Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους - Ὁ Θάνατος τοῦ Παπποῦ

Προέλευση: Βασικὴ Βιβλιοθήκη, τομ. 45, Ἀθήνα (ἄ.ἔ.) [Ἐκδόσεις Ζαχαρόπουλος]

Ὁ παπποῦς μου ἀπέθανεν τὴν 15 Ἰουνίου τοῦ 1862 ἀπὸ χρονίαν νόσον, ὀφειλομένην εἰς τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστη κατὰ τὸν «Ἀγῶνα». Προσωπικὰς ἀντιλήψεις ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ πάππου μου δὲν ἔχω. Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι ἦτο θυελλώδης ἡμέρα καὶ ἐγὼ κατατρομαγμένος ἀπὸ τὰ ἀστραπόβροντα καὶ τοὺς κεραυνούς, εἶχα τρυπώσει εἰς ἓν δωμάτιον τοῦ σπιτιοῦ τοῦ θείου Μικέλη, ὅπου μὲ εἶχαν ἀφήσει ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τῆς ψυχοκόρης των Σιδερῆς. Τὰς πληροφορίας περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς ἀτμοσφαίρας εἰς τὸν θάνατον τοῦ ἐκ τῶν κορυφαίων Ἀθηναίων τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τοῦ Ἀγῶνος τῶν Ἀθηνῶν, τὰς ἐπληροφορήθην κατόπιν ἀπὸ τὴν Μάσιγκαν τοῦ Γιάρη καὶ ἔγραψα, ἐσχάτως μόλις, τοιαῦτα.

«Χρόνια πολλὰ εἶχε ν᾿ ἀκουστῇ τὰ μεσάνυχτα τὸ στοιχειωμένο δαμαλάκι τοῦ Ἀλίκοκκου νὰ μουγκρίσῃ τρεῖς φορές».

Καὶ ἀκούστηκε ἀπόψε.

Ἡ γρηὰ ῾κλησσάρισσα τῆς Σωτήρας τοῦ Κοττάκη σταυροκοπιέται φοβισμένη.

-Ὤχ! ἀλοίμονο! κάποιος ἐνορίτης πεθαίνει:!

Καὶ πασχίζει νὰ ξαναφέρῃ τὸν ὕπνο ποὺ τῆς ἔφυγε. Μὰ τότε πάλιν ἔξαφνα δύο τρεῖς ἀστραπὲς φωτίζουν τὸ κελλί της καὶ ἄγριον μπουμπουνητὸ τραντάζει τὸ τζαμάκι τοῦ παραθυριοῦ της.

Ἡ κελιώτισσα ἔχασε πλέον ὁλότελα τὸν ὕπνο της.

-Χριστέ καὶ Παναγία!.. καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ λαμποκοποῦσε ὁ οὐρανὸς ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια!..

Πρὸς τὸ πρωῒ ἡ βροχή ἐκόπασε καὶ ὕστερα ἔπαυσεν ὁλότελα, χωρὶς νὰ παύσῃ ὅμως καὶ ἡ φοβέρα τοῦ κατάμαυρου οὐρανοῦ.

-Μπά, μπά, μπά... Καλὲ πίσσα λὲς κ᾿ εἶναι ὁ οὐρανός!...

Ἄναψε δύο-τρία κλαράκια στὴν παραφωτιὰ καὶ ἔβαλε τὸ μπρικάκι της νὰ βράσῃ. Ὕστερα ἄνοιξε τὴν πορτίτσα της καὶ παρατηροῦσε κατὰ τὸν δρόμον.

Ὁ δρόμος αὐτὸς ἦταν μιὰ φορὰ ἡ «πλατέα ροῦγα τοῦ Ἀλίκοκκου».

Ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους, ποὺ εἶδεν ἡ κελιώτισσα νὰ διευθύνωνται σὲ ὡρισμένον σπίτι, εἰς τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Σωτηριανοῦ, κατάλαβε πὼς ὁ Ἄγγελος θὰ πέθανε.

Ἦταν κατάκοιτος ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Ἀγῶνος. Χθὲς ἀκόμη παρεκάλεσε τοὺς δικούς του νὰ τοῦ τραβήξουν τὸ κρεββάτι του κατὰ τὸ παράθυρον τῆς αὐλῆς διὰ νὰ βλέπῃ τὸν κῆπον τοῦ σπιτιοῦ.

Ἕνα-ἕνα κοίταζε τὰ δένδρα του καὶ στέναζεν. Ἡ ματιὰ του ὅμως ἐστάθη εἰς τὴν μεγάλη λυγαριὰ τοῦ τοίχου καὶ τότε ἔκλαψεν. Ἦταν αὐτή, ποὺ τὴν εἶχε φυτεύσει ἡ γυναῖκα του ὅταν ἦταν νεόνυμφη.

Στὰ τελευταῖα κοίταξε καὶ τὴν καρυδιά του. Ἐκούνησε τὸ κεφάλι του τότες λυπητερὰ καὶ κάτι ἐψιθύρισεν. Εἶναι ἡ καρυδιὰ ποὺ φύτεψε καὶ αὐτὸς τὴν ἡμέρα ποὺ εὐλογήθηκε μὲ τὴν ὡραία κόρη τοῦ Σταμάτη Σαρρῆ, τὴν Ἐλέγκω.

Οἱ δυό του κόρες δὲν ἔλειπαν ἀπὸ κοντά του. Ἡ κυρά του, ἔτσι ἔλεγε τὴ γυναῖκα του, εἶχε πεθάνει ἐδῶ καὶ ἕξη μῆνες καὶ τὰ ἀγόρια του ἔλειπαν. Οἱ κόρες του κατάλαβαν πὼς εἶπεν:

-Ή καρυδιά μου θέργιωσε... καὶ ἐγὼ... πεθαίνω...

Δὲν ξαναμίλησε πιά, καὶ μόνον μὲ τὸ χέρι του ἔδωσε νὰ καταλάβουν πὼς θέλει νὰ τοῦ τραβήξουν πάλι τὸ κρεββάτι στὴν πρώτη του τὴν θέσι.

Πλησιάζουν ἕνδεκα. Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ μαζεύεται. Ἡ σάλα εἶναι γεμάτη.

Ὁ τρόπος ποὺ σταυροκοπιέται ἕνας-ἕνας ποὺ μπαίνει μέσα καὶ ἀνασπάζεται τὸν νεκρὸ μοιάζει μὲ προσκύνημα.

Ὁ Ἄγγελος δὲν ἦτο μόνον τὸ ἱστορικώτερον πρόσωπον τοῦ Ἀγῶνος τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος πολὺ ἀγαπητός.

Οἱ γεροντότεροι διηγοῦντο τώρα, φωναχτὰ κάπως, τὶς ἱστορίες τοῦ πολέμου, ποὺ ἦταν πλεγμένες γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ.

-Τί τὰ θέλετε αὐτὰ (φωνάζει μὲ τρεμουλιαστὴ φωνὴ ἕνας ὑπέργηρως τῆς γωνιᾶς, μὲ τὸ ἀριστεῖον τοῦ Ἀγῶνος στὸ στῆθος), ὁ Ἄγγελος δὲν ἔδωσε τὸν ἑαυτό του ἐγγύησι-ἦτον Δημογέροντας τότε- πὼς δὲ θὰ σηκώσῃ ἄρματα ἡ Ἀθήνα, ἐνῶ αὐτὸς ἐμοίρασε κρυφὰ ντουφέκια στοὺς χωριάτες; Ἡ Παναγία Σωτήρα τοῦ Κοττάκη καὶ ὁ Ἅϊ-Δημήτρης ὁ Λουμπαρδιάρης τὸν βοήθησαν καὶ ξέφυγεν, ὅταν τὸν κατέβασαν ἀπ᾿ τὸ Κάστρο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν οἱ τρεῖς πασσάδες. Μὰ τί ζωὴ ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔκανε στὰ γεράματά του!

Κι ἀπὸ τὴ συγκίνησί του σώπασε καὶ δὲν ξαναμίλησε πιά.

Ἡ γρηὲς ποὺ κάθονται μαζωχτὲς καὶ περίλυπες ἀπέναντί του καὶ ὁλοῦθε-καὶ ποὺ δὲν εἶναι γρηές! ..-λένε τώρα τὰ καλά του καὶ τὸν ἐπαινοῦν σὰν πατέρα καὶ φίλο καὶ προστάτη.

Καὶ μιὰ γρηὰ -ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλες-θυμήθη τὰ ὡραῖα του νιάτα. «Τί ὤμορφος ἦτον καὶ τί καταδεκτικὸς καὶ τί γλυκομίλητος! Ἦτον καὶ τραγουδιστὴς κι ὅλας». «Αἴ! καλά!» τῆς κόβει τὴν κουβέντα μιὰ ἄλλη γρηά. «Κάνεις ποὺ δὲ θυμᾶσαι πὼς τοῦ εἴχαμε καμωμένο και τραγούδι:

Ἄντζελος μὲ τὸ βιολί σου
μ᾿ ἔφερε μὲς τὴν αὐλή σου!...

Ἐπῆρε μιὰ πρέζα καὶ ἔκαμε πὼς μισοφταρνίστηκε, γιὰ νὰ κρύψῃ τὴ συγκίνησί της.

Μὰ σὲ λίγο ἄρχισε κάποια ταραχή. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ τὸν σηκώσουν ἔφθασεν.

Ἔξαφνα μιὰ ἀστραπὴ φωτίζει τὸ σπίτι καὶ δεύτερη καὶ τρίτη.

Ἡ τρίτη ὅμως αὐτή, ἀστραπὴ ἦταν ἢ φλόγα; Λὲς καὶ ἄναψαν ὅλοι καὶ ὅλα. Μὲ τὴν ἀστραπὴν αὐτὴ ἐτραντάχθη ὅλο τὸ σπίτι, γιατὶ ἕνας φοβερὸς κρότος, κομματιαστὸς καὶ ἄγριος ἦλθε μαζί της.

Ὁ κεραυνὸς ἔπεσε στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ.

Καὶ τρομαγμένον ἕνα παιδάκι ἔρχεται τρεχᾶτο καὶ φωνάζει:

-Τὸ ἀστροπελέκι ἔκαψε τὴν καρυδιὰ τοῦ παπποῦ!..

***

Προκειμένου ὅμως περὶ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ νεκρικὴ Ἀκολουθία, κατόπιν τῆς γενικῆς ἐπιθυμίας νὰ γίνῃ ἡ κηδεία του ἐπισήμως εἰς τὴν Καθεδρικὴν ἐκκλησίαν, τὴν λεγομένην καὶ τώρα ἀκόμη Μητρόπολιν, ἐδημιουργήθη ζήτημα, τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ καὶ ὡς σκάνδαλον, περὶ τοῦ ὁποίου ἔγραψα καὶ ἄλλοτε, ἔχον ὡς ἕξης:

«Ὁ Θεμέλιος τῆς Μητροπόλεως ἐτέθη τὴν 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1843, τὴν δὲ 21 Μαΐου τοῦ 1862 ἐτελέσθησαν, τέλος, τὰ ἐγκαίνια της.

«Τὰ ἐγκαίνια, μάλιστα. Ἀλλ᾿ ἡ πρώτη λειτουργία ἐψάλη τὴν 15 Ἰουνίου τοῦ 1862. Αὕτη ὅμως συνδέεται καὶ μὲ τὸ πρῶτον τῆς Μητροπόλεως ἱστορικὸν ἐπεισόδιον.

«Τὴν ἡμέραν αὐτήν, δηλαδή, ἐπρόκειτο νὰ κηδευθῇ ὁ ἀποθανὼν τελευταῖος Δημογέρων τῶν Ἀθηνῶν Ἄγγελος Σωτηριανὸς Γέροντας. Οἱ διευθύνοντες τὰ τοῦ Ναοῦ δὲν ἤθελαν νὰ ἐπιτρέψουν νὰ τελεσθῇ ἡ λειτουργία ἐν αὐτῷ θεωροῦντες ὡς δυσοίωνον ἡ πρώτη Ἀκολουθία τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ νὰ εἶναι νεκρική. Ἐξηγέρθη τότε ὁ Τόπος, προκειμένου περὶ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος παρέδωσεν ἑαυτὸν ὅμηρον διὰ νὰ μὴ σφαγοῦν οἱ κάτοικοι, εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ἐν Πελοποννήσῳ ἐκρήξεως τοῦ Ἀγῶνος. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὁ γαμβρὸς τοῦ Γέροντα Μικέλης Καλλιφρονᾶς ἀπὸ τὸν θυμόν του ἔρριψε κατὰ γῆς τὸ ὡρολόγι του καὶ τὸ ἔσπασε.

«Τέλος μετὰ πολλὰς διαμαρτυρίας τῶν καλῶν Ἀθηναίων ἐψάλη εἰς τὴν Μητρόπολιν ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία τοῦ Ὁμολογητοῦ τῆς Πατρίδος».

***

Σχετικὸν δημοσίευμα φιλίστορος συγγενοῦς μου παρέχει περικοπὰς ἐπιστολῶν, περὶ ὧν κατωτέρω, αἱ ὁποῖαι ἐπαληθεύουν τὸ ἀνωτέρω συμβάν, μετὰ τῆς παρατηρήσεως, ὅτι ὄχι οἱ «διευθύνοντες τὰ τοῦ Ναοῦ», ἀλλὰ ὁ τότε Δήμαρχος προὐκάλεσεν τὸ ἐπεισόδιον. Ἀλλὰ τὴν δημοτικὴν Ἀρχὴν εἶχον ὑπ᾿ ὄψιν καὶ ἐγώ, ἥτις ἐξετέλεσε τὴν ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν γενικῶς ἢ εἰδικῶς τοῦ Δημάρχου.

Ὁ τρόπος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἐξαφνικὴ θύελλα, ὡς καὶ ἡ ἀξιοδάκρυτος διαγωγὴ τῆς Δημοτικῆς Ἀρχῆς περιγράφονται εἰς δύο ἐπιστολὰς ἀποσταλείσας πρὸς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἡρακλῆ Γέροντα, ἡ μὲν ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του Ἀχιλλέα, ἡ δὲ ἀπὸ τὸν γαμβρὸν του Μικέλην.

Εἰς τὸ σχετικὸν ὅμως, ὡς ἄνω, σημείωμά μου, δὲν κατωνόμασα τὸν τότε Δήμαρχον, ὡς μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξηγήσω τὸν λόγον τῆς ἐπιμόνου ἀρνήσεώς του, τοῦ νὰ δοθῇ ἡ τοιαύτη τιμὴ εἰς μίαν Ἀθηναϊκὴν κορυφήν, διότι βεβαίως θὰ ἔλαβε γνῶσιν τοῦ θανάτου. Τὸ ὅτι δὲν ἤθελεν ἡ πρώτη λειτουργία τοῦ νεοδμήτου ναοῦ νὰ εἶναι ἐπικήδειος, δὲν μοῦ ἐφάνη λόγος οὐσιώδης, ἀφοῦ μάλιστα ὁ τότε Δήμαρχος ἦτο τόσον πολὺ συνδεδεμένος μετὰ τοῦ πατρός μου, ὥστε εἰς τὸν ἐν Πατησίοις θαυμάσιον κῆπον του συχνὰ μετεβαίναμεν οἰκογενειακῶς. (Ἐνθυμοῦμαι μάλιστα, ὅτι ἕνα καλοκαῖρι, ἤμουν 4-5 ἐτῶν τότε, μὲ ἔβαλαν καὶ ἐκοιμήθηκα εἰς τὸ κρεββατάκι τῆς συνομηλίκου κόρης του καὶ αὐτὴ διεμαρτυρήθη παταγωδῶς διὰ τὸν σφετερισμὸν αὐτὸν καὶ μόνον ὅταν τὴν ἐτοποθέτησαν καὶ αὐτὴν πλησίον μου ἔπαυσε νὰ θρηνῇ). Ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφίαν ὅμως τοῦ Ἡρακλέους, ἥτις μοὶ ἐδόθη προθύμως, κατενόησα ὅτι ἀπό τινων ἐτῶν εἶχαν ἔλθει ἀμφότεροι οἱ θεῖοι μου εἰς προσωπικὴν ρῆξιν μετὰ τοῦ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1862 Δημάρχου Ἀθηνῶν.

Αἱ σχετικαὶ περικοπαὶ ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τῆς 19 Ἰουνίου τοῦ 1862 τοῦ Άχιλλέως πρὸς τὸν εἰς Προῦσσαν Ἡρακλῆν:

«Δὲν ηὐτύχησα νὰ εὕρω τὸν πατέρα μας ζῶντα, φθάσας ἐνταῦθα τὴν τετάρτην ἡμέραν μετὰ τὸν θάνατόν του... ἐτιμήθη δὲ τὸ νεκρὸν σῶμα του διὰ παρατάξεως ὄντως μοναδικῆς, ὁ δὲ Ἅγιος Ἀθηνῶν ἐξεφώνησεν ἐπ᾿ Ἐκκλησίας ἐκτενῆ λόγον, δι᾿ οὗ ἔφερεν εἰς φῶς τὰς ὑπὲρ τοῦ ἔθνους θυσίας καὶ ἐκδουλεύσεις του, καθὼς καὶ τὸν πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν βίον του. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ», καὶ ὁ νεκρὸς ἐνεταφιάσθη πλησίον τῆς μακαρίτιδος μητρός μας. Συνέβη δέ, ὥστε, ὅταν ὁ νεκρὸς ἔκειτο ἐκτάδην ἐν τῇ οἰκίᾳ του, νὰ σκοτισθῇ ὁ οὐρανός, ὡς ἐὰν εἰ ἐγένετο κατακλυσμός, καὶ νὰ πέσωσι τρεῖς κεραυνοὶ πέριξ τῆς οἰκίας μας, ἐξ ὧν ὁ εἷς πεσὼν ἐντὸς τοῦ κήπου μας ἔκαψεν ἕνα κλῶνον ἐκ τῆς καρυδιᾶς καὶ διηυθύνθη πρὸς τὴν οἰκίαν Δρόσου, ἔλαμψε δὲ τότε τὸ ἐσωτερικόν της οἰκίας μας, καὶ ὅλων τὰ πρόσωπα, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ἠλλοιώθησαν, διότι ἐνόμισαν ὅτὶ ἡ λάμψις ἥρπασε τὸ νεκρὸν σῶμα. Ὅταν δὲ ὁ νεκρὸς ἐψάλλετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν (ἔνθα τὸ πλῆθος ἐπορεύθη, εὐδίου μεταβληθέντος τοῦ οὐρανοῦ), αἴφνης ὁ οὐρανὸς ἐσκοτίσθη αὖθις, ῥαγδαιοτάτη δὲ χάλαζα ἔπιπτε καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἐκφωνήσεως τοῦ λόγου, καὶ ἔπεσαν ἕτεροι τέσσαρες κεραυνοὶ πέριξ τοῦ Ναοῦ. Εἶτα ὁ οὐρανὸς ἐγένετο καθαρώτατος καὶ ἡ νεκρικὴ συνοδεία ἠκολούθησεν ἡσύχως ἕως τοῦ τάφου. …

Εἰς τὴν συνοδείαν δὲν ἔλειπον οὔτε οἱ κ. κ. Ὑπουργοί, Νομάρχης καὶ λοιπαὶ Ἀρχαὶ τῆς πρωτευούσης, ἐξαιρουμένου μόνον τοῦ Δημάρχου, ὅστις οὐ μόνον δὲν ἦλθεν, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὸ κλειδὶ τοῦ Ναοῦ ἐπέτρεψε νὰ δοθῇ, ὅπερ δι᾿ αὐστηρῶν διαταγῶν του πρὸς τὴν Ἀστυνομίαν ἔπραξεν ὁ Κος Ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν Κολοκοτρώνης, ἀνοιχθεισῶν τῶν θυρῶν, τοῦ Δημάρχου μεταβάντος εἰς Πατήσια μετὰ τῶν ἀνωτέρω παραγγελιῶν του...»

Εἰς ἄλλην ἐπιστολήν του ἰδίου πρὸς τὸν αὐτόν, τῆς 26ης Ἰουνίου 1862, ἀναγράφονται ὅτι ὁ πατήρ των διετήρησε τὰς νοητικάς του δυνάμεις μέχρι τῆς ὑστάτης του στιγμῆς καὶ ὅτι ἀπέθανεν εἰπών: «Ἐτελείωσαν ὅλα».

Εἰς τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς γράφει τινὰ συμπαθητικὰ πρὸς τὸν ἀδελφόν της καὶ ἡ ἡμετέρα μήτηρ.

Ὁ δὲ γαμβρός των Μιχαὴλ Καλλιφρονᾶς, κατὰ τὴν ὡς ἀνωτέρω χρονολογίαν, γράφει πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς:

«...Τὴν 15ην τοῦ λήγοντος ἡμέραν Παρασκευήν,περὶ τὴν 5ην ὥραν π.μ. παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμα τῷ Κυρίῳ, εὐχόμενος ἐγκαρδίως τοῖς τέκνοις αὐτοῦ. … Ἡ κηδεία ἐγένετο λαμπρότατη καὶ ἀνταξία τῆς τάξεως, εἰς ἣν ἀνῆκε. Μολονότι ἡ ἡμέρα ἦτο θυελλώδης, καὶ βρονταί, ἀστραπαί, κεραυνοὶ καὶ ραγδαιοτάτη βροχὴ συνέβησαν, μολοντοῦτο εἶχε συρρεύσει πλῆθος ἀνθρώπων, μεταξὺ τῶν ὁποίων διεκρίνοντο καὶ πολλὰ ἐπίσημα ὑποκείμενα. Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἐξεφώνησε κατάλληλον λόγον, εἰς ὃν ἀνέφερε τὰς χριστιανικὰς ἀρετὰς καὶ τὰς ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἔθνους θυσίας καὶ ἐκδουλεύσεις τοῦ μακαρίτου. Ἀλλὰ συνέβη καί τι παρατράγωδον, τὸ ὁποῖον, ἐὰν θέλῃς, ἕνεκα τοῦ ἐπενεχθέντος ἀποτελέσματος, κολακεύει τὴν φιλοτιμίαν μας. Ὁ Κος Δήμαρχος ἀγαπῶν πάντοτε καὶ κατὰ πάντα νὰ νεωτερίζῃ, εἶχε διατάξει νὰ μὴ ἐπιτρέπηται νὰ ψάλληται νεκρώσιμος Ἀκολουθία ἐν τῷ νεοδμήτῳ Μητροπολιτικῷ Ναῷ. Συνεπείᾳ τούτου οἱ ὑπάλληλοι τῆς Δημαρχίας δὲν ἤθελον νὰ σύγχωρήσωσι ν᾿ ἀνοιχθῇ ὁ Ναός. Ἄλλὰ τοῦτο μοὶ ἐγένετο γνωστὸν ὀλίγον πρὸ τῆς ὁρισθείσης διὰ τὴν ἐκφορὰν ὥρας. Ἡ λύπη ἀφ᾿ ἑνός, τὸ παράδοξον καὶ ἡ ἔλλειψις χρόνου πρὸς ἐνέργειαν τῶν δεόντων ἀφ᾿ ἑτέρου, τοσαύτην ὀργὴν μοὶ ἐπροξένησαν, ὥστε ἐκραύγαζον καὶ ἔπραττον ὡς μανιακός. Τί ἔλεγον οὐδ᾿ ἐγὼ ἐνθυμοῦμαι... Ἔξῆλθον τῆς οἰκίας κραυγάζων καὶ διευθυνόμενος εἰς τὰ Ἀνάκτορα, διὰ νὰ ζητήσω ν᾿ ἀνοιχθῇ ὁ Ναός· κατόπιν μου οἱ συγγενεῖς ἔπεμψαν δέκα ἀνθρώπους. Καθ᾿ ὁδόν μ᾿ ἐπῆλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῶ εἰς τὸν Ὑπουργὸν τῶν Ἐσωτερικῶν καὶ ἐστράφην πρὸς τὸ κατάστημα τοῦ Ὑπουργείου, ὅπου εὐρὼν τὸν Ὑπουργὸν ἀνέφερον αὐτῷ τὸ συμβὰν ἀμέσως δὲ οὗτος προσεκάλεσε τὸν Διευθυντὴν τῆς Ἀστυνομίας καὶ τὸν διέταξε ν᾿ ἀνοίξῃ, ἔστω καὶ διὰ τῆς βίας, τὸν Ναόν, ὅπερ καὶ ἐγένετο».

Ἀγνοῶ διὰ ποῖον λόγον ἡ «Ἐφημερὶς τῶν Φιλομαθῶν», ὅπως κατὰ τὸ σύνηθες προκειμένου περὶ ἀνδρῶν ἐπιφανῶν του Τόπου, ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ Ἀγγέλου Γέροντα οὐδὲν ἔγραψε. Νὰ ἦτο τὸ ζήτημα τῆς σκανδαλώδους, ὡς ἄνω, διαγωγῆς τῆς Δημοτικῆς Ἀρχῆς; Ἴσως. Τοῦτο ἐξάγομεν ἐκ τοῦ ὅτι κατὰ τὸ τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνόν του ὁ Δ. Πανταζῆς ἔγραψεν εἰς τὴν πολύτιμον ἀληθῶς διὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ Τόπου ἐφημερίδα του πολλὰ καὶ ὡραῖα. Ἴσως μάλιστα ἀληθέστερος, δικαιότερος καὶ ὡραιότερος χαρακτηρισμὸς νὰ μὴ ἐγράφη περὶ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ νεκροῦ.

Μετ᾿ ἄλλων ἀναγράφει οὗτος, ἀφοῦ ἐκθέτει τὰ τῶν θυσιῶν καὶ ἐθελοθυσιῶν του ὑπὲρ τοῦ Τόπου, ὅτι τὸ ἔμβλημά του δύναται νὰ διατυπωθῇ διὰ τῆς φράσεως «τὰ πάντα ὑπὲρ τῶν Ἀθηναίων καὶ οὐδὲν ὑπὲρ ἑαυτοΰ». Ὅτι τὸν ἐχαρακτήριζεν ὑπομονή, καὶ καρτερία εἰς τὰ παθήματα καὶ τὰς συμφοράς, μετριοφροσύνη καὶ ἀφέλεια εἰς τὰς εὐτυχίας. Ὅτι μετὰ τὸν Ἀγῶνα ἰδιώτευε καὶ δὲν ἀνελάμβανεν ὑπηρεσίαν τινά, εἰμὴ μόνον ὅταν ἡ Πατρὶς εἶχεν ἀνάγκην αὐτοῦ. Ὅτι οὐδέποτε παρουσιάσθη μὲ ἀπαιτήσεις ἢ ἀξιώσεις, θεωρῶν ἀνάξιον Ἕλληνος καὶ Ἀθηναίου τὸ νὰ ζήτηση ἀποζημιώσεις καὶ ἐπιβραβεύσεις διὰ τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ καθήκοντός του πρὸς τὴν Πατρίδα.

Ἀπὸ τὸν πάππον μου ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἶχα τὴν αὐταρέσκειαν νὰ προσπαθῶ νὰ τὸν ὑποβαστάζω, δυσκόλως κινούμενον ἀπὸ ποδάγραν, ὅτι κατὰ τὰς τελευταίας του ἡμέρας ἔμενα κοντά του εἰς τὸ κρεββάτι του, καὶ πολὺ τὸν καθήδυνε τοῦτο, τρέφοντα μεγάλην στοργικὴν ἀφοσίωσιν εἰς ἐμέ. Ὅτι μία μέρα μοῦ ἀπήγγειλεν ἕνα θρησκευτικὸν καὶ νουθετικὸν ποίημα ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐνθυμοῦμαι μόνον τοὺς στίχους:

Ὅποιος κάνει τὸ Σταυρὸ του
ἔχει ἅρμα στὸ πλευρό του

καὶ ὅτι τὰς τελευταίας του αὐτὰς ἡμέρας μοῦ ἐδώρησε τὸ χρυσοῦν καὶ καπακωτὸν ὡρολόγι του, ὡς νὰ προῃσθάνετο τὴν μέλλουσαν ἀφοσίωσίν μου εἰς τὸν Τόπον, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου αὐτὸς τόσον ἠγωνίσθη καὶ τόσα ὑπέφερεν.

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἠρωτήθη κάποτε διατί δὲν ἔκαμε χρῆσιν τῆς ἰσχύος του καὶ τῆς παρὰ τῇ σχετικῇ ἐπιτροπῇ ἐπιρροῆς του, ὅπως ἀπόκτήσῃ διὰ μικρᾶς δαπάνης μεγάλας ἐκτάσεις εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ αὐτὸς ἀπήντησεν ὅτι, «ἐὰν θὰ πάρωμε τὴν Πόλη, τότε θὰ φροντίσω νὰ ἔχω ἕνα σπιτάκι ἐκεῖ κοντὰ ποὺ ἐσκοτώθηκε ὁ Παλαιολόγος».

Ὁ Ἄγγελος Σωτηριανοῦ Γέροντας, ὅπως ἐμφανισθῇ ἐν ὅλῃ αὐτοῦ τῇ τελειότητι, ἔχει ἀνάγκην νεωτέρου Πλουτάρχου. Εἰς ἐπιστολὴν ἑνὸς τῶν υἱῶν του ἀνεγνώσαμεν τὴν πρὸς τὸν ἀδελφόν του φράσιν: «Πόσον πρέπει νὰ σεμνυνώμεθα, διότι ἐγεννήθημεν ἀπὸ τοιούτους γονεῖς!»

Τὸ κατ᾿ ἐμὲ προσεπάθησα νὰ μὴ λησμονήσω ὅτι ὑπῆρξεν ὁ Ἄγγελος Γέροντας τῆς μητρός μου πατήρ.