Νεκταρία Φουντουλάκη - Ἀνέκδοτα Ποιήματα



«Μισητὴ ἔναντι τοῦ Κυρίου
ἡ ὑπερηφάνεια»

Ὑπάρχουνε διαδρομὲς
στὴ μνήμη μας
σκεπασμένες
μὲ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς μας
τόσο βαθιά,
ποὺ ἔμειναν ἀπ᾿ αὐτὲς
τ᾿ ἀποτυπώματα τῆς χαρακιᾶς
στὴν σκέψη.

Πόρτα ποὺ εἴπαμε πὼς κλείσαμε
καὶ φύγαμε.

Μὰ ἀνακαλύπτουμε ἔντρομοι
πὼς φεύγουμε συνέχεια.
Ἔντρομοι.
Κυνηγημένοι.
Ἀπ᾿ τὸ ναυάγιο.
Πίσω ἀπ᾿ τὴν κλειστὴ πόρτα.

Καμιὰ φορά,
τὰ βράδια ξυπνᾶμε
ἀπ᾿ τὸ τρομακτικὸ φτερούγισμα
τοῦ φόβου
στὸ στῆθος.

Τοῦ φόβου τῆς ρωγμῆς.
Στὴν πόρτα.
Στὴν σκέψη.
Στὴν ζωή μας.
Καὶ φεύγουμε.
Ἀπ᾿ τὴν μνήμη.


Πατρίδα

Κι ἂν μᾶς χωρίζουν οἱ πατρίδες
γνωρίζουμε πὼς τὰ δάκρυά μας
ἀναβλύζουν ἀπ᾿ τὴν ἴδια ψυχή.

Στὴν νύχτα.

Στὶς ὄχθες τῶν φθαρμένων ἡμερολογίων ποὺ κρατοῦσα πάντα
μέσα στὰ χέρια μου, τὸ φῶς ἦταν λιγοστό.

Γι᾿ αὐτὸ εὔκολα μπέρδεψα τὴν ταπείνωση μὲ ἄλλα εὐγενικὰ αἰσθήματα.

Τίποτα δὲν ἀντιλήφθηκα πρὶν τὴν μεταλλαγή.

Δυσκολίες στὴν κατάποση ἦταν σημάδια, ἀλλὰ τ᾿ ἀγνόησα.

Ὥσπου ἕνα σαρκοφάγο ἔνστιχτό μου ἀπάγγειλε τὴν κατηγορία.

Τὸ μεγάλο μου ἔγκλημα. Ἡ συνενοχή.

Θεέ μου σκέφθηκα, πῶς νὰ σωθεῖ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό του
καὶ ἔψαχνα μία γωνιὰ νὰ κρυφτῶ καὶ πολλὲς φορὲς τὰ κατάφερα,
καὶ τὶς περισσότερες ἤτανε μέρα.

Γιατὶ ἡ νύχτα κλείνει μία ἀπέραντη σιωπὴ
(σὰν τὰ τεράστια μάτια τοῦ Χριστοῦ στὸν θόλο τῆς ἐκκλησίας,
ποὺ μὲ συνέπαιρναν παιδί)
καὶ τίποτε ἀπ᾿ αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ μυστικό.

Ἀνελέητη, φτάνει ὡς τῆς ψυχῆς τὸ μεδοῦλι·
γι᾿ αὐτὸ ἀγαπῶ τὴν νύκτα, γιατί σ᾿ ἐξιλεώνει
- ποιὸν δὲν καθαγίασε ὁ πόνος !

Καὶ ἀκόμη καὶ ὁ δήμιος θὰ μὲ λυπηθεῖ ἂν δεῖ τὶς στάχτες μου τὴν νύκτα.

Ἐξουθενωμένη (πάντα ἡ ἀνάσταση περνᾷ ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο)
ἀλλὰ ἄμωμη, βρίσκω ξανὰ τὸν προορισμό.

Κάποτε σ᾿ ἔρημους δρόμους τὰ χειμωνιάτικα βράδια
στέκει παράμερα ἕνα παρείσακτος (εἶμαι ἐγώ)
κι ὅλα του φαίνονται ἀκατανόητα, προετοιμασμένα γιὰ τὴν λησμονιά.

Καὶ μόνο οἱ ποιητὲς ποὺ κράτησαν τὴν βαθύτερη μνήμη,
τῆς ψυχῆς, ἀκέραιη, διέσωσαν τὸν γυρισμό.

Καὶ ἀνέσυραν μὲ τοὺς ρυθμοὺς τῆς νύκτας
τὶς εἰκόνες τὶς πιὸ ἀληθινές.


Ξένοι

Ἀποστρέψαμε τὸ βλέμμα
σταθήκαμε ὄρθιοι, ξένοι, βιαστικοὶ
κραυγάσαμε -«δὲν τοὺς γνωρίζουμε».

Ἄσυλο ἡ μνήμη, δὲν μᾶς δίνει.


Ἀθανασία

Μέσα μου βρίσκεται ἡ πηγή.
Ἁπλώνει, μὲ καθαρίζει καθὼς μὲ διαπερνᾷ
γιὰ νὰ μὲ περιβάλλει.

Ὅλα δονοῦνται στὴν καθαρότητα ἐτούτη,
ἕλκονται καὶ ἀναπαράγουν τὸ σύμπαν.

Εἶμαι τὸ βάθος τοῦ πρωινοῦ ποὺ θὰ λούσει τὰ ποτάμια
καὶ ἡ ἔρημος τῆς νύχτας.

Ἀναβλύζω ἀπ᾿ τὸ δύσβατο δάσος τῆς ψυχῆς
τὴν μνήμη,
χρῶμα λευκό, ἄμορφο, ἀπέριττο.

Προσμένω τὸ ἄγγιγμα.

Εἶμαι ἡ αἰωνιότητα ποιημάτων ἀτελῶν.

Ζῶ στὸ ὄνειρο τοῦ νεογέννητου.

Τῆς στάχτης εἶμαι τὸ μυστικό.

Ὁ λυτρωμὸς τοῦ ἄγνωστου.

Ἡ φωνή μου, ἀστράφτει τὴν πίστη
ποὺ μεταμόρφωσε τὸ ζῷο σὲ ἄνθρωπο.

Ἀγκαλιάζω τὴ σκιὰ τοῦ κήπου·
εἶμαι ὁ ναὸς ποὺ μέσα του ἡ ὑπομονὴ
ἀγναντεύει τοὺς προγόνους.

Τὰ μάτια μου εἶναι ἡ θάλασσα.

Τόσο ἀθῴα εἶναι τὰ μάτια μου,
ποὺ δὲν χωρᾶνε σὲ καμιὰ πατρίδα.

Εἶμαι ἡ ἐξορία τῆς νοσταλγίας·
ἀχανής, σὰν σημεῖο στίξης σὲ στίχο.

Εἶμαι τοῦ δρόμου ἡ σιωπή.

Εἶμαι οἱ μύστες.

Στριφογυρίζω σὲ μία στάλα νεροῦ,
ἀτάραχη.

Ὁ πόλεμος τοῦ δειλινοῦ σ᾿ ὅτι δὲν ἔζησα,
ποὺ μὲ κατοίκησε,
εἶμαι.

Εἶμαι Ἐσύ.


Τί λέει τὸ ποίημα

Ὅταν τὰ δάκρυά μας
ἀπὸ μάτια γεροντικὰ
σὰν μουσικὴ ποὺ φέρνει ἀναμνήσεις,
ὑποτεγμένα.

Κοιμόμαστε ἀνήμποροι πάνω σὲ τάφο
ἐκείνων ποὺ κανεὶς δὲν θέλει νὰ θυμᾶται.

Παλαιστίνη. Ἀλλ᾿ Γουάφα.

«Παιδιὰ πολεμοῦν μὲ πέτρες τὸν ἐχθρὸ ποὺ ὄρθωσε συρματοπλέγματα δίπλα τους».

Ἐπιθέσεις αὐτοκτονίας. Ἄνθρωποι βόμβες. Πληγὲς αἱμορραγοῦν στὴ σιωπή.

Ἀποσταγμένοι τηλεθεατὲς reality show. Ψηφιακοὶ ἔρωτες.

Ὀθόνες ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν ἡ λεωφόρος της μοναξιᾶς μας.

«Ταξίδι τρόμου». Λαθρομετανάστες. Δουλέμποροι.

Μυρωδιὰ ἀθλιότητας στ᾿ ἀμπάρια τοῦ σκουριασμένου σαπιοκάραβου.

Ἐμφύλιοι κατευθυνόμενοι, «χρηματοδοτούμενοι ἀντάρτες».

Στὴν ἀρένα τῆς πολιτικῆς, παιχνιδάκια πολέμων.

Κυβερνήσεις καθοδηγούμενες .

Ὑπερεθνικὲς ἐπιχειρήσεις. Ὁ ὑποσιτισμὸς στὸν τρίτο κόσμο.

Αἱμοβόρες στρατηγικὲς κάτω ἀπὸ φιλανθρωπικοὺς μανδύες.

«Προϊόντα βιοτεχνολογίας» γενετικοὶ διακόπτες,
ἄνθρωποι - ὑβρίδια στὸ τέλος τῶν μεταλλαγμένων αἰσθημάτων μας.

Ἡ λεηλατημένη οἰκολογία.

Ἐργοστάσια κατασκευῆς βιολογικοῦ τρόμου. Πυρηνικὴ ἀπειλή.

Βιονικὰ μέλῃ. Ἐπιστήμονες ἐβμρυολόγοι δημιουργοῦν
ἀνθρώπινους κλώνους. «Θερίζει ὁ λευκὸς θάνατος».

«Μαίνονται ἀκήρυχτοι πόλεμοι».

Ὁ παγωμένος ἀέρας τῆς μοναξιᾶς περιβάλλει τοὺς καιρούς.

Μεγαλουπόλεις. Οὐρανοξύστες. Ἀποπροσωποίηση.

«Ἡ ἐμπειρία του νὰ μὴν ὑπάρχεις».

Ἡ ἀνοσία στὴν φρίκη.

«Ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Νεροκούρου
δημιούργησε ἡ ἐγκατάσταση
σαράντα μὲ πενήντα τσιγγάνων
παραπλεύρως τῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ».

Διαβάζουμε τὴν ἐφημερίδα τῶν ζοφερῶν εἰδήσεων
τὴν ὥρα ποὺ τρῶμε.

Πλάνα κόλασης δίπλα στοὺς ἑτοιμόρροπους παραδείσους μας.

Ἔπειτα σπρώχνουμε τὶς τύψεις μας
καὶ φορτώνουμε τὴ ζωὴ στοὺς ὑπολογισμούς μας.

Τὴν τακτοποιοῦμε, γιὰ πολλὰ χρόνια μετά,
μέχρι τὸ τέλος. Τῆς θλιβερῆς κενότητας.


Τῆς καρδιᾶς

Φωτεινὸ σχῆμα πλοίου στὸ σκοτάδι,
ποὺ ὁρίζει μίαν θάλασσα ἀθέατη
μοιάζει τῆς καρδιᾶς ἡ ἀκοή.

Κι ἀψηφᾷ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ,
τοὺς τεχνητούς.

Ἦταν ἡ ἀνάσα σου φυγᾶς
μέσα ἀπ᾿ τὶς μάχες ποὺ δὲν ἔδωσες.
(κι ἂς ὀνειρεύτηκες πολλὲς φορὲς τὴν τέλεια ἔκβασή τους).

Δέντρα μὲ καμένα κλαδιὰ
κι ὁ χρησμὸς ἔκπτωτος,
λαφροφτέρουγα σὲ βράχο στυγνό.

Φυσοῦν ἀγνώριστα τὰ γεγονότα
κι ἡ μνήμη σφαῖρα.

Μία παγωμένη θάλασσα ἡ ζωὴ στὸ βάθος .

Ἀνεπαίσθητη,
ἀνώδυνη,
εἰρηνική.

Τὸ πλοῖο, σύγκορμο ξίφος, φωνῆς ἄγριας,
Ἀφημένης.

Ἄδειο θέατρο σ᾿ ἀκρογιάλι ἀλλοτινό·
μάρμαρα διάφανα σὲ ἥλιο ἀνήλεο·
πάλλευκο πιάνο, ἀοιδὸς ἀνερμήνευτη
ὁ ἀντίλαλος μίας νύχτας ποὺ μετοίκησε
στὴν ἄστεγη μάσκα τῆς Ἰοκάστης.


«Στὴν Ἀνάσα τῆς σιωπῆς τὸ Φῶς»

Ὁ λόγος,
ραγισμένο καταφύγιο.


Βάπτισμα

Ἂν ἀφήσουμε νὰ βαφτιστοῦμε στὴν σιωπὴ
μὲ τὸν ἄλλον,
ἂν ἀντέξουμε,
θὰ σπάσει ἡ μοναξιὰ
ὅπως σπάζει τὸ καλούπι ὁ γλύπτης
γιὰ νὰ φανεῖ,
τὸ Πρόσωπο.


Γένεσις

Στὴν πιὸ ἀνήσυχη ὥρα
στὴν ταραγμένη στιγμή,
ὅταν ὁ φόβος σου καίει τὰ σωθικὰ
τότε,
κοιλοπονᾷ ἡ ζωή σου μία μεγάλη ἀλήθεια.


Ἐκεῖ

Ἐκεῖ
ποὺ θὰ ἀκούω μόνο τὸ μιλητό της ἀγριεμένης θάλασσας
καὶ τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν
χρωματισμένο ἀπ᾿ τὴν ἀπόλυτη μοναξιά,
ἐκεῖ,
δὲν θὰ μὲ κουράζει ὁ ἑαυτός μου.

Ἐκεῖ,
δὲν θὰ τὸν προδώσω ἀκόμη μία φορά.


Νεκταρία Φουντουλάκη, (2003). Στὴν ἀνάσα τῆς σιωπῆς τὸ φῶς. Ἐκδόσεις Στοχαστής. Ἀθήνα
(πρώτη ποιητική συλλογή).

Προέλευση: www.psyche.gr