Λόγος ἐπικήδειος
διὰ τὰ παλαιὰ ἄγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐλεγεία
εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας
ἐξαιρετικῶς ἀγαπηθείσης.
Καλοῦνται ρεμπέτικα τραγούδια τὰ ἄσματα τῶν πληγωμένων, ἁπλῶν, ἁγνῶν καὶ αἰσθαντικῶν ψυχῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ περιφρονημένη χωρὶς ἀνταπόκριση ἀγάπη καὶ τὸ τρισμέγιστον μαρτύριον τοῦ θαμένου ἑκουσίως ἔρωτος ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξόχως ἀνιστορήθησαν. Τὰ ρεμπέτικα ὑπῆρξαν κάποτε ἡ παρηγοριά μας. Ἦταν οἱ λευκοὶ ἀσπασμοὶ τῶν παραγνωρισμένων. Ἀξιώθηκα νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὸ βουβό, πλέον, μπουζούκι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δὲν τραγουδοῦσαν οἱ γυναῖκες (αὐτὲς συνήθως ἀργὰ κατανοοῦν τὸ πόσο ἀγαπήθηκαν), οὔτε τὰ τραγουδοῦσαν οἱ σκληρόκαρδοι.
Ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας νοιάζομαι. Μὴ μοῦ στείλεις περιστέρια· μαντεύω τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ ἔρως συμβαίνει σὰν δυστύχημα. Κρατοῦσα, τότε, σὰν βιολὶ τὸ σῶμα σου, μὰ τώρα ποὺ εἴμαστε μακριὰ σ᾿ ἔχω φωτιὰ παντοτινὴ μὲς στὴν καρδιά μου. Θὰ ψάχνεις λυπημένη νὰ μὲ βρεῖς στοὺς ἄδειους δρόμους καὶ θὰ ρωτᾶς παντοῦ γιὰ μένα, καὶ στὴν περιρρέουσα μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν θὰ ἀναζητᾶς ἐπὶ ματαίῳ παρηγοριά. Ἐφέτος ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔβρεχε καὶ ἡ δολιότης πίκραινε τὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρω· ἡ θέση μου εἶναι στὸ νεκροταφεῖο. Εἴμασταν ἀκόμη παιδιὰ ὅταν μᾶς μάραναν καὶ ζήσαμε σὰν γέροι. Δὲν εἶμαι δικός μου. Σιωπῶ μὲν, ἀρνοῦμαι δὲ νὰ πεθάνω γιατὶ τὰ δακρυσμένα μάτια σου πάντα μὲ γνέφουν. Θλιβερὰ βλέμματα τέκνα τῆς σιωπῆς μου. Ὁ θάνατος ἀπόψε διώχνει τὸ κάθε τι ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου. Χαίρομαι τὴν παραφροσύνη μου τώρα.
Τὸ ἀληθὲς ἀπόβαρον ἑνὸς ἀνθρώπου ἰσοῦται μὲ τὶς ἀγάπες, τὸν οἶκτο καὶ τὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε στὴ ζωή. Δύο μεγάλες ἀδικίες ἐγνώρισα: τὴν φτώχια καὶ τὴν ἐρωτικὴ καταφρόνια. Τὰ ρεμπέτικα προήχθησαν εἰς μαυσωλεῖον αἰσθημάτων. Τὸ νὰ ὑποφέρεις ἀπ᾿ του κόσμου τὶς πίκρες εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ ἴσως νόμιμο. Πάθος ἔδωσα καὶ πάθος δὲν ἔλαβα, κι ὅ,τι ἔπιασα ἔγινε στάχτη. Πολλὰ ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα. Ὁ πατέρας μου μὲ γαλούχησε μὲ τὰ τραγούδια αὐτά. Ἔχτισα τὸ παρὸν βιβλίο, σὰ νὰ ἔχτιζα χελιδονοφωλιά, πρὸς χάριν του ἰσοβίου φίλου Τσιτσάνη. Τὴν ἐγκαρτέρηση ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα.
Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (ἄχ, σβήνω) ὅταν ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὰ αἰσθήματά μου σὰν κέρματα. Ἂν πρόκειται κανεὶς νὰ διατηρήσει τὴν εὐαισθησία του ἂς εἶναι ὁ ἡττημένος. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ὡς ἀναμνήσεις. Ζήσαμε τὶς πιὸ ἐφιαλτικὲς νύχτες τοῦ αἰῶνος. Οἱ ἐνθυμήσεις ἐλλοχεύουν. Ἔνιωσα τὰ πάντα μόνον σὰν πάθη. Ἄφησέ με νἆμαι παράφορος, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς τρέλας. Ὑπήρξα ἕνας Ἰδανικὸς Φαῦνος. Θὰ σὲ γκρεμίσω μὲ δάκρυα, ζοφερὴ πολυαγαπημένη.
Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι τραγούδια τῆς καρδιᾶς. Καὶ μόνον ὅποιος τὰ πλησιάσει μὲ ἁγνὸ αἴσθημα τὰ νιώθει καὶ τὰ χαίρεται. Γιατὶ, ἡ καρδιὰ μὲ καρδιὰ μετριέται.
Ἔκλεισεν ὁ κύκλος τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθὸν τὰ τραγούδια αὐτά. Χοροστατῶ μοιραίως στὸ μνημόσυνό τους ἀφοῦ ὁ *** κυμαίνεται, τὴ νύχτα αὐτή, μεταξύ εὐφημίας καὶ ἐπιβιώσεως.
Αἴφνης σκοτείνιασε ἡ πλάση καὶ ἡ αὐτοκτονία ἀπέβη τὸ ὄνειρο ἑκάστου ἐχέφρονος ἀνθρώπου. Ὁ θεηφόρος ἔρως μόνη πειθὼ τῆς ζωῆς. Φυλακτὰ σὲ σχῆμα καρδίας ἀντίκρυσα στὸ βυζαντινὸ μουσεῖον Ἀθηνῶν. Στὰ λάσια μπράτσα τῶν ρεμπέτηδων συχνὰ βλέπω κεντημένη μιὰ καρδιὰ μὲ φυλλοκάρδια, ὅπου στὴ μέση της ἔχει τὸ ὄνομα τῆς πολυαγαπημένης.
Οἱ νεοελληνικοὶ αἰῶνες ἐγκυμονοῦσαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια. Στὸν ἔρωτα ὁ χρόνος ἐτάχθη ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν. Ἀφότου γεννηθήκαμε ὁ θάνατος ἀναμένει. Ἤπια τὰ χίλια πικρὰ ὄχι, πρὶν καταπιαστῶ μὲ τὰ ρεμπέτικα. Οἱ χαρὲς, ὅπως καὶ οἱ ἡδονές, ὁδηγοῦν στὴν γνήσια θλίψη. Σὰν χειρονομίες σφοδροῦ κοπετοῦ μοιάζουν τὰ φτερουγίσματα αὐτουνῶν ποὺ χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ὁ Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατὶ ἀποκαλεῖ τὸν ζεϊμπέκικο Χορὸ τῶν Χορῶν. Ἴσως, μόνον ἕνας ἐρωτευμένος μπορούσε νὰ συντάξει τὸν ἐπικήδειο τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ φαντάζουν σὰν μαγικὸς λουλουδότοπος μακρινός, ὁριστικὰ χαμένος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (ἰσχυρὸς ὡς ὁ ἔρως, πανίσχυρος ὡς ὁ θάνατος) ἐξακοντίζεται πρὸς τὸ παρελθόν. Ἡ θλίψη ἀποτελεῖ τὴν ἠχὼ τῶν ἐρωτικῶν λαϊκῶν ἀσμάτων. Εἴθε, σύντομα τὰ ἑλληνόπουλα νὰ διδάσκονται στὰ σχολεία τὴν ἀπαράμιλλη μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν.
Θὰ σταδιοδρομήσω τοῦ λοιποῦ ὡς προδότης. Κατάβαθα κι ἐγώ, κατάβαθα κι ἐσύ, πληγώσαμε τὶς καρδιές μας. Ὅλη νύχτα μὲ ξυπνοῦσαν οἱ ἀναστεναγμοί μου. Εἶμαι φίλος τῶν νεκρῶν. Τὸ ἑπόμενο πάθος μὲ σώζει ἀπὸ τὸ προηγούμενο, μὰ κάθε πάθος κατακάθεται στὴν παλίμψηστη ψυχή μου σὰν μαυρίλα, καὶ τότε ἡ αὐτοκτονία ὑποδύεται τὴν λύτρωση. Ἡ ἰδιοφυΐα εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτὴ μορφὴ παραφροσύνης, ὁ δὲ οἶκτος φόρτος ἀλλοτρίων δυστυχιῶν. Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ὅλοι τους, εἶναι σὰν ἐρωτικὸ παράπονο. Ὁ ἔρως στερεῖται νίκης. Ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ ἧττα τοῦ ἀνδρός. Σὰν τὸν Ἀχιλλέα ἤσουνα ὑπερήφανη καὶ σκληρόκαρδη· ὅμως, ὥρα σου καλή, ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, γλυκιά μου ἀγαπημένη.
Καθὼς χαμένο σκυλί, σκυλὶ τοῦ δρόμου, σέρνομαι αὐτὲς τὶς μαῦρες μέρες μὲ ἄδεια καρδιὰ καὶ κάθε δειλινὸ πέφτω, πέφτω, σ᾿ ἕνα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οἱ γυναίκες στεροῦνται φαντασίας καὶ πάθους, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγάπησα καὶ ἀγαπήθηκα, κι ἐσένα δείχνω ὅταν ἐρωτηθῶ γιὰ τὸ νόημα τοῦ ἔρωτος. Λιποτάκτης στὴν μυριάνθρωπη ἔρημη Ἀθήνα ποὺ μὲ τρομοκρατεῖ κι ὅλο μὲ ἐξωθεῖ πρὸς τὴν αὐτοκτονία. Ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρωπιᾶς. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐχθρὸς μου. Στὴν ἡλικία ὅπου τώρα πιὰ ἔφτασα τὸ νιώθω πεντακάθαρα πὼς εἶμαι ἕνας ἀποτυχημένος. Δὲν θὰ σκεφτόμουνα ποτὲ δίχως τὸ συνοικέσιον τῆς μελαγχολίας. Συχνὰ κλέβω ψυχὲς, μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι κοντὰ μου, οὔτε σὲ ξένα χέρια. Γέρασα μὲ ἐρωτευμένη καρδιὰ ἐφήβου. Εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ζεῖς μὲ ἀγάπη κι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κατέχεις, τόσο πολὺ, τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς σου. Ἀδυνατῶ νὰ θάψω τὶς ἀναμνήσεις κι αὐτὸ θὰ προσδιορίσει τὸν θάνατό μου. Τὴν κοίτη τοῦ τάφου μου εἶδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θὰ ἄντεχες ἐσὺ μιὰ ζωὴ δίχως ἐλπίδες;
Ἀργεῖς· ἡ ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τὰ βράδια, ὁλομόναχος, κατάμονος, στὸ καμαράκι ποὺ ξέρεις, καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, κι ὅλο σκέφτομαι περὶ τῆς ἀδυσωπήτου φθορᾶς τῶν αἰσθημάτων. Ὁ νοῦς μου ἀρμενίζει πρὸς τὴν ἀπελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλοὺς φίλους γύρω μου κι ἀπὸ τότε ζῶ σὰν πουλὶ τρομαγμένο. Σὲ περιμένω μέρα καὶ νύχτα καὶ κάθε αὐγὴ νὰ ξαναγυρίσεις σὲ καρτερῶ. Μὲ παρασύρει ἡ καρδιά μου (ἐσὺ, γλυκιὰ μου, ἀκόμη τὴν κυβερνᾶς) σὲ ἀναπολήσεις τῆς ἐξαίσιας μορφῆς σου, ποὺ οὔτε μπορῶ οὔτε θέλω νὰ ξεχάσω, καὶ ποὺ ἀφότου ἐχάθη σὲ μαῦρα σκοτάδια μ᾿ ἔριξε. Ἐκείνην ποὺ κάθεται ἀντίκρυ μου τὴν ἔχω μὲς στὰ στήθια μου. Οἱ σκιὲς τῶν δολοφονηθέντων φίλων, καὶ ψὲς τὴ νύχτα, ὅπως κάθε νύχτα, ἦρθαν ἀργοσαλεύοντας στὸν ὕπνο μου, καὶ τάχα ἤσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλὴ, μαραμένη. Εὐλαβούμενος τῆς μνήμης των περιδιαβάζω στὴν Ὁδὸν Ἀναπαύσεως. Ὅταν φεύγει ἡ ἀγαπημένη εἶναι σὰν νἄχει πεθάνει. Στὰ μάτια σου τὰ σημάδια τῆς προδοσίας. Ἡ ὁμορφιὰ μιᾶς γυναίκας εἶναι ἕνα ἔνδυμα εὐχαριστήσεως. Κλεῖσε με στὴν καρδιά σου κι ἂς τὸ ξέρουμε μόνον ἐμεῖς οἱ δυό.
Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς. Πάντα οἱ ἀπογοητευθέντες σώζουν τὴν οἰκουμένη. Μιὰ εἰδικὴ λεβεντιὰ ἀπαιτεῖται γιὰ νἆναι κανεὶς ἀνήθικος. Ἡ λογική μου ἐδρεύει στὴν καρδιά μου. Ὁ ἔρως θρέφει (ἀλίμονο) τοὺς ἰδεώδεις. Τὰ τοῦ παρελθόντος ἀγλαΐζονται. Ὁ κυνισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι ὁ θώραξ τῶν εὐαισθήτων, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἐνδοσκοπήσεως. Ὁ οἶκτος ἔρχεται μὲ τὰ χρόνια. Ἡ σκέψη εἶναι δυστυχία. Ἐξ οἴκτου ἁμαρτάνω. Τρομάζω ὅταν σκέφτομαι. Ὑπῆρξες τόσον ὡραία ποὺ σὲ σεβόμουνα. Εἶναι ἀντιδραστικὸς κι ὁ ἀρνούμενος νὰ ἀποθάνει. Ἀντιφάσκω, ἄρα ζῶ. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔκφραση ἀνταποδοτικὴ τῆς κοινωνικῆς ποινῆς τοῦ ψυχικοῦ ἐξοστρακισμοῦ. Ἡ μόνη προσωπικὴ χειρονομία στὴν αὐτοκτονία εἶναι ἡ αὐτόχειρη ἐκτέλεση μιὰς κοινωνικῆς ἀποφάσεως. Στὸν ἔρωτα ἑνὸς ἀνδρός, πιθανώτατα, ἔχει μεγαλύτερη σημασία τὸ ζέον αἴσθημα παρὰ τὸ ὄνομα τῆς ἀγαπημένης. Ἡ κεφαλή μου, τώρα, σὲ προσκέφαλο φέρετρον, κι ὄχι στὰ γόνατά σου, τώρα, ἀναπαύεται. Ἕναν σταυρὸ σοῦ χάραξα στὸ μέτωπο καὶ σὲ σημάδεψα. Μοναξιὰ θωπεία θανάτου.
Τὰ μάτια της προοιώνιζαν τὴν καταδίκη. Τίποτε δὲν μοῦ στοίχισε ὁ χωρισμός· τίποτ᾿ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τῆς μελαγχολίας. Μᾶλλον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ἀνιδιοτελῶς ἐρωτευμένες. Ἡ γυνὴ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποβεῖ νεκροθάφτης τοῦ ἀγαπημένου της. Θάνατοι καὶ θάνατοι θὰ διαβοῦν μὰ σὺ θὰ βαστᾶς μέσα μου. Ἐσύ, ποὺ ἀπουσιάζεις κι ὡστόσο νιώθω νὰ μὲ κοιτᾶς μὲ χίλια μάτια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουνα ἐκείνη μὲ τὰ πικρὰ δάκρυα καὶ τὰ ὁλόγλυκα φιλιά. Ἡ δεινή, ἐσύ, ποὺ μ᾿ ἀνάγκασες ν᾿ ἀγαπήσω τὰ λουλούδια περισσότερο ἀπ᾿ τους ἀνθρώπους. Ἐσύ, ἡ λύκων βρῶσις κι ὁ ἄγγελος τῶν ἐπιγείων λιβαδιῶν.
Ἔπραξαν τὸ πᾶν γιὰ νὰ μαράνουν τὴν ζωντανὴ καρδιὰ τῶν ρεμπέτηδων. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ἀντιφάσκουν. Ἰσχυρότερη μνήμη εἶναι ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ὁ λυρισμὸς ἦταν ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ στοὺς ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σὰν δροσερὸ φύλλωμα, τὰ παλαιὰ αἰσθήματα. Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλάζω ψυχὴ κι ὁ νοῦς μου ἀνθοφορεῖ. Καλβῖνος του ἁγνοῦ ἔρωτος, ἐλπίζω πὼς καὶ ἡ πλέον ἄσπλαχνη ἀγαπημένη δὲν δύναται νὰ σκοτώσει τὴν ποίηση ποὺ κρύβει μέσα του ἕνας σιωπηλὸς ἄνδρας.
Βασικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι λαϊκὰ ἅσματα τῆς ἀγάπης καὶ, εἰδικώτερα, τῆς ἐρωτικῆς ἐγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τὰ μισὰ ρεμπέτικα ἔχουν τὸν ἔρωτα θέμα τους, καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ θρηνοῦν τὸν ἐρωτικὸ χωρισμό· τὴν πικρότατη ὀρφάνια. Ὁ ρεμπέτης γνωρίζει ὅτι ὁ ἔρως εἶναι μεταθετὸ αἴσθημα καὶ ὅτι ὁ οἶκτος τῶν ἐπικυριάρχων ἡ ἀγάπη εἶναι. Τόσο ἔδειραν τὰ πάθη τοὺς ἀνθρώπους τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ὥστε ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν ἑαυτό τους. Στὰ δημώδη ἅσματα ὁ ἐραστὴς καταπλήσσει μὲ τὴν ἀνδρεία, ἐνῶ ὁ ἐραστὴς τῶν ρεμπέτικων τραγουδιὼν ἐκλιπαρεῖ, καθικετεύει, ἑλκύει διὰ τοῦ οἴκτου. Σὲ λιτανεία μετήλλαξε τὸν πανδαμάτορα ἔρωτα τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ὅπου οἱ περιπτύξεις εἶναι ψυχικὲς οἱ δὲ μνῆμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ὀρθόδοξος ἐρωτικὸς πρωθιερεὺς ἀντιλαμβάνομαι σαφῶς πὼς ἂν δὲν χτίσεις μιὰ ζωὴ σφαλμάτων καὶ ἁμαρτιῶν δὲν θὰ ἐξαρθεῖς εἰς ὑπήκοον τοῦ θανάτου, πὼς ὁπωσδήποτε καλύτερα εἶναι νὰ σὲ σκοτώσουν παρὰ νὰ αὐτοκτονήσεις ἀφοῦ ἡ ἀνίκητη τρομερὴ πλειοψηφία τῶν μοχθηρῶν οὔτε αἰδημοσύνην οὔτε χλωρὸν φόβον ἔνιωσε ποτέ, καί, πὼς ἡ καρδία οἶκος τῆς ψυχῆς ἐστίν. Ἡ φιληδονία εἶναι ἀληθινὴ ἀρρώστια. Τὸ γυμνὸ κορμί σου (εὐφροσύνη τῆς ὁράσεώς μου) ὁδηγεῖ στὸ φθινόπωρο, στὸ φθινόπωρο. Οὐσιαστικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο. Δὲν σὲ ἀναπολῶ παρὰ σὰν μιὰν ὅμορφη κοπέλα (ὦ, μεγαλεῖον τῶν ὑψηλῶν γυναικῶν) νὰ ἔρχεσαι μὲ τὴν ἀγκαλιὰ γεμάτη ἄνθη, καὶ τότε σὲ φιλοῦσα καὶ μὲ ἀντιφιλοῦσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Ἀγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως ἄγνωστη ποὺ δὲν ξεχνιέται. Ἑορτὴ τῶν Νεκρῶν ἡ μέρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶπες παντοῦ πὼς μὲ μισεῖς, σὰν ὅμως ξανανταμώσαμε, τὴν ὕστατη φορὰ, ἐδάκρυσες καὶ μὲ τρυφερότητα ἅπλωσες τὸ πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στὸ ἱδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα ἐδῶ κοντὰ φτερουγίζεις — μακριά μου ὅσο ποτέ. Μὲ θυμᾶσαι ἆραγε ἀκόμη, φευγάτη μου ἀγάπη;
Οἱ ἐρωτευμένοι χρησιμοποιοῦν ὁλόχρυσα λόγια, λόγια ποὺ καῖνε, ἂν καὶ ἡ ἀγάπη νιώθεται καὶ δὲν τὴν ἀποδεικνύουν. Οἱ ἐρωτευμένοι ἐκφράζονται μὲ ὑπερβολὲς γιατὶ διαβιοῦν ἐν ὑπερβολαῖς. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βουνὸ τὴν καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀγαπήσει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του. Ὁ ἔρως εἶναι ἕνας γλυκόπικρος ἐφιάλτης, σάβανο τῶν ζωντανῶν, φονεὺς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπὸς πουλιῶν, ἐλευθερωτής. Τέτοιους ἔρωτες ψάλλουν τ᾿ ἀδέρφια μου, οἱ ἔσχατοι ρεμπέτες.
Ἀθῆναι, Μάϊος 1967.
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια»)
Προέλευση κειμένου: Μικρὸς Ἀπόπλους