Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Ὁ πεθαμένος καὶ ἡ ἀνάσταση

[...] Ἐμποδισμένος νὰ χορτάσω, θλιβερὸ παλικάρι, δέντρο ποὺ μὲ σφάζουνε σύρριζα, συλλογιέμαι χωρὶς νὰ βρίσκω σκοπό, χάνω τὶς κινήσεις μου μέσα στὸ ρεῦμα ποὺ μὲ παρασέρνει. Ὁ μηχανισμὸς τῆς σκέψης μου ἀκατάσταστος, προσηλωμένος σ’ἕνα σημεῖο. Ἀηδιάζω κάθε ὄψη πράγματος, κάθε τροφή. Κόβω τοῦ ψωμιοῦ τὶς ἄκρες καὶ πετῶ τὰ κομμάτια. Ὅλα εἶναι μολυσμένα. Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ ψωμί. Ἐπαναστατῶ, θέλω νὰ σηκωθῶ, νὰ βγῶ, νὰ μὴν εἶμαι περιορισμένος. Θὰ ξεντυθῶ τὰ ροῦχα μου νὰ βγῶ γυμνός. Γιατί νὰ σκέφτομαι τὸ συμφέρον μου, τὴν ὠφέλειά μου; Γιατί νὰ θέλω τὴν καλοπέραση; Ἂν δὲν περπατήσω γυμνός, δὲ θὰ πῶ ὅ,τι ἔχω. Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω αὐθαίρετα σ’ἕνα τυχαῖο σημεῖο, νὰ δεχτῶ ἀπὸ τύχης τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τύχης τὸ θάνατο. Σκοτάδι γύρω μου πυκνό. Δὲν βλέπω. Ἄνισα σχήματα ποὺ διαψεύδονται μὲ τὸ πασπάτεμα τῆς ἁφῆς. Δὲν βρίσκω τὸν ἥρωα. Ὁ ἐρωτευμένος νέος στὸ παράθυρό μου φαίνεται γελοῖος. Θέλω νὰ μιλήσω μὲ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κατορθωθεῖ ἡ ζωὴ στὸν τόπο μου. Προσφιλής μου πατρίδα, μόνο ἡ ζωή σου μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὴ ζωή μου. Σύμβολα ὑψηλὰ καὶ μορφὴ ἀπαιτεῖ τὸ ἔργον. Ὄρθιος παλεύω. Ξεχωρίζω μόνο γεωμετρικὰ σχήματα. Οἱ κύβοι τῶν σπιτιῶν μίας πόλης ποὺ ἀνατράπηκε ἐκ βάθρων σὰν ἀπὸ σεισμό. Σκουντῶ μὲ τὸν ὦμο μου γυρεύοντας ν’ἀπομακρύνω τὸ σκοτάδι. Κουράζομαι, κουράζομαι. Θέλω ἕνα πέρασμα ὄχι μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἰδιωτικό. Θέλω νὰ ξεπεράσω τὸ τυχαῖο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ προμηθέψει ἕναν μισὸ θάνατο, ποὺ νὰ μὴν εἶναι γιὰ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μου. Μέσα μου, ὅπως κάτω ἀπὸ μία πέτρα, ἀκοῦς τὸ νερὸ ὑπόγειου ποταμοῦ. Ἀκούγω ὁμιλία, ἱστορίες, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων μαζί. Ὀπισθοχωρῶ μὲ πληγές, ματωμένος, καταδικασμένος σὲ ἀδιέξοδο. Δὲν μπορῶ νὰ διακρίνω. Ἀνοίγω τὸ βιβλίο καὶ μελετῶ τὴ βιογραφία τοῦ Ρώσου Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ. Ζοῦσε ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια. Ἤθελε νὰ ὑμνήσει τὸν τόπο του, τὴν Ἁγία Πατρίδα, νὰ ξεπεράσει τὴν ὄψη τῆς δυστυχίας καὶ τοῦ κακοῦ ποὺ βλέπουμε, νὰ δώκει τὴν εἰκόνα τῆς χαρᾶς. Δὲν μπόρεσε. Ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ χαρτιά του. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του. Ξεκίνησε ὁδοιπόρος γιὰ τοὺς Ἅγιους Τόπους. Προσκυνητής, νηστευτής. Παρακαλεῖ νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ χάρη. Ντρέπουμαι. Σκεπάζω μὲ τὶς παλάμες τὸ πρόσωπό μου. Πῶς τόλμησα καὶ θέλησα νὰ ὁμιλήσω ἐγώ; Ἀδερφέ μου, μὴ θελήσεις νὰ μὲ δεῖς. Ντρέπουμαι ποὺ φορῶ ροῦχα, πανταλόνι, πουκάμισο καὶ ἀναπαύουμαι σὲ ἄνετο κάθισμα.


προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, Κεφ. Γ´.

1 ΤΟ λοιπόν, ἀδελφοί μου, χαίρετε ἐν Κυρίῳ. τὰ αὐτὰ γράφειν ὑμῖν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές. 2 Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν κατατομήν· 3 ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή, οἱ Πνεύματι Θεοῦ λατρεύοντες καὶ καυχώμενοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες, 4 καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί. εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί, ἐγὼ μᾶλλον· 5 περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, 6 κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος. 7 ἀλλ᾿ ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. 8 ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι᾿ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω 9 καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ νόμου, ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ, τὴν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει, 10 τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, 11 εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν. 12 οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι, διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω, ἐφ᾿ ᾧ καὶ κατελήφθην ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ. 13 ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτὸν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι· 14 ἑν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 15 ὅσοι οὖν τέλειοι, τοῦτο φρονῶμεν· καὶ εἴ τι ἑτέρως φρονεῖτε, καὶ τοῦτο ὁ Θεὸς ὑμῖν ἀποκαλύψει. 16 πλὴν εἰς ὃ ἐφθάσαμεν, τῷ αὐτῷ στοιχεῖν κανόνι, τὸ αὐτὸ φρονεῖν. 17 Συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί, καὶ σκοπεῖτε τοὺς οὕτω περιπατοῦντας, καθὼς ἔχετε τύπον ἡμᾶς. 18 πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, -οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, 19 ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες! 20 ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, 21 ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα.