Κώστας Ἀθάνατος - Δακρυσμένα Χριστούγεννα (1922)

(Τὰ Χριστούγεννα μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή)

Πρόσφυξ ἐφέτος ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, δὲν εὑρίσκει ἀπόψε Φάτνην νὰ γεννηθῇ! Καὶ τῶν Ἀγγέλων ἡ φωνὴ διὰ τὴν ἐρχομένην Εἰρήνην, δὲν εὑρίσκει ἀπήχησιν οὔτε εἰς τὴν Γῆν οὔτε εἰς τοὺς Οὐρανούς!

Ἡ Θεομήτωρ Δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει ἀλλόφρων καὶ ἔντρομος ἐπὶ ὑποζυγίου τὰς ἐκτάσεις τῶν ἐρήμων καὶ εἰς τὴν ἀγκάλην της σφίγγει μὲ λαχτάρα τὸ νεογνόν. Ἀμείλικτος ὁ Ἡρῴδης βυθίζει τὴν αἱματωμένην του μάχαιραν εἰς τὰς τρυφερὰς σάρκας τῶν παιδίων, καὶ ἀντηχοῦν εἰς τὸ σκότος οἱ ἐπιθανάτιοι ῥόγχοι τῶν σφαζομένων ὑπάρξεων, καὶ αἱ οἰμωγαὶ τῶν τραγικῶν μητέρων...

Ἡ ἡμέρα εἶνε ζοφερά, καὶ ὁ νέος Θεὸς ἀντικρύζει μὲ δέος τὸν σκοτεινὸν Ἥλιον. Γύρω Του θρῆνοι καὶ κλαυθμοὶ καὶ ὀδυρμοί, καὶ φωναὶ ποὺ καλοῦν εἰς βοήθειαν, φθάνουν ἕως τὴν ἀκοήν Του, καὶ τότε εἰς τὰ κλάματα τοῦ ἀρτιγεννήτου Βρέφους, ἡ Μητέρα Του δακρύζει καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν πόνον, οἱ βοσκοὶ σιωποῦν καὶ στηρίζουν τὴν γυρμένην κεφαλὴν ἐπὶ τῆς ῥάβδου των, καὶ τὰ ἄλογα τῆς Φάτνης χλιμιντρίζουν πένθιμα, ὡσὰν νὰ τονίζουν καὶ αὐτὰ μὲ τὸν βαρὺν τριγμὸν τῶν πετάλων των τὸ ῥυθμικὸν ἐλεγεῖον τοῦ μαρτυρίου! Ἐβωβάθησαν οἱ χαρμόσυνοι φθόγγοι τοῦ θρύλου, ἐθόλωσαν τὰ πρόσχαρα βλέμματα, ἐσταμάτησαν τὰ ζωηρὰ σκιρτήματα, ἐκλείσθησαν αἱ πύλαι τῶν Οὐρανῶν, ἡ Θεία Μετάληψις ἔχει ἀπὸ τὴν πίκραν καὶ τὴν ἅλμην τῶν δακρύων, καὶ τὰ τρίγωνα τῶν παιδιῶν ποὺ ψάλλουν τὰ κάλανδα ἀφίνουν ἤχους ἐπικηδείου ἐμβατηρίου!

Πέραν, εἰς τὸ βάθος τοῦ μαύρου ὁρίζοντος, μόλις διαγράφονται αἱ σκιαὶ τῶν ἐφίππων Μάγων, καὶ ἀντὶ δώρων χρυσοῦ εἰς τὰς χεῖρας, κραδαίνουν ὅπλα καπνίζοντα, ἐνῶ ἀχνός, ἀμφίβολος, ἀφώτιστος σχεδόν, ἀμυδρὸς προβάλλει εἰς μίαν ἄκραν τοῦ Ἀπείρου ὁ Ἀστὴρ τῆς Ἐλπίδος...

Κακοῦργος, βάναυσος, ἀνηλεὴς ἐχθρὸς εἰσέβαλεν εἰς τὴν Βηθλεὲμ τοῦ Γένους κατὰ τὴν Ἁγίαν νύκτα, καὶ ἐπυρπόλησε τὴν Φάτνην, καὶ ἔπνιξε τὴν φωνὴν τῶν ποιμένων, καὶ ἠνάγκασε νὰ λοξοδρομήσουν τοὺς Μάγους, καὶ ἔκλεισε διὰ παντὸς τοὺς ἀνοικτοὺς Οὐρανοὺς καὶ ἠνάγκασε τὴν Μητέρα νὰ διαβῇ ποταμοὺς αἱμάτων τρεπομένη εἰς φυγὴν πρὸς ἄλλους τόπους διὰ νὰ σώσῃ τὸ Τέκνον της!

Οἱ Ἄγγελοι δὲν ἐπρόφθασαν ν’ ἀνέλθουν εἰς τὰ ὑπέργεια δώματα τῆς κατοικίας των, διότι αἱ κλίμακες τῆς παραδόσεως ἐθραύσθησαν, καὶ ἐνῶ ἦσαν ἕτοιμοι ν’ ἀνακράξουν μὲ τὴν γλυκεῖάν των μουσικὴν τὸ ἐπὶ «Γῆς Εἰρήνη» κάθονται τώρα μὲ κομμένα τὰ φτερὰ καὶ θρηνοῦν καὶ σφαδάζουν αἰχμάλωτοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ τὸν Καλὸν Θεόν...

Οἱ πονηροὶ Γραμματεῖς καὶ οἱ δόλιοι Φαρισαῖοι, οἱ δουλεύοντες εἰς τὸ ψεῦδος καὶ χαλκεύοντες τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ εἶχαν πέσῃ νεκροὶ μπροστὰ εἰς τὴν λαμπρὰν ἀποθέωσιν τῆς Ἀναστάσεως, ἐμφανίζονται τώρα χαρούμενοι βρυκόλακες καὶ στήνουν τὸν ἁμαρτωλὸν χορὸν ἑνὸς ἀδίκου θριάμβου εἰς τὰ ἐρείπια τῆς Φάτνης!

Ἐσπιλώθῃ τὸ ἱερὸν ἄντρον τῆς Γεννήσεως, ἐβάφη μὲ αἷμα ἀνθρώπινον ἡ πορφύρα, καὶ μετεβλήθη τὸ Ἅγιον Μύρον εἰς δάκρυα! Αἱ σάλπιγγες τῶν Ἀγγέλων κατεπατήθησαν, καὶ ἡ ἠχὼ τῶν πανηγυρικῶν των παλμῶν παρεσύρθῃ εἰς τὴν αἰφνιδιαστικὴν πνοὴν ὠργισμένου ἀνέμου...

Σπασμὸς δακρύων καὶ συντριβῆς κατέχει τὸ Θεῖον Βρέφος, καὶ τὰ δῶρα τῆς παρηγορίας καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ κάθε χρόνο μᾶς ἐκόμιζε, εἶνε ἐφέτος ἄθλια συντρίμματα πατημένα εἰς τὸν βοῦρκον ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ ἐχθροῦ. Διελύθη ὁ ἀκτινωτὸς φωτοστέφανος ὁ περιβάλλων τὴν σεπτὴν κεφαλὴν τῆς Μητρός, καὶ ὡς ὀπτασία φρίκης διαφαίνεται μόνον εἰς σκιὰν ἀνατριχιαστικὴν ὁ ἀκάνθινος στέφανος τῆς σταυρώσεως!...

Μέσα εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἔφθαναν καλοφορεμένοι οἱ πιστοὶ εἰς τὸ θάμβος τῆς πρώτης χαραυγῆς νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν οὐρανόπεμπτον Κύριον τῆς ἀνθρωπίνης Σωτηρίας, δὲν πτερυγίζει τὸ γλυκὺ ὅραμα τοῦ ξανθοῦ νεογνοῦ, τοῦ ῥιγοῦντος ἀπὸ ἀγαλλίασιν εἰς τοὺς μητρικοὺς κόλπους. Γύρω ἀπὸ εὐλαβικὴν ὀσμὴν καιομένου λιβανωτοῦ, σύρεται εἰς τὸ δάπεδον τῆς Ἐκκλησίας ἡ φρικαλέα πραγματικότης μιᾶς ἐνσαρκωμένης Παναγίας Μητρός, ἡ ὁποία ἀνοίγει τὰ κουρέλια τῶν σαρκῶν καὶ τῶν ἐνδυμάτων διὰ νὰ θηλάσῃ ἕνα ἀδύνατο μωρό, μὲ τὸ γάλα τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ σπαραγμοῦ!

Πρόσφυξ ἡ Θεομήτωρ Παρθένος τείνει τὴν παλάμην καὶ ζητεῖ ἐλεημοσύνην ἀπὸ τοὺς πιστούς! Παρέκει σκύβει, περίλυπος ἕως θανάτου ὁ ἀγαθὸς τέκτων Ἰωσήφ, ἄστεγος καὶ δυστυχής, διωγμένος ἀπὸ τὴν μακρυνὴν πατρίδα καὶ ἀνίκανος νὰ θρέψῃ τὸ τέκνον καὶ τὴν σύζυγον!

Τὰ ῥόδινα Χριστοκούλουρα ἔγιναν ἕνα ξηρὸν ὑπόλειμμα μαύρου ψωμιοῦ, ποὺ ῥίπτεται, ὅπως εἰς τοὺς σκύλλους, εἰς τὴν ἀναξιοπαθούσαν Θεοτόκον! Τὸ ψῦχος εἶνε δριμύ, καὶ τὸ Νεογνὸν τρέμει ὁλόγυμνον, σφαδάζει εἰς ἕνα βῆχα ἀτελείωτον, καὶ εἶνε παγωμένα τὰ χέρια τῆς Μητρὸς ποὺ προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὰ παγωμένα μέλη Του...

Ἐγεννήθῃ ἐφέτος κακὸς καὶ γεμᾶτος μῖσος εἰς τὴν ἀπέραντον ψυχήν Του ὁ Θεάνθρωπος. Ἐρχόμενος εἰς τὴν Γῆν, δὲν ἐπρόλαβε νὰ συγκρατήσῃ τὴν Ἁμαρτίαν. Τὰ μάτια του ἀντίκρυσαν τὸ σκότος, ἀντὶ νὰ ἴδουν τὸ φῶς. Καταιγὶς τοῦ διέκοψε τὴν συνοχὴν τῆς λάμψεως καθὼς κατήρχετο ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς. Καὶ δὲν ἐγνώρισε παρὰ τὰ δάκρυα. Τὸ μαρτύριον τὸν ἀνέμενεν ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς. Πρόσφυξ, ἐπαίτης, ἀνέστιος ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, δὲν εὑρίσκει ἀπόψε Φάτνην νὰ γεννηθῇ! Καὶ τῶν Ἀγγέλων ἡ φωνὴ διὰ τὴν ἐρχομένην Εἰρήνην, δὲν εὑρίσκει ἀπήχησιν οὔτε εἰς τὴν Γῆν, οὔτε εἰς τοὺς Οὐράνους! Ἡ Θεομήτωρ Δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει ἀλλόφρων καὶ ἔξαλλος ἐπὶ ὑποζυγίου τὰς ἐκτάσεις τῶν ἐρήμων. Καὶ ὁ Ἡρώδης ἀμείλικτος βυθίζει τὴν αἱματωμένην του μάχαιραν εἰς τὰς τρυφερὰς σάρκας, ἐνῶ εἰς τὸ σκότος ἀντηχοῦν οἱ ἐπιθανάτιοι ῥόγχοι τῶν σφαζομένων ὑπάρξεων. Εἰς τὸ θάμβος τῆς πρώτης χαραυγῆς, γύρω ἀπὸ ὀσμὴν λιβανωτοῦ ἡ ἐνσαρκωμένη Παναγία σύρει τὰ ῥάκη της εἰς τὸ δάπεδον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ζητεῖ ἐλεημοσύνην...

Ὁ νέος Θεός, καθὼς τὰ παγωμένα δάκτυλα τῆς Μητρός του ἐγγίζουν τὰ παγωμένα μέλη Του, δακρύζει ἀπὸ τὸν πόνον, καὶ ἐνῶ αἱ φωναὶ τῶν Ἀγγέλων διὰ τὴν ἐρχομένην Εἰρήνην πνίγονται, ζαρώνει εἰς τὴν μητρικὴν ἀγκάλην, θηλάζει τὸ γάλα τῆς ὀδύνης, καὶ μὲ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου του, ἐνώπιον τῶν ἁγίων εἰκόνων ποὺ τὸν περιστοιχίζουν, ὑπόσχεται Ἐκδίκησιν!...

 

Σημ. Ὁ Κώστας Ἀθάνατος (Καλαμάτα, 1896 - Παρίσι, 1966) ἦταν διακεκριμένος δημοσιογράφος, λογοτέχνης, ἱστοριογράφος. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Κώστας Καραμούζης. Εἶχε ἐκπροσωπήσει τὴ χώρα σὲ διάφορα δημοσιογραφικὰ συνέδρια στὸ ἐξωτερικὸ καὶ εἶχε διατελέσει ἀνταποκριτὴς ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων καὶ ἀκόλουθος Τύπου ἑλληνικῶν πρεσβειῶν. Διακρίθηκε σὲ ὅλες τίς δημοσιογραφικὲς θέσεις (ἀρθρογράφος, χρονογράφος, ἀπεσταλμένος, ἀρχισυντάκτης, διευθυντὴς) καὶ ἵδρυσε τρεῖς ἡμερήσιες ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες («Ἡμερήσιος Τύπος», «Ἐλεύθερος Ἄνθρωπος», «Ἐλεύθερος Λόγος»). Γιὰ τὴν πολύτιμη προσφορά του τιμήθηκε μὲ τὸ Ἐθνικὸ Ἀριστεῖο Γαλλικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἱστορίας. Τὰ γνωστότερα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ ἔγραψε ἦταν: «Θλιμμένοι θεοί» (1925), «Διατὶ ἡττήθημεν» (1922), «Τὸ Ἐθνικὸν Κίνημα Χίου καὶ Μυτιλήνης» (1923), «Περπατῶντας ἡ Δόξα» (1920), «Ἀττίλας» (1925). Μεταφράσεις: Ὁμήρου Ἰλιάδα (1932), Ὁμήρου Ὀδύσσεια (1932). Ὁ Κώστας Ἀθάνατος πέθανε στὸ Παρίσι τὸ 1966.