Μπάμπης Ἄννινος - Ὁ δεκάλογος ἐν οὐρανοῖς


- Κυρ Μωυσῆ! ... Ἔ, κυρ Μωυσῆ! ... Ποῦ εἶναι; ... Ἡ φωνὴ τοῦ γηραιοῦ Σαβαὼθ ἀντήχησε βροντώδης εἰς τὸν Παράδεισον, τοῦ ὁποίου ἡ ἡλιοφεγγὴς καὶ διαυγεστάτη ἀτμόσφαιρα ἐσείσθη ἐκ τοῦ ἤχου.

Ὁ ταξιάρχης Γαβριὴλ παρέστη μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου.

- Ἁγιώτατε, εἶπεν ὁ ἀρχάγγελος, ὁ Μωυσῆς πρὸ ὀλίγου ἦτο ἐκεῖ κάτω μαζὶ μὲ τὸν Ἠλίαν καὶ μὲ τὸν Νῶε...

- Νὰ ἔλθῃ ἐδῶ ἀμέσως.

Ὁ Γαβριὴλ ἐξεκίνησε καὶ σχεδὸν ἐν ἀκαρεῖ ἔφθασεν εἰς τὴν ἄλλην ἄκραν του ἀχανοῦς Παραδείσου, χάρις εἰς τὰ τεράστια ἐκεῖνα βήματα, τὰ ὁποῖα ἀπέδωκεν εἰς αὐτὸν ἡ φαντασία τοῦ ποιητοῦ μας Παναγιώτου Σούτσου, περιγράφοντος αὐτὸν εἰς τὸν Μεσσίαν ὡς διανύοντα δι᾿ ἑνὸς μόνο βήματος τὴν ἀπόστασιν τὴν ὑπάρχουσαν μεταξὺ τοῦ Ἡλίου καὶ τοῦ Ἀραράτ!

Ὁ Σαβαὼθ ἀνέμενεν ἐν τούτοις σύννους καὶ μετρῶν τὸ κομβολόγιόν του.

- Βάρυπνος ἐξύπνησε σήμερα ὁ Πανάγαθος! Εἶπε πονηρῶς ἓν μικρὸν χερουβίμ.

- Κάνε τὴ δουλειά σου ἐσύ! εἶπεν ἐπιτημήσας αὐτὸ αὐστηρῶς ὁ διευθύνων τὴν οὐράνιαν ὀρχήστραν ἀρχάγγελος.

Ὅτε ὁ προφήτης μὲ τὴν μεγάλην λευκήν του γενειάδα ἐνεφανίσθη ἐνώπιον τοῦ Σαβαώθ, ἐννόησεν ἐκ τοῦ βλοσηροῦ βλέμματος, ὅτι περὶ σοβαροῦ τινος ἐπρόκειτο.

- Ποῦ μου ἤσουν, κυρ Μωυσῆ, ὁποῦ σ᾿ ἐζητοῦσα; ἠρώτησεν αὐτὸν δυσθύμως καὶ σχεδὸν ἀποτόμως.

- Ἐκεῖ κάτω, ἁγιώτατε, συνομιλούσαμεν μαζὶ μὲ ...

- Συνομιλούσατε; βέβαια! κουβέντα καὶ ραχάτι! ... Καὶ τί σᾶς μέλει τὴν εὐγένειά σας! ... Καὶ τί τὸν μέλει τὸν κὺρ Ἡλία! ... πάει ὁ καιρὸς ὁποῦ τοῦ ἐπήγαιναν τροφὴ τὰ κοράκια εἰς τὸ σπήλαιον! Ἐδῶ εἰς τὸν Παράδεισον ἔχει καλὸ χουζούρι!....

- Ἁγιώτατε!....

- Σιωπή καὶ ἄκουε. Δὲν πᾶμε καλά, κὺρ Μωυσῆ. Εἶναι πολὺς καιρὸς ὁποῦ τὸ βλέπω. Ἐχθὲς εἶδα καὶ τὰς μηνιαίας καταστάσεις τῆς κινήσεως τοῦ Παραδείσου... Λίγος κόσμος, πολὺ λίγος μπαίνει. Οἱ στερεότυποι καὶ οἱ συνηθισμένοι. Κανένας ἐπαίτης σακάτης, κανένας γέρος μοναχός, κανένας δυστυχισμένος μέτοχος χρεωκοπησάσης ἑταιρείας, κανένας ταλαίπωρος συνταξιοῦχος τῶν 15 δραχμῶν...

- Τὸ βλέπω κ᾿ ἐγώ! εἶπε περιλύπως ὁ Μωυσῆς.

- Ἐνῶ ἐκεῖ κάτω, ἐξακολούθησεν ὁ Ἄναρχος, ρίπτων βλέμμα φθόνου σχεδὸν πρὸς τὸ ἐν τῷ μέσῳ τῶν νεφελῶν διαφαινόμενον χάος, ὅπου ἤστραπτεν ἐκ διαλειμμάτων ἡ ἐρυθρὰ ἀντανάκλασις τῶν φλογῶν τῆς Κολάσεως, ἐκεῖ κάτω φαίνεται ὅτι κάμνουν δουλειὰ χρυσή. Ὁ Σατανᾶς κατήντησε νὰ γίνῃ τεμπέλης. Δὲν μηχανεύεται πλέον δόλους διὰ νὰ κερδίση ψυχάς. Πηγαίνουν μόνοι τους οἱ μουστερῆδες! Ἄλλοτε ἤρχετο κάπου κάπου νὰ μοῦ ζητήσῃ τὴν ἄδειαν νὰ πειράξῃ κανέναν, τὸν Ἰώβ, τὸν Φάουστ... τώρα οὔτε κἂν καταδέχεται. Ἄσχημη δουλειά!

- Αὐτὸ ἐλέγαμε καὶ ἡμεῖς μὲ τὸν Νῶε καὶ τὸν Ἠλίαν!

- Ἔ, καὶ τί ἐλέγατε;

- Ὅτι πρέπει νὰ γίνῃ ρεκλάμα, ὅπως κάμνει ἡ Ἑταιρεία τοῦ Σιδηροδρόμου Ἀθηνῶν - Πειραιῶς διὰ τὸ Φάληρον, νὰ διοργανώσουν τίποτε ἱπποδρομίας ὁ ἅγ. Γεώργιος καὶ ὁ ἅγ. Δημήτριος...

- Καλὸ κι αὐτό, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη ὀλίγον ὁ Σαβαώθ, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Χρειάζονται μέτρα ριζικότερα! ... Δὲν μοῦ λέγεις, Μωυσῆ, πόσος καιρὸς εἶναι ποὺ ἐδημοσιεύσαμεν τὸν Δεκάλογον;

- Μά, ξεύρω κι ἐγώ; ποῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπολογίση τώρα μὲ τὴν νέαν ἐπιστήμην!...

- Ἐπάνω κάτω...

- Πέντε χιλιάδες χρόνια!...

- Πέντε χιλιάδες χρόνια! ἐπανέλαβε σείων τὴν κεφαλὴν ὁ Σαβαώθ. Ἐκατάλαβες! πέντε χιλιάδες χρόνια! ... ἕνας λόγος εἶναι! πολλὰ πράγματα ἠμποροῦν νὰ γηράσουν μέσα εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα. Κοντεύω νὰ γηράσω ἐγὼ ἀπὸ τότε... Καὶ ἂς μὲ λέγουν Αἰώνιον! προσέθηκε μειδιῶν καὶ παρατηρῶν τὴν κατάλευκον γενειάδα του.

- Λοιπόν, τί λέγετε, Ἁγιώτατε;

- Ὁ δεκάλογός μας ἐγήρασε πολύ, Μωυσῆ, ἀπὸ τότε... Πρέπει νὰ ἐπιφέρωμεν μεταρρυθμίσεις εἰς αὐτόν... μεταρρυθμίσεις ριζικάς. Ἂς κάμωμεν μίαν δοκιμὴν ἐκ τοῦ προχείρου. Λέγε μου, σὲ παρακαλῶ μίαν μίαν τὰς ἐντολάς.

Ὁ Μωυσῆς ἤρχισε νὰ ξέῃ τὸ οὖς.

- Ἐκατάλαβα! εἶπεν ὁ Ὕψιστος, στοιχηματίζω πὼς τὰς ἐξέχασες!

- Μά ... Ὕστερα ἀπὸ πέντε χιλιάδες χρόνια! εἶπεν ὁ Μωυσῆς μειδιῶν.

- Και ἔχουμε τὴν ἀπαίτησιν νὰ τὰς ἐνθυμῆται ὁ κόσμος, ἀφοῦ δὲν τὰς ἐνθυμεῖσαι σὺ ὁποῦ τὰς ἔγραψες! Φέρε γρήγορα τὰς πλάκας.

Ὁ Μωυσῆς ἀπελθῶν ἐκόμισε τὴ βοηθεία δυὸ ἀγγέλων τὰς δυὸ βαρυτάτας πλάκας τοῦ δεκαλόγου, τὰς ὁποίας ἔλαβεν ἐπὶ τοῦ Σινᾶ.

- Φαντάσου καιρὸς ποὺ ἐπέρασε ἀπὸ τότε, εἶπεν ὁ Πανάγαθος. Ἐγράφαμεν ἀκόμα εἰς τὴν πλάκα!

Τὸ παρεστῶς πλῆθος τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφὶμ ἀνεκάγχασε διὰ τὸ λογοπαίγνιον τοῦ Κυρίου.

Ὁ Μωυσῆς ἤρχισε ν᾿ ἀναγιγνώσκει μίαν πρὸς μίαν τὰς ἐντολὰς τοῦ θείου νόμου:

- Ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου κτλ.

- Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνον ἄρθρον ὁποῦ ἐξασφαλίζει τὴν δυναστείαν μου, μολονότι ... ἂς εἶναι, παρακάτω!

- Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα!....

- Ἂς εἶναι κι αὐτό! Φθάνει νὰ κάμουν τὰ ὁμοιώματα μὲ τέχνην, διότι ἔτυχε νὰ ἰδῶ κάτι Πλάτωνας ἐμπρὸς εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῶν Ἀθηνῶν!.... Δὲν πειράζει. Λέγε παρακάτω.

- Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ...

- Τώρα τὰ προκόψαμε! Ἀνέκραξεν ὁ Ἄναρχος. Τὸ ὄνομά μου; Ἄχ! Πόσα ἀκούει κάθε μέρα τὸ κακόμοιρο!.... Ἀλλὰ πάλι τί θ᾿ ἀκούσω ἂν δὲν ἦτο καὶ αὐτὴ ἡ ἀπαγόρευσις! ... Ἐξακολούθησε.

- Μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν...

- Ναίσκε! ... Ἀλλὰ ἔχομεν καὶ διαμαρτυρομένους, βλέπεις, ὁποῦ ἐμβαίνουν εἰς τὸν Παράδεισον μόνο καὶ μόνο διότι δὲν γδύνουν τὸν πλησίον τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου... Δηλαδὴ τῆς Κυριακῆς. Ἐδῶ τὰ μπλέξαμε μὲ τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακήν, σὰν νὰ ἤμεθα συντάκται ἑλληνικῶν νομοσχεδίων. Ἂν ἀποκλείσωμεν καὶ αὐτὴν τὴν ἀρετήν, ὅλοι οἱ λόρδοι θὰ πηγαίνουν εἰς τὴν Κόλασιν καὶ δὲν μᾶς συμφέρει. Παρακάτω.

- Οὐ φονεύσεις...

-Ἄ, μάλιστα! ... Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἰδοῦμε τώρα μὲ τὴν ἀπαγόρευσιν τῆς πληροφορίας.

- Οὐ...

- Ἐμπρός.

- Οὐ... Οὐ ... ! ἐπανέλαβεν ὁ Μωυσῆς διστάζων.

- Οὔξις καὶ ξερὸς εἶπεν ὁ Σαβαὼθ ἀνυπομονῶν, λέγε!....

- Ἀλλά, Ἁγιώτατε...

- Ἐκατάλαβα, εἶπεν ὁ Σαβαώθ. Εἶναι ἡ ἑβδόμη ἐντολή!.... Μουρντάρικη δουλειά! ... Καὶ μολονότι ἔχομεν ἐδῶ μέσα τὸν Προφητάνακτα, ὁ ὁποῖος τὰ ἔψησε μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Οὐρία... ὁπωσδήποτε ἡ ἠθική! ... πάρα πέρα! ...

- Οὐ κλέψεις ...

-Ἄ! στάσου ἐδῶ! ... εἶπεν ὁ Ὕψιστος. Ἐδῶ δὲν ἔχει καμμίαν δικαιολογίαν. Πρὸ καιροῦ τὸ ἔβλεπα ὅτι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἦτο περιττή. Τώρα ἐπαράγινε τὸ πράγμα! Μὴν πᾶς μακριά. Πιάσε τὴν Ἑλλάδα. Ἐκεῖ πέρα κλέφτουν ὡς καὶ τὰ ἔμβρυα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάννας των. Εἶναι τώρα κάμποσοι μῆνες μάλιστα ὅπου δὲν βλέπεις τίποτε ἄλλο παρὰ σειρὰν ἀτελευτήτων κλοπῶν. Ἀπὸ ἐκείνην τὴν εὐλογημένην χῶραν ὁποῦ εἴχαμεν ἄλλοτε τοὺς καλυτέρους μας πελάτας, τώρα δὲν ἠμπορεῖ οὔτε ἕνας νὰ ἐμβῆ εἰς τὸν Παράδεισον. Ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐγήρασαν εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν τιμιότητα, ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ὡς καὶ εἰς τὸν ἑσπερινὸν ἐπήγαιναν, ἀκοῦς! ἀπεδείχθησαν εἰς τὸ ὕστερον κλέπται! Εἶναι ἀπελπισία! ... Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ πρέπει νὰ καταργηθῆ.

Ὁ Μωυσῆς ἠθέλησε ν᾿ ἀντιτείνῃ συνηγορῶν ὑπὲρ τῆς ἀκεραιότητος τοῦ δεκαλόγου του, ὅτε αἴφνης θόρυβος μέγας ἠκούσθη παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Παραδείσου καὶ πρὶν ἢ προφθάση ὁ Ὕψιστος νὰ ἐρωτήσῃ τί τρέχει ἐνεφανίσθη ὁ Πέτρος ὁλοπόρφυρος ἐκ τοῦ θυμοῦ.

- Μ᾿ ἔκλεψαν, Θεέ μου! ἐβόα θρηνωδῶς ὁ Ἀπόστολος, μ᾿ ἔκλεψαν! ... Ὀλίγας μετοχὰς ὁποῦ εἶχα ... τὰς οἰκονομίας μου! ...

- Ποίος σ᾿ ἔκλεψεν; ἠρώτησεν ὁ Σαβαώθ.

- Ἕνας πρώην ὑπουργὸς Ἕλλην καὶ ἕνας πρώην ταμίας!...

- Ὁρίστε! εἶπεν ὁ Ὕψιστος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Μωυσῆν, τὰ βλέπεις; ὡς κι ἐδῶ μέσα! Ἂν δὲν καταργήσωμεν τὴν ἐντολήν, θὰ διώξωμεν καὶ αὐτοὺς ὁποῦ ὑπάρχουν μέσα!

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Μωυσῆς ἀκόμη ἐδίσταζεν, ὁ Ὕψιστος ἐξέτεινε τὴν δεξιὰν καὶ διὰ τοῦ θείου του δακτύλου διέγραψεν ἀπὸ τῆς πλακὸς τὴν ὀγδόην ἐντολήν.

Καὶ ταυτοχρόνως διέταξε ν᾿ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον, διὰ νὰ τὸ ἀνακοινώσῃ αὕτη εἰς τοὺς ἐκδότας τῶν Κατηχήσεων.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4649