Δημοτικὰ Τραγούδια μὲ ἀναφορὰ στὴ φύση

Η ΑΝΟΙΞΗ ΚΙ ΟΥ ΧΙΝΟΠΩΡΟΣ

Ἡ ἄνοιξ᾿ κι οὐ χινόπωρος ἀνάμα τρῶν᾿ καὶ πίνουν
Ἐκάλεσαν τὴν ἄνοιξη νὰ πάει νὰ τὴ φιλέψουν
Κι ἡ ἄνοιξη καμάρουσι-καμάρουσι δὲν πάει
-Τί καμαρώνεις ἄνοιξη μὲ τὰ λουλούδια ἀπό ᾿χεις;
Ἐσὺ ἔχεις ἀσπρολεύκαδα ἐγὼ ἔχω παλικάρια
Ἐσὺ ἔχεις τὰ τσιγκόδεντρα κι ἐγὼ ἔχω τοὺς γερόντους
Ἐσὺ ἔχεις τὶς ἀγριογκορτσιὲς ἐγὼ ἔχω τὶς μπαμπίτσες
Ἐσὺ ἔχεις τὶς τριανταφυλλιὲς ἐγὼ ἔχω τὶς νυφίτσες
Ἐσὺ ἔχεις τὸ βασιλικὸ ἐγὼ ἔχω τὰ κοτσύφια
Ἐσὺ ἔχεις τὰ μαυρόγιτσια, ἐγὼ ἔχω τὰ παιδάκια
Ταχιά ᾿ρχεται χινόπωρος καὶ θὰ στὰ μαραγκιάσει.

 

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΕΛΥΜΠΟ

Στὴν κορυφὴ ἀπ᾿ τὸν Ἔλιμπο, πουλάκι καθισμένο
Καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει:
_Ἥλιε μ᾿ δὲν κρούεις τὸ πρωί, κρούεις τὸ μεσημέρι
ν᾿ ἁπλώσει τὸ κορμάκι μου, νὰ ζεσταθοῦν οἱ πλάτες
ν᾿ ἁπλώσω τὸ χρυσόφτερο, νὰ φτιάξω μία πένα.

 

ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Κάτω στὰ λιβάδια καὶ στὰ λιβαδίτσια
Βόσκουν μοῦλες, βόσκουν κι ἀριοβόσκουν
Καὶ μία μούλα στέκει, στέκει καὶ δὲ βόσκει
Κι ἀπερνάει ἀγάς της, τὴν καλημερνοῦσε
_Τ᾿ ἔχεις καὶ δὲ βόσκεις, δὲν ἀριοβόσκεις;
_Μὲ ταΐζ᾿ ἀγάς μου ρύζι καὶ κριθάρι
ρύζι καὶ κριθάρι καὶ νερὸ ἀπ᾿ τὸ μπνάρι.

 

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ

- Πορτοκαλιά μου φουντωτή, γεμάτη πορτοκάλια
χαμήλωσε τὸν κλῶνο σου νὰ κόψω πορτοκάλια
νὰ τὰ στραγγίσω καὶ νὰ πιῶ, νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι
- Ἐσύ ᾿σαι ἄντρας περπατεῖς κι οἱ πόνοι σὲ διαβαίνουν
κι ἐγὼ γυναίκα κάθομαι κι οἱ πόνοι μ᾿ ἀνεβαίνουν.

 

ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ

Ἀηδόνι τῆς πρωτομαγιᾶς, νὰ παντρευτεῖ γυρεύει
Νὰ πάρει ἄντρα γέροντα, νὰ σκλαβωθεῖ γυρεύει
Κι ἡ μάνα της τὴν ἔλεγε, κι ἡ μάνα της τὴ λέγει:
- Κόρη μου μὴν παντρεύεσαι, μὴν παίρνεις γέρον ἄντρα
βάστα νά ᾿ρθεῖ χινόπωρο, νά ᾿ρθοῦν τὰ παλικάρια
τότε κόρη μ᾿ νὰ παντρευτεῖς, νὰ πάρεις παλικάρι.

 

ΙΤΙΑ

Ἰτιὰ ἰτιὰ λουλουδιασμένη
Σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο ξακουσμένη.

Ἰτιὰ ἰτιὰ μέσα στὸ ρέμα
Ὠρὲ σ᾿ ἀγαπῶ δὲν εἶναι ψέμα.

Ἰτιὰ ἰτιὰ μέσα στὸν κάμπο
Ὠρὲ σ᾿ ἀγαπῶ μὰ τί νὰ κάνω.

Ὠρὲ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ λεβεντιὰ
Ὠρὲ ποὺ μᾶς χορεύει τὴν ἰτιά.

Ὠρὲ στὴ Ρούμελη καὶ στὸ Μοριὰ
Ὅλοι χορεύουν τὴν ἰτιά.

 

ΧΑΡΑΜΗ (ΧΑΡΑΤΖΗ)

Ἐψὲς μὲ τὴν ἀστροφεγγιὰ
Μὲ τὸ λαμπρὸ φεγγάρι (δίς)
Ἐπιάσαν ἕναν Χαραμὴ
Καὶ ἕναν καινούργιο κλέφτη (δίς)
Τὸν ἔδερναν τὸν σκέντζευαν (μάλωναν)
Γιὰ νὰ τοὺς μαρτυρήσει (δίς)
Μαρτύρα μας ρὲ Χαραμὴ
Καὶ σὺ καινούριε κλέφτη (δίς)
Πόσα κοράσια φίλησες
Καὶ πόσες παντρεμένες (δίς)
Καὶ καλογριὲς καὶ παπαδιὲς
Λογαριασμὸ δὲν ἔχουν (δίς)

 

ΤΑ ΔΑΣΙΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ

Κάτω στὰ δασιὰ τὰ πλατάνια,
στὶς κρυόβρυσες, Διαμαντούλα μ᾿
στὶς κρυόβρυσες

κάθονταν δυὸ παλικάρια
καὶ μία λυγερή, Διαμαντούλα μ᾿
καὶ μία λυγερὴ

τί ᾿σαι τέτοια λυγερή, Διαμαντούλα μ᾿
τέτοια λυγερὴ

μήνα ἴσκιος σὲ πατάει, Διαμαντούλα μ᾿
μήνα φάντασμα

οὔτε ἴσκιος μὲ πατάει, Διαμαντούλα μ᾿
οὔτε φάντασμα

μὲ πατεῖ ἕνα παλικάρι δεκαοχτὼ χρονῶν

 

ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ

Γιὰ δέστε τὸν ἀμάραντο, σὲ τί βουνὸ φυτρώνει
Φυτρώνει μὲς στὰ δίστρατα, στὶς πέτρες στὰ λιθάρια
Ποτέ του δὲν ποτίζεται κι οὔτε δροσολογιέται
Τὸν τρῶν᾿ τὰ ᾿λάφια καὶ ψοφοῦν, τ᾿ ἀγρίμια καὶ ῾μερεύουν
Κι ὅσες μανοῦλες τό ᾿τρωγαν, ποτὲ παιδιὰ δὲν κάνουν
Νὰ τό ᾿τρωγε κι ἡ μάνα μου, προτοῦ νὰ μ᾿ εἶχε κάνει
Σὰ μ᾿ ἔκανε τί μ᾿ ἤθελε, σὰ μ᾿ ἔχει τί μὲ θέλει.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

Βασιλικὸς θὰ γίνω στὸ παραθύρι σου
Κι ἀνύπαντρος θὰ μείνω γιὰ τὸ χατίρι σου
Πές μου βασιλικέ μου γιατί μαράθηκες
Ποιός σοῦ ᾿βαλε τὰ λόγια καὶ μὲ παράτησες
Τὸ φεγγάρι κάνει κύκλο στῆς ἀγάπης μου τὸν κῆπο
Τὸ φεγγάρι κάνει βόλτα στῆς ἀγάπης μου τὴν πόρτα

 

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

Βασιλικὸς θὰ γίνω στὸ παραθύρι σου
Κι ἀνύπαντρος θὰ μείνω γιὰ τὸ χατήρι σου
Ἔβγα νὰ σὲ δῶ νὰ παρηγορηθῶ
Ἔβγα στὸ παραθύρι κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ μάνα σου
Καὶ κάνε πὼς ποτίζεις τὴ μαντζουράνα σου
Ἔβγα νὰ σὲ δῶ νὰ παρηγορηθῶ
Ἔβγα στὸ παραθύρι κρυφὰ ἀπ᾿ τ᾿ ἀδέρφια σου
Καὶ κάνε πὼς ποτίζεις τὰ περιστέρια σου
Ἔβγα στὸ παραθύρι μ᾿ ἕνα δαυλὶ φωτιὰ
Ν᾿ ἀνάψω τὸ τσιγάρο καὶ νὰ σ᾿ ἀφήσω γειά.

 

Η ΛΕΜΟΝΙΑ

Σαράντα πέντε λεμονιές, στὸν ἄμμο φυτεμένες
Νερὸ στὴ ρίζα τὲς πολύ, καμιὰ λεμόν᾿ δὲν κάνει
Καὶ μία δική μου λεμονιά, στὴν πέτρα φυτεμένη
Δίχως νερὸ στὴ ρίζα της, αὐτὴ λεμόνια κάνει
Καὶ φούντωσε καὶ κλάδωσε κι ἀπόλληκε κλωνάρια
Κι ὅλον τὸν κόσμο σκέπασε κί μοῦ ᾿κάψε τὸν κάμο

 

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Γιὰ μάσ᾿ τα περιστέρια σου Ροδούλα μ᾿, Ροδούλα μ᾿
Μὲ τρῶν᾿ μὲ πίνουν τὸ νερό, μὲ κουβαλοῦν τὸ χῶμα
Τὸ χῶμα μὲ χρειάζεται καὶ τὸ νερὸ τὸ θέλω
Τὸ θέλ᾿ νὰ στήσω ἐκκλησιά, νὰ στήσω μοναστήρι
Νά ᾿ρχονται οἱ νιές, νά ᾿ρχονται οἱ γριές, νά ᾿ρχονται παλικάρια.

 

ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

Ἕνας ἀϊτὸς περήφανος, ἕνας ἀϊτὸς λεβέντης
Ἀπὸ τὴν περηφάνια του, κι ἀπὸ τὴ λεβεντιά του
Δὲν πάει τὰ κατώμερα, νὰ καλοξεχειμωνιάσει
Μόν᾿ μένει πάνω στὰ βουνά, ψηλὰ στὰ κορφοβούνια
Κι ἔριξε χιόνι στὰ βουνὰ καὶ κρούσταλλα στοὺς κάμπους
Ἐμάργωσαν τὰ νύχια του κι ἐπέσαν τὰ φτερά του
Κι ἀγνάντια βγῆκε κι ἔκατσε, σ᾿ ἕνα ψηλὸ λιθάρι
Καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει:
«Ἥλιε, γιὰ δὲ βαρεῖς κι ἐδῶ σὲ τούτ᾿ τὴν ἀποσκιούρα
νὰ λιώσουνε τὰ κρούσταλλα, νὰ λιώσουνε τὰ χιόνια
νὰ γίνει μία ἄνοιξη καλή, νὰ γίνει καλοκαίρι
νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια μου, νὰ γιάνουν τὰ φτερά μου
νὰ ρθοῦνε τ᾿ ἄλλα τὰ πουλιὰ καὶ τ᾿ ἄλλα μου τ᾿ ἀδέρφια.

 

ΚΑΛΟΤΥΧΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

Καλότυχα εἶναι τὰ βουνὰ
Ποτέ τους δὲ γερνᾶνε
Τὸ καλοκαίρι πράσινα
Καὶ τὸ χειμώνα χιόνι.

Πότε νὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἄνοιξη
Νὰ ξανανθίσουν πάλι
Νὰ βγάλουν φύλλα τὰ κλαδιὰ
Νὰ πρασινίσουν πάλι.

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιά, ἔλα πάρε καὶ τοῦτο
Μικρό-μικρὸ σοῦ τό᾿ δωκα, μεγάλο φέρε μου το
Μεγάλο σὰν ψηλὸ βουνό, ἴσιο σὰν κυπαρίσσι
Κι οἱ κλῶνοι του ν᾿ ἁπλώνονται σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση.

Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, ὕπνον ἥσυχο νὰ κάνει
Νὰ κοιμᾶται νὰ μερώνει, νὰ ξυπνᾶ νὰ μεγαλώνει.
Νὰ κοιμᾶται σὰν τ᾿ ἀρνάκι, νὰ ξυπνᾶ σὰν τ᾿ ἀηδονάκι
Μὴν πατᾶτε, μὴ βροντᾶτε, τὸ παιδάκι μου κοιμᾶται.

Νάνι, θά᾿ ρθει ἡ μάνα σου, ἀπ᾿ τὸ δαφνοπόταμο
Κι ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό, νὰ σοῦ φέρει λούλουδα
Λούλουδα, τριαντάφυλλα καὶ μοσχογαρούφαλα.