ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο. Ἐκδόσεις: Πάπυρος Πρές


Ι

Ἡ γιαγιὰ ἦταν ὀρθὴ στὴ σκάλα ὅταν χτύπησε τὸ κουδούνι τῆς αὐλόπορτας.

- Εἶναι ἡ κυρία Κατίγκω, εἶπε μέσα ἡ ὑπηρέτρια.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ποὺ ἦταν ξαπλωμένη στὸν καναπέ, ἔκαμε κίνημα καὶ ψιθύρισε:

- Ἔλα, τελείωνε γρήγορα.

Ἡ ὑπηρέτρια γύρισε καὶ τὴν κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα ἔβλεπε πρὸς τὸ παράθυρο.

- Ἦρθε ἡ Εὐανθία; ἀκούστηκε ἀπὸ κάτω ἡ φωνὴ τῆς κυρίας Κατίγκως.

- Ἔλα ἀπάνω, εἶπε ἡ γιαγιά.

- Ἔλα ἀπάνω, φώναξε κι ὁ παπαγάλος ποὺ λιαζόταν στὸ μπαλκόνι.

Ἡ κυρία Κατίγκω προχώρησε ἕνα βῆμα καὶ ξαναρώτησε:

- Ἦρθε ἀλήθεια;

Στὸ παράθυρο παρουσιάστηκε ἡ λευκὴ ὄψη τοῦ παπποῦ σὰν προσωπίδα κρεμασμένη πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι μὲ τὰ μάτια ἀσάλευτα.

Ἡ κυρία Κατίγκω ποὺ εἶχε κάμει ἄλλο ἕνα βῆμα πρὸς τὴ σκάλα, σταμάτησε καὶ γύρισε γοργὰ τὸ πρόσωπο.

- Ἔλα ἀπάνω, ξαναμίλησε ἡ γιαγιά.

Ἡ κυρία Κατίγκω ξαναπροχώρησε· ἡ ὄψη τοῦ παπποῦ παρουσιάστηκε στὸ ἄλλο παράθυρο. Ἡ κυρία Κατίγκω ἔπιασε τὸ κλαδὶ μιᾶς ροδοδάφνης ποὺ ἦταν ἐμπρὸς στὴ σκάλα· ὅπως τὸ ἔπιασε τὸ μάδησε.

Μέσα ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἄκουσε τὶς παντοῦφλες τῆς γιαγιᾶς ποὺ σύρθηκαν.

- Ποιὸς εἶναι μέσα; ρώτησε ἡ κυρία Κατίγκω. Ἡ γιαγιὰ εἶχε κατεβεῖ τὴ μισὴ σκάλα.

- Ποιὸς εἶναι μέσα; εἶπε σιγότερα ἡ κυρία Κατίγκω καὶ κοκκίνισε. Εἶχε ἀνεβεῖ κι αὐτὴ δυὸ σκαλοπάτια.

- Τί στέκεσαι; εἶπε ἡ γιαγιά.

Ἡ κυρία Κατίγκω ξανακοκκίνισε. Τὰ μάτια τοῦ παπποῦ σὰ νὰ τρυποῦσαν πίσω της τὸ τζάμι.

Πήδησε τὰ σκαλιά, ἔδωσε τὸ χέρι τῆς γιαγιᾶς καὶ ἀνέβηκαν μαζὶ τὴ σκάλα.

Ἡ ὑπηρέτρια ἔτρεξε στὴν πόρτα.

- Μέσα ἡ κυρία ἡσύχασε, εἶπε φωναχτά.

Ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε στὴ γιαγιά. Ἡ γιαγιὰ δὲν τῆς ἄφησε τὸ χέρι.

- Ἔλα, ἔλα, εἶπε καὶ τὴν ἔσυρε κοντά της μέσα.

***

Πέρασαν στὴν τραπεζαρία. Ἡ Εὐανθία ἔτρεξε στὴν πόρτα, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ἅρπαξε στὴν ἀγκαλιά:

- Νὰ σὲ χαρῶ!

- Δές την πῶς ἔγινε, εἶπε ἡ γιαγιά.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔκλαιε.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε τὸ Στέφανο.

- Ἡ μητέρα σου, εἶπε σιγὰ κι ἄφησε τὸ κέντημά της στὸ κάθισμα. Ἔπειτα σηκώθηκε καὶ ἦρθε κ᾿ ἔδωσε τὸ χέρι στὴν κυρία Κατίγκω:

- Μαμά, καλημέρα.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴ φίλησε.

Ὁ Στέφανος δὲν κινήθηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅπου ἦταν καθισμένος.

- Πῶς ἔγινε! ξαναεῖπε ἡ γιαγιά.

Ὁ Στέφανος τῆς ἔνεψε:

- Ἔλα γιαγιά. Κ᾿ ἔδειξε ἕνα κάθισμα κοντά του.

Ἡ κυρία Κατίγκω ξαναγκάλιασε τὴν Εὐανθία.

- Χρυσή μου!

Ἡ Εὐανθία ἔσκυψε στὸ στῆθος της.

- Μὲ θυμόσουνα ποτέ;… Ἔτσι σᾶς ἔσφιγγα --- Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω χάδευε τὰ μαλλιὰ τῆς Εὐανθίας κ᾿ ἐξακολούθησε νὰ κλαίει:

- Τὶς δυό. Καὶ δείχνοντας τὸ Στέφανο:

- Καὶ κεῖνος κοίταζε.

- Μητέρα, ἔλα τώρα, ἔνεψε μὲ τὸ χέρι ὁ Στέφανος· μὰ ἡ γιαγιὰ ἦρθε κοντά του.

- Ἄσ᾿ την, τοῦ ψιθύρισε.

Ἡ Εὐανθία σήκωσε τὸ κεφάλι, καὶ ἡ ματιά της ἀπαντήθηκε μὲ τὴ ματιὰ τοῦ Στέφανου. Ἡ Μαρίκα ἦρθε καὶ κάθισε κοντά του καὶ ξαναέπιασε τὸ κέντημα.

Ἕνα φύσημα φούσκωσε τὴν κουρτίνα στὸ παράθυρο. Ἡ Μαρίκα ἔβηξε ἐλαφρά.

- Νὰ κλείσω; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ὄχι, ἔνεψε ἡ Μαρίκα.

Ἡ γιαγιὰ ἔκαμε νὰ ἔρθει κοντά της.

- Μὰ γιαγιά! τὴ σταμάτησε ἡ Μαρίκα, καὶ ἡ γιαγιὰ τέντωσε τὸ ἀφτί· πάλι μὲ τὶς παντοῦφλες! δὲ μοῦ τὸ ἔταξες;

- Καλά, καλά, ψιθύρισε ἡ γιαγιά.

Ἡ Εὐανθία ξανακοίταξε, κι ὁ Στέφανος γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο.

- Ἔλα γιαγιά, εἶπε ἔπειτα· μὰ ἡ γιαγιὰ πῆγε στὴν Εὐανθία.

Ἔξω, ἐμπρὸς στὸ παράθυρο μία λεύκα σιγοκινοῦσε τὰ φύλλα της κοκκινισμένα. Τὰ πεῦκα πλάι ἴσκιωναν τὴν αὐλὴ βαριά. Ἡ βρύση τριγυρισμένη ἀπὸ κισσό, ἔσταζε ἀργὰ στὴν πέτρινη λεκάνη, ὅπου βουτούσανε δυὸ πάπιες.

Ὁ Στέφανος ἔσκυψε κ᾿ ἔριξε κάτω μιὰ ματιά. Ἔπειτα κοίταξε πάλι τὸν οὐρανό, ὅπου ὁ ἥλιος πολεμοῦσε ν᾿ ἀνοίξει δρόμο μέσα σὲ σύννεφα σταχτιά, ποὺ ξέκοβαν καὶ σκόρπιζαν κουρελιασμένα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ ἀντικρινοῦ ὀρθόβραχου βουνοῦ.

Καθὼς ὁ Στέφανος ἀκούμπησε τὸ χέρι στὸ τζαμόφυλλο καὶ τὸ κίνησε, ὁ ἥλιος χτύπησε στὸ τζάμι· ἡ ἀντιφεγγιὰ ἔπεσε στὴν ὄψη τῆς Μαρίκας κ᾿ ἔπαιξε καὶ ἁπλώθηκε στὸ πάτωμα.

Ἡ Μαρίκα ἔκλεισε τὰ μάτια.

- Στέφανε! φώναξε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Γεῖρε το, ψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

Καθὼς ἔστρεψε πάλι ὁ Στέφανος, τὸ τζάμι ξανακινήθηκε καὶ ὁ Στέφανος μόλις πρόφτασε νὰ δῆ ποὺ ἔσβηνε ἡ ἀντηλιὰ στὰ πόδια τῆς Εὐανθίας.

- Τί; ρώτησε.

- Τὸ τζάμι.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε νὰ τὸ κλείσει.

- Ξεχασμένος εἶσαι, εἶπε ἡ Μαρίκα· τί ἔβλεπες;

Ὁ Στέφανος δὲν τῆς ἀπάντησε· τὴν κοίταξε σὰ νὰ μὴν εἶχε ἀκούσει.

Ἡ Εὐανθία καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ἀπέναντι μιλοῦσαν τώρα καὶ γελοῦσαν. Ἡ Μαρίκα κεντοῦσε σιωπηλή.

- Στέφανε! γύρισε ἔξαφνα ἡ κυρία Κατίγκω.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

-Πῶς θὰ χαρεῖ ὁ πατέρας σου!

- Ναί, κι ὁ παπποὺς πῶς χάρηκε! εἶπε ἡ γιαγιά.

Ἡ κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ἐλαφρά. Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε.

- Ναί, χάρηκε, εἶπε ξανὰ ἡ γιαγιά.

Ἡ Μαρίκα ἔσκυψε πάλι στὸ κέντημα, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ξαναέπιασε τὸ χέρι τῆς Εὐανθίας:

- Δὲν τὴν ξαναφήνομε νὰ φύγει, ε νονά;

- Ναί, ἔκαμε νὰ πεῖ ἡ γιαγιά, μὰ ἡ Μαρίκα ἔβηξε καὶ ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε κεῖθε:

- Στέφανε, κλεῖσε! φώναξε.

- Μὰ δὲ φυσᾶ, μαμά, εἶπε ἡ Μαρίκα.

- Σήκω ἀπ᾿ αὐτοῦ, τῆς φώναξε ἡ γιαγιά.

- Ἔλα κάθισε δῶ, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία τραβήχτηκε νὰ κάμει θέση στὸν καναπέ, ἡ Μαρίκα ὅμως κάθισε στὸ σκαμνάκι ποὺ ἦταν ἐμπρὸς στὰ πόδια τῆς κυρίας Κατίγκως. Κάθισε κ᾿ ἔσκυψε πάλι στὸ κέντημα.

Καὶ σώπασαν.

- Τί κεντᾶς; τὴ ρώτησε ἔπειτα ἡ κυρία Κατίγκω.

- Μιὰ μάρκα.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔσκυψε νὰ δῆ.

- Ὡραία εἶναι, εἶπε· ἀλλὰ ὅπως σήκωσε πάλι τὰ μάτια, φώναξε ἔξαφνα:

- Μὰ Στέφανε!

Ὁ Στέφανος γύρισε· ἡ γιαγιὰ ποὺ εἶχε σηκωθεῖ σταμάτησε στὴν πόρτα.

- Καπνίζεις---; Κλεῖσε! ξαναφώναξε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε ἄλλη μιὰ στιγμή· ἔπειτα πέταξε τὸ τσιγάρο κ᾿ ἔκλεισε τὸ τζάμι.

Ἡ Μαρίκα σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὸ κέντημα.

- Φυσᾶ λιγάκι, ὁ καιρὸς κρύωσε, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Θὰ εἴχατε ἀέρα στὸ βαπόρι, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Μὰ ἡ Εὐανθία, ποὺ εἶχε στρέψει πρὸς τὸ παράθυρο, εἶδε πὼς ὁ Στέφανος εἶχε τὰ μάτια ἀπάνω της· καὶ μία στιγμὴ δὲν ἀπάντησε.

- Τί, θεία Κατίγκω; εἶπε ὕστερα.

Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε:

- Ρώτησε ἂν εἴχατε ἀέρα στὸ βαπόρι.

- Ὄχι πολύ, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ σώπασε.

Ἡ γιαγιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἦρθε πάλι.

- Μαρίκα, μίλησε.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε.

- Σὲ θέλει μέσα, τῆς ψιθύρισε ἡ γιαγιά.

- Ἡ γιαγιὰ δὲν ἡσυχάζει, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Τί; τέντωσε τ᾿ ἀφτὶ ἡ γιαγιά.

- Σήμερα μαγείρεψες μονάχη, εἶπε δυνατότερα ἡ Εὐανθία.

- Ναί, μαγείρεψα, εἶπε ἡ γιαγιὰ κ᾿ ἔμεινε κοιτάζοντας τὴν πόρτα ποὺ ἡ Μαρίκα ἔφυγε –

- Ἤσουν μέσα; ρώτησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα ξαπλωμένη πάντα στὸν καναπέ.

Ἡ Μαρίκα στάθηκε ὀρθὴ μπροστά της.

- Ναί, ἀπάντησε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν κοίταξε. Εἶδε σουφρωμένα τὰ φρύδια της καὶ πρόσεξε πὼς στὰ μάγουλά της πάλευαν νὰ σβήσουν τὰ ἐλαφρὰ κοκκινωπά τους στίγματα. Τὴν κοίταξε μία στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα:

- Ποιὸς ἄλλος εἶναι; ρώτησε.

- Ὁ Στέφανος, ἀπάντησε ἡ Μαρίκα.

- Ἄλλος, ρωτῶ.

Ἡ Μαρίκα σήκωσε τὰ μάτια.

- Τὸ ξέρεις, εἶπε.

- Ναί, ὅμως πρόσεξε μὴ μοῦ τὴ φέρουν μέσα.

Ἡ Μαρίκα τὴν ξανακοίταξε. Ἔπειτα ἀφοῦ κοίταξε κάτω ἄλλη μιὰ στιγμή, ἔκαμε ἕνα βῆμα πρὸς τὸν καναπέ, σὰν ἁρπαγμένη ἀπὸ ἔξαφνο αἴσθημα.

- Γιατί ὅλα αὐτά, μαμά; γιατί; δοκίμασε νὰ πεῖ, ἕνα ὅμως νεῦμα τῆς κυρίας Ἀγλαΐας τὴ σταμάτησε.

Ἔμεινε ὀρθὴ καὶ κοίταζε.

Καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα χωρὶς νὰ κινηθεῖ:

- Πήγαινε καὶ πρόσεξε μὴ μοῦ τὴ φέρουν· αὐτὸ σὲ ἤθελα, ψιθύρισε καὶ γύρισε τὰ μάτια ἀλλοῦ.

***

Ἡ Μαρίκα ἦρθε πάλι στὴν τραπεζαρία.

Ἡ κυρία Κατίγκω καὶ ἡ γιαγιὰ σκυφτές, μιλοῦσαν ψιθυριστὰ χείλη μὲ χείλη. Ὁ Στέφανος εἶχε ξαπλωθεῖ στὴν πολυθρόνα καὶ κάπνιζε, ἡ Εὐανθία στεκόταν κοντὰ στὸ ξανανοιγμένο παράθυρο. Μιὰ ἀντηλιὰ ἔπαιζε τριγύρω στὰ μαλλιά της.

Ἡ Μαρίκα σταμάτησε στὴν πόρτα. Χωρὶς νὰ θέλει γύρισε καὶ κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη τῆς κονσόλας. Τὰ κόκκινα στίγματα εἶχαν ἁπλωθεῖ ἀπὸ τὰ μῆλα σ᾿ ὅλο τὸ μάγουλο· στὰ ἄχρωμα χείλη της εἶδε λευκότερα σημάδια, σὰ νὰ τὰ δάγκασε.

Ὁ Στέφανος φύσηξε τὸν καπνὸ πρὸς τὸ παράθυρο ἔξω. Ἡ Εὐανθία τὸν κοίταξε. Πίσω της σάλευε τὰ φύλλα ἡ λεύκα, στὸν οὐρανὸ ἅπλωναν τὰ σύννεφα σὰ μαδημένα.

Ὁ Στέφανος ξανακάπνισε, ἡ Εὐανθία τὸν πλησίασε καὶ εἶπε:

- Καὶ σὺ κοίταζες.

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε. Ξαναφύσηξε τὸν καπνό, κι ὁ καπνὸς σκόρπισε ὠχρογάλανος γύρω στὸ πρόσωπο τῆς Εὐανθίας· ἔπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ᾿ ἔσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.

Ἡ Μαρίκα ἔκαμε νὰ ξανακαθίσει στὸ σκαμνάκι.

- Ναί, ναί, νονά, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω, σὰ νὰ ἔκλεινε τὴν ὁμιλία.

Ἡ γιαγιὰ εἶδε τὴ Μαρίκα.

- Τί ἤθελε; τὴ ρώτησε.

- Τίποτε, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταξε χωρὶς νὰ θέλει.

- Μά, γιαγιά, πήγαινε ντύσου· θὰ ἔρθει ἔξαφνα κανένας, εἶπε σιγὰ ἡ Μαρίκα.

- Μαρίκα! φώναξε τὴν ἴδια ὥρα ἡ Εὐανθία ἀπὸ τὸ παράθυρο.

Ἡ Μαρίκα πῆγε.

- Γιὰ δές· δὲν ἔχει ἀλλάξει κάτι ἐδῶ;

- Τὸ σπίτι ἐκεῖ· χτίστηκε τώρα, εἶπε ἡ Μαρίκα.

- Ἄ, ναί, φαινόταν ὁ γιαλός.

- Καὶ ἡ ἐκκλησίτσα.

- Μὲ τὰ δυὸ πευκάκια.

- Καὶ τὰ κυπαρίσσια, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Ἡ Εὐανθία σώπασε. Καὶ ἡ Μαρίκα, ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε:

- Θὰ πᾶμε νὰ τὴν ἀνοίξομε. Ἔ, δὲ θὰ τὴν ἀνοίξομε, γιαγιά;

- Τί; ρώτησε ἡ γιαγιά.

- Τὴν ἐκκλησίτσα.

Μὰ ἡ Μάρθα στάθηκε μπρὸς στὸ παράθυρο, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω φώναξε:

- Μά, Στέφανε!

Ἡ γιαγιὰ ἅπλωσε τὰ χέρια. Ὁ Στέφανος σηκώθηκε, ἡ Μαρίκα ὅμως τὸν κράτησε.

Καὶ ἡ Εὐανθία, τραβώντας τη κοντά της:

- Μαρίκα, φώναξε, θυμᾶσαι τὴ γριὰ μὲ τὶς κατσίκες;

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε. Ὁ Στέφανος ἔκλεισε πίσω τὸ παράθυρο.

- Καὶ τὸ βράχο στὸ ἀκρογιάλι;

- Ποῦ ἀνέβαινες καὶ φώναζες, εἶπε ἡ Μαρίκα.

- Καὶ βούιζε ἡ θάλασσα.

- Ἡ σπηλιὰ βούιζε.

- Ναί, ἡ σπηλιά.

- Καὶ τὴ φοβόσουν.

- Τὴ γριὰ φοβόμουνα μὲ τὶς κατσίκες, εἶπε ἡ Εὐανθία, καὶ ὁ Στέφανος ποὺ ἦρθε κοντά, ψιθύρισε:

- Ποὺ δὲ σαλεῦαν.

- Ναί, δὲ σαλεύανε καὶ τοὺς πετοῦσα πέτρες γιὰ νὰ σαλέψουν· καὶ τότε ἔβγαινε ἡ γριὰ καὶ μοῦ ἔδειχνε τὰ γούλια της μὲ τὸ μακρὺ δόντι ποὺ ἔφτανε ὡς κάτω ἀπ᾿ τὸ πηγούνι. Μιὰ μέρα μὲ κυνήγησε, κ᾿ ἔτρεξα σπίτι --

- Ξυπόλυτη; εἶπε ἡ Μαρίκα.

- Ναί, κ᾿ ἡ μαμά σου μ᾿ ἔδειρε.

Ἡ Μαρίκα σὰ νὰ κοκκίνισε, καὶ ἡ Εὐανθία καθὼς τὴν κοίταζε ἡ γιαγιά, φώναξε:

- Γιαγιά, θυμᾶσαι;

- Τί; ρώτησε ἡ γιαγιά.

- Ποὺ μ᾿ ἔδειρες.

- Τρελή, εἶπε ἡ γιαγιά, καὶ ἡ Εὐανθία γυρνώντας στὴν κυρία Κατίγκω:

- Θεία Κατίγκω!

Ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε ξεχαστεῖ.

- Θεία Κατίγκω, ξαναφώναξε ἡ Εὐανθία, θυμᾶσαι ποὺ μ᾿ ἔδερνε ἡ γιαγιά;

- Τρελή, ψιθύρισε πάλι ἡ γιαγιὰ κ᾿ ἔκαμε νὰ τὴ χαδέψει καθὼς ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά της.

- Πῶς τῆς πηγαίνουνε τὰ πράσινα! εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω σιγὰ στὸ Στέφανο, ποὺ εἶχε ἔρθει καὶ κάθισε στὸ πλάι της.

- Ναί, τῆς πηγαίνουν, εἶπε ἡ Μαρίκα ποὺ στεκόταν ἀπὸ πίσω ὀρθή· καὶ κοίταξε τὸ Στέφανο.

Μὰ ὅταν ὁ Στέφανος πῆγε κοντά της καὶ τὴν εἶδε πὼς ἦταν ἀνήσυχη:

- Μὲ κάνει νευρική, τοῦ εἶπε καθὼς τῆς ἔπιασε τὸ χέρι.

- Ποιός; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ἡ γιαγιά.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Ποὺ κάθεται μὲ τὶς παντοῦφλες, εἶπε ξανὰ ἡ Μαρίκα.

Ὁ Στέφανος τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὴ μέση καὶ βημάτισαν μαζὶ στὴν κάμαρα.

Ἡ Εὐανθία στεκόταν στὸ παράθυρο μὲ τὴ γιαγιά· ὁ Στέφανος εἶδε πὼς ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταζε σὰν ξεχασμένη.

- Στενοχωρήθηκες· θὲς νὰ καπνίσεις; τοῦ εἶπε ἡ Μαρίκα ποὺ πρόσεξε πὼς εἶχε ξεχαστεῖ κι αὐτός.

- Ὄχι, ἀπάντησε ὁ Στέφανος καὶ τῆς ξαναέπιασε τὴ μέση.

Περπάτησαν πάλι, ὅμως δίχως νὰ μιλήσουν. Ἐκεῖ εἶδαν τὴν Εὐανθία ποὺ πῆγε πάλι στὴν κυρία Κατίγκω, καὶ ὁ Στέφανος πρόσεξε πὼς τὸν κοίταζαν καὶ οἱ δυό, ἡ κυρία Κατίγκω σὰ λησμονημένη πάντα.

Ἔπειτα ἄκουσαν πὼς κάτι ψιθύρισε ἡ γιαγιά· καὶ γύρισαν.

- Ναί, ναί, εἶπε ἡ γιαγιά, σὰ νὰ μιλοῦσε μόνη της· καὶ στάθηκαν καὶ τὴν κοίταζαν.

Μὰ ἡ Εὐανθία πετάχτηκε ἔξαφνα κ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὴ μέση τὴ γιαγιά:

- Νὰ σὲ χορέψω;

- Τρελή! εἶπε καὶ τὴν ἔσπρωξε ἡ γιαγιά, καὶ ἡ Εὐανθία στάθηκε κ᾿ ἔβλεπε γελώντας τὴ Μαρίκα.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε τὸ Στέφανο, μὰ ὁ Στέφανος σὰ νὰ μὴν πρόσεχε. Ἔπειτα στρέφοντας πρὸς τὴ γιαγιά:

- Ἀλλά, γιαγιά, ἔκαμε νὰ πεῖ, μὰ ὁ Στέφανος τὴν τράβηξε πρὸς τὸ παράθυρο.

Στάθηκαν καὶ κοιτάζαν ἔξω.

Ἡ Εὐανθία πῆρε τὴ γιαγιὰ καὶ κάθισαν στὸ πλάι τῆς κυρίας Κατίγκως, ἡ Εὐανθία στὸ σκαμνάκι ἐμπρὸς στὰ πόδια της.

Ὁ Στέφανος καὶ ἡ Μαρίκα γυρίζοντας τὴν εἶδαν ποὺ ἔπιασε τὸ χέρι της:

- Θεία Κατίγκω!

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταξε, σὰ νὰ ξυπνοῦσε, καὶ ἡ Εὐανθία ξαναφώναξε:

- Θεία Κατίγκω!

- Τί παιδί μου;

- Τραγούδησέ μας.

- Μὰ Εὐανθία, εἶπε ἡ Μαρίκα ἀπὸ ἀντικρύ, ὅμως ἡ Εὐανθία ξαναπαρακάλεσε:

- Θεία Κατίγκω! Κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ἔβλεπε σὰ νὰ μὴν ἔνιωθε, ἡ Εὐανθία ψιθύρισε:

- Στὴ φυσαρμόνικα, ἕνα τραγούδι.

- Μὰ Εὐανθία, εἶπε πάλι ἡ Μαρίκα· ἡ Εὐανθία ὅμως ἔφερε τὴ φυσαρμόνικα καὶ παρακάλεσε ξανά.

- Θεία Κατίγκω!

- Ὄχι χρυσή μου, δὲν μπορῶ, δοκίμασε νὰ πῆ ἡ κυρία Κατίγκω, μὰ ἡ Εὐανθία ξαναπαρακάλεσε:

- Θεία Κατίγκω!

Καὶ ἡ γιαγιὰ ποὺ ἔβλεπε τὴν Εὐανθία, εἶπε κι αὐτή:

- Ἔλα Κατίγκω.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε τὴ γιαγιὰ κ᾿ ἔπειτα τὸ Στέφανο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Στέφανος ψιθύρισε:

- Ἔλα, μητέρα.

Ἡ Μαρίκα ἔκαμε κίνημα, ἀλλὰ ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε πάρει τὴ φυσαρμόνικα.

- Δὲν μπορῶ, ξαναεῖπε σιγαλά. Ἀνέβασε ὅμως τὸ βέλο της πιὸ ἀπάνω καὶ φάνηκε ἀποκάτω μελαψό, ἀφτιασίδωτο τὸ μέτωπο.

Ἡ Μαρίκα γύρισε τὰ μάτια ἀλλοῦ, ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω ἔφερνε τὰ δάχτυλα στὰ κόκκαλα τῆς φυσαρμόνικας. Τὰ κίνησε σ᾿ αὐτά, σὰ νὰ δοκίμαζε. Ἀλλὰ σταμάτησε μεμιᾶς· σταμάτησε καὶ κοίταζε μπροστά της.

- Σὰ φύλλο, τῆς εἶπε ἡ Εὐανθία σιγά, καθὼς σταμάτησε. Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταξε μονάχα, σὰ νὰ μὴν ἄκουσε. Ἔπειτα ἔριξε τὰ μάτια της πάλι μπροστά, ἴσια στὸ Στέφανο, καὶ βλέποντας χαμένα ἐκεῖ ἔπαιξε καὶ τραγούδησε:

Τὰ μάτια σου κλαῖνε,
Λενίτσα Λενιώ...
τὰ χέρια σου καῖνε,
τὸ χείλι σου ἀχνό.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε κίνημα, ἀλλὰ ἡ κυρία Κατίγκω ἐξακολούθησε:

Σοῦ γύρευα: μεῖνε!
δὲν εἶχες μιλιά,
ἂχ ἄσπρε μου κρίνε,
μακριὰ ἤσουνα πιά.

Ἡ φωνὴ τῆς κυρίας Κατίγκως ἔτρεμε· τὰ μάτια της γέμισαν δάκρυα.

Ὁ Στέφανος τῆς ἅρπαξε τὴ φυσαρμόνικα.

Ἡ Μαρίκα εἶχε γυρίσει καὶ κοίταζε τὴν Εὐανθία, ἡ κυρία Κατίγκω σκέπασε τὰ μάτια μὲ τὰ χέρια.

- Κατίγκω! Κατίγκω! εἶπε ἡ γιαγιά.

- Τὸ ξέρατε, ψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

Ἡ γιαγιὰ τῆς ἔριξε μία ἄφωνη ματιά.

- Ἂχ ναί, εἶπε σιγὰ ἔπειτα κ᾿ ἔφυγε συρτά….

Ἔξω πύκνωσαν καὶ χαμήλωσαν τὰ σύννεφα καὶ ἡ κάμαρα σκοτείνιασε.

- Θὰ βρέξει, εἶπε ἡ Εὐανθία ὀρθὴ ἐμπρὸς στὸ παράθυρο.

Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε.

Ἀπὸ κάτω ἀκούστηκαν οἱ πάπιες ποὺ χτυποῦσαν τὰ φτερά τους, καὶ ἡ Εὐανθία ἔσκυψε στὸ τζάμι.

Ἡ κυρία Κατίγκω κατέβασε πάλι τὸ βέλο της.

- Στέφανε, θὰ μείνεις; εἶπε καὶ σηκώθηκε.

- Νὰ ἔρθω μαζί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

Ἡ Μαρίκα γύρισε καὶ τὸν κοίταξε.

- Ὄχι, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Θεία Κατίγκω, φεύγεις κιόλα; φώναξε ἡ Εὐανθία ποὺ γύρισε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ τὴν εἶδε ποὺ ἔσιαζε στὸν καθρέφτη τὸ καπέλο της.

- Μαμά, μεῖνε λιγάκι, εἶπε καὶ ἡ Μαρίκα.

- Πρέπει νὰ πάω, ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω· θὰ ἔρθω ἄλλη μέρα, γύρισε στὴν Εὐανθία ποὺ τὴν πλησίασε.

- Ἂν δὲν ἔρθεις πρὶν ἐσύ, εἶπε σιγαλότερα καὶ ἀκούμπησε τὸ χέρι ἀπάνω της.

Ἡ Εὐανθία τὴν κοίταξε.

- Περιμένεις μία στιγμή; τὴ ρώτησε γοργὰ καὶ πήδησε στὴν πόρτα.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔκαμε νὰ στρέψει πάλι μέσα, μὰ καθὼς ἔστρεψε, κινήθηκε στὸ πλάι ἡ ἄλλη πόρτα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα εἶδε δυὸ μάτια καρφωμένα ἀπάνω της. Μιὰ στιγμὴ σὰ νὰ καρφώθηκε κι αὐτὴ στὴ θέση της. Μὰ ἀμέσως, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανθεῖ:

- Στέφανε! ἔβγαλε φωνή.

- Πᾶμε! τοῦ ξαναφώναξε, ὅπως ἔστρεψε ὁ Στέφανος καὶ κοίταξε.

- Ἀλλά… δὲν εἶπες; θέλησε νὰ ψιθυρίσει ὁ Στέφανος.

- Ὄχι, ὄχι, πᾶμε, ἔνεψε γοργὰ ἡ κυρία Κατίγκω κ᾿ ἔφυγε.

Καθὼς περνοῦσε στὸ διάδρομο, ἡ πόρτα τῆς κυρίας Ἀγλαΐας ἔκλεισε δυνατὰ μπροστά της, σὰν ἐπίτηδες. Καὶ ἡ ὑπηρέτρια ὀρθὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα ἐκεῖ, τὴν κοίταζε…

Ἡ Μαρίκα συνόδεψε τὸ Στέφανο στὸ διάδρομο.

Ἡ Εὐανθία ἦρθε τρεχάτη μ᾿ ἕνα δεματάκι.

- Ἔφυγαν; εἶπε ρίχνοντας ματιὰ στὴν ἄδεια κάμαρα.

Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε μονάχα· καὶ στρέφοντας καὶ πάλι μέσα εἶδε στὴν ἄλλη πόρτα τὴν ὄψη τοῦ παπποῦ σὰ σφηνωμένη μέσα στὸ ἄνοιγμα. Κ᾿ ἔμεινε καὶ τὴν κοίταζε.

***

Ἡ κυρία Κατίγκω περίμενε τὸ Στέφανο ἔξω στὸ δρόμο.

- Μά, μητέρα, τί ἔπαθες; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Τίποτε, εἶπε βιαστικὰ ἡ κυρία Κατίγκω.

- Τίποτε, πᾶμε, ξαναεῖπε καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.

Ἄρχισαν νὰ πέφτουν χοντρὲς σταλαματιές, καὶ τάχυναν τὸ βῆμα. Ἀραιοὶ διαβάτες περνοῦσαν γρήγορα χωρὶς νὰ χαιρετήσουν. Μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε πίσω κάποια σιδερένια πόρτα καὶ ξαναέκλεισε μὲ ὁρμή, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω στριμώχτηκε σφιχτότερα στὸ Στέφανο. Μιὰ δυνατὴ πνοὴ σήκωσε ἔπειτα σύννεφο τὴ σκόνη καὶ τοὺς τύλιξε σὲ λίγο μέσα.

Ὅταν πέρασε, εἶχαν φτάσει στὸ ἀκρογιάλι. Σὲ μερικὰ καΐκια ἀραγμένα ἐκεῖ κατεβάζαν τὰ πανιά· οἱ γλάροι πετοῦσαν γύρω τους σὲ χαμηλὰ στενὰ τόξα, καὶ ἡ θάλασσα ἁπλωνόταν ἀνήσυχα βουβὴ καὶ σκοτεινή.

Ἡ κυρία Κατίγκω σταμάτησε ὅταν ἔφτασαν στὸ σπίτι καὶ ἀνέβηκαν τὴ σκάλα. Ἐκεῖ ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ Στέφανου καὶ τοῦ εἶπε:

- Παιδί μου, Στέφανε… νὰ ζήσεις, ἄκου: μὴν ξαναπᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.

- Ἀλλά, μητέρα…, ἔκαμε νὰ πεῖ ὁ Στέφανος, μὰ ἡ κυρία Κατίγκω τὸν σταμάτησε:

- Μή, μὴν ξαναπᾶς!

Καὶ ἡ φωνή της καὶ ἡ ματιὰ εἶχαν βαθιὰ κάτι παρακαλεστικὸ καὶ τρομαγμένο.

Καὶ ὁ Στέφανος ἔμεινε μπροστά της ἄφωνος, ἐνῶ ἡ μπόρα χτυποῦσε στὰ τζάμια μὲ ὅλη της τὴν πρώτη ὁρμή.

ΙΙ

- Ὡραία μέρα, εἶπε ἡ Εὐανθία κοιτάζοντας πρὸς τὸ παράθυρο.

Ἡ Μαρίκα ἔριξε πίσω τὸ κεφάλι καὶ στύλωσε τὰ μάτια ἔξω.

Ὁ ἥλιος ἔλαμπε, ὁ οὐρανὸς ἔφεγγε.

- Βγαίνομε ἔξω; εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε, ὁ Στέφανος σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα.

- Πᾶμε περίπατο; ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ Μαρίκα γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Στέφανο.

- Σοῦ ἀρέσει ἀλήθεια; εἶπε σιγά.

Ὁ Στέφανος μία στιγμὴ δὲ μίλησε. Ἔπειτα σιγὰ κι αὐτός:

- Μὰ δὲ σοῦ εἶπα!

Ἡ Μαρίκα ξανακοίταξε μπροστά της κ᾿ ἔπειτα γύρισε πάλι:

- Ὄχι, τὸ χρῶμα δὲ μοῦ πάει· εἶμαι κίτρινη.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Γιὰ ξαναφόρα το, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ Μαρίκα σώπασε μία στιγμή.

- Τὸ κέντημα στὴ ζώνη δὲ μοῦ ἀρέσει, ψιθύρισε ἔπειτα.

- Τότε βγάλε το, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος.

- Βάλε μόνο μιὰ κορδέλα μὲ μία ἀγράφα, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ Μαρίκα κρέμασε τὰ χέρια καὶ κοίταξε τὸ Στέφανο.

- Εἶμαι κίτρινη, εἶπε σιγά.

- Εἶσαι ὡραία, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος σιγότερα, ἐνῶ ἡ Εὐανθία ξεφύλλιζε ἕνα φιγουρίνι ἀπάνω στὸ τραπέζι.

Ἡ Μαρίκα ἔμεινε μὲ τὰ χέρια κρεμασμένα κάτω· ἡ Εὐανθία ἦρθε μπροστά της.

- Νά, σὰν αὐτή, εἶπε κ᾿ ἔδειξε ἕνα σχέδιο στὸ φιγουρίνι.

Ἡ Μαρία κοίταξε.

- Καὶ τούτη ἡ τάγια ἐδῶ… κάμε την ἔτσι, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Δὲ μοῦ ἀρέσει, ξαναψιθύρισε ἡ Μαρίκα καὶ γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο.

Ὁ Στέφανος τῆς ἔπιασε τὸ χέρι:

- Φαίνεσαι κουρασμένη.

Ἡ Εὐανθία ἄφησε τὸ φιγουρίνι. Φόρεσε αὐτὴ τὸ ἐπανωφόρι καὶ πῆγε στὸν καθρέφτη.

- Ἐγὼ ἔτσι θὰ τὸ ἔκανα, εἶπε καὶ μάζεψε τὸ ὕφασμα στὴ μέση· ποῦ ἔχεις μία κορδέλα;

Κρατώντας τὰ χέρια στὴ μέση κοίταζε στὸν καθρέφτη. Στὸ βάθος ἔβλεπε τὴ Μαρίκα σκυφτὴ καὶ τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ριγμένα στὸν καθρέφτη. Τῆς φάνηκε σὰ νὰ κοκκίνισε, καὶ πῆρε τὴ ματιὰ ἀπὸ κεῖ. Μισογυρνώντας τὸ κορμὶ ξανακοίταξε τὴ μέση της καὶ φώναξε:

- Μαρίκα!

Ἡ Μαρίκα γύρισε.

- Νά, δὲς ἐδῶ…

Στὴν πόρτα παρουσιάστηκε ὁ ἄσπρος σκοῦφος καὶ ἡ σταχτιὰ ρόμπα τοῦ παπποῦ μὲ τὰ σιρίτια ξεφτισμένα στὰ μανίκια. Κάτω ἀπ᾿ τὸ σκοῦφο γυάλιζαν ἀνήσυχα τὰ μάτια του.

Ἡ Εὐανθία γύρισε κεῖθε.

- Καλημέρα, παπποῦ, φώναξε.

Ὁ παπποὺς κοίταξε γύρω, σὰ νὰ ζητοῦσε κάτι.

- Τί εἶναι παππού; ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία.

Ὁ παπποὺς ἦρθε στὸ τραπέζι, ἔπειτα πῆγε στὸν κομό.

- Γυρεύεις τίποτε; ρώτησε πάλι ἡ Εὐανθία.

- Τὰ σπίρτα… μοῦ τὰ ξαναπῆρε.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε τὸ Στέφανο, καὶ ὁ Στέφανος σηκώθηκε.

- Πάρε τὰ δικά μου, παπποῦ, εἶπε καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ σπίρτα.

Ὁ παπποὺς ἦρθε καὶ στάθηκε μπρὸς στὸ παράθυρο. Στάθηκε, κοίταξε ἔξω μιὰ στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα εἶπε:

- Τὴ νύχτα ἔβρεξε.

- Τὸ ἀπόγευμα, παπποῦ, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Τὴ νύχτα, εἶπε ξανὰ ὁ παππούς.

- Τὴ νύχτα, ναί, ὁληνύχτα, εἶπε ἡ Μαρίκα κοιτάζοντας τὴν Εὐανθία.

Ὁ παπποὺς γύρισε καὶ σύρθηκε ἔξω, καὶ ἡ Εὐανθία βλέποντας τὴ Μαρίκα:

- Τὴ νύχτα, ψιθύρισε σὰ μηχανικά. Μὰ ἔπειτα πιάνοντας τὸν ὦμο τῆς Μαρίκας:

- Ἀλήθεια, δὲ μοῦ τέλειωσες τὴν ἱστορία, εἶπε σὰν ξαφνικά.

- Ποιὰ ἱστορία;

- Ποὺ μοῦ ἄρχισες ψὲς βράδυ στὸ παράθυρο, γιὰ τ᾿ ἄστρα.

- Ἄ, ναί, θυμήθηκε ἡ Μαρίκα. Καὶ γυρίζοντας στὸ Στέφανο: Γιὰ τὸν Ὠρίωνα, εἶπε κ᾿ ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε.

Ὁ Στέφανος τινάχτηκε, σὰ νὰ ξαφνίστηκε.

- Ἔλα, πές τη, ξαναζήτησε ἡ Εὐανθία καὶ περίμενε.

Μὰ ἀπὸ τὸ διάδρομο ἀκούστηκε ἡ ὑπηρέτρια ποὺ ἔβγαλε φωνή, καὶ ἡ Εὐανθία ἔτρεξε κεῖ. Ὁ Στέφανος κοιτάχτηκε μὲ τὴ Μαρίκα.

- Εὐανθία! φώναξε γοργὰ ἡ Μαρίκα.

Μὰ ἡ Εὐανθία δὲ γύρισε. Σταμάτησε στὴν πόρτα ἐμπρὸς στὸν παπποὺ ποὺ ἔτρεχε κοντὰ στὴν ὑπηρέτρια.

- Τὰ σπίρτα, τῆς ψιθύρισε ὁ παππούς.

- Τὰ σπίρτα μοῦ τὰ ξαναπῆρε, ψιθύρισε πάλι καὶ στάθηκε καὶ κοίταζε τὴν Εὐανθία.

- Εὐανθία, ξαναφώναξε ἡ Μαρίκα, ἔλα ἄκουσε τὸ μύθο.

Ἡ Εὐανθία γύρισε. Μὰ σὰ νὰ ξέχασε:

- Τί; ρώτησε.

- Γιὰ τὸν Ὠρίωνα, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Ἡ Εὐανθία κοίταξε τὸ Στέφανο:

- Ἂ ναί, ποιὸς ἦταν;

Ἡ Μαρίκα σταμάτησε, μὰ ἔπειτα:

- Ἕνας ποὺ ἀγάπησε τὴν Ἄρτεμη, εἶπε.

- Ἂ ναί, κι αὐτή;

Μὰ ἡ Μαρίκα δὲν ἀπάντησε. Ἡ γιαγιὰ ἦρθε στὴν πόρτα καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν παππού.

Ἡ Εὐανθία στάθηκε καὶ κοίταζε, ἐνῶ ὁ παπαγάλος φώναζε ἀπὸ τὸ διάδρομο:

- Παππού! παππού!

Ὁ Στέφανος πλησίασε στὸ παράθυρο ποὺ ἦταν ὀρθὴ ἡ Μαρίκα.

- Φαίνεσαι κουρασμένη· δὲν κοιμήθηκες καλά; τὴ ρώτησε.

- Ὢ ναί, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Σώπασαν λίγες στιγμές. Ἀπὸ κάτω ἀνέβαινε ἡ ὑγρασία τῆς νοτισμένης γῆς. Ἡ μισομαδημένη λεύκα ἔμενε ἀκίνητη· μόνο σὲ μία ἄκρη ἑνὸς κλαδιοῦ σάλευαν δυὸ καρδερίνες. Στὴν ἀντικρινὴ ταράτσα παρδαλὲς πλατιὲς κουβέρτες ἁπλωμένες ἔμοιαζαν σημαῖες ποὺ μὲ τὸ κόκκινό τους βάθος ἔδιναν ὄψη φαιδρὴ στὴν ἐρημιὰ τοῦ μικροῦ δρόμου.

Ἕνας φλῶρος κρεμασμένος κάπου σὲ κλουβὶ σκόρπισε ἔξαφνα ἕνα συρτὸ μονότονο κελάδημα, καὶ οἱ καρδερίνες ἀπάντησαν μ᾿ ἕνα πιὸ σύντομο ψιθυρητό.

Ὁ Στέφανος ἔπιασε τὸν ὦμο τῆς Μαρίκας.

Μιὰ ἀπὸ τὶς καρδερίνες πήδησε στὸ ἄλλο κλαδὶ κουνώντας τὴ λευκοστιγμένη μαύρη οὐρά. Τὰ σταχτοκίτρινα φτερούγια ἔπαιξαν παρδαλὰ στὸν ἥλιο, καὶ ἀπὸ τὸ μικρὸ κεφάλι ἔσμιξαν λάμψεις κόκκινες σὰ ρουμπινιοῦ.

Ὁ Στέφανος θέλησε νὰ δείξει τῆς Μαρίκας τὸ πουλί, μὰ ἡ Μαρίκα κοίταζε ἀντίκρυ. Κοίταζε ἀντίκρυ πρὸς τὸ ὀρθόβραχο βουνὸ ποὺ ἴσκιωνε ἀποκάτω του μαβιὰ τὸ γυμνὸ σταχτερὸ λόφο· λευκόχριστα σπιτάκια στριμωγμένα στὸ πλευρὸ τοῦ λόφου ἀραδιαστά, ἔμοιαζαν σὰ σκαλοπάτια πρὸς τὸ βαρὺ σκοτεινὸ κάστρο ποὺ ὕψωνε στὴν κορυφὴ κεραμιδόχρωμα τὰ μισογκρεμισμένα τείχη του.

Ἡ Μαρίκα κοίταζε τοὺς ἴσκιους ποὺ ἔριχνε τὸ ψηλὸ βουνὸ στὸ λόφο, καὶ ὁ Στέφανος, σὰ νὰ θέλησε νὰ τοὺς σκορπίσει ἀπὸ μπροστά της, τῆς ἔπιασε τὴ μέση κ᾿ ἔκαμε πάλι νὰ τῆς δείξει τὸ πουλί.

- Γιὰ δές, ψιθύρισε.

Μὰ ὅταν ἡ Μαρίκα γύρισε νὰ δεῖ, τὸ πουλὶ εἶχε φύγει.

- Γιὰ δές.

Καὶ ὁ Στέφανος ἔδειξε κάτω τὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς, ὅπου ἕνα βυσσινοκόκκινο περιπλοκάδι πλεγμένο μὲ τὸν πράσινο κισσὸ ἁπλωνότανε μαζί του κλαδιστὸ σὰ φλέβες αἷμα, σὰν παρακλάδια βουνῶν καὶ ποταμιῶν σὲ χάρτη, κ᾿ ἔκανε ἀληθινὰ τὸν τοῖχο σὰν εἰκόνα χρωματισμένη φανταστικά.

Ἡ Μαρίκα ἔσκυψε καὶ κοίταξε. Ἔπειτα σήκωσε τὸ σῶμα καὶ ἀφοῦ κοίταξε καὶ πάλι μπροστά της, ξαναγύρισε στὸ Στέφανο.

- Στέφανε, εἶπε.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε. Ἡ Μαρίκα σταμάτησε μία στιγμή.

- Θυμᾶσαι πότε ἄρχισε ἡ ἀγάπη μας; ρώτησε ἀμέσως ἔπειτα ἀργὰ καὶ σὰν ψιθυριστά.

- Ἀπὸ τὸ βράδυ ἐκεῖνο, εἶπε ὁ Στέφανος ἀργὰ κι αὐτός.

- Ποιὸ βράδυ; Ὅταν σὲ φώναξε ἡ γιαγιά;

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ ἔνεψε.

- Ὄχι πρωτύτερα;

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Ὄχι πρωτύτερα; ξαναεῖπε πάλι ἀργὰ ἡ Μαρίκα. Κι ὅταν σὲ φώναξε ἡ γιαγιά, ἒ γιὰ πέ μου, πρόσθεσε ὕστερα.

- Ἤσουνα τόσο ὡραία στὸ ἡλιοβασίλεμα.

- Θέλεις νὰ πεῖς, τότε δὲν ἤμουνα χλωμή.

- Μαρίκα, εἶπε ὁ Στέφανος καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι.

- Ναί, κ᾿ ἤτανε τόσο ζεστὸς ὁ ἀέρας.

Ἡ Μαρίκα σώπασε μία στιγμὴ καὶ ἀνάσανε, σὰ ν᾿ ἀνάσαινε ἐκεῖνον τὸν ἀέρα. Ἔπειτα ξανακοιτάζοντας τὸ Στέφανο στὰ μάτια:

- Ξέρεις γιατί σὲ φώναξε ἡ γιαγιά; εἶπε.

- Γιατί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ἐπίτηδες, εἶπε ἡ Μαρίκα, καὶ στὰ χείλη της τρεμούλιασε ἕνα χαμόγελο ποὺ μόλις τὸ εἶδε ὁ Στέφανος.

Καὶ ὁ Στέφανος μὴ νιώθοντας.

- Ἐπίτηδες; ρώτησε πάλι σὰ μηχανικά.

- Ναί, ἤξερε πὼς δὲν τὸ ἤθελε ἡ μαμά, εἶπε ἡ Μαρίκα χωρὶς νὰ πάρει τὴ ματιὰ ἀπὸ πάνω του.

Τὸ χέρι τοῦ Στέφανου ποὺ κρατοῦσε τὸ δικό της χαλάρωσε ἄθελα.

- Λοιπὸν καλύτερα νὰ μὴ μὲ φώναζε;

Ἡ Μαρίκα ἔσφιξε πιὸ πολὺ τὸ χέρι του κ᾿ ἔσυρε κοντύτερα τὸ Στέφανο:

- Ὄχι, Στέφανε, ὄχι· δὲν εἶπα αὐτό, εἶπε γοργά.

Καὶ ὅσο ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε ἄφωνος, ἐξακολούθησε:

- Εἶπα μόνο πὼς ἡ γιαγιὰ κάνει ὅ,τι δὲν ἀρέσει τῆς μαμᾶς. Νά, σήμερα μάλωσαν πάλι. Μπῆκε στὴν κάμαρά της δίχως νὰ χτυπήσει. Καὶ ἡ μαμὰ ἦταν ἄντυτη.

Ὁ Στέφανος χαμογέλασε.

- Τὸ ξέρει πὼς δὲν ἀρέσει τῆς μαμᾶς. Καὶ μένα δὲ μοῦ ἀρέσει. Καὶ μένα μὲ κάνει νευρικὴ συχνά.

- Ποὺ γυρνᾶ μὲ τὶς παντοῦφλες, ξαναγέλασε ὁ Στέφανος.

- Ναί, κι αὐτὸ τὸ κάνει γιατί ξέρει πὼς δὲν ἀρέσει τῆς μαμᾶς.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε νὰ τὴ χαδέψει:

- Παιδί, παιδί.

- Ναί, ναί· θέλεις νὰ σοῦ πῶ κ᾿ ἕνα ἄλλο; εἶπε ἡ Μαρίκα καὶ σταμάτησε.

- Τί; ψιθύρισε ὁ Στέφανος καὶ τὴν κοίταξε προσμένοντας.

- Νά, καὶ τὴν Εὐανθία τὴν ἔφερε, καὶ ἡ Μαρίκα δὲν πρόσεξε ἕνα κίνημα τοῦ Στέφανου, γιατὶ ξέρει πὼς δὲν τὴν ἤθελε ἡ μαμά.

- Καὶ τὴ μητέρα μου, κ᾿ ἐμὲ τὸν ἴδιο, εἶπε ὁ Στέφανος μ᾿ ἕνα χαμόγελο.

Βρέθηκαν ἕνα βῆμα ὁ ἕνας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἡ Μαρίκα χαμήλωσε τὰ μάτια, ὁ Στέφανος κοίταζε ἔξω.

Σώπασαν μία στιγμή. Ἔπειτα ἡ Μαρίκα ἦρθε καὶ τοῦ ἅρπαξε καὶ τὰ δυὸ χέρια:

- Στέφανε!

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Ἔλα, φίλησέ με, τοῦ φώναξε μεμιᾶς καὶ τὸν ἀγκάλιασε.

Ὁ Στέφανος τὴ φίλησε.

- Καὶ σένα, εἶπε ἔξαφνα ἡ Μαρίκα, σὰ νὰ συνέχιζε τὸ στοχασμό της. Γιατὶ σ᾿ ἔφερε σένα, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀγαπῶ.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος σώπαινε.

- Τὴ γιαγιά, πρόσθεσε καὶ ἀκούμπησε τὰ χέρια στοὺς ὤμους του.

- Ξέρεις, Στέφανε, πῶς μοῦ εἶναι; εἶπε ἔπειτα ἀπὸ μία στιγμή.

- Πῶς; ρώτησε ὁ Στέφανος μηχανικά, σὰν ἄθελα.

- Σὰ μοίρα, εἶπε ἀργὰ ἡ Μαρίκα κ᾿ ἔμεινε κοιτάζοντάς τον.

- Σὰ μοίρα μου, ξαναψιθύρισε, κι ἀμέσως, σὰ μ᾿ ἔξαφνο ξέσπασμα: Ἔλα, φίλησέ με πάλι, φώναξε γοργά. Στὰ μάτια, ναί, στὰ μάτια· τὸ ξέρεις πὼς μοῦ ἀρέσουνε φιλιὰ στὰ μάτια, εἶπε μὲ ἀργότερη, βραχνότερη φωνὴ κ᾿ ἔγειρε τὸ κεφάλι στὸ λυγισμένο μπράτσο τοῦ Στέφανου.

ΙΙΙ

Ὁ Στέφανος, γυρνώντας σπίτι, κάθισε στὸ καφενεῖο τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ἡ θάλασσα μπροστά του στρωνόταν κατακόκκινη στὸ ἡλιοβασίλεμα.

Μιὰ ὅμοια λάμψη φώτιζε τὴ θάλασσα τὸ βράδυ ἐκεῖνο ποὺ ἡ γιαγιὰ τὸν ἔκραξε στὸ ἐκκλησιδάκι ἔξω ἐκεῖ στὴν ἀκροθαλασσιά. Ἡ Μαρίκα στέκονταν ὀρθή, καὶ τὸ ἀνοιχτόχρωμο φόρεμά της ἔφευγε κάτω ἀπὸ τὰ ἰσκιωμένα πεῦκα.

Ὁ Στέφανος δὲν τὴ γνώρισε, μάντεψε ὅμως ποιὰ ἦταν ἅμα εἶδε τὴ γιαγιά. Ἔδωσαν τὰ χέρια καὶ κοιτάχτηκαν, παράξενα τοῦ φάνηκε. Τοῦ φάνηκε ἀκόμα πὼς ἡ Μαρίκα κοκκίνισε.

Ὁ Στέφανος ἔλειπε χρόνια, καὶ ἡ γιαγιὰ τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φίλησε. Ἡ Μαρίκα τοῦ εἶπε μόνο καλῶς ἦρθες. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιὰ τὴ μαμά του.

Ὁ Στέφανος θυμᾶται πὼς τῆς ἀπάντησε μὲ τόνο:

- Ἡ μητέρα μου; Καλά, εὐχαριστῶ.

Ἔπειτα γύρισε στὴ γιαγιὰ καὶ εἶπε:

- Ρώτησα γιὰ σᾶς, νονά.

Καὶ ὕστερα πρόσθεσε:

- Καὶ χάρηκα …

Θυμᾶται πὼς δὲν τελείωσε, γιατὶ τὸν κοίταξε ἡ Μαρίκα· τὸν κοίταξε πάλι παράξενα.

Ἔπειτα γύρισε ἡ ὁμιλία ἀλλοῦ. Ἡ γιαγιὰ τοῦ εἶπε πὼς εὐχαριστήθηκε πολὺ ποὺ ἄκουσε πὼς θὰ μείνει τώρα ἐδῶ, νὰ πάρει τὸ γραφεῖο τοῦ πατέρα του.

- Ὁ καημένος ὁ Γιάγκος κουράζεται πολύ, εἶπε.

- Καὶ ἡ Κατίγκω, πρόσθεσε, ναί, τί καλὰ ποὺ θὰ εἶναι καὶ γιὰ τὴν Κατίγκω.

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Καὶ ἡ Εὐανθία, νονά; ρώτησε ἔπειτα ἀπὸ μία στιγμή.

Ἡ Μαρίκα τὸν κοίταξε, ἐνῶ ἡ γιαγιὰ ἀπάντησε:

- Προχτὲς μᾶς ἔγραψε. Καλὰ εἶναι. Τὸ χειμώνα ποὺ μᾶς πέρασε ἦρθε καὶ μᾶς εἶδε. Μὰ ἡ θεία της ἀρρώστησε, καὶ δὲν κάθισε πολύ.

- Τὰ ἔμαθα, εἶπε ὁ Στέφανος. Καὶ πρόσθεσε:

- Ἀπὸ τὴ μητέρα μου.

- Ναί, ἡ Κατίγκω τὴν ἀγαπᾶ πολύ· τῆς φαίνεται πὼς βλέπει ...

Καὶ ἡ γιαγιὰ σώπασε.

Ἔπειτα μίλησαν γι᾿ ἄλλα πράγματα. Ὁ Στέφανος τὶς συνόδεψε ὡς τὸ σπίτι. Ὅταν χωρίστηκαν, ἡ Μαρίκα τὸν κοίταξε πάλι παράξενα ἐνῶ τοῦ ἔδινε τὸ χέρι. Καὶ ὅταν ἔμπαινε στὴν πόρτα, γύρισε καὶ τὸν ξαναεῖδε.

Αὐτὸ τὸ βράδυ ἦταν ἡ πρώτη ἀρχή.

- Ὄχι πρωτύτερα;

Ὅσο καὶ ἂν ἔκανε ὁ Στέφανος νὰ θυμηθεῖ, πρωτύτερα θυμόταν τὴ Μαρίκα μόνο μικρή, ποὺ τὴν ἔφερνε ἡ γιαγιὰ καὶ παίζανε. Αὐτή, αὐτὸς καὶ οἱ δυὸ Εὐανθίες. Πότε στὸν κῆπο, πότε στὴν ἀκροθαλασσιά, καὶ τὸ χειμώνα στὸ βουνὸ πίσω ἀπὸ τὸ κάστρο, ποὺ ἔτρεχε μέσα στὴν πρασινάδα ἡ ρεματιά. Ταχτικά, καθημερινὰ σχεδόν.

- Κατίγκω! ἕτοιμα τὰ παιδιά; φώναζε ἡ γιαγιὰ ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα.

-Ἔρχονται ἀμέσως, ἀπαντοῦσε ἡ κυρία Κατίγκω, κι ὁ Στέφανος βιαζότανε νὰ κατεβεῖ τὰ σκαλιὰ δυὸ δυό.

- Τὸ νοῦ σου! δὲ σοῦ φεύγει· θὰ σκοτωθεῖς! τοῦ φώναζε ἀπὸ πίσω ἡ κυρία Κατίγκω, ποὺ κατέβαζε τὴν Εὐανθία της ἀπὸ τὸ χέρι.

Ὁ Στέφανος κρατοῦσε κιόλα τὸ χέρι τῆς ἄλλης Εὐανθίας, ὅταν ἔφτανε ἡ κυρία Κατίγκω μὲ τὴν ἀδερφή.

- Πάλι μονάχη σου, νονά; ἔλεγε ἡ κυρία Κατίγκω καὶ χαιρετιότανε μὲ τὴ γιαγιά.

- Ἡ ὑπηρέτρια δὲν ἄδειαζε, ἀπαντοῦσε ἡ γιαγιὰ καὶ κοίταζε τὴν κυρία Κατίγκω.

Ἡ κυρία Κατίγκω, ποὺ ἔνιωθε τὴ ματιά, τῆς ψιθύριζε σιγὰ στὸ αὐτί.

- Ναί, ναί, καλύτερα.

- Νὰ λείπω· δὲ βαστιέται· πάντα μὲ τὴ νομαρχία, ἔλεγε καὶ ἡ γιαγιὰ σιγὰ κ᾿ ἤθελε νὰ σταθεῖ ν᾿ ἀλλάξει ἀκόμα λίγα λόγια μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, μὰ ὁ Στέφανος εἶχε πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι τὶς δυὸ Εὐανθίες καὶ ἦταν ἔξω πιὰ ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα.

- Εὐανθία, Εὐανθία! φώναζε ἡ γιαγιά, καὶ γύριζαν γιὰ μία στιγμὴ καὶ οἱ δυὸ Εὐανθίες.

- Εὐανθία! ξαναφώναζε, ἀλλὰ δὲ γύριζε καμιά.

- Ἐγὼ τὰ φταίω μὲ τ᾿ ὄνομα, ἀλλά μου ἀρέσει, ἔλεγε ἡ γιαγιὰ καὶ σταματοῦσε νὰ ψιθυρίσει κάτι ἀκόμα τῆς κυρίας Κατίγκως· μὰ ἡ Μαρίκα τὴν τραβοῦσε ἀπὸ τὸ φόρεμα, κ᾿ ἔφευγε ἡ γιαγιά.

Σὲ λίγο ἦταν ἔξω στὸ ἀκρογιάλι, καὶ τὰ παιδιὰ γέμιζαν τὰ κουβαδάκια τους στὸν ἄμμο. Ἡ γιαγιὰ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ τζαντάκι τὴν κάλτσα της καὶ τὰ γυαλιά. Ἔπειτα ἅπλωνε τὸ μαντήλι κάτω, καὶ τὰ παιδιὰ σώριαζαν μέσα τὰ κοχύλια ποὺ μάζευαν. Καὶ ὅταν τὸ μαντήλι γέμιζε, τὰ ἔφερναν καὶ τὰ ἔριχναν στὴν ποδιὰ τῆς γιαγιᾶς.

- Ἔλα, φτάνει πιά· μοῦ μουσκέψατε τὸ φόρεμα, τοὺς ἔλεγε ἡ γιαγιά.

Καὶ ἄφηνε τὴν κάλτσα καὶ τὰ βοηθοῦσε νὰ μοιράζουν τὰ κοχύλια. Οἱ δυὸ Εὐανθίες μάλωναν πάντα μεταξύ τους, καὶ ὁ Στέφανος καὶ μὲ τὶς δυό. Ἡ Μαρίκα γέμιζε σιωπηλὴ τὸ κουβαδάκι μὲ ὅσα τῆς ἔδινε ἡ γιαγιά. Καὶ κάθιζε στὸν ἄμμο καὶ τ᾿ ἄδειαζε καὶ τὰ ξανάδειαζε· τὰ σώριαζε, τ᾿ ἀράδιαζε σὲ γραμμὲς καὶ τὰ κοίταζε. Ἔπειτα σήκωνε πάλι τὰ μάτια καὶ κοίταζε μπροστά της τὸν ἀέρα, τὰ πεῦκα ποὺ στέκονταν ἀκίνητα στοὺς βράχους, τὴ θάλασσα ποὺ ἔσμιγε πέρα σὲ μιὰ γραμμὴ θολὴ καὶ ἀσάλευτη τὸν οὐρανό.

Οἱ δυὸ Εὐανθίες καὶ ὁ Στέφανος ἄφηναν τὰ κοχύλια καὶ πηδοῦσαν στὸ νερό. Πρώτη ἡ Εὐανθία τῆς γιαγιᾶς. Κυνηγιόντανε, βουτοῦσαν ὡς τὰ γόνατα, ἔβρεχαν τὰ μεσοφόρια· πιτσίλιζαν τὶς πλάτες καὶ νοτίζαν τὰ μαλλιά. Τὰ καστανόξανθα μαλλιὰ τῆς Εὐανθίας ἔφεγγαν στὸν ἥλιο. Ἡ Μαρίκα στεκότανε καὶ κοίταζε.

- Μαρίκα, ἔλα καὶ σύ· δὲ θέλεις; τῆς ἔλεγε ἡ γιαγιά.

Ἡ Μαρίκα κοίταζε.

- Τί; ἔλεγε ὕστερα.

- Νὰ μπεῖς στὴ θάλασσα.

- Ὄχι.

- Γιατί; κρυώνεις;

Ἡ Μαρίκα κοιτᾶ τὴ γιαγιά.

- Ναί, θέλησε νὰ πεῖ μία μέρα, μὰ σταμάτησε, σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ πεῖ τὸ ψέμα.

- Δὲν τὸ θέλει ἡ μαμά, εἶπε ὕστερα σιγά.

- Ἡ μαμὰ πολλὰ δὲ θέλει, μὰ δὲν τῆς τὸ λέμε, ψιθύρισε ἡ γιαγιά· ἔλα!

- Καὶ ἐγὼ δὲ θέλω, εἶπε ἡ Μαρίκα σὰ μὲ πεῖσμα.

- Γιατί;

- Γιατὶ δὲν τὸ θέλει ἡ μαμά, ἀπάντησε ἡ μικρὴ καὶ κοίταξε τὴ γιαγιὰ στὰ μάτια.

Ἡ Εὐανθία τῆς κυρίας Κατίγκως στάθηκε κεῖ μπροστὰ καὶ γέλασε.

- Δὲ σὲ ξαναπαίζουμε, εἶπε τῆς Μαρίκας κ᾿ ἔδωσε γοργὴ κλωτσιὰ στὰ κοχύλια της τ᾿ ἀραδιασμένα χάμω.

Ἡ Μαρίκα ἔκλαψε καὶ δὲν ξαναῆρθε πιὰ μὲ τὴ γιαγιά. Ἡ Εὐανθία διηγήθηκε τῶν παιδιῶν τὴν ἄλλη μέρα πὼς ἡ μητέρα τῆς Μαρίκας μάλωσε μὲ τὴ γιαγιά. Ἔπειτα ἄκουσαν τὴ γιαγιὰ ποὺ ψιθύριζε κρυφὰ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω.

- Εἶναι ἀνυπόφορη· ὁλοένα μὲ τὴ νομαρχία, ἔλεγε ἡ γιαγιά.

- Μοῦ γύρισε κ᾿ ἐμὲ τὶς πλάτες, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Θέλει νὰ διώξει καὶ τὴν Εὐανθία.

- Καὶ ὁ νονός;

- Ὅπως κατάντησε ὁ νονός!

Καὶ ἡ γιαγιὰ ἀναστέναξε.

...........................................

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔπαιρνε συχνὰ τὴ φυσαρμόνικα κ᾿ ἔπαιζε τῶν παιδιῶν· καὶ ἡ γιαγιὰ τοὺς τραγουδοῦσε:

Τὰ πουλιὰ στὰ κλώνια
ζυγὰ ζυγά,
καὶ τὰ χελιδόνια ...

Καὶ τὰ παιδιὰ ζητούσανε νὰ βροῦν τὴ ρίμα.

- Μὲς στὴ φωλιά, ἔλεγε τὸ ἕνα.

- Στὴ ἀμμουδιά, ἔλεγε τὸ ἄλλο.

Ἡ γιαγιὰ δὲν τὴν ἤξερε κι αὐτὴ καὶ δὲν ἀποτελείωνε τὸ τραγούδι. Καὶ τὰ παιδιὰ γελοῦσαν.

Κάποτε ἔπαιρναν τὴ φυσαρμόνικα καὶ στὸ ἀκρογιάλι, καὶ ὅταν ἔφεγγε τὸ φεγγάρι ἔβγαιναν μὲ τὴ βάρκα ἔξω στὴ θάλασσα. Ὁ πατέρας κάθιζε στὰ κουπιά, ὁ Στέφανος κοντά του, καὶ οἱ δυὸ Εὐανθίες στὸ πλάγι τῆς κυρίας Κατίγκως. Ἡ γιαγιὰ κρατοῦσε τὸ κοφινάκι μὲ τὶς φέτες τὰ ψωμιά.

- Φεγγάρι, φεγγαράκι, τραγουδοῦσαν τὰ παιδιά, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τ᾿ ἀκολουθοῦσε μὲ τὴ φυσαρμόνικα.

Οἱ δυὸ Εὐανθίες ἀκουμπούσανε στὰ γόνατά της, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ἔριχνε πίσω τὸ κεφάλι καὶ κοίταζε τὴ θάλασσα. Ὁ Στέφανος χτυποῦσε μὲ τὸ χέρι τὸ νερὸ σὰ μὲ κουπὶ ἢ σηκωνόταν κ᾿ ἔστεκε ὀρθὸς στὴ βάρκα καὶ γύρευε νὰ τὴν κάμει νὰ τρεκλίσει.

- Στέφανε! τοῦ φώναζε ἡ μητέρα.

- Παλικαριές, ψιθύριζε ἡ Εὐανθία.

- Ἔλα τώρα, τοῦ ἔλεγε ἡ γιαγιά, ποὺ ἄρχιζε νὰ μοιράζει τὰ ψωμάκια.

Τότε ἄρχιζε νὰ τραγουδᾶ ὁ πατέρας. Δὲν ἤξερε νὰ τραγουδᾶ σωστά, μουρμούριζε μόνο κομμένα λόγια καὶ κοίταζε τὴν κυρία Κατίγκω, ποὺ μὲ τὸ κεφάλι γερμένο πίσω καὶ μὲ τὴ φέτα τὸ ψωμὶ ἀφημένη στὰ γόνατα ἔμενε ἀκίνητη καὶ σιωπηλὴ κ᾿ ἔβλεπε τὴ θάλασσα.

- Κατίγκω, ξεχάστηκες, τῆς ἔλεγε ἡ γιαγιά.

- Ἔλα, μαμά, τῆς φώναζε ἡ Εὐανθία.

Ὁ πατέρας ἄφηνε τὰ κουπιὰ καὶ τὴν περίμενε νὰ τραγουδήσει.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἀγαποῦσε μελαγχολικὰ τραγούδια, καὶ ὁ Στέφανος δὲν τὴν ἤθελε ν᾿ ἀρχίσει. Σκουντοῦσε τὸν πατέρα νὰ ξαναπιάσει τὰ κουπιά.

Μὰ καὶ ἡ Εὐανθία τῆς γιαγιᾶς σκουντοῦσε τὴν κυρία Κατίγκω:

- Ἔλα θεία Κατίγκω!

- Σὰ φύλλο, θεία Κατίγκω, ξαναπαρακαλοῦσε ἡ Εὐανθία, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ἔπαιρνε τὴ φυσαρμόνικα σιγὰ σιγὰ σὰν κουρασμένη καὶ ἄρχιζε νὰ τραγουδᾶ:

Σὰ φύλλο κίτρινο καὶ μαραμένο ...

- Ὄχι, ὄχι κίτρινο· τὸ ἄλλο, τὴν ἔκοβε ἡ Εὐανθία, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ἄλλαζε τὸ σκοπό, καὶ τραγουδοῦσαν καὶ οἱ δυό:

Σὰ φύλλο ξερὸ
στὸ κλαδὶ ξεχασμένο
προσμένω νὰ βρῶ,
τί τάχα προσμένω;

Ἡ ἄλλη Εὐανθία τὶς ἀκολουθοῦσε σιγαλά. Ἔπειτα σώπαινε μεμιᾶς. Ἡ κυρία Κατίγκω ἔπαυε τὸ σκοπὸ κι αὐτὴ καὶ ἄφηνε νὰ σβήνει στὰ νερὰ μόνη ἡ φωνὴ τῆς Εὐανθίας τῆς γιαγιᾶς:

προσμένω νὰ βρῶ,
τί τάχα προσμένω;

Ἕνα βράδυ τὸ τραγουδοῦσαν στὴν ἀκρογιαλιὰ μαζὶ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω καθισμένες χάμω στὴν ἀμμουδιά. Καὶ ξαφνικὰ τὸ ἄκουσαν ἀπὸ πίσω. Τοὺς φάνηκε πὼς ἦταν ἡ ἠχὼ τοῦ βράχου.

Γύρισαν νὰ δοῦν, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τινάχτηκε σὰν ξαφνιασμένη. Μὰ ἡ Εὐανθία γνώρισε δυὸ μάτια ποὺ ἔφεγγαν στὴ σκοτεινιά.

- Ὁ παππούς! εἶν᾿ ὁ παππούς, φώναξε.

Καὶ πῆγε ἴσια ἐπάνω του καὶ ξαναφώναξε:

- Μὲ τὴ Μαρίκα!

Ἦταν ἀληθινὰ ὁ παπποὺς καὶ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τὴ Μαρίκα.

- Ἡ Μαρίκα! φώναξε καὶ ἡ Εὐανθία τῆς κυρίας Κατίγκως.

Ἡ Μαρίκα στεκότανε σὰν ξαφνιασμένη καὶ δὲν ἄφηνε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ.

- Πᾶμε, πᾶμε, τοῦ σκουντοῦσε τὸ γόνατο μὲ τὸ χέρι.

Ὁ παπποὺς ἔμενε ἀκίνητος.

- Ἦρθα γιὰ τὴ γιαγιά, ψιθύρισε τῆς κυρίας Κατίγκως.

Μὰ ἡ γιαγιὰ ἔλειπε τὸ βράδυ αὐτό.

Ἡ Εὐανθία θέλησε νὰ πάρει τὴ Μαρίκα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ παπποῦ μὰ ἡ Μαρίκα τῆς εἶπε σιγαλά:

- Δὲν τὸ ξέρει ἡ μαμά. Καὶ τράβηξε τὴν Εὐανθία.

Ἡ Εὐανθία πῆγε μαζί της, κ᾿ ἔφυγαν καὶ οἱ δυὸ μὲ τὸν παππού. Ἡ ἄλλη Εὐανθία κι ὁ Στέφανος ἔμειναν πίσω μὲ τὴν κυρία Κατίγκω.

- Φοβήθηκα, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Εἶδες πῶς ἔφεγγαν τὰ μάτια του; εἶπε ὁ Στέφανος· γιατί μητέρα;

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲν ἀπάντησε. Ἔπιασε μόνο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὰ δυὸ παιδιά.

Ἡ Μαρίκα δὲν ξαναῆρθε στὸ ἀκρογιάλι.

……………………………..

Ὕστερα ἐρχόταν ὁ χειμώνας κ᾿ ἔστρωνε τὴν ἀμμουδιὰ μὲ σταχτοπράσινα μουσκεμένα φύκια. Ὁ ἀέρας σφύριζε μελαγχολικὰ στὰ κιτρινισμένα βοῦρλα καὶ στὴ μαδημένη καλαμιά. Ἡ γιαγιὰ ἔφερνε τότε τὰ παιδιὰ ἔξω στοὺς λόφους πίσω ἀπὸ τὸ κάστρο, ὅπου ὁ ἥλιος ἔλαμπε χαρωπὰ στὴ νέα χλόη. Ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸ μονοπάτι σέρνοντας τὸ ἁμαξάκι μὲ τὶς κοῦκλες καὶ σταματούσανε στὴ γέφυρα κ᾿ ἔβλεπαν κάτω τὸ κανάλι ποὺ ἄραζαν τὰ ψαράδικα καΐκια μὲ τὰ κόκκινα πανιά, καὶ οἱ μαοῦνες ἄδειαζαν τὰ πορτοκάλια φανταχτεροὺς σωροὺς στὸ μῶλο.

Ἔπειτα ἔγερναν κάτω κ᾿ ἔβγαιναν στὸ λαγκάδι ὅπου κυλοῦσε ἡ ρεματιά. Ὁ Στέφανος σκαρφάλωνε ψηλὰ στὶς λευκαμένες πέτρες, οἱ δυὸ Εὐανθίες γύρευαν στὴν ἄκρη βώλους καὶ παρδαλὰ χαλίκια.

- Στέφανε! ἐκεῖ εἶν᾿ ἕνας, φώναζε ἡ ἀδερφὴ κ᾿ ἔδειχνε μέσα στὸ κελαρυστὸ νερό.

Ὁ Στέφανος πηδοῦσε δῶ, βουτοῦσε κεῖ, κλονιζόταν μία στιγμή· ὕστερα ζυγιαζότανε στὴν πέτρα ὥσπου ἔσκυβε τέλος κ᾿ ἔβγαζε τὸ βῶλο.

- Νά, πιάστε τον, φώναζε κρατώντας τον ψηλά.

Οἱ δυὸ Εὐανθίες κοίταζαν τὸ πετραδάκι ποὺ γυάλιζε στὸν ἥλιο καὶ ἅπλωναν τὰ χέρια.

-Νά, πιάστε τον, ξαναφώναζε ὁ Στέφανος καὶ τὶς γελοῦσε δεύτερη φορά.

- Ἄ, ἄ! ξεφώνιζαν λαχταριστὰ οἱ δυὸ μικρὲς ὥσπου ἅρπαζε τὸ βῶλο ἡ Εὐανθία τῆς γιαγιᾶς.

Ἡ γιαγιὰ ἔβλεπε βρεγμένα τὸ πόδια τοῦ Στέφανου καὶ φώναζε πὼς θὰ τὸ πεῖ τὸ βράδυ τῆς κυρίας Κατίγκως. Ὁ Στέφανος ἔταζε πὼς δὲ θὰ ξαναπατήσει στὸ νερό, μὰ ἡ Εὐανθία ἔβλεπε σὲ λίγο κάτι ποὺ ρόδιζε ψηλὰ στὸν ἄλλον ὄχτο.

- Μιὰ κάππαρη, μιὰ κάππαρη! ἔβγαζε φωνὴ καὶ κοίταζε τὸ Στέφανο.

Καὶ ὁ Στέφανος πηδοῦσε, σκαρφάλωνε, ξαναβουτοῦσε στὸ νερὸ καὶ γύριζε μὲ μία μικρούτσικη ἀνεμώνη, ποὺ εἶχε φυτρώσει ἀνάμεσα στὰ ξερὰ κλαδιὰ τῆς κάππαρης.

Ἡ Εὐανθία ζάρωνε τὸ πρόσωπο καὶ πετοῦσε τὸ ἄνθος, καὶ ἡ γιαγιὰ μάλωνε πάλι τὸ Στέφανο ποὺ εἶχε ξαναβραχεῖ.

Ἡ γιαγιὰ ἔφερνε στὸ μαντίλι της φέτες ψωμὶ μὲ μέλι, καὶ πορτοκάλια· καὶ ἡ κυρία Κατίγκω γέμιζε τὰ τζαντάκια τῶν παιδιῶν μὲ κουλουράκια. Τοὺς τὰ μοίραζε ἡ γιαγιά, κ᾿ ἔτρωγαν καὶ τὰ τρία καθιστὰ χάμω στὴ χλόη. Ὁ σκύλος τοῦ σπιτιοῦ ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσε κάποτε, στεκότανε καὶ κοίταζε. Τῆς Εὐανθίας τῆς γιαγιᾶς τῆς ἄρεσε νὰ τοῦ πετᾶ ψωμὶ κ᾿ ἔπειτα νὰ τὸν κυνηγᾶ.

- Μή, θὰ πέσεις! φώναζε ἡ γιαγιά.

Ἡ Εὐανθία χανόταν πίσω ἀπὸ τὸ λόφο καὶ τ᾿ ἄλλα δυὸ παιδιὰ μαζί της.

Ἐκεῖ ἔβγαιναν μπροστὰ οἱ κατσίκες, καὶ ἡ Εὐανθία σταματοῦσε τρομαγμένη:

- Κοιτάχτε τις τί μαῦρες ποὺ εἶναι· κοιτάχτε τις πῶς δὲν κουνιοῦνται!

Ὁ Στέφανος καὶ ἡ ἄλλη Εὐανθία ἤθελαν νὰ γελάσουν, μὰ στὸ τέλος φοβόντανε κι αὐτοί. Σταχτερόμαυρες, γυαλιστερὲς ἔμοιαζαν οἱ κατσίκες σὰ μπρούτζινες καὶ φαίνονταν ἀληθινὰ σὰ νὰ ἦταν καρφωμένες στὸ βουνὸ κ᾿ ἔτρωγαν ὁλοένα. Κάποτε σηκῶναν τὸ κεφάλι καὶ στύλωναν μπροστά τους τὰ μικρὰ κίτρινα μάτια τους ἀσάλευτα, σὰ νὰ ἔβλεπαν κάτι ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν τὸ ἔβλεπαν. Καὶ τότε ἡ Εὐανθία τρόμαζε περισσότερο κ᾿ ἔτρεχε νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὴ γιαγιά.

Καὶ σιγάζαν καὶ τὰ τρία ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ νταμάρι ἀντίκρυ, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου ποὺ κοκκίνιζε στὸν ἥλιο μαβιὰ χαλκή, ἀντηχοῦσε μετάλλινος σὰ χτύπος ρολογιοῦ ὁ ἦχος τῶν λοστῶν. Καὶ ὅταν ἔπαυε, τὰ παιδιὰ τὸ ἤξεραν καὶ περίμεναν νὰ πεταχτεῖ ἀπάνω ἡ τούφα τοῦ καπνοῦ, κ᾿ ἕνα κομμάτι βράχου νὰ τιναχτεῖ ψηλὰ σὲ τρίμματα, ὅπως τινάζονται τὰ τόξα τοῦ νεροῦ στὸ σιντριβάνι.

- Ἄα, ἄα, φώναζαν τὰ παιδιὰ καὶ πηδοῦσαν μεμιᾶς ἀπάνω.

Ἔπειτα ἔσβηνε σιγὰ ὁ καπνὸς καὶ ἡ σκόνη, καὶ τὸ λαγκάδι ξαναησύχαζε. Κάπου κάπου ἀκούονταν τώρα οἱ κόπανοι τῶν γυναικῶν ποὺ ἔπλεναν μακρύτερα στὴ ρεματιά. Ὁ λόφος ἄσπριζε γελαστὰ ἀπὸ τ᾿ ἁπλωμένα ροῦχα, καὶ στὸν ἀέρα μετεωρίζονταν τρεμουλιαστοί, σὰν κρεμασμένοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ψηλά, ἀϊτοὶ μὲ οὐρὲς καὶ ἀφτιὰ πολύχρωμα.

Ὁ Στέφανος καὶ οἱ δυὸ Εὐανθίες ἔμεναν καὶ τοὺς κοίταζαν πὼς ἔτρεμαν ψηλὰ καὶ πὼς ἀνέβαιναν πάντα ψηλότερα ὥσπου χανόντανε σὲ μικρὰ στίγματα στὸ γαλανό. Ὁ Στέφανος δοκίμασε νὰ σηκώσει κι αὐτὸς ἕναν ψηλά. Οἱ Εὐανθίες τὸν βοηθοῦσαν στὴν ἀρχή, μὰ ἔπειτα γύριζαν στὶς κοῦκλες τους· ἔπλεναν τὰ πανιά τους στὴ ρεματιὰ καὶ τὰ στέγνωναν στὸν ἥλιο.

Ἔπειτα εἶδε ὁ Στέφανος ἄλλα παιδιὰ ποὺ ἔπιαναν πουλιὰ μὲς στὰ χωράφια, κι ἄφησε τὸν ἀϊτό. Ἡ κυρία Κατίγκω τοῦ πῆρε ἕνα κλουβί, μὰ ὁ Στέφανος τὸ ἔφερνε κεῖ ἔξω κάθε μέρα. Σώριαζε πέτρες κ᾿ ἔστηνε ἀπάνω ἕνα ξερὸ κλαδί, κολλοῦσε στὸ κλαδὶ βεργίτσες ἀλειμμένες μὲ ἰξὸ καὶ ξαπλωνόταν παραπίσω καὶ περίμενε νὰ ἔρθει νὰ καθίσει τὸ πουλί. Τὸ περίμενε ὦρες καὶ τὸ ὀνειρευόταν τὴ νύχτα. Ἡ Εὐανθία τῆς γιαγιᾶς γελοῦσε πίσω του ἢ πετοῦσε πέτρες νὰ ρίξει χάμω τὸ κλαδί. Μὰ ὁ Στέφανος περίμενε.

Μιὰ μέρα, καθὼς ἔστρεψε, εἶδε ἔξαφνα ἀπὸ πίσω τὴ Μαρίκα. Στεκότανε καὶ κοίταζε. Τὴν εἶχε φέρει ἡ ὑπηρέτρια, μὰ τὶς ἄλλες μέρες ξαναῆρθε πάλι μὲ τὴ γιαγιά.

Καὶ στεκότανε καὶ κοίταζε.

Ὁ Στέφανος ἄκουε τ᾿ ἄλλα παιδιὰ ποὺ ἔκραζαν μὲ τὰ χείλη τὰ πουλιά, καὶ δοκίμαζε νὰ μιμηθεῖ κι αὐτὸς τὸν ἦχο. Δὲν τὸ κατόρθωνε, καὶ οἱ Εὐανθίες τὸν περιγελοῦσαν. Τὶς κυνηγοῦσε μὲ τὶς πέτρες κ᾿ ἔπειτα γύριζε πάλι καὶ κάθιζε κ᾿ ἔκραζε νὰ ἔρθει τὸ πουλί. Καὶ ἡ Μαρίκα στεκότανε καὶ κοίταζε. Ὅσο ποὺ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ξαναμάλωσε μὲ τὴ γιαγιά, καὶ ἡ Μαρίκα ξαναχάθηκε.

Καὶ ὁ Στέφανος περίμενε πάλι μονάχος νὰ πιάσει τὸ πουλί.

…………………………….

Πέρασε ὁ χειμώνας χωρὶς νὰ τὸ πιάσει.

Πρὶν ὅμως ἔρθει ἀκόμα ἡ ἄνοιξη, ἀρρώστησε ἔξαφνα ἡ μιὰ Εὐανθία. Ἡ κυρία Κατίγκω καρφώθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της, ἡ γιαγιὰ ἐρχόταν καὶ συντρόφευε τὴν κυρία Κατίγκω.

Δὲν ξαναβγῆκαν στὸ βουνό. Ὁ Στέφανος καὶ ἡ Εὐανθία τῆς γιαγιᾶς ἔπαιζαν μόνοι τους στὸν κῆπο. Τὸ σπίτι ἀπάνω ἦταν σιωπηλό. Ἡ ὑπηρέτρια ἔφερνε ἀδιάκοπα νερὸ ἀπὸ τὴ βρύση καὶ πήγαινε καὶ ξαναπήγαινε στὸ φαρμακεῖο, ὁ γιατρὸς ἐρχόταν καὶ τὴ νύχτα ἀργά. Ἔπειτα ἄρχισε νὰ ξενυχτᾶ στὸ σπίτι καὶ ἡ γιαγιά. Καὶ μαζί της ἔμενε καὶ ἡ Εὐανθία. Κοιμότανε στὴ σάλα χάμω μὲ τὴ γιαγιά, κι ὁ Στέφανος στὸν καναπέ.

Δὲ μιλούσανε πολύ· ψιθυριστὰ μονάχα, ὅπως καὶ οἱ μεγάλοι. Κάποτε ξεχνοῦσαν καὶ σηκῶναν τὴ φωνή, μὰ τοὺς ἔρχονταν ἀμέσως στὸ νοῦ ἡ ἄρρωστη καὶ σώπαιναν. Στὴν κάμαρα ποὺ ἦταν πεσμένη δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ μποῦν. Μιὰ μέρα μόνο πλησίασαν κλεφτὰ στὴν πόρτα καὶ εἶδαν τὰ χέρια της ἁπλωμένα ἀκίνητα ἀπάνω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Ἡ κυρία Κατίγκω τῆς ἄλλαζε τὸ βρεγμένο πανὶ στὸ μέτωπο.

Τραβήχτηκαν σιγαλὰ πίσω.

- Τῆς ἔκοψαν καὶ τὰ μαλλιά, εἶπε ὁ Στέφανος.

Καὶ ἡ Εὐανθία ψιθύρισε:

- Ἐγὼ δὲ θ᾿ ἄφηνα νὰ μοῦ τὰ κόψουν.

Τὴν ἄλλη μέρα ἄκουσαν πὼς ἔστειλαν νὰ φέρουν χιόνι ἀπὸ τὸ βουνό. Καὶ στάθηκαν καὶ κοιταχτῆκαν.

Ἔπειτα ρώτησαν τὴ γιαγιά:

- Γιατί;

- Τὸ πρόσταξε ὁ γιατρός, τοὺς εἶπε.

Δὲν ἔνιωσαν· καὶ ρώτησαν πῶς εἶναι ἡ Εὐανθία.

- Καλύτερα, ἀπάντησε ἡ γιαγιά.

Κατέβηκαν κ᾿ ἔπαιζαν στὴν αὐλὴ καὶ περίμεναν τὸ χιόνι. Τὸ ἔφερε ὁ ὑπηρέτης στοιβαγμένο καὶ τυλιγμένο μέσα σὲ ἄμμο καὶ ἄχυρο.

- Τί κρύο ποὺ εἶναι, εἶπε ὁ Στέφανος ποὺ τὸ ἄγγιξε.

- Θὰ τῆς τὸ βάλουν στὸ κεφάλι, ψιθύρισε ἡ Εὐανθία.

Τράβηξαν νὰ πᾶν νὰ παίξουν, μὰ ἡ Εὐανθία γύρισε καὶ θέλησε νὰ κόψει ἕνα κομμάτι χιόνι.

Ἡ ὑπηρέτρια τὴ χτύπησε στὸ χέρι, καὶ ἡ Εὐανθία ξαναγύρισε στὸ Στέφανο:

- Ἤθελα νὰ ἔκανα ἕνα βῶλο.

- Θυμᾶσαι μία φορὰ ποὺ χιόνισε; εἶπε ὕστερα.

- Ναί, καὶ φάγαμε καὶ βράχνιασες, εἶπε ὁ Στέφανος.

Καὶ μπῆκαν κ᾿ ἔπαιξαν στὸν κῆπο.

Στὸ σπίτι ἦταν ἡ ἴδια ἡσυχία πάντα· πατοῦσαν σιγαλὰ καὶ ψιθύριζαν μονάχα. Τὴν ἄλλη μέρα ἔφεραν καὶ ἄλλο γιατρό. Τὰ παιδιὰ ὅταν εἶδαν τὴ γιαγιά, ξαναρώτησαν πῶς εἶναι ἡ Εὐανθία.

- Καλύτερα, εἶπε ἡ γιαγιά. Σὲ ἄλλους ὅμως ποὺ εἶχαν στείλει νὰ ρωτήσουν, τὴν ἄκουσαν πὼς ἔλεγε:

- Τὰ ἴδια.

Καὶ στάθηκαν καὶ τὴν κοίταζαν.

- Καλύτερα εἶναι, ξαναψιθύρισε ἡ γιαγιά.

Μὰ χωρὶς αὐτὰ νὰ κάνουν θόρυβο, τοὺς φώναξε πνιχτά:

- Σιγότερα, σιγότερα.

Τὰ παιδιὰ κοιτάξανε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ἔπειτα ἔφυγαν πατώντας στὰ δάχτυλα.

Ὕστερα ὁ Στέφανος θυμήθηκε πὼς τελείωσαν τὰ κουλουράκια.

- Δὲ θὰ φτιάξομε ἄλλα, νονά; εἶπε τῆς γιαγιᾶς.

- Τί; τέντωσε ἡ γιαγιὰ τὸ ἀφτί.

- Κουλουράκια, γιαγιά, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ γιαγιὰ κοίταξε τὰ παιδιὰ δίχως νὰ μιλήσει.

- Νὰ εἶναι ἕτοιμα ὅταν σηκωθεῖ ἡ Εὐανθία, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος σιγὰ στὸ ἀφτί.

Καὶ θυμήθηκε πὼς τὰ ἔπλαθε ἡ μητέρα μὲ τὴν ὑπηρέτρια. Αὐτὸς καὶ ἡ Εὐανθία δὲν ἔφευγαν ἀπὸ κοντὰ ἀπ᾿ τὴ σκάφη, ὅσο ποὺ τοὺς ἔδιναν κι αὐτῶν ζυμάρι κ᾿ ἔπλαθαν ἀνθρωπάκια, ζῶα κι ἄλλα πράγματα περίεργα, καὶ παρακαλοῦσαν τὴ μητέρα νὰ τὰ στείλει νὰ ψηθοῦν κι αὐτὰ στὸ φοῦρνο.

Ἡ κυρία Κατίγκω φώναζε στὸ Στέφανο:

- Φύγε ἀπὸ κεῖ· μὴ μὲ σκοτίζεις.

Κάποτε τοῦ ἔδινε καὶ μία στὰ δάχτυλα. Στὴν Εὐανθία ὅμως ἀδύνατο ν᾿ ἀντισταθεῖ.

- Μαμά, μαμάκα, τὴ χάιδευε ἡ μικρὴ καὶ τῆς ἀγκάλιαζε τὸ λαιμὸ καθὼς ἦταν σκυμμένη.

Τὸ θυμήθηκε ὁ Στέφανος κ᾿ ἔμεινε συλλογισμένος· τοῦ ἦρθε νὰ τρέξει μέσα στὴν ἄρρωστη ἀδερφή.

Μὰ ἡ Εὐανθία τὸν τράβηξε, καὶ κατέβηκαν πάλι νὰ παίξουν.

Στὴν πορτοκαλιὰ τοῦ κήπου ἔμεναν ἀκόμα πορτοκάλια στὴν κορυφή.

- Ρίχνομε ἕνα κάτω; εἶπε ἡ Εὐανθία, κι ὁ Στέφανος πῆγε κ᾿ ἔφερε ἕνα μακρὺ ξύλο ἀπὸ τὸ πλυσταριό.

Ἡ ὑπηρέτρια τὸν εἶδε ἀπὸ τὸ παράθυρο κ᾿ ἔβαλε φωνή:

- Τώρα νὰ φέρω τὸν πατέρα σου!

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄνοιξε ἡ αὐλόπορτα, καὶ τὰ παιδιὰ ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα τοῦ κήπου. Ἡ Εὐανθία τεντώθηκε καὶ κρυφοκοίταζε.

- Ξέρεις ποιὸς εἶναι; γύρισε καὶ ψιθύρισε γοργά.

Ὁ Στέφανος ἄνοιξε τὰ μάτια ἀνήσυχα, σὰ φοβισμένα.

- Ἡ θεία Ἀγλαΐα εἶναι, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Καὶ πρόσθεσε σιγότερα:

- Τῆς πέρασε· ἔτσι κάνει πάντα.

Ὁ Στέφανος μία στιγμὴ δὲ μίλησε.

- Ἔφερε καὶ τὴ Μαρίκα; ρώτησε ἔπειτα.

Ἡ Εὐανθία τὸν κοίταξε:

- Τὴ θέλεις;

Ὁ Στέφανος δὲν ἀπάντησε. Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο ψιθύρισε:

- Γιατί νὰ ἦρθε;

Καὶ ἀνέβηκε στὸ σπίτι. Καὶ ἡ Εὐανθία κοντά.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα καθότανε στὴ σάλα μὲ τὸν πατέρα του καὶ ἄλλες δυὸ κυρίες.

- Σιγά, σιγά, ψιθύρισε ἡ γιαγιὰ καὶ πάλι τῶν παιδιῶν ἅμα τὰ εἶδε.

Ἐκεῖνα δὲν τόλμησαν νὰ τὴ ρωτήσουν ἂν ἦρθε καὶ ἡ Μαρίκα. Ξανακατέβηκαν ἄφωνα στὸν κῆπο.

Ὅταν ξανανέβηκαν στὸ σπίτι, μιὰ κυρία κρατοῦσε τὴν κυρία Κατίγκω σωριασμένη στὸ διάδρομο σὲ μία καρέκλα, καὶ κάτι τῆς ψιθύριζε.

Ὁ Στέφανος στάθηκε ἀντίκρυ, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε καὶ τὸν κοίταζε σὰ νὰ μὴν τὸν γνώριζε. Μὰ ἔπειτα τοῦ ἔνεψε καὶ πῆγε.

- Στέφανε, Στέφανε, εἶπε καὶ τοῦ ἔπιασε τὰ χέρια, ἡ Εὐανθία…

Πνίγηκε ἡ φωνή της, καὶ ὁ πατέρας πετάχτηκε ἀπὸ μέσα καὶ ἅρπαξε τὸ Στέφανο. Τὸν κάθισε στὰ γόνατά του λίγες στιγμὲς καὶ τοῦ χάδεψε τὰ μαλλιά. Ἔπειτα τὸν ἄφησε καὶ πῆγε στὴν κυρία Κατίγκω. Ἡ ἄλλη κυρία ἔφερε ἕνα μπουκαλάκι καὶ τὴ μύρισαν. Ἡ Εὐανθία στεκότανε σὰν καρφωμένη στὸ πάτωμα καὶ κοίταζε.

Ἡ μητέρα ξαναμπῆκε στὴν ἄρρωστη, καὶ ἡ γιαγιὰ ἔβαλε τῶν παιδιῶν καὶ ἔφαγαν. Ἀμίλητα. Σὲ ὅλο τὸ σπίτι βασίλευε σιγή. Μόνο ἡ ὑπηρέτρια πηγαινοερχόταν, καὶ ἡ γιαγιὰ σερνότανε στὶς κάμαρες. Ὁ πατέρας, καθισμένος στὴν τραπεζαρία, κάπνιζε ὁλοένα.

Ὁ γιατρὸς ξαναῆρθε στὴν ἄρρωστη, ἔπειτα βγῆκε καὶ κάθισε μὲ τὸν πατέρα λίγη ὥρα. Μιλοῦσαν σιγαλά. Σὲ λίγο ξαναῆρθε καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα. Ἔκραξε τὴ γιαγιά, μίλησαν κρυφὰ στὸ διάδρομο καὶ ξαναμπήκαν μέσα. Ὁ Στέφανος τὶς κοίταζε σὰ φοβισμένος, ἡ Εὐανθία εἶχε βρεῖ τὶς κοῦκλες τὶς ἄρρωστης κ᾿ ἔπαιζε μόνη της σὲ μιὰ ἄκρη.

Ὁ Στέφανος κατέβηκε στὸν κῆπο χωρὶς νὰ ξέρει κι αὐτὸς γιατί. Εἶχε συννεφιάσει, καὶ τὰ δέντρα στέκονταν ἥσυχα καὶ σκοτεινά. Μόνο τὰ πορτοκάλια κοκκίνιζαν ἀνάμεσα στὰ φύλλα τῆς πορτοκαλιᾶς.

Ὁ Στέφανος εἶδε στημένο στὰ κλαδιὰ τὸ μακρὺ ξύλο, καθὼς τὸ εἶχε ἀφήσει τὸ πρωί. Τὸ πῆρε καὶ χτύπησε μὲ ὅση εἶχε δύναμη, ὥσπου γκρέμισε ἕνα πορτοκάλι ἀπὸ τὴν κορυφή. Ἔσκυψε τὸ πῆρε, ἀνέβηκε στὸ σπίτι καὶ τράβηξε ἴσα στὸν πατέρα.

- Θέλω νὰ τὸ πάω τῆς Εὐανθίας μέσα, εἶπε κ᾿ ἔδειξε τὸ πορτοκάλι μὲ τὸν κλῶνο, ὅπως εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν πορτοκαλιά.

Ὁ πατέρας τὸν κοίταξε.

- Ναί, ναί, ψιθύρισε καὶ τοῦ ἀγκάλιασε τὸν ὦμο.

- Τώρα, εἶπε πάλι ὁ Στέφανος.

- Ναί, τώρα ἅμα … ξυπνήσει σὲ λιγάκι, ξαναψιθύρισε ὁ πατέρας μὲ δαγκαμένα χείλη. Ἕσφιξε ἀπάνω του τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ καὶ γύρισε τὸ πρόσωπο.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε κρατώντας τὸ πορτοκάλι. Ἔπειτα τὸ ἄφησε στὰ γόνατα τοῦ πατέρα καὶ πῆγε κοντὰ στὴν Εὐανθία.

- Κοιμᾶται, τῆς εἶπε σιγαλά.

Ἡ Εὐανθία μιλοῦσε μὲ τὶς κοῦκλες καὶ δὲν τὸν πρόσεξε.

Ὁ Στέφανος στάθηκε λίγες στιγμὲς κοντά της καὶ κοίταζε τὶς δυὸ κυρίες ποὺ κάθονταν στὸν καναπέ. Κάθονταν ἀμίλητες καὶ κοίταζαν στὴν πόρτα.

- Ἔλα δῶ, τοῦ φώναξε τώρα ἡ Εὐανθία, μὰ ὁ Στέφανος δὲν πῆγε. Στάθηκε ἀκίνητος ἐκεῖ κ᾿ ἔριχνε κρυφὲς ματιὲς στὴν πόρτα, σὰ νὰ περίμενε κάτι κι αὐτός.

- Ἔλα δῶ, τοῦ ξαναμίλησε ἡ Εὐανθία.

Ὁ Στέφανος κοίταξε στὸ διάδρομο, ὅπου τοῦ φάνηκε πὼς ἄνοιξε σιγὰ ἡ ἐξώπορτα. Εἶχε ἀνοίξει ἀλήθεια καὶ παρουσιάστηκε ὁ παππούς. Ἦρθε μὲ σιγαλὰ πατήματα στὴν πόρτα καὶ χωρὶς νὰ χαιρετήσει στάθηκε ὀρθὸς ἐκεῖ. Στάθηκε καὶ κοίταζε. Μαζί του μπῆκε ἀπὸ τὸ διάδρομο μία κρύα πνοὴ καὶ ἀνατρίχιασε τὸ Στέφανο.

Ἔτρεξε στὸν πατέρα καὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο του. Ὁ πατέρας τοῦ χάδεψε τὸ μέτωπο. Τὸ πορτοκάλι ἦταν ἀκόμα στὰ γόνατά του.

Ὁ Στέφανος δὲ θέλησε οὔτε νὰ τὸ ᾿γγίξει. Οἱ δυὸ κυρίες στὸν καναπὲ μίλησαν κάτι, δὲ γύρισε οὔτε κεῖ. Ἀκουμπισμένος στὸν πατέρα κοίταζε στὸ παράθυρο. Ἕνα πουλὶ ἦρθε μία στιγμὴ στὸ τζάμι καὶ στάθηκε· στάθηκε τόσο κοντά, σὰ νὰ ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Ἔπειτα πέταξε πάλι.

Ὁ Στέφανος πλησίασε στὸ τζάμι. Ἔξω τὰ σύννεφα κρεμοῦσαν βαριὰ καὶ χαμηλά, σὰ νὰ σερνόντανε στὴ θάλασσα. Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει. Ὁ Στέφανος ἔμεινε ὀρθὸς καὶ κοίταζε τοὺς κύκλους ποὺ ἔκαναν οἱ σταλαγματιὲς στὴ θάλασσα. Πρῶτα μικροί, στενοί, πλάταιναν ἔπειτα, ἅπλωναν ὅσο ποὺ ἔσβηναν. Καὶ ἀμέσως πλάι τους, ἀπάνω τους, παρέκει γίνονταν ἄλλοι πολλοί, μικροί, μεγάλοι, ἀμέτρητοι, παντοῦ ὅσο ἔφτανε τὸ μάτι στὴ μουντὴ συννεφιασμένη θάλασσα.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ὥρα ἐκεῖ καὶ κοίταζε. Μιὰ στιγμὴ ἦρθε ἡ Εὐανθία καὶ στάθηκε καὶ αὐτὴ καὶ κοίταζε. Ἀπὸ πίσω ὁ πατέρας κάπνιζε ὁλοένα, οἱ δυὸ κυρίες ἄλλαζαν κάπου κάπου ἕνα ψιθύρισμα ποὺ μόλις τὸ ἄκουε κανείς. Ὁ παπποὺς ἔμενε ὀρθὸς στὴν πόρτα.

Ἔπειτα μπῆκε ἡ γιαγιὰ καὶ πῆρε τὸν πατέρα ἔξω. Ὁ Στέφανος εἶδε τὶς κυρίες ποὺ κοιτάχτηκαν. Ἡ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὸν τράβηξε κοντά της. Ὁ Στέφανος τὴ γνώριζε, μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ φάνηκε σὰ νὰ τὴν ἔβλεπε πρώτη φορά· τόσο παράξενα τὸν κοίταζε. Ἡ Εὐανθία ξαναγύρισε στὶς κοῦκλες.

Ἐκεῖ ἀκούστηκε μία δυνατὴ κραυγὴ ἀπὸ τὴν κάμαρα τῆς ἄρρωστης. Ὁ Στέφανος γνώρισε πὼς ἦταν τῆς μητέρας. Ἡ κυρία τοῦ ἄφησε τὸ χέρι κ᾿ ἔτρεξε ἔξω πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ δυὸ παιδιὰ ἔμειναν μόνα στὴν κάμαρα κοιτάζοντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ὁ παπποὺς εἶχε χαθεῖ.

Τῆς μητέρας ἡ φωνὴ δὲν ξανακούστηκε, μὰ τὰ βήματα ἔξω δὲν πατοῦσαν πιὰ σιγά. Ἦταν σὰ νὰ ἔτρεχαν ὅλοι τώρα μὲς στὸ σπίτι. Κ᾿ ἔτρεξε κι ὁ Στέφανος. Καὶ ἡ Εὐανθία κοντά του.

Μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα παρουσιάστηκε μπροστά τους καὶ τοὺς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι. Πῆγαν μαζὶ χωρὶς νὰ νιώθουν. Ἡ Εὐανθία κρατοῦσε στὸ χέρι της μιὰ κούκλα, ὁ Στέφανος τὸ πορτοκάλι ποὺ σήκωσε ἀπὸ κάτω, ὅπου εἶχε πέσει τοῦ πατέρα καθὼς σηκώθηκε γοργά. Καθὼς κατέβαιναν στὴ σκάλα, ἀνεβαῖναν ἄλλοι. Ὁ Στέφανος δὲν εἶδε ποιοί, τοῦ φαινόταν μόνο πὼς πίσω του γέμιζε τὸ σπίτι.

Ἔξω ἔβρεχε καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα φώναξε ἕνα ἁμάξι. Τοὺς κατέβασε στὴν πόρτα της.

Ἀπάνω βρῆκαν τὴ Μαρίκα μόνη. Τοὺς κοίταζε μὲ ξαφνισμένα μάτια.

Ἡ Εὐανθία ἔτρεξε κοντά της.

- Μαρίκα, ἄρχισε νὰ πεῖ, ἡ Εὐανθία…

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ὅμως δὲν τὴν ἄφησε νὰ τελειώσει.

- Πάει ταξίδι, εἶπε κ᾿ ἔπιασε τὸ Στέφανο ἀπὸ τὸ χέρι.

Ἡ Μαρίκα ἄνοιξε πλατύτερα τὰ μάτια της καὶ τὸν κοίταξε βαθιά, σὰ νὰ εἶχε νιώσει.

Καὶ ὁ Στέφανος ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τῆς ἔδωσε τὸ πορτοκάλι ποὺ εἶχε κόψει γιὰ τὴν ἀδερφή.

ΙV

Ἡ στιγμὴ αὐτὴ ἦταν χαμένη ὁλότελα στὸ νοῦ τοῦ Στέφανου. Εἶχε σβήσει σὰ νὰ μὴ στάθηκε ποτέ. Καὶ τώρα, καθισμένος στὸ ἀκρογιάλι μπροστὰ στὴ βραδιασμένη θάλασσα, ἔβλεπε τὴν εἰκόνα της νὰ τρέμει ἐμπρός του σὰ μακρινὸ καθρέφτισμα καὶ σιγὰ –σιγὰ νὰ ξεχωρίζει καθαρότερη ὁλοένα, ὅπως ἡ μαύρη πλάκα μέσα στὸ ὑγρὸ κάτω ἀπὸ τὴν κόκκινη ἀναλαμπὴ στὸ σκοτεινὸ θάλαμο. Τὰ δυὸ μεγάλα μαῦρα μάτια τῆς μικρῆς Μαρίκας τὸν κοίταζαν ἀπὸ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τόσο παράξενα βαθιὰ καὶ τοῦ σαλεῦαν τὴν ἀνάμνηση, ὅπως ἕνα τραγούδι ξαναθυμημένο στὴ βραδινὴ γαλήνη. Ἔβλεπε τὴ μικρὴ Μαρίκα μὲ τὸ σταχτί της φόρεμα, ὅπως τὴν εἶδε τὸ σκοτεινὸ ἐκεῖνο δειλινὸ ποὺ ἦρθε σ᾿ αὐτὴ μὲ τὴ μητέρα της καὶ μὲ τὴν Εὐανθία. Κ᾿ ἔξαφνα, σὰ μαγικά, ἡ μικρούλα αὐτὴ γινόταν ἕνα μὲ τὴ μεγαλωμένη κόρη ποὺ στεκόταν κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα ὀρθή, λευκοντυμένη, σὰ νὰ τὸν περίμενε ὅταν τὸν ἔκραξε ἡ γιαγιά. Τὰ μάτια καὶ τὸ κοίταγμα ἦταν τὰ ἴδια, σὰ νὰ ἦταν μία καὶ μόνη οἱ δυὸ αὐτὲς στιγμές, καὶ δὲν τὶς χώριζε τὸ διάστημα δώδεκα χρόνων ποὺ πέρασαν στὸ μεταξύ.

Τὰ χρόνια αὐτὰ ὁ Στέφανος δὲν εἶχε μήτε ἀπαντηθεῖ μὲ τὴ Μαρίκα. Λίγες μέρες ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἀδερφῆς ἔφυγε μαζὶ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, ποὺ τῆς κλονίστηκαν τὰ νεῦρα κ᾿ ἔπρεπε νὰ ταξιδέψει. Ἔπειτα τὸν εἶχαν κλείσει στὸ σχολεῖο. Ὅταν ἦρθε μία φορὰ στὸ σπίτι, ἡ Μαρίκα ἔλειπε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της. Ὅταν ἦρθε πάλι δεύτερη φορὰ, βρῆκε χωρισμένα τὰ δυὸ σπίτια. Τὴν Εὐανθία τὴν εἶχε πάρει μακριὰ μιὰ θεία της, ἡ γιαγιὰ δὲν ἐρχόταν στὴν κυρία Κατίγκω. Εἶχε θυμώσει μὲ τὸν πατέρα του.

- Δίκιο ἔχει, τοῦ εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω ὅταν τὴ ρώτησε, μὰ κι ὁ πατέρας σου τί νὰ ἔκανε· ποιὸν ἄλλον ἔχει ἡ …

Δὲν μποροῦσε νὰ προφέρει ἀκόμη τὸ ὄνομα τῆς Εὐανθίας, ὅμως τοῦ ἐξήγησε πὼς ὁ πατέρας του, σὰ δικηγόρος, κίνησε δίκη τῆς κυρίας Ἀγλαΐας γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς Εὐανθίας καὶ ζήτησε ἀπὸ μέρος τῆς θείας της τὴν ἀπαγόρευση τοῦ παπποῦ, γιατὶ τὸν ἔκανε ὅπως ἤθελε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ἔπειτα ἔφυγε ὁ Στέφανος γιὰ χρόνια ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὅταν ξαναγύρισε, ἡ γιαγιὰ εἶχε ξεθυμώσει, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τοῦ μίλησε γι᾿ αὐτὴ καὶ γιὰ τὴν Εὐανθία. Καὶ ὅταν ἔπειτα πρωτοαπάντησε τὴ γιαγιὰ μὲ τὴ Μαρίκα μεγαλωμένη πιά, ἡ Μαρίκα τοῦ ἔφερε στὸ νοῦ τὴν Εὐανθία καὶ μὲ αὐτὴ μαζὶ τὴν ἄλλη Εὐανθία, τὴν ἀδερφή. Καὶ ὅταν ξαναπαντήθηκαν καὶ δεύτερη φορὰ μὲ τὴ Μαρίκα, καὶ κείνη τὸν ξανακοίταξε παράξενα καὶ τὸν ρώτησε ξανὰ γιὰ τὴ μαμά, στὸ νοῦ τοῦ Στέφανου πέρασε πάλι ἡ Εὐανθία καὶ ἡ ἀδελφή, οἱ δυὸ μαζὶ Εὐανθίες σὰ σμιγμένες σὲ μία ἀνάμνηση θολὴ καὶ θλιβερή, ὅπως καὶ ζούσανε στὸ σπίτι. Γιὰ καιρὸ ἔβλεπε τὴ Μαρίκα ὁ Στέφανος σὰ μιὰ παλιὰ καὶ ξέθωρη φωτογραφία ποὺ τοῦ ξυπνοῦσε στὴ μνήμη μία ἄλλη εἰκόνα, μιὰ ἄλλη μορφὴ ξένη μὲ αὐτή, ἐχθρικὴ σχεδὸν μὲ αὐτή. Ἡ κυρία Κατίγκω οὔτε βλεπότανε ποτὲ μὲ τὴν κυρία Ἀγλαΐα οὔτε μιλοῦσε ποτὲ λόγο γι᾿ αὐτὴ καὶ τὴ Μαρίκα.

Ἕνα βράδυ εἶχε βγεῖ ὁ Στέφανος περίπατο μὲ τὴν κυρία Κατίγκω καὶ ἀπαντήθηκαν μὲ τὴ γιαγιὰ καὶ τὴ Μαρίκα. Ἡ κυρία Κατίγκω χαιρετήθηκε μὲ τὴ γιαγιά, μὰ στὴ Μαρίκα κούνησε μόνο τὸ κεφάλι. Στάθηκαν λίγες στιγμὲς μαζί. Οἱ τρεῖς μιλοῦσαν, ἡ Μαρίκα σκάλιζε σκυφτὴ τὸ χῶμα μὲ τὴν ἄκρη τῆς ὀμπρέλας της. Κοίταξε τὸ Στέφανο μόνο ὅταν ξαναέδωσαν τὰ χέρια. Καθὼς ἔφευγε μὲ τὴ γιαγιά, ὁ Στέφανος τὴν ἔβλεπε μόνο ἀπὸ πίσω. Τὸ ἀνάστημά της ξεχώριζε λιγνότερο στὴ σκούρα φορεσιά. Ἅμα ἔστριψε στὸ δρόμο, ἔσκυψε πάλι τὸ κεφάλι της.

- Δὲν τῆς ἔδωσες τὸ χέρι, εἶπε στὴ μητέρα του ὁ Στέφανος.

- Αὐτὸ ἔλειπε, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω· κ᾿ ἔπειτα πρόσθεσε:

- Δὲ φέρθηκε κι αὐτὴ καλά.

Ὁ Στέφανος ἔνιωσε πὼς ἤθελε νὰ πεῖ στὴν Εὐανθία· ἀλλὰ τοῦ φάνηκε παράξενο: τὴ φορὰ αὐτή, μόλις τώρα τοῦ ἦρθε στὴ μνήμη ἡ Εὐανθία.

Καὶ ὅταν εἶδε πάλι μιὰ φορὰ στὸ δρόμο τὴ Μαρίκα καὶ τὴ χαιρέτησε, τὴ χαιρέτησε πρὶν συλλογιστεῖ ἂν ἔπρεπε νὰ χαιρετήσει.

Ἔπειτα ξαναπαντήθηκε μὲ τὴ Μαρίκα στὸ σπίτι μιᾶς ξαδέρφης καὶ τῶν δυό. Στὴ σάλα ἦταν πολλοί, καὶ ὁ Στέφανος δὲν τὴν πρόσεξε ποὺ καθόταν στὸ πιάνο. Ὀρθὴ μπροστά της ἡ Φιφίκα Πρίφτη τελείωνε τὸ τραγούδι «Στὸ Ζάππειο σὲ πρωτόειδα», καὶ χειροκροτοῦσαν ὅλοι. Ὁ λοχαγὸς Γιαλούδης κ᾿ ἕνας δικηγόρος, συνάδελφος τοῦ Στέφανου, σηκώθηκαν καὶ τῆς ἔσφιξαν τὸ χέρι. Ὁ Στέφανος προχώρησε καὶ τὴ χαιρέτησε καὶ τὴ συγχάρηκε κι αὐτός. Ἐκεῖ γύρισε ἡ Μαρίκα τὸ κεφάλι. Κοιτάχτηκαν, σὰ νὰ ξαφνιάστηκαν καὶ οἱ δυό.

Μὰ ὁ λοχαγὸς μπῆκε στὴ μέση καὶ τοὺς χώρισε. Πλησίασε καὶ εἶπε κάτι τῆς Μαρίκας. Ἡ Μαρίκα ξαναέσκυψε στὸ πιάνο, κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος γύρισε καὶ χαιρετοῦσε καὶ τοὺς ἄλλους, τὸ πιάνο ἔπαιζε τὸ σκοπό:

Ἡ κυρά μας ἡ δασκάλα
ποὺ εἶν᾿ ἄγρια καὶ κακιά...

Ἡ Φιφίκα Πρίφτη δὲν τὸ τραγούδησε, τὸ σφύριξε μονάχα ὁ λοχαγὸς κουνώντας τὸ κεφάλι καὶ τοὺς ὤμους μὲ τὸ ρυθμό.

Ὕστερα ἦρθε τὸ τσάι. Ὁ λοχαγὸς καὶ ὁ δικηγόρος κάθισαν σ᾿ ἕνα τραπεζάκι κοντὰ στὴ δεσποινίδα Πρίφτη. Ὁ Στέφανος μιλοῦσε ὀρθὸς μὲ τὸ νομομηχανικό.

- Γιὰ δές τους, τοῦ σφύριξε ἡ ξαδέρφη του, ἐνῶ τοῦ σερβίριζε τὸ τσάι.

Ὁ Στέφανος γύρισε καὶ εἶδε. Ὁ δικηγόρος τέντωνε μπρὸς τὸ στῆθος κ᾿ ἔδειχνε τὸ φουσκωτὸ χρωματιστό του λαιμοδέτη μὲ μία χρυσὴ ἄγκυρα λοξὰ μπηγμένη, ὁ λοχαγὸς καμπουριασμένος πετοῦσε τὸ κεφάλι ἔξω, σχεδὸν ἴσια μὲ τὸ πρόσωπο τῆς κόρης. Κρατοῦσε δαγκαμένο τὸ τσιγάρο καὶ σούφρωνε τὸ ἕνα μάγουλο καθὼς κοίταζε μὲ τὸ μονόκλ, σὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνονται τὰ δόντια του σὰ σκύλου ποὺ τὰ δείχνει πρὶν γαυγίσει.

Ἡ Φιφίκα Πρίφτη τὸν ἄκουε νὰ τῆς διηγεῖται καὶ χαμογελοῦσε. Ἦταν κόρη πλούσιου σαπουνὰ καὶ ἀγαπημένη τῆς κυρίας Κατίγκως. Κομψὴ καὶ νόστιμη, ὁ Στέφανος μιλοῦσε εὐχάριστα μαζί της καὶ ἤξερε πὼς ἡ Θεώνη, ὅπως λεγόταν ἡ ξαδέρφη του, τὴν ἔφερε στὸ τσάι ἐπίτηδες γι᾿ αὐτόν.

Σὲ λίγο ἡ Θεώνη ξαναέριξε ματιὰ τοῦ Στέφανου, ματιὰ ποὺ ἔλεγε: Τί κάθεσαι!

Ὁ Στέφανος γύρισε πάλι καὶ εἶδε· ὁ λοχαγὸς εἶχε πλησιάσει πιὸ κοντὰ τὴ δεσποινίδα Πρίφτη. Μὰ δυὸ βήματα ἀπὸ πίσω της στεκόταν ὀρθὴ δίπλα σὲ μιὰ λατάνια ἡ Μαρίκα. Φοροῦσε φόρεμα ἀνοιχτὸ τριανταφυλλί, καὶ οἱ ἴσκιοι τῆς λατάνιας ἔπεφταν κ᾿ ἔτρεμαν ἀπάνω του σὰν κοκκινόμουντα νερά. Τὰ μάτια τοῦ Στέφανου σταμάτησαν ἔξαφνα στὴ Μαρίκα.

Ἡ Θεώνη πῆγε καὶ κάθισε κοντὰ στὴ δεσποινίδα Πρίφτη καὶ τὸν ξαναέκραξε μὲ μιὰ ματιά· κ᾿ ἔπειτα μὲ τὸ ὄνομά του.

Μὰ ὁ Στέφανος τράβηξε ἴσια στὴ Μαρίκα.

Τὸ βράδυ, ὅταν ἡ κυρία Κατίγκω τὸν ρώτησε ποιὸς ἦταν καὶ τί ἔγινε στὸ τσάι, ὁ Στέφανος δὲν εἶπε οὔτε πὼς ἦταν ἡ Μαρίκα ἐκεῖ.

Τὴν ἄλλη μέρα βρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι της. Ἡ Μαρίκα στάθηκε στὸ παράθυρο ὀρθή, ἀκίνητη ὥσπου πέρασε.

Ξαναπαντήθηκαν στὸ σπίτι τῆς Θεώνης καὶ ξαναπαντήθηκαν καὶ πάλι, σὰ νὰ τὸ εἶχαν συμφωνήσει. Βγῆκαν περίπατο μαζὶ καὶ οἱ τρεῖς, πρῶτα στὸ δρόμο τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, ἔπειτα ὅμως στ᾿ ἀπόμερα, στὴν ἐξοχή, στοὺς λόφους ποὺ ἔπαιζε μικρὸς ὁ Στέφανος μὲ τὶς δυὸ Εὐανθίες, καὶ πιὸ μακρύτερα, ὅπου τὰ λαγκάδια τῆς ρεματιᾶς ὀμορφαῖναν περισσότερο, οἱ λόφοι γίνονταν βουνάκια, πέτρινα πάντα, κοκκινόμαβα, μὲ πεῦκα ἀραιὰ καὶ ρείκια πιὸ πυκνὰ καὶ σφάλαχτα καὶ σπάρτα ποὺ ὅταν ἀνθίζαν τὸν Ἀπρίλη ἔβαφαν ὅλον τὸν τόπο σὰ μὲ αἷμα κίτρινο --- ἕνα κίτρινο ποὺ τὸ ἀγαποῦσε χωριστὰ ἡ Μαρίκα κ᾿ ἔμενε ἄφωνη κοιτάζοντάς το ὅταν ἔχυνε τὰ βράδια χρυσόξανθες ἀναλαμπὲς στὰ ρόδινα νερὰ τοῦ μικροῦ κόλπου, ποὺ ἔκανε πίσω ἀπὸ τὸ κάστρο ἡ θάλασσα.

Ἐκεῖ ἔξω δὲν ἀπαντούσανε ψυχή. Μόνο κανένα κυνηγὸ καὶ γαϊδουράκια, ποὺ ὅπως κατεβαῖναν ὁλοσκέπαστα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ ποὺ ἦταν φορτωμένα, ἔμοιαζαν σὰ θάμνα φουντωτὰ ποὺ σάλευαν, φαινόντανε σὰ βῶλοι χαλκοπράσινοι ποὺ ξεκολλοῦσαν καὶ κυλοῦσαν γλιστρώντας κάτω στὴν πλαγιά. Μακρύτερα ἔβοσκαν κοπάδια τράγοι, καὶ τὰ κουδούνια ἠχοῦσαν ἐδῶ βοερὰ ἀπὸ τὸ βάθος καὶ σὰν ἀπόκοσμα, ἐκεῖ ἁπαλὰ ἀπὸ τὴ ράχη, μελαγχολικά. Κάτω στῆς λαγκαδιᾶς τὸ χάσμα ἄγρια περιπλοκάδια πλεγμένα σὲ κουμαριὲς καὶ σκίνα καὶ σὲ ρείκια σχηματίζαν λόχμες, μικροὺς θόλους ποὺ ἔφεγγαν βιολετοκόκκινοι ὅταν ἄνοιγαν τὰ ρείκια, ἔλαμπαν ἀσπριδεροὶ μὲ μουντούς, παρδαλοὺς τόνους ὅταν ἀνθίζαν τὰ περιπλοκάδια.

Ἡ Μαρίκα καὶ ὁ Στέφανος, πιασμένοι μπράτσο, γλιστροῦσαν στὶς πλαγιές, σερνόντανε στὰ μονοπάτια, μιλούσανε λιγότερο παρότι σώπαιναν καὶ ὀνειρεύονταν. Ἡ Θεώνη τοὺς ἀκολουθοῦσε πότε κοντά, πότε ἀπὸ πίσω, πότε τοὺς ἄφηνε νὰ προχωροῦνε μόνοι, νὰ κρύβονται γιὰ μία στιγμὴ στὰ θάμνα, νὰ κάθονται στὰ φρύδια καὶ νὰ στέκονται στὶς κορυφὲς ὀρθοὶ σὰ στύλοι καὶ νὰ κοιτάζουνε τὴ θάλασσα, ποὺ ἀνοίγονταν μπροστά τους πάντα πλατύτερη κ᾿ ἔφεγγε ὅλη στὸ ἡλιοβασίλεμα σὰ χρυσὴ πλάκα ἀπέραντη πυρωμένη σὲ πυρκαγιὰ ὁλοπόρφυρη.

Καὶ μία μέρα, καθὼς στέκονταν ἀντίκρυ ἐκεῖ στὴ θάλασσα, καὶ τὴν κοιτάζανε χεροπιασμένοι, ἔσφιξε ὁ ἕνας περισσότερο τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Ὁ Στέφανος δὲν τὸ θυμᾶται ποιός. Καὶ μία στιγμὴ βρεθῆκαν μὲ σμιγμένα χείλη. Ἔπειτα ἔμειναν ἀκουμπώντας τὰ χέρια ὁ ἕνας στὸν ὦμο τοῦ ἄλλου, ἔμειναν ἄλλη μιὰ στιγμὴ ἔτσι καὶ κοιτάζονταν στὰ μάτια. Ὁ Στέφανος θυμᾶται πὼς ἡ ὄψη τῆς Μαρίκας ἦταν κατακόκκινη.

Ἔπειτα ἔλυσαν ἄφωνοι τὰ χέρια καὶ κατέβηκαν τὸ λόφο.

Ὅσες φορὲς περάσαν ἀπὸ τὸ λόφο, δὲ σταμάτησαν στὸ μέρος. Γλιστροῦσαν σιωπηλοί. Μιὰ μέρα μόνο, ἕνα βράδυ ποὺ ἡ θάλασσα ἔλαμπε περισσότερο παρὰ ἄλλο βράδυ, καὶ ἀπὸ πάνω κρεμόντανε τὰ σύννεφα ὠχρά, ρόδινα ἐμπρὸς καὶ κόκκινα βαθιὰ στὸ μάκρος, σταθήκανε καὶ πάλι. Καὶ ἡ Μαρίκα ἔγειρε στὸ ὦμο του καὶ κοίταζε.

Κοίταξε ἄφωνη λίγες στιγμές, ἔπειτα ἔπιασε τὸ χέρι του καὶ γύρισε καὶ τὸν ἔβλεπε στὰ μάτια. Ὁ Στέφανος ἔσκυψε καὶ τῆς φίλησε τὸ μέτωπο.

Ἡ Μαρίκα ἀκούμπησε ξανὰ στὸν ὦμο του.

- Πόσο εἶμαι εὐτυχισμένη, εἶπε σιγαλά.

Ὁ Στέφανος τῆς γέλασε. Τῆς γέλασε καὶ σώπαινε.

- Στέφανε, ψιθύρισε πάλι ἡ Μαρίκα.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Εἶναι καὶ κεῖθε, καὶ ἀπὸ ἐκεῖθε πέρα; ξαναεῖπε σιγαλὰ ἡ Μαρίκα κ᾿ ἔδειξε στὸ μάκρος, ποὺ χάνονταν τὰ σύννεφα ὁλοπόρφυρα.

- Τί; ἔκαμε νὰ ρωτήσει ὁ Στέφανος. Μὰ ἕνα πουλὶ πέταξε μπρὸς ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἴσια, ὁλόισια πρὸς τ᾿ ἀπάνω· κ᾿ ἕνας ἦχος χτυπητὸς καὶ λαγαρὸς σκορπίστηκε ἔξαφνα, σὰ νὰ τρικύμισε κυματιστὰ ὅλον τὸν ἀέρα.

Τρεμουλιαστό, ἴσια ἀπάνω, κατακόρυφα ἀνέβαινε τὸ πέταγμα τοῦ σταχτεροῦ πουλιοῦ, καὶ λαγαρότερο, τρικυμιστότερο καὶ πάντα πιὸ ἠχερὸ σὰ σάλπισμα πρωινὸ γέμιζε τὸ κελάδημά του τὸν αἰθέρα.

Σώπαιναν καὶ κοίταζαν ἀπάνω ὅσο ποὺ χάθηκε σὲ μικρὸ στίγμα τὰ σταχτερὸ πουλί, καὶ ὁ ἦχος σβήστηκε σ᾿ ἕναν ψιθυριστὸ ἀπόηχο ψηλὰ στὸ γαλανό.

- Ὢ εἶναι, εἶναι, ψιθύρισε ἡ Μαρίκα καὶ γυρτὴ στὸν ὦμο τοῦ Στέφανου κατέβηκε τὸ λόφο.

Ὅταν τὸ βράδυ γύριζαν στὴν πόλη, ὁ Στέφανος ἔφερνε τὴ Μαρίκα καὶ τὴ Θεώνη ὡς τὴ γέφυρα, καὶ αὐτοῦ τὶς ἄφηνε, καὶ κεῖνος πήγαινε ἀπὸ τὸν ἄλλο δρόμο.

Μὰ τὸ βράδυ αὐτὸ ἡ Μαρίκα δὲν τοῦ ἄφησε τὸ χέρι· τὸν ἔσυρε μαζί της ὡς τὴ γέφυρα, καὶ σταθῆκαν κ᾿ ἔσκυψαν στὰ κάγκελα κ᾿ ἔβλεπαν κάτω. Εἶχε νυχτώσει καὶ ἄναψαν τὰ φῶτα. Δὲν περνοῦσε κανεὶς στὴ γέφυρα, καὶ μόνο στὸ κανάλι κάτω πηγαῖναν πέρα δώθε μερικὲς σκιές.

Στάθηκαν καὶ κοιτάζαν κάτω καὶ σωπαῖναν, σὰ νὰ ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν ἕνα ψιθύρισμα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα. Ἀπὸ ἀντίκρυ, ἀπὸ τοὺς κήπους, ἕνα ἀπόγειο ἔφερνε μιὰ μυρουδιὰ ἐλαφρὴ ἀπὸ ἀνθισμένες πασχαλιές. Ἡ Μαρίκα σύρθηκε πιὸ κοντὰ στὸ Στέφανο, καὶ ὁ Στέφανος τῆς ἔσφιξε τὸ χέρι.

Ὅταν χωριστῆκαν ὕστερα, φιλήθηκαν πρώτη φορὰ ἐμπρὸς στὴν ξαδέρφη τους. Τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ἔφεγγαν στὴ σκοτεινιά.

Ὁ Στέφανος θυμᾶται πὼς ἐκεῖ ποὺ γύριζε ἔπειτα στὴν πόλη, εἶχε μπροστά του ὅλη τὴν ὥρα τὰ μάτια τῆς Μαρίκας. Καὶ θυμᾶται τώρα πὼς ἐκεῖ ποὺ πήγαινε θυμήθηκε ἔξαφνα τὴν Εὐανθία. Ἔτσι ἔξαφνα, ἔτσι μιὰ στιγμή. Ἔπειτα ἡ ἀνάμνηση ἔσβησε πάλι ἐμπρὸς στὰ μάτια τῆς Μαρίκας.

Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ εἶδε τὴ Μαρίκα, ἡ Μαρίκα τοῦ εἶπε:

- Ξέρεις, Στέφανε, ἡ Θεώνη μοῦ θύμωσε χτὲς βράδυ ὅταν χωρίσαμε ἀπὸ σένα.

- Γιατὶ ἀπὸ λάθος τὴ φώναξα Εὐανθία, πρόσθεσε γελώντας· φοβᾶται πὼς ἀγαπῶ περισσότερο τὴν Εὐανθία.

- Καὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶς; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ἀνοησίες, ἀπάντησε ἡ Μαρίκα καὶ σώπασε.

- Ἂν κ᾿ ἔπρεπε, εἶπε πάλι ἔπειτα ἀπὸ μία στιγμή.

- Γιατί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Γιατὶ κι αὐτὴ --- ἡ Θεώνη --- σὲ πήγαινε στὴν Πρίφτη.

- Ἀνοησίες, εἶπε τώρα ὁ Στέφανος.

Καὶ σώπασαν πάλι. Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Μαρίκα ξαναεῖπε:

- Ὡστόσο εἶναι παράξενο στ᾿ ἀλήθεια.

- Τί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Νά, πολλὲς φορές μου φαίνεται πὼς εἶναι ἀλήθεια ἡ Εὐανθία ποὺ ἔρχεται κοντά μας.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε, ἀλλὰ δὲ μίλησε. Θυμᾶται πὼς εἶχε ὅλη τὴν ὥρα κάποια στενοχώρια νὰ μιλήσει. Μὰ ἡ Μαρίκα μιλοῦσε πιὸ πολὺ τὴ μέρα αὐτή, μιλοῦσε πιὸ πολὺ παρότι σώπαινε ἄλλες μέρες.

………………

Ὁ Στέφανος θυμᾶται τώρα πὼς ἔπειτα ἦρθε τὸ φθινόπωρο· ἕνα ἥμερο φθινόπωρο μὲ μέρες στὴ σειρὰ ἀσυννέφιαστες, χλιαρὲς καὶ ἀπάνεμες. Οἱ λόφοι ἅπλωναν βιολέτινοι μὲ τ᾿ ἀνθισμένα ρείκια στὶς πλαγιές, πέρα οἱ γιαλοὶ ἀλλοῦ μενεξεδένιοι ἀλλοῦ τριανταφυλλοί, οἱ βράχοι σὲ σχήματα ποὺ ἄλλαζαν παράξενα κάθε στιγμὴ κρεμιόνταν σὰν ἀνάεροι στὰ νερά, οἱ ἀμμουδιὲς χρυσοφεγγίζαν κάτω σὰν παρδαλὰ πανιὰ ἁπλωμένα στὸ ἀκρογιάλι. Ἕνα φῶς ἁπαλὸ καὶ διάφανο, ποὺ ἔμοιαζε σὰ νὰ ἦταν καθρέφτισμα κατιτὶς ἄυλου, ἔτρεμε στὸν ἀέρα καὶ στὴ γῆ.

Καὶ ἡ Μαρίκα ἦταν τόσο εὐτυχισμένη νὰ βυθᾶ, νὰ πλέει, νὰ χάνεται σὰ σὲ ὄνειρο μέσα σ᾿ αὐτό. Καὶ σώπαινε. Κ᾿ ἔπειτα ἄρχιζε πάλι νὰ μιλεῖ, νὰ φλυαρεῖ. Κι᾿ ἔπειτα πάλι ξανασώπαινε. Κ᾿ ἔτρεχε μπρός, ἔμενε πίσω, ξαναγύριζε στὸ Στέφανο κ᾿ ἔγερνε ἀπάνω του, βάδιζε πλάι του, ψιθύριζε, ἅπλωνε τὰ χέρια ψηλὰ στὸ φῶς, πέρα στὴ θάλασσα, τὰ ἔριχνε πάλι κάτω, τὰ ἀνάπαυε στὸν ὦμο του, τὰ δίπλωνε τριγύρω στὸ λαιμό του. Μισοέκλεινε τὰ μάτια στὸ πρόσωπό του ἐμπρὸς καὶ ξανάνοιγε πάλι τὰ μάτια πλατιὰ κ᾿ ἐκστατικὰ στὸ γαλανό, στὰ χρυσὰ νέφη, στὰ ρόδινα νερά.

- Μοῦ ἀρέσει, μοῦ ἀρέσει τὸ φθινόπωρο, ἔλεγε· τὸν ἄφηνε νὰ τῆς χαδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ ἦταν τόσο εὐτυχισμένη.

- Μοῦ ἀρέσει τὸ φθινόπωρο, ἔλεγε κ᾿ ἔδειχνε ἀπάνω τὸ γλαυκὸ κ᾿ ἔδειχνε γύρω τὸ χρυσὸ φῶς καὶ κάτω τὶς ἀνεμῶνες ποὺ ἔσκαζαν πλήθη πολλὰ στὴ γῆ καὶ πλούμιζαν μὲ τόνους ὠχρορόδινους τὸ σκοῦρο χῶμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοὶ γλιστροῦσαν ἐδῶ καὶ κεῖ στοὺς πράσινους ἀκόμα θάμνους καὶ στὰ κλαδιά, ὅπου κοκκινίζαν ζωηρὰ τὰ κούμαρα.

Ὁ Στέφανος καὶ ἡ Μαρίκα χάνονταν στοὺς θόλους, σταματοῦσαν κι ἄκουαν τοὺς σπίνους ποὺ λαλοῦσαν τὸ σιγαλὸ σκοπό τους στὰ κλαδιά, τοὺς μικροὺς σπουργίτες ποὺ ψιθύριζαν στὰ θάμνα, τοὺς μακρινούς, κομμένους ἤχους ποὺ φτάνουν πάντα ἀόριστοι καὶ μελαγχολικοὶ ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ καὶ γεμίζουν τὴ σιγὴ μὲ κάποια ἀνησυχία.

Σταματοῦσαν καὶ τοὺς ἄκουαν καὶ σώπαιναν, καὶ ἡ Μαρίκα ἄφηνε τὸ Στέφανο νὰ τὴ φιλεῖ καὶ τοῦ ξανάλεγε:

- Μοῦ ἀρέσει τὸ φθινόπωρο.

Κάποιοι ἀργοπορημένοι βάτοι πρόβαλαν μία μέρα λευκοανθισμένοι, χλωμοκόκκινοι ἐκεῖ ἐμπρός τους, καὶ ὁ Στέφανος τοὺς ἔδειξε τῆς Μαρίκας.

- Εἶναι σὰν ἄνοιξη, τῆς εἶπε.

Καὶ θυμᾶται τώρα πὼς ἡ Μαρίκα τὸν κοίταξε μὲ μακρὺ βλέμμα κ᾿ ἔπειτα:

- Εἶναι σὰ γέλασμα, ψιθύρισε ἀργὰ καὶ τὸν κοιτοῦσε.

Ἡ φωνή της εἶχε ἕναν τόνο σὰ βραχνό, ἐλαφρὰ βραχνό, ἀνεπαίσθητα βραχνό. Ὁ Στέφανος ὅμως τὸν πρόσεξε.

- Καὶ τὸν ἀγαπῶ, ξαναψιθύρισε ἡ Μαρίκα μὲ τὸν ἴδιον τόνο στὴ φωνὴ καὶ τὸν κοίταζε στὰ μάτια.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε κι αὐτὸς σὰν παραξενεμένος κ᾿ ἔμεινε μελαγχολικός. Μὰ σὲ λίγο ξαναβγήκανε στὸ λόφο· ἡ θάλασσα ἄστραψε πάλι πέρα κ᾿ ἕνας ἀέρας χλιαρὸς ἀπὸ τὰ πλάτη σκόρπισε τὸ σύννεφο. Ἡ Μαρίκα ξανάπλωσε τὰ χέρια σὰ φτερά, καὶ ἡ φωνή της ἠχοῦσε ξάστερη.

Εἶχαν φτάσει κοντὰ στὸ Χάλασμα, ἕνα παλιὸ ἐρειπωμένο σπίτι ποὺ τὰ παράθυρά του ἀνοιγόντανε ἄδεια κοντά, μπροστὰ στὴ θάλασσα. Ἡ Μαρίκα ἀγαποῦσε νὰ σταματᾶ ἐκεῖ· τριγύρω κοκκίνιζαν ξεροί, γυμνοὶ μονάχα βράχοι, καὶ οἱ ροδοδάφνες ποὺ δοκιμάσαν νὰ φυτέψουν μία φορὰ ἀπέξω ἀπὸ τὸ χάλασμα, ἀπόμεναν λειψὲς καὶ μόλις ποὺ κοκκίνιζαν· ἐμπρὸς στὴν πόρτα του ὅμως ἁπλωνόταν πλατιά, μεγάλη ἡ θάλασσα.

Ἡ Μαρίκα σταμάτησε καὶ τώρα ἐκεῖ· καὶ τέντωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔδειξε.

Κοντά της ἡ Θεώνη κοίταζε σὰ νὰ ἔπληττε· καὶ ὁλόγυρα στοὺς λόφους καὶ ἀντίκρυ στὸ ὀρθόβραχο βουνὸ καὶ ἀπάνω στὸ γλαυκὸ καὶ κάτω στὴ ροδισμένη θάλασσα ἅπλωνε τὴ χλιαρὴ γαλήνη του τὸ ἀργὸ καὶ φωτεινὸ φθινόπωρο.

…………………

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω ἔμαθε τοὺς περίπατους καὶ θύμωσε μὲ τὴ Θεώνη. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὰ ἔβαλε μὲ τὴ γιαγιὰ κ᾿ ἔπειτα μὲ τὴν ἴδια τὴ Μαρίκα. Τῆς θύμισε τὴ νομαρχία καὶ τῆς εἶπε:

- Ἀδύνατο! Ἀδύνατο νὰ γίνει!

Δὲν ἤθελε μήτε νὰ φανταστεῖ γιὰ τὴ Μαρίκα κάτι κατώτερο ἀπὸ νομαρχία. Καὶ γέλασε ἀνάμεσα στὰ δόντια:

- Στὸ σπίτι τῆς κυρίας Κατίγκως!

Μὰ καὶ γιὰ τὴν κυρία Κατίγκω ἡ προίκα τῆς Μαρίκας δὲν ἦταν ἀρκετή· ἡ κυρία Κατίγκω ἀγαποῦσε κιόλα τὴ Φιφίκα Πρίφτη καὶ τὸ ἔκοψε κι αὐτὴ στὸ Στέφανο:

- Μονάχα τὴ Φιφίκα.

Ἔτσι ἔπαψαν οἱ περίπατοι, καὶ ὁ Στέφανος ἔβλεπε σπάνια τώρα τὴ Μαρίκα. Θυμᾶται πὼς ἦταν μελαγχολικὸς καὶ διάβαζε πάντα τὸ Βέρθερο· δὲ μιλοῦσε πιὰ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, οὔτε ἡ γιαγιὰ ἐρχότανε σ᾿ αὐτή. Ὥσπου μία μέρα ζήτησε ἔξαφνα ἡ Μαρίκα νὰ δῆ τὸ Στέφανο.

Εἰδωθῆκαν στῆς Θεώνης, καὶ ἡ Μαρίκα ἦταν ὠχρή· μὰ ἔπειτα κοκκίνισε μεμιᾶς.

- Νὰ φύγομε, τοῦ εἶπε.

Καὶ ὅταν εἶδε πὼς ὁ Στέφανος δὲν ἀπαντοῦσε.

- Τότε ἔλα στὴ μαμά, τοῦ εἶπε πάλι ξαφνικά.

Ὁ Στέφανος ἀποφάσισε καὶ πῆγε, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα τοῦ ἕσφιξε περίεργα τὸ χέρι καὶ μιλῆσαν φιλικά. Φαινόταν σὰ νὰ ξέχασε τὴ νομαρχία κ᾿ ἔδειχνε πὼς εἶχε κάτι νὰ τοῦ πεῖ. Μὰ δὲν τὸ εἶπε· ὅταν ἔφευγε τοῦ ψιθύρισε μονάχα:

- Ἤθελα νὰ μιλούσατε μὲ τὴ γιαγιά.

Μὰ καὶ ἡ γιαγιὰ προτίμησε καὶ πῆγε στὴν κυρία Κατίγκω· καὶ τῆς εἶπε τὴν ἀπόφαση ποὺ πῆρε νὰ δωρίσει στὴ Μαρίκα τὸ κτῆμα ποὺ εἶχε γιὰ τὴν Εὐανθία.

Ἡ κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ὅταν τὸ ἄκουσε:

- Ἀλλά, νονά!

Μὰ ὅταν ἔπειτα λογάριασε πὼς μὲ τὸ κτῆμα αὐτὸ ἡ προίκα τῆς Μαρίκας ἀνέβαινε ψηλότερα ἀπὸ τῆς Φιφίκας Πρίφτη, εἶπε σιγαλότερα:

- Γιὰ νὰ τὸ πῶ τοῦ Γιάγκου.

Καὶ φώναξε τὸν κύριο Γιάγκο κ᾿ ἔδωσαν τὸ λόγο τους.

Μὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔφευγε ἡ γιαγιά, ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ἔκραξε στὴν ἄκρη.

- Κοίταξε ὅμως, νονά, τῆς εἶπε, ὅσο εἶσαι ζωντανὴ δὲν πρέπει νὰ τὸ μάθει ἡ Εὐανθία.

- Ναί, ἀπάντησε ἡ γιαγιά.

- Ξέρεις πόσο τὴν ἀγαπῶ· δὲ θέλω νὰ πικραθεῖ, πρόσθεσε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Ναί, ναὶ εἶπε ξανὰ ἡ γιαγιά, φιλήθηκε μὲ τὴν κυρία Κατίγκω καὶ ἀγκάλιασε τὸ Στέφανο.

Κ᾿ ἔτρεξε στὴν κυρία Ἀγλαΐα καὶ στὴ Μαρίκα ποὺ περίμεναν.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα φίλησε καὶ κείνη τὴ Μαρίκα, ὅταν ὅμως ἔγιναν οἱ ἀρραβῶνες δὲν παρουσιάστηκε. Ἡ Μαρίκα βγῆκε χλωμὴ μόνο μὲ τὴ γιαγιά. Ἡ κυρία Κατίγκω ἦταν νευρικὴ ὅλη τὴν ὥρα. Στὴν πόρτα φάνηκε ὁ ἄσπρος σκοῦφος τοῦ παπποῦ, καὶ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴ σάλα ἡ ὑπηρέτρια μὲ τὸ δίσκο, ὁ παπαγάλος φώναξε ἀπὸ τὸ κλουβί. Ἡ Μαρίκα χλόμιασε περισσότερο. Καὶ κεῖ ποὺ ἔφευγαν ἔπειτα, ὁ Στέφανος τὴν πρόσεξε πὼς ἔβηξε ξερά.

Ἡ κυρία Κατίγκω, ὅταν γύρισαν στὸ σπίτι, ἀγκάλιασε καὶ φίλησε τὸ Στέφανο.

- Ἀφοῦ τὸ θέλησες, μὲ τὴν εὐχή μου, τοῦ εἶπε, ὡστόσο…

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- … καλύτερα νὰ μὴ γινότανε, ψιθύρισε ἡ κυρία Κατίγκω.

Κ᾿ ἔσκυψαν καὶ οἱ δυὸ κ᾿ ἔμειναν σιωπηλοί.

V

Ὅμως τὴν ἄλλη μέρα ἄλλαξε ἡ κυρία Κατίγκω, πῆγε στὴ γιαγιὰ καὶ στὴ Μαρίκα. Καὶ ὅταν γύρισε στὸ σπίτι εἶπε στὸν κύριο Γιάγκο:

- Δὲν ξέρεις τί καλὴ ποὺ εἶναι ἡ Μαρίκα.

Κ᾿ ἔπειτα:

- Καὶ κείνη βγῆκε σήμερα καὶ μὲ χαιρέτησε.

Ὁ κύριος Γιάγκος κατάλαβε πὼς ἐννοοῦσε τὴν κυρία Ἀγλαΐα.

- Μοῦ θυμώνει μόνο ὅταν πιάνεται μὲ τὴ νονά, πρόσθεσε ἡ κυρία Κατίγκω.

Κ᾿ ἔπειτα πάλι:

- Τώρα ποὺ πῆρε ἡ κόρη της τὸ κτῆμα, δὲν ἔχει πιὰ μαζί μας τίποτε.

Μὰ ἔξαφνα:

- Δὲν ξέρεις πῶς τὸ ἔχω μέσα μου, εἶπε σιγότερα.

Ὁ κύριος Γιάγκος τὴν κοίταξε.

- Τί; ρώτησε.

- Ποὺ τὸ πήραμε τῆς Εὐανθίας, ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω καὶ μελαγχόλησε.

Ἔπειτα ὅμως πηγαίνοντας πιὸ κοντά του:

- Ξέρεις τί περιμένει; τοῦ εἶπε.

- Ποιός; ρώτησε ὁ κύριος Γιάγκος.

- Ἡ…, ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω, καὶ ὁ κύριος Γιάγκος ἐννόησε πάλι, περιμένει νὰ γίνει ὁ Στέφανος νομάρχης. Μὲ αὐτὸ τὴν ἔκαμαν καὶ δέχτηκε.

Ὁ κύριος Γιάγκος γέλασε:

- Ε, καὶ σὺ τάχα δὲν τὸ θέλεις;

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲν ἀπάντησε. Ἔτρεξε μέσα καὶ φίλησε τὸ Στέφανο.

Γρήγορα ὅμως ξαναμάλωσε ἡ κυρία Ἀγλαΐα μὲ τὴ γιαγιὰ καὶ ξαναέκλεισε τὴν πόρτα στὴν κυρία Κατίγκω. Μὰ πρόφτασε ἡ Μαρίκα, καὶ ὁ Στέφανος δὲν τὸ ἔμαθε. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἔπειτα, εἶχε συνηθίσει. Δὲν πρόσεχε. Πρόσεχε κ᾿ ἔβλεπε μόνο τὴ Μαρίκα.

Καὶ τώρα, ἐνῶ ὁ Στέφανος κάθεται ἐκεῖ ἀντικρὺ στὴ θάλασσα καὶ φέρνει στὴ μνήμη του ὅλα αὐτὰ ἕνα-ἕνα σὰ νὰ τὰ ξαναζεῖ, ἔχει μπροστά του πάντα τὴν εἰκόνα τῆς Μαρίκας· τῆς Μαρίκας ὀρθῆς κάτω ἀπὸ τὰ βραδιασμένα πεῦκα, σκυφτῆς στ᾿ ἀραδιασμένα κοχύλια της στὸν ἄμμο, ἀκίνητης μπροστὰ στὴ θάλασσα ἐνῶ ἔπαιζαν τ᾿ ἄλλα παιδιά· ριγμένα ἀπάνω του τὰ μελαγχολικὰ μεγάλα μαῦρα μάτια της, τοῦ φαίνονταν σὰ νὰ τοῦ ἀνοίγουν ἔξαφνα ἕνα μυστικό.

Κ᾿ ἔξαφνα πάλι ἐκεῖ θυμᾶται ὁ Στέφανος τὴ χτεσινὴ σκηνὴ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω ὅταν γύρισαν στὸ σπίτι, καὶ στὸ παράθυρο ξέσπαζε ἡ βροχή. Ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε ἔπειτα ὅλο τὸ βράδυ σκοτεινὸ τὸ πρόσωπο, καὶ ἡ σιγή της ἦταν πνιγερὴ ὅλη τὴν ὥρα στὸ τραπέζι. Γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγει, ὁ Στέφανος βγῆκε ἔξω στὸ μπαλκόνι· βγῆκε καὶ στάθηκε σκυφτός. Δὲν ἤθελε ὅμως νὰ συλλογιστεῖ καὶ γύρισε τὰ μάτια του ἀπάνω. Μὲ ἔξαφνα τὰ σταμάτησε ἐκεῖ παράξενα ὁ Ὠρίων ποὺ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ βουνό. Ἀνέβαινε λαμπρός, ὑγρὸς σὰ μόλις λουσμένος στὴ βροχὴ κ᾿ ἔλαμπε κεῖ παράξενα στημένος ὁλόρθος στὸ βουνό.

Ὁ Στέφανος θυμᾶται πὼς τὸν κοίταζε ὥρα, σὰ νὰ τὸν πρόσεχε πρώτη φορὰ, σὰ νὰ τὸν ἔβλεπε ἔτσι ἐκεῖ πρώτη φορά. Καὶ θυμᾶται πὼς ἀνατρίχιασε· τοῦ φάνηκε μεμιᾶς σὰ νὰ τὸν κοίταζε καὶ κάποιος ἄλλος, κάποιος κοντά του, πίσω, πλάι του. Ἔστρεψε πίσω, πλάι ---δὲν ἤτανε κανείς. Καὶ σήκωσε πάλι τὰ μάτια ἀπάνω κ᾿ ἔβλεπε τὸν Ὠρίωνα. Καὶ σήμερα ἔξαφνα ἡ Μαρίκα τοῦ μίλησε γιὰ τὸν Ὠρίωνα.

Ὁ Στέφανος τινάχτηκε ὅπως καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσε τὴ Μαρίκα νὰ μιλεῖ γι᾿ αὐτόν. Σταμάτησε καὶ κοίταξε μπροστὰ του πέρα σὰ νὰ ἔβλεπε κεῖ νὰ ἔτρεμε ν᾿ ἀνοίξει πάλι κάποιο μυστικό.

Μὰ ξαναέσκυψε, καὶ ἡ Μαρίκα ἦταν πάλι ἐμπρός του ὀρθή· ὀρθὴ κάτω ἀπὸ τὰ ἰσκιωμένα πεῦκα, ὀρθὴ ἀπὸ πίσω του καὶ πρόσμενε νὰ ἔρθει νὰ καθίσει τὸ πουλί, ὀρθὴ μπροστά του κ᾿ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ πορτοκάλι ποὺ εἶχε κόψει αὐτὸς ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ἀδερφή...

Γύρω ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζει, καὶ ἡ θάλασσα εἶχε βαφεῖ μὲ χρῶμα κίτρινο ποὺ χλόμιαζε ὁλοένα σιγοσβήνοντας σὲ σταχτερὴ ἄχνα. Καὶ τοῦ Στέφανου, καθὼς κοίταζε τὴ θάλασσα, τοῦ φάνηκε πὼς γέμισε ὅλη μὲ τοὺς κύκλους ποὺ τὴν εἶδε νὰ γεμίζει τὸ σκοτεινὸ ἀπομεσήμερο ποὺ πέθαινε ἡ μικρὴ ἀδερφή.

Ξανατινάχτηκε. Ὅταν σήκωσε πάλι τὰ μάτια δὲν ἦταν γύρω του κανείς. Τὰ τραπέζια τοῦ καφενείου ὅλα ἔρημα, στὴν τζαμόπορτα ἔπαιζε μία λάμψη, σὰ φῶς ποὺ σπάζει σὲ ἀδειανὸ καθρέφτη.

Σηκώθηκε σιγὰ καὶ τράβηξε πρὸς τὸ ἀκρογιάλι. Ἡ θάλασσα σιωπηλὴ σκοτείνιαζε ὁλοένα, στὰ καΐκια ἀνάβανε θαμπὰ μικρὰ φανάρια, καὶ ἡ λάμψη τους ἔμενε ἀκίνητη σὰν καρφωμένη ὀρθὴ μὲς στὸ νερό. Οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἴσκιος γύρω· μόνο ἕνα ναυτόπουλο ἐκεῖ κάπου σκορποῦσε σὰ στεναγμὸ τὸ σιγαλὸ παθητικὸ τραγούδι του:

Θάλασσα πλατιά,
μαύρη ξενιτιά…

Μελαγχολία παράξενη κυρίεψε ἔξαφνα τὸ Στέφανο ἐνῶ βάδιζε καὶ ἄκουε ποὺ ξεψυχοῦσε τὸ τραγούδι πίσω του· σὰ νὰ τοῦ ξύπνησε μεμιᾶς ἡ θλίψη ὁλόκληρης μιᾶς ξενιτιᾶς, μιᾶς ἐρημιᾶς.

Ἀλλὰ ποιᾶς ξενιτιᾶς, ποιᾶς ἐρημιᾶς;

Ὁ Στέφανος σταμάτησε.

Καὶ μία στιγμὴ καθὼς σταμάτησε, τοῦ ἦρθε πὼς τάχα ἦταν κλεισμένος στὰ τείχη τοῦ σχολείου μία φορά· εἶχε μπροστά του πέρα τὴν ξένη θάλασσα καὶ τραγουδοῦσε ὁ ἴδιος τὸ τραγούδι ποὺ ἔσβηνε τώρα πίσω του. Τὸ τραγουδοῦσε καὶ θυμόταν τὴ δική του θάλασσα καὶ τὴν κυρία Κατίγκω ποὺ τοῦ ἔγραφε πὼς κάθεται καὶ τὴν κοιτάζει μόνη.

Κ᾿ ἔξαφνα τοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ πὼς τοῦ εἶχε γράψει κάποτε ἡ κυρία Κατίγκω: Εἴχαμε τώρα ἐδῶ τὴν Εὐανθία. Ὁ Στέφανος τὴν εἶχε λησμονήσει. Θυμόταν μόνο τὴν κυρία Κατίγκω ὅταν ἔβλεπε τὴ θάλασσα.

Καὶ ὁ Στέφανος ξανασταμάτησε. Θυμήθηκε πάλι μεμιᾶς πὼς γύρισε ἕνα καλοκαίρι σπίτι του. Ἦταν τότε ποὺ ἡ γιαγιὰ δὲν ἐρχόταν στὴν κυρία Κατίγκω· κ᾿ ἕνα βράδυ ξαφνίστηκε καθὼς πήγαινε στὸ δρόμο. Τὸν σταμάτησε τρεχάτη ἡ Εὐανθία.

- Ἦρθα νὰ κάνω μπάνια καὶ νὰ μὲ δεῖ ἡ γιαγιά· πὲς τῆς θείας Κατίγκως πὼς θὰ ἔρθω νὰ τὴ δῶ, τοῦ εἶπε σιγά, σχεδὸν στὸ ἀφτί.

Καὶ τοῦ ἔσφιξε τὸ χέρι κ᾿ ἔφυγε.

Καὶ μία βραδιὰ ἦρθε ἀλήθεια. Ἀγκαλιάστηκαν μὲ τὴν κυρία Κατίγκω καὶ μίλησαν πολλά. Ὁ Στέφανος στεκόταν στὸ μπαλκόνι. Καὶ μία στιγμὴ ἦρθε ἡ Εὐανθία ἐκεῖ κοντά του. Πρῶτα στάθηκε ἀμίλητη, ἔπειτα τοῦ εἶπε:

- Ἔμαθα θὰ φύγεις.

- Ναί, τῆς ἀπάντησε.

- Καὶ γὼ θὰ φύγω, δὲ θὰ μείνω ὅλον τὸ μήνα, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Καὶ σώπασαν καὶ οἱ δυό. Κάτω ἁπλωνότανε μπροστὰ τοὺς σιωπηλὴ κ᾿ ἡ θάλασσα. Καὶ ὁ Στέφανος σὰ νὰ τὴν εἶδε νὰ γεμίζει ὅλη μὲ τοὺς κύκλους. Μιὰ στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα οἱ κύκλοι ἔσβησαν. Ἔσβησαν ὅπως ἔσβησαν καὶ τώρα ποὺ ἁπλώθηκαν μπροστά του πάλι μιὰ στιγμή…

Ὁ Στέφανος ἦταν στὴν πόρτα του. Εἶδε τὴν τραπεζαρία φωτισμένη: τὸν περίμεναν. Συλλογίστηκε τὴν κυρία Κατίγκω ἀμίλητη καὶ σκοτεινή.

Καὶ στάθηκε. Σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω. Ὅμως ἀνέβηκε.

Τὸν περίμεναν νὰ φᾶνε, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τὸν καλησπέρισε χαρούμενη.

- Ἦταν ἐδῶ ἡ Εὐανθία, τοῦ εἶπε· δὲς τί μου ἔφερε.

Καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα κέντημα, ἕνα μαξιλαράκι μ᾿ ἕνα κόκκινο μεγάλο ρόδο φουσκωτό, στὴ μέση ἀπὸ φόντο κίτρινο.

Ὁ Στέφανος τὸ κοίταξε. Τὸ φῶς τῆς λάμπας ἔριχνε ἀπάνω τοῦ ζωηροὺς κρεμεζιοὺς τόνους --- τοῦ Στέφανου τοῦ φάνηκαν σὰν αἱματένιοι.

- Πῶς χάρηκε ὁ πατέρας σου, εἶπε ἡ Κατίγκω. Ἔ, Γιάγκο;

Ὁ κύριος Γιάγκος κοίταξε.

- Τὴν… Εὐανθία, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Ναί, μεγάλωσε, εἶπε ὁ κύριος Γιάγκος.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἀναστέναξε, καὶ ὁ κύριος Γιάγκος ἄλλαξε ὁμιλία. Παραπονέθηκε γιὰ τοὺς κεφτέδες.

- Τοὺς ἔκαψε, εἶπε.

Ἔπειτα φώναξε τὴν ὑπηρέτρια γιὰ τὶς σκνίπες ποὺ πλημμύριζαν τὸ τραπέζι:

- Κλείνετε πρῶτα πρὶν ἀνάψετε τὸ φῶς, σᾶς εἶπα!

Ὁ Στέφανος ἔτρωγε ἀμίλητος, ἡ κυρία Κατίγκω ἔγινε πάλι μελαγχολική.

Ἅμα τελείωσαν καὶ ὁ Στέφανος σηκώθηκε νὰ φύγει, ἡ κυρία Κατίγκω τὸν πλησίασε στὴν πόρτα.

- Θὰ ἔβγεις ἔξω; τοῦ εἶπε.

Ὁ Στέφανος ἔνεψε «ναί», καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τὸν κοίταξε ἄφωνη μία στιγμὴ στὰ μάτια. Ἔπειτα γύρισε νὰ φύγει, μὰ πάλι σταμάτησε καὶ τέλος τόλμησε:

- Ποῦ ἤσουν σήμερα;

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε μονάχα.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω πλησιάζοντας καὶ βάζοντας ἐλαφρὰ τὸ χέρι της στὸν ὦμο του ψιθύρισε:

- Καλά, καλά· καλύτερα ποὺ πῆγες.

Καὶ γύρισε καὶ μπῆκε μέσα.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε μία στιγμὴ χωρὶς νὰ κινηθεῖ.

- Ἡ ἴδια πάντα, ἡ ἴδια πάντα, εἶπε ἔπειτα καὶ τράβηξε στὴν κάμαρά του.

Τὴν ἄλλη μέρα βρῆκε ὁ Στέφανος τὴν Εὐανθία μόνη στὴν τραπεζαρία.

- Δὲ σηκώθηκε ἡ Μαρία, τοῦ εἶπε.

Ὁ Στέφανος τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ σταμάτησε:

- Εἶναι ἴσως ἀδιάθετη;

Ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε.

- Ἦταν ἐδῶ ἡ Φιφίκα, εἶπε ἔπειτα. Καὶ πρόσθεσε:

- Ἦρθε γιὰ μένα.

Καὶ κοίταζε τὸ Στέφανο.

Στὴν πόρτα ἦρθε καὶ στάθηκε ὁ παππούς.

- Ἔλα, παπποῦ, τοῦ μίλησε ἡ Εὐανθία.

Ὁ παπποὺς κοίταξε μέσα μιὰ στιγμή, ἔπειτα γύρισε κ᾿ ἔφυγε.

- Θὰ ταξιδέψει, εἶπε ἡ Εὐανθία.

- Ποιός; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ἡ Φιφίκα· θὰ ἔφευγε σήμερα, μὰ δὲν τῆς ἑτοιμάσανε τὸ φόρεμα.

- Γκρίζο μὲ τρία πλατιὰ βολάν, εἶπε ξανὰ ἀφοῦ κάθισε.

Κι ἔπειτα ἀπὸ μία στιγμή:

- Βάζω στοίχημα πὼς δὲ θ᾿ ἀρέσει τῆς Μαρίκας.

- Τί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Τὸ φόρεμα· θὰ τὸ βρεῖ πρόστυχο.

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε.

- Ὅπως βρίσκει πρόστυχη καὶ τὴ Φιφίκα.

Καὶ ἡ Εὐανθία κοίταξε τὸ Στέφανο· καὶ εἶπε πάλι σὰ μὲ πεῖσμα:

- Μὰ ἐμὲ μοῦ ἀρέσει. Καὶ τῆς θείας Κατίγκως τῆς ἀρέσει.

Ὁ Στέφανος δὲν πρόφτασε ν᾿ ἀκούσει· ἡ κυρία Ἀγλαΐα μπῆκε μέσα.

Ἡ Εὐανθία σηκώθηκε καὶ καλημέρισε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα μόλις κίνησε τὰ χείλη. Ἔπειτα ἅπλωσε ἀλύγιστα καὶ ἀργὰ τὸ χέρι της στὸ Στέφανο.

Ὁ Στέφανος ἔσκυψε κ᾿ ἔφερε σ᾿ αὐτὸ τὰ χείλη.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα πῆγε ὡς τὸ παράθυρο κ᾿ ἔριξε ἔξω μιὰ ματιά· ἔπειτα γύρισε στὴ γωνία ὅπου εἶχε τ᾿ ἄνθη της καὶ στάθηκε μπροστὰ σὲ μιὰ μπεγκόνια. Δοκίμασε τὸ χῶμα καὶ χάδεψε τὰ φύλλα της.

Καθὼς τὰ ἄγγιξε, μιὰ παρδαλὴ ἁπαλὴ λάμψη τρεμούλιασε μπροστὰ στὴν Εὐανθία ποὺ πλησίασε κεῖ· τὰ κόκκινα καμπανωτὰ ἄνθη ἀπὸ δυὸ τουλίπες στημένες παρὰ πίσω ἔριχναν τόνους κόκκινους. Ὁ Στέφανος θυμήθηκε μπροστά τους τὸ πορφυρὸ ρόδο στὸ κέντημα ποὺ χάρισε ἡ Εὐανθία στὴν κυρία Κατίγκω· κ᾿ ἔμεινε καὶ τοὺς κοίταζε.

Ἡ Εὐανθία πρόσεχε στὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ πῆγε σὲ μία ἐταζέρα. Πῆγε καὶ στάθηκε μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ κ᾿ ἔσυρε ἀπάνω της ἐλαφρὰ τὰ δάχτυλα· ἀφοῦ ἔκαμε ὕστερα τὸ ἴδιο καὶ στὸ πιάνο, γύρισε γρήγορα καὶ πάτησε τὸ κουμπὶ τοῦ κουδουνιοῦ ποὺ ἦταν ἀπάνω στὸ τραπέζι.

Ἡ ὑπηρέτρια ἦρθε νὰ τῆς σερβίρει τὸν καφέ, μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ρώτησε ἀπότομα:

- Ποιὰ ξεσκόνισε δῶ μέσα; Ἡ ὑπηρέτρια ἔσκυψε τὰ μάτια κάτω. Νὰ ξεσκονίσεις πάλι, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα καὶ κάθισε μπρὸς στὸν καφέ της.

Κ᾿ ἐνῶ ἅπλωνε ἔπειτα σιγὰ τὸ βούτυρο σὲ μία φετίτσα, σταμάτησε ἔξαφνα καὶ ρώτησε τὴν Εὐανθία:

- Τί φοροῦσε ἡ Πρίφτη;

- Ἕνα σὲρζ μὸβ μὲ ζακετίτσα, ἀπάντησε ἡ Εὐανθία.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα μισοέκλεισε τὰ βλέφαρα:

- Τὸ ξέρω· δὲν τῆς πάει καθόλου.

- Πῶς; ἔκαμε νὰ πεῖ ἡ Εὐανθία, μὰ μόνο τὸ ψιθύρισε.

- Δὲ θὰ τὸ πάρει αὐτὸ μαζί της, εἶπε ὕστερα.

- Ποῦ νὰ τὸ πάρει;

- Στὴν Ἰταλία· θὰ πάει μὲ τὸν πατέρα της.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σήκωσε τὰ μάτια. Καὶ μὲ χαμόγελο:

- Κι ὁ λοχαγὸς μαζί; εἶπε.

Ἡ ὑπηρέτρια ἦρθε καὶ ξεσκόνιζε, καὶ ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε. Εἶπε μόνο γιὰ τὸ νέο φόρεμα ποὺ ἕραβε ἡ Φιφίκα.

- Γκρίζο μὲ τρία πλατιὰ βολάν.

Καὶ πρόσθεσε:

- Κάνουν πάλι πλατιὲς τὶς φοῦστες.

Ἡ ἄκρη τοῦ ἄσπρου σκούφου τοῦ παπποῦ φάνηκε ποὺ ἔσκυψε στὴν πόρτα. Μὰ τραβήχτηκε ἀμέσως πίσω, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα δὲν τὸν εἶδε. Ἡ ὑπηρέτρια τοποθετοῦσε πάλι στὴν ἐταζέρα τὰ πράγματα ποὺ εἶχε σηκώσει, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα πρόσεχε κεῖ καὶ φώναξε τῆς ὑπηρέτριας:

- Λίγο πιὸ πέρα, δεξιότερα…

- Ὄχι! πιὸ ἐδῶ --- τί ζῶο! εἶπε δυνατότερα ὅσο ποὺ τέλος: Αὐτοῦ, καλά, ψιθύρισε εὐχαριστημένη καὶ γύρισε στὴν Εὐανθία: Πλατιές, μὰ δὲ μοῦ ἀρέσουν.

Ἀλλὰ ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε.

Ὁ Στέφανος εἶχε στρέψει πρὸς τὸ παράθυρο· ὁ ἥλιος χτυποῦσε καὶ φώτιζε τὴ λεύκα ἀπέξω· τὰ φύλλα τῆς ἦταν πιὸ χαλκοκόκκινα καὶ μαδημένα. Ὅταν ξαναγύρισε τὰ μάτια μέσα εἶδε πὼς ἡ Εὐανθία τὸν κοίταζε. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τίναζε μέσα στὸ δίσκο τὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ βούτημά της…

- Φλώρα, Φλώρα! ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ διάδρομο ἡ φωνὴ τοῦ παπαγάλου. Φλώρα ἦταν τὸ ὄνομα τῆς ὑπηρέτριας ποὺ εἶχαν στὸ σπίτι ὅταν πήρανε τὸν παπαγάλο. Ἡ Μαρίκα τὸν ἔμαθε νὰ τὸ φωνάζει, καὶ ὅταν ἔφυγε ἡ ὑπηρέτρια ὁ παπαγάλος φώναζε πάντα τὸ ὄνομα αὐτὸ ἅμα πλησίαζε ἡ Μαρίκα.

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ ξαφνίστηκε, ἔστρεψε στὴν πόρτα ποὺ ἔμπαινε ἡ Μαρίκα.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε πρῶτα τὸ Στέφανο, ἔπειτα φιλήθηκε μὲ τὴν κυρία Ἀγλαΐα καὶ τὴν Εὐανθία.

- Τί ὡραία μέρα! γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο, ἀφοῦ χαιρέτησε τὸ Στέφανο.

- Θὰ βγοῦμε μὲ τὸ ἁμάξι, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ἡ Μαρίκα πῆγε ἴσια στὸ πιάνο κ᾿ ἔπειτα στὴν ἐταζέρα. Τὰ δοκίμασε, ἦταν ξεσκονισμένα. Ὕστερα σταματώντας ἀπέναντι στὴ ἐταζέρα:

- Νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μάθει ἀκόμα! εἶπε σὰ μόνη της καὶ πλησίασε καὶ πῆρε κ᾿ ἔσιαζε τὰ πράγματα ποὺ ἦταν σ᾿ αὐτή.

Μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ποὺ δὲν τὸν εἶδε φώναξε:

- Μαρίκα!

- Νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μάθει! ξαναψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

- Καλὰ ἦταν· ἐσὺ τὰ χάλασες, τῆς ξαναφώναξε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Μὰ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ μὴν τὴν ἄκουσε, ἔβαλε τὰ βάζα ὅπως ἤθελε αὐτή, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔκανε νὰ σηκωθεῖ:

- Ἀλλά, Μαρίκα!

- Ἔτσι, στραβὰ τὰ βάζουν τώρα· τὸ εἶδε στῆς κυρίας προέδρου, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ὁ Στέφανος περίμενε νὰ πεῖ ἡ κυρία Ἀγλαΐα στὴ νομαρχία δὲν τὰ βάζουν ἔτσι, μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα δὲ μίλησε· σήμανε μόνο τὸ κουδούνι.

Ἡ ὑπηρέτρια ἦρθε καὶ ξαναέσιαξε τὰ βάζα.

Ἡ Μαρίκα πῆγε στὸ Στέφανο.

- Ἔτσι μὲ κάνει πάντα νευρική, τοῦ εἶπε καὶ στάθηκε κοντά του στὸ παράθυρο.

- Τὸ εἶδα ἀλήθεια στῆς κυρίας προέδρου, ξαναεῖπε, μὰ ἡ μαμὰ ἔτσι κάνει πάντα.

Ὁ Στέφανος θέλησε ν᾿ ἀλλάξει θέμα.

- Κοίταξε κεῖ, τῆς εἶπε κ᾿ ἔκαμε νὰ τῆς δείξει κάτι, δὲν ἤξερε κι ὁ ἴδιος τί.

Ἡ Μαρίκα ἔσκυψε· μὰ καθὼς ἔσκυψε, ἡ ματιὰ τῆς πῆρε τὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ποὺ σκούπιζε κάτω στὴν αὐλή. Τινάχθηκε ὀρθὴ πάλι.

- Ὅλοι ἐδῶ μέσα μὲ κάνουν νευρική, εἶπε καὶ γύρισε γοργὰ στὴν κάμαρα.

Ἡ Εὐανθία εἶχε καθίσει καὶ κεντοῦσε καὶ καθὼς σήκωσε μία στιγμὴ τὰ μάτια, τὰ ἔριξε στὴ Μαρίκα καὶ στὸ Στέφανο. Κι αὐτοὶ στρέφοντας μέσα τὴν εἶδαν ποὺ τοὺς κοίταζε.

Ἡ Εὐανθία δὲν πῆρε ἀπὸ πάνω τους τὰ μάτια. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα γυρισμένη ἐκεῖθε, καθάριζε τὰ φύλλα τῆς μπεγκόνιας.

Ἡ Μαρίκα ἔμεινε σὰ συγχυσμένη, ἡ Εὐανθία ἀτάραχη. Ὁ Στέφανος εἶδε ὅμως στὴ ματιά της μιὰ λάμψη κίτρινη, μιὰ λάμψη ποὺ τοῦ θύμισε ξαφνικὰ τὴ ματιὰ μιᾶς γάτας κοκκινόμαλλης ποὺ εἶχαν μία φορὰ στὸ σπίτι ὅταν ἤτανε μικρὸς καὶ τοῦ ἄνοιξε συχνὰ πληγὲς στὰ δάχτυλα.

Ὅταν ἡ κυρία Ἀγλαΐα γύρισε πάλι τὸ πρόσωπο στὴν κάμαρα, τοὺς εἶδε ποὺ κοιταζόντανε ἄφωνοι καὶ εἶχε τὸ αἴσθημα πὼς κάτι ἔγινε κεῖ ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς.

- Τί κάθεστε; θὰ βγοῦμε μὲ τὸ ἁμάξι, εἶπε γοργὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

- Ἀλλὰ μαμά, πετάχτηκε ἡ Μαρίκα. Τὸ εἶχα νὰ πάω στὰ μαγαζιά, νὰ δῶ ἕνα ὕφασμα, πρόσθεσε ἀφοῦ σώπασε μία στιγμή. Μὰ τὸ πρόσθεσε σὲ τόνο ποὺ ἔδειχνε πὼς ἡ ἰδέα τῆς εἶχε ἔρθει μόνο ἐκείνη τὴ στιγμή.

- Στὸ γύρισμα σταματοῦμε καὶ τὸ βλέπεις, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα καὶ τὴν κοίταξε μὲ βλέμμα ποὺ φανέρωνε πὼς ἔνιωσε τὴν πρόφαση. Καὶ τράβηξε κατὰ τὴν πόρτα.

Ἡ Εὐανθία πῆγε κοντά.

Ἡ Μαρίκα στάθηκε μπρὸς στὸ Στέφανο, ποὺ ἔμενε ὀρθὸς στὴ θέση του, ἕτοιμος νὰ κινηθεῖ, μὰ σὰ νὰ μὴν ἤξερε πρὸς ποὺ νὰ κινηθεῖ.

- Κι αὐτή, κι αὐτὴ μὲ κάνει νευρική, τοῦ εἶπε, μόλις ἡ Εὐανθία χάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.

Σταμάτησε ἄλλη μιὰ στιγμὴ μπροστά του, κ᾿ ἔπειτα ἀκολούθησαν ἄφωνοι καὶ οἱ δυό.

VII

Τὸ ἁμάξι τράβηξε τὸ δρόμο τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ἡ θάλασσα στρωνόταν πέρα ἥσυχη, ὠχρογάλανη.

Σωπαῖναν καὶ οἱ τέσσεροι· ἡ Μαρίκα κοντὰ στὸ Στέφανο, ἡ Εὐανθία ἀντίκρυ του πλάι στὴν κυρία Ἀγλαΐα.

Ἔξαφνα ἡ θεία Ἀγλαΐα θυμήθηκε πάλι τὸ φόρεμα τῆς Πρίφτη.

- Γκρίζο εἶπες; ρώτησε τὴν Εὐανθία.

- Ναί, γκρίζο, ἀπάντησε ἡ Εὐανθία.

Δὲν πρόσθεσε μὲ τρία βολάν, κοίταξε μόνο στὰ μάτια τὴ Μαρίκα.

Καὶ ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε κι αὐτή.

Σὲ λίγο περνούσανε τὴ γέφυρα τοῦ μόλου κ᾿ ἔσκυψαν κ᾿ ἔβλεπαν κάτω καὶ οἱ δυό. Μεγάλοι σωροὶ ρόδια ἦταν στημένοι πυραμιδωτὰ στὸ μόλο ἀνάμεσα σὲ στοῖβες σάκους καὶ ψηλὲς σειρὲς τετράγωνα ὁλοκαίνουργα κασόνια.

- Τί κόκκινα! ψιθύρισε ἡ Εὐανθία βλέποντας τὰ ρόδια.

- Μαρίκα, θυμήσου νὰ στείλομε νὰ πάρομε, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες τοῦ μόλου κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἔφτανε ἀπάνω κρατητὸς ὁ βρόντος ἄπειρων σφυριῶν ποὺ καρφῶναν ὁλοένα. Ἡ Μαρίκα σφάλισε τ᾿ ἀφτιὰ μὲ τὶς παλάμες, ὥσπου πέρασαν τὴ γέφυρα.

- Ἦρθαν ἀπόψε δυὸ ἰγγλέζικα γιὰ νὰ φορτώσουν, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Πόσο ἀγοράζουν; ρώτησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ὁ Στέφανος εἶπε τὴν τιμή, καὶ ξανασωπάσαν πάλι. Ἡ Εὐανθία σηκώνοντας τὰ μάτια ἀντίκρισε μία στιγμὴ τὸ Στέφανο. Ἡ Μαρίκα κοίταζε ἕνα μικρὸ ἄσπρο σύννεφο στὸν οὐρανό. Εἶχε ὑψωθεῖ ἐκεῖ, ἡ Μαρίκα δὲν τὸ εἶχε δεῖ ἀπὸ ποῦ, καὶ στάθηκε ψηλὰ καὶ σάλευε μία ἐδῶ μιὰ ἐκεῖ, σὰ νὰ μὴν ἤξερε πρὸς τὰ ποῦ νὰ πάει.

Ἡ Εὐανθία γύρισε καὶ τὴν κοίταξε

- Μαρίκα! φώναξε ἔπειτα μὲ μιᾶς.

Ἡ Μαρίκα γύρισε.

- Νὰ μὴν πάρομε καὶ τὴ γιαγιά!

Ἡ Μαρίκα τῆς ἔριξε μόνο ἕνα βλέμμα δίχως ν᾿ ἀπαντήσει, καὶ ὁ Στέφανος εἶδε πάλι στὴ ματιὰ τῆς Εὐανθίας τὴν κίτρινη ἀναλαμπὴ ποὺ τοῦ θύμισε πρωτύτερα τὴν παλιὰ γάτα.

Ὁ δρόμος φάνηκε στὴ θάλασσα καὶ ἀνέβαινε πρὸς τὸ βουνό. Τὸ ἁμάξι πήγαινε τώρα ἀργά, καὶ ἡ Μαρίκα ἀκουμπισμένη πίσω κοίταξε πάλι τὸ σύννεφο. Εἶχε πυκνώσει τώρα μιὰ στιγμή, ἔπειτα ξαναραίωσε καὶ ἅπλωσε σὰ μαλλὶ ξασμένο, σκόρπισε ἀραιότερο, κομματιαστό, ὥσπου ἔσβησε.

-Μαρίκα, ξαναφώναξε ἡ Εὐανθία, καλὰ εἶναι τὰ μαλλιά μου;

Εἶχε βγάλει τὸ καπέλο, τὸ ἀκούμπησε στὰ γόνατα, κ᾿ ἔσιαζε τὰ μαλλιὰ καὶ κοίταζε.

Ἡ Μαρίκα δὲν τῆς ἀπήντησε. Γύρισε μόνο στὴν κυρία Ἀγλαΐα καὶ εἶπε:

- Δὲν πᾶμε πίσω;

- Ναί, μὲ τὸ γύρο, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

- Ἀλήθεια· νὰ δοῦμε στὸ λιμάνι καὶ τὰ ἰγγλέζικα, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Τὸ ἁμάξι ἀνέβαινε σὲ μία πλαγιὰ κατάφυτη μὲ ἀμπέλια τρυγημένα πιὰ καὶ μὲ κοκκινισμένα φύλλα, καὶ ὁ δρόμος ἰσκιωνόταν ἀπὸ τὸ κάστρο ποὺ ἄφησαν πίσω πρὸς τὴν ἀντολή· στὴν ἄκρη τῶν αὐλακιῶν τοῦ δρόμου φύτρωναν ὠχρόλευκα ἀγριολούλουδα, λευκογάλανα σκυλάκια, καὶ ἀπὸ τοὺς ὄχτους μύριζε ἀκόμα ἡ ξερὴ ρίγανη.

Ἡ Μαρίκα κούμπωσε τὸ φόρεμά της.

- Κρυώνεις; Ρώτησε ὁ Στέφανος.

Ἡ Μαρίκα δὲν ἀπάντησε, μὰ ὁ Στέφανος φώναξε στὸν ἁμαξά:

- Χτύπα λιγάκι.

Ἅμα κατηφόρισαν στὸ λόφο, ὁ ἥλιος ξαναθέρμανε τὸ δρόμο καὶ ἡ θάλασσα φάνηκε πάλι κάτω φωτεινὴ λουρίδα. Τὸ ἁμάξι κυλοῦσε τώρα γοργότερα, μὰ ἕνα σφύριγμα μέσα ἀπὸ τὰ δέντρα τὸ σταμάτησε μὲ μιᾶς σὲ μία καμπή. Ἦταν τὸ τραῖνο ποὺ περνοῦσε δυὸ βήματα σχεδὸν μπροστά. Ἡ Εὐανθία πετάχτηκε ὀρθὴ καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Μερικὰ κεφάλια πρόβαλαν ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρα τῶν βαγονιῶν.

Ἡ Εὐανθία ἔκαμε νὰ νέψει μὲ τὸ χέρι, μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν κράτησε.

- Τρελή! Ἔβγαλε φωνή.

Ἡ Εὐανθία γέλασε, ἀλλὰ δὲν κάθισε.

- Ὁ λοχαγός! Ὁ λοχαγὸς τῆς Πρίφτη, φώναξε ἔπειτα κοιτάζοντας κατὰ τὸ τραῖνο.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἄφησε τὴν Εὐανθία καὶ γύρισε κι αὐτὴ νὰ δεῖ, ἐνῶ ὁ τριγμὸς τοῦ τραίνου ποὺ χανόταν πάλι μὲς στὰ δέντρα σκέπασε τὴ φωνὴ τῆς Εὐανθίας.

Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε περίεργα καὶ γύρισε στὸ Στέφανο.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα μίλησε πάλι γιὰ τὸ ταξίδι καὶ τὰ τρία βολὰν τῆς Πρίφτη.

Τὸ ἁμάξι πλησίαζε πρὸς τὸ λιμάνι καὶ πλάι του σταματοῦσαν στὸ σκονισμένο δρόμο χωριάτισσες ποὺ πήγαιναν ξυπόλυτες καὶ μὲ πανέρια στὸ κεφάλι.

Ἐμπρὸς στὸ πρῶτο καφενεδάκι ποὺ ἀπαντῆσαν ὕστερα, στεκόταν ἕνα ἁμάξι· καὶ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τραπέζια κάτω ἀπὸ τοὺς ψηλοὺς εὐκάλυπτους ἦταν δυὸ κύριοι καθισμένοι. Χαιρέτησαν τὸ Στέφανο μὲ τὸ καπέλο.

- Ποιὸς εἶν᾿ ὁ ἄλλος; ρώτησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

- Ὁ νέος ἐφέτης, εἶπε ὁ Στέφανος, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα κούνησε τὸ κεφάλι δεύτερη φορά.

Ἡ Εὐανθία ἔσκυψε νὰ κοιτάξει, μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν τρόμαξε μὲ μία κραυγή. Ἡ Εὐανθία εἶχε ξεχάσει στὰ γόνατά της τὸ καπέλο καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα τῆς ξαναφώναξε:

- Μὰ τί ντροπή!

Καὶ τὴ βίασε νὰ τὸ φορέσει ἀμέσως.

Περνοῦσαν τὰ πρῶτα σπίτια τοῦ λιμανιοῦ, καὶ στὶς πόρτες ἔβγαιναν οἱ γυναῖκες καὶ κοίταζαν. Δυὸ κάρα ποὺ πέρασαν ἔπειτα τρεχάλα, τοὺς ἔπνιξαν μέσα σὲ σκόνη μελανωπή. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τίναξε τὸ φόρεμά της, ἡ Εὐανθία γέλασε.

Τέλος φάνηκαν κάτω μαυροκόκκινοι ὄγκοι μακρουλοὶ τὰ δυὸ ἰγγλέζικα καθισμένα στ᾿ ἀκίνητα νερὰ σὰ βουλιαγμένα. Πρώτη τὰ ἔδειξε ἡ Εὐανθία.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε νὰ στρέψει, μὰ ἡ Μαρίκα τοῦ ἔδειχνε τὴν ἴδια ὥρα σὲ ἄλλο μέρος. Σ᾿ ἕνα λόφο ποὺ ἄφησαν πίσω, ἅπλωνε ἕνας μύλος τὰ μεγάλα του πλατιὰ πανιά· μιὰ πνοὴ ἔκανε νὰ τὰ κινήσει καὶ σαλεῦαν μία στιγμή· μὰ ἡ πνοὴ δὲν εἶχε δύναμη καὶ σταματοῦσαν κ᾿ ἔμεναν πάλι σὰ δεμένα. Ἡ Μαρίκα τὰ κοίταζε σὰ νὰ περίμενε τὸν ἄνεμο νὰ τὰ κινήσει, καὶ τὰ ξαναέδειξε τοῦ Στέφανου.

Ἡ Εὐανθία ἄκουσε τὸ βίντσι ποὺ ἀντηχοῦσε τριχτά, σκληρὰ ἀπὸ τὸ λιμάνι, καὶ φώναξε:

- Φορτώνουν. Μαρίκα, πᾶμε νὰ δοῦμε πῶς φορτώνουν;

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε. Μόνο ἡ κυρία Ἀγλαΐα ψιθύρισε:

- Ἂν πάει κι ἄλλος καλὸς κόσμος.

Μὰ ἡ Εὐανθία ξαναφώναξε:

- Ἄκου, Μαρίκα!

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε καὶ πάλι, ἔδειχνε μόνο τοῦ Στέφανου. Μὰ ὁ Στέφανος ἀπάντησε τῆς Εὐανθίας:

- Ναί, πᾶμε.

Ἡ Μαρίκα γύρισε μεμιᾶς· καὶ ὁ Στέφανος εἶδε σὰν ξαφνιασμένος πὼς τοῦ ἄφησε τὸ χέρι κ᾿ ἔστρεψε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος.

- Τί εἶναι; τῆς ψιθύρισε σκύβοντας κοντά της.

Δὲν τοῦ ἀπάντησε· ἔβλεπε πέρα τὰ φτερὰ τοῦ μύλου ποὺ ἔμεναν πάντα ἀκίνητα, κρέμονταν σὰν παραλυμένα.

Ἅμα ἔφτασαν στὴν προκυμαία, ἀραιὸς κόσμος περπατοῦσε κεῖ. Κάθε ἄλλος θόρυβος τοῦ λιμανιοῦ πνιγόταν ἀπὸ τὸ βίντσι τῶν δυὸ ἰγγλέζικων. Μαοῦνες φορτωμένες μὲ σωροὺς κασόνια στριμώχνονταν τριγύρω τους. Ἡ Εὐανθία σὰ νὰ τὰ ξέχασε διόλου, οὔτε γύρισε τὰ μάτια ἐκεῖθε. Κοίταζε τὸν κόσμο ποὺ περνοῦσε. Πρῶτα πρόσεξε μία γούνα ποὺ βγῆκε πρώιμα, ἔπειτα ἕνα φόρεμα ἀχερί:

- Τί χρῶμα!

- Ναί, ἄσχημο, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα καὶ στύλωσαν καὶ οἱ δυὸ τὰ μάτια ἐκεῖ.

Μιὰ βιτρίνα ποὺ οἱ δαντέλες τὴ γέμιζαν κρεμασμένες σὰν κουρτίνες, τοὺς τράβηξε ἔπειτα τὸ βλέμμα καὶ ἡ Εὐανθία φώναξε:

- Μαρίκα!

Ἀλλὰ δυὸ κύριοι χαιρέτησαν ἀπὸ τὸ δρόμο, καὶ ἡ Εὐανθία ρώτησε ποιοὶ εἶναι.

Ἔπειτα ἔσκυψε νὰ γνωρίσει δυὸ κυρίες ποὺ τὰ πρόσωπά τους κρύβονταν κάτω ἀπὸ τὶς κόκκινες ὀμπρέλες τους.

- Εἶναι ἡ Ζαζὰ μὲ τὴ μητέρα της, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα ποὺ τὶς γνώρισε ἀπὸ τὸ φόρεμα.

- Πῶς σκύβει ἔτσι;

- Σφίγγεται ἄσχημα.

Παιδιὰ ξυπόλυτα καὶ κόσμος μὲ τριμμένα ροῦχα, μαζεμένος γύρω σὲ μιὰ μαϊμοὺ ποὺ χόρευε, τὶς ἔκαμε καὶ γύρισαν στὸ ἄλλο πλευρὸ ὥσπου πέρασαν.

Ἔπειτα τοὺς ξαναχαιρέτησαν ἀπέξω καὶ ἡ Εὐανθία ξαναρώτησε ποιοὶ ἦταν. Μὰ ἔπειτα βλέποντας δυὸ νέους σ᾿ ἕνα ἁμάξι καθισμένους μὲ τὰ πόδια τεντωμένα ἐμπρός, γύρισε καὶ γέλασε.

- Τί, τὰ παπούτσια τοὺς βγῆκαν νὰ δείξουν; εἶπε καὶ ξαναγέλασε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν κοίταξε αὐστηρά.

- Μά, Εὐανθία, τὴν παρατήρησε.

Ἀλλὰ ἡ Εὐανθία γέλασε πάλι.

Εἶχαν φτάσει ἐμπρὸς στὸ καφενεῖο τῆς προκυμαίας ποὺ μαζευόταν ὁ καλὸς κόσμος, καὶ ὁ ἁμαξὰς σταμάτησε.

Ἡ Εὐανθία πήδησε κάτω πρώτη καὶ προχώρησε· ἡ κυρία Ἀγλαΐα θέλησε νὰ τὴν κρατήσει, μὰ καθὼς ἔστρεφε, σταμάτησε κ᾿ ἔβγαλε σχεδὸν φωνή:

- Ὁ κύριος νομάρχης!

Ὁ κύριος νομάρχης στάθηκε μὲ τὸ καπέλο του στὸ χέρι:

- Τί εὐχαρίστηση!

Ἡ Εὐανθία ἔμεινε ἀκίνητη καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα σύστησε:

- Ἡ ἀνεψιά μου.

Δυὸ κύριοι ποὺ περνοῦσαν πλάι, γύρισαν καὶ κοίταξαν· καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα πρόσθεσε:

- Ὁ κύριος νομάρχης, ἀρχαῖος φίλος μας.

Καὶ σιγότερα:

- Ποὺ μᾶς λησμόνησε.

Ὁ κύριος νομάρχης ἔμεινε σὰ στενοχωρημένος καὶ ψιθύρισε:

- Πράγματι, παράλειψις. Ἀλλά, δοκίμασε νὰ δικαιολογηθεῖ, περιοδεῖες, συμβούλια, λιμενικά, τὰ ξέρετε…

Καὶ σὰ μὲ ξαφνικὴ ἔμπνευση:

- Τὴν ξέρετε τὴ νομαρχία.

Κι ἔμειναν καὶ οἱ δυὸ μ᾿ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη.

Εἶχαν σταθεῖ ἀπέξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο, καὶ ὁ κύριος νομάρχης χτύπησε σ᾿ ἕνα τραπέζι καὶ πρόσφερε καθίσματα. Ὁ Στέφανος μὲ τὴ Μαρίκα πλησίασαν, καὶ καθίσαν ὅλοι.

Μίλησαν πρῶτα γιὰ τὸν ὡραῖο καιρό.

- Κάναμε τὸ γύρο, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

- Καὶ θὰ ἦταν ἔμορφα, εἶπε ὁ κύριος νομάρχης.

- Ναί, ἔμορφα, πολὺ ἔμορφα.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα μισοέκλεισε τὰ βλέφαρα κ᾿ ἔριξε ἕνα βλέμμα ἐμπρός της· ἔπειτα ἔφερε σιγὰ τὸ χέρι στὰ μαλλιὰ καὶ τὰ ἔστρωσε μὲ τὴν παλάμη.

- Δὲν ἔχει κόσμο σήμερα, εἶπε.

Καὶ ἡ Εὐανθία ποὺ θυμήθηκε τώρα τὰ ἰγγλέζικα, ψιθύρισε:

- Θὰ εἶναι στὰ βαπόρια.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τῆς ἔριξε αὐστηρὴ ματιὰ καὶ γύρισε στὸν κύριο νομάρχη:

- Σωστοὺς τρεῖς μῆνες, τοὺς σημείωσα --- ἔ, Μαρίκα;

Μὰ ἡ Μαρίκα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσει τὸ Στέφανο νὰ τῆς ρίξει στοὺς ὤμους τὴ ζακετίτσα της, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα εἶπε αὐστηρά:

- Ναί, φόρεσέ τη.

- Φορέστε τη, φορέστε τη, εἶπε καὶ ὁ κύριος νομάρχης.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔφερε τὸ χέρι πάλι πίσω στὰ μαλλιά. Ἔπειτα ξαναγύρισε:

- Τὸν κύριο νομάρχη!

Ὁ κύριος νομάρχης τῆς πρόσφερε τὸ γλύκισμα καὶ ἄρχισαν νὰ μιλᾶνε γιὰ τὴ νομαρχία, ὅπως πάντοτε ὅταν βλέπονταν.

-Ναί, ναί, ἔλεγε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

- Ναί, ναί· ὅπως μιὰ φορά. Μιὰ φορὰ ποὺ ὁ κύριος νομάρχης ἦταν γραμματεὺς καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα κυρία νομάρχου.

Τοὺς ἔκοψε ἡ Εὐανθία ποὺ ξαναθυμήθηκε τὰ ἰγγλέζικα.

- Στάθηκαν ἔξω, εἶπε τοῦ Στέφανου.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν ξανακοίταξε αὐστηρά· μὰ ὁ κύριος νομάρχης γύρισε ἔξαφνα:

- Ναί, ἔχομε καὶ τὰ ἰγγλέζικα, εἶπε· τὰ εἴδατε;

Καὶ στρέφοντας στὸ Στέφανο ἄρχισε νὰ μιλεῖ γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ὑψώθηκαν.

- Ναί, ἀπότομα, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Εὐχάριστο, εἶπε ὁ κύριος νομάρχης.

- Ναί, εὐχάριστο.

Τὸ βίντσι τῶν βαποριῶν ἀκούστηκε πάλι ποὺ ἔτριζε.

- Φορτώνουν, εἶπε ὁ κύριος νομάρχης.

- Στάθηκαν ἔξω, ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία.

Ἐννοοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ βραχίονα τοῦ λιμανιοῦ.

- Ναί, πολὺ ἔξω, εἶπε ὁ κύριος νομάρχης, καὶ ἡ ὁμιλία ἦρθε στὸ λιμάνι ποὺ ἀκόμα ἔμενε ἀτελείωτο.

- Μοῦ φαίνεται ἄλλαξε τὸ σχέδιο, εἶπε ὁ Στέφανος.

Ὁ κύριος νομάρχης χαμογέλασε:

- Μόνο τὸ σχέδιο!

Καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι στὴν κυρία Ἀγλαΐα ψιθύρισε:

- Τὰ ξέρετε…

Μὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λόγος ξαναγύρισε στὴ νομαρχία, ὁ κύριος νομάρχης σηκώθηκε ἔξαφνα.

Ἀπὸ τὴ γωνία τοῦ καφενείου παρουσιάστηκε ἡ Φιφίκα Πρίφτη κρατώντας μπράτσο τὴν κυρία Κατίγκω. Μόλις τοὺς εἶδαν, ἡ κυρία Κατίγκω ἔκαμε κίνημα. Μὰ ἦταν ἀργά· ὀρθὸς ἐμπρὸς τοὺς ὁ κύριος νομάρχης τοὺς ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ πρόσφερε καθίσματα.

Ἡ κυρία Κατίγκω πῆγε εὐθὺς στὴν Εὐανθία:

- Χρυσή μου!

Καὶ τὴ φίλησε.

Ἡ Μαρίκα καθισμένη κοντὰ στὸ Στέφανο κοίταζε σιωπηλὴ πρὸς τὸ λιμάνι, ποὺ οἱ μακρουλοὶ μεγάλοι ὄγκοι τῶν δυὸ ἰγγλέζικων τοῦ ἔφραζαν τὸ ἄνοιγμα καὶ θάμπωναν ἐκεῖ μπροστά τους τὸ φωτεινὸ χρῶμα τῆς θάλασσας.

Ἡ κυρία Κατίγκω χαιρέτησε καὶ τὴ Μαρίκα. Ἔπειτα ἦρθε πάλι στὴν Εὐανθία καὶ τῆς εἶπε μελαγχολικά:

- Τί κρίμα ποὺ δὲν ἤσουνα στὴν πρόβα!

Κάθισε κοντά της καὶ μίλησαν γιὰ τὸ φόρεμα ποὺ ἔραβε ἡ Φιφίκα.

Ὁ κύριος νομάρχης εἶχε γυρίσει στὴ Φιφίκα:

- Λοιπὸν αὔριο;

- Τὸ μάθατε;

- Τί εὐτυχία!

Ἡ Φιφίκα γέλασε:

- Ποὺ φεύγω;

- Ποὺ σᾶς βλέπομε πρὶν φύγετε.

Καὶ ὁ κύριος νομάρχης ἀκουμπώντας τὶς παλάμες διπλωμένες στὴν ἀργυρὴ λαβὴ τοῦ μπαστουνιοῦ του τὴν κοίταζε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα κατέβασε τὰ φρύδια, ὅπως συνήθιζε ὅταν τὴ δυσαρεστοῦσε κάτι.

Ἡ Εὐανθία ἔδειξε ἀπέναντι μιὰ τουαλέτα μὲ πλατιὰ φουσκωτὴ φούστα:

- Γιὰ δέτε κεῖ! νὰ τρία βολάν.

Γύρισαν καὶ κοίταξαν· ἡ κυρία Ἀγλαΐα μισοκλείνοντας τὰ μάτια.

Μὰ ἔξαφνα γύρισε ἡ κυρία Ἀγλαΐα:

- Τί ἀηδία, ἔ, Μαρίκα;

Ἡ Μαρίκα δὲν ἀπάντησε· καθὼς ἔστρεψε, εἶδε μόνο πὼς ἡ Εὐανθία κοίταζε τὸ Στέφανο.

- Τί ἀηδία, ἔ; εἶπε ξανὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα, καὶ ἡ Φιφίκα τὸ ἔνιωσε καὶ κοκκίνισε.

Μὰ ὁ Στέφανος γύρισε ἀμέσως καὶ τὴ ρώτησε:

- Πηγαίνετε στὴν Ἰταλία;

- Ναί, στὴ Γένοβα, ἀπάντησε σὰ συγχυσμένη· μὰ ἔπειτα: Ὁ θεῖος ἐπέμενε νὰ πᾶμε νὰ μᾶς δῆ, τόνισε σὰν ἐπίτηδες.

Ὁ θεῖος ἦταν πλούσιος ἔμπορος στὴ Γένοβα, γνωστὸς στὴν πόλη· καὶ ὁ κύριος νομάρχης τόνισε κι αὐτός:

- Καθῆκον.

- Τί λαμπρὸς ἄνθρωπος! εἶπε ἔπειτα· καὶ πατριώτης!

Καὶ στρέφοντας πρὸς τὴν Ἀγλαΐα πρόσθεσε:

- Τὸ γνωρίζω ἀπὸ τὴ νομαρχία.

Τὰ φρύδια τῆς κυρίας Ἀγλαΐας ξαναχαμήλωσαν.

Μὰ ἡ Εὐανθία ἔσκυψε ἔξαφνα καὶ κάτι εἶπε τῆς Φιφίκας, καὶ ἡ Φιφίκα γέλασε. Ὁ κύριος νομάρχης, καθὼς ἔστρεψε σ᾿ αὐτή, ἔμεινε παίζοντας τὴν ἀργυρὴ λαβὴ τοῦ μπαστουνιοῦ του ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα.

Ὅταν ξαναέστρεψε εἶδε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ τὸν κοίταζε.

- Ἀνεψιά σας εἴπατε; ἔσκυψε καὶ τῆς ψιθύρισε.

- Ναί, ἀπὸ τὸν ἄντρα μου, ἀπάντησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ὅταν ἐννόησε πὼς ρωτοῦσε γιὰ τὴν Εὐανθία.

- Ἀχά! εἶναι --- θυμοῦμαι τὴ μητέρα της.

Ἡ Φιφίκα ἀντίκρυ ξαναγέλασε, καὶ ὁ κύριος νομάρχης ἔμεινε μία στιγμή.

- Ἀπὸ τὴ νομαρχία, τοῦ ξέφυγε ἔπειτα, μὰ ἀμέσως τὸ ἔνιωσε καὶ εἶπε γοργά:

- Ναί, ναί, ποὺ εἶχε τὸν τελώνη.

- Τὸν ἐλεγκτή, κύριε νομάρχα!...

Ὁ κύριος νομάρχης τινάχτηκε σὰ νὰ συνῆρθε ξαφνικὰ κ᾿ ἔνιωσε πὼς κοκκίνισε.

- Δὲ φαντάζεσαι τί ὡραῖα ποὺ χτενίζει, ἔλεγε τῆς Εὐανθίας ἡ Φιφίκα· οὔτε αἰσθάνεσαι τὸ χτένι.

- Καὶ λούζει ὡραῖα, λένε, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Ὤ, ἔκτακτα· μὲ νέα μέθοδο. Καὶ ἰδίως τὸ στέγνωμα· ἡ τέχνη της εἶναι τὸ στέγνωμα· μὲ τὸν ἀτμό.

Ἡ Εὐανθία κοίταζε τὴ Φιφίκα. Καὶ ἡ Μαρίκα ποὺ καθόταν ἄφωνη σὰ μόνη της, ἔριξε βλέμμα στὰ μαλλιὰ τῆς Εὐανθίας ἀπέναντι.

Ἡ Εὐανθία κοκκίνισε ποὺ τὸ εἶδε· κοκκίνισε καὶ χαμήλωσε τὰ μάτια. Τῆς φάνηκε πὼς ἤθελε νὰ τῆς θυμίσει πὼς χτὲς αὐτὴ τὴν ἔλουσε ἡ γιαγιά.

Μὰ ἡ Φιφίκα ποὺ τὴν κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι, τῆς εἶπε ξαφνικά:

- Τί ὡραία ποὺ εἶναι, Εὐανθία, τὰ μαλλιά σου!

- Ὡραία, ναί, εἶπε καὶ ἡ κυρία Κατίγκω.

Καὶ ἡ Εὐανθία ποὺ ξανασήκωσε τὰ μάτια εἶδε πὼς ὅλοι, καὶ ὁ Στέφανος μαζί, κοιτάζαν τὰ μαλλιά της. Μόνη ἡ Μαρίκα εἶχε γυρίσει τὸ βλέμμα ἀλλοῦ.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα μιλοῦσε πάλι μὲ τὸν κύριο νομάρχη.

- Ναί, ναί, ὅπως τότε.

- Ναί, ναί, ὅπως μιὰ φορά.

Μὰ ἡ Εὐανθία ξαναψιθύρισε μὲ τὴ Φιφίκα, καὶ ὁ κύριος νομάρχης σὰ νὰ ξεχάστηκε ξανά.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔμεινε μὲ τὴν παλάμη πίσω στὰ μαλλιά της· ἡ Φιφίκα τὴν κοίταζε ἀπὸ ἀντικρύ.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴν κοίταξε καὶ ἐκείνη· τὴν κοίταξε ἄφωνη. Ἔπειτα τῆς χαμογέλασε μονάχα. Μὰ μισοκλείνοντας τὰ βλέφαρα τῆς εἶπε ἀμέσως:

- Λυπήθηκα ποὺ δὲ σᾶς εἶδα τὸ πρωί.

- Ἀλλὰ ντυνόμουνα νὰ βγοῦμε, πρόσθεσε μὲ τὰ φρύδια πάλι ὀρθά.

Ἡ Εὐανθία κοιτάχτηκε μὲ τὴν κυρία Κατίγκω· ἡ Φιφίκα ὅμως ἀπάντησε ἥσυχα:

- Μὰ ἐγὼ ἦρθα μόνο γιὰ τὴν Εὐανθία.

Τὸ εἶπε κ᾿ ἔμεινε ἀκίνητη.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα εἶδε πὼς ἔμεινε ἀκίνητη καὶ ἡ ἀργυρὴ λαβὴ τοῦ μπαστουνιοῦ στὰ χέρια τοῦ κυρίου νομάρχη.

Ὁ Στέφανος ἔριξε ἕνα βλέμμα στὴ Μαρίκα· ἡ Μαρίκα κοίταζε τὴ θάλασσα.

Μὰ ἔπειτα ὅταν γύριζαν στὸ σπίτι, ἡ Μαρίκα πλησίασε μία στιγμὴ τὸ Στέφανο, ποὺ τὶς συνόδευε ὡς τὴν πόρτα. Ἦταν παράξενα χλωμὴ καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι νευρικά.

-Ξέρεις Στέφανε, τοῦ εἶπε, ξέρεις τί σκέφτηκα ἔξαφνα;

- Τί; ψιθύρισε ὁ Στέφανος.

- Θὰ ἦταν καλύτερα νὰ ἔπαιρνες τὴν …

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε σὰν ξαφνισμένα·

- Τὴν Πρίφτη, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Καὶ τὸν ἄφησε νὰ τὴν κοιτάζει ἐκεῖ καὶ χάθηκε στὴν πόρτα.

VIII

- Τὴν Πρίφτη!

Ὁ Στέφανος πήγαινε σκυφτὸς στὸ σπίτι· δὲν ἤθελε ὅμως νὰ συλλογιστεῖ. Καὶ μία στιγμὴ ποὺ τοῦ φάνηκε ἔξαφνα πὼς κάτι ἔλαμψε μπροστά του, δὲν ἦταν τὰ μαλλιὰ τῆς Πρίφτη. Σήκωσε εὐθὺς τὰ μάτια ἀπάνω, σὰ νὰ ἤθελε νὰ μὴν τὸ δεῖ. Καὶ εἶδε τὴ θάλασσα.

Τοῦ φάνηκε πὼς ἔλαμπε ὅλη.

Καὶ ὅταν ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ σπίτι, ἦρθε γελαστὴ κοντά του ἡ κυρία Κατίγκω καὶ τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε:

- Τί ὄμορφη ποὺ ἦταν σήμερα ἡ Εὐανθία.

Καὶ πῆρε καὶ γέμιζε δυὸ βάζα μὲ ἄνθη.

Ὁ Στέφανος δὲν πρόσεξε μὲ τί ἄνθη, εἶδε μόνο πὼς ἔφεγγαν στὰ βάζα τ᾿ ἄνθη.

Μὰ ἔξαφνα ξαναγύρισε ἡ κυρία Κατίγκω· καὶ ρώτησε:

- Μὰ ἡ Μαρίκα τί εἶχε;

Ὁ Στέφανος ἔκαμε ν᾿ ἀπαντήσει: τί; Μὰ δὲν ἀπάντησε· εἶπε μόνο:

- Τί κωμικὸς ποὺ ἦταν ὁ νομάρχης.

Κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω τὸν κοίταζε, πρόσθεσε ὁ Στέφανος.

- Κι αὐτή.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἐννόησε πιά, ὅμως δὲ θύμωσε· εἶπε μόνο μελαγχολικά:

- Μοῦ κακοφαίνεται ποὺ φεύγει.

Καὶ ἀφοῦ ξεχάστηκε γιὰ μία στιγμή, ψιθύρισε:

- Θὰ πάρω ἐδῶ τὴν Εὐανθία γιὰ λίγες μέρες.

Ὁ Στέφανος ἔκανε νὰ τὴν κοιτάξει, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ξαναεῖπε:

- Ἡ γιαγιὰ θὰ μοῦ τὴ δώσει.

Καὶ σώπασαν.

Εἶχαν σταθεῖ ἐμπρὸς στὸ παράθυρο κ᾿ ἔβλεπαν τὴ θάλασσα. Ἕνα ἀεράκι τὴ σγούρανε ὠχροπράσινη, ἰσκιωμένη μεριὲς μεριὲς ἀπὸ ἀραιὰ πλοκαμωτά, ἀλλοῦ σταχτιὰ ἀλλοῦ ἄσπρα σύννεφα μὲ κίτρινες ἀντιφεγγιὲς ἐδῶ καὶ κεῖ. Τὸ μάκρος χανότανε σκουρότερο, πιὰ σταχτερό. Ἀπὸ τὸ λιμάνι ἀκούονταν τριχτὸς ὁ βρόντος ποὺ ἔκανε τὸ βίντσι τῶν ἰγγλέζικων.

- Φορτώνουν, εἶπε ἔξαφνα ἡ κυρία Κατίγκω.

Καὶ τοῦ Στέφανου τοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσε σὰ μακρινὸ ἀντίλαλο:

- Φορτώνουν· ἄκου, Μαρίκα, πὼς φορτώνουν.

Καὶ γύρισε.

Ἐκεῖ ἡ κυρία Κατίγκω πρόσθεσε:

- Θὰ πᾶμε μὲ τὴν Εὐανθία νὰ τὰ δοῦμε.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ἀκίνητος. Ὅταν ξαναέστρεψε ἔπειτα, ἡ κυρία Κατίγκω ἔβλεπε τὴ θάλασσα.

Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο πάλι ξαναγύρισε ἡ κυρία Κατίγκω:

- Στέφανε!

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Δέ μου εἶπες τί εἶχε σήμερα ἡ Μαρίκα.

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ ξαφνίστηκε ξανά. Κοίταξε μπρός του μὲ μάτια σὰ μισόκλειστα γιὰ μία στιγμή. Ἔπειτα ψιθύρισε:

- Ἡ Μαρίκα;

- Τίποτε δὲν εἶχε, εἶπε δυνατότερα καὶ ξανακοίταξε μπροστά του: ἡ θάλασσα σὰ ν᾿ ἀνατρίχιασε ὅλη μία στιγμή, βάφηκε χαλκοπράσινη ἐλαφρά.

Μὲ ἔπειτα ξαναησύχασε καὶ ἀπέμεινε ἁπλωμένη μὲ μουντὰ στίγματα, σὰν ξέθωρος παλιὸς καθρέφτης σκουριασμένος. Τὰ σκόρπια σύννεφα στὸν οὐρανὸ εἶχαν σκουράνει.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε κεῖ σκυφτός.

ΙΧ

Τὰ σύννεφα εἶχαν μαυρίσει καὶ σκέπαζαν ὅλον τὸν οὐρανὸ ὅταν μετὰ τὸ μεσημέρι ὁ Στέφανος ἀνέβαινε τὴ σκάλα τῆς Μαρίκας.

Ἡ Μαρίκα τὸν περίμενε στὴν πόρτα. Ἦταν χλωμή, μὰ γέλασε ὅταν τὸν εἶδε. Τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καὶ βλέποντάς τον στὸ πρόσωπο:

- Στέφανε, τοῦ εἶπε σιγά, ἂν μπορεῖς λησμόνησε ὅ,τι σοῦ εἶπα.

Ὁ Στέφανος τῆς ἕσφιξε τὸ χέρι καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια.

- Ναί, Μαρίκα.

- Λησμόνησέ το καὶ συγχώρεσέ με· μὰ μὲ πειράζει, μὲ κάνει νευρική.

Ὁ Στέφανος περίμενε· καὶ ἡ Μαρίκα ξαναψιθύρισε:

- Μὲ κάνει τόσο νευρικὴ ἡ Φιφίκα.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε πάλι στὰ μάτια. Τὴν κοίταξε σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ σ᾿ αὐτὰ ἂν εἶχε πεῖ τὸ ἀληθινὸ ὄνομα.

Μὰ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ ἔνιωσε κάτι καὶ φοβήθηκε, τοῦ ἔπιασε καὶ τὸ ἄλλο χέρι, τὸν ἔσυρε κοντά της κ᾿ ἔσκυψε στὸ στῆθος του τὸ πρόσωπο.

Ἔμεινε ἔτσι μιὰ στιγμή, ἔπειτα ὀρθώθηκε ξανὰ καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὴ μέση τὸν ἔφερε μπρὸς στὸ παράθυρο. Καὶ δείχνοντας τὴ θολωμένη μέρα ἔξω εἶπε:

- Πῶς μοῦ ἀρέσει, δὲν ξέρεις πῶς μοῦ ἀρέσει ποὺ σκοτείνιασε.

Στάθηκε ἀκουμπισμένη πάλι ἀπάνω του. Ἦταν ἐμπρὸς στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, καὶ τὰ ξερὰ χαλκὰ φύλλα τῆς λεύκας κρέμονταν σὰν πνιγμένα στὸ μολυβὴ ἀέρα τοῦ σκοτισμένου δειλινοῦ ποὺ σύγχυζε σὲ ἄχνα ἀόριστη τὸν κάμπο πέρα κ᾿ ἔβαφε μὲ χρῶμα θαμποῦ μουντοῦ ἀτσαλιοῦ τὸν ὄγκο τοῦ ἀπέναντι βουνοῦ.

- Πῶς μοῦ ἀρέσει ποὺ σκοτείνιασε, ξαναψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

Δὲν ἔπνεε πνοή, καὶ ὁ λόγος φάνηκε στὸ Στέφανο σὰν ψιθύρισμα τῆς ἴδιας θολωμένης ὥρας. Δὲ μίλησε ἀπὸ φόβο μὴν ταράξει τὴ σιγή της. Ἔσκυψε μόνο στὴ Μαρίκα καὶ τῆς φίλησε τὸ μέτωπο. Κ᾿ ἔμειναν καὶ οἱ δυὸ ἄφωνοι κοιτάζοντας στὸ μάκρος.

Ἔπειτα ἡ Μαρίκα βάζοντας τὸ χέρι γύρω στὸ λαιμό του:

- Στὴν ἡσυχία αὐτή, εἶπε σιγά.

- Πόσο εἶμαι εὐτυχισμένη, περίμενε ν᾿ ἀκούσει ὁ Στέφανος, μὰ ἡ Μαρίκα ἀλλάζοντας τόνο μεμιᾶς καὶ φέρνοντας τὸ πρόσωπο σιμώτερα πρὸς τὸ δικό του:

- Δὲν ξέρω, Στέφανε, γιατί, μὰ μὲ πειράζει τὸ πολὺ τὸ φῶς κοντά σου, εἶπε καὶ τὸν κοίταξε κατάματα.

Τὴν κοίταξε καὶ ὁ Στέφανος: τὸ βλέμμα της εἶχε σὰν κάποια ἀνησυχία, σὰν κάποιο τρόμο, ὅπως καὶ ἡ φωνή της.

Ἔμειναν ἔτσι μερικὲς στιγμές. Ὁ Στέφανος δὲν ἔβρισκε τί νὰ μιλήσει. Μὰ ὅταν ἔκαμε κάτι νὰ πεῖ…

- Ὢ σώπα· κοίταζέ με μόνο, τὸν σταμάτησε ἡ Μαρίκα, κ᾿ ἔμειναν πάλι ἄφωνοι βλέποντας ἔξω.

Ἀλλὰ μία ξαφνικὴ πνοὴ τοὺς ἔκαμε νὰ τιναχτοῦν. Ἦρθε μεμιᾶς καὶ κούνησε τὴ λεύκα σὰ χέρι ἀόρατο, χωρὶς νὰ τῆς ταράξει τὰ κλαδιά. Μόνο τὰ φύλλα ἔτριξαν στὰ κλαδιὰ μὲ ἦχο ξερὸ σὰν ξέσκισμα. Ἔπειτα πέρασε ἡ πνοὴ καὶ ξαναχύθηκε βουβὴ σιγή, ποὺ ἄφηνε ν᾿ ἀκούεται τὸ πέσιμο τῶν φύλλων κάτω.

Ἡ Μαρίκα κοίταξε ἄφωνη τὸ Στέφανο. Ἔπειτα ἔσκυψε στὸ παράθυρο: τὰ ξερὰ φύλλα εἶχαν γεμίσει τὴν αὐλή. Ὁ Στέφανος σὰ ν᾿ ἀνατρίχιασε.

Καθὼς κοιτάζαν στὸ παράθυρο, ἄκουσαν πίσω τους φωνή. Γύρισαν καὶ εἶδαν, ὀρθό, ἀκίνητο μπροστά τους τὸν παππού.

Κοιταχτῆκαν πάλι ἀμίλητοι καὶ οἱ δυό.

- Θὰ βρέξει, ψιθύρισε ὁ παπποὺς καὶ κοίταζε ἔξω τὸ βαρὺ ἀέρα.

- Ναί, παπποῦ, θὰ βρέξει, εἶπε καὶ ἡ Μαρίκα σὰν αὐτόματα.

Ὁ παπποὺς γύρισε καὶ τὴν κοίταξε μὲ μία μακριὰ θαμπὴ ματιά. Ὁ Στέφανος δὲν ἔνιωθε γιατί ξανανατρίχιασε.

Ἔπειτα γύρισε ἄφωνος ὁ παπποὺς καὶ σύρθηκε ἀργὰ καὶ τρικλιστὰ κατὰ τὴν πόρτα. Ἡ ράχη τῆς σταχτιᾶς τριμμένης ρόμπας του σταμάτησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μία στιγμή.

Ἔπειτα χάθηκε.

Ἡ Μαρίκα γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Στέφανο.

- Τὸν παπποῦ, τὸν ἄμοιρο παπποῦ, ψιθύρισε.

Μὰ ἀπὸ τὸ διάδρομο ἀκούστηκε ἔξαφνα φωνή, καὶ σὲ λίγο εἶδαν τὴν ὑπηρέτρια ποὺ ἔτρεχε. Καὶ ἀπὸ πίσω, ἐνῶ ἡ γιαγιὰ ἔσερνε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν παπποῦ, ὁ παπποὺς μουρμούριζε:

- Τὰ σπίρτα --- μοῦ τὰ ξαναπῆρε.

Ἡ Μαρίκα κάθισε ἄφωνη στὸν καναπέ.

Ἔπειτα εἶπε ξαφνικά:

- Τί φόβο εἶχα μὴν μπεῖ μὲ μιᾶς ἡ Εὐανθία.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε.

- Δὲ θέλω νὰ βλέπει κανένας τὸν παπποὺ τέτοιες στιγμές.

Κ᾿ ἔπειτα ἀπὸ λίγο πάλι:

- Ξέρεις γιατί; Γιατὶ μοῦ φαίνεται πὼς ὁ παπποὺς εἶναι ἐντελῶς δικός μου. Κι αὐτὸς δὲν ξέρεις πόσο μ᾿ ἀγαπᾶ. Καὶ τί καλὰ μιλεῖ μαζί μου.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε ὁλοένα.

- Τί νομίζεις μοῦ ἔταξε προχτές; εἶπε σιγώτερα ἡ Μαρίκα.

- Τί; ρώτησε ὁ Στέφανος.

Ἡ Μαρίκα μιὰ στιγμὴ ὡς νὰ δίστασε.

- Στὸ γάμο μας δὲ θὰ ἔμπει μὲ τὴ ρόμπα, εἶπε ἔπειτα· καὶ στὴ ματιά της ἔπαιξε μία λάμψη.

Ὁ Στέφανος τὴ χάιδεψε ἐλαφρὰ στὸ πρόσωπο μ᾿ ἕνα χαμόγελο, καὶ ἡ Μαρίκα ἀφοῦ τὸν κοίταξε μία στιγμὴ ἐξακολούθησε μὲ τὴ φωνὴ ζωηρότερη:

- Καὶ ξέρεις τί; Χτὲς ἦρθε καὶ μὲ πῆρε σιγαλὰ στὴν κάμαρά του καὶ τί λές μου ἔδειξε; Τὴ ρεδιγκότα του. Τὴν εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ντουλάπι καὶ τὴν ξεσκόνισε μονάχος. Δὲν εἶπε λέξη, ἀλλὰ κατάλαβα.

Σταμάτησε, μὰ ἔπειτα πάλι μεμιᾶς:

- Ἄχ, Στέφανε, δὲν ξέρεις πῶς θὰ χαιρόμουν ἂν ἐρχόταν ὁ παπποὺς στὸ γάμο μας.

_ Καὶ γώ, εἶπε ὁ Στέφανος σιγά, καὶ ἡ Μαρίκα κοιτάζοντάς τον τώρα κατάματα:

- Καὶ θὰ χαιρόμουν πιὸ πολὺ ἂν ἦταν ἐκεῖ μόνος ὁ παππούς, μόνο ἡ γιαγιά, ἡ μαμά, οἱ δικοί σου βέβαια, καὶ κανένας ἄλλος.

Καὶ σὰ νὰ τὴ σταμάτησε ἡ ματιὰ τοῦ Στέφανου· κανένας ξένος, εἶπε σιγαλότερα.

Καὶ ὁ Στέφανος χωρὶς νὰ πάρει κι αὐτὸς τὸ βλέμμα ἀπὸ τὸ δικό της πρόσωπο:

- Οὔτε ὁ κύριος νομάρχης; ρώτησε.

Ἡ Μαρίκα δὲν τὸ περίμενε κ᾿ ἔμεινε μία στιγμὴ ἄφωνη.

- Γελᾶς! ψιθύρισε ἔπειτα, ἐνῶ στὴν πόρτα ἔμπαινε ἡ Εὐανθία.

Μπῆκε μὲ παράπονο γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ χάλασε.

- Καὶ εἴπαμε μὲ τὴ θεία Κατίγκω νὰ πᾶμε στὰ ἰγγλέζικα, εἶπε μὲ ἀπογοητευμένο πρόσωπο. Καὶ βλέποντας πρὸς τὸ παράθυρο:

- Τὸ πρωὶ ποιὸς τὸ περίμενε πὼς θὰ σκοτείνιαζε ἔτσι. Μὰ ἐμεῖς μὲ τὴ γιαγιὰ θὰ πᾶμε ὡστόσο.

Ἡ Μαρίκα σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὸ κέντημα ποὺ εἶχε πιάσει.

- Ποῦ; ρώτησε.

- Στὴ θεία Κατίγκω.

Δὲ μίλησε κανένας μιὰ στιγμή.

Ἔπειτα ἡ Εὐανθία πηγαίνοντας πρὸς τὴ Μαρίκα:

- Δὲν εἶναι καλύτερα ἔτσι τὰ μαλλιά μου; ρώτησε.

Τὰ εἶχε χτενίσει ἀφέλειες. Καὶ ρίχνοντας τὸ βλέμμα ἀντίκρυ στὸν καθρέφτη γέλασε πάλι ἡ ὄψη της.

- Δέ μου πᾶν καλύτερα ἔτσι; ξαναγύρισε πρὸς τὴ Μαρίκα.

Ἡ Μαρίκα δίχως νὰ προσέξει ὅσο ἤθελε ἡ Εὐανθία:

- Καλύτερα, εἶπε μόνο καὶ ξαναέσκυψε πάλι στὸ κέντημα.

Καὶ ἡ Εὐανθία γυρίζοντας τότε στὸ Στέφανο:

- Ἀλήθεια, εἶναι καλύτερα ἔτσι; ρώτησε καὶ τὸν κοίταξε στὰ μάτια.

Ὁ Στέφανος δὲν πρόφτασε νὰ δώσει ἀπάντηση. Ἡ Μαρίκα εἶχε στυλώσει μεμιᾶς κι αὐτὴ τὰ μάτια ἀπάνω του.

Ἔμειναν ἔτσι ἀμίλητοι λίγες στιγμὲς καὶ οἱ τρεῖς. Καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ποὺ μπῆκε μέσα ὕστερα ἀπὸ λίγο, εἶχε τὸ ἴδιο αἴσθημα ποὺ εἶχε καὶ τὸ πρωί, τὸ αἴσθημα πὼς κάτι ἔγινε κεῖ ἀνάμεσά τους.

Χ

Ὁ Στέφανος βρῆκε τὴν Εὐανθία μόνη στὴν τραπεζαρία. Καθόταν στὸ παράθυρο κοντὰ καὶ διάβαζε. Ἅμα τὸν εἶδε σήκωσε τὰ μάτια, καὶ ὁ Στέφανος κάθισε ἀντίκρυ της. Πρῶτα μίλησαν γιὰ τὸν καιρό.

- Τί πλήξη, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ ἄφησε νὰ πέσει τὸ βιβλίο ἀπὸ τὸ χέρι της.

- Φθινόπωρο, εἶπε ὁ Στέφανος.

Ἔβρεχε καὶ ἡ βροχὴ κρεμότανε σὰν πυκνὸ δίχτυ ἔξω ἀπὸ τὰ τζάμια κ᾿ ἔκρυβε κάθε θέα· πλυμένα ἀπὸ τὴ βροχὴ κοκκίνιζαν μόνο θαμπὰ τὰ φύλλα ποὺ ἔμεναν ἀκόμα στὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας.

Λίγες στιγμὲς δὲ μίλησε κανείς. Ἡ Εὐανθία ἔσυρε τὸ δάχτυλο στὸ τζάμι, σὰ νὰ ἤθελε νὰ γγίσει τὶς στάλες τῆς βροχῆς ποὺ νότιζαν τὸ τζάμι ἀπέξω. Ἔπειτα γύρισε ἔξαφνα:

- Μᾶς περίμενε χθὲς τὸ ἀπόγευμα ἡ θεία Κατίγκω;

- Νομίζω, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Πῶς δὲ μοῦ τὸ εἶπες τότε;

- Ποῦ τὸ ἤξερα!

Ἡ Εὐανθία τὸν κοίταξε στὰ μάτια, σὰ νὰ μὴν πίστεψε.

Ὁ Στέφανος σηκώθηκε κ᾿ ἔκαμε βήματα πρὸς τὸ ἄλλο παράθυρο.

- Ἀλήθεια πλήξη, ψιθύρισε ρίχνοντας βλέμμα ἔξω, σὰ νὰ ἤθελε νὰ κόψει ἐκεῖ τὴν ὁμιλία.

Τὸ πρωὶ ποὺ ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι τὸν σταμάτησε ἡ μητέρα του στὴν πόρτα.

- Στέφανε, τοῦ εἶπε, πῶς ἤθελα νὰ ἐρχόταν ἡ Εὐανθία ἐδῶ γιὰ λίγες μέρες. Δὲν τῆς τὸ λές;

- Ἐγώ; εἶπε ὁ Στέφανος κάπως ἀπότομα, χωρὶς νὰ θέλει.

- Θὰ πήγαινα μονάχη, μὰ τὸ ξέρεις: δὲν ἤθελα νὰ ξαναπαντηθῶ…

- Ἀλλά, μητέρα, ἔκοψε τὴν κυρία Κατίγκω ὁ Στέφανος, δὲν τ᾿ ἀφήνετε ὅλα αὐτὰ ἐπιτέλους!

Ἡ κυρία Κατίγκω κάτι θέλησε νὰ πεῖ, μὰ ὁ Στέφανος δὲν τὴν ἄφησε.

- Γιὰ χάρη μου, εἶπε· τὸ ξέρεις, δὲν εἶναι κακή, μονάχα νευρική.

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲν ξαναμίλησε.

Καὶ τώρα ὁ Στέφανος καθὼς πλησίασε πάλι τὴν Εὐανθία:

- Ναί, ναί, τοῦ ἦρθε μεμιᾶς νὰ πεῖ, μὰ ἡ Εὐανθία τὸν πρόλαβε.

- Γιὰ πέ μου ἀλήθεια, τοῦ εἶπε σιγαλά, γιατί δὲ μοῦ εἶπες χτὲς ἂν σοῦ ἀρέσουν καλύτερα ἔτσι τὰ μαλλιά μου;

Τὸ εἶπε τόσο ξαφνικά, ποὺ ὁ Στέφανος δὲ μπόρεσε πάλι νὰ μιλήσει. Τὴν κοίταξε μονάχα --- κοιτάχτηκαν καὶ οἱ δυὸ γιὰ μία στιγμή. Καὶ σὰ νὰ ξαφνίστηκαν καὶ οἱ δυὸ ποὺ ἄνοιξε ἡ πόρτα.

Μπῆκε ἡ γιαγιὰ καὶ πῆγε ἴσα στὸ Στέφανο.

- Ἡ Μαρίκα ἔβηξε τὴ νύχτα, τοῦ εἶπε σιγὰ καὶ ἀνήσυχα.

- Πολύ; ρώτησε ὁ Στέφανος.

Ἡ γιαγιὰ τὸν κοίταξε.

- Εἶναι ἡ ὑγρασία, ξαναεῖπε ὁ Στέφανος.

- Σηκώθηκε; ρώτησε ὕστερα πιὸ δυνατά.

- Θὰ σηκωθεῖ· δὲν μπόρεσα νὰ τὴν κρατήσω, ἀπάντησε ἡ γιαγιά.

- Δὲν προσέχει, δὲν προσέχει, ξαναψιθύρισε κοιτάζοντας ἀνήσυχα πάλι τὸ Στέφανο.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε σκυφτός. Χτὲς βράδυ ποὺ ἔφευγε, ἡ Μαρίκα κατέβηκε μαζί του κάτω. Τὸν κράτησε μπροστὰ στὴν πόρτα, ἀκούμπησε στὸν ὦμο του καὶ τοῦ εἶπε:

- Δὲ μ᾿ ἀγαπᾶς, δὲ μ᾿ ἀγαπᾶς σὰν πρῶτα, Στέφανε.

Κ᾿ ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε. Ἔπειτα, σὰ νὰ ξέχασε τί εἶπε, κρεμάστηκε στὸ μπράτσο του καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω:

- Ἔλα νὰ περπατήσομε λίγο στὸν κῆπο.

Καὶ τὸν ἔσυρε ὡς τὸν κῆπο.

Ἡ νύχτα ἦταν σιωπηλὴ καὶ σκοτεινή· δὲν ἔφεγγε πουθενὰ φῶς. Ἔκαναν λίγα βήματα σιωπηλοὶ καὶ οἱ δυό. Ὅπως πατοῦσαν, κάτι ἔτριξε κάτω μιὰ στιγμὴ ξερά, καὶ ἡ Μαρίκα ψιθύρισε:

- Εἶναι τὰ φύλλα…

- Τὰ φύλλα ποὺ ἀκούσαμε ποὺ ἔπεσαν, εἶπε σιγώτερα καὶ σώπασε --- σωπάσανε πάλι καὶ οἱ δυό.

Ἔπειτα ἡ Μαρίκα ἔγινε μεμιᾶς φαιδρή. Τοῦ εἶπε κατιτὶ καὶ γέλασε. Ἔπειτα θυμήθηκε τὴ ρεδιγκότα ποὺ τῆς ἔδειξε ὁ παππούς.

- Φαντάσου, Στέφανε, τοῦ εἶπε καὶ τὸν κοίταζε, σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ τὰ μάτια του στὸ σκότος.

Ξαναέφεραν στὸν κῆπο δυό-τρεῖς γύρους, ὅσο ποὺ ἔνιωσαν πὼς ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.

Ὅταν τὴν ἄφησε στὴν εἴσοδο, εἶδε πὼς ἤτανε χλωμὴ καὶ πὼς κατέβηκε χωρὶς ἐπανωφόρι.

- Ναί, δὲν προσέχει.

Γύρισε ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅπου εἶχε σταθεῖ καὶ κοίταζε ἔξω τὴ βροχή. Ἡ γιαγιὰ τὸν ἔβλεπε ἄφωνη, ἡ Εὐανθία εἶχε πάρει πάλι τὸ βιβλίο.

- Ἂχ ναί, ἂχ ναί, ἀνέκραξε ἡ γιαγιὰ κ᾿ ἔμεινε σιωπηλὴ ξανά.

Ὁ Στέφανος ἄναψε τσιγάρο καὶ ξαναγύρισε πρὸς τὸ παράθυρο. Ἡ βροχὴ θόλωνε πάντα τὸ τζάμι. Μιὰ ξαφνικὴ πνοὴ τὴν ἔφερε γιὰ μία στιγμὴ λοξὰ καὶ χτύπησε στὸ τζάμι, σὰ νὰ ἔσπασαν ἀπάνω του σὲ θρύμματα πλῆθος ψιλὰ ἀτσαλένια σύρματα. Ἡ Εὐανθία τινάχτηκε.

- Καιρός! ψιθύρισε καὶ κοίταξε ἔξω. Ποιὸς ξέρει, νὰ ἔφυγε τάχα ἡ Φιφίκα;

- Ποιός; ρώτησε ἡ γιαγιά.

- Ἡ Φιφίκα Πρίφτη.

- Νὰ πάει ποῦ;

- Ταξίδι, ἀπάντησε ἡ Εὐανθία. Κ᾿ ἔπειτα στρέφοντας στὸ Στέφανο:

- Ξέρεις, Στέφανε, εἶπε, ἔχω μία ἰδέα.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Ἡ Φιφίκα δὲ θὰ πάει στὴν Ἰταλία.

- Ἀλλά;

- Ἀλλοῦ --- πάει ν᾿ ἀρραβωνιαστοῦνε μὲ τὸ λοχαγό.

- Ἀστεῖα, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Θὰ δεῖς --- ἡ μητέρα της δὲ θέλει, καὶ πάει μὲ τὸν πατέρα της ν᾿ ἀρραβωνιάσουν μυστικά· γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε κι ὁ λοχαγός.

- Ποιός; ρώτησε ἡ γιαγιὰ τεντώνοντας τὸ ἀφτί.

- Κανένας, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ ξαναπῆρε τὸ βιβλίο ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε περίεργα.

Ἡ γιαγιὰ ἔφυγε καὶ ὁ Στέφανος κάθισε καὶ κάπνιζε κ᾿ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὴν κοιτάζει.

Ἡ βροχὴ χτύπησε πάλι στὸ παράθυρο, καὶ μαζί της σύρθηκαν στὸ τζάμι καὶ τὰ ξερὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας. Ὁ Στέφανος τὰ εἶδε ποὺ σείστηκαν, καὶ τοῦ φάνηκαν σὰ δάχτυλα, σὰν ἀχαμνὰ γνώριμα δάχτυλα ποὺ ἔκρουσαν τὸ τζάμι.

Εἶχε μελαγχολήσει, καὶ ὁ ἀέρας ἐκεῖ μέσα του ἦταν σὰ νὰ τὸν ἔπνιγε.

- Πλήξη, ἔκαμε νὰ ψιθυρίσει γιὰ νὰ τινάξει τὴ θλιβερὴ διάθεση, μὰ ἐπάνω ἐκεῖ ἡ Εὐανθία τοῦ εἶπε ξαφνικά:

- Μὰ μὴν τὸ πεῖς τῆς θείας Κατίγκως.

Καὶ τὸν κοίταζε.

- Τί νὰ μὴν πῶ; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Αὐτὰ γιὰ τὴ Φιφίκα.

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ εἶχε λησμονήσει.

- Τί; ψιθύρισε· μὰ ἔπειτα: Ἂ ναί, εἶπε ἔξαφνα κ᾿ ἔμεινε κοιτάζοντάς τη.

- Θὰ μοῦ θυμώσει, καὶ δὲ θέλω νὰ μοῦ θυμώσει ἡ θεία Κατίγκω, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ τὸν πλησίασε· τοῦ ἔπιασε τὸν ὦμο καὶ εἶπε σιγώτερα:

- Μὴν τῆς τὸ πεῖς.

Ὁ Στέφανος τῆς γέλασε. Καὶ ἡ Εὐανθία ἔξαφνα:

- Δὲ μὲ περίμενε χτὲς βράδυ ἡ θεία Κατίγκω; ρώτησε καὶ τὸν κοίταζε.

- Ναί, σὲ περίμενε, εἶπε ὁ Στέφανος χωρὶς νὰ τὸ νοήσει.

Ἡ Εὐανθία μία στιγμὴ δὲ μίλησε. Ἔπειτα ξαφνικὰ πάλι:

- Τί κρίμα νὰ μὴν πᾶμε στὰ ἰγγλέζικα· ἤθελα νὰ τὰ δῶ πρὶν φύγουν.

- Θ᾿ ἀργήσουνε νὰ φύγουν, εἶπε ὁ Στέφανος.

Καὶ ἡ Εὐανθία κοιτάζοντάς τον πάντα:

- Ἀλλὰ θὰ φύγω ἐγώ.

-Ἀστεῖα.

Ὁ Στέφανος σώπασε μία στιγμή. Ἔπειτα, σὰ μηχανικά, ρώτησε:

- Πότε;

- Γρήγορα, ἀπάντησε ἡ Εὐανθία.

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε. Ἄκουσαν πάλι τὴ βροχὴ ποὺ ξαναχτύπησε στὸ τζάμι κ᾿ ἔμειναν ὄρθιοι ἐκεῖ κοντὰ κοντὰ καὶ κοιταζόνταν.

ΧΙ

Τὸ δειλινὸ ἅμα ξαναῆρθε ὁ Στέφανος, ἡ Εὐανθία ἦταν στὸ πιάνο.

- Δὲν μπόρεσα νὰ τὴν κρατήσω· σηκώθηκε καὶ ντύνεται, τοῦ εἶπε ἡ γιαγιὰ ποὺ τὸν ἀπάντησε ἔξω στὸ διάδρομο.

Ὁ Στέφανος μπῆκε σιγὰ στὴν κάμαρα καὶ κάθισε κοντὰ στὴν πόρτα.

Ἡ Εὐανθία δὲν τὸν ἔνιωσε κ᾿ ἐξακολούθησε νὰ παίζει. Εἶχε τελειώσει μία μαζούρκα καὶ δοκίμαζε νὰ παίξει ἄλλο χορό, μὰ ὁ ρυθμὸς τῆς ξέφευγε. Ξαναδοκίμασε, δὲν μπόρεσε. Ἔπειτα σταμάτησε. Σταμάτησε καὶ γύρισε τὰ φύλλα. Ἔπειτα τ᾿ ἄφησε κι αὐτὰ καὶ γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο.

Ἔξω δὲν ἔβρεχε, μὰ ὁ οὐρανὸς ἦταν βαρὺς καὶ σταχτερός, καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ ἀντικρινοῦ βουνοῦ μέσα στὰ σωριασμένα σύννεφα φαινόταν σὰν κρατήρας ποὺ σκόρπιζε καπνό. Ἔπειτα ὁ ἀέρας ἀνέμιζε τὰ σύννεφα καὶ κεῖνα ἔπαιρναν σχήματα παράξενα· φούντωναν σὲ δάσος μὲ στριμωχτὰ πυκνὰ τεράστια δέντρα, γίνονταν μολυβόμαυρα ψηλὰ βουνά, πελώριοι ὄγκοι πάγων μουντόλευκων ποὺ ἔπλεαν σὲ σταχτερή, μελανὴ θάλασσα κ᾿ ἔσπαζαν ἀπάνω στὰ βουνὰ κ᾿ ἔσμιγαν μὲ τὴ θάλασσα καὶ γίνονταν καὶ κεῖνα θάλασσα κ᾿ ἔπειτα ὑψώνονταν καὶ πάλι σὲ βουνὰ κάτασπρα σὰ χιονοσκέπαστα ὅσο ποὺ πάλι ξανάπλωναν σὲ θάλασσα --- μιὰ θάλασσα τώρα λευκὴ σὰν παγωμένη.

Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀέρινο παιχνίδι ὁ Στέφανος σὰ νὰ ξεχάστηκε. Ἡ Εὐανθία ξανάρχισε νὰ παίζει, μὰ αὐτὸς δὲν ἄκουε τὸ σκοπό, κοίταζε μόνο τὶς εἰκόνες ποὺ προβάλλονταν ἐκεῖ στὰ σύννεφα ποὺ ἔφευγαν ἀργὰ στὸ διάστημα. Μιὰ τοῦ φάνταζαν σὰ χῶρες ἄγνωστες καὶ μαγικές, καὶ μία τοῦ θύμιζαν κόσμους ποὺ γνώρισε, τόπους ποὺ τοῦ φαινόταν πὼς τοὺς εἶδε ἢ πὼς τοὺς ὀνειρεύτηκε σ᾿ ἕνα μακρινὸ χειμερινὸ ταξίδι, ποὺ ἡ θύμισή του τὸ κρατοῦσε σὰν ὅραμα φανταστικὸ ὥσπου ἔσμιγαν σὲ μιὰν ἀπέραντη λευκὴ ἔκταση χωρὶς οὔτε ἕνα στίγμα μελανό· στεριές, νησιά, οὐρανὸς καὶ θάλασσα --- ἕνα ταξίδι ξεχασμένο ποὺ τοῦ ἔμενε πάντα σὰν ὄνειρο χωρὶς σωστὴ συναίσθηση ἂν τὸ ἔκανε ποτὲ ἢ μόνο τὸ φαντάστηκε.

Μὰ ἐκεῖ τινάχτηκε μεμιᾶς· ὁ ἦχος ποὺ ἄφησε τὸ πιάνο ἔξαφνα τοῦ ἦρθε σὰ γνωστός. Τοῦ φάνηκε πὼς ξύπνησε μὲ τὰ σωστὰ ὅταν γύρισε καὶ εἶδε τὴν Εὐανθία ποὺ ἔπαιζε σκυφτή. Μὰ ἔπειτα ἀπὸ μία στιγμὴ ξαφνίστηκε πιὸ δυνατά. Ὁ παπποὺς ὀρθὸς στὴν πόρτα τραύλιζε μὲ βραχνὴ τρεμουλιαστὴ φωνὴ τὸ τραγούδι ποὺ ἔπαιζε ἡ Εὐανθία:

προσμένω καιρό,
τί τάχα προσμένω;

Ἡ Εὐανθία πετάχτηκε. Βλέποντας πίσω της τὸ Στέφανο κοκκίνισε ὅλη. Καὶ ἡ Μαρίκα, ποὺ φάνηκε τὴν ὥρα αὐτὴ στὴν πόρτα, τοὺς εἶδε νὰ κοιτάζονται ἄφωνοι.

- Ἔλα, παπποῦ, ἔλα μέσα, θὰ τραγουδήσομε ὅλοι μαζί, εἶπε ἡ Μαρίκα δίνοντας τὸ χέρι της στὸ Στέφανο.

Φαινότανε φαιδρή, μὰ ὁ Στέφανος εἶδε στὰ χείλη της τ᾿ ἄσπρα σημάδια τῶν δοντιῶν ποὺ γνώριζε

- Ἔλα, Εὐανθία, ξαναπαῖξε το, ξαναμίλησε ἡ Μαρίκα μὲ χαμόγελο καὶ μὲ ματιὰ ποὺ ἡ Εὐανθία τὴν ἔνιωσε καὶ χλώμιασε.

Χλώμιασε καὶ τὴν κοίταξε κι αὐτή, καὶ μία στιγμὴ ἔμεινε ἀκίνητη. Ἔπειτα πῆγε στὸ παράθυρο. Ὁ Στέφανος ἔμεινε κεῖ ποὺ εἶχε σταθεῖ κοντὰ στὴν πόρτα.

- Ἐλᾶτε τότε νὰ σᾶς τὸ παίξω ἐγώ, εἶπε ἡ Μαρίκα καὶ κάθισε στὸ πιάνο.

Τὸ ἔπαιξε κ ‘ ἔπειτα γύρισε καὶ κοίταξε.

- Δὲν τὸ τραγούδησες παππού· δὲν τὸ ἔπαιξα καλὰ ὅπως ἡ Εὐανθία, ξαναεῖπε κ᾿ ἔριξε πάλι ματιὰ στὴν Εὐανθία.

Ἡ Εὐανθία ἔμενε ἀκόμα στὸ παράθυρο, ὁ Στέφανος ὀρθὸς στὴν ἴδια θέση. Μόνο ὁ παπποὺς κινήθηκε νὰ φύγει.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα τὸν σταμάτησε:

- Στάσου παπποῦ, καὶ θὰ σοῦ παίξω ἕνα ἄλλο.

Ἅμα ἄρχισε νὰ παίζει πάλι, ὁ Στέφανος ἔκαμε κίνημα. Ἡ Μαρίκα ἔπαιζε τὸ τραγούδι τῆς κυρίας Κατίγκως:

Λενίτσα Λενιώ,
τὰ χέρια σου καῖνε,
τὸ χείλι σου ἀχνό.

Σοῦ γύρευα: μεῖνε!
δὲν εἶχες μιλιά·
ἄχ, ἄσπρε μου κρίνε,
μακριὰ ἤσουνα πιά.

Ἔπαιξε καὶ τραγούδησε τὶς δυὸ στροφὲς γοργά, δίχως νὰ τὶς χωρίσει. Μὰ ἔπειτα σταμάτησε· καὶ μὲ φωνὴ ἀργότερη, ψιθυριστὴ ἀλλὰ καθαρὰ ξανατραγούδησε:

Ἂχ ποῦ νὰ θυμᾶσαι,
Λενίτσα Λενιώ,
ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι
σὲ πεῦκο σκιερό.

Ὅταν σηκώθηκε, ὁ παπποὺς στεκόταν καὶ τὴν κοίταζε μὲ μάτια ἀκίνητα. Ἡ Εὐανθία εἶχε γυρίσει στὸ παράθυρο καὶ κοίταζε ἔξω.

Μὰ ὁ Στέφανος πετάχτηκε στὸ διάδρομο, ὅπου ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε πέσει στὰ χέρια τῆς γιαγιᾶς πνιγμένη σὲ λυγμούς. Τὴν ἄκουσαν καὶ μαζευτῆκαν ὅλοι γύρω της. Ὁ Στέφανος τὴ σήκωσε.

Ἀπὸ μέσα ἔτρεξε γοργὰ καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα. Ἅμα εἶδε τὴν κυρία Κατίγκω, σταμάτησε ἔξαφνα κοιτάζοντας τὸ Στέφανο καὶ τὴ Μαρίκα, σὰ νὰ ρωτοῦσε νὰ μάθει τί ἔγινε. Μὰ ἀμέσως πάλι προχώρησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸ χέρι.

Στῆς γιαγιᾶς τὰ μάτια ἔφεγγε ἡ χαρὰ ἐνῶ περνοῦσαν ὅλοι στὴν τραπεζαρία.

Μὰ σὲ λίγο βγῆκε ἡ γιαγιὰ ξανὰ ἔξω καὶ στάθηκε κ᾿ ἔψαχνε γύρω μὲ τὰ μάτια.

Καὶ ὁ παπαγάλος ἀπὸ τὸ κλουβὶ τοῦ στὸ βάθος τοῦ διάδρομου σὰ νὰ τὴν ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κράζει μὲ τὴ βραχνὴ καὶ σὰ σαρκαστικὴ φωνή του:

- Παπποῦ, παπποῦ.

ΧΙΙ

Ἡ κυρία Κατίγκω πῆρε τὴν Εὐανθία μαζί της. Τὸ βράδυ πρόσεξε μόνη της τὸ γλύκισμα --- φρυγανιὲς μὲ μαρμελάδα, ποὺ ἤξερε πὼς ἄρεσαν τῆς Εὐανθίας --- ἔβαλε μπρὸς στὴ θέση της ἕνα βάζο μὲ φθινοπωρινὰ ρόδα λευκὰ καὶ κίτρινα καὶ κάθισε ἔπειτα κοντά της. Ὅλη τὴν ὥρα στὸ τραπέζι ἤθελε νὰ τῆς χαμογελᾶ, ἡ ματιά της ὅμως ἦταν μελαγχολικὴ σὰ νὰ ἔβλεπε ὄνειρο καὶ ἡ φωνή της φαινότανε συγκινημένη.

Ἡ Εὐανθία τῆς θύμισε τὸ γκρὶ σεβιὸτ ποὺ εἶδαν σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ καθὼς περνοῦσαν, ἔπειτα τοὺς πλισέδες ποὺ στάθηκαν καὶ κοίταζαν σὲ ἄλλη βιτρίνα:

- Τί ἔμορφοι, θεία Κατίγκω!

Ὕστερα τῆς μίλησε γιὰ τὴ Φιφίκα:

- Ἡ Φιφίκα, ναί· νὰ δοῦμε, θὰ μᾶς γράψει; ψιθύρισε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Ἀπὸ τὴν Ἰταλία, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ πρόσεξε στὰ μάτια τὴν κυρία Κατίγκω.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω δὲ μίλησε, καὶ ἡ Εὐανθία κοίταξε τὸ Στέφανο.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Στέφανος δὲ μίλησε. Δὲν ἤξερε γιατί ἦταν σὰ στενοχωρημένος καὶ χωρὶς διάθεση, δὲν ἔνιωθε γιατί γύριζε πάντα καὶ ζητοῦσε ν᾿ ἀνοίξει μὲ τὸν πατέρα του ὁμιλία.

- Εἶδες, ἡ Τράπεζα μᾶς ἔκαμε ἔφεση, τοῦ εἶπε μία στιγμή.

- Ναί, εἶδα, ἀπάντησε ὁ κύριος Γιάγκος κ᾿ ἐξακολούθησε νὰ τρώγει.

Ὁ Στέφανος θυμήθηκε ὕστερα ἄλλα δικόγραφα, καὶ ὁ κύριος Γιάγκος ξαναπάντησε μὲ μονοσύλλαβα.

Ἅμα ἔφαγε καὶ τὸ γλυκὸ ὁ κύριος Γιάγκος διηγήθηκε πῶς κέρδισε στὴ λέσχη τὸ νομάρχη. Καὶ εἶπε κάποιο ἀστεῖο γι᾿ αὐτόν.

- Τί κωμικὸς ποὺ εἶναι, εἶπε ὁ Στέφανος.

Ἡ Εὐανθία γέλασε:

- Νέος εἶναι, ρώτησε, ἢ βάφεται;

- Αὐτὸ εἶναι μυστικὸ τῆς … νομαρχίας, εἶπε ὁ κύριος Γιάγκος καὶ κοίταξε τὴν Εὐανθία.

Ἡ Εὐανθία δὲν ἐννόησε ἀμέσως· μὰ ἔπειτα:

- Ἄ, τῆς νομαρχίας! εἶπε καὶ ξαναγέλασε.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ψιθύρισε:

- Ξέρεις, Γιάγκο, σήμερα μιλήσαμε.

- Ὄχι δά!

- Μὲ χαιρέτησε ὅταν πῆγα γιὰ τὴν Εὐανθία.

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲν εἶπε περισσότερα, καὶ ὁ κύριος Γιάγκος σκουπίζοντας μὲ τὴν πετσέτα τὰ μουστάκια του τὴν κοίταζε. Ἔπειτα ἔσπρωξε τὰ πιάτα ἀπὸ μπροστά του κ᾿ ἔκαμε θέση, σὰ νὰ ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ μιλήσει:

- Λοιπόν.

- Αὐτὰ μὲ τὸ νομάρχη, εἶπε ὕστερα καὶ ἀκούμπησε τὰ χέρια στὸ τραπέζι.

Ἔπειτα γύρισε στὴν Εὐανθία:

- Πές μας λοιπὸν τί ἄλλα; Πῆγες στὰ ἰγγλέζικα;

Ἡ Εὐανθία σὰ νὰ ξαφνίστηκε.

- Ὄχι, εἶπε κ᾿ ἔριξε στὴν κυρία Κατίγκω μιὰ ματιά.

Ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε ξεχαστεῖ.

-Ὄχι, ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία· θὰ φύγουν;

- Θὰ φύγουν, βέβαια θὰ φύγουν. Καὶ στρέφοντας στὸ Στέφανο ὁ κύριος Γιάγκος:

- Θυμήσου αὔριο νὰ γίνει ἡ ἀνακοπή, τοῦ εἶπε.

- Μὰ δὲ θὰ φόρτωναν ἀκόμα, ξαναγύρισε στὴν Εὐανθία. Ἢ ἀποφόρτωσαν; ρώτησε πάλι τὸ Στέφανο.

Ὁ Στέφανος δὲν πρόσεξε διόλου. Σκυμμένος κοίταζε τὰ κίτρινα καὶ ἄσπρα ρόδα στὸ τραπέζι. Τὸ φῶς τῆς λάμπας ἔπεφτε ἀπάνω τους καὶ τὰ ἔκανε νὰ φέγγουν ὠχρότερα· σὰν κέρινα. Μὰ ὁ ἴσκιος τους ἀπάνω στὸ λευκὸ τραπεζομάντιλο ἦταν κοκκινωπός.

- Στέφανε, ξαναμίλησε ὁ κύριος Γιάγκος, καὶ ὁ Στέφανος σηκώνοντας τὰ μάτια ἀντίκρυσε τὸ πρόσωπο τῆς Εὐανθίας ἀπάνω ἀπὸ τὰ ρόδα.

Τὸν κοίταζε μὲ βλέμμα ποὺ ἔλαμπε ὅλο φῶς.

Ὁ κύριος Γιάγκος εἶχε καθίσει στὸ τραπεζάκι στὴ γωνία καὶ ἀνακάτευε τὰ κόκαλα τοῦ ντόμινου. Εἶχαν συνήθεια νὰ παίζουν κάθε βράδυ μία παρτίδα μὲ τὸ Στέφανο, καὶ ὁ Στέφανος πῆγε καὶ κάθισε ἀντικρύ του σὰν αὐτόματα.

Ἡ Εὐανθία ἀκούμπησε στὸν ὦμο τῆς κυρίας Κατίγκως κ᾿ ἔμεινε καὶ κοίταζε σιωπηλή. Ἔπειτα ζήτησε ἕνα κέντημα καὶ ξανακάθισε κοντὰ κοντὰ μὲ τὴν κυρία Κατίγκω καὶ μιλούσανε ψιθυριστά.

Ὅταν τέλειωσε τὸ παιγνίδι, ὁ Στέφανος δὲν ἔμεινε πολὺ μαζί τους. Καὶ ὅταν ἔφευγε καὶ πήγαινε νὰ κοιμηθεῖ καὶ ἡ Εὐανθία, ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε στὸν ἄντρα της.

- Εἶδες; τοῦ εἶπε.

Ὁ κύριος Γιάγκος χασμουρήθηκε.

- Θὰ μὲ κέρδιζε ἂν λογάριαζε καλά. Ἀλλὰ δὲν πρόσεχε.

Ἡ κυρία Κατίγκω μιὰ στιγμὴ δὲ μίλησε. Ἔπειτα βλέποντας πάλι στὴν πόρτα ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγε ἡ Εὐανθία.

- Νὰ εἶχε μείνει ἐδῶ ἀπὸ τότε! εἶπε μελαγχολικά.

Ὁ κύριος Γιάγκος τὴν κοίταξε στὰ μάτια νυσταγμένος.

- Ὄνειρα, ὄνειρα, ψιθύρισε ὅταν ἔνιωσε· καὶ τράβηξε νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ.

ΧΙΙΙ

Ὁ Στέφανος δὲν ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ· βγῆκε στὸ δρόμο. Ἔκαμε πρὸς τὴν προκυμαία ποὺ ἦταν ἡ λέσχη, ὅπου συνήθιζε καὶ πήγαινε συχνὰ τὸ βράδυ. Πρὶν φτάσει, σταμάτησε στὰ φωτισμένα παράθυρα τοῦ καφενείου ἀπέναντι στὴ λέσχη. Ἔπαιζε μέσα μουσικὴ καὶ στάθηκε σὰ νὰ ἤθελε ν᾿ ἀκούσει. Ἔξαφνα ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μαζὶ μ᾿ ἕνα σκοπὸ τῆς «Κάρμεν» πετάχτηκε ἔξω ὁ κύριος νομάρχης καὶ πίσω του ἕνας ἀξιωματικός. Ὁ κύριος νομάρχης στάθηκε, ὁ ἀξιωματικὸς πέρασε μπρός του ψιθυρίζοντας τραγουδιστά:

Qu᾿ un oeil me regarde
et que l᾿ amour m᾿ attend ---

***

- Μπαίνετε μέσα; ρώτησε ὁ κύριος νομάρχης.

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος, ἀλλὰ δὲν μπῆκε. Στάθηκε καὶ τοὺς κοίταζε νὰ δεῖ ἂν πήγαιναν στὴ λέσχη. Μὰ ἐνῶ τοὺς κοίταζε, γνώρισε στὸν ἀξιωματικὸ τὸ λοχαγὸ τῆς Πρίφτη.

Σὰ νὰ ξαφνίστηκε. Θυμήθηκε τί τοῦ εἶχε πεῖ ἡ Εὐανθία κ᾿ ἔμεινε κοιτάζοντας. Μπροστά του, στὸν ὑγρὸ πισσοστρωμένο δρόμο ἔπαιζαν τὰ φῶτα μὲ κιτρινοκόκκινες ἀναλαμπές, πίσω του ἔσβηναν οἱ ἦχοι τοῦ Τορεαδόρ:

et que l᾿ amour m᾿ attend
Toreador!

***

Ὁ νομάρχης καὶ ὁ λοχαγὸς ἀνέβηκαν στὴ λέσχη, ὁ Στέφανος προχώρησε στὴν προκυμαία. Θυμήθηκε πάλι τί τοῦ εἶχε πεῖ ἡ Εὐανθία γιὰ τὸ λοχαγό, μὰ ὅταν αἰσθάνθηκε τὴ θάλασσα κοντά του, τὸ ξαναξέχασε.

Ἡ θάλασσα ἦταν σκοτεινὴ μὰ ἡσυχασμένη, καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπάνω ξάστερος. Τ᾿ ἄστρα ἔριχναν ἀπὸ ψηλὰ ὑγρὲς ἀκτίνες, μὰ δὲν ἔφταναν νὰ φέξουν κάτω τὰ θαμπὰ νερά. Ὁ Στέφανος ἔνιωθε μόνο τὴν ὑγρὴ πνοή τους, τὴ βαθειὰ πνοὴ τοῦ πόντου ποὺ ἁπλωνόταν πέρα καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ τέντωνε ἀπὸ πάνω σκοτεινὸ μανδύα, σὰ νὰ ἤθελε νὰ τοῦ φυλάξει τὴ σιωπή. Ὁ Στέφανος σὰ ν᾿ ἄκουε μέσα του ὅλη αὐτὴ τὴ σιωπὴ τοῦ ἀπέραντου μεγάλου πόντου. Τοῦ ἦταν σὰ μιὰ σιωπὴ ποὺ ἔτρεμε βαθιά της κάτι ἀνήσυχο καὶ σάλευε κάτι κρυφὸ καὶ σκοτεινό. Σταμάτησε – ἦταν τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κρυφὸ καὶ σκοτεινὸ ποὺ τὸν εἶχε κυνηγήσει πάντα, τὸν ἀκολούθησε παντοῦ, ἐδῶ σὰ βραδινὴ ὁμίχλη σὲ ταξίδι, ἐκεῖ σὰ μελαγχολικὸ τραγούδι στὴν πρωινὴ χαρά.

Σταμάτησε – σταμάτησε καὶ κοίταζε στὰ θαμπὰ βάθη. Καὶ θυμήθηκε τὸ πουλὶ ποὺ δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ πιάσει μία φορὰ καὶ τὸ πουλὶ ποὺ ἦρθε καὶ χτύπησε στὸ τζάμι τὸ δειλινὸ ποὺ πέθανε ἡ μικρὴ ἀδερφή.

Κ᾿ ἔξαφνα πάλι θυμήθηκε τὸ μακρινὸ ταξίδι του ἄλλοτε· ἕνα ὄνειρο· ἕνα ὄνειρο κι αὐτὸ χαμένο: Ἡ θάλασσα ἁπλωνόταν σκοτεινοπράσινη ἔκταση κυματισμένη μὲ μουντοὺς ἀφρούς, χαμένη πέρα σὲ μιὰ ὁμίχλη σταχτερή. Ποῦ πήγαινε δὲν τὸ ἤξερε καὶ τότε, οὔτε τώρα τὸ θυμᾶται. Θυμᾶται μόνο πὼς στὸ πλάι του γελοῦσε μία ἱλαρὴ φωνὴ κ᾿ ἔφεγγαν γεμάτα φῶς δυὸ μάτια, ποὺ τ᾿ ἀκολούθησε σὰ χίμαιρα καὶ σὰν ἐπαγγελία πέρα ἀπὸ τοὺς πάγους. Μὰ οἱ παλιοὶ κύκλοι, οἱ κύκλοι τῆς βροχῆς στὴ θάλασσα γέμισαν ἐκεῖ μεμιᾶς θαμπὰ τοὺς πάγους, καὶ τὸ πουλὶ ἦρθε καὶ στάθηκε στὸ τζάμι. Καὶ --- ὁ Στέφανος τινάχτηκε --- ἀπὸ πίσω ἔπαιζε κάποιος μὲ τὶς κοῦκλες τῆς ἀδερφῆς ποὺ πέθανε.

Ὁ Στέφανος δὲ γύρισε. Κοίταζε τοὺς κύκλους ποὺ γέμισαν πάλι μπροστά του τὰ θαμπὰ νερά. Γιὰ νὰ μὴ ζαλιστεῖ, σήκωσε τὰ μάτια ἀπάνω· τ᾿ ἄστρα ἔτρεμαν ψηλὰ μὲ φῶς ὑγρό.

Ἄφησε πίσω του τὴ θάλασσα σκυφτός. Δὲν ξέρει γιατί ξαναθυμήθηκε τὸ λοχαγό. Τὸν εἶδε ἀλήθεια χτὲς τὸ τραῖνο ἡ Εὐανθία; -- Ἔπειτα θυμήθηκε πὼς πρέπει νὰ κάμει τὴν ἀνακοπὴ αὔριο πρωί. Μὰ ἔπειτα βρέθηκε πάλι μακριά. Μιὰ τρόικα τὸν ἔσερνε γοργά· ὁ πάγος ἔτριζε κάτω, καὶ τὰ κουδούνια τῶν ἀλόγων ἠχοῦσαν εὔθυμους χοροὺς στὴ σιωπηλὴ ἐρημιά. Γύρω τὰ κρύσταλλα κρεμόντανε σὲ μύρια σχήματα, σάλευαν κ᾿ ἔφευγαν θαμπὲς σκιές, θολὲς μορφὲς παράξενες, καὶ ἀπάνω τ᾿ ἄστρα ἔφεγγαν μέσα ἀπὸ μία κρυστάλλινη ἄχνα, κρυστάλλινα κι αὐτὰ σὰν παγωμένα.

Ὁ Στέφανος θυμήθηκε πὼς τ᾿ ἄστρα τὸν κοίταζαν ἀπὸ ψηλὰ σὰν ξαφνισμένα καὶ σὰν ξένα, καὶ σήκωσε πάλι τὰ μάτια. Μὰ τ᾿ ἄστρα τοῦ φάνηκαν τώρα καὶ δῶ σὰν ξένα. Καὶ ἀντίκρυ τ᾿ ὀρθόβραχο βουνὸ ποὺ πρόβαλε ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ δρόμου, τοῦ φάνταζε κι αὐτὸ παράξενα. Ἔμοιαζε σὰ νὰ χάθηκε στὸ βάθος τοῦ μισοσκότεινου οὐρανοῦ κ᾿ ἔγινε ἄυλο σύννεφο, ἀγανὴ διάφανη ὁμίχλη φωτεινὴ κρεμασμένη ἀνάερα κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα.

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ λησμόνησε ποὺ ἦταν. Μόνο τὸ λοχαγὸ τῆς Πρίφτη δὲ λησμόνησε. Τί μόνο αὐτὸς δὲν τοῦ ἦταν ξένος; Καὶ γιατί ψιθύρισε ἔτσι τὸ τραγούδι του, ἔτσι σὰ νὰ τοῦ τὸ σφύριξε στὸ πρόσωπο;

Σταμάτησε κοιτάζοντας τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ ποὺ ἔπαιζε στὸ ῥεῖθρο μπροστὰ στὸ πεζοδρόμιο. Ἔπαιζε πράσινο κοκκινωπά, ἔπειτα κίτρινο· ἔπειτα ἔμενε ἀκίνητο, ὠχρὸ μὲς στὸ θολὸ νερό, ὠχρὸ σὰ ρόδο κίτρινο.

Ἐκεῖ ἄκουσε ἀπὸ πίσω μιὰ φωνή. Τινάχτηκε.

- Στέφανε, εἶχε ψιθυρίσει σιγαλὰ ἡ φωνή, καὶ ὁ Στέφανος γύρισε κείθε.

Γνώρισε τὴ Μαρίκα ποὺ στεκόταν ὀρθὴ στὴ σιδερένια πόρτα. Πῆγε κοντά, ἴσια κοντά της· πῆγε σὰ νὰ μὴν εἶχε ξαφνιστῆ.

- Σὲ περίμενα, τοῦ εἶπε ἡ Μαρίκα, τὸ ἤξερα πὼς θά ᾿ρθεις.

Τὸν ἔσυρε στὴν εἴσοδο καὶ κείθε στὴν αὐλὴ ποὺ ἔτρεχε ἡ βρύση κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα. Ἐκεῖ σταμάτησε. Ἡ βρύση στάλαζε σιγὰ στὴν πέτρινη λεκάνη, καὶ ἡ Μαρίκα ἔσκυψε καὶ τὴ σφάλισε. Ἔπειτα κάθισαν καὶ οἱ δυὸ στὸ μακρὺ κάθισμα ποὺ ἦταν ἐκεῖ, καὶ ἡ Μαρίκα τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.

- Τὸ ἤξερα, ναί, καὶ πῶς σ᾿ εὐχαριστῶ, τοῦ εἶπε σιγά.

Ἔφερε τὸ πρόσωπό της τόσο κοντὰ ἐμπρὸς στὸ δικό του πρόσωπο, ὥστε ἡ πνοή της τὸν ἄγγιξε θερμή, σὰν πύρινη.

- Ναί, πῶς σ᾿ εὐχαριστῶ, ξαναψιθύρισε καὶ τοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι.

Ὁ Στέφανος ἀπόμεινε ἄφωνος, σὰ νὰ μὴν ἔνιωθε.

- Ποὺ ἦρθες --- ποὺ ἤξερες πὼς σὲ περίμενα.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ἄφωνος πάλι μιὰ στιγμή, μὰ ἀμέσως, σὰν κάτι νὰ τοῦ ἀνοίχτηκε μπροστά του ξαφνικά:

- Ναί, ἤξερα, εἶπε καὶ τοῦ ἦταν σὰ νὰ ξύπνησε μεμιᾶς, καὶ τώρα γνώριζε ποῦ ἦταν καὶ τώρα ἔβλεπε μέσα του τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν εἶχε σύρει ἐδῶ.

- Ναί, ἤξερα …

Καὶ σὰ ν᾿ ἀνοίγονταν βαθιά του κάτι ὁλοένα φωτεινότερο:

- Ὤ, Μαρίκα, ψιθύρισε κ᾿ ἔσκυψε καὶ τῆς φίλησε τὸ χέρι.

Ἡ Μαρίκα ἀνασηκώθηκε:

- Μ᾿ ἀγαπᾶς, Στέφανε; μ᾿ ἀγαπᾶς ἀλήθεια;

Ἔβγαλε σχεδὸν φωνὴ καὶ τὸν κοίταζε σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ τὰ μάτια του.

- Ναί, μόνο ἐσέ, Μαρίκα, εἶπε ὁ Στέφανος μὲ ξέσπασμα ἔξαφνο.

Μὰ ἔνιωσε τίναγμα ἐλαφρὸ στὸ χέρι τῆς Μαρίκας ποὺ κρατοῦσε, καὶ σταμάτησε.

Ἡ Μαρίκα μιὰ στιγμὴ δὲ μίλησε· μὰ ἔπειτα ἀμέσως:

- Μόνο ἐμέ, εἶπε σιγά· κ᾿ ἔπειτα σιγότερα καὶ ἀργότερα:

- Τὸ ἤξερα καὶ σὲ περίμενα.

Ὁ Στέφανος πρόσεξε πὼς ἡ φωνή της πῆρε μεμιᾶς τὸ βραχνὸ τόνο ποὺ τὸν σύγχυζε.

- Ναί, σὲ περίμενα.

- Μὲ εἶδες ἀπὸ τὸ παράθυρο; ἔκαμε νὰ ρωτήσει ὁ Στέφανος, μὰ ἡ Μαρίκα δὲν τὸν ἄφησε:

- Ὄχι! τὸ φῶς εἶδα μονάχα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο· κ᾿ ἔτρεξα κάτω καὶ σὲ εἶδα ποὺ τὸ κοίταζες καὶ μὲ περίμενες.

- Ναί, σὲ περίμενα, εἶπε ὁ Στέφανος καὶ εἶχε τὸ αἴσθημα πὼς τὸ εἶπε μέσα του μιὰ ἄλλη φωνή, ξένη φωνή.

- Ἄλλο βράδυ ποτὲ δὲν ἔχω ἀνοίξει τὸ παράθυρο. Μὰ ἀπόψε τὸ ἄνοιξα· τὸ ἄνοιξα καὶ στάθηκα. Καὶ ὁ ἀέρας μοῦ φύσηξε στὸ πρόσωπο, σὰ νὰ ἦταν πάλι ἕνα ἀπ᾿ τὰ βράδια τὰ παλιὰ ἀντικρὺ στὴ θάλασσα, καὶ μοῦ ἔφερνε ὅπως μιὰ φορὰ ὅλη τὴν πνοὴ τῆς θάλασσας. Κ᾿ ἔπειτα αἰσθάνθηκα μία μυρουδιὰ σὰν ἀπὸ πασχαλιὲς ποὺ ἐρχόταν σὰ νὰ ἔφτανε ἀπὸ πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα. Μὰ ἔπειτα πάλι ἡ μυρουδιὰ μοῦ φάνηκε παράξενη· ἦταν μία μυρουδιὰ ἀπὸ κάτι σὰ μιμόζες, πολλές, ἀμέτρητες μιμόζες, κήπους ὁλάκερους σπαρμένους μὲ μιμόζες· μιὰ μυρουδιὰ ποὺ μὲ περνοῦσε, μὲ πότιζε, γλιστροῦσε καὶ μοῦ στάλαζε βαθιά, μὲ ἀγκάλιαζε σὰν κύμα ἀόρατο, σὰν κύμα πνιγερό, σὰν κύμα κίτρινο. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθῶ καὶ ἄνοιξα πάλι τὸ παράθυρο. Τὸ ἄνοιξα καὶ κοίταζα σὰ νὰ περίμενα, σὰ νὰ ἔνιωθα πὼς ἔπρεπε ν᾿ ἀκούσω κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀκούσω ἀπόψε, δίχως ἄλλο ἀπόψε. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθῶ καὶ βγῆκα πάλι στὸ παράθυρο, καὶ τότε εἶδα τὸ φῶς στὸ δρόμο κ᾿ ἔτρεξα.

Σώπασε, κ᾿ ἐνῶ σώπαινε καὶ ὁ Στέφανος.

- Ἔτρεξα ἀμέσως, ὅπως δὲν ἔτρεξα ποτέ, ὅπως λαχτάρησα μόνο νὰ τρέξω, εἶπε μὲ σιγαλότερη φωνὴ κ᾿ ἔμεινε σὰ καρφωμένη ἐμπρός του.

Ὁ Στέφανος καθὼς τῆς ἔπιασε τὸ χέρι, τὸ ἔνιωσε ποὺ ἔκαιγε σὰ φλογισμένο ἀπὸ τὸν πυρετό.

- Μαρίκα, τῆς ψιθύρισε καὶ τὴν ἔγειρε στὸ στῆθος του. Μαρίκα, ξαναεῖπε χαδεύοντάς της τὰ μαλλιά.

Κ᾿ ἔμειναν σωπαίνοντας καὶ οἱ δυό· μόνο ἡ Μαρίκα ψιθύρισε μία στιγμή:

- Πόσο εἶμαι εὐτυχισμένη.

Μὰ ἔπειτα, ἐκεῖ ὅπως ἔμενε γερμένη, κοιτάζοντας ἀπάνω χωρὶς νὰ κινηθεῖ, εἶπε ἔξαφνα:

- Γιατί φέγγουν παράξενα τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε;

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε, καὶ καθὼς τὴν κοίταζε ὁλοένα δίχως νὰ μιλήσει.

- Τί εἶναι τάχα πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια; τὸ σκέφτηκες ποτέ; ξαναψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

- Τὸ ἀτέλειωτο ἴσως, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Τί; ρώτησε ἡ Μαρίκα.

- Καὶ σύ; καὶ γώ; εἶπε ἔπειτα σιγά.

Κ᾿ ἔμεινε πάλι σιωπηλή.

Ὁ Στέφανος τῆς ἕσφιξε τὸ χέρι καὶ τὴν κοίταξε σὰ νὰ ἤθελε νὰ δῆ τὰ μάτια της μὲς στὸ σκοτάδι.

Μὰ καθὼς θέλησε ὕστερα ἡ Μαρίκα κάτι νὰ ξαναπεῖ, σταμάτησε ἔξαφνα· καὶ ὁ Στέφανος ἔνιωσε πὼς σταμάτησε γιὰ νὰ μὴ βήξει.

Τινάχτηκε χωρὶς νὰ θέλει.

- Μαρίκα, εἶναι ὑγρασία, τῆς εἶπε.

Καὶ θέλησε νὰ τὴ σηκώσει, νὰ τὴν παρακαλέσει ν᾿ ἀνεβεῖ στὸ σπίτι.

Μὰ ἡ Μαρίκα δὲν τὸν ἄκουε.

- Ὄχι, Στέφανε, μὴ θὲς νὰ φύγω, εἶπε καὶ τὸν ἔσυρε πάλι κοντά της· μὴ θὲς νὰ φύγω. Ἀντὶ νὰ πέσω νὰ κοιμηθῶ κατέβηκα σὲ σένα· κατέβηκα ὅπως δὲν κατέβηκα ποτέ, ὅπως δὲ θὰ κατέβαινα ποτέ. Μιὰ στιγμὴ καθὼς κατέβαινα, σταμάτησα, ἀλλὰ δὲ γύρισα· ἔπρεπε ἀπόψε νὰ ἔρθω σ᾿ ἐσέ, γι᾿ αὐτὸ δὲ γύρισα: γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ κοιμηθῶ, γιατὶ δὲν ἔπρεπε νὰ κοιμηθῶ, γιατὶ ἂν ἤτανε νὰ κοιμηθῶ --- ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ κοιμηθῶ, φοβόμουνα νὰ κοιμηθῶ, φοβόμουνα μὴν κοιμηθῶ καὶ δὲν ἀκούσω ξέρεις τί, ναί, Στέφανε, τὸ ξέρεις!

Τοῦ Στέφανου τοῦ ἦταν σὰ ν᾿ ἄκουε παραμιλητό· σὰ νὰ τὸν ἄγγιζε φωτιὰ καθὼς τοῦ ἕσφιγγε τὰ χέρια, καὶ καθὼς τὴν ἔφερε κοντά του, τώρα εἶδε πὼς εἶχε κατεβεῖ μισόγυμνη ὅπως θὰ ἔπεφτε νὰ κοιμηθεῖ.

Τρόμαξε καὶ δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ μιλήσει. Δὲ σκέφτηκε πιὰ νὰ τὴ φέρει ἀπάνω, τὴν ἄφησε νὰ σωριαστῆ στὸ στῆθος του. Καθὼς κοίταζε μπροστά του, εἶδε κάτω τὰ πόδια της γυμνά.

- Ἀλλά, Μαρίκα, θέλησε νὰ πεῖ, μὰ ἡ Μαρίκα δὲν ἄκουε· κοίταζε μπροστά της μὲ μάτια τεντωμένα σὰ σ᾿ ἔκσταση.

Κοίταζε ὥρα πολλή.

Ἔπειτα, ἐνῶ ὁ Στέφανος ἔμενε σιωπηλός, σὰ νὰ ἔβλεπε παράλογο ὄνειρο, ἡ Μαρίκα τοῦ ἔπιασε σιγὰ τὸ χέρι καὶ ψιθύρισε:

- Ὢ πάρε τὰ ἀπὸ ἐμπρός μου ἐκεῖ.

Ὁ Στέφανος κοίταζε μπρός, δὲν ἦταν τίποτε· στὸ βάθος ἔτρεμαν μονάχα τ᾿ ἄστρα.

Καθὼς γύρισε πρὸς τὴ Μαρίκα τοῦ φάνηκε πὼς εἶχε τώρα τὰ μάτια της κλειστά.

Ὅταν τὰ ξανάνοιξε, τὴν πῆρε σιγαλὰ καὶ τὴν ἔφερε μπροστὰ στὴ σκάλα. Ἡ Μαρίκα τὴν ἀνέβηκε ἄφωνη· καθὼς ἀνέβαινε φαινότανε τοῦ Στέφανου σὰν ἄυλη σκιά.

Στάθηκε καὶ τὴν κοίταζε ὅσο ποὺ χάθηκε στὴν πόρτα. Μὰ καθὼς κοίταζε, εἶδε ξαφνικὰ σ᾿ ἕνα παράθυρο τὴν ὄψη τοῦ παπποῦ: ἦταν ἀκίνητη σὰν κολλημένη ἐκεῖ στὸ τζάμι.

Ὁ Στέφανος γύρισε ἀμέσως καὶ γλίστρησε γοργὰ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα.

Ἡ πνοὴ τῆς νύχτας τὸν χτύπησε πιὸ ὑγρὴ στὸ πρόσωπο. Καθὼς ἔστρεφε στὸ δρόμο, τὸ ὀρθόβραχο βουνὸ στὸ βάθος φαινόταν πάλι σὰ σύννεφο ἢ σὰν ἀχνὴ ἀνάερη ὁμίχλη. Μὰ ἀπάνω του, ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ἔλαμπε ὁ Ὠρίων ὀρθός, ὁλόφωτος.

Ὁ Στέφανος σὰ ν᾿ ἀνατρίχιασε· μὰ δὲ σταμάτησε.

Ὅταν ἔφτασε στὴν προκυμαία ξαναπαντήθηκε μὲ τὸν κύριο νομάρχη καὶ μὲ τὸ λοχαγό. Κατέβαιναν ἀπὸ τὴ λέσχη. Καθὼς πέρασε ἀπὸ κοντά τους, ὁ λοχαγὸς σφύριζε πάλι τὸ σκοπὸ τῆς Κάρμεν: Τορεαδόρ!

XIV

Ὅταν ξύπνησε ὁ Στέφανος πρωὶ καὶ πῆγε στὴν τραπεζαρία βρέθηκε μπρὸς στὴν Εὐανθία. Καθόταν μόνη καὶ εἶχε ἀνοιχτὸ μπροστά της ἕνα λεύκωμα μὲ εἰκόνες καὶ τὸ ξεφύλλιζε. Στὸ τραπέζι ἦταν ἀκόμα τὸ βάζο μὲ τὰ κίτρινα καὶ λευκὰ ρόδα. Καθὼς ἔσκυβε, ἡ χλωμή τους λάμψη ἔπαιζε στὸ πρόσωπό της.

Ὁ Στέφανος σταμάτησε στὴν πόρτα ὅσο ποὺ ἡ Εὐανθία σήκωσε τὰ μάτια. Δὲν ἔνιωσε γιατί σταμάτησε· μὰ ὅταν πλησίασε, ἡ Εὐανθία τὸν κοίταξε σὰ νὰ ἦταν ὥρα ἐκεῖ καὶ δὲν τὸν πρόσεξε. Ἔπειτα ἀφοῦ ἔσκυψε πάλι μιὰ στιγμὴ στὸ λεύκωμα, γύρισε καὶ τὸν ρώτησε:

- Ἐσὺ τὸ ἔφερες;

- Πιστεύω, εἶπε ὁ Στέφανος ἀφοῦ ἔριξε ματιὰ στὸ λεύκωμα.

Ἡ Εὐανθία δὲ μίλησε πάλι μιὰ στιγμή· μὰ ὅταν ὁ Στέφανος ἦρθε καὶ κάθισε στὸ τραπέζι ἀντίκρυ της, ξανασήκωσε τὰ μάτια καὶ καθὼς ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε.

- Ἤσουνα ψὲς στὴ λέσχη; τὸν ρώτησε ἔξαφνα.

Ὁ Στέφανος δὲν ἀπάντησε. Καὶ ἡ Εὐανθία:

- Δὲν ἤσουνα; δὲν ἔπαιξες; ρώτησε πάλι.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε περίεργα.

Ἡ Εὐανθία ξαναέσκυψε στὸ λεύκωμα καὶ σώπασε. Ἔπειτα, ἔξαφνα πάλι, σήκωσε ἕνα φύλλο καὶ δείχνοντάς το:

- Σοῦ ἀρέσει αὐτή; εἶπε.

Ἦταν μία στρογγυλὴ μορφὴ μὲ χείλη παχουλὰ καὶ μὲ στριφτὰ σγουρὰ γύρω στὸ μέτωπο.

-Τί νὰ μοῦ ἀρέσει;

- Τὰ μάτια της, εἶπε ἡ Εὐανθία· καὶ κοιτάζοντάς τον:

- Δὲ μοιάζει τῆς Φιφίκας, ἔ;

Κ᾿ ἔπειτα, πάλι ξαφνικά:

- Σοῦ ἄρεσε ποτὲ ἡ Φιφίκα; Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε πάντα περίεργα.

- Ἔ, δὲ σοῦ ἄρεσε; τὸν ξαναρώτησε.

- Ἀστεῖα, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Σοῦ ἄρεσε· γι᾿ αὐτὸ ἡ Μαρίκα τὴ ζηλεύει.

- Ἀνοησίες, εἶπε πάλι ὁ Στέφανος καὶ τράβηξε ἀπὸ τὸ λεύκωμα ἕνα φύλλο κ᾿ ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ κοίταζε.

Ὅταν τὸ ἄφησε, ἡ Εὐανθία τὸ πῆρε ἀπὸ μπροστά του.

- Γυναῖκες εἶναι; ρώτησε· γιατί ἔχουν ἔτσι ἀνοιχτὰ τὰ χείλη;

- Εἶναι ἄγγελοι ποὺ τραγουδοῦν, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος.

- Καὶ τοῦτα ποῦ κρατοῦν στὰ χέρια;

- Κρίνα.

- Κρίνα! εἶπε ἡ Εὐανθία σὰ νὰ σταμάτησε στὴ λέξη, καὶ κοίταξε πάλι τὴν εἰκόνα.

Μὰ ἔπειτα, ὁ Στέφανος πλησίασε, δείχνοντας τὴν ἐπιγραφὴ σ᾿ ἕνα ἄλλο φύλλο ξαναρώτησε:

- Τί λέει ἐδῶ;

Ὁ Στέφανος ἔσκυψε καὶ τῆς ἐξήγησε.

Ἡ εἰκόνα ἔδειχνε δυὸ παιδιὰ ποὺ περνοῦσαν ἕνα ρυάκι. Τὸ μεγαλύτερο κρατοῦσε στὸν ὦμο του ἕνα τρίτο, πιὸ μικρό· ἐμπρὸς πήγαινε ἕνας σκύλος, καὶ καθὼς βάθαινε τὸ νερὸ πιὸ πέρα, ὁ σκύλος γύριζε πίσω τὸ κεφάλι πρὸς τὰ παιδιὰ σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: κουράγιο!

Ἔσκυψαν καὶ οἱ δυὸ κοντὰ κοντὰ καὶ κοίταζαν.

Ἔπειτα, ἡ Εὐανθία σὰ νὰ ἦταν βέβαιη πὼς κι ὁ Στέφανος συλλογιζότανε τὸ ἴδιο.

- Μὰ εἶδες πὼς ἡ Μαρίκα εἶπε ψέματα, γύρισε καὶ εἶπε.

Ὁ Στέφανος σήκωσε τὰ μάτια.

- Πὼς μ᾿ ἔδειρε ἡ γιαγιά…

- … γιατὶ ἔτρεξα ξυπόλυτη, πρόσθεσε ἡ Εὐανθία.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε.

- Μὰ ἐσὺ τὸ εἶπες, θέλησε νὰ τῆς θυμίσει.

Ἀλλὰ μπῆκε ἡ ὑπηρέτρια καὶ τὸν σταμάτησε. Μπῆκε κ᾿ ἔφερε τὸ γάλα του.

Καὶ ὅταν σὲ λίγο ἦρθε μέσα ἡ κυρία Κατίγκω βρῆκε τὴν Εὐανθία ποὺ τὸ σερβίριζε.

Στάθηκε στὴν πόρτα καὶ κοίταζε.

Μὰ ἡ Εὐανθία ἔτρεξε καὶ τὴν ἀγκάλιασε.

- Τί ὡραῖα, φώναξε, τί ὡραῖα, θεία Κατίγκω!

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴ χάδεψε στὸν ὦμο καὶ τὴ φίλησε. Καὶ ἡ Εὐανθία γέρνοντας ἀπάνω της ξαναψιθύρισε:

- Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι δῶ, θεία Κατίγκω!

Τὸ εἶπε γοργὰ γοργὰ ὡς νὰ μὴν τὸ πρόσεξε. Καὶ κοίταξε τὴν κυρία Κατίγκω κατάματα.

Ἔπειτα τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὴ μέση καὶ ἦρθαν καὶ οἱ δυὸ καὶ στάθηκαν μπροστὰ στὸ Στέφανο. Καὶ ἡ Εὐανθία γέλασε δυνατά.

Ὁ Στέφανος δὲν ἤξερε γιατί τοῦ φάνηκε σὲ μεθυσμένη ξαφνικά, ὅπως ξαναφώναξε:

- Θεία Κατίγκω!

Ἡ κυρία Κατίγκω ποὺ εἶχε σκύψει καὶ φίλησε τὸ Στέφανο, γύρισε στὴ Εὐανθία:

- Τί χρυσή μου;

- Θὰ πᾶμε στὰ ἰγγλέζικα;

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος ἔμενε ἀκίνητος.

- Θὰ πᾶμε· ἐμεῖς οἱ δυὸ μονάχες μας θὰ πᾶμε, ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία καὶ κάθισε, μὲ τὸ σῶμα ριγμένο πίσω.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω ἐκεῖ ποὺ τίναζε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε σκορπίσει στὸ τραπέζι ὁ Στέφανος, εἶπε ἔξαφνα:

- Ξέρεις ἀλήθεια πὼς δὲν ἔφυγε ἡ Φιφίκα;

Ἡ Εὐανθία σήκωσε τὸ σῶμα καὶ τὴν κοίταξε περίεργα.

Καὶ ὁ Στέφανος ἀμέσως, σὰ νὰ τοῦ ξέφυγε:

- Ναί, εἶδα καὶ γὼ τὸ λοχαγὸ στὴ λέσχη.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔριξε ματιὰ στὸ Στέφανο σὰ δυσαρεστημένη.

- Ἀρρώστησε ἔξαφνα ἡ μητέρα της κ᾿ ἔμειναν, εἶπε· τώρα μοῦ τὸ ἔλεγε ὁ πατέρας σου.

Καὶ γυρίζοντας στὴ Εὐανθία:

- Θὰ πᾶμε ἔπειτα νὰ δοῦμε τὴ Φιφίκα.

- Εἶναι ὁ πατέρας μέσα; ρώτησε ὁ Στέφανος.

- Ὄχι, κατέβηκε, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ὁ Στέφανος κοίταξε τὴν ὥρα, σὰ μόλις τώρα νὰ θυμήθηκε πὼς ἔπρεπε νὰ σηκωθεῖ. Μὰ καθὼς σηκώθηκε, ἡ Εὐανθία τὸν πλησίασε.

- Ἤσουν λοιπὸν στὴ λέσχη; ρώτησε σιγά.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε περίεργα.

- Δὲν ἤσουν; δὲν ἔπαιξες;

Ὁ Στέφανος πάλι δὲν ἀπάντησε. Μὰ ἔπειτα:

- Γιατί; ρώτησε μεμιᾶς.

Καὶ ἡ Εὐανθία:

- Γιατὶ μοῦ ἀρέσει τὸ παιγνίδι. Ἂν ἤμουν ἄντρας θὰ ἔπαιζα, εἶπε, κ᾿ ἔκαμε πρὸς τὸ μπαλκόνι· καὶ στάθηκε καὶ κοίταζε ἔξω.

Ὁ Στέφανος πῆγε κοντά της.

Κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι ἁπλώνονταν ἡ θάλασσα.

Ὁ Στέφανος μόλις ἀντίκρυσε τὴ χλωμοπράσινη ἔκταση, σταμάτησε. Σταμάτησε σὰ νὰ τοῦ ἀνοίχτηκε μεμιᾶς μπροστά του κάτι ποὺ τὸ πρωὶ ὅταν ξύπνησε τοῦ ἦταν ἀκόμα σὰν ἀλλόκοτο, παράλογο ὄνειρο. Καὶ τώρα τοῦ ξαναῆρθε αὐτὸ στὸ νοῦ σὰν ξαφνικὴ ἀστραπή· παράξενο, παράλογο καὶ τώρα, παραμίλημα καὶ τώρα, ἴσκιος καὶ ὄνειρο καὶ τώρα. Ὅμως τοῦ στάθηκε μπροστὰ καὶ τώρα σὰν κάτι ἀπόκρυφο καὶ σκοτεινό, τὸν γέμισε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τώρα σὰν κάτι ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ χωρέσει μόνο μιὰ στιγμή, ἀδύνατο νὰ τὸ χωρέσουν μόνο χρόνια, ἀδύνατο νὰ τὸ χωρέσει ἀκόμα καὶ τὸ ἀνοιχτὸ ἄπειρο ποὺ ἁπλώνονταν ἐμπρός του ἐκεῖ. Ἔκαμε νὰ τὸ στοχαστή, ὅμως θέλησε καλύτερα νὰ τὸ τινάξει πέρα. Παράξενο! τοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ὁ λοχαγὸς καὶ τὸ τραγούδι ποὺ τοῦ σφύριξε στὸ πρόσωπο:

Toreador!

Καὶ θέλησε νὰ μιλήσει τῆς Εὐανθίας γιὰ τὸ λοχαγό. Μὰ ἡ Εὐανθία γυρίζοντας ἀπάνω του τὰ μάτια τοῦ εἶπε:

- Ξέρεις γιατί σὲ ρώτησα ἂν ἔπαιζες;

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ μὴν ἔνιωσε.

- Γιατὶ χτὲς βράδυ σὲ φανταζόμουν πὼς ἔπαιζες.

Καὶ ἡ Εὐανθία τὸν ξανακοίταξε. Ἔπειτα γέλασε.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος ἔμενε σὰ ξαφνισμένος:

- Γιὰ δές, εἶπε καὶ ἔδειξε ἔξω πέρα.

Ἔξω πάρα ἡ θάλασσα στρωνόταν ἥσυχη, ὅμως στὸ χρῶμα της, μὲ ὅλο τὸν καθαρὸ πρωινὸ οὐρανό, σὰ νὰ ἔμενε κάτι ἀπὸ τὴ θολάδα τῆς χθεσινῆς βροχῆς. Ἦταν γαλανοπράσινο, καὶ μία ψιλὴ ἄχνα κρεμόταν σὰν κομμάτια ξεφτισμένης γάζας ἐδῶ καὶ κεῖ ἀπάνω στὰ νερὰ καὶ στὶς κορφὲς τῶν βράχων. Μὰ τὰ νησιὰ στὸ μάκρος ἔφεγγαν διάφανα, βιολετογάλανα καὶ ἦταν σὰ νὰ ἔπλεαν καὶ νὰ σαλεῦαν στὸν ἀέρα. Μπροστὰ μπροστὰ ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι ἄσπρα καὶ κόκκινα πανιὰ φαντάζαν σὰ φτερὰ ἀνοιγμένα καὶ καθὼς ἔμεναν ἀκίνητα φαινόντανε σὰ νὰ περίμεναν.

Αὐτὰ ἔδειξε ἡ Εὐανθία στὸ Στέφανο κ᾿ ἔκαμε ν᾿ ἀκουμπήσει τὸ χέρι της στὸν ὦμο του.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω βγῆκε στὸ μπαλκόνι καὶ ἄλλαζε τὸ νερὸ στὸ βάζο μὲ τὰ ρόδα. Καὶ κεῖ ποὺ ἔμπαινε πάλι μέσα μὲ τὸ βάζο, ἡ Εὐανθία ἔσκυψε καὶ μύρισε τὰ ρόδα.

Ὁ Στέφανος κοίταξε κεῖ τὸ πρόσωπο τῆς Εὐανθίας σὰ νὰ ἔριξε ἕνα κόκκινο ἀντιφέγγισμα στὰ λευκὰ ρόδα.

Ἔμειναν σιωπηλοὶ καὶ οἱ δυὸ ἅμα μπῆκε μέσα ἡ κυρία Κατίγκω. Μὰ ἔξαφνα ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ λιμάνι τριχτὸς κρότος. Ἦταν τὸ βίντσι τῶν βαποριῶν ποὺ ξανάρχιζαν τὴν ἐργασία. Καὶ ἡ Εὐανθία σὰν ἠλεκτρισμένη, φώναξε μεμιᾶς:

- Θεία Κατίγκω!

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε.

- Τὰ ἰγγλέζικα φορτώνουν.

Μὰ πρὶν προφτάσει νὰ βγεῖ ἔξω ἡ κυρία Κατίγκω, σκύβοντας ἡ Εὐανθία στὸ Στέφανο τοῦ εἶπε σιγαλά:

- Πῶς ἤθελα νὰ πάω στὰ ἰγγλέζικα μαζί σου. Ἔ, ἔρχεσαι;

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε, καὶ καθὼς τὸν κοίταζε κι αὐτὴ κατάματα.

- Ναί, τῆς ψιθύρισε κ᾿ ἔβλεπε μπρός του σὰ νὰ μὴν ἔνιωθε ἐνῶ πλησίαζε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία χτύπησε τὰ χέρια, ὅταν τῆς ἔταξε καὶ ἡ κυρία Κατίγκω πὼς θὰ πᾶνε.

Καὶ ὅταν ὁ Στέφανος τὶς ἄφησε καὶ κίνησε νὰ φύγει, ἐκεῖ ποὺ ἔβγαινε στὴν πόρτα τοῦ φώναξε ἡ κυρία Κατίγκω:

- Σούπα μὲ ρύζι θὰ ἔχομε τὸ μεσημέρι· μὴν ἀργήσεις καὶ χαλάσει.

XV

Ἐνῶ ἐργαζόταν στὸ γραφεῖο του ὁ Στέφανος, ἔλαβε ἕνα μπιλιέτο τῆς Μαρίκας. Τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει νὰ τὴ δεῖ πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι.

Καὶ πῆγε.

Τὴ βρῆκε ποὺ στεκόταν στὸ διάδρομο καὶ τὸν περίμενε. Καθὼς τοῦ ἔσφιξε τὸ χέρι καὶ τὸν κοίταξε, ἡ ματιά της ἔφεγγε. Ἀλλὰ στὴν κάμαρα ποὺ μπῆκαν ἦταν ἡ κυρία Ἀγλαΐα. Ὀρθὴ μπροστὰ στὶς γλάστρες της ψαλίδιζε τὰ φύλλα μιᾶς φοινικιᾶς. Χαιρέτησε τὸ Στέφανο μὲ νεῦμα μόνο.

- Πῶς σκάζω ποὺ μοῦ κιτρινίζουν ἔτσι, εἶπε ὅταν ὁ Στέφανος ἦρθε κοντά της.

- Ναί, κρίμα, εἶπε ὁ Στέφανος.

Κ᾿ ἔπειτα, σὰ νὰ θυμήθηκε ἔξαφνα:

- Πλύσιμο μὲ καπνὸ βρεγμένο, εἶπε ξανά.

- Τὸ δοκίμασα, δὲν ὠφελεῖ, ἀπάντησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα κ᾿ ἐξακολούθησε νὰ ψαλιδίζει.

Ὁ Στέφανος γύρισε στὴ Μαρίκα· στεκότανε κοντά του καὶ ὅπως ὁ ἥλιος γέμιζε τὴν κάμαρα, τὸ πρόσωπό της φαινότανε μέσα στὸ χρυσὸ φῶς σὰ μεταμορφωμένο.

Τῆς ἔπιασε τὸ χέρι καὶ στάθηκαν καὶ κοιτάζονταν.

Ὕστερα καθὼς σύρθηκαν πρὸς τὸ παράθυρο κ᾿ ἔβλεπαν ἔξω, ἡ Μαρίκα δείχνοντας μία πιγόνια ποὺ γέμιζε τὸν τοῖχο ἀντίκρυ μ᾿ ἐξωτικὰ βυσσινοπόρφυρα ἄνθη σὰ ροδιᾶς.

- Τί ὡραῖα! ψιθύρισε.

Μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ρώτησε ἔξαφνα τὸ Στέφανο:

- Τὸ ἔμαθε ἡ μαμά σου πὼς δὲν ἔφυγε ἡ Φιφίκα;

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος καὶ γύρισε πρὸς τὴν κυρία Ἀγλαΐα.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὸν κοίταξε· κ᾿ ἔπειτα μὲ χαμόγελο, ποὺ ὁ Στέφανος δὲν ἔνιωσε ἂν ἦταν γιὰ τὴ μητέρα του ἢ τὴ Φιφίκα.

- Μὰ γιατί δὲν ἔφυγε, τὸν ξαναρώτησε.

Καὶ ὁ Στέφανος, χωρὶς νὰ ξέρει γιατί, χαμογέλασε κι ὁ ἴδιος.

- Ἀρώστησε ἡ μητέρα της, ἀπάντησε.

Καὶ ὅταν ἡ κυρία Ἀγλαΐα ρώτησε πάλι ἔπειτα: Καὶ ὁ λοχαγός; -- ὁ Στέφανος διηγήθηκε ἔξαφνα τὸ χθεσινό του ἀπάντημα μὲ τὸ νομάρχη καὶ τὸ λοχαγὸ ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔμεινε μὲ τεντωμένα μάτια:

- Στὸ καφενεῖο – ὁ κύριος νομάρχης;

- Ναί, καὶ τραγουδοῦσε, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Ὁ κύριος νομάρχης;

Ὁ Στέφανος ἔνιωσε πὼς τὰ σύγχισε.

- Ὁ λοχαγός, ἀπάντησε.

Καὶ εἶπε τὸ τραγούδι ποὺ σφύριζε ὁ λοχαγός.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα γέλασε, ἐνῶ ὁ Στέφανος ἔμεινε σιωπηλὸς σὰ νὰ μετάνιωσε. Εἶχε τὸ αἴσθημα πὼς δίχως νὰ τὸ νιώσει πρόδωσε κάτι --- δικό του ἢ ξένο, δὲν ἤξερε καλά. Καὶ ὅταν, ἀφοῦ βγῆκε ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔξω, ἡ Μαρίκα τὸν πλησίασε, ἔμεινε σὰ στενοχωρημένος.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα τοῦ γέλασε καθὼς πλησίασε, καὶ ἡ ματιά της ἔφεγγε σὰ λαμπρυσμένη ἐνῶ τὸν κοίταζε. Καὶ τὸν ἔσυρε κοντά της καὶ τοῦ εἶπε:

- Ξέρεις γιατί σ᾿ ἔφερα ἐδῶ ἔτσι ξαφνικά;

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε.

- Γιατὶ ἂν καὶ τὸ ἤξερα πὼς θὰ ἐρχόσουν καὶ ἂν δὲ σ᾿ ἔφερνα, ὅμως δὲν ἤθελα νὰ φοβηθῶ πὼς δὲ θὰ ἐρχόσουν.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε παράξενα.

- Ναί, ἐξακολούθησε, νὰ φοβηθῶ· χθὲς βράδυ δὲ φοβόμουνα, μὰ σήμερα φοβόμουνα μὴ φοβηθῶ.

Ὁ Στέφανος φαντάστηκε πὼς θ᾿ ἄκουγε πάλι παραμιλητό.

- Κι αὐτὸ δὲν τὸ ἤθελα· γιατὶ ἤθελα καὶ θέλω, Στέφανε, νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη, εἶπε πάλι ἡ Μαρίκα. Ναί, μόνο εὐτυχισμένη.

Καὶ τὸν ἔφερε σιγὰ σιγὰ πρὸς τὴ γωνία ποὺ ἦταν οἱ γλάστρες τῆς κυρίας Ἀγλαΐας.

- Εὐτυχισμένη καὶ χαρούμενη σὰν τ᾿ ἄνθη αὐτά, ἐξακολούθησε καὶ τοῦ ἔδειξε τὶς κόκκινες τουλίπες ποὺ ἔγερναν σκορπώντας λάμψεις γελούμενες στὰ πράσινα φυτὰ καὶ στ᾿ ἄλλα παρδαλὰ φύλλα τριγύρω τους.

Καθὼς μιλοῦσε, στὸ πρόσωπό της ἔπαιζε ὅμοια λάμψη. Ἦταν χαρούμενο· μὰ οἱ ὠχροκόκκινες κηλίδες του γύρω στὰ μῆλα φάνηκαν σὰ ροδόφυλλα τοῦ Στέφανου, ροδόφυλλα ζωγραφιστὰ σὰ λευκὴ κέρινη λαμπάδα καὶ τοῦ ἦταν σὰ νὰ τοῦ στάλαζαν βαθιὰ μιὰ ἀνήσυχη μελαγχολία.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα γυρίζοντάς τον ἔξαφνα πρὸς τὸ παράθυρο τοῦ ἔδειξε πάλι τὰ βυσσινοκόκκινα ἄνθη στὸν τοῖχο ἀπέναντι.

- Καὶ κεῖνα ἐκεῖ! τοῦ εἶπε.

Κ᾿ ἐνῶ κοιτάζαν καὶ οἱ δυὸ τ᾿ ἄνθη.

- Τί μακρὺ ποὺ εἶναι φέτος τὸ φθινόπωρο, εἶπε ξανά.

Κ᾿ ἔπειτα ἀπὸ μία μικρὴ σιγὴ καὶ πάλι:

- Ὢ νὰ μὴν τέλειωνε ποτέ, ψιθύρισε.

Ἡ γιαγιὰ ποὺ ἦρθε μέσα, σὰ νὰ τοὺς ξύπνησε.

Καθὼς εἶδε τὸ Στέφανο σταμάτησε, σὰ νὰ μὴν περίμενε πὼς θὰ τὸν δεῖ ἐκεῖ. Ἔπειτα τὸν καλημέρισε· καὶ ξαφνικά:

- Ἡ Εὐανθία μᾶς ξέχασε, τοῦ εἶπε.

- Μᾶς ξέχασε, εἶπε πάλι σὰ νὰ μὴν ἔβρισκε ἄλλο τίποτε νὰ πεῖ.

Ἡ Μαρίκα γύρισε καὶ τὴν κοίταζε.

- Τὴν κράτησε ἡ Κατίγκω, ξαναψιθύρισε ἡ γιαγιά.

Καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ποὺ ἔμπαινε:

- Κρατοῦμε καὶ μεῖς τὸ Στέφανο, εἶπε.

- Ναί, ναί, μαμά, εἶπε καὶ ἡ Μαρίκα· καὶ ὁ Στέφανος τὴν εἶδε πάλι γελαστή.

Κ᾿ ἔμεινε κ᾿ ἔφαγε μαζί τους.

Θυμήθηκε πὼς τὸν περίμεναν στὸ σπίτι μόνο ὅταν ἦρθε ἡ κυρία Κατίγκω ἔπειτα ἀπὸ τὸ μεσημέρι.

- Ἐδῶ ἔμεινες; τοῦ εἶπε μπαίνοντας· τουλάχιστο δὲν ἔστελνες· τὸ ἤξερες, εἴχαμε σούπα!

Ἡ Μαρίκα γέλασε· κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε καὶ τὴν κοίταξε.

- Μαμά, τῆς εἶπε, ἐμεῖς φταῖμε· τὸν κρατήσαμε ἔξαφνα.

- Ἡ μαμὰ τὸν κράτησε, πρόσθεσε μὲ μιᾶς.

Ἡ κυρία Κατίγκω χαιρετήθηκε φιλικὰ μὲ τὴν κυρία Ἀγλαΐα.

Καὶ ἡ Εὐανθία μπαίνοντας γρήγορα:

- Θεία Ἀγλαΐα, Μαρίκα, ἐλᾶτε· στὶς τρεῖς μᾶς περιμένουν, φώναξε ἀπὸ τὴν πόρτα.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε περίεργα· ἦταν ὅλη κόκκινη, τὸ πρόσωπό της καὶ τὸ φόρεμα.

- Ἐλᾶτε!

Καὶ πρὶν νὰ τὴ ρωτήσουν «ποῦ;» ξαναφώναξε ἡ Εὐανθία:

- Θὰ πᾶμε στὰ ἰγγλέζικα.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα γύρισε ἔξαφνα:

- Ἀστειεύεσαι;

- Μὰ πηγαίνουν; πηγαίνει ὁ κόσμος καθὼς πρέπει; ρώτησε τὴν κυρία Κατίγκω.

- Θὰ εἶναι ἡ Φιφίκα, ἔλεγε τὴν ἴδια ὥρα ἡ Εὐανθία, ἡ Μαρίκα ὅμως μ᾿ ἔξαφνο κίνημα:

- Ἀλλὰ μαμά, πετάχτηκε, δὲν εἴπαμε...;

- Ναί, ἔνεψε ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ἐνῶ ἡ Εὐανθία πρόσθετε:

- Καὶ ὁ κύριος νομάρχης.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σταμάτησε:

- Ὁ κύριος νομάρχης!

- Ναί, ὁ κύριος νομάρχης, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Καὶ τὴν κοίταζε σὰ μὲ χαμόγελο.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ἔμεινε μία στιγμὴ ἄφωνη· ἔπειτα εἶπε:

- Δὲν μποροῦμε, παραγγείλαμε τὸ ἁμάξι.

Ἡ Εὐανθία γύρισε ἀπότομα τὰ μάτια της στὸ Στέφανο.

Ὁ Στέφανος κοίταζε κάτω.

Μὰ ὅταν σὲ λίγο ἔφυγαν πάλι μόνες ἡ Εὐανθία μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, ἡ Μαρίκα πρόσεξε πὼς ἡ Εὐανθία βγῆκε χωρὶς νὰ ρίξει βλέμμα στὸ Στέφανο.

Σταμάτησε καὶ κοίταζε.

Καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα εἶχε σταθεῖ ἄφωνη κι αὐτή.

- Μὰ τί ἀστεῖος, ψιθύρισε ἔπειτα ἔξαφνα ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ὁ κύριος νομάρχης, ἤθελε νὰ πεῖ· μὰ τὸ ἔνιωσε καὶ διορθώθηκε γοργά:

- Ναί, τί ἀστεῖος ὁ λοχαγός.

Κ᾿ ἔκαμε νὰ δεῖ τὸ Στέφανο.

Μὰ ὁ Στέφανος εἶχε γυρίσει κ᾿ ἔβλεπε πρὸς τὸ παράθυρο.

XVI

- Πῶς χάρηκα! εἶπε ἡ Εὐανθία καθὼς κατέβαινε μὲ τὴν κυρία Κατίγκω.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταξε.

- Ποὺ τὸ μετάνιωσε· τὴν εἶδες πῶς ἔγινε ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸ νομάρχη;

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲ μίλησε.

Καὶ σώπασε καὶ ἡ Εὐανθία.

Ἔπειτα, καθὼς πήγαιναν, ἡ κυρία Κατίγκω τὴν πρόσεξε ποὺ ἦταν χλωμή. Καὶ ὅταν ἔφτασαν στὴν προκυμαία καὶ περίμεναν, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τῆς ἔπιασε τὸ χέρι, τὸ ἔνιωσε κατάψυχρο.

- Πᾶμε στὸν ἥλιο, τῆς ψιθύρισε· κρυώνεις;

- Φυσᾶ λιγάκι, εἶπε ἡ Εὐανθία.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ξανακοίταξε σὰν ξαφνισμένη· ἡ θάλασσα ἦταν ἀκίνητη, τὸ δειλινὸ ἀνέφελο, χλιαρό.

Μὰ δὲ φαινότανε οὔτε ἡ Φιφίκα οὔτε ὁ κύριος νομάρχης.

- Δὲν ἔρχονται, εἶπε ἡ Εὐανθία ἐκεῖ ποὺ περπατούσανε στὸν ἥλιο.

- Δὲν εἶναι τρεῖς ἀκόμα.

- Καὶ τέταρτο, ξαναεῖπε ἡ Εὐανθία κοιτάζοντας τὴν ὥρα της.

- Πᾶς μπρός, θέλησε νὰ πεῖ ἡ κυρία Κατίγκω, μὰ βλέποντας τὴν Εὐανθία χλωμὴ καὶ ἀνήσυχη:

- Εἶσαι ἀδιάθετη; τὴ ρώτησε.

Ἡ Εὐανθία τὴν κοίταξε· μὰ ἔπειτα ἔξαφνα:

- Ναί, εἶπε, πᾶμε σπίτι.

Ἡ κυρία Κατίγκω φώναξε ἕνα ἁμάξι.

Στὸ σπίτι ποὺ ἦρθαν, ἔμαθαν πὼς μόλις εἶχε φύγει ὁ Στέφανος.

- Ἦρθε καὶ ρώτησε ἂν περάσατε ἀπὸ δῶ, εἶπε ἡ ὑπηρέτρια.

- Ἤτανε μόνος; ρώτησε γοργὰ ἡ Εὐανθία καὶ εἶχε ξανακοκκινίσει.

- Ναί, ἀπάντησε ἡ ὑπηρέτρια, στὴ σκάλα ρώτησε· μοῦ φάνηκε πὼς σταμάτησε στὴν πόρτα ἁμάξι.

- Ἦταν αὐτές, εἶπε ἡ Εὐανθία· καὶ ὅταν ἔφυγε ἡ ὑπηρέτρια: Μετάνιωσαν ἅμα ἄκουσαν πὼς θὰ ἐρχότανε καὶ ὁ κύριος νομάρχης.

Κ᾿ ἔμεινε κοιτάζοντας τὴν κυρία Κατίγκω, σὰ νὰ περίμενε νὰ πεῖ ἐκείνη νὰ γυρίσουν πίσω.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω βλέποντάς τη ποὺ ξαναχλώμιασε:

- Ἔλα, εἶπε, βγάλε τὸ καπέλο σου καὶ κάθισε.

Καὶ φώναξε νὰ φέρουν τσάι.

Ἡ Εὐανθία ἔμεινε σὰν ξεχασμένη, καθὼς τὴν κάθισε ἡ κυρία Κατίγκω στὸν καναπὲ καὶ τῆς σερβίρισε τὸ τσάι.

Ὥρα πολλὴ δὲ μίλησαν καὶ οἱ δυό. Μιὰ στιγμὴ μόνο ἡ κυρία Κατίγκω, ἐνῶ καθότανε κοντά της κρατοῦσε τὸ χέρι της, εἶπε σιγά:

- Νὰ στείλομε γιὰ τὴ νονά;

Μὰ ἡ Εὐανθία τῆς ἔνεψε: ὄχι· κ᾿ ἔμειναν γιὰ ὥρα πάλι ἀμίλητες, κοιτάζοντας καὶ οἱ δυὸ μπροστά τους σὰ νὰ εἶχαν τώρα λησμονηθεῖ καὶ οἱ δυό.

Ἔξω ὁ ἥλιος βυθίζοντας στὴ θάλασσα ἔβαφε τὸν οὐρανὸ μὲ χρῶμα κίτρινο – ἕνα κίτρινο ὄχι χρυσὸ καὶ ἀστραφτερό, ἀλλὰ χλωμὸ καὶ ἄλαμπο σὰν ὤχρα· τὸ ἀχνό του ἀντίφεγγο χτυποῦσε κρύο καὶ μελαγχολικὸ στὸ τζάμι καὶ χυνόταν ψυχρότερο καὶ πιὸ θολὸ στὴν κάμαρα.

Ἡ κυρία Κατίγκω αἰσθάνθηκε ν᾿ ἀνατριχιάζει καὶ φώναξε καὶ ἄναψαν τὸ τζάκι.

Σὲ λίγο μία φεγγοβολὴ πήδησε ἔξαφνα σὰν ἁπαλὴ ἀστραπὴ πετώντας κόκκινες θερμὲς ἀναλαμπὲς στοὺς ἀργυροὺς δίσκους καὶ στὰ κρύσταλλα τῶν τραπεζιῶν καὶ τοῦ μπουφὲ μέσα στὴν κάμαρα.

Καὶ ὅταν γέμισε ἔπειτα ἡ χλιαρὴ πνοή της τὸν ἀέρα, ἡ Εὐανθία ἀνασηκώθηκε κ᾿ ἔπιασε τὸ χέρι τῆς κυρίας Κατίγκως.

- Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι ἐδῶ, εἶπε σιγὰ καὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο της.

Κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω τῆς χάδευε ἐλαφρὰ τὸ μάγουλο:

- Ναί, δὲν μπορῶ πιὰ ἐκεῖ· ἂν ἦταν νὰ ξαναπάω ἐκεῖ, καλύτερα νὰ φύγω.

- Αὔριο νὰ φύγω, εἶπε πάλι κ᾿ ἔκρυψε τὸ πρόσωπο στὸ στῆθος τῆς κυρίας Κατίγκως.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔνιωσε ποὺ ἐκεῖ. Ἔσκυψε καὶ τὴ φίλησε.

- Χρυσή μου, ψιθύρισε μονάχα σὰ νὰ ἔνιωθε κάτι περισσότερο παρότι εἶχε πεῖ ἡ Εὐανθία.

Καὶ σὰ νὰ μὴν μποροῦσε νὰ πεῖ κάτι περισσότερο κι αὐτή:

- Χρυσή μου, ξαναψιθύρισε καὶ τὴν ἕσφιξε στὴν ἀγκαλιά της.

XVII

Τὸ βράδυ ὁ Στέφανος τὶς βρῆκε καὶ τὶς δυὸ κοντὰ στὸ τζάκι. Ἡ κυρία Κατίγκω καθόταν στὸ σκαμνάκι, ἡ Εὐανθία ἀκουμποῦσε στὰ γόνατά της ξαπλωμένη σ᾿ ἕνα δέρμα τίγρης ποὺ εἶχαν φέρει ἀπὸ τὴ σάλα. Σκυφτή, ἔριχνε μπρός της μιὰ πασιέντσα. Στὸ τζάκι ἦταν σβησμένη ἡ φλόγα, μὰ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς λάμπας ἔφεγγε ζωηρὰ τὸ κόκκινό της φόρεμα.

Ὁ Στέφανος στάθηκε πρῶτα μιὰ στιγμή, ἔπειτα κάθισε ἀπέναντί τους.

Ἡ Εὐανθία δὲν κινήθηκε, δὲν ἔσυρε οὔτε τὸ πόδι της ποὺ ἁπλωμένο ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ φόρεμα· καὶ ὁ Στέφανος κοίταζε σιωπηλὸς τὰ χαρτιὰ ποὺ ἀράδιαζε ἡ Εὐανθία, ὅταν ἔξαφνα αὐτὴ σταμάτησε.

- Δὲ βγαίνει, εἶπε καὶ σήκωσε τὰ μάτια.

- Βγάλε ἀπὸ πάνω, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος.

- Δὲν ὠφελεῖ· πρέπει νὰ ἔβγει μόνη της, εἶπε ἡ Εὐανθία καὶ τὸν κοίταξε.

- Εἶδες; γύρισε ἔπειτα πρὸς τὴν κυρία Κατίγκω· ἦταν ἡ τρίτη.

- Ἡ δεύτερη, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία τὴν κοίταξε.

- Ἡ τρίτη, ψιθύρισε· ὅμως ξαναέριξε.

Καὶ τώρα βγῆκε.

- Νά, μπράβο! εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω κ᾿ ἔκαμε νὰ σηκωθεῖ.

Μὰ ἡ Εὐανθία τὴν κράτησε:

- Ἦταν ἀλήθεια ἡ δεύτερη;

- Ναί, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία δὲ μίλησε· ἔπειτα κοιτάζοντας τὸ Στέφανο:

- Κάτι εἴχαμε βάλει, εἶπε.

Μὰ ὁ Στέφανος ρώτησε «τί;» γύρισε ἀμέσως στὴν κυρία Κατίγκω καὶ τῆς εἶπε ξαφνικά:

- Μή, μὴν τὸ πεῖς!

Ἡ κυρία Κατίγκω γέλασε καὶ σηκώθηκε. Ἡ Εὐανθία ἔμεινε ὅπως ἦταν ξαπλωμένη· ἀκούμπησε τὸ κεφάλι στὸ χέρι της ἀπάνω στὸ σκαμνάκι καὶ κοίταζε μπροστά της.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἦρθε στὸ Στέφανο· τὸν κοίταξε σὰ νὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, ἀλλὰ σταμάτησε ἔξαφνα καὶ ρώτησε μόνο:

- Εἶναι ἔξω ψύχρα;

- Λιγάκι, εἶπε ὁ Στέφανος.

Εἶχε ξαπλωθεῖ στὴν πολυθρόνα καὶ κάπνιζε καὶ κοίταζε τὴν Εὐανθία.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔσκυψε στὴ φωτιὰ καὶ καθὼς φύσηξε τὰ ξύλα, μιὰ λάμψη κόκκινη ἔπαιξε ἔξαφνα πίσω ἀπὸ τὴν Εὐανθία. Τοῦ Στέφανου τοῦ φάνηκε σὰ νὰ πετάχτηκε ἀπὸ τὸ φόρεμα τῆς Εὐανθίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ χτύπησε κ᾿ ἔσπασε στὸ δέρμα τῆς τίγρης ὅπου ἦταν ξαπλωμένη. Οἱ μαῦρες καὶ κίτρινες γραμμές του σπιθίρισαν, καὶ μία στιγμὴ σὰ νὰ σάλεψαν. Ἔπειτα ἔμειναν πάλι ἀκίνητες καὶ σκοτεινές. Ἔλαμπαν μόνο ἐμπρός του ἐκεῖ τὰ γυάλινα κίτρινα μάτια τοῦ κεφαλιοῦ τῆς τίγρης· ἔλαμπαν καὶ τὸν κοίταζαν κατάματα.

Καὶ ἡ Εὐανθία βλέποντάς τον πὼς κοίταζε κι αὐτὸς ἐκεῖ κατάματα σὰν ξεχασμένος, κλώτσησε τὴν κεφαλὴ τῆς τίγρης μὲ τὸ πόδι.

Ὁ Στέφανος ξαφνίστηκε, καὶ ἡ Εὐανθία γέλασε.

Καὶ τεντώνοντας τὸ πόδι καὶ δείχνοντας τὸ κόκκινο γοβάκι ποὺ φοροῦσε, εἶπε:

- Εἶδες τί μοῦ χάρισε ἡ θεία Κατίγκω;

Ὁ Στέφανος τὸ κοίταξε. Γνώρισε ἀμέσως τὶς κόκκινες βελούδινες παντοῦφλες ποὺ εἶχε φέρει κάποτε ὁ ἴδιος της κυρίας Κατίγκως. Ἀλλὰ καὶ ἀμέσως θυμήθηκε πὼς ἡ κυρία Κατίγκω τοῦ εἶχε πεῖ πὼς ἤθελε νὰ τὶς χαρίσει τῆς Μαρίκας.

Καὶ σταμάτησε.

- Ὡραῖες εἶναι, εἶπε σὰ μηχανικά, ἐνῶ τὸν κοίταζε ἡ Εὐανθία.

Ἔπειτα ἔμειναν πάλι σιωπηλοί. Μὰ ὅταν ἡ κυρία Κατίγκω βγῆκε ἀπὸ τὴν κάμαρα, ἡ Εὐανθία ξαπλωμένη πάντα ξαναγύρισε στὸ Στέφανο.

- Πήγατε; τοῦ εἶπε ξαφνικά.

- Ποῦ; ρώτησε ὁ Στέφανος.

Μὰ ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε. Τὸν κοίταξε μονάχα καὶ σώπασε λίγες στιγμές. Μὰ ἔπειτα κοιτάζοντάς τον πάλι:

- Ξέρεις τί εἶχα ρίξει στὴν πασίεντζα; ρώτησε μὲ μιᾶς· θέλεις νὰ μάθεις;

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος, μὰ ἡ Εὐανθία ἔμεινε πάλι σιωπηλή.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε σὰν ξαφνισμένος:

- Ἂν θὰ φύγω, ψιθύρισε τέλος ἀργά.

- Καὶ τί βγῆκε; ρώτησε ὁ Στέφανος.

Ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε· φώναξε μόνο τῆς κυρίας Κατίγκως ποὺ ἔμπαινε πάλι μέσα ἐκείνη τὴ στιγμή:

- Μὴν τοῦ τὸ πεῖς, θεία Κατίγκω.

Καὶ πετάχτηκε μὲ μιᾶς ὀρθὴ ὅταν εἶδε πὼς ἔμπαινε μαζὶ καὶ ὁ κύριος Γιάγκος.

- Ὡραία, ἀνάψατε φωτιά, εἶπε ὁ κύριος Γιάγκος ἀφοῦ τὴ χαιρέτησε.

Ἔτριψε τὰ χέρια καὶ ἦρθε καὶ κάθισε κοντά.

Εἶχε κερδίσει πάλι ἀπόψε τὸν κύριο νομάρχη καὶ ἦταν χαρούμενος. Γελοῦσε κ᾿ ἔλεγε ἀστεῖα ὅλη τὴν ὥρα στὸ τραπέζι ποὺ καθίσαν ἔπειτα. Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω δὲν ἦταν μελαγχολική, καὶ ὁ Στέφανος μιλοῦσε καθισμένος ἀπέναντι στὴν Εὐανθία.

Ἔπειτα, ὅταν ὁ κύριος Γιάγκος μὲ τὸ Στέφανο ἔπαιζαν τὴν παρτίδα τους στὸ ντόμινο, ἡ κυρία Κατίγκω καὶ ἡ Εὐανθία κάθισαν κοντά τους καὶ κοίταζαν.

Ὅταν τελείωσαν τὸ ντόμινο, ὁ Στέφανος τοὺς ἔκαμε κάποια παιγνίδια μὲ τὰ χαρτιὰ τῆς τράπουλας. Ἡ Εὐανθία τὸν κοίταζε στὰ χέρια καὶ ζητοῦσε νὰ μαντέψει πῶς τοὺς ξεγελοῦσε. Καὶ μία στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ ὁ Στέφανος τῆς ἔδινε στὸ χέρι τὰ χαρτιὰ καὶ ἄγγιξαν τὰ δάχτυλά τους, ἡ Εὐανθία δὲν τράβηξε τὸ χέρι ἀμέσως.

Ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε στὰ μάτια.

Μὰ ἔπειτα σηκώθηκε μὲ μιᾶς ὁ Στέφανος· καληνύχτισε καὶ βγῆκε.

- Πάει στὴ λέσχη, ψιθύρισε ἡ Εὐανθία στὴν κυρία Κατίγκω.

- Ἂ μπά, πάει κάτω νὰ ἐργαστεῖ, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω χωρὶς νὰ πιστεύει ὅ,τι εἶπε.

***

Ὁ Στέφανος πῆγε στὴ λέσχη.

Τὸ ἔνιωσε μόνο ὅταν μπῆκε μέσα καὶ εἶδε πὼς τοῦ ἔνεψε ὁ κύριος νομάρχης.

Σκυμμένος στὴν κορυφὴ τοῦ πράσινου μεγάλου τραπεζιοῦ ὁ κύριος νομάρχης εἶχε μπροστά του σωροὺς τὰ κόκκινα καὶ λευκὰ κόκκαλα· ὁ λοχαγὸς εἶχε καθίσει ἀπάνω στὸ τραπέζι καὶ κουνώντας τὸ πόδι του βροντοῦσε τὸ σπιρούνι στὴ γωνία τοῦ τραπεζιοῦ· τὸ βροντοῦσε σὰ μὲ ρυθμὸ καὶ σφύριζε.

Ὁ Στέφανος στάθηκε ὀρθὸς ἀντίκρυ καὶ ἄκουσε σὰ νὰ ἤθελε νὰ πιάσει τὸ ρυθμό. Ἔπειτα πρόσεξε πὼς γυάλιζε τὸ φῶς στὰ δόντια καὶ στὸ μονόκλ τοῦ λοχαγοῦ καὶ πὼς χτυποῦσε στὰ μουστάκια τοῦ κυρίου νομάρχη καὶ σταματοῦσε κεῖ μὲ ἀκτίνες πράσινες.

Καὶ κεῖ θυμήθηκε πὼς εἶχε σταματήσει κι αὐτὸς πρωτύτερα ἀντίκρυ σ᾿ ἕνα φῶς ποὺ ἔφεγγε σ᾿ ἕνα παράθυρο. Εἶχε κινήσει καὶ πήγαινε νὰ δεῖ τὸ φῶς, εἶδε ὅμως τὸ φῶς ἀκίνητο πίσω ἀπὸ τὸ κλεισμένο τζάμι καὶ σταμάτησε. Δὲν ἔνιωθε γιατί, ὅμως σταμάτησε· καὶ κοίταζε σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ ἂν ἔκαιε πράγματι φῶς μέσα στὴν κάμαρα ἢ ἦταν μόνο ἀντίφεγγο ποὺ ἔσπαζε ἀπὸ κάπου ἀπέναντι.

Ἔπειτα κοίταζε σὰ νὰ ζητοῦσε νὰ βρεῖ τί χρῶμα εἶχε τὸ φῶς· ἔπειτα εἶδε πὼς τὸ φῶς ἦταν μακριά. Καὶ εἶδε πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν συννεφιασμένος κ᾿ αἰσθάνθηκε μία κρύα πνοὴ νὰ πνέει ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἡ μικρὴ πλατεία ὅπου εἶχε σταθεῖ ἦταν ἔρημη, μὰ οἱ κορμοὶ τῶν κοντῶν δέντρων τοῦ φάνηκαν σὰ ζωντανὲς παράξενες μαῦρες μορφὲς ποὺ ἤθελαν νὰ κινηθοῦν. Ὁ Στέφανος δὲν ἔβλεπε τὰ φύλλα, μὰ τὰ αἰσθάνθηκε πὼς ἔτρεμαν σὰ ν᾿ ἀνατρίχιαζαν στὴν κρύα πνοὴ τῆς θάλασσας.

Καὶ δὲ γύρισε στὴ θάλασσα. Γύρισε πίσω. Στὴν προκυμαία ἔφεγγαν τὰ φῶτα καὶ οἱ ἄνθρωποι πηγαινοερχόντανε. Χαιρέτησε δυὸ τρεῖς· καὶ βρέθηκε στὴ λέσχη ἔξαφνα.

Καὶ τώρα ἔμενε ὀρθὸς καὶ κοίταζε τὶς πράσινες ἀκτίνες στὰ μουστάκια τοῦ κυρίου νομάρχη. Ἔπειτα ξανακοίταξε τὸ λοχαγό, ἔπειτα τὸ παιχνίδι· ἔπειτα κάθισε μὲ μιᾶς καὶ ὁ ἴδιος κ᾿ ἔπαιξε.

***

Ὅταν γύρισε σπίτι, εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυχτα. Ἀνέβηκε στὰ δάχτυλα τὴ σκάλα γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσουνε στὸ σπίτι. Μὰ καθὼς ἔμπαινε στὸ διάδρομο, σταμάτησε· μιὰ θαμπόλευκη μορφὴ ποὺ σάλεψε μπροστά του τὸν σταμάτησε.

Τινάχτηκε ὅταν τὸν πλησίασε ἡ μορφή, μὰ γνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ ποὺ τοῦ ψιθύρισε:

- Ἤσουν στὴ λέσχη;

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος.

- Ἔπαιζες;

-Ναί, εἶπε πάλι ὁ Στέφανος.

- Καὶ γὼ περίμενα.

Ὁ Στέφανος ξαναξαφνιάστηκε. Εἶδε μὲ μιᾶς μπροστά του τὸ φωτισμένο παράθυρο, ὅπου ἀπέναντι εἶχε σταθεῖ πρωτύτερα καὶ κοίταζε.

Μὰ ἡ φωνὴ κοντά του τὸν ξαναξύπνησε:

- Γιὰ νὰ σοῦ πῶ τί βγῆκε.

- Τί βγῆκε; ψιθύρισε ὁ Στέφανος.

- Πὼς δὲ θὰ φύγω, εἶπε ἡ φωνή, καὶ ὁ Στέφανος εἶχε ξυπνήσει ὁλότελα.

Ἀλλὰ δὲ μίλησε. Ἔμεινε ἀκίνητος· μὰ σὰ κίνησε μόνο τὰ χέρια πρὸς τὴ μορφὴ ποὺ σάλεψε καὶ κείνη πρὸς τὰ πίσω, πρὸς τὴν πόρτα ὅπου στεκότανε.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ἀκίνητος λίγες στιγμὲς ἀκόμα, ἔπειτα ὅμως ἔφυγε ἀμέσως μέσα πρὸς τὸ διάδρομο πρὶν ἀνοίξει καλὰ ἡ πόρτα πίσω καὶ δεῖ καλύτερα στὸ φῶς ποὺ χύθηκε ἀπὸ μέσα ποιὰ ἦταν ἡ μορφή.

XVIII

Ἔφυγε, σὰ νὰ φοβήθηκε νὰ δεῖ. Καὶ τὸ πρωὶ πάλι φοβήθηκε νὰ δεῖ. Φώναξε καὶ τοῦ ἔφεραν στὴν κάμαρά του τὸν καφὲ καὶ κατέβηκε ἀμέσως κάτω στὸ γραφεῖο. Ὅταν τελείωσε, τράβηξε ἴσια στῆς Μαρίκας.

Τὴ βρῆκε ποὺ καθότανε στὴν κάμαρα μὲ τὴ γιαγιά, μὰ εἶδε ἀμέσως πὼς ἦταν φοβερὰ χλωμή.

Δὲν τόλμησε νὰ τὴ ρωτήσει. Κάθισε μόνο καὶ μιλοῦσε πράγματα ἀδιάφορα μὲ αὐτὴ καὶ τὴ γιαγιά. Μὰ ὅταν ἔξαφνα τὸν ρώτησε ἡ γιαγιὰ ἂν θὰ ἔρθει ἡ Εὐανθία, καὶ τῆς ἀπάντησε: «Δὲν ξέρω, δὲν τὴν εἶδα σήμερα», εἶδε πὼς ἡ Μαρίκα ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ βλέμμα.

Ἔμεινε μία στιγμὴ σὰ συγχυσμένος. Μὰ ὅταν ἔφυγε ἡ γιαγιὰ κ᾿ ἔμειναν μόνοι, πλησίασε πρῶτος τὴ Μαρίκα.

- Κάθισες ψὲς ἀργά; τὴ ρώτησε.

- Ὄχι, κοιμήθηκα νωρίς, ἀπάντησε ἥσυχα ἡ Μαρίκα.

- Μὰ τὸ παράθυρο εἶχε φῶς ἀργά.

Ἡ Μαρίκα τὸν κοίταξε.

- Τί ἦρθες; περίμενε ν᾿ ἀκούσει ὁ Στέφανος, μὰ ἡ Μαρίκα ψιθύρισε, ἥσυχα πάλι:

- Τὸ ξέχασα ἀναμμένο.

Ὁ Στέφανος τῆς ἔπεισε μὲ μιᾶς καὶ τὰ δυὸ χέρια:

- Ὦ Μαρίκα, ὦ Μαρίκα!

Κ᾿ ἐνῶ ἡ Μαρίκα τὸν κοίταζε ἀτάραχη:

- Δὲν ξέρεις τί εἶσαι γιὰ μένα, ξέσπασε ξαφνικὰ καὶ τῆς γέμισε φιλιὰ τὰ χέρια. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθῶ ὅλη νύχτα, ἐξακολούθησε, ὅλη τὴ νύχτα εἶχα τὰ μάτια σου μπροστά μου…

Καὶ ἔλεγε ἀλήθεια. Τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ἔφεγγαν πράγματι ὅλη τὴ νύχτα μπροστὰ στὸ Στέφανο. Εἶχε φύγει γοργὰ στὸ διάδρομο σὰ νὰ φοβήθηκε νὰ δεῖ, ὅμως ὅλη τὴ νύχτα εἶχε μπροστά του τὴν πόρτα ποὺ ἄνοιξε ἔξαφνα στὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ καὶ φώτισε μία λευκὴ μορφὴ ποὺ ἔμεινε ὀρθὴ μὲ ἁπλωμένα χέρια πίσω του --- ἀλλὰ τὰ χέρια αὐτά, παράξενο! τὰ γνώριζε, ἦταν τὰ χέρια τῆς Μαρίκας. Εἶχε φύγει γοργὰ στὸ διάδρομο σὰ νὰ φοβήθηκε νὰ δεῖ, ὅμως ὅλη τὴ νύχτα ἔβλεπε μπρός του δυὸ μάτια ὑγρὰ καὶ φωτεινὰ ποὺ τὸν κοιτάζαν ἐνῶ ἔφευγε --- ἀλλά, παράξενο! τὰ μάτια αὐτὰ ἦταν τὰ μάτια τῆς Μαρίκας. Στιγμὲς στιγμὲς δυὸ κόκκινα σημάδια ἔφεγγαν κάτω στὸ πάτωμα σὰ βελουδένια, ἔλαμπαν ἐμπρὸς στ᾿ ἀγρυπνισμένα μάτια του σὰν ἄλικα μεγάλα ρόδα ποὺ ἔπλεαν σὲ πρωινὰ νερά, καὶ ἀπάνωθέ τους ἔτρεμε κάτι θαμπόλευκο, κυματιστὸ καὶ σὰν ἀέρινο· στιγμὲς πάλι τὸ ἄσπρο αὐτὸ γινόταν κόκκινο, ἄλλαζε σὲ κρεμεζί, σὲ ρουμπινὶ κ᾿ ἔλαμπε μπρός του ζωηρὰ σὰ φλόγα, μιὰ φλόγα ποὺ ἔφεγγαν μέσα της δυὸ μάτια --- ἀλλὰ τὰ μάτια ἦταν τῆς Μαρίκας. Ὕστερα πάλι ξαναέσβηνε τὸ κόκκινο σιγὰ σιγά, ξαναγινόταν ἄχνα ἀγανή, λευκὸς ἀφρὸς ποὺ ἕλιωνε σ᾿ ἕνα γιαλό, γινόταν ἀέρας διάφανος καὶ φῶς ποὺ ἔπαιζε κ᾿ ἔτρεμε κ᾿ ἔφευγε καὶ γλιστροῦσε ἀπάνω ἀπὸ μία θάλασσα ἄπειρη.

Μιὰ θάλασσα... Καὶ ὁ Στέφανος εἶδε τοὺς σκοτεινοὺς κύκλους ξανὰ νὰ τοῦ γεμίζουνε τὴ θάλασσα. Ἦταν σὰ νὰ ἤθελαν οἱ κύκλοι αὐτοὶ νὰ σβήσουν τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ποὺ ἔφεγγαν μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα --- τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ποὺ ἀνοίγονταν τώρα μπροστά του ἐκεῖ μεγάλα ὁλόμαυρα καὶ μελαγχολικὰ μέσα στοὺς βαθουλοὺς μεγάλους κύκλους γύρω τους.

Ὁ Στέφανος τὰ κοίταζε. Ἦταν κρύα καὶ σκοτεινά, σὰν τὴ συννεφιασμένη θάλασσα, κ᾿ ἔβλεπαν ἐμπρός τους ἀσάλευτα καὶ καρφωμένα, σὰ νὰ ζητούσανε νὰ σκίσουν τὴ σταχτερὴ ἄχνα μακριά, σὰ νὰ γυρεῦαν νὰ βυθίσουν πέρα ἀπὸ αὐτὴ μέσα στὸ χλωμὸ φῶς μακρύτερα, στὸ φῶς ποὺ κάτι σὰν ἀντίφεγγό του ἔτρεμε κιτρινωπὰ κ᾿ ἔπαιζε θλιβερὰ στὶς κόρες τους.

- Τὰ μάτια σου, θέλησε νὰ ξαναπεῖ ὁ Στέφανος, μὰ ἡ ψυχρὴ καὶ ἄφεγγη λάμψη τους τὸν πάγωσε.

Καὶ ψιθύρισε, σὰ νὰ ξυπνοῦσε ξαφνικά:

- Μαρίκα, τί ἔπαθες, τί ἔχεις;

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα ἔριξε τὸ βλέμμα κ᾿ ἔμεινε ἄφωνη καὶ ἀκίνητη.

- Μαρίκα, ξαναψιθύρισε ὁ Στέφανος· μὰ ἔπειτα ἔμεινε ἄφωνος κι αὐτός.

Ἔγινε μερικὲς στιγμὲς σιγὴ στὴν κάμαρα· μιὰ σιγὴ ἀνήσυχη. Καὶ ὅσο βαστοῦσε αὐτή, ὁ Στέφανος εἶχε τὸ αἴσθημα πὼς ἔπεφτε ἀργὰ σιγὰ κάτι σὰ σταχτερὴ βαριὰ κουρτίνα ἀνάμεσά τους.

Μὰ ἐκεῖ, ἐνῶ ὁ Στέφανος κρατοῦσε πάντα τὰ χέρια της, ἡ Μαρίκα σήκωσε πάλι τὰ μάτια:

- Ἦρθες, ἀλήθεια, χτὲς βράδυ; ρώτησε κοιτάζοντάς τον ἔξαφνα.

- Ναί, ἦρθα, εἶπε ὁ Στέφανος.

Ἀλλὰ σταμάτησε.

- Ἦρθα καὶ κοίταζα τὸ φῶς καὶ πρόσμενα, εἶπε ἀμέσως ἔπειτα. Μὰ ξανασώπασε, σὰ νὰ μὴν εἶχε νὰ πεῖ ἄλλο τίποτε.

Ἔμειναν καὶ κοιτάζονταν. Ἔπειτα σηκώθηκαν καὶ περπάτησαν μαζὶ μέσα στὴν κάμαρα. Κ᾿ ἐνῶ στάθηκαν μπροστὰ στὶς γλάστρες τῆς κυρίας Ἀγλαΐας, ὅπου οἱ τουλίπες ἔφεγγαν ὁλοκόκκινες στὸν ἥλιο ποὺ ἔπεφτε ἀπάνω τοὺς ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἡ Μαρίκα ἀφήνοντας τὸ χέρι της νὰ πέσει σὰν ἄψυχο μέσα στὸ χέρι τοῦ Στέφανου, εἶπε σιγά:

- Δὲν ξέρω, μὰ δὲν εἶμαι --- δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη.

Καὶ ἡ ματιά της ξαναπῆρε τὸ ὠχρὸ καὶ ἄφεγγο χρῶμα ποὺ εἶχε παγώσει πρωτύτερα τὸ Στέφανο.

ΧΙΧ

Ὁ Στέφανος ἦρθε σιωπηλὸς στὸ σπίτι. Ἡ κυρία Κατίγκω εἶδε τὸ σύννεφο στὸ πρόσωπό του καὶ τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε:

- Εἶναι ἀδιάθετη ἡ Μαρίκα;

- Ὄχι, καλὰ εἶναι, ἀπάντησε ὁ Στέφανος κ᾿ ἔμεινε πάλι σιωπηλός.

Ἡ κυρία Κατίγκω στάθηκε καὶ τὸν κοίταζε ἐνῶ ἔμπαινε ἡ Εὐανθία. Ἐρχόταν γρήγορα, μὰ ὅταν εἶδε τὸ Στέφανο σταμάτησε. Καθὼς μπῆκε, τὸ φόρεμά της πέταξε λάμψεις κόκκινες στὸν ἥλιο ποὺ γέμιζε τὴν κάμαρα.

Στάθηκε μία στιγμή· ἔπειτα πλησιάζοντας σιγὰ τὴν κυρία Κατίγκω εἶπε:

- Ἡ γιαγιὰ παράγγειλε νὰ πᾶμε.

- Πηγαίνομε, ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία τὴν κοίταξε:

- Ἀλλὰ δὲν εἴπαμε θὰ ἔρθει ἡ Φιφίκα;

- Ἂ ναί, τὸ ξέχασα. Ἡ κυρία Κατίγκω φαινόταν πράγματι σὰν ξεχασμένη.

- Τῆς παραγγέλνομε --- ἢ πᾶμε στὴ νονὰ ἀργά, εἶπε ὕστερα.

- Ἄ, ὄχι στὴ γιαγιὰ ἀργά· θὰ μὲ κρατήσει, ἔσκυψε καὶ εἶπε σιγαλότερα ἡ Εὐανθία.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ἔσυρε κοντά της καὶ τὴ χάδεψε.

Ὁ Στέφανος καθὼς τὴν κοίταξε εἶδε ποὺ ξαναέλαμψε τὸ φόρεμά της. Καὶ εἶδε πὼς φοροῦσε τὰ κόκκινα βελούδινα γοβάκια.

Σὰ νὰ γέμισε ὅλη ἡ κάμαρα μὲ ρόδα κόκκινα, τὰ ρόδα ποὺ ἔπλεαν ὀληνύχτα ἐμπρός του στὰ πρωινὰ νερὰ --- γύρισε ἀλλοῦ κ᾿ ἔκαμε κίνημα σὰ νὰ ἤθελε νὰ φύγει.

Μὰ ἡ Εὐανθία τὸν πλησίασε.

Κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε γυρίσει καὶ κάτι ἔσιαζε στὴν κάμαρα καὶ ὕστερα βγῆκε, ἡ Εὐανθία στάθηκε μπροστά του ὀρθὴ καὶ βλέποντάς τον κατάματα ἔκαμε κάτι νὰ τοῦ πεῖ.

Ἀλλὰ ἔξαφνα σταμάτησε.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ἀκίνητος καὶ κοιτάχτηκαν μία στιγμὴ καὶ οἱ δυὸ σὰν ξαφνιασμένοι.

Μὰ εὐθὺς ἡ Εὐανθία:

- Ξέρεις, τοῦ εἶπε, ἡ Φιφίκα θὰ πάρει τὸ λοχαγό.

Τὸ εἶπε σὰ νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε νὰ πεῖ.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Στέφανος, σὰ νὰ εἶχε νιώσει:

- Τὸ ξέρω, εἶπε μὲ τόνο ἀδιάφορο καὶ σὰν ξερό.

Ἡ Εὐανθία κοκκίνησε ὅλη. Καὶ γύρισε ἀμέσως μ᾿ ἕνα τίναγμα, σὰ νὰ εἶχε ἀγγίξει κάπου μὲ τὸ χέρι καὶ κάηκε ἔξαφνα. Καὶ καθὼς ξαναέμπαινε ἡ κυρία Κατίγκω μέσα, πῆγε ἴσια ἀπάνω της:

- Θεία Κατίγκω, ὁ Στέφανος θέλει νὰ φύγω, εἶπε καὶ σταμάτησε μπροστά της.

Καὶ θέλησε νὰ κρύψει μ᾿ ἕνα χαμόγελο κάποιο τρεμούλιασμα ποὺ εἶχε ἡ φωνή της.

Ἡ κυρία Κατίγκω στάθηκε σὰν ξαφνιασμένη.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε συγχυσμένος μία στιγμή.

Ἔπειτα βλέποντας πὼς ἡ κυρία Κατίγκω τὸν κοίταζε περίεργα.

- Ἀηδίες, ψιθύρισε σιγά.

- Ἀστεῖα, εἶπε πάλι δυνατότερα καὶ βημάτισε στὴν κάμαρα, ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω πῆρε τὴν Εὐανθία κοντά της καὶ τὴν ἀκούμπησε στὸν ὦμο της.

Μὰ ὅταν ὁ Στέφανος πῆγε ἔπειτα καὶ κάθισε στὴν ἄκρη, ἡ Εὐανθία ἦρθε καὶ ξαναστάθηκε μπροστά του καὶ γελοῦσε.

- Ἀλλά, Εὐανθία, ἔκαμε νὰ τῆς πεῖ, μὰ ἡ Εὐανθία ἀφοῦ περίμενε καὶ ξαναβγῆκε ἔξω ἡ κυρία Κατίγκω:

- Δὲ λὲς ἀλήθεια, τοῦ εἶπε σφυριχτά, σὰ μέσα ἀπὸ τὰ δόντια.

- Ἀλλά, Εὐανθία, θέλησε νὰ ψιθυρίσει πάλι ὁ Στέφανος, μὰ ἡ Εὐανθία τὸν ἔκοψε μὲ μιᾶς:

- Ναί, ναὶ – δὲ μοῦ ἔταξες νὰ ἔρθεις μαζὶ στὰ ἰγγλέζικα;

Κ᾿ ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε.

Ὁ Στέφανος χαμήλωσε τὸ βλέμμα.

Ὅταν τὸ ξανασήκωσε, ἡ Εὐανθία δὲ γελοῦσε· τὸν κοίταζε μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα, μεγάλα, μὰ ἄλαμπα καὶ ὠχρά. Τὰ μάτια δὲν εἶχαν σκοτεινοὺς μεγάλους κύκλους γύρω τους, τὰ μάγουλα ὅμως ἦταν χλωμά. Καὶ ὅταν ὁ ἥλιος δοκίμασε νὰ παίξει πάλι στὸ κόκκινο τὸ φόρεμα, δὲ γέμισε τὴν κάμαρα μὲ ρόδα πορφυρά· κίτρινα ρόδα ὠχρὰ σκορπίστηκαν μπροστὰ στὸ Στέφανο καθὼς κοίταζε τὴν Εὐανθία.

Κ᾿ ἐνῶ τὴν κοίταζε, ξαφνικὰ μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν τὴ γνώρισε καὶ ὁ ἴδιος:

- Εὐανθία, ψιθύρισε σιγὰ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια ἐμπρός.

Μὰ ἔπειτα, πάλι σιγά, τὰ ἔσυρε πίσω κ᾿ ἔγειρε σ᾿ αὐτὰ τὸ μέτωπο.

Ἡ Εὐανθία ἔκαμε νὰ σκύψει.

Ἀλλὰ δὲν ἔσκυψε· ἔφερε μόνο τὸ χέρι στὰ μαλλιά του καὶ τὰ χάιδεψε· ἁπαλά.

ΧΧ

- Πῆγαν χτές; ρώτησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ὁ Στέφανος δὲν ἔνιωσε, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὸ κέντημά της καὶ πρόσθεσε:

- Στὰ ἰγγλέζικα.

- Δὲν ξέρω --- δὲ ρώτησα, εἶπε ὁ Στέφανος.

Μὰ ἡ Μαρίκα ἔμεινε σκυμμένη στὸ δικό της κέντημα.

Καὶ ξανασώπασαν. Ἔπειτα ἡ κυρία Ἀγλαΐα ξαναεῖπε ἔξαφνα:

- Ὁ κύριος νομάρχης σὰ νὰ νοστιμεύεται τὴν Πρίφτη.

Κ᾿ ἐνῶ οὔτε ὁ Στέφανος οὔτε ἡ Μαρίκα μίλησαν:

- Νὰ δοῦμε πῶς θὰ τὴ μοιράσουν μὲ τὸ λοχαγό, εἶπε πάλι.

Καὶ γυρνώντας στὸ Στέφανο:

- Ἡ μητέρα σου τί λέει; ρώτησε.

Ὁ Στέφανος σήκωσε τοὺς ὤμους.

- Καὶ τὸ παιγνίδι τοῦ ταξιδιοῦ τί νὰ σημαίνει;

Καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα γέλασε. Ἔπειτα μίλησε πάλι γιὰ τὸν κύριο νομάρχη:

- Τὸν εἴχαμε στὴ νομαρχία. Ἦταν καλὸς ὑπάλληλος. Ὁ μπαμπάς σου τὸν συμπαθοῦσε, εἶπε τῆς Μαρίκας ποὺ τὴν κοίταζε κείνη τὴ στιγμή.

Ἔπειτα ἔφερε τὴν ὁμιλία στὴ νομαρχία.

- Κάθε Παρασκευὴ δίναμε τσάι ἐμεῖς, κάθε Δευτέρα ὁ Ἄγγλος πρόξενος· ἔπειτα ἀλλάξαμε, τὸ κάναμε Τετάρτη· νὰ δεῖς γιατί.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σταμάτησε τὸ κέντημα καὶ συλλογίστηκε.

- Ἂ ναί, εἶπε ἔπειτα, κάθε Παρασκευὴ εἶχα συμβούλιο στὸ σύλλογο τῶν κυριῶν· τὴν Τρίτη στὴν ἐταιρία τῶν ἐργοχείρων ποὺ ἤμουν πρόεδρος.

- Ναί, μοῦ διηγηθήκατε, εἶπε ὁ Στέφανος, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα ξανασκύβοντας στὸ κέντημά της:

- Τότε ἡ νομαρχία εἶχε μεγάλη δικαιοδοσία, ψιθύρισε, τότε ἦταν κατιτὶ νὰ εἶναι κανεὶς νομάρχης.

Ὁ Στέφανος συμφώνησε.

- Μὰ ὁπωσδήποτε ἕνας νομάρχης εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸ λοχαγό, εἶπε πάλι ἔξαφνα ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Καὶ γυρίζοντας ἔξαφνα πάλι στὴ Μαρίκα:

- Τί ἄσχημο ποὺ ἦταν τὸ φόρεμα τῆς Πρίφτη· καὶ τὸ καπέλο μὲ τὰ κίτρινα φτερά.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ μὴν πρόσεχε· κίνησε μόνο τὸ κεφάλι καὶ κοίταζε μπροστά της.

Καὶ ὁ Στέφανος γύρισε καὶ εἶδε πὼς ἡ Μαρίκα δὲν κοίταζε οὔτε στὸ κέντημα ποὺ εἶχε στὰ χέρια· κοίταζε πέρα στὸν ἥλιο ποὺ βασίλευε.

Ὁ Στέφανος περίμενε ὅσο ποὺ σώπασε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Σηκώθηκε ὕστερα σιγὰ καὶ πῆγε στὸ παράθυρο. Νέφη μικρὰ εἶχαν σωριαστὴ κομματιαστὰ κ᾿ ἔφεγγαν κοκκινωπὰ σὰ σφυροκοπημένες χάλκινες πλάκες στὴν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἀπὸ κάτω του ἔπαιζε ἀστραφτερὴ στὸ βάθος στενὴ γραμμὴ μονάχα ἡ θάλασσα. Ἀντίκρυ τὸ ὀρθόβραχο ὑψωνόταν ἥσυχο, βαμμένο ἁπαλὸ χρῶμα γιουλὶ καὶ διάφανο.

Ὁ Στέφανος ἔμενε ὀρθὸς ἐκεῖ καὶ κοίταζε. Πίσω ἡ κυρία Ἀγλαΐα κάτι ξαναψιθύρισε, μὰ ὁ Στέφανος οὔτε τὴν ἄκουσε. Καὶ δὲν τὴν ἄκουσε οὔτε ὅταν ἔφυγε· ἄκουσε μόνο τὸ βῆμα τῆς Μαρίκας ποὺ τὸν πλησίασε σιγὰ καὶ στάθηκε κοντά του καὶ κοίταζε κι αὐτή.

Μὰ τὰ χαλκοβαμμένα σύννεφα εἶχαν σκορπίσει· ἁπλώθηκαν στὴ θέση τους βαθιόμαβες στενὲς λουρίδες ποὺ ἕλιωναν σιγὰ σιγὰ σὲ καταχνιὰ βιολέτινη, βαθιά, μουντὰ βιολέτινη. Μονάχα τὸ ὀρθόβραχο βουνὸ ἔμενε ἀντίκρυ τους μενεξελί, θολότερο, σκουρότερο, μὰ ἀκόμα φωτεινὸ καὶ διάφανο.

Στέκονταν καὶ οἱ δυὸ καὶ κοίταζαν. Κοίταζαν πὼς σκούραινε ὁλοένα τὸ βουνό, πὼς ἡ ὁμίχλη πέρα γινότανε πιὸ σταχτερὴ καὶ πὼς κάτω μακριὰ σκοτείνιαζε ἡ γραμμὴ τῆς θάλασσας.

Ἔξω εἶχε σβήσει στὸν ἀέρα κάθε ἀναλαμπή, κ᾿ ἕνα θολὸ μισόφωτο ἔτρεμε μέσα στὴν κάμαρα ὅταν γύρισαν κ᾿ ἔκαμαν νὰ σαλέψουν ἀπὸ τὸ παράθυρο.

Μὰ ἐκεῖ ἔξαφνα πήδησε μπρός τους ἡ Εὐανθία καὶ τοὺς σταμάτησε στὴ θέση τους.

- Μαρίκα, φώναξε, λοιπὸν θὰ πᾶμε τὸ πρωί; Μοῦ τὸ παράγγειλε ἡ γιαγιά.

- Θὰ πᾶμε, ναί, ἀπάντησε ἡ Μαρίκα.

Καὶ ἡ Εὐανθία ποὺ εἶδε τὸ Στέφανο ποὺ κοίταξε σὰ νὰ μὴν ἔνιωθε:

- Στὴν ἐκκλησίτσα· τί, δὲν ξέρεις; γύρισε σ᾿ αὐτόν.

- Δὲν τοῦ τὸ εἶπες; εἶπε πάλι τῆς Μαρίκας.

- Ναί, τὸ λησμόνησα, ἀπάντησε ἡ Μαρίκα.

- Μὰ ἐσὺ τὸ ἤθελες, λέει ἡ γιαγιά, καὶ τὸ ἔταξε νὰ τὴν ἀνοίξει.

Ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε.

- Ναί, ἐγώ, ἔνεψε ὕστερα κ᾿ ἔριξε μπροστά της μιὰ ματιά, ποὺ χάθηκε στὴ σκοτεινιὰ ποὺ ἔπεφτε στὴν κάμαρα.

Γιὰ τὸ Στέφανο μόνο δὲ χάθηκε· τὴν εἶχε ἐμπρός του ὅλη τὴν ὥρα ἔπειτα ἐκεῖ ποὺ γύριζε στὸ σπίτι βαδίζοντας σκυφτὸς κοντὰ στὴ θάλασσα.

ΧΧΙ

Ὁ παπὰς τελείωνε τὴ λειτουργία στὸ ἐξωκλήσι τῆς ἀκρογιαλιᾶς ὅταν σταμάτησε στὴν πόρτα του τὸ ἁμάξι μὲ τὴν Εὐανθία, τὸ Στέφανο καὶ τὴν κυρία Κατίγκω. Ἦρθαν ἀργὰ γιατὶ καὶ ὁ Στέφανος καὶ ἡ Εὐανθία ἄργησαν νὰ ἑτοιμαστοῦν. Ἔπειτα ἡ κυρία Κατίγκω θυμήθηκε στὸ δρόμο πὼς δὲν εἶχε ἀφήσει τῆς μαγείρισσας βούτυρο γιὰ τὸ ραβανί, ποὺ εἶχε ζητήσει ὁ κύριος Γιάγκος γιὰ τὸ μεσημέρι.

- Δὲν μπορῶ· ὁ πατέρας σου τὸ περιμένει, εἶπε στὸ Στέφανο ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν.

Στὴν ἐκκλησία ἦταν μονάχες ἡ γιαγιὰ μὲ τὴ Μαρίκα. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ὅταν πῆγαν νὰ τὴν ξυπνήσουν, δὲν μπόρεσε νὰ σηκωθεῖ.

- Στὴ νομαρχία δὲν ἀνοίγαμε ἐξωκλήσια, εἶπε τῆς Μαρίκας, ἀλλὰ ἡ Μαρίκα εἶπε μόνο τῆς γιαγιᾶς:

- Ἡ μαμὰ ἔχει πονοκέφαλο.

Καὶ ἦρθε πρωὶ πρωὶ μαζί της.

Τὸ πρωὶ ἦταν ψυχρὸ καὶ ὑγρό, τὰ δέντρα νοτισμένα, καὶ κάτω στὸ ἀκρογιάλι ἁπλώνονταν ὠχρόσκουρες λουρίδες καταχνιᾶς.

Ἡ γιαγιὰ εἶχε ταμένο νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια, καὶ ἡ Μαρίκα τυλίχτηκε στὸ ἐπανωφόρι της καὶ βάδιζε. Καθὼς περνοῦσαν κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα δὲν ἔβλεπε τὸν ἴσκιο της, μὰ ὅταν βγήκανε στὸ λόφο τὸν ξαναεῖδε ποὺ σερνόταν σταχτερὸς κοντὰ στὸ μαῦρο τῆς γιαγιᾶς.

Νόμιζε πὼς ἐρχόταν ἡ ἴδια πίσω καὶ τὸν ἔβλεπε.

Κατέβαιναν τὸ λόφο μόνες· δὲν περνοῦσε γύρω τους κανεὶς καὶ δὲ μιλοῦσαν καὶ οἱ δυό.

- Κουράστηκες; ρώτησε μόνο μιὰ στιγμὴ ἡ γιαγιά.

- Ὄχι, τῆς ἔνεψε ἡ Μαρίκα.

- Ὄχι γιαγιά, τῆς ξαναεῖπε καὶ κατέβηκαν πάλι τὸ λόφο σιωπηλές.

Στὸ ἀκροθαλάσσι κάτω ἄσπριζε τὸ ἐκκλησιδάκι μὲς στὰ πεῦκα καὶ παραμπρός του ὑψώνονταν δυὸ κυπαρίσσια ὀρθά, σταχτερὰ μὲς στὸ θολὸ πρωί.

Σὲ λίγο ὅμως ἡ Μαρίκα στάθηκε.

- Κουράστηκες; τὴν ξαναρώτησε ἡ γιαγιά.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα δὲν ἀπάντησε.

Κοίταξε μόνο πίσω σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ ἂν εἶχε σταματήσει ὁ ἴσκιος της.

- Ὄχι, γιαγιά, εἶπε τότε καὶ κοίταξε πάλι μπροστά της κάτω.

Ἡ καταχνιὰ εἶχε συρθεῖ, εἶχε ἁπλωθεῖ πιὸ χαμηλὰ στὴ θάλασσα.

- Ὄχι, γιαγιά, εἶπε ξανὰ καὶ ξανακίνησε.

Τὰ κυπαρίσσια ὑψώνονταν μπροστά τους κάτω πάντα σταχτιὰ καὶ ἀσάλευτα.

Ὅταν τὰ ἔφτασαν καὶ πέρασαν κοντά τους, ἡ Μαρίκα ἄκουσε ποὺ ψιθύριζαν στοὺς κλώνους τους πρωινὰ πουλιά. Μὰ δὲ σταμάτησε· μπῆκε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὴ γιαγιά.

Καὶ ὅταν ἦρθαν ἔπειτα ἡ Εὐανθία καὶ ὁ Στέφανος, εἶδαν τὴ σταχτερὴ μορφή της ὀρθὴ σκυφτὴ καὶ χαμένη μέσα στὸ ἀχνὸ γαλάζιο νέφος τοῦ λιβανιοῦ ποὺ γέμιζε τὴν ἐκκλησία.

Γύρισαν ἄθελα καὶ κοιταχτῆκαν καθὼς στάθηκαν πίσω της, ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω πῆγε στὸ πλάι τῆς γιαγιᾶς. Ἡ Μαρίκα φάνηκε πὼς τοὺς ἔνιωσε, μὰ δὲν κινήθηκε.

Ἔμειναν μερικὲς στιγμὲς σκυφτοὶ καὶ οἱ δυό.

Ἔπειτα ἡ Εὐανθία ἔδειξε τοῦ Στέφανου τὸν ψάλτη. Καθὼς ἔμπαιναν πρωτύτερα τῆς χτύπησε εὐθὺς στὰ μάτια ἡ χοντρὴ κόκκινη μύτη του· καὶ γέλασε. Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω τῆς ἔνεψε καὶ σώπασε. Καὶ τώρα τὴν ἔδειξε πάλι στὸ Στέφανο. Ἔπειτα τὸν σκούντησε πάλι νὰ προσέξει πὼς ὁ ψάλτης ἔψελνε κλαυτὰ σὰ νὰ νιαούριζε.

- Ναί, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος καὶ ξαναγύρισε πάλι τὸ βλέμμα ἐμπρός του.

Ἡ Μαρίκα ἔμενε πάντα σκυφτὴ στὴν ἴδια θέση. Εἶχε σταθεῖ κοντὰ στὸ μανουάλι ποὺ ἔκαιαν τὰ κεριά· στὴ μέση μία λευκὴ ψηλὴ λαμπάδα, γύρω μικρότερα λευκὰ καὶ κίτρινα κεριά.

Ὁ Στέφανος ἔριξε κεῖ μιὰ ματιά· ἡ λαμπάδα εἶχε μισοκαεῖ, εἶχε λυγίσει, ἀλλὰ δὲν ἔσταζε κάτω στὶς πλάκες, ὅπως τὰ κίτρινα μικρὰ κεριά. Ὅταν τὰ κεριὰ ἔγερναν ἢ ἔλιωναν, πήγαινε καὶ τὰ σήκωνε ἢ τὰ ἔσβηνε ἡ γιαγιά· ὅσο ποὺ ἔσβησαν ὅλα κ᾿ ἔμεινε κ᾿ ἔκαιε ἡ λαμπάδα μόνη. Ἔκαιε κ᾿ ἕλιωνε χωρὶς νὰ στάζει, καὶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε πῶς ἔκαιε καὶ φωτοῦσε χλωμὰ τὸ μαυρισμένο τέμπλο, ποὺ χρυσογλυμμένο κάποτε, τώρα κοκκίνιζε θαμπὰ καὶ ξέθωρα στὴν κίτρινη ἀχνὴ λάμψη τῶν καντηλιῶν ποὺ κρέμονταν μπρὸς στὶς εἰκόνες του.

Ἡ Ὡραία Πύλη, ἀνοιγμένη ἐκείνη τὴ στιγμή, ἔδειχνε τὸ ἱερὸ βαθιὰ μὲ φῶς θαμπότερο· ὁ παπὰς σάλευε μέσα ἀόριστη σκιὰ καὶ ὁ Στέφανος κοίταζε τώρα ἐκεῖ περίεργα σὰ νὰ ἔβλεπε κάτι ποὺ ἤξερε πὼς τὸ εἶχε ξαναδεῖ, ἀλλὰ καὶ τοῦ φαινόταν πὼς τώρα τὸ πρωτοέβλεπε. Ὁ ψάλτης ὅμως στὸ πλευρό του μουρμούριζε κλαυτά, μουρμούριζε ἐνοχλητικά· καὶ ὁ παπὰς καθὼς κινοῦσε μέσα στὸ θαμπὸ φῶς τὰ χέρια κ᾿ ἔσκυβε καὶ ξανασήκωνε καὶ ξαναέσκυβε τὸ σῶμα καὶ κινοῦσε κάτι ἐμπρός του σὰ νὰ τὸ ἅπλωνε, σὰ νὰ τὸ τίναζε, τοῦ ἔκαμε ἔξαφνα μιὰ ἐντύπωση σὰν κωμική. Ἀλλὰ δὲ γέλασε, ἂν κ᾿ ἔνιωσε τὴν Εὐανθία ποὺ γελοῦσε πλάι του. Δὲ γέλασε, γιατὶ μία λάμψη κινήθηκε μὲς στὸ ἱερό. Καὶ εἶδε πὼς ἡ Μαρίκα σήκωσε ἔξαφνα τὸ πρόσωπο· τὸ σήκωσε καὶ κοίταξε σὰ νὰ εἶχε πέσει ἡ λάμψη ἀπάνω της.

Τὴν ὥρα αὐτὴ ὕψωνε κι ὁ ψάλτης τὴ φωνὴ καὶ ὁ παπὰς ἀπλώνοντας τὸ χέρι ἔσυρε τὸ παραπέτασμα, σὰ νὰ ἔφραζε τὰ ἄδυτο ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ Στέφανου.

Ὁ Στέφανος δὲν ἔκαμε νὰ κινηθεῖ. Ἄκουσε μόνο πὼς ὁ ψάλτης κάτι ξαναψιθύρισε σιγὰ καὶ ὁ παπὰς ἀπάντησε κρυμμένος τώρα στὰ βάθη τοῦ ἱεροῦ.

Ἔγινε γιὰ στιγμὲς σιγὴ καὶ ὅλοι ἔσκυψαν τὸ μέτωπο. Ὁ Στέφανος ἔνιωσε πὼς τὸ ἔσκυψε κι αὐτός.

Ὅταν τὸ ξανασήκωσε εἶδε κοντά του γονατισμένη τὴ γιαγιὰ καὶ πλάι της σκυφτὴ καὶ τὴν κυρία Κατίγκω. Μὰ ἡ Μαρίκα ἐμπρός του ἦταν χαμένη. Ὁ παπὰς εἶχε ἔβγει ἐμπρὸς στὴν πύλη καὶ θυμιάτιζε, καὶ ὁ καπνὸς τοῦ λιβανιοῦ ἔπεσε πυκνὸ σύννεφο ἀπάνω της καὶ τὴ σκέπασε, τὴν ἔκρυψε.

Μὰ ἐμπρὸς στὸ σύννεφο τοῦ λιβανιοῦ ἔλαμψε φωτεινὰ μ᾿ ἕνα φανταστικὸ παιγνιδιστὸ ἀντιφέγγισμα τὸ φόρεμα τῆς Εὐανθίας. Ἦταν πράσινο, ἀλλὰ ἐμπρὸς στὸ Στέφανο ἔπαιξε πορφυρό, ρόδινα πράσινο.

Ὁ Στέφανος πῆρε τὰ μάτια εὐθύς, σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ δεῖ· γύρισε κ᾿ ἔβλεπε στὸ τέμπλο ἐμπρός του. Ξυσμένη, μαυρισμένη στὴν παλιὰ κορνίζα της ἦταν ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ θεοῦ. Μισόσβηστο τὸ πρόσωπό της, καὶ τὸ φόρεμα ξεθωριασμένο· ἄσβηστη ἔμενε μόνο ἡ ὄψη τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ τὰ μεγάλα μάτια του. Στὸ χέρι του μόλις ξεχώριζε πιὰ ἡ σφαίρα ποὺ κρατοῦσε τὸ παιδί, μὰ κάτω κάτω στὴν εἰκόνα ἔμενε ἀμαύριστο τὸ πόδι τῆς μητέρας ποὺ πρόβαλε ἀπὸ τὸ ξεβαμμένο μπλάβο φόρεμα, καὶ φαινόνταν ζωηρὰ τὰ ξεπεταγμένα μάτια καὶ τὰ κόκκινα γλωσσίδια τοῦ φιδιοῦ ποὺ συντριβόταν κάτω ἀπὸ τὸ πόδι, πατημένο μὲ τὸ μεγάλο δάχτυλο.

Ὁ Στέφανος δὲν ἔνιωθε γιατί ἔμεινε στιγμὲς πολλὲς βλέποντας τὴν εἰκόνα αὐτή. Ὅταν ἔστρεψε, ἡ Εὐανθία τὸν κοίταζε παράξενα. Τὸ φόρεμά της δὲν ἔλαμψε τώρα μπροστὰ τοῦ πράσινο· εἶδε μόνο τὸ πρόσωπό της πορφυρὸ καθὼς ἀντίκρυσε τὰ μάτια της. Καὶ σὰ νὰ αἰσθάνθηκε κάτι μὲ μιᾶς, ὁ Στέφανος πῆρε καὶ πάλι εὐθὺς τὸ βλέμμα του. Ἀπὸ τὸ τέμπλο, ἀπὸ τὴν κορυφὴ ψηλὰ τῆς Πύλης εἶδε ἕνα μάτι ποὺ τὸν κοίταζε· ἕνα μάτι ὄχι ἀπὸ πρόσωπο, μὰ μόνο ἀπὸ μία κόχη ἑνὸς ματιοῦ. Ξεβαμμένο, θαμπὸ κι αὐτὸ ὅπως τὸ τέμπλο, ὅμως ὁ Στέφανος τὸ εἶδε φωτεινό, ζωηρὸ τὸ εἶδε στυλωμένο ἀπάνω του. Κ᾿ ἔστρεψε μπρός του· ἡ Μαρίκα φάνηκε μέσα στὸ σύννεφο τοῦ λιβανιοῦ γονατιστή.

Κ᾿ ἔξαφνα αἰσθάνθηκε καὶ ὁ ἴδιος κάτι σὰ λύγισμα στὰ γόνατα.

Μὰ ἡ γιαγιὰ καὶ ἡ κυρία Κατίγκω εἶχαν σηκωθεῖ, καὶ τὸ σύννεφο τοῦ λιβανιοῦ εἶχε σκορπίσει ὁλόγυρα ἀπὸ τὴ Μαρίκα. Τὴν εἶδε ποὺ στεκόταν πάλι ὀρθὴ καὶ ἀκίνητη, κ᾿ ἔμενε ἀκίνητος κι αὐτὸς μὲ τὰ μάτια ἀπάνω της.

Ὅσο ποὺ ξαναγύρισε ἡ Εὐανθία πάλι· τῆς ξαναέπεσε στὸ βλέμμα ἡ κωμικὴ μορφὴ τοῦ ψάλτη ποὺ ἔλεγε τώρα γοργὰ καὶ βιαστικὰ τὸ τελευταῖο τροπάρι του. Καὶ γύρισε στὸ Στέφανο γιὰ νὰ γελάσει. Καὶ γέλασε.

Μὰ ὁ Στέφανος δὲν πρόσεξε. Μπροστά του εἶχε ἡ Μαρίκα κινηθεῖ· κινήθηκε ἕνα βῆμα ἐμπρὸς κ᾿ ἔμεινε κεῖ μὲ τὸ κεφάλι ὀρθό, μὰ ἔπειτα ξαναπροχώρησε ἴσια στὴν Πύλη ὅπου εἶχε ἔβγει καὶ στάθηκε ὁ παπὰς κρατώντας τὸ δισκοπότηρο στὸ χέρι.

Ὁ ψάλτης μουρμούριζε κοντὰ στὸ Στέφανο, μουρμούριζε κλαυτά, ἐνοχλητικά, μὰ ὁ Στέφανος δὲν ἄκουε. Ἔβλεπε τὴ Μαρίκα ποὺ εἶχε ἀνέβη ἕνα σκαλὶ κ᾿ ἔσκυψε πάλι ἐκεῖ τὸ πρόσωπο καὶ πρόσμενε.

Πρώτη κοινώνησε ἡ γιαγιά, ἡ Μαρίκα ἔπειτα. Ὁ Στέφανος τὴν εἶδε πὼς πλησίασε τὰ χείλη της ἀργὰ καὶ τ᾿ ἄνοιξε σιγά· καὶ κύκλοι κίτρινοι πολλοί, χλωμοὶ ἁπλώθηκαν ἐκεῖ τριγύρω της στὰ μάτια του.

Ὅταν ἔσβησαν, εἶδε πὼς ἡ ψηλὴ λευκὴ λαμπάδα ἔκαιε ἀκόμη στὸ μανουάλι πίσω της.

Στάθηκε καὶ τὴν κοίταζε ποὺ ἔκαιε· ἔκαιε σὰ γερμένη ἀπάνω της.

……….

Ἅμα βγῆκαν ἔξω, τὸ βλέμμα τῆς Μαρίκας εἶχε μία λάμψη ἀλλιώτικη. Μὰ ὅταν πλησίασε τὸ Στέφανο, ὁ Στέφανος σὰ νὰ εἶχε καρφωθεῖ στὴ θέση του· ἡ Μαρίκα, ὀρθὴ μπροστά του, τυλιγμένη στὸ σταχτὶ ἐπανωφόρι της, τοῦ ἦταν σὰν ἄλλη. Πίσω της ὑψώνονταν στὸ σταχτερὸ οὐρανὸ τὰ κυπαρίσσια ἀκίνητα· στεγνά, βαριὰ καὶ μαῦρα φάνηκαν τοῦ Στέφανου· καὶ ἡ Μαρίκα ἐκεῖ μπροστά του τοῦ ἦρθε μία στιγμὴ πὼς ἦταν ὁ ἴσκιος τους.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω πλησίασε τὴ Μαρίκα καὶ ἀφοῦ τὴ φίλησε:

- Παιδί μου, πῶς εἶσαι; τὴ ρώτησε σιγά.

Ὁ Στέφανος ἔριξε ἀπάνω της τὰ μάτια ἀσάλευτα· καὶ ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε κι αὐτὴ καὶ χαμογέλασε.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔμεινε σὰν ξεχασμένη.

- Ἐλᾶτε, τὸν καφέ σας, εἶπε ἔπειτα καὶ πῆρε τὴ Μαρίκα.

Ἡ ὑπηρέτρια εἶχε σερβίρει τὸν καφὲ στὸ πέτρινο τραπέζι ἐμπρὸς στὸ ἐκκλησιδάκι, καὶ ἡ Εὐανθία ἔδινε τὸ φλιτζάνι στὸν παπά, ὅταν πλησίασε ἡ κυρία Κατίγκω μὲ τὴ Μαρίκα.

Στάθηκαν κ᾿ ἔπιναν ὀρθὲς καὶ οἱ δυό, καὶ ἀντίκρυ τους ὁ Στέφανος.

Ἡ Εὐανθία ἦρθε καὶ θύμισε πάλι στὸ Στέφανο τὴν κόκκινη μύτη τοῦ ψάλτη κ᾿ ἔσκυψε ἔπειτα καὶ τὸ ψιθύρισε καὶ τῆς κυρίας Κατίγκως.

- Τρελή, εἶπε σιγαλὰ ἡ κυρία Κατίγκω, ἐνῶ ἡ Εὐανθία γελοῦσε.

- Μὴ δείχνεις, μὴ γυρίζεις, τῆς ξαναψιθύρισε ἡ κυρία Κατίγκω.

Μὰ ἡ Εὐανθία, σὰ νὰ φοβήθηκε μήπως τὴ νιώσει ὁ ψάλτης πὼς γέλασε γι᾿ αὐτόν:

- Γιὰ δέτε, εἶπε ἀμέσως κ᾿ ἔδειξε στὸ λόφο ἀπέναντι.

- Γιὰ δέτε κεῖ!

Ὅλοι γύρισαν καὶ κοίταξαν. Στὴν πλαγιὰ ψηλὰ τοῦ λόφου φαινόνταν μερικὲς μορφὲς ποὺ μόλις ξεχώριζαν καλὰ πὼς ἦταν ἄνθρωποι. Φαινόνταν σὰ νὰ στέκονταν σὲ κύκλο καὶ τριγύριζαν μπροστά τους κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔβλεπαν τί ἦταν. Ὅταν τὶς ἔδειξε ἡ Εὐανθία, ἔμειναν ἀκίνητες· ἔπειτα ὅμως ἄλλες ἔσκυψαν, ἄλλες κινήθηκαν· ἔπειτα πάλι στάθηκαν, καὶ τώρα ἔμοιαζαν σὰ νὰ τίναζαν ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσαν· ὕστερα ἔσκυψαν ξανὰ σὰ νὰ τὸ ἅπλωσαν κάτω, μὰ πάλι ξανασηκώθηκαν καὶ ξαναέμειναν ὀρθές, ἀσάλευτες τριγύρω του.

- Παράξενο! τί νὰ εἶναι; τί νὰ κάνουν; ψιθύρισαν κ᾿ ἔμεναν ὅλοι καὶ κοίταζαν σὰ νὰ ἔβλεπαν μυστήριο.

Μὰ ὁ ψάλτης ποὺ πρόσεξε τί κοίταζαν:

- Εἶναι βαφιέδες· ἁπλώνουν καλεμκεριὰ γιὰ νὰ στεγνώσουν, τοὺς ἐξήγησε.

Ὅλοι πῆραν ἀδιάφορα ἀπὸ κεῖ τὰ μάτια. Μόνη ἡ Μαρίκα ἔμεινε ἀκόμη γυρισμένη ἐκεῖ καὶ κοίταζε, σὰ νὰ μὴν ἄκουε ἢ σὰ νὰ μὴ θέλησε ν᾿ ἀκούσει. Κοντά της ἔγερναν τὰ κλαδιὰ τὰ πεῦκα, σταχτιὰ κι αὐτὰ στὸ σταχτερὸ πρωί, καὶ πέρα ἅπλωνε ὠχρή, συννεφιασμένη ἡ θάλασσα.

Ἦταν τὰ πεῦκα ποὺ ἀπὸ κάτω τους εἶχε σταθεῖ λευκοντυμένη μιὰ φορὰ ἡ Μαρίκα, καὶ ἦταν ἡ θάλασσα ποὺ ἔλαμπε τότε κάτω κατακόκκινη.

Ὁ Στέφανος ἔμενε μπρός τους σὰ λησμονημένος.

Μὰ ἔξαφνα πετάχτηκε μπροστὰ ἡ Εὐανθία.

- Θεία Κατίγκω, πᾶμε λιγάκι παραπέρα, πᾶμε ὡς τὸ λόφο; φώναξε καὶ τῆς ἔπιασε τὸ μπράτσο.

Ἡ κυρία Κατίγκω, πρὶν ἀπαντήσει, γύρισε τὰ μάτια στὴ Μαρίκα: ὁ Στέφανος εἶχε συρθεῖ κοντά της.

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε καὶ ξεκινῆσαν.

Τὸ φθινόπωρο εἶχε προχωρήσει, καὶ φύλλα λιγοστὰ ἀπόμεναν στὰ δέντρα ποὺ ἅπλωναν ἐδῶ καὶ κεῖ ἀραιὰ στὸ μικρὸ κάμπο τὰ μικρὰ κλαδιά τους σὰν ἀδύνατα, μακριά, σκελετωμένα χέρια μὲ δάχτυλα ἀνοιχτά, κ᾿ ἔδιναν ὄψη πιὸ μελαγχολικὴ στὴ θολὴ μέρα. Μὰ κάτω στὴ γῆ εἶχε ἡ χλόη κεντήσει, καὶ πιὸ πέρα, ψηλότερα, ὅσο λιγόστευαν τὰ κοκκινόμαυρα ξερὰ ἁρμυρίκια τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, χνούδι ψιλὸ πρασίνιζε ἀπαλὰ τὸ χῶμα καὶ στρωνόταν, ἁπλωνόταν πιὸ πράσινο καὶ μαλακὸ ὅσο ἀνέβαινε στὸ λόφο.

Καθὼς πήγαινε μπροστὰ ἡ Εὐανθία μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, τὸ πράσινό της φόρεμα χανόταν κ᾿ ἔσβηνε μέσα στὸ πράσινο τῆς χλόης. Καὶ ὁ Στέφανος σὰ νὰ τὴν ἔχασε κι αὐτὸς ὁλότελα ἀπὸ ἐμπρός του. Βάδιζε πίσω ἀργὰ στὸ πλάι τῆς Μαρίκας κ᾿ ἔβλεπε κ᾿ ἔνιωθε μόνο τὴ Μαρίκα· στεκόταν ὅπου σταματοῦσε κείνη κ᾿ ἔβλεπε μόνο ὅ,τι αὐτὴ κοίταζε. Μιὰ στιγμὴ στάθηκε ἡ Μαρίκα ν᾿ ἀκούσει ἕνα ροδάνι ποὺ γύριζε καὶ ἠχοῦσε μὲ ἥσυχο καὶ ἀργὸ ρυθμὸ κάπου ἐκεῖ πίσω, δὲν εἶδαν ποῦ. Ἔπειτα ἀνέβηκε ψηλότερα καὶ θέλησε νὰ δῆ πέρα τοὺς μύλους· τὰ φτερά τους δὲ φαίνονταν· ἀκίνητα ὅπως ἔμεναν, χανόνταν στὸ θολὸ ἀέρα τῆς συννεφιασμένης μέρας. Παρέκει σταμάτησε καὶ κοίταζε ἕνα κοπάδι ψαρῶν πουλιῶν ποὺ ἔφευγαν ἀπάνω· μόλις ξεχώριζαν ἀπὸ τὴ σταχτερὴ τὴ συννεφιὰ ψηλά, μόλις φαινόνταν πὼς σαλεῦαν· μιὰ στιγμὴ ἔδειξαν σὰ νὰ σταμάτησαν μετεωρισμένα. Μὰ ἔπειτα ὁ Στέφανος καὶ ἡ Μαρίκα τὰ εἶδαν ποὺ κινήθηκαν καὶ χαμηλῶσαν κ᾿ ἔγειραν κατὰ τὴ θάλασσα.

- Ἀργοπόρησαν, ψιθύρισε ἡ Μαρίκα.

- Ναί, εἶπε ὁ Στέφανος, καὶ προχώρησαν κι αὐτοί.

Παραπέρα σταμάτησαν πάλι.

- Ἄκου, εἶπε ὁ Στέφανος.

Σ᾿ ἕνα χαμόδεντρο λαλοῦσε κρυμμένο ἕνα πουλί· λαλοῦσε σιγαλὰ καὶ ἡ φωνή του ἦταν ὁ μόνος ἦχος ποὺ ἔτρεμε μελαγχολικὰ στὴν ἐρημιὰ τοῦ λόφου.

- Ναί, εἶπε ἡ Μαρίκα καθὼς στάθηκε ν᾿ ἀκούσει.

Μὰ τὸ πουλὶ ἔπαψε μὲ μιᾶς, καὶ ἦταν τώρα σὰ ν᾿ ἄκουσαν πιὸ μελαγχολικὴ τὴ σιγαλιὰ τοῦ λόφου.

Ἔπειτα ἄκουσαν τὴ φωνὴ τῆς Εὐανθίας πίσω ἀπὸ τὸ λόφο.

- Μαρίκα, τὴν ἄκουσαν ποὺ φώναξε· μὰ ἡ κυρία Κατίγκω δὲν τὴν ἄφησε νὰ στρέψη πίσω, καὶ εἶδαν μόνο ἕνα κλαδὶ ποὺ ἔπεσε στὰ πόδια τους.

Ἦταν κλαδὶ ἀπὸ ρείκι, καὶ καθὼς ὁ Στέφανος τὸ πῆρε νὰ τὸ δώσει τῆς Μαρίκας, τὰ βιολετιὰ μικρούλια του ἄνθη ἔπαιξαν μπροστά της σὰ σπίθες φωτεινές.

- Ἄνθισαν, εἶπε καὶ κοίταξε κάτω τὴν πλαγιά, ἀλλὰ δὲν εἶδε παρὰ σταχτιὰ ξερόκλαδα ποὺ ἀνάμεσά τους πρασίνιζε μόνο τὸ φόρεμα τῆς Εὐανθίας.

Ἔπειτα ἀπάντησαν κατσίκες ποὺ ἔβοσκαν, καὶ ἡ Εὐανθία ξαναφώναξε:

- Μαρίκα!

Εἶχε σταθεῖ· καὶ γύρισε καὶ κοίταξε ἀπὸ κάτω. Κοίταζε ἀπάνω πρὸς τὴ Μαρίκα καὶ τὸ Στέφανο, ὅσο ποὺ στάθηκαν καὶ κοίταξαν κι αὐτοί. Ἔνιωσαν πὼς ἤθελε νὰ δείξει τὶς κατσίκες. Ἀλλὰ οἱ κατσίκες ἦταν σκυμμένες κ᾿ ἔβοσκαν, καὶ ἡ Μαρίκα καὶ ὁ Στέφανος εἶδαν μόνο τὶς σταχτερές τους ράχες μισοχαμένες στὰ σταχτιὰ κλαδιά. Μιὰ μόνο μὲ δέρμα θαμποκόκκινο, κεραμιδί, ποὺ στὸ σταχτὴ ἀέρα ἔπαιρνε τόνους κίτρινους, εἶχε σταθεῖ στὸ λόφο ὁλόρθη καὶ κοίταζε· χωρὶς νὰ βόσκει. Μὰ ὁ Στέφανος καὶ ἡ Μαρίκα δὲν εἶδαν ποὺ κοίταζε· εἶδαν μόνο πὼς δὲν κοίταζε τὴ θάλασσα.

Γιατὶ ὅπως εἶχαν στρίψει στὴν πλαγιά, φάνηκε πάλι κάτω ἡ θάλασσα. Ἦταν θαμπὴ καὶ μολυβένια, καὶ ἀπάνω της σερνότανε στὸ βάθος γκρίζα καταχνιά· οἱ βράχοι ἐμπρός της κοκκίνιζαν ὠχρά, μὰ ἴσκιους δὲν ἔριχναν. Καθὼς στάθηκαν καὶ κοίταζαν, ἡ Μαρίκα πρόσεξε πὼς πουθενὰ δὲν ἔριχνε ἴσκιο ἡ θολὴ μέρα· καὶ ὁ Στέφανος εἶδε πὼς τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ἦταν χωρὶς ἴσκιο --- χωρὶς ἄλλον ἴσκιο ἀπὸ τοὺς μαύρους κύκλους γύρω τους. Στιγμὲς στιγμὲς σὰ νὰ χανόταν μάλιστα κι αὐτοὶ στὸ φῶς ποὺ ἔχυνε τὸ βλέμμα της. Ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ δὲν ἦταν φέγγος· ἦταν ἥμερο, γαληνὸ φῶς θαμπό, ὅμοιο μὲ κεῖνο ποὺ ἔχυνε ἡ συννεφιασμένη μέρα ὁλόγυρα. Σιγὰ σιγὰ ἡ θολὴ μέρα σὰ νὰ ἔπαιρνε καὶ ξάνοιγε, καὶ φῶς γλυκύτερο, πιὸ μαλακὸ φαινόταν πὼς ζητοῦσε ν᾿ ἁπλωθεῖ χυμένο μία σὰν ἀπὸ ψηλὰ μιὰ σὰν ἀπὸ τριγύρω, ὁ ἀέρας ὅμως ἔμενε πάντα θαμπὸς καὶ ἡ συννεφιὰ ἁπλωμένη ἀσάλευτη, ἄφεγγη καὶ σταχτερή.

Γιὰ μία στιγμὴ ἦταν σὰ νὰ ξεγέλασε τὸ Στέφανο μία βραδινὴ μελαγχολία· ἡ Μαρίκα ὀρθὴ μπροστά του κοίταζε μὲ τὰ μάτια σὰ χαμένα. Τῆς ἔπιασε τὸ χέρι καὶ σὰ χαμένος σὲ ὄνειρο κι αὐτὸς θέλησε μεμιᾶς νὰ τὴ ρωτήσει:

- Δὲν εἶσαι πάλι εὐτυχισμένη;

Μὰ δὲν τὴ ρώτησε· γιατὶ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ τὸν μάντεψε, τὸν ἔκαμε νὰ σταματήσει.

Τὴν εἶδε ποὺ εἶχε τὰ μάτια βυθισμένα κάτω στὴ θάλασσα καὶ τοὺς γιαλοὺς ποὺ ἀνοίγονταν σὲ σκοτεινοὺς κόλπους καὶ ἅπλωναν σὲ γραμμὲς χαμένες θολὰ καὶ ἀόριστα στὴ συννεφιά. Ἦταν σὰ νὰ σκοτείνιαζε, κ᾿ ἔπεφτε σιγαλὰ τὸ βράδυ --- ἕνα βράδυ θολὸ καὶ σιωπηλὸ ποὺ ἀκολουθοῦσε καὶ σφράγιζε μία μέρα ποὺ πέρασε γοργὰ καὶ ἀνώφελα κ᾿ ἔσβηνε τώρα ἀργὰ καὶ μελαγχολικά.

Αὐτὸ τὰ αἴσθημα εἶχε ὁ Στέφανος· μὰ καθὼς ἀντίκρυσε τὰ μάτια τῆς Μαρίκας, τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε ν᾿ ἀνοίγεται μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ μιὰ ἄλλη εἰκόνα --- μιὰ εἰκόνα φαιδρὴ καὶ φωτεινή· τοῦ φάνηκε σὰ νὰ εἶδε νὰ ἔτρεμε μπροστά τους ἕνα ἀσυννέφιαστο χλιαρὸ φθινόπωρο μὲ φωτεινοὺς γιαλούς, μὲ ρόδινα νερὰ καὶ ἁπαλό, χλιαρό, διάφανο ἀέρα. Καὶ εἶδε κι ὁ ἴδιος νὰ φέγγη κάτω ἡ ἀμμουδιὰ καὶ εἶδε τοὺς βράχους μενεξελεῖς καὶ σὰν ἀνάερους, καὶ πέρα χρυσὴ καὶ πορφυρὴ τὴ θάλασσα· καὶ τὴ Μαρίκα ν᾿ ἀνοίγει ἀπάνω τους τὰ χέρια σὰ φτερά.

Κ᾿ ἔξαφνα σὲ μιὰ ἄκρη κάτω χαμηλὰ μακριὰ ξεχώρισε τὸ παλιὸ Χάλασμα, ὅμως τὸ εἶδε σταχτερὸ καὶ μαυρισμένο μπροστὰ στὴ σκοτισμένη θάλασσα· καὶ εἶδε τὴ Μαρίκα ποὺ τὸ κοίταζε κι αὐτή. Ἀλλὰ τὰ μάτια τῆς Μαρίκας τώρα δὲν ἔλαμπαν καὶ τὰ χέρια της δὲν ἦταν τεντωμένα πέρα σὰ φτερὰ γιὰ νὰ πετάξουν· ἦταν ριγμένα κάτω ἀκίνητα καὶ κρέμονταν σὰν κουρασμένα.

Καὶ κοίταζαν καὶ οἱ δυὸ τὸ Χάλασμα σὰ νὰ τὸ ἔβλεπαν πρώτη φορὰ μὲ μάτια ἀλλιώτικα, μὲ μάτια ἀγνώριστα, μὲ μάτια ξένα· τὸ κοίταζαν σὰ νὰ τὸ ἔβλεπαν πρώτη φορὰ παρατημένο μόνο κ᾿ ἔρημο στὸν ἔρημο καὶ σκοτεινὸ γιαλό.

Ἐκεῖ γύρισε σιγά, ἀργὰ ἡ Μαρίκα. Καὶ ἀφοῦ τὸν κοίταξε:

- Ξέρεις, τοῦ εἶπε ἔξαφνα, γιατί ἄνοιξε ἡ γιαγιὰ τὴν ἐκκλησία;

Ὁ Στέφανος ταράχτηκε, σὰ νὰ ἔνιωσε μεμιᾶς δυσάρεστο αἴσθημα.

- Γιατὶ ἡ μητέρα σου φιλιώθηκε μὲ τὴ δική μου, εἶπε ξανὰ ἡ Μαρίκα, καὶ τοῦ Στέφανου τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη της.

Κ᾿ ἐνῶ ζητοῦσε νὰ τὸ ἐξηγήσει, ἡ Μαρίκα πρόσθεσε σιγότερα:

- Τί καλὴ ποὺ εἶναι.

Καὶ δείχνοντας στὸ λόφο ἐπάνω:

- Δές την πῶς κάθεται.

Ὁ Στέφανος δὲν εἶχε προσέξει πρίν, καὶ τώρα ξαφνίστηκε ὅταν εἶδε τὴ γιαγιὰ ποὺ εἶχε καθίσει στὸ λόφο πίσω τους.

- Ἐρχότανε μαζί μας καὶ κουράστηκε, εἶπε ἡ Μαρίκα.

Καὶ σὰ νὰ εἶχε κουραστεῖ κι αὐτή, ἔσκυψε σιγὰ καὶ κάθισε.

Ὁ Στέφανος στάθηκε λίγες στιγμὲς ὀρθὸς κ᾿ ἔβλεπε τὴ γιαγιὰ ποὺ ἔγερνε τὸ κεφάλι της σκυφτό, ἀκίνητο καὶ τυλιγμένο στὸ μαῦρο του μαντίλι.

Ἔπειτα ἔσκυψε καὶ κάθισε κι αὐτὸς πλάι στὴ Μαρίκα.

Κ᾿ ἔμειναν σιωπηλοὶ καὶ οἱ δυό. Δὲν ἔβλεπαν μπροστά τους ἄλλο ἀπὸ τὴ σταχτερὴ πλαγιὰ καὶ πέρα τὴ μολυβένια θάλασσα.

Ἡ Εὐανθία μὲ τὴν κυρία Κατίγκω, σὰ νὰ εἶχαν χαθεῖ κάτω στὴ λαγκαδιά, δὲν ξαναφάνηκαν.

Μὰ ἔξαφνα ὁ Στέφανος καὶ ἡ Μαρίκα ἐκεῖ ποὺ κάθονταν καὶ σώπαιναν, ἄκουσαν τὴ φωνή τους ποὺ ἀνέβαινε σμιχτὴ ἀπὸ βαθιὰ ἀπὸ κάτω. Τραγουδοῦσαν μαζὶ καὶ οἱ δυό, κ᾿ ἔφτανε ἀπάνω τὸ τραγούδι τοὺς τρεμουλιασμένο:

Σὰ φύλλο ξερὸ
στὸ κλαδὶ ξεχασμένο,
προσμένω καιρό,
τί τάχα προσμένω;

Ὅταν ἔσβησε, ἡ Μαρίκα εἶδε τὸ Στέφανο ποὺ ἔσκυψε χαμηλότερα τὸ μέτωπο.

ΧΧΙΙ

Ὅταν ἀνέβηκαν πάλι στὸ λόφο ἡ Εὐανθία μὲ τὴν κυρία Κατίγκω ἦταν φαιδρὲς καὶ οἱ δυό· καὶ ὅταν γύριζαν ἔπειτα στὸ σπίτι μὲ τὸ ἁμάξι, ἡ Εὐανθία γελοῦσε κ᾿ ἔλεγε ἀστεῖα ὅλη τὴν ὥρα.

Θυμήθηκε μὲ τὴ σειρὰ τὴν κόκκινη μύτη τοῦ ψάλτη, τὸ μονύελο τοῦ λοχαγοῦ τῆς Πρίφτη καὶ τὰ πρασινοκόκκινα μουστάκια τοῦ κυρίου νομάρχη. Μὰ εἶδε πὼς δὲ γέλασε ἡ κυρία Κατίγκω, καὶ γύρισε τ᾿ ἀστεῖο σ᾿ ἕνα φίλο τοῦ Στέφανου χλωμὸ καὶ θλιβερό, ποὺ εἶχαν ἀπαντήσει στὴν πλατεία χτὲς μὲ τὴν κυρία Κατίγκω.

- Μᾶς λιποθύμησε.

Καὶ ἡ Εὐανθία μιμήθηκε τὴ σβηστὴ ψόφια φωνή του καὶ μ᾿ ἕνα μορφασμὸ δοκίμασε νὰ δείξει πῶς κοίταζαν τὰ μάτια του:

- Σὰ μυρμηγκιοῦ· τί σιχαμένος! Τί εἶναι ἀλήθεια;

- Ποιητής, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος.

Ἡ Εὐανθία σὰ νὰ μὴν ἐννόησε ἀμέσως. Μὰ ἔπειτα:

- Γι᾿ αὐτὸ τοῦ κρέμονται τὰ πανταλόνια, γέλασε κ᾿ ἐνῶ ἡ Μαρίκα τὴν κοίταξε ἔξαφνα.

- Ξέρεις, γύρισε σ᾿ αὐτή, ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔβλεπα μπροστά μου εἶχα τὸ φόβο πὼς θὰ τοῦ πέσουν.

Γέλασαν ὅλοι καὶ μαζί τους καὶ ἡ Μαρίκα.

Ἔπειτα ἡ Εὐανθία ἀστειεύθηκε μ᾿ ἕνα φόρεμα ποὺ εἶδε σὲ μία στὸ δρόμο, ἔπειτα πάλι γέλασε μὲ τὶς κίτρινες γκέτες ποὺ φοροῦσε μία ἄλλη.

- Πρόστυχη φαίνεται, ψιθύρισε.

- Γυναίκα μαρμαρά, εἶπε ἡ κυρία Κατίγκω.

Μὰ ὅταν περνοῦσαν στὴν πλατεία, τὰ μάτια τῆς Εὐανθίας πρόσεξαν μὲ σεβασμὸ τὴν τουαλέτα μιᾶς κυρίας.

- Μιὰ τέτοια μὼβ ταγιὲρ θὰ κάνω, γύρισε καὶ εἶπε τῆς κυρίας Κατίγκως.

Κ᾿ ἔπειτα ἔξαφνα κοιτάζοντας καὶ τὴ Μαρίκα:

- Τί ὡραία ποὺ εἶναι ἡ νέα καφὲ ὠλαὶ ζακέτα τῆς Φιφίκας· ἔ, θεία Κατίγκω;

Καὶ βλέποντας καὶ πάλι τὴ Μαρίκα.

- Μὲ τρεῖς σειρὲς κόκκινο κέντημα στὴ μέση, στὸ γιακὰ καὶ στὰ μανίκια.

Ἡ Μαρίκα δὲ μίλησε, καὶ ἡ Εὐανθία γύρισε ἔξω καὶ ζήτησε νὰ βρεῖ κάτι ἄλλο νὰ γελάσει.

Μὰ ὅταν γύρισαν στὸ σπίτι, ἔχασε μὲ μιᾶς τὴν ὄρεξη· ἡ γιαγιὰ δὲν τὴν ἄφησε νὰ πάει μὲ τὴν κυρία Κατίγκω. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα εἶχε ἀκόμα πονοκέφαλο, κ᾿ ἔμειναν μὲ τὴ Μαρίκα μόνες. Μιὰ δυὸ στιγμὲς παρουσιάστηκε ὁ παπποὺς στὴν πόρτα καὶ κοίταξε, μὰ δὲν μπῆκε μέσα· ἔμπαινε κ᾿ ἔβγαινε μόνο ἡ γιαγιά.

Ἡ Εὐανθία ἔστειλε τὸ ἀπόγευμα καὶ πῆρε τὸ φιγουρίνι τῆς Φιφίκας κ᾿ ἔσκυψε στὸ τραπέζι καὶ τὸ ξεφύλλιζε· ἡ Μαρίκα ἔβγαλε τὸν παπαγάλο ἀπὸ τὸ κλουβὶ καὶ τὸν ἄφησε νὰ κρύβεται τριγύρω στὶς γωνιὲς καὶ νὰ τῆς φωνάζει:

- Φλώρα, Φλώρα!

Ἡ Μαρίκα ἔκανε πὼς τὸν ζητοῦσε ἀλλοῦ.

- Φλώρα! ἔκραζε ὁ παπαγάλος πάλι καὶ ξανακρυβόταν.

Ἔπαιξε ἔτσι κάμποσο μαζί του ὅσο ποὺ βαρέθηκε· ἔπειτα κάθισε καὶ κοίταζε ἔξω· κοίταζε τὸ θολὸ φῶς ποὺ ἔτρεμε γύρω ἀπὸ τὰ ξερὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας στὸ παράθυρο.

Ἐκεῖ ἡ Εὐανθία σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ δείχνοντάς της ἕνα σχέδιο στὸ φιγουρίνι:

- Αὐτὸ θὰ κάνω – τί λές; τὴ ρώτησε.

- Καλὸ εἶναι, ψιθύρισε ἡ Μαρίκα ἀφοῦ κοίταξε.

Ἔπειτα, καθὼς γύρισε, εἶδε τὸν παπαγάλο ποὺ εἶχε ἔρθει σιγὰ καὶ κάθισε κοντά της καὶ τὴν κοίταζε μὲ ἀκίνητα τὰ στρογγυλὰ μικρούλια μάτια του. Ἔνιωσε τί ἤθελε, μὰ δὲ σηκώθηκε. Ἔμεινε κ᾿ ἔβλεπε μία αὐτὸν καὶ μία τὸ φόρεμα τῆς Εὐανθίας, σὰ νὰ ἤθελε νὰ βρεῖ ποιὸ ἦταν πιὸ πράσινο.

Ἡ Εὐανθία εἶδε τὸν παπαγάλο ποὺ κοίταζε ἔτσι κωμικά, καὶ γέλασε.

- Τὸν πονηρό, εἶπε καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι της νὰ τὸν χαδέψει.

Μὰ ὁ παπαγάλος τίναξε τὴ μύτη ἐμπρὸς καὶ τῆς δάγκασε τὸ δάχτυλο.

Ἡ Εὐανθία φώναξε, καὶ καθὼς τὰ μάτια της ἀντικρυστήκαν μὲ τοῦ παπαγάλου, ἡ Μαρίκα εἶδε πὼς καὶ τῶν δυὸ τὰ βλέμματα πέταξαν μία ὅμοια λάμψη· μιὰ λάμψη κίτρινη.

Ὁ παπαγάλος πῆγε στὸ παράθυρο καὶ στάθηκε στὸ ἕνα πόδι ὀρθὸς καὶ κοίταζε ἀπὸ κεῖ, ἐνῶ ἡ Μαρίκα καὶ ἡ Εὐανθία ἔμεναν ἀμίλητες.

Πίσω τους εἶχε ἔρθει σιγὰ ἡ γιαγιὰ καὶ στάθηκε, μὰ ἦταν μὲ τὶς παντοῦφλες καὶ δὲν τὴν κατάλαβαν. Τὴν πρόδωσε ὅμως ὁ παπαγάλος ποὺ φώναξε «γιαγιά», καὶ ἡ Εὐανθία γύρισε καὶ γέλασε.

Μὰ ἡ γιαγιὰ ἔμενε ὀρθὴ καὶ κοίταζε, σὰ νὰ μὴν ἤξερε γιατί εἶχε μπεῖ, σὰ νὰ μὴν ἤξερε τί κοίταζε. Ἡ Εὐανθία τῆς ἔδειξε τὸ φόρεμα στὸ φιγουρίνι· καὶ τὸ ἔδειξε καὶ τῆς Μαρίκας πάλι καὶ στάθηκαν καὶ οἱ τρεῖς καὶ τὸ κοίταζαν.

Ἀλλὰ σὲ λίγο ἀκούστηκε στὸ διάδρομο τὸ βῆμα τῆς κυρίας Ἀγλαΐας, καὶ ὁ παπαγάλος πρῶτος μαζεύτηκε καὶ ζάρωσε στὴν ἄκρη στὸ παράθυρο. Ἔπειτα σύρθηκε πίσω καὶ ἡ γιαγιὰ ὅταν τὴν εἶδε δὲν τὴν περίμενε νὰ σηκωθεῖ καὶ εἶχε φορέσει τὶς παντοῦφλες. Περίμενε ὅσο ποὺ ἡ κυρία Ἀγλαΐα πῆγε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὶς γλάστρες της, καὶ τότε ἔφυγε κλεφτὰ ἀπὸ τὴν κάμαρα ἡ γιαγιά.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα γύρισε ἀπὸ τὶς γλάστρες της στὴν ἐταζέρα, ἔπειτα στὸ μπουφέ. Ἔπειτα γύρισε στὴν Εὐανθία, καὶ ἡ Εὐανθία τῆς ἔδειξε τὸ φόρεμα στὸ φιγουρίνι.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὸ κοίταξε. Ἔπειτα, ὅταν κάθισε, τὸ ξανακοίταξε, ἀλλὰ δὲν εἶπε γνώμη. Θυμήθηκε μόνο τὴν τουαλέτα τῆς Φιφίκας.

- Ἅμα θυμοῦμαι τὰ κίτρινα φτερά! εἶπε καὶ γέλασε.

Ὕστερα ρώτησε γιὰ τὸ ταξίδι τῆς Φιφίκας.

- Τί κωμωδία! εἶπε καὶ ξαναγέλασε.

Ἡ Εὐανθία τὴν κοίταξε καὶ δὲ μιλοῦσε. Μὰ ὅταν ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὴ ρώτησε:

- Μὰ δέ σου εἶπε ποιὸν θὰ πάρει; τὸ λοχαγὸ ἢ τὸ νομάρχη;

- Πιστεύω, τὸ λοχαγό, ἀπάντησε ἡ Εὐανθία κ᾿ ἔκαμε νὰ γελάσει.

Μὰ ἡ κυρία Ἀγλαΐα δὲ γέλασε.

- Βέβαια, ἕνας νομάρχης, εἶπε μὲ τόνο σοβαρό.

Δὲν τελείωσε· ἐξήγησε μονάχα τί εἶναι ἕνας νομάρχης. Καὶ διηγήθηκε ὅπως πάντα γιὰ τὴ νομαρχία.

Μὰ οὔτε ἡ Μαρίκα οὔτε ἡ Εὐανθία πρόσεχαν πολύ. Ἡ Εὐανθία δὲν ἔδειξε πολλὴ διάθεση οὔτε ὅταν ὕστερα ἡ κυρία Ἀγλαΐα ξαναπῆρε τὸ φιγουρίνι καὶ κοίταζε τὸ φόρεμα ποὺ τῆς ἔδειξε πρωτύτερα.

- Ναί, ναί, ψιθύριζε μόνο ἢ κουνοῦσε τὸ κεφάλι σ᾿ ὅ,τι τῆς ἔλεγε γι᾿ αὐτὸ ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Σὰ νὰ εἶχε ἀλλοῦ τὸ νοῦ, σὰ νὰ ἔγινε μὲ μιᾶς ἀνήσυχη. Ἡ Μαρίκα τὴν πρόσεξε ποὺ πῆγε στὸ παράθυρο, ποὺ βγῆκε ἔξω καὶ ξαναγύρισε καὶ ξαναβγῆκε. Καὶ μία στιγμὴ ποὺ ἔπιασε τὰ μάτια της ποὺ κοίταζαν στὴν πόρτα, γύρισε καὶ τὴν κοίταζε κι αὐτὴ σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ κρύψει γιατί τὴν κοίταζε.

ΧΧΙΙΙ

Ἡ Εὐανθία περίμενε ἄδικα· ὁ Στέφανος δὲν πῆγε. Ξεκίνησε νὰ πάει, ἀλλὰ σταμάτησε στὸ δρόμο· μπροστὰ στὴ θάλασσα. Ἡ μέρα πῆρε πρὸς τὸ βράδυ καὶ ξεθόλωνε, καὶ ἡ θάλασσα εἶχε γίνει κίτρινη στὸ μάκρος· μπροστὰ ὅμως ἔμενε σταχτιά, σταχτιὰ καὶ μελαγχολική. Μερικὰ καΐκια ἀραγμένα μὲ τὰ πανιὰ ριχτὰ φάνηκαν τοῦ Στέφανου σὰν ξεχασμένα, πεταγμένα ἔρημα ἐκεῖ κ᾿ ἔκαναν τὸ ἀκρογιάλι πιὸ σκοτεινὸ καὶ θλιβερό.

Ἔφυγε κεῖθε, μὰ στὴν πλατεία ἀπάντησε τὸ φίλο του ποιητῆ πιὸ θλιβερό. Δὲν πρόσεξε τί τοῦ μιλοῦσε, πρόσεξε μόνο τὰ πανταλόνια του ποὺ κρέμονταν· καὶ θυμήθηκε τὸ ἀστεῖο τῆς Εὐανθίας, ἀλλὰ δὲ γέλασε. Ἔξαφνα εἶδε τὴν κυρία Κατίγκω ποὺ περνοῦσε μαζὶ μὲ τὴ Φιφίκα. Ἄφησε κεῖνον καὶ πλησίασε αὐτές.

Μὰ ἡ κυρία Κατίγκω μίλησε ἀμέσως γιὰ τὴν Εὐανθία, καὶ ἡ Φιφίκα ρώτησε:

- Τί κάνει ἀλήθεια ἡ Εὐανθία;

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε. Μόλις κρατήθηκε καὶ δὲν τὴ ρώτησε: τί κάνει ὁ λοχαγός. Ξαφνικὰ ὅμως μίλησε γιὰ τὸν κύριο νομάρχη.

Καὶ τὶς ἄφησε καὶ κεῖνες καὶ προχώρησε.

Μὰ ὅταν πλησίασε στὸ σπίτι τῆς Μαρίκας, ξανασταμάτησε σὰ νὰ θυμήθηκε κάτι ἔξαφνα. Τὸ σπίτι τὸ ἔκρυβαν σχεδὸν τὰ πεῦκα, φαινόταν μόνο ἡ σιδερένια πόρτα τῆς αὐλῆς. Στάθηκε καὶ τὴν κοίταζε, μὰ δὲν πλησίασε. Προχώρησε στὸ δρόμο· καὶ σὲ λίγο βρέθηκε πάλι μπροστὰ στὴ θάλασσα. Ἦταν ἀκόμα σκοτεινή, τὸ μάκρος ὅμως ἔφεγγε τώρα χρυσοκόκκινο, καὶ ὁ οὐρανὸς στὴν ἄκρη πέρα εἶχε βαφεῖ ὁλοπόρφυρος.

Ὁ Στέφανος κάθισε. Βράδιαζε πάντα, καὶ βάρκες ψαράδικες ἔφταναν μία μία καὶ ἄραζαν στὸ γιαλὸ καὶ κατέβαζαν τὰ πανιά. Ὁ Στέφανος κοίταζε ἀκίνητος. Λίγοι περίεργοι καὶ παιδιὰ τριγύριζαν τὶς κόφες ποὺ οἱ ψαράδες ἀράδιασαν στὴν ἀμμουδιά. Ἔπειτα σκόρπισαν τὰ παιδιά· δυὸ τρία ἦρθαν καὶ στάθηκαν μπροστά του καὶ τὸν κοίταζαν, ὕστερα ἔκαμαν πέρα καὶ πετοῦσαν πέτρες στὸ νερό.

Ἔπειτα πέρασε μπροστά του μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ γυναῖκες· οἱ ψαράδες γύρισαν καὶ τὶς κοίταζαν καθὼς πηγαῖναν στὴ γραμμὴ δυὸ δυό, σὰ στρατιῶτες.

- Ἔρχονται ἀπὸ τὸ βουνό· σπάζουνε πέτρες στὰ νταμάρια, εἶπε ἀπὸ πίσω τὸ παιδὶ τοῦ καφενείου χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ ρωτήσει. Ὁ Στέφανος εἶδε ποὺ πέρασαν μπροστά του καὶ τοῦ φάνηκε πὼς πρόσεξε τὶς τελευταῖες: φοροῦσαν κίτρινα μαντίλια καὶ χοντρὰ ἄσχημα παπούτσια.

Ἔπειτα πέρασε ἕνας ἀξιωματικὸς καβάλα· ἦταν καμπουριασμένος καὶ φαίνονταν τὰ δόντια του, ὅμως δὲν ἦταν ὁ λοχαγὸς τῆς Πρίφτη. Ὁ Στέφανος τὸν εἶδε πὼς σπιρούνισε μπροστά του τὸ ἄλογο καὶ χάθηκε.

Εἶχαν χαθεῖ καὶ τὰ παιδιά, καὶ οἱ ψαράδες σήκωσαν τὶς κόφες τους. Ἔμεινε μπρὸς ἡ θάλασσα μονάχα καὶ τὰ σύννεφα, καὶ ὁ Στέφανος ξεχάστηκε πάλι μπροστὰ στὰ σύννεφα. Πυκνά, γαλαζιομέλανα ἅπλωναν γύρω στὴν κοκκινάδα τοῦ οὐρανοῦ σὲ ἀόριστες μορφὲς καὶ σχήματα, καὶ ἄλλαζαν, ἔφευγαν καὶ χάνονταν σὰν τοὺς ψαράδες, τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ πέρασαν πρωτύτερα καὶ χάθηκαν.

Ὁ Στέφανος ξεχάστηκε, σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ δεῖ· καὶ ὅμως εἶδε κεῖ ψηλὰ πὼς ἕνα σύννεφο ἀραίωνε ἀγάλι ἀγάλι κ᾿ ἔπαιρνε μορφή· ἄλλαζε χρῶμα, σχῆμα, γινότανε σταχτὶ ἔπειτα βιολέτινο, ἔπειτα μενεξεδένιο, γινότανε πουλὶ μεγάλο μὲ ἁπλωτὰ φτερούγια ἔπειτα ἔμενε ἀκίνητο σὰν ἥσυχο ροδόχρυσο βουνάκι στὴν ἀκρογιαλιά, ὅσο ποὺ ἔγινε πάλι μακρὺ καράβι καὶ κίνησε ν᾿ ἀνοίξει τὰ πανιά, νὰ φύγει καὶ νὰ χαθεῖ μέσα στὴν κοκκινάδα σὰ μέσα σὲ πυρωμένο πέλαγο.

Ὁ Στέφανος πῆρε τὰ μάτια· δὲν ἤθελε νὰ δεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ δεῖ, ὅπως δὲν ἤθελε νὰ θυμηθεῖ. Καὶ θυμήθηκε τὶς τελευταῖες ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ πέρασαν πρωτύτερα μπροστά του· θυμήθηκε πὼς ἦταν νέες καὶ πὼς φοροῦσαν ἄσχημα χοντρὰ παπούτσια.

Ἔπειτα ὅμως θυμήθηκε μὲ μιᾶς ὅ,τι δὲν ἤθελε νὰ θυμηθεῖ, ὅ,τι θυμήθηκε πρωτύτερα ὅταν σταμάτησε ἀπέναντι στὴν πόρτα μὲ τὴν ξερὴ γαζία μπροστά. Εἶχε συρθεῖ ὡς ἐκεῖ σὰ νὰ μὴν ἔνιωθε πῶς σύρθηκε. Μὰ ὅταν εἶδε ξαφνικὰ τὴν πόρτα θυμήθηκε μὲ μιᾶς κ᾿ ἔφυγε ἀμέσως, ὅπως ἔφυγε ἀμέσως καὶ τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ μόλις μπῆκε μέσα, τὸν πλησίασε σιγὰ ἡ κυρία Κατίγκω καὶ πιάνοντας τὸν ὦμο του:

- Τὴν κράτησε ἡ γιαγιά, τοῦ εἶπε μελαγχολικά.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε ἀμέσως κίνημα.

Ἔπειτα τοῦ εἶπε πάλι σιγαλὰ ἡ κυρία Κατίγκω:

- Εἶδες πῶς ἦταν σήμερα ἡ Μαρίκα;

Ὁ Στέφανος μ᾿ ἕνα ἄλλο κίνημα τὴν κάρφωσε στὴ θέση της. Τὸν ἔνιωσε καὶ σώπασε. Σώπασε φοβισμένη καὶ ὁ Στέφανος ἔφυγε εὐθύς. Μὰ ἔπειτα ποὺ τὴν ξαναβρῆκε στὴν πλατεία μὲ τὴ Φιφίκα, ἡ πρώτη λέξη της ἦταν ἡ ἴδια πάλι.

Ὁ Στέφανος θυμήθηκε πὼς εἶπε τῆς Φιφίκας γιὰ τὸν κύριο νομάρχη, καὶ τώρα τοῦ φάνηκε σὰ νὰ μετάνιωσε γιατί τὸ εἶπε.

Δὲν τοῦ ἄρεσε· δὲν ἤθελε νὰ μετανιώσει – δὲν ἤθελε νὰ θυμηθεῖ. Κοίταξε μπρός του. Τοῦ εἶχε φανεῖ πὼς ξαναῆρθαν ἐκεῖ πάλι τὰ παιδιά. Δὲν ἦταν τὰ παιδιά, ἦταν στὴ διπλανὴ ταβέρνα ποὺ ψιθύριζαν σιγαλὲς φωνές.

Ἔπειτα ἦρθαν δυὸ ψαράδες καὶ στάθηκαν κοντά του ὀρθοὶ κ᾿ ἔβλεπαν πέρα· ἡ θάλασσα ἦταν τώρα κίτρινη βαθιά, μὰ ὁ οὐρανὸς στὸ βάθος ἔμενε πάντα πορφυρὸς σὰν πύρινος, σὰ ματωμένος.

- Θὰ ἔχομε ἀέρα, τοῦ εἶπε σιγὰ ἀπλώνοντας τὸ χέρι πέρα ὁ ἕνας ψαράς.

Ὁ ἄλλος δὲ μίλησε, μὰ ὁ Στέφανος εἶδε πὼς πῆγαν καὶ οἱ δυὸ κ᾿ ἔσερναν τὶς βάρκες τους στὴν ἀμμουδιά.

Τοὺς κοίταζε· κ᾿ ἔπειτα κοίταξε πάλι τὰ σύννεφα. Εἶχαν ἀρχίσει καὶ ἄλλα σκόρπιζαν ψηλά, ἄλλα ἔλειωναν πνιγμένα στὸ φλογισμένο βάθος. Μὰ ἔξαφνα ἕνα ἀπὸ αὐτά, ἕνα πυκνό, βαρύ, μεγάλο πρὶν νὰ σβήσει πῆρε παράξενη μορφὴ σὰν ἄλογο, σὰν ἄτι μαῦρο ποὺ χίμιζε μὲ τὸ κορμί του ὀρθὸ στὴν πορφυρή, στὴν αἱματένια θάλασσα.

Ὁ Στέφανος σηκώθηκε· μὰ πρὶν στρίψει καὶ ν᾿ ἀφήσει πίσω του τὴ θάλασσα, τὸ ματωμένο βάθος τοῦ οὐρανοῦ εἶχε ἀχνίσει· ἔγινε κίτρινο καὶ κεῖνο σὰν τὴ θάλασσα.

Σιγὰ σιγὰ ἔπειτα ἀπὸ λίγο μονάχα μιὰ θολὴ ὠχροκίτρινη χλωμάδα ἔτρεμε ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ θάλασσας.

Καὶ ὁ Στέφανος καθὼς τῆς ἔριξε στερνὴ ματιὰ ἐνῶ γύριζε στὴν πόλη, αἰσθάνθηκε πὼς ἀνατρίχιασε.

Τὸ βράδυ βρῆκε πάλι τὴν κυρία Κατίγκω μελαγχολική.

- Δὲν τὴν ἄφησε πάλι ἡ νονά, τοῦ εἶπε καὶ τὸν κοίταξε.

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε.

- Δὲν πῆγες; τὸν ρώτησε ὕστερα ἀπὸ λίγο.

- Σὲ περίμενε, ξαναψιθύρισε, μὰ ἀμέσως πρόσθεσε:

- Ἡ Μαρίκα.

Τὸν εἶδε ὅμως ποὺ γύρισε τὰ μάτια ἀλλοῦ, καὶ σώπασε κι αὐτή.

Μὰ ὑστερότερα, σὰ νὰ θυμήθηκε ἔξαφνα:

- Ἀλήθεια, Στέφανε, εἶπε ξανά, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ εἶπες τῆς Φιφίκας;

Καὶ ὁ Στέφανος γυρίζοντας σὰ νὰ θυμήθηκε:

- Τί εἶπα; ρώτησε.

- Γιὰ τὸ νομάρχη.

- Ἂ ναί, γιὰ τὸ νομάρχη.

Καὶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε:

- Ἀστεῖα --- ἀστεῖα.

Μὰ ἔπειτα γέλασε ἔξαφνα, γέλασε περίεργα.

Καὶ πλησιάζοντας τὴν κυρία Κατίγκω:

- Γι᾿ ἄκου, μητέρα, τῆς εἶπε σιγαλά, τί λές, ὁ κύριος νομάρχης δὲ θὰ ἤτανε καλὸς γιὰ τή... ;

Κ᾿ ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ περίμενε:

- ... τὴν Εὐανθία, συμπλήρωσε μὲ μιᾶς ὁ Στέφανος.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔμεινε μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια. Ἔμεινε μία στιγμή, ἔπειτα βγῆκε ἄφωνη ἔξω.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε ὅπως ἔφευγε· ὕστερα γέλασε πίσω της, γέλασε δυνατά.

Μὰ στὸ τραπέζι, ποὺ καθίσαν ἔπειτα, ἔμεινε σιωπηλὸς κι αὐτὸς καὶ ἡ κυρία Κατίγκω. Ὅταν ὅμως ὁ Στέφανος σηκώθηκε νὰ φύγει, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω ἄκουσε τὴν πόρτα κάτω ποὺ ἔκλεισε πίσω του, πετάχτηκε μὲ μιᾶς. Μὰ ἀπὸ τὸ παράθυρο ὅπου βγῆκε, μπόρεσε καὶ εἶδε μόνο τὸν ἴσκιο του στὸ δρόμο.

Στάθηκε καὶ τὸν κοίταξε, σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ ποῦ πάει.

Εἶδε μονάχα πὼς χάθηκε στὴ σκοτεινιὰ ποὺ ἅπλωνε πέρα ἀπὸ τὸ δρόμο ἡ θάλασσα.

XXIV

Ὁ Στέφανος δὲ στάθηκε στὴ θάλασσα. Στὸ καφενεῖο ἀπέναντι στὴ λέσχη ἔπαιζε πάλι μουσική· δὲ στάθηκε ν᾿ ἀκούσει. Δὲν ξέρει γιατί γύρισε μόνο καὶ κοίταξε στὴν προκυμαία τοὺς γλόμπους, ποὺ τὸ φῶς τους ἔτρεμε μέσα σὲ μιὰ γαλανωπὴ ὁμίχλη. Καὶ προχώρησε. Τώρα δὲ σερνότανε σκυφτός, μὰ βάδιζε ἴσια, σὰ νὰ πήγαινε σὲ κάτι ποὺ ἤξερε πὼς τὸν περίμενε· ἤξερε, ἔβλεπε πὼς τὸν περίμενε, ἔβλεπε τὸ φῶς ποὺ εἶχε ἀνάψει στὸ παράθυρο κ᾿ ἔμενε ἀκίνητο καὶ τὸν περίμενε. Ὠχρά, θαμπὰ καὶ μελαγχολικὰ ἔφεγγε μπροστά του αὐτὸ τὸ φῶς, ὅμως ἡ λάμψη του ἔσβηνε ὅ,τι ἄλλο εἶχε δοκιμάσει νὰ ταραχτεῖ καὶ νὰ σαλέψει μέσα του πρωτύτερα. Καὶ βάδιζε ἴσα στὸ φῶς αὐτό.

Μὰ βγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ περίμενε πὼς θὰ τὸ ἀντίκριζε, εἶδε ἔξαφνα: δὲν ἔκαιε. Σταμάτησε καὶ κοίταζε σὰ νὰ μὴν πίστευε.

Κοίταζε τὸ παράθυρο ὅπου πρόσμενε νὰ δεῖ τὸ φῶς: θολάδα σταχτερὴ ἔμενε ἀκίνητη στὸ τζάμι, σὰ νὰ εἶχε πέσει καὶ καθρεφτιζόταν μέσα θολὸ μεγάλο σύννεφο. Κοίταζε ἀπάνω: θαμπόλευκα μεγάλα σύννεφα γεμίζανε τὸν οὐρανό· τὸν γέμιζαν ἀκίνητα. Γύρω στὸ σπίτι στέκονταν τὰ δέντρα ἀκίνητα κι αὐτά, ἀκίνητα ὅπως τὸ σπίτι, ἀκίνητα ὅπως τὰ σύννεφα καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἡ νύχτα ὁλόγυρα.

Ὁ Στέφανος στεκόταν ὥρα, σὰ νὰ περίμενε κάτι νὰ κινηθεῖ. Στὸ τέλος ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ κινήθηκε. Πρῶτα θέλησε νὰ στρέψη πίσω, μὰ ἔπειτα σταμάτησε ἔξαφνα καὶ γύρισε καὶ προχώρησε στὸ δρόμο. Τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ ἔπαιζε ἀντίκρυ ἀπὸ τὴν πόρτα μὲ τὴν ξερὴ γαζία μπροστά. Γύρισε καὶ τὸ εἶδε πὼς ἔτρεμε ὠχροκόκκινο ρίχνοντας κάθετα στὸ δρόμο πλατιὰ λουρίδα πιὸ χλωμή. Ἔπειτα γύρισε στὴν πόρτα. Ἐκεῖ τινάχτηκε· εἶδε ἔξαφνα πὼς κάτι σύρθηκε σιγά. Πρῶτα τοῦ φάνηκε σὰν ἴσκιος, ἔπειτα πὼς ἦταν ὁ παππούς.

Ἦταν ἡ Εὐανθία ποὺ πετάχτηκε μπροστά του.

Ὁ Στέφανος σὰ νὰ ἔμεινε χωρὶς πνοή.

Καὶ ἡ Εὐανθία πηγαίνοντας σιμότερά του καὶ ἀφοῦ ἔμεινε ἄφωνη καὶ κείνη μιὰ στιγμή:

- Τὸ ἤξερα, τοῦ εἶπε καὶ στάθηκε μπροστά του. Τὸ ἤξερα πώς σοῦ τὸ εἶπε ἡ θεία Κατίγκω.

Ἡ πνοή της τοῦ ἄγγιξε τὸ πρόσωπο, καὶ ὁ Στέφανος θέλησε νὰ κάνει πίσω, μὰ πάλι ἔμεινε κ᾿ ἔβλεπε --- τοῦ φαινόταν πὼς ἔβλεπε τὰ μάτια της, ὁλόφωτα τὰ μάτια της. Καὶ καθὼς αὐτὴ κινήθηκε πάλι μπροστά του, ἔπαιξε κάτι ἀπάνω της σὰ νὰ ἦταν ντυμένη κόκκινα.

Καὶ ὁ Στέφανος τὴν ἄφησε νὰ τὸν πλησιάσει πάλι.

Ἐκεῖ ὅμως ἄκουσε βήματα στὴ σκάλα. Ἡ Εὐανθία δὲν τ᾿ ἄκουσε καὶ δὲ σταμάτησε, μὰ ὁ Στέφανος εἶδε καὶ γνώρισε τὸν ἴσκιο τῆς Μαρίκας ποὺ σάλεψε στὴ σκάλα κ᾿ ἔμεινε κεῖ σὰ στυλωμένος μία στιγμή.

Ὁ Στέφανος ἔκαμε νὰ τρέξει στὴ Μαρίκα, ἀλλὰ ἡ Μαρίκα εἶχε χαθεῖ. Ὅταν ἔπειτα ἀργά, πρὸς τὸ πρωί, μπῆκε στὴν κάμαρα τῆς Μαρίκας ἡ γιαγιά, ὅπως συνήθιζε καὶ πήγαινε νὰ δεῖ μὴν ξεσκεπάστηκε, τρόμαξε καθὼς ἄνοιξε τὴν πόρτα· ἡ Μαρίκα εἶχε σηκωθεῖ γυμνὴ ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ στεκόταν ὀρθὴ ἐμπρὸς στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο.

Ἡ γιαγιὰ ὅρμησε γρήγορα νὰ τὴν ἁρπάξει, ἀλλὰ ἡ Μαρίκα τὴ σταμάτησε· ἅπλωσε ἥσυχα τὸ χέρι καὶ τῆς ἔδειξε ἔξω ψηλὰ ὅπου μέσα σὲ ἀραιὰ σπαρμένα λευκὰ σύννεφα ἔτρεμαν νὰ σβήσουν τ᾿ ἄστρα.

Ἡ Μαρίκα ἔδειχνε τὸν Ὠρίωνα ποὺ ἔγερνε κάτω, ἀκόμα φωτεινός. Μὰ ἡ γιαγιὰ εἶδε μόνο τὰ σύννεφα καὶ ἡ Μαρίκα τὴν ἄφησε νὰ τὴ φέρει σιγαλὰ καὶ νὰ τὴ βάλει πάλι στὸ κρεβάτι.

XXV

Ὁ παπποὺς στεκότανε μπροστὰ στὴ σκάλα, ὅταν ὁ Στέφανος ἀνέβαινε. Μόλις τὸν εἶδε, ἔκαμε νὰ φύγει, μὰ ὁ παπαγάλος φώναξε βαθιὰ ἀπὸ τὸ διάδρομο, καὶ ὁ παπποὺς σταμάτησε. Καὶ καθὼς ὁ Στέφανος πλησίασε, τὸν κοίταξε ὁ παπποὺς τόσο παράξενα, τόσο παράξενα στὰ μάτια, ποὺ ὁ Στέφανος σταμάτησε ἄφωνος μπροστά του.

Ὁ παπαγάλος ξαναέκραξε «παππού», μὰ ἡ γιαγιὰ ποὺ σύρθηκε ἀπὸ μέσα, δὲν πῆρε τὸν παππού. Ἦρθε ἴσια στὸ Στέφανο καὶ φέρνοντας τὰ χέρια σμιχτὰ μπροστὰ στὸ πρόσωπο:

- Ἡ Μαρίκα, ψιθύρισε κλαυτά, ἡ Μαρίκα...

Κ᾿ ἔπεσε στὸ κάθισμα σωρός.

Ὁ Στέφανος δὲν ἔκαμε νὰ τὴ σηκώσει· σὰ νὰ μὴν ἔνιωσε, ἔριξε χαμένο βλέμμα ἐμπρός του: τὸν κοίταζαν ἀκόμη τὰ μάτια τοῦ παπποῦ.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ Εὐανθία καὶ σήκωσε καὶ πῆρε τὴ γιαγιά. Δὲν κοίταξε τὸ Στέφανο, καὶ ὁ Στέφανος ποὺ ἔκαμε νὰ τὶς δεῖ ποὺ ἔφευγαν μὲ τὴ γιαγιά, πρόσεξε μόνο πὼς σέρνονταν κοντά τους ἡ σταχτιὰ τριμμένη ρόμπα τοῦ παπποῦ.

Μὰ καθὼς γύρισε, βρέθηκε μπρός του ἡ κυρία Κατίγκω.

- Ἐγὼ ἔστειλα καὶ σ᾿ ἔφερα, τοῦ εἶπε καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.

- Δὲν εἶναι καλὰ ἡ Μαρίκα, πρόσθεσε γοργά.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε· σὰ νὰ μὴν ἤθελε, σὰ νὰ φοβότανε νὰ νιώσει.

Καὶ καθὼς τὴν κοίταζε, ἀφοῦ μπήκανε στὴν κάμαρα:

- Ἐκεῖνο ποὺ φοβόμαστε, ξαναψιθύρισε ἡ κυρία Κατίγκω καὶ τὸν κοίταξε καὶ κείνη μιὰ στιγμή, σὰ νὰ φοβήθηκε νὰ προχωρήσει. Ἔπειτα: «Ὁ γιατρός», ἔκαμε νὰ ξαναπεῖ, μὰ ὁ Στέφανος ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὴ σταμάτησε.

Ἡ κυρία Κατίγκω δὲ δοκίμασε νὰ τὸν κρατήσει. Τὸν εἶδε ἄφωνη πὼς μιὰ στιγμὴ ἔμεινε σὰν καρφωμένος καὶ πὼς ὕστερα κινήθηκε σιγὰ καὶ πῆγε καὶ κάθισε στὸν καναπέ.

Κάθισε κι αὐτή, μὰ δὲν τολμοῦσε νὰ κοιτάξει πρὸς τὸ Στέφανο· δὲν ἔνιωθε γιατί, ὅμως τῆς φαινόταν πὼς ἄνοιξε ἔξαφνα κάτι σὰ χάσμα μεταξύ τους καὶ τοὺς χώρισε. Ἔσκυψε τὰ μάτια κάτω, σὰ νὰ φοβότανε νὰ δεῖ, σὰ νὰ φοβότανε νὰ συλλογιστεῖ· καὶ ἄκουε τὸν ἄνεμο ποὺ βούιζε στὰ πεῦκα καὶ στὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας ἔξω στὸ παράθυρο.

Ἔπειτα μπῆκε ἡ Εὐανθία σιγά, τόσο σιγὰ ὥστε δὲν τὴν εἶδε ὁ Στέφανος. Πλησίασε τὴν κυρία Κατίγκω καὶ στάθηκε καὶ κοίταζε, σὰ νὰ μὴν ἤξερε γιατί πλησίασε.

- Ἡ γιαγιά! ψιθύρισε ὕστερα σκύβοντας στὴν κυρία Κατίγκω, ἀφοῦ πρῶτα κάθισε κοντά της.

Ὁ Στέφανος ὅμως δὲν ἄκουσε. Ἄκουσε μόνο ὕστερα τὸν ἄνεμο ποὺ τίναξε μὲ ὁρμὴ ἕνα παραθυρόφυλλο· τὸ ξανατίναξε καὶ τὸ ἔκλεισε. Καὶ τότε εἶδε τὴν Εὐανθία ποὺ πῆγε καὶ ἄνοιξε τὸ τζάμι κ᾿ ἔσκυψε καὶ τὸ στερέωσε. Μὰ πρόσεξε μόνο τὸν ἄνεμο. Τοῦ φάνηκε πὼς ὁ ἄνεμος σηκώθηκε τώρα ἔξαφνα· καὶ ὅταν χαμήλωσε ἡ βοή, ἄκουσε τὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας ποὺ σύρθηκαν στὸν τοῖχο μὲ ἦχο ξερό, σὰ νὰ γδερνόντανε.

Εἶδε ἔπειτα τὴν Εὐανθία ποὺ ξαναέφυγε.

Μὰ τὴν κυρία Ἀγλαΐα, ποὺ μπῆκε σὲ λίγο μέσα καὶ πέρασε κοντά του, δὲν τὴν πρόσεξε. Τὴν εἶδε σὰν ξαφνικά, μόνο ὅταν στάθηκε κοντὰ στὶς γλάστρες της. Οἱ τουλίπες ἔφεγγαν ζωηρά, ὅπως ἔγερναν, ὅμως οἱ ἄκρες στῆς φοινικιᾶς τὰ φύλλα κιτρίνιζαν βαθύτερα. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα δὲν τὶς ψαλίδισε. Ὕστερα γύρισε στὴν ἐταζέρα καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι σ᾿ ἕνα βάζο. Μὰ ἐκεῖ σταμάτησε· σὰ νὰ εἶδε μόλις τώρα κι αὐτὴ τὸ Στέφανο, στάθηκε καὶ τὸν κοίταξε.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω εἶδε πὼς καὶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε· πρῶτα παράξενα, ἔπειτα σὰ νὰ ρωτοῦσε καὶ σὰ νὰ περίμενε. Ἔπειτα τὸν εἶδε ποὺ σηκώθηκε μὲ μιᾶς καὶ πῆγε σιγὰ κοντά της καὶ τὴ ρώτησε δειλά:

- Πῶς εἶναι;

Καὶ κρεμάστηκε στὸ βλέμμα της.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σήκωσε τοὺς ὤμους, ἀφοῦ τὸν κοίταξε.

- Ἡσύχασε, κοιμᾶται τώρα, ψιθύρισε ἔπειτα.

Μὰ ἔνιωσε ἀμέσως πὼς δὲν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε νὰ μάθει ὁ Στέφανος, καὶ ἀφοῦ τὸν ξανακοίταξε, ξαναψιθύρισε:

- Δὲν τὸ πιστεύω νὰ εἶναι τίποτε.

Εἶδε ὅμως ἔξαφνα τὰ μάτια τῆς κυρίας Κατίγκως ριγμένα ἀπάνω της καὶ σώπασε.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε μπρός της καὶ περίμενε. Μὰ τὴν εἶδε ποὺ γύρισε ἔξαφνα κ᾿ ἔφυγε σιγά.

Ἡ κυρία Κατίγκω σηκώθηκε ὅταν ἔμεινε πάλι μόνη μὲ τὸ Στέφανο.

- Στέφανε, Στέφανε, ἔκαμε νὰ κράξει καὶ νὰ χυθεῖ ἀπάνω του, καθὼς τὸν ἔβλεπε σκυμμένο ἐκεῖ καὶ ἀσάλευτο. Ἀλλὰ μὲ μιᾶς ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ διάδρομο φωνή.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἔστρεψε κεῖ. Εἶδε τὴ ὑπηρέτρια ποὺ ἔτρεχε, κ᾿ ἔτρεξε κι αὐτὴ στὴν πόρτα. Μὰ ἐκεῖ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ ἡ ἴδια: Ὁ παπποὺς στεκόταν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα μὲ μάτια κίτρινα καὶ χέρια τεντωμένα ἀπάνω της.

Γύρισε τρομαγμένη πίσω καὶ σωριάστηκε στὸ πρῶτο κάθισμα.

Ὁ Στέφανος πετάχτηκε· ὁ παπαγάλος ἔκραζε ἀπὸ τὸ διάδρομο βραχνά:

- Παπποῦ, παπποῦ!

Μὰ ἡ φωνή του σκεπάστηκε ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ ξαναβούιζε στὸ παράθυρο.

Ὅταν πέρασε πάλι ἡ βοή, ξανασύρθηκαν ἔξω στὸν τοῖχο τὰ κλαδιὰ τῆς λεύκας, ξανασύρθηκαν ξερά, τριχτὰ σὰ νὰ γδερνότανε.

XXVI

Τὸ ἄλλο πρωὶ ὅταν ἦρθε ὁ Στέφανος, ἡ κυρία Ἀγλαΐα ψαλίδιζε τὰ φύλλα τῆς φοινικιᾶς καὶ εἶχε φωνάξει τὴν ὑπηρέτρια καὶ ξαναξεσκόνιζε.

- Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι ἀδύνατο νὰ λείψει ἡ σκόνη, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα σὰ νὰ μιλοῦσε τῆς ὑπηρέτριας.

- Στὴ νομαρχία δὲν εἴχαμε οὔτε σπυρί, ψιθύρισε ἔπειτα σὰ μόνη της ἢ σὰ νὰ τὸ ἔλεγε τοῦ Στέφανου.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε σὰν ξαφνισμένα.

- Ὁ κύριος νομάρχης ἔστειλε πρωὶ καὶ ρώτησε, τοῦ εἶπε προσέχοντας μαζὶ στὴν ὑπηρέτρια ποὺ ξεσκόνιζε τὴν ἐταζέρα.

Μὰ ὅταν ἔφυγε ἡ ὑπηρέτρια, ἡ κυρία Ἀμαλία πλησίασε τὸ Στέφανο:

- Εἶναι καλύτερα, πολὺ καλύτερα· κοιμήθηκε τὴ νύχτα, τοῦ εἶπε. Καὶ βλέποντάς τον νὰ τὴν κοιτάζει ἀκόμα:

- Ὁ γιατρὸς μὲ ἡσύχασε, εἶπε σιγότερα.

Καὶ πῆγε πλάι στὶς γλάστρες της καὶ στάθηκε.

- Ἔστειλε τὸν κλητήρα, εἶπε ἔπειτα ἔξαφνα.

Ὁ Στέφανος πλησίασε ἕνα βῆμα, σὰ νὰ μὴν ἄκουσε καλά.

- Ὁ κύριος νομάρχης, πρόσθεσε δυνατότερα ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Κ᾿ ἔπειτα πάλι σιγότερα:

- Ἡ κυρία Τσαγκούλη ἔστειλε ἄνθη --- μενεξέδες.

Κ᾿ ἔσπρωξε λίγο τὴ γλάστρα τῆς μπεγκόνιας. Ὁ Στέφανος εἶδε πὼς τρεμούλιασαν πιὸ παρδαλὰ τὰ φύλλα της καθὼς κινήθηκαν. Κ᾿ ἐνῶ τὰ κοίταζε, ἄκουσε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ ψιθύρισε, σὰ νὰ μιλοῦσε πάλι μόνη της:

- Φαίνεται πὼς δὲν ξεχνᾶ τί ὑποχρεώσεις ἔχει.

Καὶ γυρίζοντας μὲ μιᾶς στὸ Στέφανο ἡ κυρία Ἀγλαΐα:

- Ὁ κύριος νομάρχης, εἶπε.

Κ᾿ ἔκανε ν᾿ ἀρχίσει γιὰ τὴ νομαρχία.

Μὰ ἡ Εὐανθία ἦρθε στὴν πόρτα καὶ φώναξε ἀπὸ κεῖ:

-Θεία Ἀγλαΐα, ἡ κυρία προέδρου.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σταμάτησε.

- Νὰ ἔρθει ἐδῶ;

- Ὄχι, ὄχι· πὲς νὰ τὴν μπάσουνε στὴ σάλα, ἀπάντησε ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ἀφοῦ ἔριξε γοργὴ ματιὰ τριγύρω της.

Ἔπειτα πῆγε στὸν καθρέφτη, ἔσιαξε μὲ τὸ χέρι τὰ μαλλιὰ καὶ βγῆκε.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε μόνος, ὀρθὸς στὴν κάμαρα. Τὰ φύλλα τῆς μπεγκόνιας σάλευαν μπροστά του ἀκόμα, οἱ τουλίπες ἔφεγγαν κοντὰ τοὺς ὠχρορόδινες. Τὶς κοίταξε. Ἔπειτα κοίταξε τὸ χλωμὸ φῶς ποὺ ἔριχνε ἀπάνω τους ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνας ἥλιος κίτρινος. Ὁ ἄνεμος δὲ φυσοῦσε πιὰ καὶ ἡ λεύκα μπροστὰ στὸ τζάμι ἦταν ἀκίνητη. Ὁ Στέφανος καθὼς κοίταξε κεῖ εἶδε πὼς ἔμεναν ἀκόμα σ᾿ ἕνα κλαδὶ δυὸ φύλλα ποὺ δὲν ἔπεσαν ἀπὸ τὸν ἄνεμο.

Στεκόταν καὶ τὰ κοίταζε ποὺ κρέμονταν ἀκίνητα, ὅταν ἡ Εὐανθία τὸν πλησίασε. Τὴν ἔνιωσε ποὺ ἔμπαινε καὶ εἶδε πὼς δὲ φοροῦσε κόκκινα.

- Δὲ θὰ ἔρθει ἡ θεία Κατίγκω; τὸν ρώτησε ἡ Εὐανθία μόλις τὸν πλησίασε.

Ὁ Στέφανος σήκωσε πρῶτα τοὺς ὤμους· μὰ ἔπειτα:

- Δὲν ξέρω, ἀπάντησε ἔξαφνα.

Ἡ Εὐανθία ἔκανε νὰ φύγει, μὰ πάλι στάθηκε καὶ ξαναρώτησε:

- Νὰ πῆγε στὴ Φιφίκα χτές;

Καὶ καθὼς ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε:

- Ποιὸς τὸ περίμενε, ἔ; εἶπε ξανὰ μ᾿ ἕνα χαμόγελο.

Ὁ Στέφανος δὲ μίλησε, μὰ ἡ Εὐανθία δὲν ἔφυγε. Πῆγε ἴσα στὸ παράθυρο καὶ τὸ ἄνοιξε. Πνοὴ ψυχρὴ μπῆκε στὴν κάμαρα, ἀλλὰ ἡ Εὐανθία στάθηκε κεῖ. Ὁ Στέφανος εἶδε πὼς ἔπαιξε μία ἀντιφεγγιὰ θερμὴ στὴν κάμαρα, μὰ ἔξω ὁ ἥλιος ἦταν χλωμός. Στὸν οὐρανὸ περνοῦσαν σύννεφα ὠχροκίτρινα.

Ἡ Εὐανθία γύρισε πάλι μέσα χωρὶς νὰ κλείσει τὸ παράθυρο. Γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Στέφανο, ἀλλὰ δὲ μίλησαν.

Ὁ Στέφανος τὴν ξαναπρόσεξε πὼς δὲ φοροῦσε κόκκινα· καὶ ἡ γιαγιὰ ποὺ ἦρθε καὶ τοὺς βρῆκε ὀρθοὺς ἐκεῖ, σὰ νὰ τοὺς κοίταξε παράξενα. Σταμάτησε, μὰ ἔπειτα σύρθηκε κοντὰ στὸ Στέφανο:

- Εἶναι ἥσυχη, ξαναψιθύρισε καὶ ξανασύρθηκε νὰ φύγει.

Ἀλλὰ θυμήθηκε πὼς ἦρθε γιὰ τὴν Εὐανθία καὶ γύρισε καὶ τῆς ἔνεψε.

Ὁ Στέφανος στάθηκε καὶ τὶς κοίταξε ποὺ ἔφυγαν. Ἔπειτα γύρισε καὶ κινήθηκε πρὸς τὸ παράθυρο. Μὰ σταμάτησε πρὶν φτάσει. Τὰ φύλλα ποὺ κρεμόνταν στὸ κλαδὶ τῆς λεύκας, σὰ νὰ τ᾿ ἄγγιξε πνοή, σαλεῦαν κ᾿ ἔτρεμαν ὅπως κρεμόντανε. Τὰ εἶδε ποὺ σαλεῦαν καὶ σταμάτησε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα ποὺ μπῆκε μέσα ἔπειτα, τὸν βρῆκε ὀρθὸ ἐκεῖ. Μπῆκε μέσα μὲ τὴν Εὐανθία καὶ προχώρησαν σ᾿ αὐτόν:

- Τὸ πιστεύεις πὼς εἶναι δυνατὸ ποτέ; τοῦ εἶπε· ὁ κύριος νομάρχης...

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ξαφνισμένος.

- Ὁ κύριος νομάρχης!

- Ἀρραβωνιάστηκε μὲ τὴ Φιφίκα, ἐξήγησε ἡ Εὐανθία, καὶ ὁ Στέφανος εἶδε πὼς ἔφεγγαν τὰ μάτια της καθὼς τὸ ἔλεγε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σώπασε γιὰ μία στιγμή.

- Ἀδύνατο, ἀδύνατο, εἶπε ὕστερα, θὰ εἶναι διάδοση· καὶ ἡ κυρία προέδρου εἶπε μόνο πὼς τὸ ἄκουσε.

Ὁ Στέφανος εἶδε τὰ φρύδια της κατεβασμένα καθὼς στεκόταν καὶ τὸν κοίταζε.

- Ἀδύνατο, ἀδύνατο, ξαναψιθύρισε ἡ κυρία Ἀγλαΐα, μὰ ἔξαφνα:

- Τὸ ζῶο! φώναξε μὲ μιᾶς κ᾿ ἔσκυψε στὸ τραπέζι καὶ κουδούνισε.

Εἶχε πάρει τὸ μάτι της τὴ βούρτσα, ποὺ εἶχε ξεχάσει ἡ ὑπηρέτρια στὸν καναπὲ καθὼς ξεσκόνιζε.

Ἡ Εὐανθία πῆγε στὸ παράθυρο.

- Ζῶο! ξαναφώναξε ἡ κυρία Ἀγλαΐα στὴν ὑπηρέτρια ποὺ ἦρθε στὴν πόρτα.

Ὁ Στέφανος εἶδε τὴν ὑπηρέτρια ποὺ κοκκίνισε μπροστά του· καὶ γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο. Ἡ Εὐανθία στέκονταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἔξω. Καὶ ὁ Στέφανος εἶδε ἔξω πέρα ἀπὸ τοὺς ὤμους της τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ ποὺ χλόιζε.

Ὅταν ἔπειτα γύρισε πάλι τὰ μάτια του στὴν κάμαρα, μπροστά του στεκόταν ἡ γιαγιά.

- Ἔλα, τοῦ εἶπε καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι, ἔλα, σὲ ζήτησε.

Ὁ Στέφανος εἶδε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ τὸν κοίταζε, ὅταν κίνησε νὰ βγεῖ μὲ τὴ γιαγιά. Μὰ πρὶν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόρτα, ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὸν σταμάτησε:

- Μὴν τῆς πεῖς τίποτε, πῆγε καὶ τοῦ ψιθύρισε σιγά.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε, γιατὶ δὲν ἔνιωσε.

- Θὰ λυπηθεῖ πολὺ γιὰ τὸ νομάρχη, ποὺ εἶναι φίλος μας, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ἐνῶ ἡ Εὐανθία γύρισε ἔξαφνα ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ κοίταζε.

XXVII

Ὁ Στέφανος, καθὼς ἄνοιξε ἡ πόρτα τῆς Μαρίκας, εἶδε πρῶτα τοὺς μενεξέδες ποὺ ἦταν στὸ βάζο ἀπάνω στὸ τραπέζι στὸ κρεβάτι της κοντά. Ἦταν σὰ νὰ ἔχυναν αὐτοὶ φῶς μελαγχολικὸ στὴν κάμαρα.

Ἔπειτα μπαίνοντας ἀντίκρυσε τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ποὺ κοίταζαν στὴν πόρτα σὰ νὰ τὸν πρόσμεναν. Ἦταν μεγάλα, ὀρθάνοιχτα, τοῦ Στέφανου τοῦ φάνταξαν σὰ μεγαλύτερα· ἢ αὐτὰ ἢ οἱ μαῦροι κύκλοι γύρω τους.

Σταμάτησε μπρὸς στὸ κρεβάτι ὀρθός, ἀμίλητος· ἔπειτα ἔσκυψε, τῆς πῆρε σιγαλὰ τὸ χέρι καὶ τὸ ἔφερε στὰ χείλη του.

Ἡ Μαρίκα τὸν ἄφησε νὰ τὸ κρατήσει λίγες στιγμὲς καὶ ὕστερα νὰ τὸ κατεβάσει πάλι σιγαλά. Τοῦ Στέφανου, ἐκεῖ ποὺ τὸ ξανακουμποῦσε κάτω, τοῦ φάνηκε πὼς ἔβαζε πάλι στὴ θέση του κάτι σὰ φαρφουρί. Ἀλλὰ τοῦ φάνηκε μαζὶ πὼς ἡ Μαρίκα γέλασε· κ᾿ ἐνῶ ἔμενε ὀρθὸς ἐκεῖ μπροστά της καὶ τὴν ἔβλεπε:

- Εἶσαι καλύτερα, τῆς εἶπε.

Καὶ ἡ γιαγιὰ ποὺ εἶχε σταθεῖ κοντὰ καὶ κοίταζε, ἀπάντησε:

- Καλύτερα· γρήγορα θὰ σηκωθεῖ --- ναί, γρήγορα θὰ σηκωθεῖ.

Ἡ Μαρίκα κίνησε μόνο τὰ βλέφαρα· ἔπειτα βλέποντας τὸ Στέφανο ποὺ κοίταζε σὰ νὰ περίμενε:

- Καλύτερα, ψιθύρισε.

Ὁ Στέφανος μόλις τὴν ἄκουσε· ἡ φωνή της ἦταν μουντὴ καὶ ἄηχη σὰν ψιλοῦ κρύσταλλου ποὺ ράγισε.

- Ναί, γρήγορα θὰ σηκωθεῖ, εἶπε ξανὰ ἡ γιαγιὰ καὶ κάθισε.

Ἡ Μαρίκα ἔνεψε τοῦ Στέφανου καὶ κάθισε κι αὐτὸς κοντά της.

Τῆς ξαναέπιασε, τῆς ἄγγιξε μόλις τὸ χέρι.

Ἡ Μαρίκα δὲν ἦταν πλαγιαστή, ἦταν μισοανασηκωμένη στὸ κρεβάτι μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὰ μαξιλάρια ὀρθό.

Ἡ γιαγιὰ εἶδε πὼς τὸ κεφάλι εἶχε γείρει λίγο στὸ πλευρό, καὶ σηκώθηκε καὶ ἦρθε καὶ ρώτησε:

- Κουράστηκες;

Ἡ Μαρίκα ἔνεψε μόνο, καὶ ἡ γιαγιὰ ἔπιασε νὰ τὴν ἀνασηκώσει. Ὁ Στέφανος βοήθησε. Καθὼς ἀγκάλιασε τὸ σῶμα της νόμισε πὼς σήκωνε σωρὸ ἀπὸ πούπουλα ποὺ ἤθελαν νὰ σκορπίσουν ἐλαφρὰ στὸν ἄνεμο, μὰ καθὼς τὸ ἀκούμπησε ξανά, τὸ αἰσθάνθηκε πὼς ἔπεφτε βαρὺ καὶ κουρασμένο ἐκεῖ ποὺ τὸ ἄφηνε.

Ἡ Μαρίκα ἔμεινε πάλι ἀσάλευτη· καθὼς εἶχε κινηθεῖ, μιὰ τούφα τῶν μαλλιῶν τῆς σκόρπισε καὶ μαύριζε σὰν πλανημένο σύννεφο μέσα στὴ λευκότη τῶν μαξιλαριῶν ὅπου ἔγερνε· καὶ ἡ χλωμάδα τῆς ὄψης της μέσα σ᾿ αὐτὴ φάνηκε τώρα τρομαχτικὴ στὸ Στέφανο. Ἀλλὰ τὰ μάτια της ὁλάνοιχτα πάλι τὸν κοίταζαν, σὰ νὰ ἔπαιρναν μία λάμψη μόνο γιατὶ τὸν κοίταζαν.

Καὶ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ ξαναγέλασε. Καὶ ὁ Στέφανος δοκίμασε κι αὐτὸς καὶ γέλασε.

Ἡ Μαρίκα τοῦ ζήτησε ἔπειτα τοὺς μενεξέδες ἀπὸ τὸ τραπέζι· καὶ ἀφοῦ τοὺς μύρισε, ἐκεῖ ποὺ ὁ Στέφανος τοὺς κρατοῦσε ἀκόμη ἐμπρός της:

- Ἐσὺ τοὺς ἔφερες; ψιθύρισε.

Ὁ Στέφανος κοκκίνισε ἀλαφρά, ἀλλὰ δὲν ἀπάντησε.

Σωπάσαν· μὰ ἐκεῖ ποὺ σώπαιναν, ἡ Μαρίκα γύρισε ἔξαφνα σιγὰ τὰ μάτια στὴ γιαγιά.

- Κουράστηκε, ψιθύρισε.

Ὁ Στέφανος ἔστρεψε καὶ εἶδε τὴ γιαγιὰ ποὺ εἶχε σκύψει τὸ κεφάλι καὶ μισόκλεισε τὰ μάτια. Καὶ τοῦ φάνηκε μὲ μιᾶς πὼς τὴν ἔβλεπε νὰ κάθεται στὸ λόφο ἀκόμα· καὶ πὼς ἁπλώνονταν ἀκόμα ἐκεῖ μπροστά της ἡ σταχτερὴ ξερὴ πλαγιὰ καὶ πέρα ἡ μολυβένια θάλασσα.

Γύρισε καὶ εἶδε τὴ Μαρίκα: Ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἀντικρύ της ἔβλεπε ἔξω μακριὰ τὴ θάλασσα· φαινόταν γαλανοπράσινη στὸν κίτρινο ἥλιο ποὺ τὴ φώτιζε. Καὶ τὰ μάτια τῆς Μαρίκας δὲν ἦταν σκοτεινά· σὰ νὰ εἶχαν πάρει ἔξαφνο φῶς, τοῦ φάνηκαν πὼς ἔλαμπαν μία γαλανά, μιὰ πράσινα μέσα στοὺς μελανοὺς μεγάλους κύκλους γύρω τους.

- Ἡ θάλασσα, ἔκαμε νὰ πεῖ, μὰ ἡ Μαρίκα γύρισε σ᾿ αὐτὸν τὸ βλέμμα της. Τὸ ξαναστύλωσε σ᾿ αὐτὸν μὲ τὸ ἴδιο φῶς κ᾿ ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε.

Καὶ κεῖ ποὺ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε κι αὐτὸς μὲ μάτια ἀσάλευτα:

- Στέφανε, ψιθύρισε μὲ μιᾶς σιγά.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος φαινότανε σὰ νὰ εἶχε κρεμαστεῖ ὅλος στὰ χείλη της.

- Πῶς εἶμαι εὐτυχισμένη τώρα, εἶπε σιγαλότερα, καὶ ἡ ματιά της φάνηκε σὰ νὰ σβήνει ἀπάνω του.

Καὶ ὁ Στέφανος ποὺ εἶχε τιναχτεῖ σὰ νὰ ἤθελε νὰ ὁρμήσει ἀπάνω της, μπόρεσε καὶ τῆς ἄγγιξε μόνο τὰ δάχτυλα. Τὸν κρύωσαν· ἔσκυψε ὅμως τὸ κεφάλι του σ᾿ αὐτά.

Ὅταν τὸ σήκωσε, ἡ Μαρίκα τὸν κοίταζε ἥσυχα, ἀλλὰ τὰ μάτια της δὲν ἦταν πιὰ πρασινογάλανα· εἶχαν πάρει πάλι τὸ θαμπό τους σκοῦρο φῶς μέσα στοὺς μαύρους κύκλους τους, καὶ πέρα ἡ θάλασσα φάνηκε τώρα ὠχρή του Στέφανου, κίτρινα ὠχρὴ στὸν κίτρινο ἥλιο.

Ἡ γιαγιὰ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε ξαφνισμένη τὸ Στέφανο πὼς κοίταζε ἔξω. Ἡ Μαρίκα εἶχε κλείσει τὰ μάτια της κρατώντας τὸ χέρι του.

- Ἀποκοιμήθηκε, ἦρθε καὶ εἶπε σιγαλά του Στέφανου ἡ γιαγιά.

Μὰ ὅταν γλίστρησε ἔπειτα μαζί του ἔξω, σταμάτησε μπροστὰ στὴ πόρτα καὶ ξέσπασε σ᾿ ἕνα βραχνὸ λυγμό:

- Ἡ Μαρίκα, Στέφανε, ἡ Μαρίκα...

Ὁ Στέφανος ἀπόμεινε ἄφωνος. Μὰ ἔπειτα ἀκουμπώντας τὰ χέρια του στὸν τοῖχο, ἔγειρε τὸ κεφάλι ἐκεῖ σὰ νὰ σωριάστηκε.

Ἔμεινε ὥρα πολλὴ στὴ θέση αὐτή, σὰν κολλημένος.

Ὅταν γύρισε, ὁ παπποὺς ὀρθὸς μπροστά του τὸν κοίταζε μὲ μάτια ἀκίνητα.

XXVIII

Ὁ Στέφανος ἦρθε κρατώντας στὸ χέρι ἕνα μπουκέτο ἀνεμῶνες. Ἀπάντησε στὸ διάδρομο τὴν Εὐανθία, μὰ ἡ Εὐανθία δὲν κοίταξε τὶς ἀνεμῶνες· κοίταξε μόνο τὸ Στέφανο καὶ τὸν ρώτησε γιὰ τὴν κυρία Κατίγκω.

Ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε ἔρθει χθὲς τὸ βράδυ κ᾿ ἤθελε νὰ τὴν πάρει, μὰ ἡ Εὐανθία τῆς ἀπάντησε:

- Δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀφήσω, θεία Κατίγκω.

Ἡ κυρία Κατίγκω τὴν κοίταξε μελαγχολικὰ καὶ σώπασε, μὰ τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε τῆς ξαναεῖπε νὰ τὴν πάρει. Ἔπειτα τῆς ψιθύρισε σιγά:

- Πόσο εἶμαι ἀνήσυχη γιὰ τὸ Στέφανο.

Κοίταξαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη λυπημένα καὶ σώπασαν. Μίλησαν μόνο γιὰ τὸν ἀρραβώνα τῆς Φιφίκας.

- Ποιὸς τὸ περίμενε!

- Ναί, ναί, ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω καὶ κοίταξε τὴν Εὐανθία σὰ νὰ ἤθελε κάτι νὰ πεῖ ἀκόμα. Δὲν τὸ εἶπε ὅμως κ᾿ ἔφυγε.

Καὶ ἡ Εὐανθία θέλησε νὰ μάθει τώρα ἀπὸ τὸ Στέφανο.

- Δὲ σοῦ φαίνεται παράξενο; τοῦ εἶπε.

Μὰ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε μονάχα καὶ δὲν ἀπάντησε. Περίμενε ἄφωνος ὅσο ποὺ φάνηκε ἡ γιαγιά.

- Ἔλα, τοῦ εἶπε αὐτὴ σιγὰ ὅταν τὸν εἶδε.

Καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα.

Ἡ Μαρίκα ἅπλωσε τὸ χέρι στὶς ἀνεμῶνες ποὺ κρατοῦσε ὁ Στέφανος.

- Ἄνθισαν; εἶπε καὶ σὰ νὰ γέλασε.

- Ἄνθισαν, ναί, εἶπε σιγὰ ὁ Στέφανος καὶ τὶς ἔδωσε σιγὰ στὸ χέρι της.

Μισοανοιγμένες, ὠχρορόδινες, κάποιες γαλανωπές, ἡ Μαρίκα τὶς κοίταξε ὅπως ἔγερναν:

- Πόσο μοῦ ἀρέσουν.

Κ᾿ ἔπειτα ἀφήνοντας τὸ κεφάλι της νὰ γείρει στὸ πλευρὸ ἐλαφρὰ καὶ κλείνοντας λίγο τὰ βλέφαρα:

- Μυρίζουν, ψιθύρισε· σὰν τὸ φθινόπωρο.

Καὶ ὁ Στέφανος εἶδε τὸ βλέμμα της ποὺ ἔφυγε ἔξω σὰ χαμένο.

- Κοιμήθηκες καλά; τὴ ρώτησε ὅταν γύρισε πάλι καὶ τὸν κοίταξε.

- Ὢ ναί, ἀπάντησε ἡ Μαρίκα· καὶ ἡ γιαγιὰ ποὺ δὲν τὴν ἄκουσε:

- Κοιμήθηκε, κοιμήθηκε καλύτερα, εἶπε.

Μὰ ὁ Στέφανος εἶδε τοὺς κύκλους γύρω στὰ μάτια τῆς Μαρίκας πιὸ βαθύτερους καὶ θέλησε νὰ πάρει τὸ βλέμμα του ἀπὸ κεῖ.

Ἡ Μαρίκα ὅμως τὸν κοίταζε. Καὶ καθὼς τὸν κοίταζε ψιθύρισε πιὸ σιγαλά:

- Ὀνειρεύτηκα.

Ὁ Στέφανος περίμενε ν᾿ ἀκούσει τί.

Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ ξέχασε πὼς τὸ εἶχε πεῖ, ξαναψιθύρισε:

- Ὀνειρεύτηκα.

Ἡ Μαρίκα εἶχε ὀνειρευτεῖ τὴ θάλασσα. Εἶχε ὀνειρευτεῖ ρόδινα σύννεφα ποὺ ἔγερναν στὴ θάλασσα, ἔπειτα τοὺς μύλους ποὺ ἀργοκινοῦσαν τὰ λευκὰ πανιά τους, ἔπειτα πάλι τὸν ξανθὸ γιαλό. Κ᾿ ἔπειτα δὲ θυμόταν τί ἄλλο· κάτι χλιαρὸ σὰν εὐωδιὰ ἀπὸ ρόδα, κάτι ἁπαλό, ψιθυριστὸ σὰ λόγια ποὺ πετοῦσαν σὰ φαιδρὰ πουλιά.

Μὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε προσμένοντας ν᾿ ἀκούσει, τί, ὅλα πνίγονταν, χάνονταν μέσα σὲ μιὰ ὁμίχλη σὰ σταχτερή, σὰ ρόδινη ποὺ ἔπλεε ἀπάνω ἀπὸ μία θάλασσα.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε ὁλοένα, ἡ Μαρίκα εἶπε σιγαλά:

- Τὴ θάλασσα.

Ἡ φωνή της ἦταν μόνο μιὰ πνοή· καὶ τοῦ Στέφανου τοῦ φάνηκε σὰ νὰ τὸν ἄγγιξε ἡ πνοὴ μιᾶς βραδιασμένης, ἡσυχασμένης θάλασσας.

Καὶ καθὼς κοίταζε σὰ σὲ ὄνειρο, ἁπλώθηκαν πάλι μπροστά του οἱ σκοτεινοὶ παλιοὶ μεγάλοι κύκλοι καὶ σκέπασαν τὴ θάλασσα.

Τὰ μάτια τῆς Μαρίκας ποὺ πρίν, ἐκεῖ ποὺ τὸν κοίταζαν, εἶχαν πάρει τὸ σιγαλὸ ξάστερο φῶς τους καὶ γιὰ μία στιγμὴ σπιθήρισαν σὰ νὰ εἶχαν γεμίσει φώσφορο μὲ μιᾶς, τώρα σὰ νὰ θολώθηκαν καθὼς ξαναγυρίσαν ἔξω. Ἔξω πέρα δὲ φαίνονταν καὶ ἡ θάλασσα, κρυμμένη σὲ μία γκρίζα ὁμίχλη. Ἡ μέρα ἦταν συννεφιασμένη, καὶ φαινόταν μόνο οἱ κορυφὲς τῶν πεύκων ἀπὸ τὸν κῆπο ἐμπρὸς καὶ ἀντίκρυ ἡ σταχτερὴ λειχηνιασμένη στέγη ἑνὸς σπιτιοῦ.

Μὰ ἀπὸ τὸν κῆπο ἀκούονταν ψιθυρίσματα πουλιῶν. Φαίνονταν πὼς νανούριζαν τὴ Μαρίκα. Ἀλλὰ ἡ Μαρίκα δὲν ἔκλεισε τὰ μάτια· τ᾿ ἄνοιξε πιὸ πλατιὰ καὶ κοίταξε πάλι τὸ Στέφανο καὶ φάνηκε σὰ νὰ τοῦ γέλασε.

Ἔπειτα κοίταξε μπροστά της, κοίταξε νὰ δεῖ τὶς ἀνεμῶνες. Ἡ γιαγιὰ τὶς εἶχε πάρει καὶ τὶς ἔβαλε στὸ βάζο, καὶ ὁ Στέφανος τὶς πῆρε πάλι καὶ τὶς κράτησε μπρὸς στὴ Μαρίκα.

- Βάλε τις ἐδῶ, τοῦ ἔνεψε ἡ Μαρίκα καὶ ὁ Στέφανος τὶς ἄφησε μπροστά της.

Ἡ Μαρίκα τὶς κοίταζε ἄφωνη. Κάτω στὸν κῆπο ψιθύριζαν ἀκόμα τὰ πουλιά, κ᾿ ἐνῶ ἡ Μαρίκα φαινότανε πὼς τ᾿ ἄκουε, σήκωσε σιγὰ τὰ μάτια της στὸ Στέφανο.

- Σὰν ἄνοιξη, τοῦ εἶπε.

Κ᾿ ἔμεινε καὶ τὸν κοίταζε.

- Ναί, μπόρεσε καὶ ψιθύρισε μοναχὰ ὁ Στέφανος, ἀλλὰ ἂν καὶ θέλησε, ἂν καὶ δοκίμασε, δὲν ἔφτασε νὰ πιάσει τώρα τὸ χέρι της.

Ἔβλεπε τὶς ἀνεμῶνες ποὺ ἔγερναν στὸ στῆθος της, μισόκλειστες ἀκόμα, ποιὲς ρόδινες καὶ ποιὲς γαλάζιες, μὰ ὅλες ὠχρές, φθινοπωριάτικες καὶ ὅλες γερμένες. Ὠχρὸ φῶς φθινοπωρινὸ χυνόταν καὶ στὴν κάμαρα κ᾿ ἔπεφτε ὠχρότερο στὴ ὄψη τῆς Μαρίκας καὶ κάθιζε ἀκίνητο καὶ σταχτερὸ στὰ μάτια της γύρω ἀπὸ τοὺς βαθεῖς μεγάλους μαύρους κύκλους τους.

Σωπαῖναν καὶ οἱ τρεῖς στὴν κάμαρα. Μόνο ἡ γιαγιὰ εἶπε κάτι σιγαλά, μὰ ὁ Στέφανος δὲν ἄκουσε τί. Ὅμως ἐκεῖ ποὺ σώπαινε εἶδε πὼς στὰ μάτια τῆς Μαρίκας ἔγερναν τὰ βλέφαρα· καὶ τὸ κεφάλι της εἶχε γλιστρήσει κ᾿ ἔγειρε κι αὐτὸ στὸ πλάγι.

- Κουράστηκες; τῆς εἶπε καθὼς τὴν κοίταζε.

Ἡ Μαρίκα σὰ νὰ μὴν ἄκουσε· μὰ ὅταν ὁ Στέφανος τὴν ξαναρώτησε.

- Ναί, ἀπάντησε σιγά, κουράστηκα.

Ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ Στέφανος τὴν πλάγιασαν.

Ἀλλὰ καὶ πλαγιασμένη ἔπειτα, ἔμεινε καὶ κοίταζε τὸ Στέφανο.

ΧΧΙΧ

- Ὁ κύριος νομάρχης ἔστειλε πάλι σήμερα καὶ ρώτησε, εἶπε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Μὰ ἔπειτα ἔμεινε σὰ λησμονημένη καὶ ψιθύρισε:

- Δὲν ἦρθε ἀκόμα.

Εἶχε στείλει γιὰ τὸ γιατρό.

Ἡ γιαγιὰ εἶχε στείλει πάλι γιὰ τὴν κυρία Κατίγκω καὶ ρώτησε κι αὐτή:

- Δὲ θὰ ἔρθει;

- Ἔρχεται, τῆς εἶπε ὁ Στέφανος.

Καὶ ἡ γιαγιὰ κοιτάζοντάς τον:

- Πονεῖ, ψιθύρισε· δὲν κοιμήθηκε ὀληνύχτα.

Κι ἔφυγε στὴν κάμαρα.

Ἔμεινε μόνος ὁ Στέφανος μὲ τὴν κυρία Ἀγλαΐα.

Εἶχαν ἔμπει στὴ σκάλα σὰ νὰ ἤθελαν νὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν ἄρρωστη· καὶ καθὼς ἡ σάλα ἦταν ἄδεια καὶ μεγάλη καὶ ὁ Στέφανος ἔμπαινε σπάνια σ᾿ αὐτή, τώρα τοῦ φάνηκε σὰν ἔρημη, ψυχρὴ καὶ ξένη. Μὰ ἀπέναντι, ψηλὰ στὸν τοῖχο κρεμόταν ἡ εἰκόνα τοῦ κυρίου νομάρχη, τοῦ πατέρα τῆς Μαρίκας· καὶ τοῦ Στέφανου καθὼς σήκωσε σ᾿ αὐτὴ τὰ μάτια, τοῦ φάνηκε ἡ μορφὴ γνώριμη καὶ ἄγνωστη μαζί· σὰ νὰ τὴν πρόσεχε πρώτη φορὰ, τὸ βλέμμα του σταμάτησε σ᾿ αὐτὴ παράξενα. Σταμάτησε στὰ μάγουλα· νόμισε πὼς εἶδε τὰ μῆλα τους γεμάτα στίγματα κοκκινωπά· καὶ ἀπὸ τὰ βαθιὰ μεγάλα μάτια της σὰ νὰ τὸν κοίταζαν τὰ μάτια τῆς Μαρίκας.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τὸν εἶδε ποὺ ἔβλεπε στὴν εἰκόνα καὶ σὰ νὰ λησμόνησε ποὺ τὸ εἶχε πεῖ πρωτύτερα, ψιθύρισε:

- Ὁ κύριος νομάρχης ἔστειλε πάλι σήμερα καὶ ρώτησε.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε καὶ πρόσεξε πὼς δὲν ἀνέβασε τὰ φρύδια ἐνῶ τὸ εἶπε.

Ἔπειτα σώπασαν καὶ οἱ δυὸ καὶ περίμεναν τὸ γιατρό.

Ὅταν ἦρθε, ἡ κυρία Ἀγλαΐα τοῦ ἄνοιξε σιγὰ τὴν πόρτα τῆς Μαρίκας, καὶ ὁ Στέφανος ποὺ γλίστρησε ἀπὸ πίσω καὶ κοίταξε ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα, εἶδε μόνο ἕνα σωρὸ ποὺ μαύριζε στὸ μαξιλάρι· ἦταν τὰ μαλλιά της. Ἔπειτα εἶδε τὸ γιατρὸ ποὺ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι κ᾿ ἔβγαλε τὸ ὡρολόγι του.

Μὰ ἡ πόρτα ἔκλεισε μπροστά του καὶ ὁ Στέφανος ἔφυγε κεῖθε. Καθὼς γύρισε εἶδε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ εἶχε πέσει σ᾿ ἕνα κάθισμα καὶ ἦταν χλωμή, πολὺ χλωμή.

Κ᾿ ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ πρόσμενε.

Ὅταν βγῆκε ἔπειτα ὁ γιατρός, ὁ Στέφανος πῆγε κοντά του. Μὰ ὁ γιατρὸς δὲν ἄφησε νὰ τὸν ρωτήση· κάθισε κ᾿ ἔγραψε γοργά, καὶ δίνοντας τὴ συνταγή:

- Στεῖλτε γρήγορα, εἶπε.

Ὁ Στέφανος τὴν ἅρπαξε καὶ βγῆκε.

Ὅταν ξαναῆρθε μὲ τὸ φάρμακο, ὁ γιατρὸς ἦταν πάλι στὴν ἄρρωστη. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Στέφανου τὸ φάρμακο κ᾿ ἔτρεξε ἀμέσως μέσα.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε στὴ σάλα μόνος. Καθὼς στεκόταν, ἄκουσε ἔξω ποὺ ἀνέβαινε ἡ κυρία Κατίγκω. Ἔπειτα ἄκουσε πίσω του ποὺ τῆς ψιθύρισε ἡ Εὐανθία:

- Τὴ νύχτα ἀπόψε πάλι τὰ ἴδια.

Ὁ Στέφανος ἐννόησε πὼς ἔλεγε γιὰ τὴ Μαρίκα καὶ γύρισε καὶ τὶς εἶδε ποὺ ἔμπαιναν· τὸ πρόσωπο τῆς Εὐανθίας τοῦ φάνηκε σὰν κίτρινο.

Μὰ ἔπειτα τὴν ἄκουσε πάλι ἀπὸ πίσω του ποὺ ρώτησε:

- Εἶναι ἀληθινὸ γιὰ τὴ Φιφίκα;

- Ναί, πάει στὴν Ἰταλία, ψιθύρισε ἡ κυρία Κατίγκω.

- Καὶ ὁ λοχαγὸς μαζί; εἶν᾿ ἀλήθεια;

Ὁ Στέφανος δὲ στάθηκε ν᾿ ἀκούσει τί ἀπάντησε ἡ κυρία Κατίγκω· βημάτισε πρὸς τὸ μπαλκόνι.

Μὰ ἐνῶ ἔβγαινε ἔξω, αἰσθάνθηκε στὸ χέρι του τὸ χέρι τῆς κυρίας Κατίγκως.

Τὸ τίναξε ἐλαφρὰ καὶ στάθηκε καὶ κοίταζε ἔξω. Ἡ μέρα ἦταν χλωμή, μὰ ἕνα ἀντιφέγγισμα ἔτρεμε κάτω στὴ θάλασσα· ἔτρεμε κ᾿ ἔφεγγε σὰ σκόνη κρόκινη ποὺ τίναζαν ἀπάνω της σύννεφα σταχτοκίτρινα.

Ἡ κυρία Κατίγκω τράβηξε πάλι τὸ Στέφανο, καὶ ὁ Στέφανος γύρισε· ἡ Εὐανθία στεκόταν πίσω της καὶ τὸν κοίταζαν καὶ οἱ δυό.

- Εἶναι μέσα ὁ γιατρός; τὸν ρώτησε ἡ κυρία Κατίγκω, μόνο σὰ νὰ ἤθελε κάτι νὰ πεῖ.

Ὁ Στέφανος ἔνεψε ναί. Κοιτάχτηκαν καὶ οἱ τρεῖς, μὰ ἔπειτα ἔσκυψαν τὰ μάτια κ᾿ ἔμειναν ἀμίλητοι. Ὁ ἀέρας ἦταν ἥσυχος, θολός· καὶ μπρός, στὸν κῆπο κάτω, τὰ πεῦκα ἀκίνητα. Ἔμειναν ὥρα ὀρθοὶ ἐκεῖ καὶ κοίταζαν. Ἔξω στὸ δρόμο πέρασαν παιδιὰ καὶ φώναζαν, ἔπειτα ἔτριξε ἕνα κάρο, ἔπειτα σταμάτησε ἕνας πουλητὴς κ᾿ ἔκραξε κάτι καὶ τοὺς κοίταζε· οὔτε τὸν πρόσεξαν. Μὰ ὅταν ἀκούστηκε τὸ βίτζι τῶν βαποριῶν ποὺ ἄρχισαν καὶ φόρτωναν, ἡ Εὐανθία ψιθύρισε ἔξαφνα, σὰ νὰ ξεχάστηκε:

- Ἐδῶ εἶν᾿ ἀκόμα;

- Τί; ρώτησε ἡ κυρία Κατίγκω.

Ἡ Εὐανθία δὲν ἀπάντησε· εἶδε μόνο πὼς ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε. Ξανακοιτάχτηκαν καὶ οἱ τρεῖς κ᾿ ἔσκυψαν πάλι ἀμίλητοι.

Μὰ ἔπειτα εἶδε ὁ Στέφανος τὴν Εὐανθία ποὺ ἔστρεψε ἔξαφνα καὶ μπῆκε γρήγορα στὴ σάλα· ἡ κυρία Κατίγκω πῆγε κοντὰ καὶ στάθηκαν καὶ οἱ δυὸ ἐμπρὸς στὸ γιατρὸ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν κάμαρα.

Ὁ Στέφανος δὲν ἄκουσε τί εἶπε ὁ γιατρός, εἶδε μόνο πὼς μόλις κινήθηκαν τὰ χείλη του, καὶ τὸ κεφάλι του ἔσκυψε· καὶ εἶδε πὼς ἡ κυρία Κατίγκω ἔπιασε τὸ χέρι τῆς κυρίας Ἀγλαΐας καὶ τὴν ἔβαλε καὶ κάθισε. Ἡ Εὐανθία ἔριξε τὰ μάτια κάτω κ᾿ ἔμεινε καὶ κοίταζε τὸ πάτωμα.

Ὁ Στέφανος δὲν ἔκαμε νὰ κινηθεῖ, δὲν ἔκαμε ν᾿ ἀκούσει· ἔμεινε ἀσάλευτος ἐκεῖ καὶ ἄκουε τὸ βίτζι ποὺ ἔτριζε μακριά, ποὺ ἔτριζε τραχιά, σκληρά· ἔμεινε καὶ ἄκουε μονάχα αὐτό, σὰ νὰ μὴν ἤθελε ν᾿ ἀκούσει πιὰ ἄλλο τίποτε.

………………

Τὸ δειλινὸ ἔβαψε ρόδινα, ρόδινα ὠχρὰ τὰ τζάμια μία στιγμή, ἔπειτα ἔριξε μία θολοκίτρινη χλωμάδα ποὺ κρεμάστηκε σταχτιά, μουντὴ κ᾿ ἔμοιαζε καὶ ἦταν σὰ νὰ κρεμάστηκε καὶ νὰ σταμάτησε σταχτιά, μουντὴ καὶ ἡ ὥρα ἀπάνω τους· σταχτιὰ μουντὴ ἁπλώνονταν καὶ κάτω ἡ θάλασσα. Καθισμένοι ὅλοι σκυφτὰ στὴ σάλα, δὲ μιλοῦσαν· κάποτε μόνο σήκωναν τὰ μάτια καὶ κοιτάζονταν, σὰ νὰ περίμεναν κάτι ποὺ ὅλοι τὸ ἤξεραν πὼς εἶχε ξεκινήσει κ᾿ ἔφτανε.

Πρίν, εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴν κάμαρα ἡ κυρία Ἀγλαΐα καὶ σκύβοντας στὴν κυρία Κατίγκω τῆς ψιθύρισε:

- Παραμιλεῖ ὁλοένα.

Καὶ ὁ Στέφανος ποὺ τέντωσε τὸ ἀφτί, τὴν ἄκουσε ποὺ πρόσθεσε:

- Γιὰ τὸ φθινόπωρο.

Καὶ εἶδε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ ἔκρυψε τὸ πρόσωπο στὰ χέρια της.

Ἔπειτα ἡ κυρία Ἀγλαΐα, ποὺ μπῆκε στὴν κάμαρα καὶ ξαναβγῆκε, καὶ ὁ Στέφανος τὴν κοίταξε, εἶπε:

- Γυρεύει τὴ Θεώνη.

Ὁ Στέφανος ἔσκυψε τὰ μάτια καὶ βημάτισε στὴν κάμαρα.

- Νὰ στείλομε; τὸν ρώτησε ἡ κυρία Κατίγκω, ὅταν ξανακάθισε.

Μὰ ὁ Στέφανος δὲ μίλησε. Ξαναέσκυψε καὶ σώπαινε.

Ἔπειτα ξαναέσκυψαν ὅλοι καὶ σωπαῖναν καὶ περίμεναν νὰ ξαναβγεῖ ὁ γιατρός, ποὺ ἦρθε πάλι καὶ πέρασε στὴν ἄρρωστη.

Μὰ ὅταν τὸν εἶδαν τέλος ποὺ ἔβγαινε, καὶ ἀνασηκώθηκαν, ὁ γιατρὸς δὲν ἔκλεισε τὴν πόρτα· τὴν ἄνοιξα ὅλη πίσω του.

Τὸν ἔνιωσαν καὶ χίμησαν.

Ἡ Μαρίκα εἶχε ἀκόμα τὰ μάτια ὁλάνοιχτα· ἡ γιαγιὰ σκυφτὴ στὸ πλάι τῆς κρατοῦσε τὸ κεφάλι.

Πρώτη ἔπεσε ἡ Εὐανθία ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια της· ὁ Στέφανος καρφώθηκε κεῖ καθὼς στάθηκε στὴ μέση, ἡ κυρία Κατίγκω ἅρπαξε τὴν κυρία Ἀγλαΐα ποὺ ἔβγαλε φωνή.

Ἔπειτα σύρθηκαν ὅλοι στὸ κρεβάτι ἐμπρὸς καὶ γονάτισαν καὶ ζήτησαν τὰ χέρια τῆς Μαρίκας κ᾿ ἔμειναν καὶ τὰ κρατοῦσαν. Ἀλλὰ τὰ μάτια τῆς Μαρίκας σταμάτησαν στὸ Στέφανο· σταμάτησαν καὶ δὲ σφαλοῦσαν, σταμάτησαν καὶ πρόσμεναν καὶ φαίνονταν σὰν κάτι νὰ ἤθελαν.

Καὶ σὰ νὰ ἔνιωσαν ὅλοι, καὶ σὰ νὰ τὸ ἔνεψε ἡ Μαρίκα, σύρθηκαν ὅλοι πάλι ἔξω, κ᾿ ἔμεινε μόνη ἡ Μαρίκα μὲ τὸ Στέφανο. Ἡ γιαγιὰ τῆς κρατοῦσε μονάχα ἀκόμα τὸ κεφάλι.

Τότε τὰ μάτια τῆς Μαρίκας σὰ νὰ σάλεψαν, καὶ ὁ Στέφανος τῆς ἅρπαξε τὸ χέρι· ἦταν ὑγρὸ καὶ ἂς ἔκαιε, καὶ καθὼς τὸ ἅρπαξε, τὸ χάδεψε καὶ τὸ ἕσφιξε σιγά. Ἔπειτα ἀκούμπησε σ᾿ αὐτὸ τὰ χείλη. Καὶ περίμενε.

Μὰ σὰ νὰ τὸν ἤθελε σιμότερα ἡ Μαρίκα, σύρθηκε ἀγάλια πιὸ κοντά της, ὡς τὰ χείλη της. Ἔπειτα σὰ νὰ ἤθελε ἡ Μαρίκα νὰ τῆς κρατήσει μόνο ἐκεῖνος τὸ κεφάλι, ὁ Στέφανος ἔκαμε παραπέρα τὴ γιαγιὰ καὶ τῆς τὸ ἀκούμπησε στὸν ὦμο του. Τὸ ἀκούμπησε καὶ τὸ κρατοῦσε καὶ τῆς ἄκουε τὴν πνοή. Κ᾿ ἐνῶ τὴν ἄκουε ποὺ γινόταν πιὸ γοργή, κ᾿ ἐνῶ στὸ χέρι του γλιστροῦσε πάντα ὑγρότερο τὸ χέρι της, τοῦ ἦταν σὰ νὰ ζητοῦσε νὰ κρατήσει πίσω κάτι ποὺ εἶχε φτερὰ καὶ τὰ εἶχε ἁπλώσει κ᾿ ἔφευγε.

Μὰ ἐκεῖ ἡ Μαρίκα σὰ νὰ θέλησε νὰ ξαναδεῖ τὸ Στέφανο --- ἡ γιαγιὰ ἦρθε πάλι στὸ κεφάλι τῆς Μαρίκας, καὶ ὁ Στέφανος γονάτισε μπροστά της καὶ τὴν κοίταζε. Καὶ εἶδε πάλι στυλωμένα στὰ μάτια του τὰ μάτια της. Ἀλλὰ τὰ μάτια της δὲν ἦταν μάτια, ἦταν μία σταχτερὴ ἄφεγγη ὠχράδα ποὺ ἔμενε μουντὴ καὶ ἀκίνητη.

Μὰ πάλι ἐκεῖ ἡ ὠχράδα σὰ νὰ σάλεψε γιὰ μία στιγμή· τὰ βλέφαρα κινήθηκαν σὰ νὰ ἔπαιξε κάτι ξαφνικὰ μπροστά τους. Καὶ ὁ Στέφανος εἶδε τὰ χείλη τῆς Μαρίκας ποὺ κινήθηκαν· καὶ ἄκουσε τὸ λόγο:

- Ἡ θάλασσα.

Μὰ ἔξω πέρα ἡ θάλασσα δὲ φαίνονταν· τὴ σκέπασε τὸ σταχτὶ σούρουπο ποὺ εἶχε κρεμάσει στὸ παράθυρο μπροστὰ ἡ νύχτα ποὺ ἔπεφτε.

Ἡ κυρία Κατίγκω ἦρθε καὶ ἄναψε τὸ φῶς καὶ πῆρε ἔξω τὸ Στέφανο. Ὁ Στέφανος εἶδε τὸ φῶς ποὺ ἔπεσε κίτρινο στὴν κάμαρα· καὶ εἶδε τὰ μάτια τῆς Μαρίκας: ἀκόμα ὁλάνοιχτα, πιὰ δὲν τὸν ἔβλεπαν.

Ἄφησε καὶ τὸν ἔφερε ἡ κυρία Κατίγκω καὶ τὸν κάθισε στὴ σάλα. Εἶχαν ἀνάψει καὶ δῶ τὸ φῶς, ὅμως τὸ φῶς δὲν ἤτανε πολύ· κεριὰ ποὺ ἔτρεμαν κ᾿ ἔπαιζαν κ᾿ ἔριχναν ἴσκιους στὶς γωνίες, στοὺς τοίχους καὶ στὸ πάτωμα. Ἡ Εὐανθία σκυμμένη σὲ μίαν ἄκρη ἀπέναντι τοὺς κοίταζε, ὁ Στέφανος τοὺς κοίταζε κι αὐτός, μὰ δὲν τοὺς ἔβλεπε.

Μὰ ἔξαφνα, ὅπως καθόνταν εἶδαν καὶ οἱ δυὸ ν᾿ ἀνοίγει ἡ πόρτα πρὸς τὸ διάδρομο. Ἡ Εὐανθία τινάχτηκε, ὁ Στέφανος ὅμως τὸν γνώρισε πὼς ἦταν ὁ παπποὺς ποὺ ἔμπαινε. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ὁ παπποὺς μὲ τὴ σταχτιὰ τριμμένη ρόμπα· εἶχε φορέσει τὴ μαύρη ρεδιγκότα του καὶ τὸ καπέλο καὶ μπῆκε σιγαλὰ καὶ σύρθηκε σιγότερα καὶ στάθηκε στὴν πόρτα τῆς Μαρίκας. Ἀλλὰ δὲν μπῆκε μέσα· σταμάτησε μόνο καὶ κοίταζε.

Μὰ καθὼς κοίταζε, ἀκούστηκε κραυγή, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω φάνηκε στὴν πόρτα φέρνοντας ἔξω τὴν κυρία Ἀγλαΐα.

– Τελείωσε, ψιθύρισε ἔπειτα στὸ Στέφανο ἡ κυρία Κατίγκω καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.

Μὰ ὁ Στέφανος ἔμεινε χαμένος, ἀκίνητος στὴ θέση του.

Εἶδε πὼς ἄναψαν καὶ ἄλλα φῶτα καὶ πὼς ἔμπαιναν κι ἄλλοι στὴ σάλα. Γνώρισε μόνο τὴ Θεώνη ποὺ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι καὶ κάτι τοῦ ψιθύρισε. Τὴν κοίταξε ἄφωνος. Μπόρεσε καὶ σηκώθηκε ἔπειτα καὶ σύρθηκε ἔξω στὸ μπαλκόνι.

Ἡ κρύα νύχτα εἶχε σκορπίσει ψηλὰ τὰ σύννεφα καὶ στὸν ὠχρὸ οὐρανὸ ἀνέβαινε ὁ Ὠρίων, ἀνέβαινε λαμπρὸς κ᾿ ἔμεινε σὰ στημένος ὀρθὸς ἀπάνω στὸ σκοτεινὸ βουνό.

Ὁ Στέφανος ἔμεινε ὥρα κι αὐτὸς ὀρθὸς μπροστά του καὶ τὸν κοίταζε. Ἔπειτα ἔσκυψε κ᾿ ἔκρυψε τὸ πρόσωπο στὰ χέρια.

ΧΧΧ

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα παρατήρησε πὼς ἔλειπε ἀπὸ τὴν κηδεία ὁ κύριος νομάρχης.

- Θὰ ἦταν ἄρρωστος, συμπέρανε.

- Ὄχι· ταξίδεψε, τῆς εἶπαν καὶ τῆς διηγήθηκαν τὸ νέο πὼς ἡ Φιφίκα Πρίφτη ἔφυγε μὲ τὸ λοχαγό, καὶ γιὰ νὰ λείψει ἀπὸ τὸ σκάνδαλο ἔπρεπε νὰ φύγει καὶ ὁ κύριος νομάρχης.

- Τοῦ ἔκαμαν δύσκολη τὴ θέση του, ψιθύρισε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Ἔπειτα ἀπὸ μέρες ὅμως ἔλαβε τὴν κάρτα του· ἦταν μπροστὰ καὶ ἡ κυρία Κατίγκω, καὶ ἡ κυρία Ἀγλαΐα εἶπε:

- Πῶς φέρθηκαν στὸν ἄνθρωπο!

Καὶ πρόσθεσε:

- Ἔτσι ἦταν πάντα πρόστυχοι.

Κοίταξε τὴν κυρία Κατίγκω ἐνῶ τὸ ἔλεγε, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τὸ διηγήθηκε ἔπειτα στὸν ἄντρα της:

- Τὸ εἶπε ἐπίτηδες γιὰ μέ· τὸ ξέρω, δὲ μὲ θέλει νὰ πηγαίνω, μὰ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀφήσω μόνη τὴ νονά.

Κ᾿ ἔπειτα σιγότερα:

- Ξέρεις, Γιάγκο, τὸ εἶπα τέλος τῆς νονᾶς.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ κύριος Γιάγκος τὴν κοίταξε σὰ νὰ μὴν ἔνιωσε:

- Γιὰ τὸ κτῆμα. Καὶ φαντάζεσαι; τὸ ξέχασε πὼς τὸ ἔχει γράψει τῆς Μαρίκας καὶ τρόμαξε νὰ τὸ θυμηθεῖ.

- Ε καὶ τί εἶπε; ρώτησε ὁ κύριος Γιάγκος.

- Τὸ κάνει --- τὴ φέρνομε μία μέρα ἐδῶ.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω μιὰ στιγμὴ ξεχάστηκε.

Ἔπειτα πλησιάζοντας πάλι τὸν κύριο Γιάγκο:

- Πῶς ἦρθαν ἔτσι! εἶπε μελαγχολικά.

- Καλά, ἑτοιμάζω τὰ χαρτιά, εἶπε ὁ κύριος Γιάγκος σὰ νὰ μὴν ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τῆς κυρίας Κατίγκως.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω, ἀφοῦ σώπασε πάλι μιὰ στιγμή:

- Ξέρεις, ψιθύρισε, ἡ Εὐανθία θέλει νὰ φύγει· μὰ πῶς ν᾿ ἀφήσει τὴ νονά.

Κ᾿ ἐνῶ ὁ κύριος Γιάγκος τὴν κοίταξε.

- Στενοχωρεῖται. Πῶς νὰ τὴ ἔφερνα μιὰ μέρα ἐδῶ, εἶπε πάλι ἡ κυρία Κατίγκω καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια.

Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω τὴν ἔφερε ἕνα βράδυ.

Ὁ Στέφανος ποὺ ἦρθε σιγὰ ὡς τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας, σταμάτησε ἔξαφνα· τὶς εἶδε· εἶχαν φέρει τὸ δέρμα τῆς τίγρης ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ σάλα καὶ κάθισαν μπροστὰ στὸ τζάκι· καθὼς φοροῦσαν μαῦρα κι οἱ δυό, τὸ πρόσωπο τῆς Εὐανθίας ποὺ ἔγερνε στὸν ὦμο τῆς κυρίας Κατίγκως, φαινόταν κίτρινο.

Ὁ Στέφανος τὶς κοίταξε ἄλλη μιὰ στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα γύρισε πάλι πίσω στὸ διάδρομο· ἦταν θαμπός, καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο ἔμπαινε μέσα μόνο σούρουπο. Μὰ ἀπὸ τὸ πλαϊνὸ παράθυρο τοῦ μεγειριοῦ ἔπεφτε μία λουρίδα φῶς στὸν τοῖχο ἀντίκρυ καὶ τὸν φώτιζε· καὶ ὁ Στέφανος καθὼς σταμάτησε, εἶδε νὰ σημαδεύεται σ᾿ αὐτὸν ὁ ἴσκιος μιᾶς ἀκακίας ἀπὸ τὴν αὐλή. Ὅπως τὴν εἶδε, τοῦ φάνηκε σὰ ζίφρα χαραγμένη ἐκεῖ, καὶ στάθηκε σὰ νὰ ἤθελε νὰ τὴ διαβάση· ὁ ἀέρας ὅμως ποὺ φυσοῦσε κίνησε τὸ δέντρο, καὶ τότε εἶδε ὁ Στέφανος πὼς ἦταν μόνο ἴσκιος κλαδιῶν γυμνῶν, κλαδιῶν χωρὶς οὔτε ἕνα φύλλο --- τὸ φθινόπωρο τοὺς εἶχε πάρει καὶ τὸ τελευταῖο φύλλο.

Ἔσκυψε τὸ πρόσωπο· μὰ καθὼς ἔσκυψε, ἄκουσε ἔξαφνα τὴν Εὐανθία καὶ τὴν κυρία Κατίγκω ποὺ τραγουδοῦσαν σιγαλὰ ἀπὸ μέσα:

Σὰ φύλλο ξερὸ
στὸ κλαδὶ ξεχασμένο,
προσμένω νὰ βρῶ –
τί τάχα προσμένω;

… Ὁ Στέφανος κατέβηκε σιγὰ τὴ σκάλα. Ἔξω στὸ δρόμο ὁ ἀέρας σφύριζε στὰ δέντρα, καὶ τὰ φῶτα ἔπαιζαν κίτρινα καθὼς σαλεῦαν.

Ὁ Στέφανος προχώρησε. Κίτρινη, ὠχρὴ ἔπαιζε καὶ ἡ λάμψη τοῦ φαναριοῦ μπροστὰ στὴ σιδερένια πόρτα μὲ τὴν ξερὴ γαζία ἀπέξω, ὅπου σταμάτησε καὶ σήμανε.

Ἡ κυρία Ἀγλαΐα σὰ νὰ ξαφνίστηκε καθὼς τὸν εἶδε, μὰ ἡ γιαγιὰ τοῦ κράτησε τὸ χέρι πολλὲς στιγμές.

Κάθισαν σιωπηλοὶ καὶ οἱ τρεῖς. Ἡ κυρία Ἀγλαΐα τοῦ ἔδειξε τὴν κάρτα τοῦ κυρίου νομάρχη.

- Θὰ γύρισε, ψιθύρισε.

- Ναί, γύρισε, εἶπε ὁ Στέφανος.

Καὶ ξανασώπασαν.

Ὁ Στέφανος εἶδε τὶς κόκκινες τουλίπες ποὺ ἔγερναν κ᾿ ἔφεγγαν ὠχρὲς στὸ φῶς τῆς λάμπας. Ἔπειτα ἄκουσε τὸν παπαγάλο ποὺ φώναξε νυσταγμένα ἀπὸ τὸ διάδρομο:

- Παππού.

Μὰ δὲ σηκώθηκε ἡ γιαγιά· ἔμεινε σκυμμένη μελανὸς σωρὸς κοντά του.

- Πρωτύτερα ἦταν ἐδῶ ἡ Θεώνη, εἶπε ὕστερα ἡ γιαγιά.

- Τὴ ζήτησε, πρόσθεσε ἔπειτα ἀπὸ λίγο.

- Καὶ ὀνειρευόταν, ξαναεῖπε.

- Τὸ φθινόπωρο, ψιθύρισε ἡ κυρία Ἀγλαΐα.

Καὶ ξανασώπασαν.

Ὅταν ἔπειτα ἔφυγε ὁ Στέφανος, γλίστρησε ἀπὸ πίσω του ὁ παππούς. Φοροῦσε πάλι τὴ σταχτιὰ τριμμένη ρόμπα καὶ καθὼς πέρασε τὸν κοίταξε· στάθηκε καὶ τὸν κοίταξε.

Ὁ Στέφανος βγῆκε ξανὰ στὸ δρόμο. Εἶδε πάλι τὸ φῶς καὶ ξαναπρόσεξε τὴ σιδερένια πόρτα.

Μὰ δὲ σταμάτησε.

Στὸ δρόμο πρὸς τὸ σπίτι του ἦταν τὸ σπίτι τῆς Θεώνης. Ἐκεῖ μπροστὰ σταμάτησε καὶ σήμανε.

Ἡ Θεώνη τὸν δέχτηκε στὴ σκάλα καὶ τὸν ἔφερε στὴν κάμαρα.

Μὰ ὁ Στέφανος δὲν κάθισε. Στάθηκε μόνο ὀρθὸς καὶ τὴν ἔβλεπε ἄφωνος.

Κ᾿ ἐνῶ ἡ Θεώνη τὸν κοίταζε ἄφωνη κι αὐτή, ὁ Στέφανος ψιθύρισε ἔξαφνα:

- Πρωτύτερα ἤσουν ἐκεῖ.

- Ναί, ἔνεψε ἡ Θεώνη.

Καὶ ὁ Στέφανος ξαναψιθύρισε:

- Σὲ ζήτησε.

Δὲν τὸ ἄκουσε καὶ ὁ ἴδιος τί εἶπε καὶ ἔμεινε σὰν ξαφνισμένος γιατὶ ἡ Θεώνη δὲν ἀπάντησε.

Ἀλλὰ δὲ μίλησε.

Στάθηκε μερικὲς στιγμὲς ἀκόμα, ἔπειτα γύρισε ἔξαφνα· γύρισε κ᾿ ἔφυγε.

Αἰσθάνθηκε πὼς ἡ Θεώνη τὸν κοίταζε παράξενα ἐκεῖ καθὼς τῆς ἔδινε τὸ χέρι, μὰ ἔπειτα κάτω τὸ λησμόνησε.

Τράβηξε στὸ σπίτι.

Βρῆκε κεῖ τὴν Εὐανθία καὶ τὴν κυρία Κατίγκω καθισμένες ἀκόμα στὴ φωτιὰ κοντά.

Καὶ κάθισε κι αὐτὸς ἀντίκρυ.

Πολλὲς στιγμὲς δὲ μίλησε κανείς. Κοιτάζονταν μονάχα. Μὰ ἔξαφνα ἐκεῖ, ἐνῶ ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε σκύψει καὶ κοίταζε πρὸς τὴ φωτιά, ὁ Στέφανος τὴ χτύπησε στὸν ὦμο.

- Μητέρα, τῆς εἶπε σιγαλά.

Ἡ κυρία Κατίγκω γύρισε.

- Ἔλα, τραγούδησέ μας.

Ἡ κυρία Κατίγκω πετάχτηκε σὰν ξαφνισμένη. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ βγάλει λέξη. Ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε, καὶ ἡ κυρία Κατίγκω εἶδε στὸ βλέμμα του πὼς ἔπρεπε νὰ τραγουδήσει· καὶ ὅταν τῆς ἔβαλε στὰ χέρια της τὴ φυσαρμόνικα, κατάλαβε τί ἤθελε νὰ τραγουδήσει. Καὶ τὸ τραγούδησε σιγὰ καὶ ἀργά.

Στὸ τέλος μόνο θέλησε νὰ σταματήσει, ἀλλὰ εἶδε πὼς ὁ Στέφανος περίμενε. Καὶ ἡ κυρία Κατίγκω δὲ σταμάτησε· τὸ εἶπε:

Ἂχ ποῦ νὰ θυμᾶσαι,
Λενίτσα, Λενιώ,
ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι –

Ἐδῶ ὅμως τὴ σταμάτησε ἡ Εὐανθία ποὺ ἔπεσε μπρός της πνιγμένη σὲ λυγμούς.

Δὲν τὴ σήκωσε κανένας· ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε μείνει σὰ χαμένη, ὁ Στέφανος καθόταν ἀκίνητος ἀντίκρυ· καθόταν καὶ τὶς κοίταζε.

Ἔπειτα, πρὶν σηκωθεῖ ἀκόμα ἡ Εὐανθία, σηκώθηκε ὁ ἴδιος καὶ βγῆκε.

Βγῆκε στὸ δρόμο.

Ἔξω στὸ δρόμο ὁ ἀέρας σφύριζε πάντα στὰ δέντρα, καὶ τὰ φῶτα ἔτρεμαν. Στὴν προκυμαία στέκονταν γραμμὴ τ᾿ ἁμάξια· ἄλλα περνοῦσαν γρήγορα. Ὁ Στέφανος εἶδε ἕνα ποὺ πέρασε πολὺ κοντά του· τὸ εἶδε ὅταν πέρασε, μὰ πρὶν περάσει ἄκουσε ποὺ σήμανε καὶ φώναξε ὁ ἁμαξάς. Ἔπειτα ἄκουσε στὸ καφενεῖο τὴ μουσική· μὰ δὲ σταμάτησε. Καὶ δὲ σταμάτησε οὔτε ἀπέναντι, στὴ λέσχη. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ πήγαινε ὁ κύριος νομάρχης, καὶ ὁ Στέφανος τὸν εἶδε, τὸν πρόσεξε ποὺ ἔμπαινε μὲ πρόσωπο σκυφτό. Ἀλλὰ δὲ γύρισε νὰ μπεῖ κι αὐτός.

Γύρισε πρὸς τὴ θάλασσα.

Ἔφτασε κεῖ καὶ στάθηκε μπροστά της. Νυχτωμένη καθὼς ἦταν, ἦταν ὠχρή, θαμπὴ κάτω ἀπὸ τὸ φθινοπωρινὸ οὐρανό. Μὰ σὰ νὰ μὴν ἔφτανε σ᾿ αὐτὴ ὁ ἀέρας, ἔμενε ἀκίνητη ἀναδίνοντας μόνο μιὰ κρύα ἀτάραχη πνοή.

Ὁ Στέφανος τὴν κοίταζε· κοίταζε καὶ περίμενε νὰ δῆ τοὺς κύκλους νὰ τὴ γεμίσουν ὅλη ἀμέτρητοι, τρεμουλιαστοί, πλατιοί, μεγάλοι.

Μὰ δὲν τοὺς εἶδε. Ἔβλεπε μόνο μιὰ ἀκίνητη ἔκταση θολή, μισόθαμπη ν᾿ ἁπλώνεται ἄφεγγη, βουβὴ καὶ κρύα μπροστά του χαμένη πέρα σὲ βάθος πιὸ ἄφωνο καὶ σκοτεινό.

………….

Μιὰ ἀνησυχία εἶχε πιάσει τὴ Θεώνη ὅταν εἶδε τὸ Στέφανο ποὺ ἔφευγε. Ἔσκυψε κάτω καθὼς τὸν ἔβγαζε ὡς τὴ σκάλα, καὶ κοίταξε τὴ σκοτεινὴ σκυφτὴ μορφή του ποὺ γλιστροῦσε ἀργά.

Θυμόταν ἔπειτα τὸ βλέμμα του κ᾿ ἔπειτα πῶς τῆς ἔδωσε τὸ χέρι. Καὶ σὰ νὰ τρόμαζε. Καὶ τὸ ξαναθυμήθηκε καὶ ξανατρόμαξε.

Καὶ φόρεσε ἔξαφνα τὸ ἐπανωφόρι της καὶ βγῆκε ἀμέσως.

Τράβηξε ἴσια στῆς κυρίας Κατίγκως.

- Τί κάνουν; ρώτησε τὴν ὑπηρέτρια ἐνῶ ἀνέβαινε τὴ σκάλα.

Ἡ ὑπηρέτρια σταμάτησε καὶ φώτισε στὸ διάδρομο.

- Τί κάνουν; ξαναρώτησε ἡ Θεώνη.

Ἡ ὑπηρέτρια πάλι δὲ μίλησε, μὰ καὶ ἡ Θεώνη σταμάτησε ἔξαφνα.

Μέσα ἡ κυρία Κατίγκω εἶχε σηκώσει τὴν Εὐανθία ἀπὸ κάτω καὶ ἤθελε νὰ τὴν ἡσυχάσει· κ᾿ ἔπαιζε τὸ τραγούδι της.

Ἡ Θεώνη στάθηκε μία στιγμὴ καὶ ἄκουε.

Μὰ ἔπειτα σὰ νὰ θυμήθηκε ἔξαφνα, γύρισε στὴν ὑπηρέτρια:

- Καὶ ὁ κύριος Στέφανος;

- Μέσα εἶναι, ἀπάντησε ἡ ὑπηρέτρια ποὺ δὲν τὸν εἶχε δεῖ πὼς βγῆκε.

Ἡ Θεώνη ἔριξε μπρός της μιὰ ματιά.

- Καλά, ἄφησε· μὴν πεῖς πὼς ἦρθα, εἶπε σιγά.

- Ἤθελα μόνο του τὸν κύριο Στέφανο, ψιθύρισε σιγότερα καὶ γύρισε νὰ κατεβεῖ, ἐνῶ μέσα ἠχοῦσαν τώρα μαζὶ οἱ φωνὲς τῆς Εὐανθίας καὶ τῆς κυρίας Κατίγκως:

προσμένω νὰ βρῶ –
τί τάχα προσμένω;

ΤΕΛΟΣ