Δραματοποιημένα δημοτικά τραγούδια καὶ κείμενα
γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐπετείου τῆς 25ης Μαρτίου 1821

Κείμενα-ἐπιμέλεια: Βασίλειος Δραχτίδης, ἐκπαιδευτικός,
Διευθυντὴς 14ου Δημοτικοῦ Σχολείου Βόλου
Ἀρχικὴ ἀνάρτηση: http://www.geocities.com/dsvolou14/theatro/25h.htm

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1453 - 1821: Η ΔΟΥΛΕΙΑ

ΧΟΡΩΔΙΑ Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
ΧΟΡΩΔΙΑ Ἀπολυτίκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ Κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Πρὶν πολλὰ-πολλὰ χρόνια, πᾶνε ἕξι αἰῶνες ἀπὸ τότε, ἄρχισε γιὰ τὴν πατρίδα μας μία μεγάλη σκοτεινὴ περίοδος. Ἡ χειρότερη τῆς ἱστορίας μας. Ἡ τουρκοκρατία.

Ἕνας λαὸς ἀλλόθρησκος ἦρθε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας καὶ κυριάρχησε σ᾿ ὅλα τὰ Βαλκάνια.

Ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ κοσμοξακουσμένη Πόλη, τὸ ὄνειρο τῶν λαῶν καὶ τῶν βαρβάρων ὁ πόθος, τούρκεψε.

ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Πῆραν τὴν Πόλιν, πῆραν τη, πῆραν τὴ Σαλονίκη!
Πῆραν καὶ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι.
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Πού ῾χε τριακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες.
Κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς· κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Κι ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες!
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Σώπασε κυρα-Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις,
πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι.
ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ Καράβι ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου
καὶ κάτεργο τὸ ὑπάντησε, στέκει κι ἀναρωτᾶ το:
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ - Καράβι πόθεν ἔρχεσαι καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;
ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ -Ἀπὸ τὴν Πόλη ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένη,
φέρνω μαντᾶτα θλιβερὰ καὶ παραπονεμένα.
Κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρά, φαρμακωμένα...
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ Σαράντα κάτεργα ἤμαστε κι ἑξηνταδυὸ φρεγάδες,
κι εἴχαμε σκλάβους ἑκατὸ στὸν ἅλυσο δεμένους,
στὸν ἅλυσο, στὰ σίδερα καὶ στὴ βαριὰ καδένα.
Κι ὁ σκλάβος ἀναστέναξε κι ἐστάθηκε ἡ φρεγάδα.
- Ποιὸς εἶναι ποὺ ἀναστέναξε καὶ στάθηκε ἡ φρεγάδα;
ΣΚΛΑΒΟΣ -Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἀναστέναξα καὶ στάθηκε ἡ φρεγάδα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ -Σκλάβε, πεινᾷς, σκλάβε, διψᾷς, σκλάβε, γυμνὸς πηγαίνεις;
ΣΚΛΑΒΟΣ -Μήτε πεινῶ, μήτε διψῶ, μήτε γυμνὸς πηγαίνω.
Θυμήθηκα τῆς νιότης μου, τῆς δόλιάς μου γυναίκας.
Χτὲς πούλησαν τὰ ροῦχα μου, σήμερα τ᾿ ἅρματά μου
καὶ αὔριο τὸ σπίτι μου σὲ ἄλλους τὸ πουλᾶνε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ -Σκλάβε, ξανατραγούδησε, γιὰ νὰ σὲ λευτερώσω.
ΣΚΛΑΒΟΣ Ἐγὼ πολλὰ τραγούδησα, μὰ λευτεριὰ δὲν εἶδα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ἄργειε νά ῾λθει ῾κείνη ἡ μέρα κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲ μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴ σκλαβιά,
ἔπαιρναν τὰ βουνά, γίνονταν κλέφτες
καὶ ἀγωνίζονταν ἐναντίον τῶν Τούρκων κατακτητῶν καὶ τῶν καταπιεστῶν.

ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Ὅποιος τυράννους δὲν ψηφεῖ καὶ λεύτερος στὸν κόσμο ζεῖ,
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ δόξα, τιμή, ζωή του εἶν᾿ μόνο τὸ σπαθί του.
ΜΑΝΑ Βασίλη, κάτσε φρόνιμα νὰ γίνεις νοικοκύρης.
ΚΛΕΦΤΗΣ Μάνα μου ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ γένω νοικοκύρης
καὶ νἄμαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν κοπέλι τῶν ραγιάδων.
Γιὰ δῶσ᾿ μου τ᾿ ἀλαφρὸ σπαθὶ καὶ τὸ βαρὺ ντουφέκι,
νὰ ροβολήσω στὰ βουνὰ νὰ σμίξω τοὺς συντρόφους.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἔζωσε τὸ σπαθάκι του, πῆρε καὶ τὸ ντουφέκι,
βγῆκε στῆς Γκούρας τὰ βουνά, στὰ κλέφτικα λημέρια.
ΚΛΕΦΤΗΣ Γειά σας βουνὰ μὲ τοὺς γκρεμούς, λαγκάδια μὲ τὶς πάχνες.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Καλῶς το τ᾿ ἄξιο τὸ παιδὶ καὶ τ᾿ ἄξιο παλικάρι
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ἕνα παλικάρι 20 χρονῶν (κάθε στίχος εἰς διπλοῦν)
Ἕνα παλικάρι 20 χρονῶν
ἄρματα τοῦ δῶσαν γιὰ τὸν πόλεμο
Πόλεμο δὲ βρῆκε πίσω γύρισε
στὰ μισά του δρόμου νερό-δίψασε
Ἔσκυψε νὰ πιεῖ νερὸ στὸ Γιοὺλ μπαξέ·
ἐκεῖ μία σφαῖρα τὸν ἐλάβωσε
Πᾶνε πὲς τῆς μάνας τῆς μπαμπόγριας
καὶ τῆς ἀδερφῆς μου τῆς καλόγριας
Θέλει ἂς βάλει μαῦρα θέλει ἂς παντρευτεῖ
μένα μὲ σκοτῶσαν μὲς στὸ Γιοὺλ μπαξέ.
ΚΛΕΦΤΗΣ Τῆς κλεφτουριᾶς
Παιδιά, σὰ θέτε λεβεντιὰ καὶ κλέφτες νὰ γενεῖτε
ν᾿ ἐμένα νὰ ρωτήσετε νὰ σᾶς ὁμολογήσω
τῆς κλεφτουριᾶς τὰ βάσανα καὶ τῶν κλεφτῶν τὰ ντέρτια.
Δώδεκα χρόνους ἔκανα στοὺς κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστὸ ψωμὶ δὲν ἔφαγα, δὲν πλάγιασα σὲ στρῶμα,
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, τοῦ ὕπνου τὴ γλυκάδα,
τὸ χέρι μου προσκέφαλο καὶ τὸ σπαθί μου στρῶμα,
καὶ τὸ καριοφιλάκι μου σὰν κόρη ἀγκαλιασμένο.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ἡ κλέφτικη ζωή (κάθε στίχος εἰς διπλοῦν)
Μαύρη, μωρέ, μαύρη ζωὴ ποὺ κάνουμε
μαύρη ζωὴ ποὺ κάνουμε, ἐμεῖς οἱ μαῦροι κλέφτες
Μὲ φό-, μωρέ, μὲ φόβο τρῶμε τὸ ψωμὶ
μὲ φόβο τρῶμε τὸ ψωμὶ μὲ φόβο περπατοῦμε
Ποτέ,μωρέ, ποτέ μας δὲν ἀλλάζουμε
ποτέ μας δὲν ἀλλάζουμε καὶ δὲν ἀσπροφοροῦμε
Ὅλη, μωρέ, ὁλημερὶς στὸν πόλεμο
ὁλημερὶς στὸν πόλεμο, τὸ βράδυ καραοῦλι
Κοντά, μωρέ, κοντὰ στὰ ξημερώματα
κοντὰ στὰ ξημερώματα, γυρίζω νὰ πλαγιάσω
Τὸ χέ-, μωρέ, τὸ χέρι μου προσκέφαλο
τὸ χέρι μου προσκέφαλο καὶ τὸ σπαθί μου στρῶμα
καὶ τὸ -μωρὲ- καὶ τὸ ντουφέκι ἀγκαλιὰ
καὶ τὸ ντουφέκι μου ἀγκαλιὰ σὰν τὸ παιδὶ ἡ μάνα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δύσκολη ἡ ζωὴ τῶν κλεφτῶν πάνω στὰ βουνά. Ἀκόμα πιὸ τραγικὸς ὅμως ἦταν ὁ θάνατος τοῦ γερο-κλέφτη.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε κι ὁ Δῆμος παραγγέλνει:
ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ Σύρτε παιδιά μου στὸ νερό, ψωμὶ νὰ φᾶτε ἀπόψε,
καὶ σὺ Λαμπράκη μου ἀνιψιέ, ἔλα κάτσε κοντά μου
νὰ σοῦ χαρίσω τ᾿ ἄρματα, νὰ γίνεις καπετάνιος.
Παιδιά μου μὴ μ᾿ ἀφήνετε στὸν ἔρημο τὸν τόπο.
Γιὰ πᾶρτε με καὶ σῦρτε με ψηλὰ στὴ κρύα βρύση,
πού ῾ναι τὰ δέντρα τὰ ψηλὰ τὰ πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιὰ καὶ στρῶστε μου καὶ βάλτε με νὰ κάτσω
γιὰ νὰ σᾶς πῶ τὰ κρίματα, ὅσά ῾χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια ἀρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ὅμως ἡ λευτεριὰ δὲν ἔρχεται μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν λίγων.

Ἡ λευτεριὰ εἶναι ὑπόθεση ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ προετοιμαστοῦν γιὰ τὴ λευτεριά. Καὶ τὸ ξύπνημα τοῦ ραγιὰ μπορεῖ νὰ γίνει μονάχα στὰ σχολειά.

Κι ὁ Πατροκοσμᾶς, ὁ Αἰτωλὸς ὄργωνε τὴ σκλαβωμένη πατρίδα κι ἔφτιαχνε σχολεῖα:

ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ Τὰ σχολειὰ χτίστε, ἐκεῖ μένει ὁ θεὸς τῆς λευτεριᾶς.

Χτίστε σχολειὰ γιὰ τὸ λαό, γράμματα σ᾿ ὅλους δῶστε.

Μοναχὰ μὲ τὴ μόρφωση ἡ λευτεριὰ θὲ νά ῾ρθει.

ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Τὰ σχολειὰ χτίστε, ἐκεῖ μένει ὁ θεὸς τῆς λευτεριᾶς.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 400 χρόνια στὴ σκλαβιὰ οἱ Ἕλληνες ἔστρεφαν συχνὰ τὸ βλέμμα πρὸς τὰ παλάτια καὶ τὶς αὐλὲς τῶν χριστιανικῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ρωσίας. Μέσα τους πάντα φωλίαζε ἡ κρυφὴ ἐλπίδα πὼς θὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ λευτερωθοῦν.
ΚΛΕΦΤΗΣ Ὀρλωφικά
Ἀκόμα τούτη τὴν ἄνοιξη,
ραγιάδες, ραγιάδες,
τοῦτο τὸ καλοκαῖρι,
ὅσο νὰ ῾ρθεῖ ὁ Μόσκοβος,
ραγιάδες, ραγιάδες,
νὰ φέρει τὸ σεφέρι
Μοριᾶ καὶ Ρούμελη...
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἐλπίδες πάντα διαψεύδονταν κι οἱ σκλάβοι ἔμεναν πάντα ἀνυπεράσπιστοι στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν. Ἀντὶ γιὰ τὴ βοήθεια ποὺ περίμεναν, οἱ Ρῶσοι προτιμοῦσαν νὰ τὰ βροῦν μὲ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς ραγιάδες στὴ μοῖρα τους.
ΚΛΕΦΤΗΣ Ὀρλωφικά
Κι οἱ Μόσκοβοι, οἱ φίλοι μου, ἡ μοναχή μου ἐλπίδα,
καὶ τί καλό μοῦ ἐκάνανε ποὺ ἦρθαν στὸ Λεβάντε;
Νὰ μοῦ ἀφανίσουν τὰ νησιὰ καὶ νὰ μὲ παρατήσουν,
καὶ πάλι μὲ τὸν τύραννο νὰ κάμουν τὴν ἀγάπη.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Τὸ καρτέρεμα

Ἔτσι μὲ τὸ καρτέρεμα μεγάλωσαν οἱ νύχτες,
τοῦτο τραγούδι ρίζωσε καὶ ψήλωσε σὰν δέντρο.

Κι αὐτοὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ σίδερα μανούλα
κι αὐτοὶ μακριὰ στὰ ξένα,
κάνουν πικρὸ νὰ βγάλουν τ᾿ ἂχ μανούλα
καὶ βγαίνει φύλλο λεύκας. (δίς)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Φωνὴ μεγάλη ἀκούγεται τότε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο:
«Βουλγάροι κι Ἀρβανῖτες, Ἀρμένιοι καὶ Ρωμιοὶ
γιὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ζώσουμε σπαθί».
Εἶναι ὁ Ρήγας ὁ Βελεστινλὴς ποὺ βροντοφωνάζει.
Ἀπ᾿ τὸ Βελεστίνο καὶ τὴ Ζαγορὰ
μέχρι τὴ Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Βιέννη
ἡ φωνή του δονεῖ τὶς καρδιὲς τῶν σκλάβων.
Πολύτιμο τὸ μελάνι του καὶ τὸ αἷμα του ἅγιο.
ΡΗΓΑΣ Θούριος
Ὡς πότε παλικάρια θὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λιοντάρια στὶς ράχες στὰ βουνά;
Σπηλιὲς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπουμε κλαδιά,
νὰ φεύγουμε ἀπ᾿ τὸν κόσμο, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνουμε ἀδέρφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους τὰ παιδιά μας κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλύτερα μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ 40 χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Τὴν ἀπάντηση δίνει τὸ Σοῦλι. Οἱ Μποτσαραῖοι κι Τζαβελαῖοι σέρνουν τὸ χορὸ τῆς λευτεριᾶς στὰ κακοτράχαλα βουνὰ τῆς Ἠπείρου.
ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ Τώρα νὰ δεῖτε πόλεμο καὶ κλέφτικα ντουφέκια.
Πῶς πολεμάει ἡ κλεφτουριὰ κι αὐτοὶ οἱ Κακοσουλιῶτες.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Οἱ ἡρωικοὶ ἀγῶνες τῶν Σουλιωτῶν ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ πασᾶ εἶναι ἀπ᾿ τὶς ἡρωϊκότερες σελίδες τῶν ἀγώνων γιὰ τὴ λευτεριά. Περήφανοι κι ἀδούλωτοι δὲ σκύψαν ποτὲ τὸ κεφάλι. Πολέμησαν σὰν ἥρωες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μέχρι νὰ τοὺς ἀναγκάσει ἡ πεῖνα νὰ συνθηκολογήσουν.

Τὸ Σοῦλι μπορεῖ νὰ τούρκεψε, οἱ Σουλιῶτες ὅμως ποτέ.

ΔΕΣΠΩ Τὸ Σοῦλι κι ἂν προσκύνησε κι ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες, δὲν ἔκανε, δὲν κάνει.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε κόρες καὶ νύφες κράζει:
ΔΕΣΠΩ -Σκλάβες Τουρκῶν μὴ ζήσουμε κι ὅλες μαζί μου ἐλᾶτε.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε κι ὅλες φωτιὰ γενῆκαν.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γιὰ δὲς τὲ πέρα στὸ γκρεμὸ τοῦ Ζαλόγγου. Χορὸς καὶ τραγούδι στὴν κόψη τοῦ βράχου.

Ἀκοῦστε σεῖς, λεύτεροι ἄνθρωποι τούτης τῆς γῆς, τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ νὰ τραγουδάει τὸ χορὸ τοῦ Ζαλόγγου.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Τὲς μάζωξε εἰς τὸ μέρος τοῦ Ζαλόγγου τὸ ἀκρινό,
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως καὶ τὲς ἐνέπνευσε χορό.

Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν οὔτε γάμοι, οὔτε χαρὲς
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν ἀθωότερες ζωές.

Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γῦρο ποὺ ἐγυρίζαν ἀπὸ πάνου ἔλειπε μιά.

Στὰ ἴδια ὄρη ἐγεννηθῆκαν καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν πάντα πρῶτοι στὴ φωτιά.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ Τσάμικο
Στὰ κακοτράχαλα τὰ βουνά,
μὲ τὸ σουραῦλι καὶ τὸ ζουρνᾶ,
πάνω στὴν πέτρα τὴν ἁγιασμένη,
χορεύουν τώρα τρεῖς ἀντρειωμένοι:
ὁ Νικηφόρος κι ὁ Διγενῆς,
κι ὁ γιὸς τῆς Ἄννας τῆς Κομνηνῆς.
Δική τους εἶναι μία φλούδα γῆς
μὰ ἐσὺ Χριστέ μου τοὺς εὐλογεῖς
γιὰ νὰ γλιτώσουν αὐτὴ τὴ φλούδα
ἀπ᾿ τὸ τσακάλι καὶ τὴν ἀρκούδα.
Δὲς πῶς χορεύει ὁ Νικηταρᾶς
κι ἀηδόνι γίνεται ὁ ταμπουρᾶς.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

25-3-1821: Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Κι ἦρθεν ἡ ὥρα κι ἡ στιγμὴ οἱ λίγοι κλέφτες τῶν βουνῶν νὰ γίνουν οἱ χιλιάδες ἐπαναστάτες. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ἔκαμαν καλὰ τὴ δουλειὰ τοὺς οἱ τρεῖς φιλικοί: Ὁ Σκουφᾶς, ὁ Τσακάλωφ καὶ ὁ Ξάνθος. Ἔκαναν καλὰ τὴ δουλειὰ τοὺς οἱ ἀπόστολοι τῆς φιλικῆς ἑταιρείας.

Κι ἕνας λεβέντης παπᾶς, Παπαφλέσσας τ᾿ ὄνομά του, ἀναλαμβάνει τὸ δύσκολο ἔργο τοῦ ξεσηκωμοῦ.

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ Ὅποιος τὸ δίκιο δὲν παλεύει, θὰ ζεῖ καὶ θὰ πεθαίνει σὰ ραγιᾶς.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γυρίζει ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ πυρώνει τὶς ψυχὲς τῶν καταπιεσμένων καὶ τῶν καταφρονεμένων σκλάβων μὲ τὴ φλόγα τῆς λευτεριᾶς...
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη.
Ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι,
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.
ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΙΚΟΙ Ὁρκομωσία
Ὁρκιζόμαστε
νὰ συντρέξουμε τὴ λευτεριὰ τῆς πατρίδας.
Ὁρκιζόμαστε
ὅτι ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ στοὺς τυράννους της πατρίδας
ἡ φωτιὰ καὶ τὸ σίδερο θὰ εἶναι τὸ μόνο μέσο της διαλλαγῆς.
Ὁρκιζόμαστε
σὲ σένα ἱερὴ πατρίδα, ὅτι ἀφιερώνουμε τὴ ζωή μας σὲ σένα.
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ Ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἱστορίας μας. Νὰ δειχτοῦμε ἀληθινοὶ Ἕλληνες. Μὴ φοβηθοῦμε τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν. Εἴμαστε ὀλίγοι, ἀλλὰ εἶναι μεγάλος ὁ θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι ἀπέναντι εἰς τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπο. Καὶ τώρα καὶ παλιὰ ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲ μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Κι οἱ ὀλίγοι πάντα ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν γιὰ τὴ λευτεριὰ καὶ τὴν πατρίδα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Οἱ Ἕλληνες δίνουν τὸν ὅρκο τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου.
Ὁρκίζεται ἡ Πελοπόννησος:
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἐλευθερία ἢ θάνατος.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ὁρκίζεται ἡ Ρούμελη:
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Ἐλευθερία ἢ θάνατος.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ὁρκίζονται τὰ νησιά μας:
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἐλευθερία ἢ θάνατος.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ὁρκίζεται ὅλη ἡ Ἑλλάδα:
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἐλευθερία ἢ θάνατος.

Τὸν τύραννο νὰ διώξουμε ἢ νὰ χαθοῦμε ὅλοι.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νά, στὴν Ἀλαμάνα ὁ Διάκος, πὼς πολεμάει τὸν τύραννο μὲ τὸ σπαθὶ σπασμένο.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Παίρνουνε τ᾿ ἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ ντουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταμπούρια.
ΔΙΑΚΟΣ -Καρδιά, παιδιά μου. Παιδιὰ μὴ φοβηθεῖτε,
σταθεῖτ᾿ ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθεῖτε.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ψιλὴ βροχούλα ἔπιασε κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια ἔκαμαν, τὰ τρία ἀράδα - ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος μοναχὸς μὲ δεκαοχτὼ λεβέντες.
Καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασᾶ τὸν πᾶνε.
ΟΜΕΡ ΒΡΥΩΝΗΣ - Γίνεσαι Τοῦρκος, Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν᾿ ἀλλάξεις;
Νὰ προσκυνήσεις τὸ τζαμὶ τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ ἀφήσεις;
ΔΙΑΚΟΣ - Πάτε καὶ σεῖς κι ἡ πίστη σας, μουρτάτες νὰ χαθεῖτε.
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Γιὰ δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξε ὁ χάρος νὰ μὲ πάρει
τώρα π᾿ ἀνθίζουν τὰ κλαδιὰ καὶ βγάζει ἡ γῆ χορτάρι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ὁ Διάκος (κάθε στίχος εἰς διπλοῦν)
Πηδάει ἡ φωτιὰ κι οἱ σοῦβλες ἕτοιμες κι αὐτὸς ὁλόρθος στέκει.
Πεθαίνει ἀρνούμενος τὸ θάνατο καὶ λευτεριὰ φωνάζει.
Ἐλευθεριὰ γιὰ σένα χάνομαι, μὰ θὰ ῾ρθοῦν πίσω μου ἄλλοι.
Στρατοὶ οἱ γιοί μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου καὶ θὰ σὲ λευτερώσουν.
Μὴν κλαὶς κυρὰ κι ἐγὼ θ᾿ ἀναστηθῶ καὶ θὰ σ᾿ ἁρπάξω πάλε.
Θὰ σπῶ τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς θὰ καταλυῶ τὰ κάστρα.
Λίγοι εἴμαστε κι ἀλίμονο στὴ γῆς ἂν ξοφληθεῖ ἡ γενιά μας.
Στρατοὶ οἱ γιοί μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου καὶ θὰ σὲ λευτερώσουν.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νά, καὶ στῆς Γραβιᾶς τὸ πλίθινο τὸ χάνι,
μαζεύονται τ᾿ Ἀντρούτσου οἱ Ρουμελιῶτες.
ἑκατόν τριάντα δυὸ ἀντρειωμένοι
κλείνονται τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσουν.
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Τ᾿ Ἀντρούτσου ἡ μάνα χαίρεται, τοῦ Διάκου καμαρώνει.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Γιατὶ ἔχουν γιοὺς ἀρματολοὺς καὶ γιοὺς καπεταναίους.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νὰ καὶ στῶν Δερβενακίων τὰ στενά,
ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς λεβέντες Μοραΐτες του,
μὲ τόλμη κι ἀρετὴ τὸ Δράμαλη προσμένουν.
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Φύσα μαΐστρο δροσερὲ κι ἀέρα τοῦ πελάγου,
νὰ πᾷς τὰ χαιρετίσματα στοῦ Δράμαλη τὴ μάνα.
ΠΟΙΗΜΑ Στὰ Δερβενάκια
Τῆς Ρούμελης οἱ μπέηδες, τοῦ Δράμαλη οἱ ἀγάδες
στὰ Δερβενάκια κείτονται, στὸ χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα ἔχουνε τὴ μαύρη γῆ, προσκέφαλο μία πέτρα
κι ἀπανωσκεπάσματα τοὺς πάγους καὶ τὰ χιόνια.
Κολοκοτρώνης πέρασε μὲ τοὺς καπεταναίους
καὶ τὰ κεφάλια τήραγε καὶ τὰ κορμιὰ τηράει.
Καὶ ὁ Νικήτας ἔλεγε καὶ ὁ Νικήτας λέει:
«Κορμιά, ποῦ εἶν᾿ τὰ κεφάλια σας,
κορμιὰ ποῦ εἶν᾿ τ᾿ ἅρματά σας;»
ΤΡΑΓΟΥΔΙ Σαράντα Παλληκάρια

Σαράντα παλικάρια,ἀπὸ τὴ Λέ-, ἀπὸ τὴ Λεβαδιά,
Πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουνε τὴν Τροπο- βρὲ τὴν Τροπολιτσά.

Στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνανε, γέροντα, βρὲ γέροντα ἀπαντοῦν.
Γειά σου χαρά σου γέρο, καλῶς τα, τά- καλῶς τα, τὰ παιδιά.

Ποῦ πάτε παλικάρια, ποῦ πᾶτε ὡρέ- ποῦ πᾶτε ὡρὲ παιδιά;
Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε τὴν Τροπο-, βρὲ τὴν Τροπολιτσά.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νά καὶ τὰ Ψαρὰ στὸ βάθος τοῦ Αἰγαίου.
Σύμβολο ἀρετῆς καὶ τόλμης γίνονται,
τὸν ὅρκο τους κρατᾶνε:
«Ἐλευθερία ἢ θάνατος».
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
περπατώντας ἡ δόξα μονάχη,
μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλικάρια
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ,
καμωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
πού ῾χαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νά κι ἡ Χίος, τ᾿ ὁλόμορφο νησί.

Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.

ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἡ Χίος τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νὰ καὶ τὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ πυργώθηκε ἡ λεβεντιὰ ὡς τοὺς ἑφτὰ οὐρανούς. Τοῦρκοι κι Αἰγύπτιοι τὸ πολιορκοῦν ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα. Καὶ πάνω στὴ μεγάλη ἀνάγκη, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Σουλιωτῶν πολεμιστῶν, ὑπερασπιστῶν τῆς πόλης, ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης σκοτώνεται στὴ μάχη τοῦ Κεφαλόβρυσου.
ΠΟΙΗΜΑ Ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης
Ὁ Νότης ἐτραγούδαγε στοῦ Μάρκου τὸ κιβοῦρι
καὶ λέει τραγούδια θλιβερὰ καὶ παραπονεμένα.
- Γιὰ σήκω ἀπάνω, Μᾶρκο μου, καὶ μὴ βαριοκοιμᾶσαι,
τί ὁ Βάλτος ἐπροσκύνησε κι ὅλο τὸ Ξηρομέρι.
Τὸ Μεσολόγγι ἀπόμεινε, δὲ θὲ νὰ προσκυνήσει.
Στεριᾶς τὸ δένει ὁ Κιουταχὴς κι Ἀράπης τοῦ πελάγου,
πέφτουν τὰ τόπια Σὰ βροχὴ κι οἱ μπόμπες Σὰ χαλάζι
κι αὐτὰ τὰ λιανοντούφεκα σὰν ἄμμο τῆς θαλάσσης.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ἡ πείνα θερίζει τοὺς πολιορκημένους. Κι ὅμως ἀντιστέκονται μέχρι θανάτου. Κρατοῦν κι αὐτοὶ τὸν ὅρκο τους. Ἀποφασίζουν τὴν ἡρωικὴ ἔξοδο ποὺ θὰ τοὺς γράψει κι αὐτοὺς στὸ πάνθεο τῶν ἡρῴων.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Εἶν᾿ ἕτοιμοι στὴν ἄσπονδη πλημμύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμους νὰ σχίσουν μὲ σπαθιὰ κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν.
Δῶθε μὲ τοὺς ἀδερφούς, ἐκεῖθε μὲ τὸ χάρο.
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Μιὰ χούφτα χῶμα τὸ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μὲ κεῖνο.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας.
Ὦ, Μεσολόγγι ἀθάνατο.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἡ δύναμή σου πέλαγο κι ἡ θέλησή σου βράχος.
ΠΟΙΗΜΑ Τὸ Μεσολόγγι
Νά ῾μουν πουλὶ νὰ πέταγα, νὰ πήγαινα τ᾿ ἀψήλου
ν᾿ ἀγνάντευα τὴ Ρούμελη τὸ ἔρμο Μεσολόγγι
πὼς πολεμάει μὲ τὴν Τουρκιὰ μὲ τέσσερις πασᾶδες.
Πέφτουν κανόνια στὴ στεριὰ καὶ μπόμπες τοῦ πελάγου,
πέφτουν τὰ λιανοντούφεκα σὰν ἄμμος σὰν χαλάζι.
Καὶ ὁ Μακρῆς τοὺς φώναξε καὶ ὁ Μακρῆς τοὺς λέει:
-Παιδιὰ βαστᾶτε τ᾿ ἄρματα καὶ τὰ βαριὰ ντουφέκια
καὶ τὸ μιντάτι ἔρχεται στεριὰ καὶ τοῦ πελάγου.
Μήτε μιντάτι ἔφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει
καὶ οἱ κλεισμένοι ξόρμησαν μὲ τὰ σπαθιὰ στὰ χέρια
κι οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐσταύρωσαν καὶ τοὺς διαμοιράζουν.
Πῆραν κεφάλια ἀμέτρητα καὶ ζωντανοὺς ἀμέτρους
καὶ λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μὲς στὸ αἷμα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γιόμισε ὁ Μοριᾶς Αἰγυπτίους.
Ὅλα τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη βασιλεύει ὁ τρόμος.
ΠΟΙΗΜΑ Ὁ Ἰμπραήμ
Ὁ κοῦκος φέτος δὲ λαλεῖ, οὔτε καὶ θὰ λαλήσει
παρὰ ἡ τρυγόνα ἡ θλιβερὴ τὸ λέει τὸ μοιρολόι.
Φέτος μας ἦρθε ἡ Ἀραπιὰ καὶ κόβει καὶ σκλαβώνει.
Ἐσκλάβωσε μικρὰ παιδιά, γυναῖκες μὲ τοὺς ἄντρες,
κι ἐσκότωσε λεβεντουριὰ καὶ καπεταναραίους.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νά κι ὁ γιὸς τῆς καλογριᾶς. Νὰ κι ὁ Καραϊσκάκης.
Πῶς πολεμάει γιὰ τὴν πατρίδα μὲς στὰ χιόνια τῆς Ἀράχοβας καὶ τοῦ Δίστομου.
Νὰ καὶ τῆς Ἀκρόπολης οἱ πολιορκημένοι. Περιμένουν τὴ βοήθειά του.
Ἦταν ἀνήμερα τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του.
Θυσία κι αὐτὸς στὸ βωμὸ τῆς λευτεριᾶς.
ΕΛΛΑΔΑ Τὸ λὲν οἱ κοῦκοι στὰ βουνὰ κι οἱ πέρδικες στὰ πλάγια
καὶ μία μικρούλα πέρδικα στὸν κάμπο τῆς Ἀθήνας.
Εἶχε τὰ νύχια κόκκινα καὶ τὰ φτερὰ βαμμένα.
Ἀποβραδὶς μοιρολογᾷ καὶ τὸ ταχὺ φωνάζει:
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερὴ Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευὴ ξημέρωνε, νὰ μὴν εἶχε ξημερώσει.
Ἀφέντες ἔβαλαν βουλὴ τὸν πόλεμο νὰ πιάσουν.
Καραϊσκάκης φώναξε, Καραϊσκάκης λέει:
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ -Ποῦ εἶστε μπρὲ Ρουμελιῶτες μου, παιδιὰ μ᾿ ἀντρειωμένα;
Γυμνῶστε τ᾿ ἁλαφρὰ σπαθιὰ καὶ ρῖξτε τὰ ντουφέκια.
ΕΛΛΑΔΑ Ἦρθε μεντάτι τῶν Τουρκῶν πεζοὶ καὶ καβαλάροι.
Δὲν ἦταν λίγοι οὔτε πολλοί, ἦταν ἐννέα χιλιάδες.
Πρῶτο γιουροῦσι πούκαναν δεύτερο τράκο κάναν
λαβώνεται ὁ Καραϊσκᾶς κι ὁ καπετὰν Νικήτας.
Κι ὁ Καραΐσκος φώναξε κι ὁ Καραΐσκος λέει:
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ -Ἕλληνες μὴν κιοτέψετε, παιδιὰ μὴ φοβηθεῖτε
καὶ πάρ᾿ το γιοῦχα ἡ Τουρκιὰ κι ἔρθει νὰ μᾶς χαλάσει.
Σὰν Ἕλληνες βαστάξετε καὶ σὰν Γραικοὶ σταθεῖτε.
Κι ἐγὼ κι ἂν ἐλαβώθηκα, κι ἂν εἶμαι λαβωμένος
τώρα θὰ πάω στὴν Κούλουρη καὶ στὴ Φανερωμένη
πού ῾ναι καλὸς ἐκεῖ γιατρὸς μὴν πάει καὶ μὲ γιατρέψει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Κι οἱ σκλάβοι νά ῾χουν πάντα τὸ βλέμμα στραμμένο στὴν Εὐρώπη. Νὰ προσμένουν τὴ βοήθεια. Χριστιανοὶ εἶναι κι αὐτοί, πίστευαν, θὰ μᾶς βοηθήσουν, δὲ μπορεῖ.
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ Μὴν ἐλπίζετε τίποτα ἀπ᾿ ἔξω ἀδέρφια. Κανένας δὲ νοιάζεται γιὰ μᾶς. Μήτε οἱ Ῥοῦσοι, μήτε οἱ Φραντσέζοι μήτε οἱ Ἐγγλέζοι τόχουν σκοπὸ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Μόνοι μας νὰ τηράξουμε νὰ τὰ βγάλουμε πέρα. Ὅλοι τηρᾶνε τὸ δικό τους τὸ συμφέρον κι οὔτε ποὺ νοιάζονται γιὰ τὸ δόλιο τὸ ραγιᾶ. Ὅλοι τους θέλουν νὰ τά ῾χουν καλὰ μὲ τὸν Τοῦρκο. Χριστιανοὶ σοῦ λένε μετά...
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ Ὅταν σηκώσαμε τὴ σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμε ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ πολλοὶ καὶ οἱ δυνατοὶ κι ἐμεῖς οἱ λίγοι κι οἱ ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους. Κι ἂν πεθάνουμε, θὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴ θρησκεία μας.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Βαρὺ τὸ τίμημά σου, λευτεριά.
Ἕνα ἑκατομμύριο ψυχὲς στὸ θάνατο ριγμένες.
Σὰν τὰ σπυριὰ τὸ στάρι στὰ σαγόνια τοῦ μύλου.
ΧΟΡΟΣ ΑΓΟΡΙΩΝ - ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποὺ μὲ βιὰ μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά! (τρίς)