Ἡ καλωσύνη
Ἡ καλωσύνη εἶπε ἡ γιαγιά, μονάχα ἡ καλωσύνη,
ὅλα στὸν κόσμο χάνονται, μόνη ἀπομένει ἐκείνη.
Στὰ λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικὰ τὰ ἐγγόνια,
ὦ, χρόνια τῶν παραμυθιῶν, ἀθῶα ὡραῖα χρόνια.
Ἔξω τὸ χιόνι ἀναγελᾶ στὴν ἄγρια ἀνεμοζάλη
κι ἐδῶ στὰ μισοσκότεινα, τριγύρω στὸ μαγκάλι
ποὺ κρύβει ἀνάρια χόβολη κι ὀνείρατα ἀνασταίνει,
ἄλλο ἀπ᾿ τὰ ἐγγόνια πρόσχαρο τὰ χέρια του ζεσταίνει
κι ἄλλο στέκεται παρ᾿ ἔκει
κι ὅλα μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιά,
κοιτοῦν στὰ μάτια τὴ γιαγιά, ποὺ ἀρχίζει παραμύθι.
Ἡ ρόκα ξεκουράζεται στ᾿ ἄσαρκο μέσα χέρι,
ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει τὸ μακρὺ κι ἀκούραστο νυχτέρι.
Ἦταν, τοὺς λέει, μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ
μιὰ πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σὰν τὴν Ἀθήνα. Πιὸ τρανὴ κι ἄλλη τόση
κι εἶχε ἕναν γέρο βασιλιὰ μὲ φρόνηση, μὲ γνώση.
Κι αὐτὸς ὁ γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
εἶχε δυὸ βασιλόπουλα, δυὸ γιοὺς νὰ ποῦμε τάχα.
Ὁ πρῶτος ἄγριος καὶ κακός, τὸν κόσμο τυραννοῦσε,
μήτε φτωχὸ σπλαχνίζονταν μηδ᾿ ἄρχοντ᾿ ἀψηφοῦσε.
Ὁ δεύτερος εὐγενικός, γενναῖος ὅσο πρέπει,
ἤξερε χάρες νὰ σκορπᾶ, χαρὰ παντοῦ νὰ φέρνει.
Κι ὁ πρῶτος τοὖπε κάποτε «τὸν κόσμο δὲν τὸν ξέρεις,
εἶναι ἄκαρδος, εἶναι σκληρὸς κι ὅλα κακὰ τὰ βλέπει.
Ἂν θὲς νὰ γίνεις βασιλιὰς κι ἂν θὲς καὶ δόξα,
πρέπει νὰ γίνεις ἄκαρδος, σκληρὸς ὡσὰν ἐμένα.
Ὁ φόβος μόνο κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὰ πλούτη».
Ἐγύρισεν ὁ δεύτερος κι εὐγενικὰ ἀπεκρίθη,
«ὁ φόβος δὲν τὸν κυβερνᾶ, προσωρινὰ τὸν δένει,
εἶναι νὰ ποῦμε φυλακὴ μὲ φρύγανα χτισμένη,
ποὺ ἡ θύρα της συχνὰ κι εὔκολα ἀνοίγει
κι ὁρμᾶ μὲ μιὰ ὁ κατάδικος καὶ τὸν φρουρό του πνίγει.
Τὸ χαλινάρι βάλε του τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιὰς κι ὄχι σκληρὸς σατράπης».
Νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο,
πέθανε ὁ γερο-βασιλιὰς κι ἀνέβηκε στὸ θρόνο,
ὁ γιός του ὁ πρῶτος ὁ κακός, τρόμος παντοῦ καὶ φρίκη,
βασίλευε μὲ τὸ σπαθὶ βγαλμένο ἀπὸ τὴ θήκη.
Οἱ φυλακὲς ἐγέμισαν, τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία,
ἡ ψευτιά, ἡ ἀπάτη, ἡ κολακεία,
ὅ,τι κακὸν εὑρέθηκε τὴ μαύρη ἐκείνη ὥρα,
ἐφούντωσε καὶ θέριεψε στὴ μαύρη ἐκείνη χώρα.
Ὡσότου τὰ παράπονα ἐφτάσαν μιὰν ἡμέρα,
ὡσὰν αὐτὸς ὁ βασιλιὰς δὲ θὲ ν᾿ ἀλλάξει γνώμη,
νὰ κυβερνᾶ τὴ χώρα του μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ νόμο,
εὐθὺς αὐτὴ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ τὸν ξεθρονίσει,
νὰ φέρει τὸ μικρότερο γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσει.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, τὸν ἀδελφό του κράζει
κι ἄδικα καὶ παράπονα μονάχος τὸν δικάζει.
Τὸν βρῆκε ψεύτη κι ἔνοχο καὶ δίχως ἄλλα λόγια,
τὸν ἔκλεισε στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες του μὲ πίκρες νὰ περνάει
Μὰ τὸ ἄδικο δὲ ζεῖ πολὺ καὶ δὲν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιὰς ἀπὸ ἄλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως ἀφορμὴ καὶ δίχως ἄλλη αἰτία
καὶ παίρνει τὰ φουσάτα του καὶ ξεκινάει καὶ μπαίνει,
στὴ χώρα τὴν πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
καὶ σὲ μιὰ μάχη μοναχὰ νικάει καὶ δεκατίζει
καὶ πιάνει καὶ τὸν βασιλιὰ καὶ σκλάβο τὸν ὁρίζει.
«Καὶ ὁ ἀδελφός;», ἐρώτησαν τὰ ἐγγόνια μ᾿ ἕνα στόμα;
«Τώρα θὰ δεῖτε μάτια μου, δὲν τέλειωσεν ἀκόμα».
Ὅταν ἡ μάχη ἀπόσωσε καὶ εἰρήνευσε τὸ ἀσκέρι,
ἔστειλε ὁ νέος βασιλιὰς τὴν κόρη του νὰ φέρει,
μὲ ἄλογα χρυσοστόλιστα καὶ μὲ χιλιάδες ἄτια,
νὰ δεῖ τὰ μαρμαρόχτιστα, νὰ δεῖ τὰ ὡραῖα παλάτια.
Κι ἔτρεξε ἐκείνη βιαστικὴ νὰ δείξει τὴ χαρά της,
σὲ κάθε τι πολύτιμο ποὺ βλέπει ὁλόγυρά της.
Μὰ ὅταν ἔφτασε καὶ στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
ὅπου ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ βρισκόταν ἕνα χρόνο,
ἔνοιωσε θλίψη στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά της πόνο.
Καὶ δίχως νὰ τὸ στοχαστεῖ, δίχως νὰ ξέρει τὶ ἔχει,
στὸ βασιλιὰ πατέρα της ἀλαφιασμένη τρέχει
καὶ κλαίει, κλαίει γονατιστὴ μὲ τὸν κρυφό της πόθο
κι ὁ βασιλιὰς πατέρας της «σήκω», τῆς λέει, «σὲ νοιώθω».
Ἔφερε τὸ μικρὸ ἀδελφὸ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ κατώγια
καὶ δίχως νὰ μακρηγορεῖ, δίχως μεγάλα λὀγια,
τοῦ λέει: ἡ κόρη μου σ᾿ ἀγάπησε, γυναίκα σοῦ τὴ δίνω
καὶ γίνανε οἱ γάμοι τους τὸ ἴδιο βράδυ ἐκεῖνο,
μὲ ὄργανα μὲ τούμπανα καὶ μὲ χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τὸν κακὸ τὸ βασιλιὰ τὸν ξαναφέραν πάλι,
μαζὶ μὲ δούλους νὰ κερνᾶ τὸ ἀσκέρι στὴ χαρά τους
καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερά τους.
|