουφέκι μου
τὴν ὄμορφη πατρώνα
νὰ κατεβῶ στὸν Ὁμαλὸ
στὴ στράτα τῶ Μουσούρω
νὰ κάμω μάνες δίχως γιούς,
γυναῖκες δίχως ἄντρες,
νὰ κάμω καὶ μωρὰ παιδιά,
νὰ κλαῖν᾿ δίχως μανάδες,
νὰ κλαῖν᾿ τὴ νύχτα γιὰ νερὸ
καὶ τὴν αὐγὴ γιὰ γάλα
καὶ τ᾿ ἀποδιαφωτίσματα
γιὰ τὴν καημένη μάνα.
Πότε θὰ κάμει ξαστεριά.

Ὁ Ναύτης τοῦ Αἰγαίου
(Βασ. Λυκόρτας)

(Refrain)
Εἶμαι ὁ νά- ὁ ναύτης τοῦ Αἰγαίου,
κρεββάτι ἔχω τὰ βαθιὰ νερά,
καὶ γιὰ τὴν ἔ- τὴν ἔνδοξη πατρίδα,
εἶμ᾿ ὅλος φλόγα καὶ καρδιά.

Ἐγὼ τῆς θά- τῆς θάλασσας δελφίνι,
τὶς τρικυμίες ὅλες ἀψηφῶ,
καὶ περιμέ- -ριμένω νά ‘ρθει ἡ ὥρα,
νὰ πολεμήσω τὸν ἐχθρό.

Νὰ τοῦ κολλή- κολλήσω μία τορπίλα,
τὸ ἔταξα –ταξα στὴν Παναγιά,
καὶ τὰ καρά -καράβια του βουλιάξω,
κάτω εἰς τὰ βαθιὰ νερά.

Εἶμαι ὁ νά- ὁ ναύτης τοῦ Αἰγαίου,
ἄλλος ἐγὼ – ἐγὼ Θεμιστοκλῆς,
ἀπόγονος –γόνος τῆς Μπουμπουλίνας
καὶ τοῦ Μιαούλη συγγενής.

(Refrain)
Εἶμαι ὁ νά- ὁ ναύτης τοῦ Αἰγαίου,
κρεβάτι ἔχω τὰ βαθιὰ νερά,
καὶ γιὰ τὴν ἔ- τὴν ἔνδοξη πατρίδα,
εἶμ᾿ ὅλος φλόγα καὶ καρδιά.

Μὲ τὴν ἀνδρεί- ἀνδρεία τοῦ Κανάρη,
καὶ μὲ τοῦ Βό- τοῦ Βότση τὴν ψυχή,
τὸν δυστυχὴ ἐχθρὸ ἐγὼ τρομάζω
καὶ δὲν τολμᾷ νὰ κινηθῇ.

(Refrain)
Εἶμαι ὁ νά- ὁ ναύτης τοῦ Αἰγαίου,
κρεβάτι ἔχω τὰ βαθιὰ νερά,
καὶ γιὰ τὴν ἔ- τὴν ἔνδοξη πατρίδα,
εἶμ᾿ ὅλος φλόγα καὶ καρδιά.

Ἅγιε Νικό- Νικόλα μας βοήθα,
ὁ στόλος πάντα – πάντα νὰ νικᾷ,
νὰ προστατεύει τὴν Ἑλλάδα,
τὶς πόλεις της καὶ τὰ νησιά.

Τσάμικο (Στὰ κακοτράχαλα τὰ βουνά)
(Ποίηση: Νίκος Γκάτσος)

Στὰ κακοτράχαλα τὰ βουνὰ
μὲ τὸ σουραύλι καὶ τὸ ζουρνᾶ,
πάνω στὴν πέτρα τὴν ἁγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεῖς ἀντρειωμένοι.

Ὁ Νικηφόρος κι ὁ Διγενὴς
κι ὁ γιὸς τῆς Ἄννας τῆς Κομνηνῆς.
Δική τους εἶναι μία φλούδα γῆς
καὶ Σὺ Χριστέ μου τοὺς εὐλογεῖς.

Γιὰ νὰ γλιτώσουν αὐτὴ τὴ φλούδα,
ἀπ᾿ τὸ τσακάλι καὶ τὴν ἀρκούδα.
Ἀπὸ τὴν Ἤπειρο στὸ Μοριᾶ
κι ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι στὴ λευτεριά,

τὸ πανηγύρι κρατάει χρόνια
στὰ μαρμαρένια τοῦ χάρου ἁλώνια.
Κριτὴς κι ἀφέντης εἶν᾿ ὁ Θεός,
καὶ δραγουμάνος του ὁ λαός.


Πάσχα

Τὰ Χριστιανόπουλα

Τὰ Χριστιανόπουλα θὰ πᾶμε μὲ φτερὰ
νὰ ποῦμε μήνυμα ποὺ φέρνει τὴ χαρά.
Μᾶς περιμένει μὲ λαχτάρα ὅλη ἡ γῆ
κι ἐμεῖς κινήσαμε νωρὶς μὲ τὴν αὐγή.

Τίποτα στὸν κόσμο δὲν μᾶς σκιάζει
οὔτ᾿ ἡ μπόρα, οὔτε τὸ χαλάζι.
Ἔχουμε μαζί μας ὅλοι τὸ Χριστό,
σύντροφο χαρᾶς, πατέρα κι ἀδελφό.

Ἐμπρὸς μὲ μία ψυχή,
μᾶς περιμένει ἡ γῆ.


Λήξη μαθημάτων

Ἡ Φρεγάτα
(...)

Ἤτανε μιὰ φρεγάτα παιδιά, ἤτανε μιὰ φρεγάτα
Γλάρο τὴ λέγανε, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
Γλάρο τὴ λέγανε, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Στο πρῶτο της ταξίδι παιδιά, στο πρῶτο της ταξίδι
ὅλα πῆγαν καλά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
ὅλα πῆγαν καλά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Στο δεύτερο ταξίδι παιδιά, στο δεύτερο ταξίδι
κόπηκαν τὰ σχοινιά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
κόπηκαν τὰ σχοινιά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Στο τρίτο της ταξίδι παιδιά, στο τρίτο της ταξίδι
σχίστηκαν τὰ πανιά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
σχίστηκαν τὰ πανιά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Στο τέταρτο ταξίδι παιδιά, στο τέταρτο ταξίδι
ἐμπήκανε νερά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
ἐμπήκανε νερά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Τὸ πλήρωμά της ὅλο παιδιά, τὸ πλήρωμά της ὅλο
πνίγηκε στα ῥηχά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
πνίγηκε στα ῥηχά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Ἐσώθηκε ἕνας μόνο παιδιά, ἐσώθηκε ἕνας μόνο
χωρὶς να κολυμπᾶ, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
χωρὶς να κολυμπᾶ, κάνε μιὰ ψαλιδιά.

Πηδώντας βράχο-βράχο παιδιά, πηδώντας βράχο-βράχο
ἔφτασε στὴ στεριά, κάνε μιὰ καντηλίτσα,
ἔφτασε στὴ στεριά, κάνε μιὰ ψαλιδιά.


Ἀκριτικά

Ὁ θάνατος τοῦ Διγενῆ

Α´

Ὁ Διγενῆς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τόνε τρομάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σείετ᾿ ὁ ἀπάνω κόσμος,
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ, πῶς θὰ τόνε σκεπάσει,
πῶς θὰ σκεπάσει τὸν ἀϊτό, τσῆ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.

Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπήλιο δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαράκι᾿ ἀμαδολόγανε καὶ ριζιμιὰ ξεκούνειε.
Στὸ βίτσιμα ῾πιανε πουλιά, στὸ πέταμα γεράκια,
στὸ γλάκιο καὶ στὸ πήδημα τὰ ῾λάφια καὶ τ᾿ ἀγρίμια.

Ζηλεύει ὁ Χάρος, μὲ χωσιὰ μακρὰ τόνε βιγλίζει,
κι ἐλάβωσέ του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή του πῆρε.

Β´

Τρίτη ἐγενήθη ὁ Διγενὴς καὶ Τρίτη θὰ πεθάνει.
Πιάνει καλεῖ τοὺς φίλους του κι ὅλους τοὺς ἀντρειωμένους,
νἄρθει ὁ Μηνᾶς κι ὁ Μαυραϊλής, νἄρθει κι ὁ γιὸς τοῦ Δράκου,
νἄρθει κι ὁ Τρεμαντάχειλος, ποὺ τρέμει ἡ γῆ κι ὁ κόσμος.

Κι ἐπῆγαν καὶ τὸν ηὕρανε στὸν κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τὰ βουνά, βογγάει, τρέμουν οἱ κάμποι.
- Σὰν τί νὰ σ᾿ ηὖρε, Διγενῆ, καὶ θέλεις νὰ πεθάνεις;
- Φίλοι, καλῶς ὁρίσατε, φίλοι κι ἀγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κι ἐγὼ σᾶς ἀφηγιέμαι.

Τῆς Ἀραβίας τὰ βουνά, τῆς Σύρας τὰ λαγκάδια,
ποῦ κεῖ συνδυὸ δὲν περπατοῦν, συντρεῖς δὲν κουβεντιάζουν,
παρὰ πενήντα κι ἑκατό, καὶ πάλε φόβον ἔχουν,
κι ἐγὼ μονάχος πέρασα πεζὸς κι ἀρματωμένος,
μὲ τετραπίθαμο σπαθί, μὲ τρεῖς ὀργιὲς κοντάρι.

Βουνὰ καὶ κάμπους ἔδειρα, βουνὰ καὶ καταράχια,
νυχτιὲς χωρὶς ἀστροφεγγιά, νυχτιὲς χωρὶς φεγγάρι.
Καὶ τόσα χρόνια ποὔζησα δῶ στὸν ἀπάνου κόσμο,
κανένα δὲ φοβήθηκα ἀπὸ τοὺς ἀντρειωμένους.

Τώρα εἶδα ἕναν ξυπόλυτο καὶ λαμπροφορεμένο,
πὄχει τοῦ ῥίσου τὰ πλουμιά, τῆς ἀστραπῆς τὰ μάτια,
μὲ κράζει νὰ παλέψουμε σὲ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅποιος νικήσει ἀπὸ τοὺς δυὸ νὰ παίρνει τὴν ψυχή του.

Κι ἐπῆγαν κι ἐπαλέψανε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Διγενής, τὸ αἷμα αὐλάκι κάνει,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Χάροντας, τὸ αἷμα τράφο κάνει.

Παραλογές

Τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ

Μάννα μὲ τοὺς ἐννιά σου γιοὺς καὶ μὲ τὴ μιά σου κόρη,
τὴν κόρη τὴ μονάκριβη, τὴν πολυαγαπημένη.
Τὴν εἶχες δώδεκα χρονῶ καὶ ἥλιος δὲν σοῦ τὴν εἶδε.
Στὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουζε, στ᾿ ἄφεγγα τὴ χτενίζει,
στ᾿ ἄστρι καὶ τὸν αὐγερινὸ ἔπλεκε τὰ μαλλιά της.

Προξενητάδες ἤρθανε ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα,
νὰ πάρουνε τὴν Ἀρετὴ πολὺ μακριὰ στὰ ξένα.
Οἱ ὀκτὼ ἀδερφοὶ δὲ θέλουνε κι ὁ Κωνσταντῖνος θέλει.
«Μάννα μου, κι ἂς τὴ δώσουμε τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα.
Στὰ ξὲνα ἐκεῖ ποὺ περπατῶ, στὰ ξένα ποὺ πηγαίνω,
ἂν πᾶμ᾿ ἐμεῖς στὴν ξενιτιά, ξένοι νὰ μὴν περνοῦμε».

«Φρόνιμος εἶσαι, Κωνσταντή, μ᾿ ἄσκημα ἀπηλογήθης.
Κι ἂ μὄρτει, γιέ μου, θάνατος, κι ἂ μὄρτει γιέ μου ἀρρώστια,
ἂν τύχει πίκρα γἢ χαρά, ποιὸς πάει νὰ μοῦ τὴ φέρει;»
«Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχει κι ἔρτει θάνατος, ἂν τύχει κι ἔρτει ἀρρώστια,
ἂν τύχει πίκρα γἢ χαρά, ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ φέρω».

Καὶ σὰν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα,
κι ἐμπῆκε χρόνος δίσεκτος καὶ μῆνες ὀργισμένοι
κι ἔπεσε τὸ θανατικό, κι οἱ ἐννιὰ ἀδελφοὶ πεθάναν,
βρέθηκε ἡ μάννα μοναχὴ σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο.

Σ᾿ ὅλα τὰ μνήματα ἔκλαιγε, σ᾿ ὅλα μοιρολογιόταν,
στοῦ Κωνσταντίνου τὸ μνημιὸ ἀνέσπα τὰ μαλλιά της.
«Ἀνάθεμά σε, Κωνσταντῆ καὶ μυριανάθεμά σε,
ὁποὺ μοῦ τὴν ἐξόριζες τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα!
Τὸ τάξιμο ποὺ μοὔταξες πότε θὰ μοῦ τὸ κάμεις;
Τὸν οὐρανό ῾βαλες κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους
ἂν τύχει πίκρα γἢ χαρά, νὰ πᾶς νὰ μοῦ τὴ φέρεις».

Ἀπὸ τὸ μυριανάθεμα καὶ τὴν βαριὰ κατάρα,
ἡ γῆς ἀναταράχτηκε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ἐβγῆκε.
Κάνει τὸ σύγνεφο ἄλογο καὶ τ᾿ ἄστρο χαλινάρι,
καὶ τὸ φεγγάρι συντροφιὰ καὶ πάει νὰ τῆς τὴ φέρει.

Παίρνει τὰ ὄρη πίσω του καὶ τὰ βουνὰ μπροστά του.
Βρίσκει την κι ἐχτενίζουνταν ὄξου στὸ φεγγαράκι.
Ἀπὸ μακριὰ τὴ χαιρετᾶ κι ἀπὸ κοντὰ τῆς λέγει:
«Ἄιντε ἀδερφή, νὰ φύγουμε, στὴ μάννα μας νὰ πᾶμε».
«Ἀλίμονο, ἀδερφάκι, καὶ τί ῾ναι τούτη ἡ ὥρα;
Ἀνίσως κι εἶναι γιὰ χαρά, νὰ στολιστῶ καὶ νἄρθω,
κι ἂν εἶναι πίκρα, πές μου το, νὰ βάλω μαῦρα νἄρθω».
«Ἔλα, Ἀρετή, στὸ σπίτι μας, κι ἂς εἶσαι ὅπως κι ἂν εἶσαι».
Κοντολυγίζει τ᾿ ἄλογο καὶ πίσω τὴν καθίζει.

Στὴ στράτα ποὺ διαβαίνανε, πουλάκια κιλαηδοῦσαν,
δὲν κιλαηδοῦσαν σὰν πουλιά, μήτε σὰ χελιδόνια,
μόν᾿ κιλαηδοῦσαν κι ἔλεγαν ἀνθρώπινη ὀμιλία:
«Ποιὸς εἶδε κόρην ὄμορφη νὰ σέρνει ὁ πεθαμένος!»
«Ἄκουσες, Κωνσταντῖνε μου τὶ λένε τὰ πουλάκια;»
«Πουλάκια εἶναι κι ἂς κιλαηδοῦν, πουλάκια εἶναι κι ἂς λένε».

Καὶ παρεκεῖ ποὺ πάγαιναν κι ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε:
«Δὲν εἶναι κρίμα κι ἄδικο, παράξενο μεγάλο,
νὰ περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀποθαμένους!»
«Ἄκουσες, Κωνσταντῖνε μου τὶ λένε τὰ πουλάκια;
Πὼς περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀποθαμένους».
«Ἀπρίλης εἶναι καὶ λαλοῦν καὶ Μάης καὶ φωλεύουν».

«Φοβοῦμαι σ᾿ ἀδερφάκι μου καὶ λιβανιὲς μυρίζεις».
«Ἐχτὲς βραδὺς ἐπήγαμε πέρα στὸν Ἅη-Γιάννη
κι ἐθύμιασέ μας ὁ παπὰς μὲ περισσὸ λιβάνι».
Καὶ παρεμπρὸς ποὺ πήγανε, κι ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε:
Γιὰ ἰδὲς θάμα κι ἀντίθαμα ποὺ γίνεται στὸν κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερὴ νὰ σέρνει ὁ πεθαμένος!»
Τ᾿ ἄκουσε πάλι ἡ Ἀρετὴ καὶ ράγισε ἡ καρδιά της.
«Ἄκουσες, Κωνσταντάκη μου, τὶ λένε τὰ πουλάκια;»
«Ἄφησ᾿ Ἀρέτω τὰ πουλιὰ κι ὅ,τι κι ἂ᾿ θέλ᾿ ἂς λέγουν».
«Πές μου, ποῦ εἶναι τὰ κάλλη σου καὶ ποῦ εἶναι ἡ λεβεντιά σου,
καὶ τὰ ξανθά σου τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ὄμορφο μουστάκι;»
«Ἔχω καιρὸ π᾿ ἀρρώστησα καὶ πέσαν τὰ μαλλιά μου».

Αὐτοῦ σιμὰ αὐτοῦ κοντά, στὴν ἐκκλησιὰ προφτάνουν.
Βαριὰ χτυπᾶ τ᾿ ἀλόγου του κι ἀπ᾿ ἐμπροστά της χάθη.
Κι ἀκούει τὴν πλάκα καὶ βροντᾶ, τὸ χῶμα καὶ βοΐζει.
Κινάει καὶ πάει ἡ Ἀρετὴ στὸ σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τοὺς κήπους της γυμνούς, τὰ δένδρα μαραμένα
βλέπει τὸ μπάλσαμο ξερό, τὸ καρυοφύλλι μαῦρο,
βλέπει μπροστὰ στὴν πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα,
καὶ τὰ σπιτοπαράθυρα σφιχτὰ μανταλωμένα.
Χτυπᾶ τὴν πόρτα δυνατά, τὰ παραθύρια τρίζουν.
«Ἂν εἶσαι φίλος, διάβαινε, κι ἂν εἶσαι ἐχτρός μου, φύγε
κι ἂν εἶσαι ὁ πικροχάροντας ἄλλα παιδιὰ δὲν ἔχω,
κι ἡ δόλια ἡ Ἀρετούλα μου λείπει μακριὰ στὰ ξένα».

«Σήκω, μαννούλα μου, ἄνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάννα».
«Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μοῦ χτυπάει καὶ μὲ φωνάζει μάννα;»
«Ἄνοιξε, μάννα μου, ἄνοιξε, κι ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀρετή σου».

Κατέβηκε ἀγκαλιάστηκαν κι ἀπέθαναν κι οἱ δύο.

Τοῦ γιοφυριοῦ τῆς Ἄρτας

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἑξήντα μαθητάδες
γιοφύριν ἐθεμέλιωναν στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι.
Ὁλημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν.
Μοιρολογοῦν οἱ μάστοροι καὶ κλαῖν᾿ οἱ μαθητάδες:
«Ἀλίμονο στοὺς κόπους μας, κρίμα στὶς δούλεψές μας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζουμε, τὸ βράδυ νὰ γκρεμιέται».

Πουλάκι ἐδιάβη κι ἔκατσεν ἀντίκρυ στὸ ποτάμι,
δὲν ἐκελάηδε σὰν πουλί, μηδὲ σὰ χέλιδόνι,
παρὰ ἐκελάηδε κι ἔλεγε ἀνθρώπινη λαλίτσα:
«Ἄ, δὲ στοιχειῶστε ἄνθρωπο, γιοφύρι δὲ στεριώνει.
Καὶ μὴ στοιχειῶσετε ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη
παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὄμορφη γυναίκα,
πὄρχεται ἀργὰ τ᾿ ἀποταχὺ καὶ πάρωρα τὸ γιόμα».

Τ᾿ ἄκουσ᾿ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μὲ τὸ πουλὶ τ᾿ ἀηδόνι,
ἀργὰ ντυθεῖ, ἀργὰ ἀλλαχτεῖ, ἀργὰ νὰ πάει τὸ γιόμα,
ἀργὰ νὰ πάει καὶ νὰ διαβεῖ τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Καὶ τὸ πουλὶ παράκουσε, κι ἀλλιῶς ἐπῆγε κι εἶπε:
«Γοργὰ ντύσου, γοργὰ ἄλλαξε, γοργὰ νὰ πᾶς τὸ γιόμα,
γοργὰ νὰ πᾶς καὶ νὰ διαβεῖς τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι».

Νά τηνε κι ἐξανάφανε ἀπὸ τὴν ἄσπρη στράτα.
Τὴν εἶδ᾿ ὁ πρωτομάστορας, ραγίζεται ἡ καρδιά του.
Ἀπὸ μακριὰ τοὺς χαιρετᾶ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι κι ἐσεῖς οἱ μαθητάδες,
μὰ τὶ ἔχει ὁ πρωτομάστορας κι εἶναι βαργωμισμένος;»
«Τὸ δακτυλίδι τὄπεσε στὴν πρώτη τὴν καμάρα,
καὶ ποιὸς νὰ μπεῖ καὶ ποιὸς νὰ βγεῖ τὸ δακτυλίδι νἄβρει;»
«Μάστορα, μὴν πικραίνεσαι, κι ἐγὼ νὰ πά᾿ στὸ φέρω,
ἐγὼ νὰ μπῶ κι ἐγὼ νὰ βγῶ, τὸ δακτυλίδι νἅβρω».

Μηδὲ καλὰ κατέβηκε, μηδὲ στὴ μέση ἐπῆγε:
«Τράβα, καλέ μ᾿, τὸν ἅλυσο, τράβα τὴν ἁλυσίδα,
τὶ ὅλον τὸν κόσμο ἀνάγειρα καὶ τίποτες δὲν ἦβρα».
Ἕνας πιχάει μὲ τὸ μυστρὶ κι ἄλλος μὲ τὸν ἀσβέστη,
παίρνει κι ὁ πρωτομάστορας καὶ ρίχνει μέγα λίθο.

«Ἀλίμονο στὴ μοίρα μας, κρίμα στὸ ριζικό μας!
Τρεῖς ἀδερφάδες ἤμαστε, κι οἱ τρεῖς κακογραμμένες.
Ἡ μιά ῾χτισε τὸ Δούναβη, κι ἡ ἄλλη τὸν Ἀφράτη,
κι ἐγὼ ἡ πλιὸ στερνότερη τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Ὡς τρέμει τὸ καρυόφυλλο, νὰ τρέμει τὸ γιοφύρι,
κι ὡς πέφτουν τὰ δενδρόφυλλα, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες».

«Κόρη, τὸ λόγον ἄλλαξε κι ἄλλη κατάρα δῶσε,
πὤχεις μονάκριβο ἀδερφό, μὴ λάχει καὶ περάσει».
Κι αὐτὴ τὸ λόγον ἄλλαξε, κι ἄλλη κατάρα δίνει:
«Ἂν τρέμουν τ᾿ ἄγρια βουνά, νὰ τρέμει τὸ γιοφύρι,
κι ἂν πέφτουν τ᾿ ἄγρια πουλιά, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες,
τὶ ἔχω ἀδερφὸ στὴν ξενητιά, μὴ λάχει καὶ περάσει».


Τῆς ξενιτειᾶς

Ἡ κατάρα

Οὖλοι τὸν ἥλιο τὸν τηρᾶν ποὺ πάει νὰ βασιλέψει
κι ἡ κόρη ποὖχε τὸν καημό, τὴ θάλασσα ἀγναντεύει.
Βλέπει καράβια κι ἔρχονται, βαρκοῦλες κι ἀρμενίζουν
μάννα, καράβια τέσσερα, μάννα βαρκοῦλες πέντε!
Σύρε μάννα καὶ ρώτα τα, σύρε μάννα καὶ πές τους,
μὴν εἶδαν τὸν ἀσίκη μου, τὸν ἀγαπητικό μου...
Σὲ τὶ τραπέζι τρώει ψωμὶ καὶ τὸ δικό μου εἶν᾿ ἄδειο;
Σὰν τὶ χεράκια τὸν κερνᾶν καὶ τὰ δικά μου τρέμουν;
Σὰν τὶ ματάκια τὸν τηρᾶν καὶ τὰ δικά μου κλαῖνε;
Κάνω νὰ τὸν καταραστῶ καὶ πάλι μετανοιώνω.
Ἀπὸ ψηλὰ νὰ γκρεμιστεῖ καὶ χαμηλὰ νὰ πέσει.
σὰν τὸ γυαλὶ νὰ ραϊστεῖ, σὰν τὸ γυαλὶ νὰ λυώσει.
Κι ἐγὼ διαβάτης νὰ γενῶ, ν᾿ ἀλλάζω τὶς πληγές του.

Χωρισμός

Τώρα εἶναι Μάης κι ἄνοιξη, τώρα εἶναι καλοκαίρι
τώρα φουντώνουν τὰ κλαδιὰ κι ἀνθίζουν τὰ λουλούδια.
Τώρα κι ὁ ξένος βούλεται στὸν τόπο του νὰ πάγει.
Νύχτα σελώνει τ᾿ ἄλογο, νύχτα τὸ καλιγώνει,
φκιάνει ἀσημένια πέταλα, καρφιὰ μαλαματένια,
βάνει τὰ φτερνιστήρια του, ζώνει καὶ τὸ σπαθί του.
Κι ἡ κόρη, ὁποὺ τὸν ἀγαπάει, κρατεῖ κερὶ καὶ φέγγει
μὲ τό ῾να χέρι τὸ κερί, μὲ τ᾿ ἄλλο τὸ ποτήρι.
Κι ὅσα ποτήρια τὸν κερνάει, τόσες βολὲς τὸν λέγει:

-Πάρε μ᾿ ἀφέντη, πάρε με, πάρε κι ἐμὲ κοντά σου,
νὰ μαγειρεύω νὰ δειπνᾶς, νὰ στρώνω νὰ κοιμᾶσαι,
νὰ γένω γῆς νὰ μὲ πατᾶς, γιοφύρι νὰ διαβαίνεις,
νὰ γένω κι ἀσημόκουπα νὰ πίνεις τὸ κρασί σου
ἐσὺ νὰ πίνεις τὸ κρασὶ κι ἐγὼ νὰ λάμπω μέσα.
-Κεῖ ποὺ πηγαίνω, λυγερή, γυναῖκες δὲ διαβαίνουν
ἐκεῖ εἶναι λύκοι στὰ βουνὰ καὶ κλέφτες στὰ δερβένια
καὶ σένα παίρνουν, κόρη μου, καὶ μένα μὲ σκλαβώνουν.

Ὁ ζωντανὸς ὁ χωρισμός

Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμέν᾿ ἀχείλι
ἄνοιξε, πές μας τίποτες καὶ παρηγόρησε μας.
Παρηγοριὰ χ᾿ ὁ θάνατος καὶ λησμοσύν᾿ ὁ Χάρος,
ὁ ζωντανὸς ὁ χωρισμὸς παρηγοριὰ δὲν ἔχει.
Χωρίζ᾿ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα,
χωρίζουνται τ᾿ ἀντρόγυνα τὰ πολυαγαπημένα
τώρα ὄντας χωρίζουνται, τὰ δέντρα ξεριζώνουν
καὶ πάλ᾿ ὅταν ῾νταμώνουνται τὰ δέντρα φύλλα βγάζουν.

Βαρύτερη ἡ ξενιτιά

Ὅλα τὰ δέντρα τὸ πρωὶ δροσιὰ εἶναι γεμισμένα
καὶ μένα τὰ ματάκια μου δάκρυα εἶναι γεμισμένα
ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς ξενιτιᾶς κι ἀπ᾿ τὴν πικρὴ ὀρφάνια.
Ἡ ξενιτιά, ἡ φυλακή, ἡ φτώχεια, ἡ ὀρφάνια
τὰ τέσσερα ζυγιάστηκαν σ᾿ ἕνα βαρὺ κοντάρι
καὶ πιὸ βαριὰ ἡ ξενιτιὰ μὲ τὰ πολλὰ φαρμάκια.

Μάννα, πολλὰ μαλώνεις με

Μάννα πολλὰ μαλώνεις με κι ἐγὼ μισέψει θέλω,
νὰ φύγω, νὰ ξενιτευτῶ, στὰ ξένα νὰ γυρίζω
νὰ κάμεις χρόνους νὰ μὲ ἰδεῖς, χρόνους νὰ μὲ ἀνταμώσεις,
νὰ ῾ρθοῦνε μάννα μ᾿, οἱ γιορτές, οἱ μεγαλοβδομάδες,
νὰ πᾶς μάννα, στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάμεις τὸ σταυρό σου
καὶ νὰ στραφεῖς στὴ μιὰ μεριὰ καὶ νὰ στραφεῖς στὴν ἄλλη,
νὰ ἰδεῖς μαννάδες μὲ παιδιά, γυναῖκες μὲ τοὺς ἄντρες
καὶ τοτεσὰς νὰ θυμηθεῖς πὼς ἔχεις γιὸ στὰ ξένα
νὰ θολαθοῦν τὰ μάθια σου τὴ θάλασσα νὰ βλέπεις.

Ἀποχαιρετισμός

Σ᾿ ἀφήνω γειὰ μανούλα μου,
σ᾿ ἀφήνω γειὰ πατέρα,
ἔχετε γειά, ἀδερφάκια μου
καὶ σεῖς ξαδερφοποῦλες.

θὰ φύγω, θὰ ξενιτευθῶ,
θὰ πάω μακριὰ στὰ ξένα
θὰ φύγω, μάνα, καὶ θὰ ῾ρθῶ
καὶ μὴν πολυλυπιέσαι.

Ἀπὸ τὰ ξένα ὅπου βρεθῶ
μηνύματα σοῦ στέλνω
μὲ τὴ δροσιὰ τῆς ἄνοιξης,
τὴν πάχνη τοῦ χειμῶνα
καὶ μὲ τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ,
τὰ ρόδα τοῦ Μαΐου.

- Θὲ νὰ σοῦ στέλνω μάλαμα,
θὲ νὰ σοῦ στέλνω ἀσῆμι,
θὲ νὰ σοῦ στέλνω πράματα
π᾿ οὐδὲ τὰ συλλογιέσαι.

- Παιδί μου πήγαινε στὸ καλὸ
κι ὅλοι οἱ ἅγιοι κοντά σου
καὶ τῆς μανούλας σου ἡ εὐχὴ
νἆναι γιὰ φυλαχτό σου,
νὰ μὴ σὲ πιάνῃ βάσκαμα
καὶ τὸ κακὸ τὸ μάτι.

Θυμήσου με, παιδάκι μου
κι ἐμὲ καὶ τὰ παιδιά μου,
μὴ σὲ πλανέσει ἡ ξενιτιὰ
καὶ μᾶς ἀλησμονήσεις.

- Κάλλιο, μανούλα μου γλυκειά,
κάλλιο νὰ σκάσω πρῶτα,
παρὰ νὰ μὴ σᾶς θυμηθῶ
στὰ ἔρημα τὰ ξένα.


ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΟ

Δὲν τό ῾λπιζα παιδάκι μου, πῶς ἤθελες πεθάνει
νὰ βάλω στὸ μαντήλι σου τρία καλὰ τοῦ κόσμου
τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἄνεμο καὶ τὸ λαμπρὸ φεγγάρι.

Ἥλιο νὰ δώσεις στοὺς γεωργούς, τὸν ἄνεμο στοὺς ναῦτες,
καὶ τὸ φεγγάρι τὸ λαμπρό, νὰ δώσεις στοὺς τσοπάνους
νὰ σαλαγοῦν τὰ πρόβατα νὰ ψιλοτραγουδᾶνε.

Ξύπνα, ποὺ δὲν ἐχόρτασες τοῦ ὕπνου τὴ γλυκάδα,
κι αὐτὸς ὁ ὕπνος εἶν᾿ βαρύς, σοῦ φέρνει ἀσχημάδα
καὶ σοῦ χαλάει τὰ νιάτα σου, χαλάει τὴν ὀμορφιά σου.

Τὰ νιάτα χῶμα γίνονται κι ἡ ὀμορφιὰ χορτάρι.


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ μικρά,
Μεγάλο σὰν ψηλὸ βουνό,
ἔλα, πάρε καὶ τοῦτο,
ἴσιο σὰν κυπαρίσσι
μικρὸ-μικρὸ σοῦ τὄδωκα
κι οἱ κλῶνοι του ν᾿ ἀπλώνωνται
μεγάλο φέρε μοῦ το
σ᾿ Ἀνατολη καὶ Δύση.


Επιστροφή