Διάφοροι Ποιητές - Διάφορα Ποιήματα


Πέτρος Κυριαζῆς - Οἱ βόγγοι τοῦ Μοναστηριοῦ

Στοῦ Γένους μας τὸ χαρωπό,
τ᾿ ὡραῖο πανηγύρι
ποιὸς μένει ξένος μοναχά;
τὸ δόλιο Μοναστήρι.

Στοῦ Γένους τὴν Ἀνάσταση
κλεισμένο παραθύρι
ποιὰ πόλη μοναχὰ βαστᾶ
τὸ ἔρμο Μοναστήρι.

Ἀπ᾿ τῆς γλυκειᾶς Ἐλευθεριᾶς
τὸ ποθητὸ γεφύρι
ποιὰ πόλη δὲν ἐπέρασε;
τ᾿ ὡραῖο Μοναστήρι.

Σὲ ἄλλα μέρη πέσανε
τῆς εὐτυχίας κλῆροι
καὶ μόνο σιγανὰ θρηνεῖ
τὸ δόλιο Μοναστήρι.

 


Ρῶμος Φιλύρας (1889-1942) - Διαθήκη

Ἐγὼ παρῆλθα, τραγουδώντας τὴ χαρά,
τὶς ἔμορφες, τὰ ρόδα καὶ τ᾿ ἀηδόνια,
χορεύοντας καὶ πίνοντας ἁδρὰ
ἔνιωσα ἀπάνω στὰ μαλλιὰ τὰ χιόνια.

Στοῦ κύπελλου τὸ κατακάθι ἡ συμφορὰ
κι᾿ ἡ στάχτη, ποὺ ἀψηφοῦσα τόσα χρόνια.
Τώρα στὸ κῦμα τὰ πετῶ, μακριά,
τώρα μὲ λυώνουν πόνοι καὶ τριζόνια.

Σὲ νότα καὶ ρυθμό, στίχο μεστὸ
σ᾿ ἕνα τραγούδι ἐπόθησα νὰ κλείσω
μίαν ἁρμονία, νόημα σωστό.

Μὰ δὲν κατόρθωσα θεία νὰ μιλήσω,
παλμὸ νὰ δώσω καὶ νὰ συγκλονίσω
τὴν ἄπειρη ψυχὴ τοῦ κόσμου σὲ σεισμό.


Νίκος Καζαντζάκης - Ἀσκητική (ἀποσπάσματα)

«Ποῦ πᾶμε; Μὴ ρωτᾷς. Ἀνέβαινε, κατέβαινε. Δὲν ὑπάρχει ἀρχή, δὲν ὑπάρχει τέλος. Ὑπάρχει ἡ τωρινὴ τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα καὶ τὴ χαίρουμαι ὅλη. Καλὴ εἶναι ἡ ζωή, καλὸς ὁ θάνατος, ἡ Γῆς στρογγυλὴ καὶ στέρεη σὰ στῆθος γυναίκας στὶς πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σὲ ὅλα. Ἀγαπῶ, πονῶ, ἀγωνίζομαι. Ὁ κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος ἀπὸ τὸ νοῦ, ἡ καρδιά μου ἕνα μεγάλο μυστήριο, σκοτεινὸ καὶ παντοδύναμο»

«Ἕνα καράβι εἶναι τὸ σῶμα μας καὶ πλέει ἀπάνω σὲ βαθυγάλαζα νερά. Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός μας; Νὰ ναυαγήσουμε»

«Δὲ δέχουμαι τὰ σύνορα, δὲ μὲ χωροῦν τὰ φαινόμενα, πνίγομαι. Ὁ νοῦς βολεύεται, ἔχει ὑπομονή, τοῦ ἀρέσει νὰ παίζει, μὰ ἡ καρδιὰ ἀγριεύει, δὲν καταδέχεται αὐτὴ νὰ παίξει, πλαντάει καὶ χιμάει νὰ ξεσκίσει τὸ δίχτυ τῆς ἀνάγκης»

«Ὅ,τι ζεῖς στὴν ἔκταση ποτὲ δὲ θὰ μπορέσεις νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Ὅμως, μάχου ἀκατάπαυστα νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Πολέμα μὲ μύθους, μὲ παρομοιώσεις, μὲ ἀλληγορίες, μὲ κοινὲς καὶ σπάνιες λέξεις, μὲ κραυγὲς καὶ μὲ ρίμες νὰ τοῦ δώσεις σάρκα καὶ ὀστά, νὰ στερεώσει»


Εὐαγόρας Παλληκαρίδης - Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά

Εὐαγόρας Παλληκαρίδης (1938-1955): Κύπριος ἀγωνιστὴς τῆς ἐλευθερίας, ἀπαγχονίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους

Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά,
Θὰ πάρω μονοπάτια,
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια,
ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά.

Θ᾿ ἀφήσω ἀδέλφια συγγενεῖς,
τὴν μάνα, τὸν πατέρα,
μέσ᾿ τὰ λαγκάδια πέρα,
καὶ στὶς βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας γιὰ τὴ λευτεριά,
θά ῾χω παρέα μόνη,
κατάλευκο τὸ χιόνι,
βουνὰ καὶ ρεματιές,

Τώρα κι ἂν εἶναι χειμωνιά,
θά ῾ρθει τὸ καλοκαίρι,
τὴ λευτεριὰ νὰ φέρει,
σὲ πόλεις καὶ χωριά,

Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά,
θὰ πάρω μονοπάτια,
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια,
ποὺ πᾶν᾿ στὴ Λευτεριά,

Τὰ σκαλοπάτια θ᾿ ἀνεβῶ,
θὰ μπῶ σ᾿ ἕνα παλάτι,
τὸ ξέρω θά ῾ν᾿ ἀπάτη,
δὲν θά ῾ναι ἀληθινό,

Μὲς τὸ παλάτι θὰ γυρνῶ,
ὥσπου νὰ βρῶ τὸ θρόνο,
βασίλισσα μία μόνο,
νὰ κάθεται σ᾿ αὐτόν,

Κόρη πανώρια θὰ τῆς πῶ,
ἄνοιξε τὰ φτερά σου,
καὶ πάρε με κοντά σου,
μονάχα αὐτὸ ζητῶ,

Γειά σας παλιοὶ συμμαθηταί!
Τὰ τελευταῖα λόγια τὰ γράφω σήμερα γιὰ σᾶς.
Κι ὅποιος θελήσει γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν χαμένο ἀδελφό,
ἕναν παλιό του φίλο,

Ἂς πάρῃ μίαν ἀνηφοριά,
ἂς πάρῃ μονοπάτια,
νὰ βρῇ τὰ σκαλοπάτια,
ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά.

5 Δεκεμβρίου 1955


Γιῶργος Βέλτσος - Morsus Diaboli

Τὸ δεῖγμα σου δὲν ἔφτασε γιὰ νὰ σὲ μεταλάβω
στὰ ἄχραντα τοῦ ἔρωτα τὰ δεῖπνα, μυστικὰ
σὲ δῆγμα μετατράπηκε, χωρὶς νὰ καταλάβω,
τοῦ πάνδημου τοῦ δαίμονα, ποὺ θέλει ἐκστατικὰ

οἱ ἐραστὲς νὰ ἐπαίρονται γιὰ μίαν ὠμοφαγία
ποὺ διέπραξαν συνένοχοι, ὑποκριτὲς θνητοί,
ἰστρίωνες κι ἂς διέδιδαν μὲ τὴ χειρονομία
τῶν ἀγαλμάτων τὴ σιωπή, θαρρεῖς φάση διττή

ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ αἱμορραγοῦν, στῆς κλίνης τὸ σφαγεῖο
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀπαθεῖς, βουβὰ νὰ ἱερουργοῦν
στὸ δῶμα τοῦ Ἐχίονα, τὸ τρομερὸ πορθμεῖο
διακομιδὴ ὑπόσχεται, σὲ ὅσους προκαλοῦν

μὲ δείγματα καὶ δήγματα, τοῦ στόματος ἡ στάση
ἀμφίβολα δηλώνεται, δαγκώνει καὶ φιλεῖ -
τὴ σάρκα τοῦ ἑνός, ὁ ἄλλος ἂν χορτάσει,
μίαν ἔγγραφη ἀπόσταση διαρκῶς θ᾿ ἀναπολεῖ


Ἀχιλλέας Παράσχος - Ἀλλοῦ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς

- Δὲν θέλω νὰ μὲ ἀγαπᾷς ὡς μ᾿ ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι,
μ᾿ ἀγάπην ὁμοιάζουσαν τῆς αὔρας τὰς ριπάς.
Τὸ αἴσθημα τοῦ ἔρωτος στιγμήν, ὡς ἄνθος, θάλει.
Ἐδῶ ὑπάρχει θάνατος· ἀλλοῦ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς!

- Ἀλλοῦ; καὶ ποῦ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ; καὶ ποῦ δὲν εἶναι μνῆμα;
Ἐπάνω, κάτω, εἰς τὴν γῆν, τὰς σφαίρας τὰς λοιπάς;
Παντοῦ εὑρίσκεται, τὸ πᾶν θανάτου εἶναι κτῆμα·
Παντοῦ ὑπάρχει θάνατος· ἐδῶ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς...

Ἐδῶ, ἐδῶ! πρὶν τὴν ζωὴν ὁ θάνατος μαράνῃ
καὶ φθινοπώρου πρὶν ἰδεῖς ἡμέρας σκυθρωπάς·
ταχύτερον ὁ ἔρως σου ὁ μέγας θ᾿ ἀποθάνει·
πολὺ πρὶν παύσῃ ἡ ζωή, θὰ παύσης ν᾿ ἀγαπᾷς...

- Ὅταν ἡ νὺξ τὸν ἥλιον καλύπτῃ τῆς ἡμέρας
κι ὑπὸ νεφέλας θάπτεται τὸ φῶς ἀγριωπάς,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τὰ σκότη της ἀστέρας...
Ἔρως καὶ φῶς εἶναι παντοῦ· παντοῦ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς!

- Κόρον καὶ λήθην ἡ ψυχή, πρὶν ἢ ἐκπνεύσῃ, πνέει·
καὶ τῆς ἀγάπης ἡ στιγμὴ πολλὰς ἔχει τροπᾶς·
τοῦ μακροτέρου ἔρωτος βραδύτερον ἐκπνέει
κι ἡ βραχυτέρα ὕπαρξις· ἐδῶ νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς!

- Κι ἐδῶ, κι ἐδῶ θὰ σ᾿ ἀγαπῶ, κι ὑπὸ τὴν γῆν, κι ἐπάνω,
καὶ εἰς θανάτου ἔρεβος, κι εἰς βίου ἀστραπάς.
Δὲν εἶναι χῶμα ἡ ψυχή· ποτὲ δὲν θ᾿ ἀποθάνω.
Εἶναι ζωὴ κι ὁ θάνατος, ὁπόταν ἀγαπᾷς!


Κλέων Παρᾶσχος - Χλωμός...

Χλωμὸς ἀπ᾿ τὸ χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι
μιᾶς εὐτυχίας ἀπίστευτης, θὰ καρτεροῦσα ἐκεῖ,
σὲ μίαν ἀπόμερη καμπὴ τοῦ ἐρημικοῦ τοῦ δρόμου.

Θ᾿ ἀργοῦσες, καὶ κάθε στιγμὴ θἆταν γιὰ μὲ πικρὴ
μιὰ σκέψη, θάλεα, τέτοια μιὰ χαρὰ γιὰ μὲ δὲν ἦταν,
δὲ θἄρθη, εἶναι τὸ ψέμμα της αὐτὸ τὸ πιὸ σκληρό.

Κι᾿ ἔξαφνα, ἐκεῖ στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου θὰ ἐφαινόσουν,
καὶ πρὸς ἐμὲ θἀρχόσουνα, γελούμενη, γοργή.
Φτωχά μου μάτια, τὴ βαθειὰ χαρά σας συλλογιέμαι.

Σὰ θαμπωμένα ἀπὸ λαμπρὴ μίαν ὀπτασία, μακάρια
θὰ τὴν χαϊδεύατε ὥρα κι᾿ ὥρα ἀχόρταγα, παντοῦ.
Θἆταν ντυμένη ὁλόλευκα, καὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ λεπτό της

ντύμα, θὰ σάλευε ἀλαφρὰ τὸ σῶμα τὸ γλυκό.
Ὥρα πολλὴ ἀπ᾿ τὸ θάμπωμα θὰ σώπαινα, ἐνῷ πλῆθος
τὰ ἐρωτικὰ λόγια θὰ μοῦ γεμίζαν τὴν ψυχή.

Ὁ δρόμος θἄτανε ἔρημος, ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Καὶ μὲς στὸ δείλι τὸ στερνὸ ποὺ θἄλυωνε ἀχνὸ φῶς,
ἀργὰ θὰ ἐπαίρναμε τὸ βραδυασμένο μονοπάτι...


Χριστίνα Σαββατιανοῦ - Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, ὄχι δὲ γράφω,
Λέξεις μονάχα ξαστοχῶ ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια κλέβω.
Λέξεις ποὺ κάποτε ἔζησαν, ναὶ ἔζησαν
Στὰ χείλη ἑνὸς παιδιοῦ, θυμᾶσαι;

Λέξεις ποὺ ἐρωτεύτηκαν, πόσο ἐρωτεύτηκαν!
Στὰ στήθια μιᾶς κοπέλας τὰ κρινομοσχομυριστά.

Ὄχι δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, δὲ γράφω σοῦ λέω.
Δάκρυα ἀποστεγνώνω. Κλαῖς;
Μὴν κλαῖς σὲ σκέφτομαι, ἀκόμα σὲ ἀγαπάω,
Μέσα στὶς λέξεις πού ῾κλεψα μαζί σου σεργιανίζω.
Μέσα στοῦ ὀνείρου τὴ σιωπὴ τραγούδια φτιάχνω νὰ σοῦ πῶ.

Λέξεις μονάχα σκάρωσα ἔτσι γιὰ νὰ μεθύσεις.
Λέξεις ἀδέσποτες ρηχὲς νὰ πιάσεις νὰ κρυφτεῖς.
Λέξεις ἀστέρια καὶ νυχτιὲς φορτώνω καὶ σοῦ στέλνω.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, μονάχα τραγουδάω.
Λέξεις μικρὲς ἀσήμαντες, λουλούδια τὶς στολίζω.
Λέξεις μέσα ἀπ᾿ τὴν ἄνοιξη σοῦ βάνω στὰ μαλλιά.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Ὄχι, τὰ μουρμουρίζω.
Στῶν τραγουδιῶν τὸ γύρισμα στὴ χάση τῆς φωνῆς. Ἀκοῦς;
Λέξεις μονάχα ἀγαπῶ, λέξεις χωρὶς οὐσία, λέξεις φτωχές.
Λέξεις ποὺ ξέρουν τὴν καρδιά.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Φανάρια χάρτινα σκαρώνω.
Μὲς σὲ ποτάμια τὰ πετῶ, σὲ λίμνες, σὲ πελάγη.
Μαζὶ του ἀναστεναγμοῦ τὸ ρόδι τὸ χρυσό.
Λέξεις γιομίζω τὸ χαρτί, ἀδιάφορο νὰ μοιάζει.
Λέξεις ποὺ δὲν τὶς πλήρωσα, λέξεις ποὺ δὲν ξεχνῶ.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, τὶς γεύσεις δοκιμάζω.
Γεύσεις ποὺ δὲ μολύνθηκαν στῆς σκέψης τὴν βοή.
Λέξεις μὲ γεύση ἁλμυρή, πικρή, χολὴ καὶ ξύδι.
Λέξεις ποὺ αἷμα γίνηκαν στὰ χείλη τὰ στεγνά.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ. Ποτέ μου δὲ θὰ γράψω.
Εἶμαι μικρός, πολὺ μικρός. Τὸ θάμα δὲν χωρᾷ.
Μόνο μία λέξη ἔκλεψα καὶ εἶπα νὰ τὴν ψάξω.
Σὲ διαστάσεις νὰ τὴ δῶ σὲ χρῶμα σὲ χροιά.

Δὲ γράφω ποιήματα ἐγώ, δὲν ξέρω πῶς τὰ γράφουν
Μιὰ μόνο λέξη κράτησα, αὐτὸ τὸ «Ἀγαπάω»!


Χάρης Βλαβιανός - Ἐγχειρίδιον Ποιητικῆς

1.
Ἂν ζήσεις μ᾿ ἕνα ποίημα,
θὰ πεθάνεις μόνος.

2.
Ἂν ζήσεις μὲ δυὸ ποιήματα,
θ᾿ ἀναγκαστεῖς νὰ ἀπατήσεις τὸ ἕνα.

3.
Ἂν συλλάβεις ἕνα ποίημα,
θ᾿ ἀποκτήσεις ἕνα παιδὶ λιγότερο.

4.
Ἂν τὴν ὥρα ποὺ γράφεις
φορᾷς τὸ στέμμα σου,
οἱ ἄλλοι θὰ σὲ κοροϊδεύουν.

5.
Ἂν τὴν ὥρα ποὺ γράφεις
δὲν φορᾷς τὸ στέμμα σου,
θὰ κοροϊδεύεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου.

6.
Ἂν ἐπαινεῖς τὰ ποιήματά σου,
θὰ σ᾿ ἀγαπήσουν οἱ βλᾶκες.

7.
Ἂν ἐπαινεῖς τὰ ποιήματά σου
κι ἀγαπᾷς τοὺς βλᾶκες,
θὰ σταματήσεις νὰ γράφεις.

8.
Ἂν γράψεις ἕνα ποίημα
καὶ ἐπαινέσεις τὸ ποίημα κάποιου ἄλλου,
θὰ σ᾿ ἐρωτευθεῖ μία ὡραῖα γυναῖκα.

9.
Ἂν γράψεις ἕνα ποίημα καὶ ἐπαινέσεις
ὑπερβολικὰ τὸ ποίημα κάποιου ἄλλου,
θὰ σὲ προδώσει μία ὡραῖα γυναῖκα.

10.
Ἂν ἀφήσεις τὰ ποιήματά σου γυμνά,
θὰ σὲ κατατρύχει ὁ φόβος τοῦ θανάτου.

11.
Ἂν σὲ κατατρύχει ὁ φόβος τοῦ θανάτου,
τὰ ποιήματά σου θὰ σὲ σώσουν.

12.
Ἂν ἀπαρνηθεῖς τὰ ποιήματά σου γιὰ τὴν πεζογραφία,
θὰ βγεῖς σίγουρα κερδισμένος.
Ἡ ποίηση θὰ ἀντέξει καὶ χωρὶς ἐσένα.

ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1996 - 1997

Μήνυμα

Σώπα.
Καὶ νὰ θυμᾶσαι
μὲ πόση δοκιμασία ἀπόχτησες
τὴν ἀρετὴ ν᾿ ἀγαπᾷς.
Μὴν κουραστεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς

Γιώργης Παυλόπουλος - Τὰ ἀντικλείδια

Ἡ Ποίηση εἶναι μία πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοὶ κοιτάζουν μέσα χωρὶς νὰ βλέπουν
τίποτα καὶ προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοὶ
κάτι βλέπουν, τὸ μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καὶ μαγεμένοι πηγαίνουνε νὰ μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μὰ κανεὶς
δὲν τοὺς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιὰ τὸ κλειδί.
Κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς τὸ ἔχει. Ἀκόμη
καὶ τὴ ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τὸ μυστικὸ νὰ τὴν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δὲν ἀνοίγει πιά. Δὲν ἄνοιξε ποτὲ
γιὰ ὅσους μπόρεσαν νὰ ἰδοῦν στὸ βάθος.
Ἴσως τὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν
ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μία ἀτέλειωτη ἀρμαθιὰ ἀντικλείδια
γιὰ ν᾿ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς Ποίησης.

Μὰ ἡ Ποίηση εἶναι μία πόρτα ἀνοιχτή.

 


Στράτης Μυρηβήλης - Λιανοτράγουδα

-1-

Τρία κλωνιὰ βασιλικὸ καὶ μία κνικάτη βιόλα,
τρία παληκαρόπουλα καὶ μία μικρὴ μαργιόλα.

-2-

Πολλὲς φωτιὲς μὲ ζώσανε καὶ γὼ δὲ λέω «σῴνει!»
κι ἦρθε τ᾿ ἀγέρι γιὰ δροσιὰ κι αὐτὸ μοῦ τὶς φουντώνει.

-5-

Νά ῾χα τ᾿ ἀητοῦ τὴ λεβεντιὰ καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ νιάτα,
νὰ μὴν ἀφήσω ἀφίλητη καμιὰ μπιρμπιλομάτα.

-7-

Γαλαζοπράσινο ψηφὶ μὲς σὲ ροδὶ κρουστάλλι,
σῦρε νὰ σμίξεις μ᾿ ἄλλονε κι᾿ ἐγὼ νὰ γείρω σ᾿ ἄλλη.

-8-

Τώρα ἡ καρδιά μου ξεχειλᾷ κι ὁ νοῦς μου ἀναλιγώνει,
ποὺ εἶδ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπη νὰ βογγᾷ ἕνα χρυσὸ παγώνι.

-10-

Κόκκινη πέτρα τοῦ γιαλοῦ καὶ δροσερὸ κοχύλι,
ἤθελα κάτι νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὰ δικά της χείλη.

-11-

Πέτρα στὴν πέτρα περπατῶ, λιθάρι στὸ λιθάρι,
κι᾿ ἀναμετρῶ τὰ λόγια σου -ψιλὸ μαργαριτάρι.

-12-

Χαρὰ στὴ ζώνη τὴ χρυσὴ καὶ στὴ λιγνή τη μέση
καὶ στὸ γλυκὸ ματόφρυδο καὶ στὸ κνικάτο φέσι.

-15-

Μὴ γέρνεις τὸ ματόκλαδο, γέρνει μαζὶ ὅλη ἡ πλάση.
Ὄμορφη ἡ τάξη τοῦ Θεοῦ, κι ἄσ᾿ τηνε χαλάσει.

-22-

Γιὰ νὰ δαγκώσω μάγουλο, γιὰ νὰ δαγκώσω μῆλο,
γιὰ νὰ δαγκώσω ἀλυγαριὰ μὲ τὸ πικρὸ τὸ φύλλο.


Τάσος Λειβαδίτης

Τάσος Λειβαδίτης (1921-88): ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.

Ὢ θλίψη

Ἔπρεπε νὰ ξεφύγω, ἀλλιῶς ἤμουν χαμένος, ἀλλὰ ὁ ἄγνωστός του σταθμοῦ μὲ περίμενε κιόλας στὴν ἄκρη τοῦ ταξιδιοῦ μου. Ποιὸς ἄγνωστος; Ἤμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος νικημένος κι ἄνοιγα τὶς πόρτες στὰ σταματημένα βαγόνια κι ἔβγαινα ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ ὀνείρου.
Ὢ θλίψη, σὲ μάθαμε ἀπὸ παιδιά, σχεδὸν πρὶν γνωρίσουμε τὸν κόσμο.

Εὐχαριστῶ

Θεέ μου, γιατί δὲν μπορῶ νὰ σὲ καταλάβω; Ἴσως ὅμως ἂν σὲ καταλάβαινα νὰ μὴν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τὸ βάρος σου.

Θεέ μου, μ᾿ αὐτὴν τὴν εὐτελῆ πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.

Πῶς νὰ σὲ σώσω...

Ἁπλοὶ στίχοι

Ἕνα σπίτι γιὰ νὰ γεννηθεῖς
ἕνα δέντρο γιὰ ν᾿ ἀνασάνεις
ἕνας στίχος γιὰ νὰ κρυφτεῖς
ἕνας κόσμος γιὰ νὰ πεθάνεις

Ποιητές

Φτωχοὶ λαθρεπιβάτες πάνω στὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
τὴν ὥρα ποὺ πέφτουν χτυπημένα.

Τερέζα

Ἐκεῖνο τὸ βράδυ γύρισα ἀνήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, ἔψαξα τὰ δωμάτια, κατέβηκα στὸ ὑπόγειο «ποῦ εἶναι ἡ Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, εἶπε κάποιος – τὴν κηδέψαμε χθές», «ἠλίθιοι, φώναξα, σᾶς ξεγέλασε, δὲν ξέρετε τί μεγάλη πουτάνα ἦταν»· κανεὶς δὲ μίλησε «μὰ πῶς μπορεῖ ἕνας ἄγγελος νὰ πεθάνει», εἶπα κλαίγοντας.

Ἄνοιξα τὸ παράθυρο καὶ πράγματι ἐκεῖ στὸ βάθος τ᾿ οὐρανοῦ ἔλαμπε ἡ Τερέζα σὰν ἄστρο.


Ἄθως Δημουλᾶς - Θησεύς

Ἄθως Δημουλᾶς (1921-1985): ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.

Γιὰ τοὺς Λαβύρινθους χρειάστηκες
ἕνα κουβάρι νῆμα· καὶ κάποιον
νὰ τὸ κρατάει στὴν εἴσοδο- ὅπου
μποροῦσες νὰ τὸ δέσεις κιόλας
ἀποφεύγοντας ἔτσι τοὺς ἔρωτες
ποὺ ἐπιτείνουνε τὰ λάθη.
Γιὰ τοὺς Μινώταυρους χρειάστηκες
τὴ δύναμή σου. Καὶ θὰ ἀρκοῦσε,
θ᾿ ἀρκοῦσε μόνο ν᾿ ἀλλάξεις τὰ πανιὰ
γιὰ νὰ ἐπιζήσει κι ὁ Αἰγέας.