Η ομοιοκαταληξία στην Κρήτη

Επιμέλεια: Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης
Προέλευση: http://www.cretan-music.gr

Σύμφωνα με τους μελετητές, η ομοιοκαταληξία ήρθε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, από τους Ενετούς ποιητές και, στη συνέχεια, τους Κρητικούς που επηρεάστηκαν από την ευρωπαϊκή ποίηση. «Από τα μέσα του ιε΄ αιώνα και πέρα παρουσιάζεται η ρίμα σε δίστιχα και σπανιώτερα σε πολύστιχες ομοιοκατάληκτες ρίμες» (Στυλιανός Αλεξίου, Κρητική Ανθολογία, β΄ έκδ. Ηράκλειον 1969, σελ. 13). Πριν απ’ αυτό, δηλαδή κατά τη βυζαντινή περίοδο, δεν έχουμε ομοιοκαταληξία στην Κρήτη ούτε γενικότερα –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως π.χ. ο Ακάθιστος Ύμνος (Χαιρετισμοί της Παναγίας), στη βυζαντινή ποίηση.

Τα λόγια έπη της βυζαντινής εποχής, όπως το Έπος του Διγενή Ακρίτα (που βασίστηκε στα ακριτικά τραγούδια, αλλά ίσως και να τα επηρέασε), είναι ανομοιοκατάληκτα. Το ίδιο και τα σπουδαία είδη της πρώτης δημοτικής ποίησης στον ελληνικό χώρο (τα πρώτα «δημοτικά τραγούδια» του Νέου Ελληνισμού), δηλαδή οι παραλογές, τα ακριτικά τραγούδια, τα κάλαντα, διάφορα θρησκευτικά τραγούδια όπως το Μοιρολόι της Παναγίας κ.ά. Τα τραγούδια αυτά υπήρξαν ιδιαίτερα διαδεδομένα και στην Κρήτη· καταγράφονται σε όλες τις περιοχές και έχουν περιληφθεί σε πάρα πολλές συλλογές κρητικών τραγουδιών.
Στον ίδιο χώρο κινούνται και τα ριζίτικα, τα οποία παρέμειναν ανομοιοκατάληκτα εν μέρει. Λέω εν μέρει, γιατί, ενώ συνέχισαν να δημιουργούνται ανομοιοκατάληκτα ριζίτικα σε όλες τις εποχές, μέχρι και σήμερα, παράλληλα όμως δημιουργήθηκαν στις ίδιες περιοχές (τα ορεινά του νομού Χανίων) και ρίμες, δηλαδή ομοιοκατάληκτα ποιήματα, όπως το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη και αμέτρητα άλλα μικροσκοπικά έπη, που αφηγούνται την ιστορία αγωνιστών και άλλα σημαντικά γεγονότα, π.χ. σεισμούς ή επιδημίες. Η ρίμα διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη (καθώς και σε άλλες ελληνικές περιοχές), και εκτός από τις ιστορικές ρίμες, έχουμε και σατιρικές ρίμες, αλλά και άλλες που αφηγούνται γεγονότα της παράδοσης και αποτελούν διασκευές παλαιότερων ανομοιοκατάληκτων τραγουδιών, όπως το Τραγούδι τ’ άη Γιώργη. Οι ρίμες όμως που δημιουργήθηκαν στο νομό Χανίων, στις ίδιες τοπικές κοινωνίες με τα ριζίτικα, και τραγουδήθηκαν από τους ίδιους τραγουδιστές, με το ίδιο μουσικό ιδίωμα (ύφος), ανήκουν, κατά τη γνώμη μου, στη μεγάλη οικογένεια του ριζίτικου τραγουδιού, ως συγκεκριμένο υποείδος, άσχετα αν από τους μελετητές έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ριζίτικα μόνο τα ανομοιοκατάληκτα τραγούδια· άλλωστε, και παραλογές και ακριτικά τραγούδια, που λέγονται σε άλλους σκοπούς, με εντελώς διαφορετικό ύφος, σε άλλες περιοχές της Κρήτης, στο νομό Χανίων λέγονται ως ριζίτικα.

Καθοριστικά θεωρείται ότι επηρέασε την εισαγωγή της ομοιοκαταληξίας στην Κρήτη ο Ερωτόκριτος, που η απήχησή του στον κρητικό λαό ήταν τεράστια, ανάλογη με την απήχηση των ομηρικών επών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. «Μεγάλη ήταν η επίδραση του «Ερωτοκρίτου» κυρίως στο κρητικό λαϊκό δίστιχο, τη «μαντινάδα».
Είναι ζήτημα αν το είδος αυτό υπήρχε πριν από τον Κορνάρο
· πάντως μόνο έπειτα από αυτόν αναπτύχθηκε και διαδόθηκε πλατειά» (Στυλιανός Αλεξίου, Βιτσέντσου Κορνάρου, Ερωτόκριτος, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1980, εισαγωγή, σελ. ρ΄).

Βέβαια, και τα άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της εποχής της Ενετοκρατίας («Κρητική Αναγέννηση») ήταν ομοιοκατάληκτα (λόγω ενετικών επιρροών) και πολλά απ’ αυτά, όπως π.χ. η Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση και η Εύμορφη Βοσκοπούλα (ανωνύμου, εκδοθείσα από τον Νικόλαος Δραμιτινό ή Δρυμιτικό), έγιναν δημοτικά τραγούδια (θα αναφερθούμε σ’ αυτά σε ειδικές εργασίες μας· προς το παρόν παραπέμπουμε στο εξαίρετο βιβλίο του Μπάμπη Δερμιτζάκη Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1990, καθώς βέβαια και στις σχετικές μελέτες του Στυλιανού Αλεξίου, του Νικολάου Παναγιωτάκη, του Θεοχάρη Δετοράκη κ.ά., για τις οποίες βλ. το σχετικό με τον Ερωτόκριτο άρθρο μας).
Έτσι εισήχθη στην Κρήτη η ομοιοκαταληξία και γεννήθηκε το είδος της μαντινάδας, κάτω από διεργασίες που δεν είναι εύκολο να ανακαλύψουμε.

Η Κρητική Μαντινάδα

Σύμφωνα με τον ορισμό του Μιχάλη Καυκαλά, «Κρητική μαντινάδα είναι δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους στη διάλεκτο της Κρήτης που αποδίδει αυτοτελές και ολοκληρωμένο νόημα και διαθέτει ποιητικές αρετές» (Μιχάλης Καυκαλάς, Οδηγός Κρητικής Μαντινάδας, Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη, Αθήνα 1998, σελ. 142). Μοναδική πιθανή εξαίρεση στην αυτοτέλεια του νοήματος (δηλ. μαντινάδες που το νόημά τους μπορεί να μην είναι πλήρες, αλλά να εξαρτάται από προηγούμενες ή επόμενες) ο ίδιος ο Μ. Καυκαλάς αναγνώριζε στις αντικριστές μαντινάδες, εκείνες δηλαδή που δημιουργούνται για να δώσουν απάντηση σε άλλες μαντινάδες.

Στο βιβλίο του Αντώνη Γιανναράκη Άσματα Κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών, την πρώτη συλλογή κρητικών τραγουδιών, που εκδόθηκε στη Λειψία το 1876, καταγράφονται αρκετές μαντινάδες (τα δίστιχα, στα οποία αναφέρεται ο τίτλος)· το ίδιο και στο βιβλίο του Παύλου Βλαστού Ο Γάμος εν Κρήτη, ήθη και έθιμα Κρητών, Αθήνα 1894 (πρόσφατη ανατύπωση εκδ. Καραββίας, Αθήνα), σο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω.

Οι μαντινάδες, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι Κρητικοί, αναφέρονται σε κάθε θέμα και κάθε στιγμή της ανθρώπινης ζωής, όχι μόνο στον έρωτα, αλλά και στο θάνατο, τον πόλεμο, τη φτώχεια, τη δυστυχία, τη χαρά, την παρέα, την ξενητειά, τις αστείες στιγμές της καθημερινότητας κ.λ.π. Υπάρχουν μαντινάδες για το κάθε τί και φυσικά, ενώ έχουν καταγραφεί δεκάδες χιλιάδες μαντινάδες, είναι αδύνατον να υπολογιστεί το σύνολο όλων των μαντινάδων που έχουν δημιουργηθεί στην Κρήτη τους τελευταίους αιώνες, η πλειοψηφία των οποίων δεν έχει καταγραφεί, αλλά έχει χαθεί στη λήθη του χρόνου.

Η απήχηση του δίστιχου στους λαϊκούς ποιητές, αλλά και τους τραγουδιστές και γενικά τους μερακλήδες, οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη λακωνικότητα και την περιεκτικότητά του, καθώς και στην ανάγκη μίας μόνον ομοιοκαταληξίας, που για πολλούς είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί. Βέβαια, αυτός ο περιορισμός στους δύο στίχους αυξάνει και τη δυσκολία για τους απαιτητικούς δημιουργούς, που συνεχίζουν ασυναίσθητα το έργο των αρχαίων επιγραμματοποιών δημιουργώντας ακριβές μαντινάδες (δηλαδή πολύτιμες), όπως θα έλεγε ο σπουδαίος μαντιναδολόγος από το Ζαρό Ηρακλείου Γιώργης Σταματάκης (Λεαντρογιώργης).

Μαντινάδες εκτός Κρήτης

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ανάλογα ποιητικά είδη αναπτύχθηκαν και σε άλλες περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, ιδίως στα νησιά. Είναι λιανοτράγουδα, δίστιχα λαϊκά στιχουργήματα της στιγμής, δημιουργήματα δηλαδή «λαϊκών ποιητών» και όχι «γραμματισμένων» (παρόλο που και γραμματισμένοι, γνώστες της παράδοσης, έχουν γράψει, και γράφουν, μαντινάδες ανάλογες με εκείνες των λαϊκών δημιουργών –καθώς βέβαια και πολύστιχες ρίμες).

Ιδιαίτερη ανάπτυξη έχει γνωρίσει το είδος στην Κύπρο, όπου ονομάζονται «τσατιστά» (τσατίζω: ταιριάζω), καθώς και στην Κάσο και την Κάρπαθο (όπου ονομάζονται μαντινάδες, όπως και στην Κρήτη –αυτά τα δύο μικρά νησιά, που γειτονεύουν με το ανατολικό άκρο της Κρήτης, έχουν δεχθεί και επιρροές από την κρητική παράδοση) αλλά και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου και γενικότερα του Αιγαίου πελάγους, ενώ και το Ιόνιο δεν έχει μείνει έξω από το «παιχνίδι» του δίστιχου, όπως φαίνεται στη σχετική βιβλιογραφία.

Παραδείγματα μαντινάδων εκτός Κρήτης είναι εύκολο να βρει ο ενδιαφερόμενος σε οποιαδήποτε ενημερωμένη ως προς την ελληνική λαογραφία βιβλιοθήκη. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρουμε το δίσκο Οι λύρες της Ελλάδας, παραγωγή της Εταιρίας Κασιακών Μελετών (όπου κασιώτικες και καρπαθιώτικες μαντινάδες), καθώς και τα παρακάτω βιβλία:

Δ. Αγγελωνιά, Γ. Πετρουδά, Αντ. Αντζάνου, Δημ. Στεργίου (δημοδιδασκάλων), Η Ακριτική Σαμοθράκη, έκδ. Πανσαμοθρακικής Εστίας Αθηνών «Η Νίκη της Σαμοθράκης», χωρίς χρονολογία, σελ. 82-97, Ζαφείρη Βάσου, Ρίμες και παλιά τραγούδια της Μήλου, έκδ. Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου Μήλου, χωρίς χρονολογία, Γιάννη Κ. Μαρτζούκου, Κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια, Αθήναι 1959, σελ. 135-153, Κώστα Σακελλαρίδη, Το νισύρικο δημοτικό τραγούδι (ανάτυπον εκ του Β΄ τόμου των Νυσιρικών), 1965, Αλέκου Ε. Φλωράκη, Τήνος, Λαϊκός Πολιτισμός, εκδ. Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα 1971, Νικολάου Δημητρίου, Λαογραφικά της Σάμου, Αθήνα 1983, τ. 1, σελ. 153-172, Γ. Χατζηθεοδώρου
Σκοποί και τραγούδια στην Κάλυμνο
, Κάλυμνος 1989, Μ. Κ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, Καρπαθιακά Δημοτικά Άσματα (α΄ έκδ. 1913), University Studio Press, ISBN 960-12-0914-X, Θεσσαλονίκη 2001.

Μια απλή αντιπαραβολή αποδεικνύει ότι μεγάλο ποσοστό διστίχων είναι κοινά στην Κρήτη και άλλη νησιά, όπως:

Ως φέγγει η σπίθα η λαμπερή στη στάχτη πεσιμένη,
έτσι είχα την αγάπη σου κρουφή και μπιστεμένη.

Εγώ ’λεγα, βρυσούλα μου, πως έτρεχες για μένα
μα συ έτρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα.

(Κέρκυρα, από το βιβλίο του Γ. Κ. Μαρτζούκου)

Αλλά και γενικότερα ο τρόπος σκέψης της λαϊκής ποίησης στα λιανοτράγουδα όλων των ελληνικών περιοχών είναι ο ίδιος, όπως και στο δημοτικό τραγούδι γενικά.

Στρογγυλομηλοπρόσωπη, λακκουδοπηγουνάτη,
την πέτρα σκίζεις, κάνεις δυο, με το δεξί σου μάτι.

(Κύθηρα, προφορική καταγραφή)

Η ομοιότητα είναι προφανής με παλιές κρητικές μαντινάδες, όπως:
Ε χρυσολαμπαδόκορμη, φεγγαρολαμπυρούσα,
χρυσοδαχτυλιδόστομη κι ανθοδροσομιλούσα!

(από τη συλλογή της Μαρίας Λιουδάκι)
πρβ. και:
Μέσα στο καρδιοπάλατο, μέσ’ στο σπλαχνόκηπό μου,
εφυτοριζοάνθισες, τριανταφυλλόκρινό μου

[Δερμιτζογιάννης, Σητεία (από τηλεοπτική συνέντευξή του στη Δόμνα Σαμίου)]

Γενικά οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είναι σε μεγάλο ποσοστό κοινά σε πανελλήνια κλίμακα, ενώ οι μουσικοί σκοποί και οι χοροί ανήκουν σε μεγάλες οικογένειες κοινές για όλο τον ελληνικό χώρο (τουλάχιστον). Για το θέμα βλ., μεταξύ άλλων, στα βιβλία των Γ. Μ. Σηφάκη, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, και Ερατοσθένη Κ. Καψωμένου, Δημοτικό Τραγούδι, μια διαφορετική προσέγγιση, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα 1990, ISBN 960-253-003-0.

Ας μου επιτραπεί εδώ να προτρέψω τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες που δεν είναι Κρητικοί να αναζητήσουν τη μουσική και στιχουργική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας τους, είτε μέσω βιβλίων και δίσκων (ψηφιακών ή βυνιλίου) είτε ρωτώντας τους παππούδες και τις γιαγιάδες που έχουν απομείνει να μεταφέρουν τον ανεπανάληπτο πολιτισμικό τους θησαυρό μέσα στο χρόνο που ολοένα λιγοστεύει. Είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη –αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο μέχρι να χαθούν οι τελευταίοι που τα θυμούνται. Ευτυχώς οι καταγραφές είναι αρκετές, ενώ πολλές απ’ αυτές έχουν εκδοθεί, είτε σε βιβλίο είτε σε δίσκο.

Επιστροφή