Μελισσάνθη - Ποιήματα

Μελισσάνθη (1907-90): φιλολογικὸ ψευδώνυμο
τῆς Ἤβης Κούγια-Δασκαλάκη, ποιήτριας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.

Πιστεύω

Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!

Προσευχή

Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.

Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.

Κοίταξε πόσο καθαρὰ
εἶναι τὰ χέριά μου τ᾿ ἁμαρτωλά·

σὰν τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὅταν προσεύχεται σὲ Σένα
ἔτσι σὰν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τὸν χιτῶνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
καὶ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κρατήσουν...

Ἀπὸ τὰ σφάλματά μου τὰ φριχτὰ κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δὲν δύναται ἀνάμεσό μας νὰ μπεῖ,
νὰ μᾶς χωρίσει,

τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπὸ τὸν ὕπνο ποὺ μὲ παίρνει τὸ βαθὺ
-τὸν ξένοιαστο ὕπνο σὰν ἑνὸς παιδιοῦ
στὴ μέση ξάφνου ποὺ ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-

Τὸ ξέρω
εἶναι ἄσοφο νὰ σὲ παρακαλοῦν γιὰ κάτι τι·
γιὰ τοῦτο τίποτα δὲν σοῦ ζητῶ.

Μόνο μιὰ λύπη μὲ βαραίνει σὰν βουνό,
βαθιὰ ὑποφέρω,

σὰν συλλογίζομαι τὸν ὕπνο τοῦτο,
ποὺ μπορεῖ νὰ ᾿ρθεῖ
τὴν κρίσιμη ὥρα,
ποὺ τὸ Σάλπισμά Σου θ᾿ ἀκουστεῖ.

Ὁδοιπορικό. Ἐκδ.Καστανιώτη.2000. σελ. 192

Σχόλια στὸ ποίημα «Προσευχή», ὑπὸ π.Θ.Ἀ.

Στὸ ποίημα τοῦτο ἡ Μελισσάνθη ἐκφράζει ἕνα καταπληκτικὸ βίωμα ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ὅπου ὁ πιστὸς συναισθάνεται συνταιριασμένα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του (ὡς ἀδυναμία ὅμως) καὶ τὸν ἄῤῥηκτο σύνδεσμο, ἀγάπη καὶ κοινωνία μὲ τὸν Ὑπεράγαθο Πλαστουργό του καὶ Λυτρωτὴ Θεό, τὸν Ἀληθινό, τὸν Ζῶντα, τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Ἀγαπῶντα, τὸν «εὐϊλατεύοντα πάσας τὰ ἀνομίας» ἡμῶν. Μιλάει καθαρὰ καὶ παραδέχεται συντετριμμένα «πράξεις ἁμαρτωλές», «ἄνομες ἐπιθυμιές», «χέρια ἁμαρτωλά», «σφάλματα φριχτά», πτώσεις ὀδυνηρὲς ἴσως, «ξεπεσμό».

Ὡστόσο, παράλληλα βεβαιώνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ «νὰ μπεῖ ἀνάμεσα» στὴν ψυχὴ καὶ στὸν Πλαστουργό της, στὴν ψυχή, πού, ὅσο ἀδυνάμη κι ἂν εἶναι, κύριο γνώρισμά της ἔχει τὴν εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὸ Θεό, τὴν συντριβή, τὴν μετάνοια καὶ προπαντὸς τὴν ἰσχυρὴ ἀγάπη, τὴν ἀκαταμαχήτη ἕλξη πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ παντὸς ἀγαθοῦ, καθὼς καὶ μιὰ πίστη ξεκάθαρη καὶ βιωματικὴ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἄπειρη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη.

Ὅλες οἱ ἁμαρτίες τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστικὰ εἶναι συμπτωματικὲς ἀδυναμίες. Δὲν εἶναι ἀποστασία καὶ καταφρόνια, ὕβρις ἢ βλασφημία -ἄπαγε- πρὸς τὸν Φιλάνθρωπο Εὐεργέτη μας, τὸ θεμέλιο τῆς ὕπαρξής μας. Ὅπως λένε οἱ πατέρες, πρόκειται γιὰ συμπεριφορὲς λυπηρὲς «ἐκ συναρπαγῆς»· μία κρίσιμη στιγμὴ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἐλέγξη ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ..

Ὅλα αὐτά, λοιπόν, περνοῦν ξώφαλτσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν μολύνουν οὐσιαστικά, δὲν τὴν λασπώνουν. Σὰ «διάφανο νερὸ» κυλοῦν καὶ φεύγουν. «Βαλτονέρια» καὶ κακοτοπιὲς παρουσιάζονται σίγουρα στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ οὔτε ῥύπος, οὔτε σκιὰ κἂν δὲ θαμπώνει τὴν καρδιά, δὲν κατακαθίζει στὴν ψυχή, ποὺ εἶναι γεμάτη εἰλικρίνεια καὶ δυνατὸ πόθο Θεοῦ, γεμάτη δέος, γεμάτη βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ καθαρότητα. Καὶ προστρέχει πάντα μαλακωμένη καὶ κατανυκτικὴ στὴν ὁμολογία, στὴν ἐξαγόρευση, στὴν εὐχὴ τῆς μυστηριακῆς ἀφέσεως..

«Τὰ χέριά μου τὰ ἁμαρτωλὰ» εἶναι παράλληλα καὶ «παιδικὰ χέρια», ἀθῶα, ἄδολα καὶ ἀμόλυντα, ποὺ στρέφονται πρὸς τὴν πηγὴ τῆς ἀγαθότητος καὶ τοῦ φωτὸς καὶ εἶναι ἄξια – τὶ παράδοξο! – τὰ ἁμαρτωλὰ χέρια νὰ ἀγγίσουν τὸν «χιτῶνα Ἐκείνου» (ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα) καὶ νὰ κρατήσουν ἀκόμη καὶ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων»!..

Ἕνα μόνο ἀνησυχεῖ τὴν εὐσεβῆ ψυχή, νὰ μὴν τὴν πιάση ὁ ὕπνος τῆς ἀμελείας, ὅσο ἀθῶος κι ἂν εἶναι μερικὲς φορὲς καὶ ὅσο παιδικός, «ὕπνος σὰ μικροῦ παιδίου στὴ μέση τοῦ παιχνιδιοῦ», ὅπου ἀποξεχνιόμαστε μὲ τὰ τρέχοντα, τὰ ἐγκόσμια, τὰ τρυφηλά, ποὺ ἐπιδροῦν πάνω μας ἀνεπαίσθητα καὶ ναρκωτικά.

Αὐτὸ τὸ ἀποξέχασμα καὶ μόνο φοβάται ἡ ποιήτρια καὶ παρακαλεῖ καὶ δέεται -τὸ μόνο ποὺ ζητᾶ- νὰ μὴ συμβῆ αὐτό, καὶ μάλιστα στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ καλέση τὴν ψυχή της, κι αὐτὴ θὰ πρέπη ἀνυπέρθετα νὰ εἶναι ὀρθή, ξάγρυπνη, ὁλοπρόθυμη ν᾿ ἀνταποκριθῆ καὶ νὰ ἀπαντήση: «Ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ», ὁ πόθος μου, τὸ ὅραμά μου, ἡ ἐγκαρτέρηση μιᾶς ζωῆς...


Ἡρωικὴ Φυγή

Ξοπίσω μου δαιμονικὸ φυσομανοῦσε, τοῦ ᾿Ἅδη,
πύρινο ἀνασασμὸ
κι ἔτρεχα, σ᾿ ἄφεγγες νυχτιές, μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι,
μ᾿ ἓν᾿ ἄγριο καλπασμό.

Καὶ τὸν μαντύα τὸν ταπεινὸ ξεδίπλωνα τοῦ ἐπαίτη
σ᾿ ἡρωικὴ φυγὴ
κι ἔσερνα ἀτίθασα λυτή της κόμης μου τὴ χαίτη
καὶ σάρωνα τὴ γῆ.

Τοῦ ἀνέμου τὸ καμτσίκωμα ποὺ ἀφάνιζε τὰ δάση
μὲ λύγαε, καλαμιὰ
καὶ στέγνωνε στὰ χείλια μου, τὴ φούχτα μου, ἄδειο τάσι
στὴν ἄνυδρη ἐρημιά.

Κι ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα θερίευε τῆς φλογισμένης ἄμμου
τὸς δίψας τὸ οὐρλιαχτό,
μὰ ἔφευγα, ἐνῶ, σὲ σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου
τ᾿ ἀνήμπορο ἑρπετό.

Ἡ γῆ κάτω ἀπ᾿ τὴ φτέρνα μου προδοτικὰ βογγοῦσε
καφτὴ ὡς λαβωματιά,
μὰ βέλος ξέφευγα γοργὸ καὶ πίσω μου ἀστοχοῦσε
ἡ ἐχθρικὴ σαϊτιά.

Μὲ παραμόνευε γαμψὰ τὸ νύχι στὰ σκοτάδια
τοῦ πειναλέου βραχνὰ
κι ὡς γλύτωνα, οἱ φοβέρες του, μαύρων ὄρνιων κοπάδια
πίσω ἔκραζαν βραχνά.

Κι ἡ νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,
τὸν ἔναστρο οὐρανὸ
καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ κεραυνὸ σὲ νέφη καταιγίδας
σπαθὶ ἔκρυβε γυμνό.

Στὸ πέρασμά μου σφύριζε τῆς ἔχθρητας τὸ φίδι
μὲς στὰ ξερὰ κλαδιά,
μὰ τῆς φυγῆς μου ἡ αστραπὴ περνοῦσε ὅπως λεπίδι,
τῆς νύχτας τὴ καρδιά.

Καὶ τοῦ θριάμβου μου ἡ κραυγὴ βόλι καφτὸ τρυποῦσε
τὰ σπλάγχνα τῆς σιγῆς
κι ἀντίλαλους ἡ φόρμιγγα τοῦ στήιθούς μου ξυπνοῦσε,
στὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς.


Ἄς...

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...


Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται...

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.

Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.


Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶ
καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»


Σατυρικὸν ὀξύμωρον

Σκοτεινίασε ὅταν ἔπεσε τὸ φῶς τυφλωτικὸ
Λιγόστεψε ὅταν ὁ ἀριθμὸς ἔγινε πολλαπλάσιος
Οἱ λύσεις γίναν κόμπος ἄλυτος
κι ὅταν ἡ Ἀριάδνη ἔτρεξε λυσίκομη
κύλησε ἀνάποδα τὸ κουφάρι της
Τότε ὁ κάβουρας ἔγινε ὠκύποδας
κι ὁ Ἀχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
ἔξω ἀπ᾿ τὴν ἔξωση τοῦ Ἐλεάτη
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ χωροχρόνου
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ἀγώνισμα στὸν Ἱππόδρομο
καὶ τὰ χαμένα στοιχήματα
τὴν ἀνατίμηση τοῦ πετρελαίου
τὸν πυρετὸ τοῦ χρυσοῦ
τὴ παγκόσμια κρίση
ἐνῶ γύρω του ξεφώνιζαν ὑστερικά:
Rent a car... Rent a car...

Ὀρυμαγδὸς ἀπὸ ἐκσκαφεῖς κι ἀριθμομηχανὲς
ἀνοίγουν σ᾿ ὅλα τὰ τοιχώματα ρωγμὲς
Οἱ δρόμοι μὲ τὰ μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
-σχηματίζονται, ἀποσχηματίζονται
ὑψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι ἀντιστοιχεῖες στίχων-

Βραδινὸ τοπίο μὲ τριζόνι
Ἡ νύχτα ἀναποδογυρισμένη ὀμπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμὸς καὶ φεγγάρι
κυλάει ἀποκεφαλισμένο στὴν ἄσφαλτο
ἐνῶ ἀπὸ ἕνα σφάλμα computer
ὁ κόσμος τινάζεται στὸν ἀέρα.


Προφητεῖες

Ἀπόψε εἶπα μ᾿ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί.
Μὰ πρὶν ὁ ἀλέκτωρ φωνήσει
Κύριέ μου, τρὶς σὲ εἶχα ἀρνηθεῖ.


Φλεγόμενη Βάτος

Σ᾿ ἀγνώστους οὐρανοὺς ὁδεύουμε τυφλοί...
Κάθε μας πράξη ἀνθρώπινη πῶς ν᾿ ἀκτινοβολεῖ
στὸ ἄπειρο; Τί προέκταση νὰ παίρνει καὶ τί σχῆμα,
πέφτοντας ὁ ἴσκιος μας, πέρα ἀπὸ τὸ μνῆμα;