Τάκης Θεοδωρόπουλος - Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος


Ὅπως τὸν ἔβλεπα ἀκίνητο ἀπέναντί μου, σκεφτόμουν ὅτι ἡ μύγα ποὺ περιφερόταν ἀνενδοίαστα γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ἦταν τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ ὅσα μοῦ τὸν ἔκαναν ἀπωθητικό. Τὸ θλιβερὸ ἔντομο ποὺ ἔπαιζε μὲ τὸ κεφαλάκι του κουνώντας συγχρονισμένα δυὸ ἀσήμαντα, τρίχινα ποδαράκια, δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ οὔτε μὲ τὸ πελιδνὸ δέρμα τοῦ προσώπου του οὔτε μὲ τὸ γυάλινο βλέμμα του - ἀνέκφραστο ὡς συνήθως - οὔτε μ᾿ ἐκεῖνο τὸ καρύδι τοῦ λαιμοῦ ποὺ ἐξεῖχε ἐνοχλητικά, ἕτοιμο νὰ ἀνεβοκατέβει μόλις ἐκεῖνος πήγαινε νὰ καταπιεῖ, ἂν τὰ κατάφερνε ποτὲ ξανὰ νὰ καταπιεῖ. Ἡ ὁμοιότητα τοῦ προσώπου του μὲ τὸ δικό μου πρόσωπο - ἢ τουλάχιστον μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχω ἐγὼ γιὰ τὸ δικό μου πρόσωπο - ἐπιδείνωνε ἀκόμη περισσότερο τὴν κατάσταση. Κλεισμένος σ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο, μὲ τὸν χαλασμένο κλιματισμὸ καὶ τὴν πνιγηρὴ μυρουδιὰ ἀπὸ τὰ λουλούδια, τὸ μόνο ποὺ δὲν εἶχα ὄρεξη ἦταν νὰ βλέπω τὸ κακότεχνο ὁμοίωμά μου νὰ μὲ κοιτάει ἀπὸ τὴν ἄλλη ὄχθη, καὶ μάλιστα μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου παραμορφωμένα ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴ μακρόχρονη ἀρρώστια καὶ τὴ χρόνια φαρμακευτικὴ ἀγωγή.

Πάντα εἶχε μανία μὲ τὶς μυρουδιές. Πάντα παστωνότανε μὲ after shave καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ καταχρᾶται τὴν ἔννοια τοῦ ἀποσμητικοῦ, λὲς καὶ ὁ πληθωρισμὸς τῶν ἀρωμάτων θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθμίσει τὴ δυσάρεστη αὔρα τῆς παρουσίας του, αὐτὸ τὸ ὑπερφίαλο, προπετὲς καὶ σίγουρο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἀνυπαρξίας ὕφος του. Τώρα ὅμως, μ᾿ αὐτὴν τὴν πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργοῦσαν οἱ βιολέτες ἀνάμεσά μας, ἡ ἀσφυξία ἦταν ἡ μόνη σοβαρὴ προοπτική.

Ἔπειτα ἦταν κι ἐκεῖνο τὸ βλέμμα του, ποὺ καρφωμένο ἐδῶ καὶ τόση ὥρα πάνω μου μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι καταγράφει τὴν κάθε μου κίνηση. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ παράνοιά μου, ὅμως πρὸς στιγμὴν ἤμουν σίγουρος ὅτι ἡ ἀπουσία ἔκφρασης δὲν ἦταν παρὰ τὸ προκάλυμμα τῆς συνηθισμένης του, προκλητικῆς ἀδιακρισίας.

Κάποιος τὸν εἶχε στήσει ἐκεῖ κι αὐτὸ δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Ξαφνικὰ συνειδητοποιοῦσα ὅτι ἡ τόσο προβεβλημένη ἐλευθερία μου δὲν ἦταν παρὰ τὸ πρόσχημα γιὰ νὰ ὁδηγηθῶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἰδιότυπο ἐγκλεισμό. Κάτι ἔπρεπε νὰ κάνω γιὰ νὰ γλιτώσω ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ μαζί του, ἀπὸ τὸ ἰσόβιο «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ ἐμφάνιση τῆς γυναίκας μου ἐπὶ σκηνῆς, ἂν καὶ δὲν μὲ ξάφνιασε, καθότι ἀναμενόμενη, μπέρδεψε ἀκόμη περισσότερο τὰ πράγματα. Σκορπίζοντας γύρω της ἀναθυμιάσεις ταραχῆς, ἐπικρίσεις πρὸς πάντα ἁρμόδιο καὶ ἀναρμόδιο, ἀλλάζοντας θέσεις σὲ διάφορα μικροαντικείμενα καὶ διακοσμητικὰ τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ γνώμη της ἔπρεπε νὰ βρίσκονται ἀλλοῦ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν, ἡ γυναίκα αὐτὴ μὲ ἔκανε νὰ διαπιστώσω γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πὼς ὅ,τι κι ἂν συνέβαινε, ποτὲ δὲν θὰ κατάφερνα νὰ τὴν κατατάξω στὰ ράφια τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς συνήθειας ποὺ ὁ καθένας μας κουβαλάει στὴν ψυχική του οἰκοσκευή.

Παλιότερα, ὅταν τὴν εἶχα πρωτογνωρίσει, δὲν μὲ ἄφηνε σὲ ἡσυχία ἡ ταραχὴ τῆς γοητείας της, μετὰ ὅσο μαθαίναμε νὰ ἀνεχόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ εἶχε ἐντυπωσιάσει ἡ ἀπρόβλεπτη συμπεριφορά της, ὅταν πιὰ πήραμε τὸ ἀπολυτήριό μας ὡς παντρεμένοι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἔχει πάντα δίκιο, καὶ τώρα ποὺ ἡ ζωὴ μᾶς εἶχε συνταξιοδοτήσει, ἡ ἀδρεναλίνη μου ἀνέβαινε μόνον μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶχα περάσει τόσα χρόνια στὸ πλευρό της. Τὴν ἔβλεπα καὶ σκεφτόμουν ἱστορίες ποὺ εἶχαν ἀρχίσει σαράντα χρόνια πίσω καὶ δὲν εἶχαν τελειωμό.

Τριάντα ἑπτὰ συναπτὰ γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Καὶ ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὄχι χωρὶς κάποια δόση θαυμασμοῦ πὼς ἐκείνη, παρότι διέσχιζε ἤδη πρὸ πολλοῦ τὶς αὐχμηρὲς ἐκτάσεις τῆς ἕκτης δεκαετίας της, χωρὶς νὰ ἔχει κάνει λίφτινκ, ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἐντυπωσιακή.

Πρὸς Θεοῦ!

Εἶναι θέμα καλοῦ γούστου. Αὐτὸ πιὰ τὸ καταλαβαίνει ὁ καθένας. Μετὰ τόσα χρόνια γάμου καὶ ἀντίστοιχα ἄσπονδης φιλίας μὲ τὸν ὑποτιθέμενο ἀντίπαλο, ἡ ζήλεια μόνον ὡς γελοιογραφία συναισθήματος μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ. Ὡς ἐκ τούτου εὔκολα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι αὐτὸ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅταν διεπίστωσα ὅτι ἡ γυναίκα μου, ἀγνοώντας προκλητικὰ τὴν παρουσία μου, ἔσκυψε νὰ φιλήσει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὴ ζήλεια. Βέβαια δὲν ἦταν καὶ κάνα φιλὶ ποὺ πρόδιδε ἐρωτικὸ πάθος ἢ κάτι ἀντίστοιχο, ὅμως δὲν ἦταν καὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἐντελῶς ἀδιάφορους τελευταίους ἀσπασμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους οἱ γνωστοὶ συνήθως ἀποχαιρετοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

Προτάσσοντας τὴ γενναιόδωρη πλευρὰ τοῦ χαρακτήρα μου - γιατὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὸ καλύτερο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις εἶναι νὰ μὴν χάσεις τὴν ψυχραιμία σου - κατάφερα νὰ ἐκτιμήσω τὶς πραγματικὲς διαστάσεις τοῦ γεγονότος.

Τὸ συμπέρασμα ἦταν σαφές. Ἡ γυναίκα μου ὡς χαρακτήρας διέθετε ἐπιτέλους κάποιο βάθος. Μποροῦσε ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ ἐμπνεύσει πάθος καὶ νὰ ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ ἕλξη ποὺ ἡ ἴδια αἰσθάνεται. Ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ ἡ τόσο ἀπότομη καὶ μονοσήμαντη ἔκφραση, ὅμως πολὺ φοβοῦμαι ὅτι περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Συνηγορούσης καὶ τῆς συγκινήσεως, λόγω τῶν ἀκραίων περιστάσεων, μπόρεσα νὰ διαπιστώσω δὲν ἦταν μόνον αὐτὸ τὸ φιλάρεσκο καὶ πολυέξοδο πλάσμα, ὁ τακτικὸς θαμώνας τῶν κοσμηματοπωλείων καὶ τῶν πάσης φύσεως ὀργανισμῶν ποὺ φροντίζουν νὰ παστεριώσουν τὴ γοητεία. Ἦταν καὶ κάτι ἀκόμη, κάτι ποὺ εἶχε κάποτε ὑπάρξει γιὰ μένα καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει γιὰ κάποιους ἄλλους, σὰν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο.

Ἐξάλλου δὲν μποροῦσα νὰ ἀγνοήσω τὸ γεγονὸς ὅτι ἐγὼ ὑπῆρξα ὁ ἀρχιτέκτονας αὐτοῦ τοῦ οἰκοδομήματος. Ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄντρες τοῦ κόσμου τούτου, καὶ ξέρω πολλοὺς οἱ ὁποῖοι ἀσμένως θὰ τῆς παρεῖχαν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς ὑπηρεσίες, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο πῆγε νὰ πέσει, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι διατηρεῖ αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη σχέση μαζί μου. Καὶ ἂς ἀντιπροσώπευε αὐτὸς ὅ,τι ἐκείνη ἀντιπαθοῦσε: ὡραιοπαθὴς καὶ ἐγωπαθὴς μέχρι βλακείας, νεόπλουτος καὶ κομψευόμενος, συγκαταλέγεται στοὺς αὐτοδημιούργητους ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Ἄσε ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ παριστάνει τὸν μορφωμένο, ὅπως ὅλοι αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς ποὺ παίρνουν στὰ σοβαρὰ τὰ ζητήματα τῆς κοινωνικῆς τους ἀναρρίχησης, καὶ ἐπιμένει νὰ ἐκφράζει γνώμη περὶ παντός του ἐπιστητοῦ.

Ἐννοεῖται ὅτι λίγο ἂν ἔξυνες κάτω ἀπὸ τὴν καλογυαλισμένη ἐπιφάνεια, τὸ ἄψογο ντύσιμο καὶ τὴ φροντισμένη συμπεριφορά, θὰ συναντοῦσες, χωρὶς νὰ πᾶς καὶ πολὺ βαθιά, τὸν ἄξεστο χαρακτήρα πού, λόγω μισανθρωπίας, δὲν ἔχει μπεῖ στὸν κόπο νὰ σκεφτεῖ τὰ στοιχειώδη: αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, λυπᾶμαι ποὺ τὸ λέω, καὶ μισογύνης εἶναι καὶ κατὰ καιροὺς τὸν ἔχω ἀκούσει νὰ ὑποστηρίζει τὶς πλέον ρατσιστικὲς ἀπόψεις.

Τουλάχιστον, θὰ μοῦ πεῖτε, δὲν μπαίνει στὸν κόπο νὰ ὑποκρίνεται σὰν μερικοὺς μερικούς. Ἀδιαφορεῖ τόσο πολὺ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους, ποὺ δὲν κουράζεται γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀδιαφορία του. Θὰ συμφωνήσετε ὅμως μαζί μου ὅτι ἂν ἀναγορεύσουμε τὴν εἰλικρίνεια σὲ ὕψιστη ἀρετή, τότε ἡ μισὴ ἀνθρωπότητα κινδυνεύει νὰ δολοφονήσει τὴν ἄλλη μισή.

Παραφέρομαι. Τὸ ξέρω. Ὅμως θὰ πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπ᾿ ὄψιν καὶ τὸ ἀπωθητικὸ ἔντομο ποὺ περιφέρεται γύρω ἀπὸ τὸ κούτελό του, ἡ πνιγηρὴ ὀσμὴ τῶν ἀνθέων καὶ κυρίως ὁ χαλασμένος κλιματισμός. Κι ἂς πληρώσαμε μία περιουσία γιὰ νὰ εἶναι ὅλα ἄψογα, αἰσθάνομαι νὰ λιώνω στὴν κυριολεξία.

Ἡ ἀτμόσφαιρα ἄγγιξε τὰ ὅρια τῆς ἀσφυξίας ὅταν, στὴν ὄχι καὶ τόσο εὐρύχωρη αἴθουσα, ἄρχισε νὰ στριμώχνεται ὁ γκρίζος πληθυσμὸς τῶν ἐπιχειρηματικῶν μας σχέσεων - χαχα! - διάφοροι συνάδελφοι, συνεταῖροι καὶ ἀνταγωνιστὲς ἤ, τὸ χειρότερο, διάφοροι ποὺ θά ῾θελαν νὰ εἶναι ἀνταγωνιστές, ὅμως δὲν τὰ κατάφεραν. Ἐγὼ καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοὺς ἀφήσαμε πίσω στὸν δρόμο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους, τὰ ὄνειρά τους καὶ τὴ μνησικακία τους.

Κοστουμαρισμένοι, εὐτυχεῖς κατὰ βάθος, ξαλαφρωμένοι ποὺ ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα, πλὴν ὅμως σοβαροί, λιγομίλητοι καὶ συνοφρυωμένοι, ἀγνοώντας με κι αὐτοὶ ἐπιδεικτικά, πήγαιναν ἕνας-ἕνας νὰ σταθοῦν μπροστά του, σὰν νά ῾θελαν ν᾿ ἀνοίξουν κουβέντα μαζί του. Μὲ ἀγνοοῦσαν ἐπιδεικτικά. Ὅμως δὲν μοῦ ἔκανε διόλου ἐντύπωση. Ἦταν φυσικὸ σὲ κάτι τέτοιες στιγμὲς νὰ θέλουν νὰ χαιρετήσουν τὸν ὅμοιό τους, τὸν ἀδίστακτο αὐτὸ ἄνθρωπο ποὺ πίστευε ὅτι ὁ κόσμος τοῦ χρωστάει τὰ πάντα, αὐτὸν ποὺ κατάφερε νὰ τοὺς ἀνασύρει ἀπὸ τὴν ἀφάνεια, νὰ τοὺς προσφέρει κοινωνικὴ ἐπιφάνεια, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει ὅ,τι θέλει.

Ἐπιτέλους εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ καταλάβουν αὐτὸ ποὺ πάλευα τόσα χρόνια νὰ τοὺς ἐξηγήσω: ἐγὼ δὲν εἶχα καμία σχέση μὲ τὸν κόσμο τους. Ἐμένα ποτὲ δὲν μὲ ἐνδιέφεραν τὰ χρήματα οὔτε ἡ ἐξουσία ποὺ σοῦ παρέχουν. Ἤμουν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔπαιρνε πολὺ στὰ σοβαρὰ τὰ αἰσθήματά του, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ ξεπουλάει ἔτσι δεξιὰ κι ἀριστερὰ ὅπως οἱ περισσότεροι ἀπὸ δαύτους. Ποτὲ δὲν μ᾿ ἄρεσε νά ῾χω τὸ πάνω χέρι. Μοῦ ἔφτανε ἡ δυναμικὴ τῆς ἰσότητας ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴ φιλία.

Ὅμως δυστυχῶς δὲν ἄργησα νὰ διαπιστώσω ὅτι γιὰ μία ἀκόμη φορὰ εἶχα πέσει ἔξω. Καὶ τὸ καλύτερο σενάριο, ἂν ἑτοιμάσεις γιὰ τὴ ζωή σου, ἂν δὲν βρεῖς τὸν κατάλληλο παραγωγό, τὸν σκηνοθέτη καὶ τὸ κάστ ποὺ θὰ τὸ ὑλοποιήσει, τότε τὸ ἀποτέλεσμα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καταστροφικό.

Γιατὶ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνθηκα, ὅταν οἱ ψαλμωδίες εἶχαν ἤδη ἀρχίσει, ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ ζήλεια. Ἦταν ἡ ἀπογοήτευση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τοῦ ἔτυχε ὁ ρόλος τοῦ εὔπιστου, αὐτοῦ ποὺ ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ θέλει νὰ νομίζει ὅτι ἔχει πέσει ἔξω, ὅτι οἱ φόβοι του καὶ οἱ ἀνησυχίες του θὰ διαψευστοῦν ὁσονούπω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ὅπως ὁ ἴδιος θέλει νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι.

Προχθὲς ἀκόμη θὰ ἔστελνα πρόθυμα στὸν διάολο ὅποιον τολμοῦσε νὰ ὑπαινιχθεῖ ὅτι Ἐκείνη θὰ μποροῦσε νά ῾χει τὴν ὁποιαδήποτε σχέση μ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι, μὴν βάλετε μὲ τὸν νοῦ σας τὶς συνηθισμένες καταστάσεις κλισέ. Ἐκείνη δὲν εἶναι οὔτε ἡ γραμματέας μου οὔτε εἶναι εἴκοσι χρόνια νεώτερή μου οὔτε μπορεῖ νὰ ἁπαλύνει τὸ αἴσθημα ὅτι ὁ βίος μου δύει ἀνεπανόρθωτα μὲ τὸ σφρίγος τοῦ νεανικοῦ της σώματος. Ἐκείνη εἶναι ὁ ἔρωτάς μου μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ὁ ἐνδόμυχος πόθος ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν γλιτώνεις ποτέ, αὐτὸς ὁ κρυφὸς μοναχικὸς δεσμὸς ποὺ οἱ περιστάσεις δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ διασυρθεῖ στὴν καθημερινὴ συνάφεια.

Περιγράφω μίαν ἰδανικὴ κατάσταση, θὰ μοῦ πεῖτε.

Ὄχι, περιγράφω ἕνα αἶσχος, ἕναν ἐφιάλτη ἀνειλικρίνειας, φτιαγμένο ἀπὸ κρυφὲς συναντήσεις, ἀπὸ καταπιεσμένες ἐπιθυμίες, ἀπὸ ἕνα σωρὸ ἀπωθημένα ποὺ ὅμως πάντα ἐξιλεωνόταν ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς συνενοχῆς, ἀπὸ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἐγὼ κι Ἐκείνη - τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εὐλόγως ἀποφεύγω νὰ ἀναφέρω - μπορεῖ νὰ καταλάβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καλύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἤμουν τόσο βέβαιος γι᾿ αὐτὸ τὸ αἴσθημα, ποὺ ἀκόμη κι ἂν δὲν τὴν ἔβλεπα σήμερα ἐδῶ ἀνάμεσά μας, δὲν θὰ μὲ πείραζε καθόλου. Θὰ μοῦ ῾φτανε ποὺ μποροῦσα νὰ τὴν σκέφτομαι, ἔτσι ὅπως θεωροῦσα ὅτι δικαιοῦμαι νὰ τὴν σκέφτομαι, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ τὴν εἶδα νὰ ἔρχεται ἐδῶ.

Ναί, νὰ ἔρχεται ἐδῶ καὶ νὰ μὲ ἀγνοεῖ κι ἐκείνη ὅπως ὅλοι ἐπιδεικτικά, καὶ νὰ κατευθύνεται κι ἐκείνη πρὸς τὸ μέρος του ὡσὰν νὰ μὴν ὑπῆρχα ἐγὼ καὶ νὰ σκύβει καὶ νὰ τὸν φιλάει στὰ χείλη, διακριτικὰ μέν, πλὴν ὅμως ἐμφανῶς - γιὰ ὅποιον μποροῦσε νὰ καταλάβει - ἐρωτικά. Καὶ μάλιστα, ναί, εἶμαι σχεδὸν σίγουρος πὼς ὅταν Αὐτὴ - γιατὶ ἔτσι θὰ τὴν λέω πιὰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων - ἀνασηκώθηκε καὶ πῆγε νὰ πάρει τὴ θέση της δίπλα στὸν συρφετὸ τῶν ὑπόλοιπων θαμώνων, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον εἶχε τὸ θράσος νὰ ἐμφανίσει συμπτώματα ἐρωτικῆς διέγερσης - τὰ ὁποῖα ἀπαξιῶ νὰ περιγράψω -, ἀλλὰ κοίταξε καὶ πρὸς τὸ μέρος μου μ᾿ ἐκείνη τὴ σαρκαστικὴ ἔκφραση ποὺ ὁ ἴδιος υἱοθετοῦσε, ὅποτε ἤθελε νὰ ἐκφράσει κάποιο ἀπὸ τὰ ἀνύπαρκτα αἰσθήματά του.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος λεηλατοῦσε μὲ ἀπροκάλυπτο τρόπο τὴ δική μου ζωή, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει στὰ σοβαρὰ τὴ δική του. Τὸ μόνο ποὺ ἤξερε νὰ κάνει ἦταν νὰ σαρκάζει...

... Διότι βέβαια ἐγώ, ἀκόμη καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμὴ τοῦ βίου μου, δὲν πρόκειται νὰ σεβαστῶ τὴν ἐπιθυμία τους καὶ νὰ ἀναγνωρίσω σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἑαυτόν μου. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μαζεύτηκαν ἐδῶ γιὰ νὰ μὲ χαιρετήσουν γιὰ τελευταία φορὰ μπορεῖ νὰ πιστεύουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι αὐτὸ τὸ ἐγωπαθὲς καὶ ἀδίστακτο ἀναρριχητικὸ ποὺ στέκεται ἀπέναντί τους, μὲ τὸ πρόσωπο παραμορφωμένο ἀπὸ τὴ μακροχρόνια ἀσθένεια καὶ τὴ χρόνια φαρμακευτικὴ ἀγωγή.

Ὅμως ἐμένα θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἐπιμείνω μέχρι τέλους. Αὐτὸς ποὺ ὅλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ τὸν ταυτίσουν μὲ τὴν ὕπαρξή μου, γιὰ μένα εἶναι πάντα κάποιος ἄλλος. Μοῦ εἶναι τόσο ξένος ὅσο κι ὁ ἴδιος μου ὁ ἑαυτός.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3649