|
Ὁ στρατηγὸς καὶ τὰ ζαχαρωτά
Τοῦ Τάκη κάναμε γιὰ δῶρο
ἕνα σπαθὶ κι ἕνα τουφέκι
καὶ σὰ στρατάρχης τώρα στέκει
κι ὅλο τὸν κόσμο ἀπειλεῖ.
Φορεῖ στὸν ὦμο τὸ τουφέκι
καὶ τὸ σπαθὶ στὴ μέση ζώνει,
τὰ γειτονόπουλα μαζώνει
καὶ τὰ γυμνάζει στὴν αὐλή.
Μὲ τὸ σπαθὶ γυμνὸ στὸ χέρι
προστάγματα ἄγρια τοὺς δίνει...
Μὰ ἄξαφνα κάποιον διακρίνει
σοκολατάκια νὰ κρατᾶ.
-Ἔ, ψίτ! στρατιώτη, τοῦ φωνάζει,
πλησίασέ μας ἕνα βῆμα
(μπρός μου νὰ κάνεις καὶ τὸ σχῆμα)
καὶ δῶσ᾿ μου τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτά!
-Θὰ σ᾿ τά ῾δινα, μά, στρατηγέ μου,
φορᾶς σπαθὶ...γιὰ συλλογίσου!
ταιριάζει στὴν ὑπόληψή σου
νὰ τρῶς κι ἐσὺ ζαχαρωτά;
|
Πρωινὴ προσευχή
Μὲ τὴ γλυκειὰν αὐγούλα
χαρούμενα ξυπνῶ
νὰ στέλνω προσευχούλα
θερμὴ στὸν οὐρανό.
Ἀξίωσέ με, Θέ μου,
νἆμαι καλὸ παιδὶ
καὶ πάντα χάριζέ μου
χαρὰ καὶ προκοπή.
Θέ μου σὰν τὰ πουλάκια
χαρούμενα νὰ ζῶ,
καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδάκια
πολὺ νὰ τ᾿ ἀγαπῶ.
Καὶ στέλνε μου ἀπὸ πάνω
τὴ χάρη σου κι εὐχὴ
νὰ σ᾿ ἔχω σ᾿ ὅ,τι κάνω
προστάτη καὶ σκεπή.
|
Βραδινὴ προσευχή
Πρὶν πέσω νὰ πλαγιάσω,
Θέ μου, Σὲ παρακαλῶ
νὰ δώσεις νὰ περάσω
τὴ νύχτα μὲ καλό.
Τὸν ἄγγελό Σου πάλι
στεῖλε μου ἀπὸ ψηλά,
νἄρθει στὸ προσκεφάλι
πιστὰ νὰ μὲ φυλᾶ.
Ὅταν ἐγὼ κοιμᾶμαι,
στὸ πλάι μου ν᾿ ἀγρυπνᾶ
κι ἔτσι νὰ μὴ φοβᾶμαι
τὰ σκότη τὰ πυκνά.
Καὶ σ᾿ ὅλη Σου τὴν πλάση
κι ὅπου καλὸ παιδί,
στεῖλε νὰ τὸ σκεπάσει
τὴ στοργική Σου εὐχή.
|
Τ᾿ ἄλογο τοῦ σκακιοῦ
Προσεκτικὸ κι ἀσάλευτο, βουβὸ κι ἀφαιρεμένο,
στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ὑπάκουο, πηδάει καὶ περιμένει.
Στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ἀσάλευτο, βαθειὰ συλλογισμένο,
τὸ σκυθρωπὸ κι ἀμίλητο παιχνίδι λογαριάζει.
Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, κι ἄλλη σκέψη.
Τριγύρω οἱ ξύλινοί του ἐχθροὶ κι οἱ ἐπίβουλοι σκοποί τους.
Τί νὰ σκεφτεῖ, νὰ σοφιστεῖ καὶ τί νὰ λογαριάσει;
Μὲς τὰ στενὰ τετράγωνα ἐσώθηκεν ἡ σκέψη
κι ἔγινε πιὰ μονότονη καὶ γνώριμη ἡ ζωή του.
Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, ἡ ἴδια σκέψη!
Τὸ σιωπηλὸ παιχνίδι του μετρᾶ καὶ λογαριάζει,
μὰ ὅμως τὸ ξέρει πὼς γραφτὸ σ᾿ ὅλη εἶναι τὴ ζωή του,
νὰ ὁρμᾶ μέσα στοὺς ξύλινους ἐχθρούς του καὶ νὰ πέφτει,
στὸ μαῦρο ἢ στ᾿ ἄσπρο, ἡρωικά, κοντὰ στὸ βασιλιά του.
|
Βράδυ
Οἱ γιαγιάδες, μπρὸς στὶς θύρες καθιστές,
μοιάζουν ἥσκιοι, ὅσο σιμώνει ἀργὰ τὸ βράδυ
τὰ παιδιὰ φωνάζουν μέσα στὶς αὐλὲς
καὶ τὸ μάγγανο ὅλο τρίζει στὸ πηγάδι.
Ἡ βοδάμαξα βογγᾶ κι ἀργοπερνᾶ
φορτωμένη ἕνα σωστὸ βουνὸ δεμάτια
καὶ παραπατοῦν τὰ βόδια της τὰ ὀκνὰ
μὲ τὰ ὁλόμαυρα τὰ κουρασμένα μάτια.
Τὰ φορτώματα, ἀπὸ ξύλα καὶ κλαριά,
ἕνα ὁλόκληρο, περνοῦνε, καραβάνι,
καὶ μιὰ βέργα ἀπὸ κομμένη λυγαριὰ
στῆς γιαγιᾶς τὸ μαῦρο σκάλωσε φουστάνι.
Πῆρε βράδυ. Λιγοστεύουν οἱ φωνὲς
καὶ τὸ μάγγανο σωπαίνει στὸ πηγάδι
κι οἱ γιαγιάδες πιὰ σηκώνονται σκυφτὲς
καὶ στὸ λύχνο πᾶν νὰ σιάξουνε τὸ λάδι.
|
Νάνι
Νάνι τὸ παιδάκι, νάνι,
στὰ ματάκια ὁ ὕπνος φτάνει
κι ἡ κατάλευκη σελήνη
στὴ λευκή του πέφτει κλίνη,
νάνι τὸ παιδάκι, νάνι,
στὰ ματάκια ὁ ὕπνος φτάνει.
Γέρνουν κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη
ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν οἱ κρίνοι
καὶ κουράστηκαν τ᾿ ἀηδόνια
νὰ θρηνοῦνε μὲς τὰ κλώνια.
Νάνι τὰ πουλιὰ κι οἱ κρίνοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ λευκὴ σελήνη.
Νάνι τὸ παιδάκι, νάνι,
στὰ ματάκια ὁ ὕπνος φτάνει,
στὸ χιονάτο σου σεντόνι
φῶς λευκὸ ἡ σελήνη ἁπλώνει.
Νάνι τὰ πουλιὰ κι οἱ κρίνοι,
τὰ ματάκια ὁ ὕπνος κλείνει.
|
Ψαράς
Μὲς τοῦ λιμανιοῦ ἀραγμένη
τὰ γαλήνια τὰ νερά,
μιὰ ψαρόβαρκα προσμένει
τὴν αὐγούλα τὸν ψαρά.
Κι ὁ ψαρὰς ἀπ᾿ τὸ καλύβι
ποὺ προβάλλει ἐκεῖ μακριὰ
καὶ στοὺς κλάδους της τὸ κρύβει
μιὰ πυκνόφυλλη μουριά,
ὅπου νἆναι θὰ κινήσει
πρὶν ὁ ἥλιος νὰ φανεῖ,
τὴ βαρκούλα του θὰ λύσει
καὶ θ᾿ ἁπλώσει τὸ πανί.
Ἀρμενίζει ὅλη τὴ μέρα
μὲ τὴ βάρκα στ᾿ ἀνοιχτὰ
κι ὅλο ὁ νοῦς του ἐκεῖ πέρα,
στὸ καλύβι θὰ πετᾶ.
Βράδυ-βράδυ θὰ γυρίσει
-ὦ χαρούμενη στιγμή!
καὶ τὰ ψάρια θὰ πουλήσει
-τῶν παιδιῶν του τὸ ψωμί.
|
Χειμωνιά
Στὸ χωριὸ μὲ τ᾿ ἄσπρα σπίτια
ἦρθε ἡ χειμωνιά,
μαζευτῆκαν τὰ σπουργίτια
καὶ ζητᾶν ζεστὴ γωνιά,
ἔξω ἀπ᾿ τοῦ χωριοῦ τὰ σπίτια
ἦρθε ἡ παγωνιά.
Τὰ κλαριὰ δὲν ἔχουν φύλλα,
σπόρος πουθενά,
μὲς τὸ τζάκι ἀνάψαν ξύλα
κι ἔξω τὸ πουλὶ πεινᾶ.
Τὰ κλαριὰ γυμνὰ ἀπὸ φύλλα,
σπόρος πουθενά.
Τὸ καλὸ παιδὶ θ᾿ ἀνοίξει,
τότε τί χαρά!
Καὶ τὰ ψίχουλα θὰ ρίξει
στὰ πουλάκια τὰ μικρά.
Τὸ θολὸ τζάμι θ᾿ ἀνοίξει,
τότε τί χαρά!
Μιὰ καὶ δυὸ θὰ φτερουγίσουν
μέσα στὴν αὐλή,
τὴν κοιλιά τους νὰ γεμίσουν
ποὖταν ἄδεια ὥρα πολλὴ
καὶ γι᾿ ἀλλοῦ θὰ ξεκινήσουν,
ὥρα τους καλή.
|
Ἐκκλησάκι
Μὲς τὸ στρατὶ ποὺ περπατῶ
τὸ κάθε βράδυ-βράδυ,
ἕνα ἐκκλησάκι συναντῶ
μὲς τὸ καντήλι του ἀναφτό
μὲς τὸ σκοτάδι.
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τῶν δέντρων τὰ κλαριὰ
ποὖναι γερμένα ἐμπρός του,
μὰ συννεφιά, μὰ ξαστεριὰ
γὼ τ᾿ ἀγναντεύω ἀπὸ μακριὰ
τὸ δειλὸ φῶς του.
Καὶ κάθε βράδυ, ποὺ περνῶ,
τὸ φῶς αὐτὸ μοῦ μοιάζει
σὰν ἕνα βλέμμα φωτεινὸ
βαλμένο ἐκεῖ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
νὰ μᾶς κοιτάζει.
Κι ἔτσι, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κλαριά,
ποὖναι γερμένα ἐμπρός του,
τὸ βλέπω πάντα ἀπὸ μακριὰ
καὶ μοὖναι σὰν παρηγοριὰ
τὸ δειλὸ φῶς του.
|
Προσευχὴ γιὰ τ᾿ ἄστεγα παιδιά
Στὸ μαλακὸ κρεβάτι μου,
λευκό μου προσκεφάλι,
τί ὄμορφα πού ῾ναι ἀπάνω σου
νὰ γέρνω τὸ κεφάλι,
τὴν ὥρα ποὺ ἔξω ἡ βροχὴ
λυσσᾷ κι ὅλοι οἱ ἄνεμοι
Κι ἄχ! πῶς φοβᾶται ἡ μικρὴ
καρδούλα μου καὶ τρέμει!
Μὰ ξέρω, Θεέ μου, πὼς ἀλλοῦ
κι ἄλλα παιδάκια θά ῾ναι,
ποὺ πεινασμένα καὶ γδυτὰ
κι ἔρημα θ᾿ ἀγρυπνᾶνε
καὶ ποὺ δὲν θά ῾χουν μαλακὸ
κι ὀλάσπρο προσκεφάλι,
τὸ νυσταγμένο καὶ βαρὺ
νὰ γείρουνε κεφάλι.
Ἄχ! κάνε, Θεέ μου, στὸ ἑξῆς
σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη
παιδὶ ὀρφανὸ κι ἀστέγαστο
κανένα νὰ μὴ μένει.
Κι ὅπου δὲν ἔχουν τὰ φτωχὰ
νὰ γείρουν τὸ κεφάλι,
στέλνε μὲ τ᾿ ἀγγελούδι σου
κι ἀπό ῾να προσκεφάλι.
|