ὁ ἐπιτήδειος εὐγενὴς Δὸν Κισότης τῆς Μάντσας,
τοῦ Μιγκουὲλ Τσερβάντες

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐπανέκδοση τῆς πρώτης (~1750) μεταφράσεως στὴν ἑλληνική γλώσσα.
Ἔκδ. Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, 2008

(Τὸ ἐπεισόδιο μὲ τοὺς ἀνεμόμυλους, στὰ ἡμιλόγια ἑλληνικὰ τοῦ 18ου αἰ.)

Εἰς τὴν σινιόρα του τὴν Δολτσινέα

... Καί, λέγοντας αὐτό, ἐπαράδωσε τὸν ἑαυτόν του μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν εἰς τὴν σινιόρα του τὴν Δολτσινέα, παρακαλώντας την νὰ τὸν βοηθήσει εἰς ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον, καί, ὄντας σκεπασμένος μὲ τὸν θώρακα, καὶ τρέχοντας ὅσον ἠμποροῦσεν, ἐκτύπησε τὸν πρῶτον μύλον ὁποὺ ἦτον ἔμπροσθέν του· μία κονταρίαν εἰς τὸ τυλιγάδι, καὶ ὁ ἄνεμος τὸν ἐγύρισε μὲ τόσην ὁρμήν, ὁποὺ ἔγινεν χίλια κομμάτια τὸ κονδάρι, καὶ ἐτραβήχθη ὀπίσω τὸ ἄλογόν του, καὶ αὐτὸς ἐπῆγεν κατακυλώντας καμπόσην ὥραν εἰς τὸν κάμπον. Ὁ Σάντσο Πάντσας ἔτρεξε, μὲ τὸ γομάρι του, διὰ νὰ τὸν βοηθήσει, ἀμὴ ὅταν ἔφθασεν τὸν ηὖρεν εἰς τὸ τέλος ὁποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ σαλεύσει: τοιαύτη ἦτον ἡ κονταριὰ ὁποὺ ἐκτύπησε μὲ τὸν Ῥοντσινάντε του. «Κακορίζικος» εἶπεν «ἐγώ!» ὁ Σάντσο Πάντσας. «Δὲν σὲ ἔλεγα ἐγὼ τὴν ἀφεντιάν σου νὰ κοιτάξεις καλὰ τί κάμνεις, διατὶ ἐκεῖνοι εἶναι ἀνεμόμυλοι, καὶ δὲν ἦτον βολετὸν νὰ μὴν τοὺς γνωρίσει τινας πάρεξ ἀνίσως καὶ εἶχεν ἄλλα εἰς τὸ κεφάλι του;».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΠΑΘΑΙΝΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΦΕΥΓΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΣΕ ΑΣΧΕΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΑΙΔΡΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΤΑ ΟΝΤΩΣ ΕΠΙΒΛΑΒΗ ΩΣ ΤΑΧΑ ΩΦΕΛΙΜΑ...