Το Σαρανταμαντίνιαδο και τα Εκατόλογα της αγάπης

Επιμέλεια: Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης
Προέλευση: http://www.cretan-music.gr

Τα Εκατόλογα της αγάπης και το Σαρανταμαντίνιαδο είναι δυο σειρές ερωτικών μαντινάδων που σώζονται σε διάφορες παραλλαγές, στην ανατολική Κρήτη (όπου η λέξη είναι μαντινιάδα και όχι μαντινάδα). Μερικές παραλλαγές βρίσκουμε καταγεγραμμένες στην κλασική συλλογή μαντινάδων της Μαρίας Λιουδάκη (Μαντινάδες Κρήτης, β΄ έκδοση, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1971). Αποσπάσματα παραλλαγής των Εκατόλογων περιλαμβάνονται, τραγουδισμένα σε επιλεγμένες κοντυλιές της ανατολικής Κρήτης, στον ψηφιακό δίσκο του Δημήτρη Σγουρού από την Κριτσά Μεραμπέλλου Τα Σα εκ των Σων.
Πολλές από τις μαντινιάδες που περιλαμβάνονται σε διαφορετικές παραλλαγές είναι παρόμοιες ή και κοινές. Σύμφωνα με τη Μαρία Λιουδάκη «στον τραγουδιστή λένε τους αριθμούς από το ένα ώς το σαράντα ή και ώς το εκατό κι αυτός απαντά κάθε φορά με μια μαντινάδα που έχει μέσα τον αριθμό που του λένε».


1. Τα Εκατόλογα

Α΄ παραλλαγή, από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου
[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 324-326]

-Ένα

Ένας Θεός μας ήκαμε κι εσέ κι εμέ, Πατρώνα,
για να γλυκοφιλιούμαστε στ’ αχείλι και στο στόμα.

 -Δυο

Δυο μάθια-ν-έχεις, λυγερή, και δυο καρδιές μαραίνεις
και μια ψυχή που τυραννάς άραγε είντα δα γένει;

-Τρία

Τρείς χάρες σού ’δωκε ο Θεός σαν την Αγιά Τριάδα,
τη χάρη και την ομορφιά και την καλογνωμάδα.

-Τέσσερα

Τέσσαροκάντουνος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου
κι όλοι φιλούνε το σταυρό κι εγώ το μάγουλό σου.

-Πέντε

Πέντε λεμόνια στον παρά, εδά τα ’κάμαν τρία,
εδά σ’ αγάπησα κι εγώ, πουλί μου, στην ακρίβεια!

-Έξε

Έξε στα κάλλη σού ’στεκα κι έξε στην ομορφιά σου
κι α δε σου πάρω το φιλί δε φεύγω από κοντά σου.

-Εφτά

Εφτά κυπαρισσόμηλα, στολίδι των αγγέλω,
το νου μου και το λογισμό απού μου ’πήρες θέλω.

-Οχτώ

Οχτρός ’μπήκε στη μέση μας να μάσε ξεχωρίσει,
μα μεις δεν ξεχωρίζομε, λιγνό μου κυπαρίσσι.

-Εννιά

Εννιά μαχαίρια με βαρούν κι ένα χατζάρι δέκα,
κι α δε σε πάρω, μάθια μου, δεν παίρνω άλλη γυναίκα.

-Δέκα

Δεκάριζε τα λόγια σου, λέγε τα δέκα δέκα,
ίσως τα σώσεις εκατό και πάρεις μια γυναίκα.

-Έντεκα

Έντεκα οχτροί μου τό ’πανε, πουλί μου, για τα σένα
και τώρ’ αγάπησα αλλού κι ερνήθηκά σε σένα.

-Δώδεκα

Δώδεκα μήνες σ’ αγαπώ, γίνεται ένας χρόνος,
μια-ν-ώρα δεν επέρασε να μη με πιάσει πόνος.

-Δεκατρία

Η νύχτα ’ν’ ώρες δεκατρείς, μόνο τσι τρεις κοιμούμαι
και τσ’ άλλες είμαι ξυπνητός κι εσένα συλλογούμαι.

-Δεκατέσσερα

Αηδόνια δεκατέσσερα ήπεψα ήπεψα στην αυλή σου
να κηλαηδούν να σε ξυπνούν να σκάσουν οι γι-οχτροί σου.

-Δεκαπέντε

Δεκαπεντάρι φράγκικο σού ’πεψα για σημάδι
κι ένα βενέτικο, άλλος να μη σε πάρει.

-Δεκαέξε

Εφτά και πέντε δώδεκα και τέσσερα δεκαέξε,
δεκάξε μήνες σ’ αγαπώ, δεν το κατέχεις τάξε;

-Δεκαεφτά

Δεκαεφτά μερόνυχτα γυρίζω ’γώ για σένα,
μα συ δεν είσαι μπιστικιά να μ’ αγαπάς εμένα.

-Δεκαοχτώ

Τη δεκοχτούραν αγαπώ, πού ’ναι σαν περιστέρι,
που μοιάζει τση πολυαγαπώς, να τήνε κάμω ταίρι.

-Δεκαεννιά

Δεκαεννιά μερόνυχτα γυρίζω νά ’βρω κλήμα
να μάσε στεφανώσουνε, να βγούμ’ απού το κρίμα
[=εννοεί την αμαρτία του αστεφάνωτου ζευγαριού].

-Είκοσι

Τα είκοσι δαχτύλια μου, χεριώ μου, ποδαριώ μου,
όλα μου μιρμιδίζουνε οντό σε βλέπ’ ομπρός μου.

-Τριάντα

Τριανταφυλλιά ’χω στην καρδιά κι αθεί και λουλουδίζει,
αλλού μοιράζει τ’ άνθη τζης και μένα περιορίζει.

-Σαράντα

Σαρανταβέργινο κλουβί σου ’κάμαν οι γονοί σου
και μέσα σ’ εκλειδώσανε, να σκάσουν οι γι-οχτροί σου.

-Πενήντα

Πενήντα μήλα σού ’πεψα, μικρή μου, στο μεντήλι
κι αν έχεις και συντρόφισσα, φάε τα μετά κείνη [=μαζί της].

-Εξήντα

Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γίνουνται πέντε χρόνοι,
και λεμονιά να ’φύτευγα θα νά ’τρωγα λεμόνι.

-Εβδομήντα

Τα εβδομήντα κάτεργα από την Αγγλιτέρα
την ομορφιά σου εκούσανε και προξενιά σου ’φέρα.

-Οδγοήντα

Ογδόντα οργιές βαθιά ’σκαψα τη γη με τη βελόνα
να βγάλω την αγάπη σου τη μαρμαροκολώνα.

-Ενενήντα

Οι γ-ενενήντα πατασμοί [=πειρασμοί, διάβολοι] σταθήκανε μπροστά μου
και δε μ’ αφήνου να διαβώ να πάω στη δουλειά μου!

-Εκατό

Κάτω στα Γεροσόλυμα, στο Μέγα Μοναστήρι,
’κατό φορές το ’φίλησα το δροσερό σ’ αχείλι.


Β΄ παραλλαγή (ώς το δεκαέξε), από το δίσκο του Δ. Σγουρού

[Την παραλλαγή αυτή κατέγραψε ο Δ. Σγουρός από τον Γεώργιο Γεροντή («Περιπτερά»), που την είχε μάθει το 1927, ως φαντάρος, από έναν Στειακό που λεγόταν Παντελής Κοξαράκης. Στο δίσκο τραγουδιέται σε σειρά από στειακές κοντυλιές, καταγεγραμμένες στο ένθετο σε βυζαντινή παρασημαντική (=«βυζαντινές νότες»).]

-Ένα

Μα ένας είναι ο Θεός κι ο ποιητής του κόσμου
που σού ’δωκε ντην ομορφιά, ματάκια μου και φως μου.

-Δυο

Δυο θαύματα στον ουρανό, ήλιος και το φεγγάρι,
να σε χαρεί η μανούλα σου κι ο νιος που δα σε πάρει!

-Τρία

Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδα,
τη γνώση και την ομορφιά και την καλογνωμάδα.

-Τέσσερα

Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου
Κι όποιος το δει σκλαβώνεται για χάρη εδική σου.

-Πέντε

Πέντέ ’ναι τα δαχτύλια σου, μάλαμα και ζαφείρι,
πρόβαλε, φως μου, να σε δω απού το παραθύρι.

-Έξε

Έξέ ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που φέγγουνε το βράδυ,
ποιός είδε κόρην όμορφη και να τση βρει ψεγάδι;

-Εφτά

Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, για το Θεό ντον Ένα!,
και δέκα μήνες σ’ αγαπώ και χάνομαι για σένα.

-Οχτώ

Οχτώ κλαδιά του χταποδιού που πάν’ ομπρός κι οπίσω,
τη νιότη μου στα χέρια σου δα τήνε καταλύσω.

-Εννιά

Εννιά είναι τα θαύματα που βοηθούν εσένα
κι από τα τόσα μαϊκά δε σ’ έπιασε κιανένα.

-Δέκα

Δέκα είναι οι γ-εντολές που γράφει ο Θιος στην πλάκα
και δέκα μήνες σ’ αγαπώ, ξαθιά και μαυρομάτα.

-Έντεκα

Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι
μα δε σου βρίσκω, αγάπη μου, κιανένα-ν-ασκημάδι.

-Δώδεκα

Δώδεκα φίλους ήκαμα, όσ’ είν’ κι οι γι-Αποστόλοι,
να βλέπουν το κορμάκι σου καθημερνή και σκόλη.

-Δεκατρία

Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη
κι επήρες μού τονε το νου, βιόλα ξεφουντωμένη!

-Δεκατέσσερα

Μα δεκατέσσερις φωθιές να κάψουν την καρδιά μου
άνε ντο πω να σ’ αρνηθώ, κερά μου, κοπελιά μου!

-Δεκαπέντε

Μα δεκαπέντε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τα κάλλη και την ομορφιά οπίσω δα τ’ αφήσουν.

-Δεκαέξε

Στα δεκαέξ’ εστάθηκα, το νου να ξεκουράσω,
ε, κοπελιά μελαχροινή, και πώς δα σ’ απολαύσω!


2. Το Σαρανταμαντίνιαδο


Α΄ παραλλαγή, από το Μπαμπαλί Ηρακλείου
[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 318-321]

-Ένα

Ένα δ’ αρχίξω να σου πω με το δικό μου στόμα,
τα δυο βυζά του κόρφου σου, δό’ μου και μένα τό ’να.

-Δυο

Δυο μάθια-ν-έχεις, κοπελιά, και δυο βυζά στον κόρφο,
καλύτερα μυρίζουνε κι απ’ τον ακράτο μόσκο.

-Τρία

Τρία ’ν’ τα φύλλα τση καρδιάς που μού ’χεις μαραμένα
και τ’ άλλα δυο μου τά ’φηκες και κείνα κεντημένα [=φλεγόμενα].

-Τέσσερα

Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου
και καίγομαι στσι πόνους σου, που να καεί η ψυχή σου!

-Πέντε

Πέντε φορές λιγώνομαι, ξαθό μου, την ημέρα,
δυο το ταχύ, τρεις το βραδύ, για τ’ όνομά σου εσένα.

-Έξε

Έξε μετάνοιες ήκαμα οψές στην Παναγία,
να βλέπει το κορμάκι σου, αφέντρα και κυρία.

-Εφτά

Εφτά ’ναι τα ουράνια που προσκυνούν αθρώποι,
ποθές αλλού δε βρίσκουνται οι γ-εδικοί σου τρόποι.

-Οχτώ

Οχτώ ’ν’ οι γ-ήχοι τσ’ εκκλησάς κι οχτώ σκοπούς κατέχω
κι όσα τραγούδια κι α σου πω, ’γώ διάφορο δεν έχω.

-Εννιά

Εννιά ’ναι και τα τάγματα [=οι άγγελοι] που βοηθούν εσένα
γι’ αυτό τα μάγια πού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.

-Δέκα

Δέκα ’ν’ οι γ-άγιες εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα
και δέκα νέοι σ’ αγαπούν, ξαθή και μαυρομάτα.

-Έντεκα

Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι
και δέκα ’ναι που σ’ αγαπώ και μ’ έβαλες στον Άδη!

-Δώδεκα

Δώδεκα αγιούς εόρταζα, όσ’ είν’ οι γι-Αποστόλοι,
να βλέπουν το κορμάκι σου καματερή και σκόλη.

-Δεκατρία

Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη
κι επήρες μού τονε το νου, αναθεματισμένη!

-Δεκατέσσερα

Δεκατριώ χρονώ ’σουνε κι εγώ δεκατεσσάρω
που ’λέγαν οι γονέοι σου πως ήθελα σε πάρω [=ότι θα σ’ έπαιρνα].

-Δεκαπέντε

Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη:
τίποτας δεν αξίζει μπλιο μπρος στη δική σου νιότη.

-Δεκαέξε

Στα δεκαέξε δα σου πω, βενέτικη φραγάδα,
οντό σ’ επρωταγάπησα μού ’φερε κιτρινάδα.

-Δεκαεφτά

Στα δεκαφτά δα να σου πω, το νου να ξεκουράσω,
τσι μέρες απού σ’ αγαπώ θέλω να λογαριάσω.

-Δεκαοχτώ

Στα δεκοχτώ, μικρούλα μου, δα πιάσω και τη μπένα,
να γράψω πρίκες και καημούς απού τραβώ για σένα.

-Δεκαεννιά

Κι ακόμη χρόνους δεκαννιά δα πολεμώ, μικρή μου,
κι ό,τ’ είν’ απού το Θιο γραφτό ας έρθει στο κορμί μου.

-Είκοσι

Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει [=όποιος δέσει]
με μια μεταξωτή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.

-Εικοσιένα

Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη
και πρέπ’ ομπρός [=προηγουμένως] να γυμναστείς κι ύστερα να τα μάθεις.

-Εικοσιδυό

Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,
γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.

-Εικοσιτρία

Εικοσιτρείς λαβωμαθιές έχει η καρδιά μου μέσα,
τα μάθια μ’ όντο σέ ’δανε τα κάλλη σου μ’ αρέσα.

-Εικοσιτέσσερα

Εικοσιτέσσερα νησά εγύρισα να γιάνω
κι όσοι γιατροί κι α μέ ’δανε είπαν πως δα ποθάνω!

-Εικοσιπέντε

Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη, με γλυκότη,
τίποτας δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.

-Εικοσιέξε

Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τα κάλλη και τσι χάρες σου οπίσω δα τ’ αφήσουν.

-Εικοσιεφτά

Πάνω στα εικοσιεφτά νέοι σε προσκυνούνε
κι όσοι γ-κι α σ’ αγαπήσανε εμένα να ρωτούνε!

-Εικοσιοχτώ

Εικοσοχτώ ’ναι, κοπελιά, οι μέρες του Φλεβάρη,
χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και μέλλει να σε πάρει.

-Εικοσιεννιά

Εικοσεννιά γραμματικοί να πιάσουνε τη μπένα,
δε γράφουνε τα κάλλη σου, άπονης μάνας γέννα!

-Τριάντα

Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,
μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!

-Τριανταένα

Τριανταμιά αγαπητικιές, σα βγάλεις μια τριάντα,
ετότες, χαϊδεμένη μου, σαν αγαπάς νταγιάντα [=άντεχε].

-Τριανταδυό

Τριανταδυό λογιώ σεβντά τράβηξε το κορμί μου
για κείνο τό ’πα, αγάπη μου, καλλιά ’χα να μην ήμου! [=να μην υπήρχα]

-Τριαντατρία

Τριαντατρία βήματα ’σίμωσα στην αγάπη
και σαϊθιά μού ’χτύπησε με το δεξό τζης μάτι.

-Τριαντατέσσερα

Τριαντατέσσερά ’σανε τα μήλα στο μεντήλι
που τά ’πεψα τσ’ αγάπης μου για το δικό τζ’ αχείλι.

-Τριανταπέντε

Τριανταπέντε τσ’ ήπεψα και τρία πορτακάλια,
για να μου δίδει το φιλί με δίχως παρακάλια.

-Τριανταέξε

Τριανταέξε βήματα ’σίμωσα στην αυλή τζης
κι εκείνη δεν εσίμωσε, διάλε την όρεξή τζης!

-Τριανταεφτά

Πάνω στα τριανταεφτά «ποιός ήτονε» ερώτα
κι απήτημως τση τό ’πανε εσφάλιξε την πόρτα.

-Τριανταοχτώ

Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος [=λιπόθυμος]
κι εθάρρειεν η γι-αγάπη μου πως είμ’ αποθαμένος.

-Τριανταεννιά

Πάνω στα τριανταεννιά ήσβησεν η ζωή μου
κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.

-Σαράντα

Και στα σαράντα, μάθια μου, ήρθανε να με θάψουν
κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν...

Β΄ παραλλαγή, από το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας
[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 321-324]

-Ένα

Από το ένα βάνω αρχή να πάω στα σαράντα,
δεν τόνε πέμπει [=στέλνει] η κοπελιά στην προξενιά τον άντρα.

-Δυο

Δυο ’ναι τα φώτα τ’ ουρανού, ήλιος και το φεγγάρι,
Χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και θέλει να σε πάρει.

-Τρία

Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιάν Ερήνη,
τη χάρη και την ομορφιά και την ταπεινοσύνη.

-Τέσσερα

Τέσσερα προτερήματα έχει όλο σου το σώμα,
μάθια και φρύδια και λαιμό και δαχτυλίδι στόμα.

-Πέντε

Πέντε χρονάκια μου χρωστάς, τα τρία σου χαρίζω
και τ’ άλλα δυο μου πλέρωσε να μην κακοκαρδίζω.

-Έξε

Έξε ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που βγαίνουνε το βράδυ,
τ’ αγγελικό σου το κορμί στον Άδη δα με βάλει.

-Εφτά

Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, μα ο Θεός είν’ Ένας,
ε, πολυαγαπημένο μου και κλίνε μετά μένα.

-Οχτώ

Οχτάποδο του χταποδιού που σύρνει ομπρός κι οπίσω,
μα να σε πάρω θέλω ’γώ, μα δα σε τυραννήσω.

-Εννιά

Εννιά ’ναι τα συντάγματα που στέκουνε για σένα
τα μάγια-ν-απού σού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.

-Δέκα

Δέκα ’ναι, φως μου, οι γ-εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα,
ώστε [=ώσπου] να ζω δα σ’ αγαπώ και μπιστικά μ’ αγάπα.

-Έντεκα

Έντεκα μήνες στέκομαι για να σου βρω ψεγάδι,
δε σού ’βρηκα, πουλάκι μου, μουτ’ ένα-ν-ασκημάδι.

-Δώδεκα

Δώδεκα φίλους ήκαμα κι ήταν οι γι-Αποστόλοι,
για να σε βλέπουν, μάθια μου, καθημερνή και σκόλη.

-Δεκατρία

Δεκατριώ χρονώ ’μουνε κι εσύ δεκατεσσάρω
κι ελέγαν οι γονέοι μας πως ήθελα σε πάρω.

-Δεκατέσσερα

Δεκατεσσάρων ημερών ήτονε το φεγγάρι
που σ’ έβαλα στο λοϊσμό κι ο νους μου να σε πάρει.

-Δεκαπέντε

Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη,
πως άλλος δα τη ’γκαλιαστεί την ακριβή σου νιότη.

-Δεκαέξε

Και στο δεκάξε δα σου πω α θέλεις να με βάλεις
στον κρουσταλλένιο σου λαιμό και στη γλυκιά σ’ αγκάλη.

-Δεκαεφτά

Στο δεκαφτά δα να σου πω, παλιά μου φιλενάδα,
π’ ώσταν εξεχωρίσαμεν έχ’ η καρδιά μου λαύρα.

-Δεκαοχτώ

Στα δεκοχτώ δα να σου πω, το νου να ξαγοράσω,
ε, πολυαγαπημενο μου και πώς δα σου ξεχάσω!

-Δεκαεννιά

Στα δεκαννιά ’ρθ’ ο έρωντας και μέ ’βρε στο κλινάρι
και μέ ’βαλε και τραγουδώ την όμορφή σου χάρη.

-Είκοσι

Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει
με μια μπαμπακερή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.

-Εικοσιένα

Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη,
πρέπει να μετρηθεί κιανείς πρίχου να μπει στα πάθη.

-Εικοσιδυό

Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,
γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.

-Εικοσιτρία

Εικοστριώ χρονώ ’σαι μπλιο και του Θεού γαζέπι,
να σε βαστά, πουλάκι μου, αν κάθεσαι κι α στέλεις.

-Εικοσιτέσσερα

Στα εικοστέσσερα νησά απού ’χω γυρισμένα
δεν είδανε τα μάθια μου καλύτερη από σένα.

-Εικοσιπέντε

Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη και γλυκότη,
καθόλου δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.

-Εικοσιέξε

Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τη χάρη και την ομορφιά πίσω δα την αφήσουν.

-Εικοσιεφτά

Πάνω στα εικοσιεφτά τό ’βαλα ’γώ στο νου μου
για να σε φέρω, αγάπη μου, στο σπίτι του κυρού μου.

-Εικοσιοχτώ

Εικοσοχτώ ’ναι, μάθια μου, οι μέρες του Φλεβάρη,
κι αν αγαπήσω άλλη κιαμιά, διάολος να με πάρει.

-Εικοσιεννιά

Πάνω στα εικοσεννιά θέλω να σε ρωτήξω
αν είναι, φως μου, μπορετό να φύγω να σ’ αφήσω.

-Τριάντα

Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,
μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!

-Τριανταένα

Τριανταμιά αγαπητικιά, σα χάσω μια τριάντα,
εμάθαν το πως σ’ αγαπώ, μόνο καλά νταγιάντα.

-Τριανταδυό

Τριανταδυό λαβωμαθιές ήκαμα στην καρδιά μου
μα να σε πάρω θέλω ’γώ, μπουμπούλα κοπελιά μου!

-Τριαντατρία

Τριαντατρία χρόνια ζω, να πάω παραπάνω
δεν το πιστεύγω, αγάπη μου, νιώθω τον κόσμο χάνω.

-Τριαντατέσσερα

Τριαντατέσσερά ’σανε τα ρόδα στο μεντήλι
που μού ’πεψες κι εφίλησα το κόκκινό σου αχείλι.

-Τριανταπέντε

Τριανταπέντε ήσανε ρόδα και πορτακάλια,
για να το δίδεις το φιλί με δίχως παρακάλια.

-Τριανταέξε

Τριανταέξε δα σου πω, α θέλεις με προδώσεις,
ν’ ανοίξεις τ’ αγκαλάκια σου και μέσα να με χώσεις [=κρύψεις].

-Τριανταεφτά

Πάνω στα τριανταεφτά μέ ’πιασε μαύρη ζάλη
γιατί τ’ ανεστορήθηκα τ’ αγγελικά σου κάλλη.

-Τριανταοχτώ

Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος
κι εγέρνασί μου το νερό, μα ’γώ ’μουν ποθαμένος.

-Τριανταεννιά

Πάνω στα τριανταεννιά επήγαν να με θάψουν
κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν.

-Σαράντα

Και στα σαράντα, αγάπη μου, ’πόκαμεν η ζωή μου
κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.

3. Σειρά ερωτικών μαντινιάδων, στις οποίες ο νέος τραγουδεί στην κοπελιά κι αυτή του κάνει διάφορες πειραχτικές ερωτήσεις παίρνοντας αφορμή από κάθε μαντινιάδα.

Α΄ παραλλαγή, από τη Λατσίδα
[Λιουδάκη, σελ. 327-328]

-Φιλντιχιοκοκαλένια μου και νερατζαχειλού μου
και πέρδικά μου πλουμιστή, κι επήρες τον το νου μου.

-Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ;

-Πέρδικα-ν-είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου
κι ελάβωσές μου την καρδιά με τα πεισματικά σου.

-Ντα πεισματαρού ’μ’ εγώ;

-Δεν είσαι συ πεισματαρού, μα ’γώ το λόγο λέω
γιατ’ ήκαμες τα μάθια μου και μέρα νύχτα κλαίω.

-Και γιάντα κλαις;

-Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα,
στην πόρτα σας δα σκοτωθώ κι έχε το συ το κρίμα!

-Έδα καλά!

-Θέλει καλά, θέλει κακά, θέλει μαργιολεμένα,
ο Θιος απού ’καμε για ’σέ να κάμει και για μένα.

-Να κάμει κοντό [=άραγε] είντα;

-Να κάμει το μουράτι μου [=την πεθυμιά μου], φως μου, για να σε πάρω,
γλυκό ταιράκι να σε πω κι ύστερα να ποθάνω.

-Και πού δα με βρεις;

-Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις
κι ο νέος απού σ’ αγαπά ’πό ’πόξω τριγυρίζει.

-Ποιός είν’ αυτός;

-Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας σφιχτοζωσμένος
κι από μακρά του φαίνεται πως είναι χαϊδεμένος.

-Και ποιός τονέ χαϊδεύγει;

-Η μάνα ντου κι ο κύρης του κι η γι-αγαπητικιά ντου
και σαν τα ρόδα του Μαγιού είναι τα μάγουλά ντου.

-Και να τηνε πάρει θέλει κοντό [=θα την πάρει άραγε];

-Για να την πάρει πολεμά [=προσπαθεί], για να τηνέ νικήσει,
μα δεν κατέχω, ζάβαλε[=καημένε, έκφραση παράπονου], αν τήνε κανακίσει,
γιατί ’χει αδερφό κακό και δεν το νταγιαντίζει
παρά να παίξουνε τα δυο μαχαίρι και μολύβι [=σφαίρες].
τα δυο=εννοεί ο αδερφός και ο αγαπημένος, δηλ. ο ίδιος ο τραγουδιστής]

Β΄ παραλλαγή, από την Ανατολή Ιεράπετρας
[Λιουδάκη, σελ. 328]

-Είντά ’σαι συ κι είντά ’μαι ’γώ και δε μπορώ να ζήσω,
τ’ αγγελικό σου το κορμί πώς να το θεωρήσω [=να το κοιτάξω (καθαρευουσιάνικο)]

-Α μ’ αγαπάς θεώρει με [=κοίτα με].

-Πώς ημπορώ να σε θωρώ, πού ’σαι μέσα κλεισμένη,
την Κυριακήν είσαι κερά, πέρδικα πλουμισμένη!
[επειδή πήγαινε στην εκκλησία με τα καλά της ρούχα]

-Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ;

-Δεν είσαι, φως μου, πέρδικα, μα τα καμώματά σου
μ’ εφάγανε, μ’ εψήσανε αυτά τα ψόματά σου!

-Ντα ψεύτρα ’μ’ εγώ;

-Δεν είσαι ψεύτρα, μάθια μου, μα ’γώ το ψόμα λέω,
για το δικό σου το κορμί μέρα και νύχτα κλαίω.

-Και γιάντα κλαις;

-Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα,
για σένα θε να σκοτωθώ κι έχε το συ το κρίμα!

-Τί κρίμα είν’ αυτό;

-Δεν είναι κρίμα, μάθια μου, πως δά ’ρθω να σε πάρω,
γλυκό ταιράκι να σε πω κι ύστερα να ποθάνω.

-Και πώς δα με πάρεις;

-Σε παίρνω απού το σπίτι σας, που καθαρίζεις ρύζι,
αγάπα τον αυτό ντο νιο απού σε τριγυρίζει.

-Και πού δα με βρεις;

-Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις
κι ο νέος απού σ’ αγαπά ’πό ’πόξω τριγυρίζει.

-Και ποιός με τριγυρίζει;

-Σε τριγυρίζουνε πολλοί, μην αγαπάς κιανένα,
κι αν αγαπάς αλλού ποθές [=πουθενά] δε θά ’ναι σαν και μένα.

-Κι είντά ’σαι συ;

-Είμαι ψηλός, είμαι λιγνός και μοσκανεθρεμμένος
βάνω το φέσι μου στραβά σαν πολυχαϊδεμένος.

-Και ποιός σ’ εχάιδεψε;

-Μ’ εχάιδευγεν μάνα μου σαν ήμουνε παιδάκι,
μ’ έβανε στ’ αγκαλάκι τζης και μού ’διδε βυζάκι.

-Και γιάντα σου τό ’διδε;

-Μου τό ’διδε, πουλάκι μου, ώσπου ’θελα νυστάξω,
κι απόψε ’πολυνύσταξα, στρώσε μου να πλαγιάσω...


Σειρά μαντινιάδων, στις οποίες ο νέος τραγουδεί στην κοπελιά κι αυτή τον ερωτά πειραχτικά με αφορμή από κάθε μαντινιάδα

-Είντά ’σαι συ κι είντά ’μαι ’γώ και δε μπορώ να ζήσω,
τ’ αγγελικό σου το κορμί πώς να το θεωρήσω [=να το κοιτάξω (καθαρευουσιάνικο)]

-Α μ’ αγαπάς θεώρει με [=κοίτα με].

-Πώς ημπορώ να σε θωρώ, πού ’σαι μέσα κλεισμένη,
την Κυριακήν είσαι κερά, πέρδικα πλουμισμένη! [επειδή πήγαινε στην εκκλησία με τα καλά της ρούχα]

-Φιλντιχιοκοκαλένια μου και νερατζαχειλού μου

και πέρδικά μου πλουμιστή, κι επήρες τον το νου μου.

-Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ;

-Πέρδικα-ν-είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου
κι ελάβωσές μου την καρδιά με τα πεισματικά σου.

-Ντα πεισματαρού ’μ’ εγώ;

-Δεν είσαι συ πεισματαρού, μα ’γώ το λόγο λέω
γιατ’ ήκαμες τα μάθια μου και μέρα νύχτα κλαίω.

-Και γιάντα κλαις;

-Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα,
στην πόρτα σας δα σκοτωθώ κι έχε το συ το κρίμα!

-Να κάμει κοντό [=άραγε] είντα;

-Να κάμει το μουράτι μου [=την πεθυμιά μου], φως μου, για να σε πάρω,
γλυκό ταιράκι να σε πω κι ύστερα να ποθάνω.

-Και πώς δα με πάρεις;

-Σε παίρνω απού το σπίτι σας, που καθαρίζεις ρύζι,
αγάπα τον αυτό ντο νιο απού σε τριγυρίζει.

-Και πού δα με βρεις;

-Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις
κι ο νέος απού σ’ αγαπά ’πό ’πόξω τριγυρίζει.

-Και ποιός με τριγυρίζει;

-Σε τριγυρίζουνε πολλοί, μην αγαπάς κιανένα,
κι αν αγαπάς αλλού ποθές [=πουθενά] δε θά ’ναι σαν και μένα.

-Έδα καλά!

-Θέλει καλά, θέλει κακά, θέλει μαργιολεμένα,
ο Θιος απού ’καμε για ’σέ να κάμει και για μένα.

-Ποιός είσ’ εσύ;

-Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας σφιχτοζωσμένος
κι από μακρά του φαίνεται πως είναι χαϊδεμένος.

-Και ποιός τονέ χαϊδεύγει;

-Η μάνα ντου κι ο κύρης του κι η γι-αγαπητικιά ντου
και σαν τα ρόδα του Μαγιού είναι τα μάγουλά ντου.

-Και να τηνε πάρει θέλει κοντό [=θα την πάρει άραγε];

-Για να την πάρει πολεμά [=προσπαθεί], για να τηνέ νικήσει,
μα δεν κατέχω, ζάβαλε[=καημένε, έκφραση παράπονου], αν τήνε κανακίσει,
γιατί ’χει δυνατ' αδερφό και δεν το νταγιαντίζει
παρά να παίξουνε τα δυο (αδερφός & τραγουδιστής) μαχαίρι και μολύβι [=σφαίρες].


Επιστροφή