Γουίλιαμ Μπλέηκ - Τὰ τραγούδια τῆς ἀθωότητας

William Blake (1757-1827): Ἄγγλος ποιητής, ζωγράφος καὶ στοχαστής

The songs of innocence
Ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν Παιδικὴ Ἀνθολογία τοῦ Ἀρχιμήδη Ἀναγνώστου

Μετάφραση: Γιῶργος Μπλάνας

 

Ὅπου δείχνονται οἱ Δυὸ
Ἀντιμαχόμενες Πλευρὲς
τῆς Ἀνθρώπινης
Ψυχῆς

Στὸ Γιὰννη καὶ τὴν Ἄννα
ποὺ βρέθηκαν νὰ ταξιδεύουν μαζί.

 

Εἰσαγωγή

Μοῦ ἀρέσει ἡ φλογέρα.
Τριγυρίζω ὅλη-μέρα
στὰ βουνά, ἐδῶ κι ἐκεῖ,
κυνηγάω τὴ σιωπὴ
μὲ τραγούδια χαρωπά.

Καὶ μιὰ μέρα, τί νὰ δῶ;
Στὸ γαλάζιον οὐρανό,
ἕνα τόσο δὰ παιδάκι,
πάνω σ᾿ ἕνα συννεφάκι,
νὰ μοῦ λέει γελαστά:

«Παῖξε κι ἕνα τραγουδάκι
ποὺ μοῦ ἀρέσει, γιὰ τ᾿ ἀρνάκι.
Παῖξε, κάνε μου τὴ χάρη!»
Ἔπαιξα μὲ τόση χάρη
ποὺ ἔβαλε τὰ κλάματα.

«Παῖξε πάλι!»
Παίζω πάλι.
Κλαίει μὲ κάτι δάκρυα νά!

«Ἄσε τώρα τὴ φλογέρα.
Σκόρπισε πέρα ὣς πέρα
τὴ γλυκιά σου τὴ φωνή».
Εἶχα καὶ καλὴ φωνή...
κλαίει, κλαίει ἀπὸ χαρά!

«Μπράβο! Πρέπει νὰ τὰ γράψεις,
τὸ βιβλίο σου νὰ φτιάξεις».
Χάθηκε σὰν τὸν καπνό,
πρὶν προλάβω νὰ τὸ ῾δῶ
κι ἔμεινα σὰν...καλαμιά!

Ἔκοψα ἕνα καλάμι,
πῆρα κι ἀπὸ τὸ ποτάμι
γιὰ μελάνι τὸ νερὸ
κι ἔγραψα ὅλα αὐτὰ ἐδῶ
τὰ τραγούδια γιὰ παιδιά.

Τί κοιτᾶτε;
Προχωρᾶτε
γιὰ νὰ βρεῖτε τὴ χαρά!

 

Ὁ βοσκός

Τί γλυκιὰ ζωὴ ποὺ ζεῖ
ὁ καλός μας ὁ βοσκός!
Τὸ κοπάδι ἀκολουθεῖ,
πότ᾿ ἐδῶ καὶ πότ᾿ ἐκεῖ.
Ὅλη μέρα τριγυρίζει
καὶ συνέχεια μουρμουρίζει:
«Τί σοφὸς ποὺ εἶν᾿ ὁ Θεὸς!

Ἄκου ἐκεῖ, πῶς κλαψουρίζει
τὸ ἀρνάκι στὴ μαμά του!
Λέει τὰ παράπονά του
καὶ αὐτὴ τοῦ ἀπαντᾶ
μὲ βελάσματα γλυκά.

Κι ὅταν ἔρχεται κοντά,
δὲς ἐκεῖ, πῶς ἡσυχάζουν!
Μὲ τὸ νοῦ τους σὰν νὰ βὰζουν:
εἶναι φύλακας πιστὸς
ὁ καλός μας ὁ βοσκός!»

 

Ὅλη ἡ πλάση ξεφωνίζει

Βγαίνει ὁ ἥλιος κι οἱ σκιὲς
τρέχουν, κάνουνε χαρές.
Γέλια στὰ καμπαναριά,
ἦρθε ἡ Ἄνοιξη, παιδιά!
Νάτος ὁ κορυδαλλὸς
κι ὁ σπουργίτης ὁ μικρός.
Νάτη ἡ τσίχλα ἡ πεταχτή.
Δὲς, φωνὴ καὶ ταραχή!
Μὲς στὰ θάμνα οἱ πουλομάνες
παραβγαίνουν τὶς καμπάνες.
Ἡ παρέα παιχνίδι ἀρχίζει
κι ὅλη ἡ πλάση ξεφωνίζει

Τρέχει καὶ ὁ Μπαρμπαγιάννης
- στὶς χαρὲς του, δὲν τὸν πιάνεις -
κάτω ἀπ᾿ τὴ βελανιδιὰ
μ᾿ ὅλα τὰ μπαρμπαπαιδιά.
Κάθονται καὶ μᾶς κοιτᾶνε,
τὰ κεφάλια τους κουνᾶνε:
«Ἂχ! Τὰ νιάτα πῶς περνᾶνε
κι εἶναι μόνο μιὰ φορά!»
Ἡ παρέα τοὺς τριγυρίζει
κι ὅλη ἡ πλάση ξεφωνίζει.

Μὰ, γιὰ δεῖτε τὸ μικρό!
Δὲ μπορεῖ ἄλλο χορό.
Τότε ὁ ἥλιος κατεβαίνει
κι ἡ παρέα κουρασμένη
τὸ παιχνίδι παρατᾶ.
Τρέχουν ὅλα τὰ παιδιὰ
ν᾿ ἀγκαλιάσουν τὴ μαμά τους,
σὰν πουλάκια στὴ φωλιά τους.
Πρῶτο τὸ μικρὸ νυστάζει
κι ὅλη ἡ πλάση σκοτεινιάζει.

 

Τὸ ἀρνάκι

Πές μου, ἀρνάκι μου μικρό,
ξέρεις, σὲ παρακαλῶ,
ποιὸς σοῦ δίνει τὴ ζωή;
Ποιὸς σοῦ δίνει τὸ φαΐ,
τὸ νερό, τὸ χορταράκι;
Ποιὸς σοῦ φτιάχνει ρουχαλάκι
ἀπὸ φωτεινὸ μαλλί;
Ποιὸς σοῦ κάνει τὴ φωνὴ
τόσο, ἄχ, τόσο τρυφερή;
Πές μου, ἀρνάκι μου μικρὸ,
ξέρεις, σε παρακαλῶ;

Ὄχι; Τέντωσε τ᾿ αὐτιά σου!
Ξέρεις... ἔχει τ᾿ ὄνομά σου.
Ἔτσι λέει τὸν ἑαυτό του.
Τὸ παρουσιαστικό του
εἶναι ἥμερο πολύ.
Κάποτ᾿ ἔγινε παιδὶ
κι ἔτσι παίζουμε μαζί:
τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀρνί.
Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ εὐλογεῖ.

 

Τὸ ἀραπάκι

Ἡ μάνα μου μὲ γέννησε στὴ μαύρη ἐρημιά.
Εἶμαι ἀραπάκι, μέσα μου ὅμως εἶμαι καλός.
Ἐσεῖς εἴσαστε κάτασπρα, σὰν ἀγγελούδια μὲ φτερὰ
κι ἐγὼ ἕνα παλιοκάντηλο ποὺ τοῦ ῾σβησαν τὸ φῶς.

Βρῆκε ἕνα δέντρο ἡ μάνα μου, γιὰ νά ῾χουμε σκιά,
ὅταν ἡ μέρα θ᾿ ἄρχιζε τὸν κόσμο μας νὰ καίει.
Καθίσαμε, μ᾿ ἀγκάλιασε, μοῦ ἔδωσε φιλιά,
μοῦ ῾δειξε τὴν ἀνατολὴ καὶ ἄρχισε νὰ λέει:

«Κοίτα τὸν ἥλιο, γιόκα μου! Ἐκεῖ μένει ὁ Θεός.
Σκορπίζει φῶς καὶ ζεστασιά, μὲ τὸ καλό του χέρι.
Τὰ πλάσματα ὅλα χαίρονται κι ὁ κόσμος μένει ζωντανός:
λίγη δροσούλα τὸ πρωί, ζέστη τὸ μεσημὲρι.

Ἐμᾶς, λοιπόν, μᾶς ἔδωσε ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆ,
νὰ μάθουμε ν᾿ ἀντέχουμε τῆς καλοσύνης τὸν καημό.
Κι αὐτὸ τὸ μαῦρο σῶμα μας, ἡ λιοκαμένη μας μορφή,
ἂν θὲς νὰ ξέρεις, σύννεφο εἶναι καὶ δάσος σκοτεινό.

Γιατὶ ὅταν μάθουμε καλὰ ζέστη τί πάει νὰ πεῖ,
τὸ σύννεφο θὰ διαλυθεῖ καὶ ἡ γλυκιὰ φωνή του
θὰ μᾶς καλέσει τρυφερά. Θά ῾μαστε τότε οἱ ἐκλεκτοί:
ἀρνάκια θά ῾μαστε λευκά, τριγύρω στὴ σκηνή του».

Ἔτσι μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου καὶ μοῦ ῾δωσε κι ἄλλα φιλιά.
Τὰ ἴδια θὰ σᾶς λέω κι ἐγώ, λευκά μου φιλαράκια,
ὅταν θὰ βγοῦμε ὅλοι μας ἀπ᾿ τῶν συννέφων τὴ σκλαβιά,
ὅταν θὰ γίνουμε ὅλοι μας μικρὰ κι ἀθῶα ἀρνάκια.

Θ᾿ ἀντέχω ἐγὼ τὴ ζέστη μου καὶ θὰ σᾶς κάνω καὶ σκιά,
γύρω ἀπὸ τὸν πατέρα μας νὰ ζοῦμε εὐτυχισμένοι.
Ὕστερα θὰ κοιτάζουμε τὰ ὁλόλευκά μας τὰ μαλλιὰ
καὶ θά ῾μαστε ἴσοι, φίλοι μου. Ἴσοι κι ἀγαπημένοι.

 

Τὸ ἀνθάκι

Σπουργιτάκι μιὰ σταλιά,
ἔφυγε ἀπ᾿ τὴ φυλλωσιά του.
Ἦρθε κι ἔκανε φωλιὰ
στὴ μικρή μου ἀγκαλιά.
Κι ἕνα ἀνθάκι εὐτυχισμένο,
τὸ κοιτάζει ξαφνιασμένο
ποὺ ῾φυγε ἀπ᾿ τὴ φυλλωσιά του
καὶ ζηλεύει μιὰ σταλιά!

Καρδερίνα τόση δά,
ἔφυγε ἀπ᾿ τὴ φυλλωσιά της.
Κλαψουρίζει δυνατά,
στὴ μικρή μου ἀγκαλιά.
Κι ἕνα ἀνθάκι εὐτυχισμένο,
τὴν κοιτάζει ξαφνιασμένο
ποὺ ῾φυγε ἀπ᾿ τὴ φυλλωσιά της
καὶ ζηλεύει μιὰ σταλιά!

 

Ὁ καπνοδοχοκαθαριστής

«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολὺ μικρὸ
καὶ μὲ πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πρὶν ἀρχίσω νὰ τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
καὶ κοιμᾶμαι ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνό!»

Τσίριζε ὁ μικρὸς ὁ Δάκρης ποὺ τοῦ κόβαν τὰ μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα» τοῦ εἶπα, «καὶ σγουρά, μὰ μὴ σὲ νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δὲν πειράζει.
Στὰ μαλλιὰ δὲ θά ῾χεις πιὰ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνιά!»

Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης καὶ τοῦ κόψαν τὰ μαλλιά,
μὰ τὸ βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια φερετράκια
μὲ κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ᾿ τὴν καπνιά.

Τότε, ἦρθε ἀπὸ πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τὰ φερετράκια, τὰ παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός...
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στὸ φῶς.

Ἂφησαν τὰ ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μὲς στὰ σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ τὴν ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στὸ Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις τὸ Θεὸ μπαμπά».

Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολὺ πρωί,
μὰ δὲν κρύωνε, μιὰ φλόγα ἔκαιγε μὲς στὴν καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στὴ δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στὴ ζωή.

 

Τὸ ἀγοράκι χάθηκε

Παρερούλη, πατερούλη μου, ποῦ πᾶς;
Γρήγορα μὴν περπατᾶς!
Μίλα λίγο, πατερούλη, στὸ μικρούλι σου παιδί,
ἂν σὲ χάσει, θὰ χαθεῖ!

Ἦταν νύχτα σκοτεινὴ
κι ὁ πατέρας δὲ φαινόταν πουθενά.
Ἀπ᾿ τὸ βάλτο βγαίνει ἡ ὁμίχλη, γιὰ νὰ πάρει τὸ παιδί.
Κλαίει ἐκεῖνο, χύνει δάκρυα καυτά,
τὰ φοβᾶται ἡ ὁμίχλη, τρέχει, φεύγει μακριά.

Τὸ ἀγοράκι βρέθηκε

Τὸ ἀγοράκι χάθηκε, τρέχοντας πίσω ἀπὸ τὸ φῶς
κι ὁ βάλτος θὰ τὸ ρούφαγε, ἂν ὁ καλὸς Θεὸς
ποὺ ἔμοιαζε τοῦ μπαμπᾶ του
δὲν ἔβγαινε μπροστά του
φρουρός.

Τὸ φίλησε, τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τόσο στοργικὰ
καὶ τὸ ῾φερε στὸ ξέφωτο ποὺ ἡ καλὴ μαμὰ
ἔψαχνε τὸ παιδί της
κι ἔτρεμε ἡ ψυχή της
βαθιά.

 

Τραγουδάκι γιὰ γέλια

Ὅταν γελᾶνε τὰ δέντρα καὶ κάνουν χαρές,
ὅταν γελᾶνε καὶ κάνουν λακκάκια οἱ πηγές,
ὅταν γελάει ὁ ἀέρας καὶ λέει ἐξυπνάδες
καὶ γελᾶνε οἱ λόφοι καὶ γελᾶνε οἱ κοιλάδες,

ὅταν γελᾶνε τὰ χόρτα μὲ φρέσκες φωνές,
καὶ γελάει ἡ ἀκρίδα καὶ γελᾶνε οἱ βοσκὲς,
ὅταν ἡ Μαίρη, ἡ Σούζαν, ἡ Ἔμη, ἡ Χαρά,
τραγουδᾶνε γλυκά: χαχαχά, χαχαχά,

ὅταν γελᾶνε οἱ κουρτίνες ποὺ ἔχουνε πάνω πουλάκια
καὶ γελάει τὸ τραπὲζι ποὺ ἔχει γύρω-γύρω φρουτάκια,
ἔλα, μπὲς στὴν παρέα, ὅπως τ᾿ ἄλλα παιδιὰ
καὶ τραγούδα μαζί τους: χαχαχά, χαχαχά!

 

Νανούρισμα

Νάνι, ὁ ὕπνος νὰ τὸ πάρει
μέσα σὲ μιὰ ζωγραφιά,
νά ῾χει ὄνειρα γλυκά,
ἥσυχα σὰν τὸ φεγγάρι.

Νάνι, μέχρι τὴν αὐγή.
Φωτοστέφανο φοράει
κι ἀγγελούδι τὸ φυλάει,
τὸ καλό μου τὸ παιδί.

Μὲς στὸν ὕπνο του γελάει,
μοῦ δροσίζει τὴν καρδιά.
Νὰ τί θέλει μιὰ μαμὰ
κι ἡ ζωὴ γλυκὰ περνάει.

Περιστέρι μου, κοιμήσου.
Μὴν τὸ ἀφήνεις ὕπνε, μὴ!
Νά ῾ναι πάντα τρυφερή,
σὰν περιστεριοῦ ἡ ζωή σου.

Νάνι, νάνι τὸ μωράκι.
Ὅλα ἔχουν κοιμηθεῖ,
νάνι, στὴν καλή μας γῆ.
Σοῦ κρατάω τὸ χεράκι.

Στὰ γλυκὰ χαμόγελά σου,
σὰν νὰ βλέπω τὸ Χριστό.
Ἤτανε κι αὐτὸς μωρὸ
κι ἔκλαιγε γιὰ τὴ μαμά σου.

Ἔκλαψε πολὺ πικρά,
ὅταν ἤτανε μωρό.
Τὼρα ὅταν σὲ κοιτῶ
μοῦ κρυφοχαμογελᾶ.

Μοῦ κρυφοχαμογελᾶ
κι εἶναι ἕνα γλυκὸ μωρό.
Μ᾿ ἕνα γέλιο παιδικό,
γίνονται ὅλα μιὰ χαρά.

 

Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Εὐλογία, ἀγάπη εἰρήνη καὶ συμπόνια
θέλει κάθε ἀπελπισμένος
καὶ αὐτὰ δοξολογεῖ
ὅταν εἶναι εὐτυχισμένος.

Εὐλογία, ἀγάπη, εἰρήνη καὶ συμπόνια
εἶναι ὁ Δημιουργὸς
καὶ παιδί του ἀγαπημένο
κάθε ἄνθρωπος καλός.

Ἡ συμπόνια ἔχει πρόσωπο ἀνθρώπου,
ἡ εὐλογία ἔχει ἀνθρώπινη καρδιά,
ἡ ἀγάπη ἔχει ἀνθρώπινη μορφὴ
κι ἡ εἰρήνη ροῦχο ἀνθρώπινο φορᾶ.

Εὐλογία, ἀγάπη, εἰρήνη καὶ συμπόνια
ὅταν θέλει ὁ ἀπελπισμένος,
ἕναν ἄνθρωπο ζητάει,
γιὰ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος.

Εὐλογία, ἀγάπη, εἰρήνη καὶ συμπόνια
σ᾿ ὅλους μοίρασε ὁ Θεός.
Ν᾿ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀνθρώπους,
ὅπως ὁ Δημιουργός.

 

Ἡ πρώτη Πέμπτη τοῦ Μάη

Τὴν πρώτη Πέμπτη κάθε Μάη, λάμπουν τὰ πρόσωπά τους.
Δυό-δυὸ μέσα στὰ κόκκινα, τὰ μπλέ, τὰ πράσινά τους,
περνοῦν παιδιά, παιδιὰ ὀρφανά.
Οἱ παιδονόμοι πᾶν μπροστά.
Ἔχουνε χιόνια στὰ μαλλιὰ
κι ἔχουνε χέρια καθαρά.
Τώρα ποὺ φτάνουνε κοντὰ
στὸν Ἅγιο Παῦλο, ὁ Τάμεσης, λές, φούσκωσε, ζυγώνει!

Γιὰ δές ἐκεῖ, τῆς πολιτείας τ᾿ ἀνθάκια μαζεμένα:
πλῆθος μεγάλο, συντροφιές, ὁλόκληρα λουσμένα
μέσα σὲ φῶς ἀγγελικό.
Ξάφνου ἀκούεται βουητό,
σὰν νὰ περνάει χαρωπὸ
κοπάδι ἀρνιά. Στὸν οὐρανὸ
κάθε παιδάκι δύστυχο τ᾿ ἀθῶα χέρια ὑψώνει.

Κορίτσια ἀγόρια τραγουδοῦν χιλιάδες. Πῶς φυσάει
ἡ μελωδία δυνατά κι ἀστράφτει καὶ βροντάει,
ἐκεῖ ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς
ποὺ περιμένουν τοὺς σοφούς:
ὅσους βοήθησαν φτωχούς.
Ἔλεος γιὰ τοὺς ὀρφανοὺς!
Ὅποιος κλείνει τὴν πόρτα του σ᾿ ἄγγελο, μετανιώνει.

 

Νύχτα

Ὁ ἥλιος πάει νὰ κοιμηθεῖ
κι ὁ ἀποσπερίτης βγαίνει.
Μὲς στὴ φωλιά του τὸ πουλὶ
κουρνιάζει καὶ σωπαίνει.
Μόνο ἐγὼ μόνος γυρνῶ
τὴ δική μου γιὰ νὰ βρῶ.
Τὸ φεγγάρι εἶναι λουλούδι
κι ὁ οὐρανὸς περιπλοκάδι
Λάμπει, ἀνθίζει τὸ λουλούδι
καὶ χαμογελάει στὸ βράδυ.

Χλωρὲς βοσκές, ἔχετε γειά!
Ἔχετε γειά, λαγγάδια!
Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζαν ἀρνιὰ
κι ἀπόσταιναν κοπάδια,
τώρα οἱ ἄγγελοι πατοῦν
καὶ κρυφολαμποκοποῦν.
Δὲν τοὺς βλέπεις στὸ σκοτάδι
κι ὅμως πέτονται, ἀνεμίζουν
τοῦ ἐλέους τὸ μαγνάδι:
ἄνθη, ἀνθρώπους νανουρίζουν.

Ἂν προστατεύει τὰ πουλιὰ
κάθε φωλιὰ κοιτᾶνε
καὶ κάθε ἀγριμιοῦ σπηλιὰ
ἀπ᾿ τὸ κακὸ φυλᾶνε.
Κι ἂν κανένα δὲν μπορεῖ
μόνο του νὰ κοιμηθεῖ
κι ὅλο κλαίει καὶ τυραννιέται,
ὕπνο βάλσαμο τοῦ φέρνουν
κι ὅταν γλυκοαποκοιμιέται,
πλάι του στὸ κρεβάτι μένουν.

Ὅταν βρυχᾶται δυνατὰ
ὁ τίγρης καὶ οὐρλιάζει
ὁ λύκος φοβεριστικά,
τῆς πείνας τὸ μαράζι
νιώθουν, στέκονται κοιτοῦν
νὰ τοὺς θρέψουν προσπαθοῦν.
Κι ἂν ὁρμήσουν ἀγριεμένοι,
οἱ ἄγγελοι θὰ μεριμνήσουν:
κόσμος νέος περιμένει
τὶς ψυχοῦλες ποὺ θὰ σβήσουν.

Τοῦ λιονταριοῦ τὰ πορφυρὰ
τὰ μάτια ἐκεῖ θ᾿ ἀστράψουν,
θὰ τρέξουν δάκρυα χρυσὰ
κι ὅταν γλυκὰ βελάξουν
πρόβατα μὲς στὸ μαντρί,
γύρω τους θὰ μαζευτεῖ,
λέγοντας «τὸ μίσος πάει,
τό ῾διωξε ἡ καλὴ καρδιά του
ποὺ καλούς, κακοὺς χωράει.
Πάει ὁ φόβος τοῦ θανάτου.

Μπορῶ λοιπόν, μικρό μου ἀρνί,
κοντά σου νὰ πλαγιάσω
νὰ κοιμηθῶ καὶ θαλπωρὴ
ἀθώα νὰ χορτάσω.
Κι ἂν ποτέ συλλογιστῶ
τὸν γλυκύτατο Χριστό,
σὰν ἀρνί θὰ τὸν θρηνήσω.
Κι ὅπως εἶμαι βαφτισμένος
στὸ ποτάμι τῆς ζωῆς,
μὲ χρυσάφι ἀρματωμένος,
θὰ φυλάω νὰ κοιμηθεῖς».

 

Ἄνοιξη

Μιὰ φλογέρα
πότε παίζει,
πότε λίγο
σταματᾶ.
Τὰ πουλάκια
στὸν ἀέρα
πέτονται παι-
χνιδιστά.
Καὶ τ᾿ ἀηδόνι
στή λαγγάδα
ξαφαντώνει
μιὰ χαρά.
Τί γαλάζιος οὐρανός!
Δὲς, νὰ κι ὁ κορυδαλλός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

Ἀγοράκι
ὅλο γέλια
καὶ παιχνίδια,
ζωηρά.
Κοριτσάκι
μιὰ σταλίτσα,
ὅλο νάζια
θηλυκά.
Τί μαγεία
τῶν παιδιῶν ἡ
κομπανία κι ἀ-
πὸ κοντά:
κικιρίκου ὁ πετεινός,
σοβαρός, καμαρωτός.
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

Βρὲ ἀρνάκι,
δές με, νά ῾μαι!
Ἔλα λίγο
πιὸ κοντά.
Φίλησέ με
στὸ λαιμάκι.
Νὰ σὲ πάρω
ἀγκαλιά;
Ἄσε με νὰ
σοῦ χαϊδεύω
ὀλοένα
τὰ μαλλιά.
Νὰ φιλάω σὰν τρελὸς
τὸ μουσούδι σου. Ἐμπρός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

 

Τὸ τραγούδι τῆς νταντᾶς

Ὅταν ἀκούω τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν στὸ λιβάδι
κι ἀκούω στὸ λόφο νὰ γελοῦν, νὰ τρέχουν νὰ φωνάζουν,
μέσα στὰ στήθη μου ἡ καρδιά νιώθει κάτι σὰν χάδι
κι ὅλα γύρω μου ἡσυχάζουν.

Ἐλάτε πιὰ παιδάκια μου, ὁ ἥλιος πάει νὰ δύσει.
Βάζει ἡ δροσιά ἀποβραδίς μιὰ ψύχρα! Πῶς πουντιάζει!
Ἀφῆστε τὰ παιχνίδια πιά. Ἐλάτε, ἔχουμ᾿ ἀργήσει.
Μέρα κι αὔριο χαράζει.

Ἄσε μας λίγο, ντάντα μας, εἶναι ἀκόμα μέρα!
Κι ἂν πᾶμε στὰ κρεβάτια μας, ὕπνος δὲ θὰ μᾶς πιάνει!
Δὲς τὰ πουλάκια! Εἶναι μικρά, μὰ παίζουν στὸν ἀέρα!
Δὲς τ᾿ ἀρνάκια! Λίγο φτάνει!

Καλά, καλά, πηγαίνετε, μέχρι νὰ σουρουπώσει.
Ὕστερα ὅμως, σπίτι μας, ἡ νύχτα μὴ μᾶς φτάσει.
Κι ἕνα μικράκι, τσίριξε ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τὴν τόση.
Τσίριξε μαζὶ κι ἡ πλάση!

 

Μικρὴ εὐτυχία

- Ὄνομα δὲν ἔχω,
εἶμαι μιὰ σταλιά!
- Πῶς νὰ σὲ φωνάζω;
- Εἶμαι ὅλο χαρά.
Λέγε με χαρά.
- Νά ῾σαι πάντα μιὰ χαρά,

ὄμορφη χαρούλα
ποὺ εἶσαι μιὰ σταλιά!
Γλύκα θὰ σὲ λέω,
θὰ σὲ λέω χαρά.
Γέλα μου γλυκά,
νά ῾σαι πάντα μιὰ χαρά!

 

Ἕνα ὄνειρο

Ἄγγελοι μὲ φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο εἶχε μπεῖ.

Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα κουραστεῖ.

Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿ ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ πυκνὰ κι ἀδιάβατα χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:

«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ γιὰ σᾶς νεκρή;»

Μέσα ἡ καρδιά μου σπάραξε καὶ μοῦ ῾τρεξε ἕνα δάκρυ,
μὰ νά, ἡ κωλοφωτιὰ
πετιέται ἀπὸ τὶς σκοτεινιές. Στὸ δύστυχο μυρμήγκι
μὲ ζωντάνια ἀπαντᾶ:

«Ποιὸ πλάσμα ἀσήμαντο καλεῖ μὲ κλάματα τῆς νύχτας
τὸν ἀκοίμητο φρουρό;
Μπρός, σήκω, πάρ᾿ τὰ πόδια σου! Τὸ σκοτεινὸ χορτάρι
τὸ φωτίζω τώρα ἐγώ.

Γιὰ κοίτα! Βγαίνει ὁ μπάμπουρας καὶ φέρνει γύρα. Τρέξε,
ἄντε, βιάσου, μὴν ἀργεῖς.
Πετᾶ, βουίζει, ἄκου τον, πήγαινε ὅπου πηγαίνει.
Στὸ σπίτι σου θὰ βγεῖς».

 

Ἡ λύπη τοῦ ἄλλου

Μπορῶ νὰ δῶ τὸ διπλανό μου
νὰ κλαίει καὶ νὰ μὴ λυπηθῶ;
Μπορῶ νὰ δῶ ἄλλον θλιμμένο
καὶ νὰ μὴ συμπαρασταθῶ;

Μπορῶ νὰ δῶ νὰ τρέξει δάκρυ
κι ἐγῶ νὰ μὴ τὸ μοιραστῶ;
Μπορεῖ ὁ μπαμπᾶς νὰ ὑποφέρει
νὰ κλαίει τ᾿ ὀμορφο μικρό;

Μπορεῖ ἡ μαμὰ νὰ μὴν τρομάξει,
ὅταν τρομάξει τὸ παιδί;
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!
Ὄχι, ὄχι, δὲν μπορεῖ!

Μπορεῖ αὐτὸς ποὺ ὅλο γελάει
ν᾿ ἀκούει τὰ δύστυχα μικρὰ
τοῦ τρυποφράχτη νὰ θρηνοῦνε,
νὰ βαλαντώνουν τὰ μωρά,

καὶ νὰ μὴν τρέξει στὴ φωλιά τους
νὰ τοὺς χαρίσει ὕπνο γλυκό,
νὰ μὴν καθίσει πλάι στὴν κοὺνια
νὰ ταχταρίσει τό μωρό;

Τὰ δάκρυα νὰ μὴ μᾶς σκουπίζει
μὲ καλοσύνη καὶ στοργή,
μπορεῖ; Ἂχ! Ὄχι, δὲν μπορεῖ!
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!

Σ᾿ ὅλους δίνει τὴ χαρά του:
γίνεται μικρὸ παιδί,
ἄντρας στενοχωρημένος
κι ὅλους μᾶς παρηγορεῖ.

Κάθε φορὰ ποὺ κλαῖς γιὰ κάποιον,
σὲ βάζει ὁ καλὸς Θεός.
Κι ὅταν δακρύζεις δάκρυ ἄλλου,
σὲ ὁδηγεῖ ὁ Δημιουργός.

Μᾶς χαρίζει τὴ χαρά του
ποὺ ἡ πίκρα μας σκοτώνει.
Ἀλλὰ μέχρι νὰ σωθοῦμε,
δίπλα μας θὰ μετανιώνει.