Πατρικὴ νουθεσία

Τὸ ἄκουσε πρὸ ὀγδόντα ἐτῶν στὴ Μάνδρα Ἀττικῆς
ὁ Γεώργιος Ἀλεξίου σὲ μικρὴ ἡλικία
ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, ποὺ ἔχασε νωρίς,
αὐτὸς δέ, τὸ μετέφερε στὸν ὁμώνυμό του ἐγγονό.

Τὰ λόγια τοῦ πατέρα μου μένουν στὴ θύμησή μου,
ποὺ κάποτε μοῦ ἔλεγε «ἄκου ἐδῶ παιδί μου:

Εἶναι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μακρύς, μὴν ἀποστάσῃς,
προχώρει πάντα τίμια, στὸ τέλος του νὰ φθάσῃς.

Ποτὲ μὴν ἀπελπίζεσαι ἐμπόδια σὰν εὕρῃς,
ὑπάρχει τρόπος νὰ περνᾷς, ἀρκεῖ νὰ τὸν ἐξεύρῃς.

Πολλὲς φορὲς θὰ πικραθεῖς, ὧρες κακὲς θὰ ῾ρθοῦνε,
μὴ φοβηθῇς τὰ βάσανα, ἔρχονται καὶ περνοῦνε.

Ἡ γλῶσσα σου ἀπὸ τὸ νοῦ ποτὲ νὰ μὴν προτρέχῃ,
καὶ κάθε πράξις σ᾿ ὁδηγό, τὴν σκέψιν σου νὰ ἔχῃ.

Θῦμα θυμοῦ μὴ γίνεσαι, ψύχραιμα πάντα κρῖνε,
σκέψεις καὶ πράξεις τοῦ θυμοῦ ἐπιβλαβεῖς θὰ εἶναι.»

Τὰ λόγια τοῦ πατέρα μου μένουν στὴ θύμησή μου,
κι ὅπως ἐγὼ τὰ ἄκουσα, τὰ λέγω στὸ παιδί μου.