Στοῦ Γένους μας τὸ χαρωπό, τ᾿ ὡραῖο πανηγύρι ποιὸς μένει ξένος μοναχά; τὸ δόλιο Μοναστήρι. Στοῦ Γένους τὴν Ἀνάσταση Ἀπ᾿ τῆς γλυκειᾶς Ἐλευθεριᾶς Σὲ ἄλλα μέρη πέσανε
|
Ἐγὼ παρῆλθα, τραγουδώντας τὴ χαρά, τὶς ἔμορφες, τὰ ρόδα καὶ τ᾿ ἀηδόνια, χορεύοντας καὶ πίνοντας ἁδρὰ ἔνιωσα ἀπάνω στὰ μαλλιὰ τὰ χιόνια. Στοῦ κύπελλου τὸ κατακάθι ἡ συμφορὰ Σὲ νότα καὶ ρυθμό, στίχο μεστὸ Μὰ δὲν κατόρθωσα θεία νὰ μιλήσω, |
«Ποῦ πᾶμε; Μὴ ρωτᾷς. Ἀνέβαινε, κατέβαινε. Δὲν ὑπάρχει ἀρχή, δὲν ὑπάρχει τέλος. Ὑπάρχει ἡ τωρινὴ τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα καὶ τὴ χαίρουμαι ὅλη. Καλὴ εἶναι ἡ ζωή, καλὸς ὁ θάνατος, ἡ Γῆς στρογγυλὴ καὶ στέρεη σὰ στῆθος γυναίκας στὶς πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σὲ ὅλα. Ἀγαπῶ, πονῶ, ἀγωνίζομαι. Ὁ κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος ἀπὸ τὸ νοῦ, ἡ καρδιά μου ἕνα μεγάλο μυστήριο, σκοτεινὸ καὶ παντοδύναμο»
«Ἕνα καράβι εἶναι τὸ σῶμα μας καὶ πλέει ἀπάνω σὲ βαθυγάλαζα νερά. Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός μας; Νὰ ναυαγήσουμε»
«Δὲ δέχουμαι τὰ σύνορα, δὲ μὲ χωροῦν τὰ φαινόμενα, πνίγομαι. Ὁ νοῦς βολεύεται, ἔχει ὑπομονή, τοῦ ἀρέσει νὰ παίζει, μὰ ἡ καρδιὰ ἀγριεύει, δὲν καταδέχεται αὐτὴ νὰ παίξει, πλαντάει καὶ χιμάει νὰ ξεσκίσει τὸ δίχτυ τῆς ἀνάγκης»
«Ὅ,τι ζεῖς στὴν ἔκταση ποτὲ δὲ θὰ μπορέσεις νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Ὅμως, μάχου ἀκατάπαυστα νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Πολέμα μὲ μύθους, μὲ παρομοιώσεις, μὲ ἀλληγορίες, μὲ κοινὲς καὶ σπάνιες λέξεις, μὲ κραυγὲς καὶ μὲ ρίμες νὰ τοῦ δώσεις σάρκα καὶ ὀστά, νὰ στερεώσει»
Εὐαγόρας Παλληκαρίδης (1938-1955): Κύπριος ἀγωνιστὴς τῆς ἐλευθερίας, ἀπαγχονίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους
Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά, Θὰ πάρω μονοπάτια, νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια, ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά. Θ᾿ ἀφήσω ἀδέλφια συγγενεῖς, Ψάχνοντας γιὰ τὴ λευτεριά, Τώρα κι ἂν εἶναι χειμωνιά, Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά, Τὰ σκαλοπάτια θ᾿ ἀνεβῶ, Μὲς τὸ παλάτι θὰ γυρνῶ, Κόρη πανώρια θὰ τῆς πῶ, Γειά σας παλιοὶ συμμαθηταί! Ἂς πάρῃ μίαν ἀνηφοριά, 5 Δεκεμβρίου 1955 |
Τὸ δεῖγμα σου δὲν ἔφτασε γιὰ νὰ σὲ μεταλάβω στὰ ἄχραντα τοῦ ἔρωτα τὰ δεῖπνα, μυστικὰ σὲ δῆγμα μετατράπηκε, χωρὶς νὰ καταλάβω, τοῦ πάνδημου τοῦ δαίμονα, ποὺ θέλει ἐκστατικὰ οἱ ἐραστὲς νὰ ἐπαίρονται
γιὰ μίαν ὠμοφαγία ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ αἱμορραγοῦν, στῆς κλίνης τὸ σφαγεῖο μὲ δείγματα καὶ δήγματα, τοῦ στόματος ἡ στάση |
- Δὲν θέλω νὰ μὲ ἀγαπᾷς ὡς μ᾿ ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, μ᾿ ἀγάπην ὁμοιάζουσαν τῆς αὔρας τὰς ριπάς. Τὸ αἴσθημα τοῦ ἔρωτος στιγμήν, ὡς ἄνθος, θάλει. Ἐδῶ ὑπάρχει θάνατος· ἀλλοῦ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς! - Ἀλλοῦ; καὶ ποῦ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ;
καὶ ποῦ δὲν εἶναι μνῆμα; Ἐδῶ, ἐδῶ! πρὶν τὴν ζωὴν ὁ θάνατος μαράνῃ - Ὅταν ἡ νὺξ τὸν ἥλιον καλύπτῃ τῆς ἡμέρας - Κόρον καὶ λήθην ἡ ψυχή, πρὶν ἢ ἐκπνεύσῃ, πνέει· - Κι ἐδῶ, κι ἐδῶ θὰ σ᾿ ἀγαπῶ, κι ὑπὸ τὴν γῆν, κι ἐπάνω, |
Χλωμὸς ἀπ᾿ τὸ χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι μιᾶς εὐτυχίας ἀπίστευτης, θὰ καρτεροῦσα ἐκεῖ, σὲ μίαν ἀπόμερη καμπὴ τοῦ ἐρημικοῦ τοῦ δρόμου. Θ᾿ ἀργοῦσες, καὶ κάθε
στιγμὴ θἆταν γιὰ μὲ πικρὴ Κι᾿ ἔξαφνα, ἐκεῖ στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου θὰ ἐφαινόσουν, Σὰ θαμπωμένα ἀπὸ λαμπρὴ μίαν ὀπτασία, μακάρια ντύμα, θὰ σάλευε ἀλαφρὰ τὸ σῶμα τὸ γλυκό. Ὁ δρόμος θἄτανε ἔρημος, ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὰ δέντρα. |
Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, ὄχι δὲ γράφω, Λέξεις μονάχα ξαστοχῶ ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια κλέβω. Λέξεις ποὺ κάποτε ἔζησαν, ναὶ ἔζησαν Στὰ χείλη ἑνὸς παιδιοῦ, θυμᾶσαι; Λέξεις ποὺ ἐρωτεύτηκαν, πόσο ἐρωτεύτηκαν! Ὄχι δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, δὲ γράφω σοῦ λέω. Λέξεις μονάχα σκάρωσα ἔτσι γιὰ νὰ μεθύσεις. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, μονάχα τραγουδάω. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Ὄχι, τὰ μουρμουρίζω. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Φανάρια χάρτινα σκαρώνω. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, τὶς γεύσεις δοκιμάζω. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Ποτέ μου δὲ θὰ γράψω. Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, δὲν ξέρω πῶς τὰ γράφουν |
1. Ἂν ζήσεις μ᾿ ἕνα ποίημα, θὰ πεθάνεις μόνος. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. |
Σώπα. Καὶ νὰ θυμᾶσαι μὲ πόση δοκιμασία ἀπόχτησες τὴν ἀρετὴ ν᾿ ἀγαπᾷς. Μὴν κουραστεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς |
Ἡ Ποίηση εἶναι μία πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοὶ κοιτάζουν μέσα χωρὶς νὰ βλέπουν τίποτα καὶ προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοὶ κάτι βλέπουν, τὸ μάτι τους ἁρπάζει κάτι καὶ μαγεμένοι πηγαίνουνε νὰ μποῦν. Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μὰ κανεὶς δὲν τοὺς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιὰ τὸ κλειδί. Κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς τὸ ἔχει. Ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια γυρεύοντας τὸ μυστικὸ νὰ τὴν ἀνοίξουν. Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν. Ἡ πόρτα δὲν ἀνοίγει πιά. Δὲν ἄνοιξε ποτὲ γιὰ ὅσους μπόρεσαν νὰ ἰδοῦν στὸ βάθος. Ἴσως τὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος εἶναι μία ἀτέλειωτη ἀρμαθιὰ ἀντικλείδια γιὰ ν᾿ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς Ποίησης. Μὰ ἡ Ποίηση εἶναι μία πόρτα ἀνοιχτή.
|
-1- Τρία κλωνιὰ βασιλικὸ καὶ μία κνικάτη βιόλα, -2- Πολλὲς φωτιὲς μὲ ζώσανε καὶ γὼ δὲ λέω «σῴνει!» -5- Νά ῾χα τ᾿ ἀητοῦ τὴ λεβεντιὰ καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ νιάτα, -7- Γαλαζοπράσινο ψηφὶ μὲς σὲ ροδὶ κρουστάλλι, -8- Τώρα ἡ καρδιά μου ξεχειλᾷ κι ὁ νοῦς μου ἀναλιγώνει, -10- Κόκκινη πέτρα τοῦ γιαλοῦ καὶ δροσερὸ κοχύλι, -11- Πέτρα στὴν πέτρα περπατῶ, λιθάρι στὸ λιθάρι, -12- Χαρὰ στὴ ζώνη τὴ χρυσὴ καὶ στὴ λιγνή τη μέση -15- Μὴ γέρνεις τὸ ματόκλαδο, γέρνει μαζὶ ὅλη ἡ πλάση. -22- Γιὰ νὰ δαγκώσω μάγουλο, γιὰ νὰ δαγκώσω μῆλο, |
Τάσος Λειβαδίτης (1921-88): ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Ἔπρεπε νὰ ξεφύγω, ἀλλιῶς ἤμουν χαμένος, ἀλλὰ ὁ ἄγνωστός του σταθμοῦ μὲ περίμενε
κιόλας στὴν ἄκρη τοῦ ταξιδιοῦ μου. Ποιὸς ἄγνωστος; Ἤμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος νικημένος κι
ἄνοιγα τὶς πόρτες στὰ σταματημένα βαγόνια κι ἔβγαινα ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ ὀνείρου.
Ὢ θλίψη, σὲ μάθαμε ἀπὸ παιδιά, σχεδὸν πρὶν γνωρίσουμε τὸν κόσμο.
Θεέ μου, γιατί δὲν μπορῶ νὰ σὲ καταλάβω; Ἴσως ὅμως ἂν σὲ καταλάβαινα νὰ μὴν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τὸ βάρος σου.
Θεέ μου, μ᾿ αὐτὴν τὴν εὐτελῆ πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.
Πῶς νὰ σὲ σώσω...
Ἕνα σπίτι γιὰ νὰ γεννηθεῖς
ἕνα δέντρο γιὰ ν᾿ ἀνασάνεις
ἕνας στίχος γιὰ νὰ κρυφτεῖς
ἕνας κόσμος γιὰ νὰ πεθάνεις
Φτωχοὶ λαθρεπιβάτες πάνω στὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
τὴν ὥρα ποὺ πέφτουν χτυπημένα.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ γύρισα ἀνήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, ἔψαξα τὰ δωμάτια, κατέβηκα στὸ ὑπόγειο «ποῦ εἶναι ἡ Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, εἶπε κάποιος – τὴν κηδέψαμε χθές», «ἠλίθιοι, φώναξα, σᾶς ξεγέλασε, δὲν ξέρετε τί μεγάλη πουτάνα ἦταν»· κανεὶς δὲ μίλησε «μὰ πῶς μπορεῖ ἕνας ἄγγελος νὰ πεθάνει», εἶπα κλαίγοντας.
Ἄνοιξα τὸ παράθυρο καὶ πράγματι ἐκεῖ στὸ βάθος τ᾿ οὐρανοῦ ἔλαμπε ἡ Τερέζα σὰν ἄστρο.
Ἄθως Δημουλᾶς (1921-1985): ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Γιὰ τοὺς Λαβύρινθους χρειάστηκες ἕνα κουβάρι νῆμα· καὶ κάποιον νὰ τὸ κρατάει στὴν εἴσοδο- ὅπου μποροῦσες νὰ τὸ δέσεις κιόλας ἀποφεύγοντας ἔτσι τοὺς ἔρωτες ποὺ ἐπιτείνουνε τὰ λάθη. Γιὰ τοὺς Μινώταυρους χρειάστηκες τὴ δύναμή σου. Καὶ θὰ ἀρκοῦσε, θ᾿ ἀρκοῦσε μόνο ν᾿ ἀλλάξεις τὰ πανιὰ γιὰ νὰ ἐπιζήσει κι ὁ Αἰγέας.
|