Λάμπρος Πορφύρας - Ποιήματα

Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932): (ψευδ. τοῦ Δημητρίου Σύψωμου), λυρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Χίο.

Τὸ στερνὸ παραμύθι

Πῆραν στρατὶ στρατὶ τὸ μονοπάτι
βασιλοποῦλες καὶ καλοκυράδες,
ἀπ᾿ τὶς ξένες χῶρες βασιλιᾶδες
καὶ καβαλλάρηδες ἀπάνω στ᾿ ἄτι.

Καὶ γύρω στῆς γιαγιᾶς μου τὸ κρεβάτι,
ἀνάμεσα ἀπὸ δυὸ χλωμὲς λαμπάδες,
περνούσανε καὶ σὰν τραγουδιστάδες
τῆς τραγουδοῦσαν-ποιὸς τὸ ξέρει-κάτι.

Κανεὶς γιὰ τῆς γιαγιᾶς μου τὴν ἀγάπη,
δὲ σκότωσε τὸ Δράκο ἢ τὸν Ἀράπη
καὶ νὰ τῆς φέρει ἀθάνατο νερό.

Ἡ μάννα μου εἶχε γονατίσει κάτου
μ᾿ ἀπάνω -μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ-
ὁ Ἀρχάγγελος χτυποῦσε τὰ φτερά του.

 

Τὸ θέατρο

Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.

Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.

Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.

 

Ἄνοιξη

Ἄνοιξη! Μόλις ξέσπασε τοῦ φθινοπώρου ἡ μπόρα,
κι ἐγὼ τὸ καραβάκι σου νειρεύομαι ἀπὸ τώρα
ν᾿ ἀράζει στὸ λιμάνι μας, μὲ τ᾿ ἄρμενα ἀνθισμένα,
πλάι στὰ καϊκάκια τὰ φτωχά, τὰ θαλασσοδαρμένα.

Νὰ φέρεις τὸν αἰθέριο ἀχὸ του ἀφροῦ στὰ ὑγρὰ χαλίκια,
γύρω στὰ βράχια τῶν φυκιῶν τὶς πράσινες νταντέλες,
καὶ γιὰ τοὺς ἥσκιους ποὺ περνοῦν ἢ μένουν στ᾿ ἀκρογιάλι,
νὰ φέρεις ἀπ᾿ τὴ Βενετιὰ τὸ πιὸ λαμπρὸ κρουστάλλι.

Στὰ δέντρα, ποὺ θρηνοῦν βραχνὰ στοῦ κάμπου τὴ μαυρίλα,
νὰ φέρεις γέλια ὁλόδροσα, στὰ νιόφυτά τους φύλλα.
Μέσα στὰ ρόδα τ᾿ οὐρανοῦ τὸ φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη,
κι ἐμένα μιὰ μικρὴ φωλιὰ χελιδονιῶν στὸ σπίτι.

 

Ἑσπερινός

Βουβὲς ψυχές, θλιμένες! Καὶ τ᾿ ἀπόβραδο
προσμένουν τὸ Χριστό μας, ἀπὸ πέρα,
ποιὸς ξέρει, ἀπὸ μακριά. Κι ἐκεῖνος ἔρχεται,
μὲς στὸ θολὸ τοῦ φθινοπώρου ἀγέρα.

Μὲ τ᾿ ἅγιο φῶς, ἀχνόφεγγο στεφάνι του,
μὲ τὰ θεϊκά, χαμηλωμένα μάτια,
μόνος. Καὶ τὰ ξερόφυλλα τοῦ στρώνουνε
χρυσὰ χαλιὰ στὰ ἔρμα μονοπάτια.

Τοῦ κάμπου τὰ στρουθιὰ καὶ τὰ πετούμενα,
ποὺ στὶς φωλιὲς κοπαδιαστὰ γυρίζουν,
ἄμα τὸν δοῦνε χαμηλώνουν πρόσχαρα,
χαμοπετοῦν καὶ τὸν καλωσορίζουν.

Ἀνάριο τὸ σκοτάδι, μισοδιάφανο,
μόλις ποὺ τὸν σκεπάζει στὴν καπνιά του,
καὶ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ σὰ χέρια ὑψώνονται
καὶ δέονται στὸ ἄυλο πέρασμά του.

Δέονται σιωπηλά...Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
καὶ σκύβει στὶς ψυχὲς ποὺ τὸν προσμένουν
σιγά...πονετικά. Κι ἀργὰ τὰ σήμαντρα
πονετικὰ κι αὐτὰ σιγοσημαίνουν.

 

Γαλήνη

Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.

Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.

Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,

μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.

 

Τὸ Χαμόγελο

Ὡραία γυναῖκα, τὸ τρελλὸ τὸ γέλιο σου διαβαίνει,
σὰ μάταιος ἦχος καὶ σκορπᾷ, κι οὔτε μία ἠχὼ ξυπνᾷ
στὴν ἀκατάδεχτη καρδιά, ποὺ ἀγάπη τήνε δένει
μ᾿ ἀθῶα χαμόγελα βουβά.

M᾿ αὐτὰ ποὺ δείχνουνε χαρά, μὲ κάποια ποὺ σκεπάζουν
τὸν πόνο τους ἀμίλητον οἱ εὐγενικὲς ψυχές,
μ᾿ ἐκεῖνα ποὺ μαραίνονται κρυφὰ καὶ ξεθωριάζουν,
σ᾿ ἀρχαῖες εἰκόνες σκοτεινές,

Καὶ μ᾿ ὅσα ἀκόμα οὔτε ἁλαφρὰ δὲ σκίζουνε τὰ χείλη,
κι ἀστράφτουν μόνο στῶν ματιῶν βαθιὰ τὴ σιγαλιά,
ὡσὰν τ᾿ ἀντιφεγγίσματα ποὺ ἁπλώνονται τὸ δείλι
στὴν πελαγίσιαν ἐρημιά...

 

Lacrimae rerum

Ἄμοιρη! τὸ σπιτάκι μας ἐστοίχιωσεν
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου τὴν θλιμμένη·
στοὺς τοίχους, στὸν καθρέφτη, στὰ εἰκονίσματα,
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σὰ μόσκου μυρωδιά, κι ἁπλώνεται
καὶ τὸ φτωχὸ σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σὰ φάντασμα, θολὸ κι ἀνέγγιχτο,
κι ὅπου περνᾷ σιγὰ τὸ κάθε ἀγγίζει.
Ὄξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τὴ στέγη μας· καὶ τότε ἀντάμα
τὰ πράματα ποὺ ἁγιάσανε τὰ χέρια σου
ἀρχίζουν ἕνα κλάμα... καὶ ἕνα κλάμα...
Κι ἀπ᾿ τὴ γωνιὰ ὁ καλὸς τῆς Λήθης σύντροφος,
τ᾿ ἀγαπημένο μας παλιὸ ρολόι,
τραγουδιστὴς τοῦ χρόνου, κι αὐτὸς κλαίοντας
ρυθμίζει ἀργά, φριχτά, τὸ μοιρολόι...

 

Ἀπόψε

Aπόψε, ἡ γῆ σου εἶν᾿ ὄμορφη -Θέ μου- ὅλη πέρα ὡς πέρα:
τὸ λόφο ρείκια κόκκινα τὸν ἔχουνε στολίσει,
σὰ νά ῾ναι μιὰ παραμονὴ γλυκιᾶς γιορτῆς, κι ἡ μέρα
σὰν ἀγαθὸ χαμόγελο κι ἐκείνη ἀργεῖ νὰ σβήσει.

Δεξιά, ζερβὰ στὴ μοναξιὰ τοῦ δρόμου οἱ λεῦκες μένουν
ἀκίνητες στὸ λίγο φῶς, δὲ σειέται ἕνα κλαδί τους,
δὲν τρέμει οὔτ᾿ ἕνα φύλλο τους· ὅπου κι ἂν δεῖς σωπαίνουν
καὶ σὰ μιὰ δέηση βουβή, θαρρεῖς, εἶν᾿ ἡ σιωπή τους.

Κάτω στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ γέρνει βυθισμένο
μέσα στοῦ ὀνείρου τὴ σκιά, μὲς στὴ θολὴ γαλήνη,
τὸ μακρινό, τὸ βραδινὸ χωριὸ τ᾿ ἀγαπημένο
σὰν ἄυλος τόπος γιὰ ψυχὲς πού ῾ν᾿ ἅγιες ἔχει γίνει.

Κι ἀπάνω ἐκεῖ δυὸ σύννεφα, λὲς κι εἶν᾿ ἀσπροντυμένοι
ἀγγέλοι, ποὺ μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερά τους σταματῆσαν
κι ηὗραν τὴ γῆ τόσ᾿ ὄμορφη καὶ τόσο εὐτυχισμένη,
ποὺ ἐμεῖναν καὶ τὸν οὐρανὸ γι᾿ ἀπόψ᾿ ἐλησμονῆσαν...

 

Εἶδα

Εἶδα μία χώρα ξωτικιὰ στ᾿ ἀνήσυχο ὄνειρό μου:
πόσ᾿ ὄμορφη δὲ θὰ τὸ πεῖ ποτὲ καμιὰ ψυχή.
Τὸ νοῦ μου πῆρε κι ἄφησα τὸ φτωχικὸ χωριό μου
κι ἔκανα τάμα μόνο ἐκεῖ ν᾿ ἀράξω· μόνο ἐκεῖ.

Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια
τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ,
εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια,
μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.

Διαβάτες μ᾿ ἀνταμώσανε καλοὶ καὶ μοῦ ῾παν: Μεῖνε
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα μας· καιρὸς ν᾿ ἀράξεις πιά.
εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα σας, διαβάτες, μὰ δὲν εἶναι
ἐκείνη ποὺ ὀνειρεύτηκα καὶ μὲ τραβάει μακριά.

Ἔτσ᾿ εἶναι. Σῦρτε, κι ἄστε μὲ νὰ σιγοταξιδεύω
καὶ νὰ περνάω μονάχος μου καὶ κάμπους καὶ βουνά,
ἴσως τὴ βρῶ· μ᾿ ἂν δὲν τὴ βρῶ τὴ χώρα ποὺ γυρεύω
μὴ μοῦ ζητᾶτε, ἀδέρφια μου, ν᾿ ἀράξω πουθενά...

 

Ἡ Θαμπωμένη Χώρα

Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.

Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.

Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.

Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·

Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.

 

Χειμωνιάτικα Δέντρα

Τὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τὰ πεῦκα ἀργοσαλεύουν,
σὰ ρασοφόροι στὸ βουνὸ ποὺ μάχονται ν᾿ ἀνέβουν,
κι ὁ θλιβερός τους ὁ ψαλμὸς στ᾿ ἄδεια βογγάει λαγκάδια
σὰ μουσικὸς ἀντίλαλος ἀπὸ βαθιὰ πηγάδια.

Μαζί τους κάτι ὁλόγυμνα κλαριὰ δὲν ἀποσταίνουν
τρελλὰ μιὰ χειμωνιάτικη καμπάνα νὰ σημαίνουν,
ὅπου τὰ γέρνει ὁ ἄνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
ἀπ᾿ τὸ βουβό τους σήμαντρο ποτὲ νὰ βγαίνει ὁ ἦχος.

Καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ νεροῦ, ποὺ σὰν τὴν καταχνιά,
κάποτε -τ᾿ ἀνοιξιάτικο τὸ λέει τὸ παραμύθι-
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας ἐστρῶναν τὰ κλωνιὰ
τίποτε τώρα στὰ θολὰ δὲν ἀπομένει βύθη.

Σὲ ραγισμένους γύρω αὐλοὺς οἱ καλαμιὲς φυσοῦνε
τὰ νυφικὰ μαλλάκια τους μαδοῦν μαδοῦν οἱ ἰτιές,
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας σβημένο νοσταλγοῦνε
καὶ κλαῖν τὶς ἀνοιξιάτικες ἐφήμερες σκιές,

Ὤ! κι ὅλο σκύβουν στὰ νεκρὰ νερὰ τὰ βουρκωμένα,
ὤ! κι ὅλο σειοῦνται κι ἔχουνε μὲς στὸν πικρὸ βοριᾶ
τὰ ἴδια τὰ κινήματα, τ᾿ ἀργὰ κι ἀπελπισμένα,
πού ῾χομε μὲς στὴ λύπη μας κι ἐμεῖς τὴν πιὸ βαριά.

 

Φωνὲς τῆς θάλασσας

Πιὲ στοῦ γιαλοῦ τὴ σκοτεινὴ ταβέρνα τὸ κρασί σου,
σὲ μι᾿ ἄκρη, τώρα π᾿ ἀρχίσαν ξανὰ τὰ πρωτοβρόχια,
πιέ το μὲ ναῦτες καὶ σκυφτοὺς ψαράδες ἀντικρύ σου,
μ᾿ ἀνθρώπους ποὺ βασάνισε κι ἡ θάλασσα κι ἡ φτώχεια.

Πιέ το ἡ ψυχή σου ἀξέννοιαστη τόσο πολὺ νὰ γίνει,
ποὺ ἂν ἔρθ᾿ ἡ Μοῖρα σου ἡ κακιὰ νὰ τῆς χαμογελάσεις,
καημοὶ καινούργιοι ἂν ἔρθουνε μαζί σου ἂς πιοῦν κι ἐκεῖνοι,
κι ἂν ἔρθει ὁ Χάρος, ἥσυχα κι αὐτὸν νὰ τὸν κεράσεις.

 

Τὰ ἐρημοκκλήσια

Εἶναι στὰ ἐρημοκκλήσια ποὺ γκρεμίζονται
θλιμμένες Παναγίες, χλωμὲς εἰκόνες,
καὶ μοναχὰ ἀγαπᾶνε τὰ ἀγριολούλουδα -
κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ἀνεμῶνες.

Σὰ θυμιατήρια ἀγροτικὰ κ᾿ ἐφήμερα,
σκόρπια ἢ δεμένα σ᾿ ἄτεχνο στεφάνι,
τὴν ἄνθινή τους τὴν ψυχὴ σκορπίζουνε
ψυχομαχώντας σ᾿ ἄυλο λιβάνι...

Ἄχ, ὅποιος πάει ἐκεῖ μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα,
στὸ πρῶτον ἄγγιγμά του ἀνοίγει ἡ πόρτα,
ποὺ ὁλόγυρα οἱ φωλιὲς τὴν ἐπλουμίσανε,
τῆς λησμονιᾶς τὴν κέντησαν τὰ χόρτα.

Ἀνοίγει ἡ πόρτα ἔτσι ὅπου συνήθισε
νὰ τὴν ἀνοίγῃ μόνον ὁ ἀγέρας -
σάμπως νὰ τὴν ἀνοίγῃ ἡ Παναγιὰ
μὲ τὴν ἀνησυχία γλυκειᾶς μητέρας,

χαροκαμμένης γριᾶς, ποὺ τὴ λησμόνησαν
στὸ ἔρμο φτωχικό της καὶ προσμένει
κάποιους νἀρθοῦνε πέρ᾿ ἀπὸ μία θάλασσα
αἰώνια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη...

 

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.

Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.

 

Ἐπίγραμμα

Ἐδῶ στὴν ἔρημη πηγὴ
ποῦ ἴσκιος ἐπλανήθη
μιᾶς ὀμορφιᾶς ἀνέγγιχτης,
στὰ κρουσταλένια βύθη,

γιὰ τὶς νυφοῦλες τοῦ νεροῦ
καὶ στῆς ἰτιᾶς τὸν κλῶνο
στεφάνι ἀγριολούλουδα
κρεμῶ κι ἀφιερώνω.

Παρακαλῶ τὶς καλαμιὲς
μὲ τοὺς αὐλοὺς θλιμένα
νὰ κελαδοῦν τ᾿ ἀμίλητα
λογάκια τὰ σβησμένα.

Καὶ τὴ πηγὴ στὸ κοίλωμα
τοῦ βράχου, κεῖ στὴν ἄκρια
νὰ χύνει σὰ σὲ λήκυθο
τὰ μουσικά της δάκρυα.

 

Πεῦκα

Νά ῾ταν τὰ πεῦκα τῆς πλαγιᾶς, νὰ μοῦ ῾διναν
ἀπ᾿ τὰ κλαδιά τους τ᾿ ἄμετρα μία στοῖβα,
νά ῾φτιανα σὲ μίαν ἄκρη δίπλα τους
τὴ φτωχική μου κι ἔρημη καλύβα.

Νά ῾ταν τὸ καλοκαίρι νὰ μοῦ δίνανε
τὰ φύλλα νὰ πλαγιάσω τὰ ξερά τους,
μαζί τους νὰ τὸ λέω τὸ τραγούδι τους,
μαζί τους τ᾿ αὐγινὸ τὸ σφύριγμά τους.

Κι ὕστερα τίποτ᾿ ἄλλο. Κι ὅταν θά ῾σβηνε
ἔτσι ἡ ζωή μου ἀπὸ χαρὰ γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι νὰ μοῦ δίνανε,
νὰ γίνουν τὸ στερνό μου τὸ κρεββάτι...

 

Ἡ ἐλιά

Οὔτ᾿ ἕνα φύλλο! Πέσανε καὶ σκόρπισαν. Σπασμένα
Κλωνάρια ὀλόγυρά μου-
Καὶ μέσα στὰ συντρίμμια αὐτὰ -γειά σου, χαρά σου ἐσὲν-
Ἀκόμ᾿ ἀνθεῖς ἐλιά μου.

Ἄ! πῶς ὁ ἀγέρας ὁ τρελλὸς ἀπάνου τους χυμάει
Και πῶς χτυπιοῦνται! Μόνο
Μονάχα, ἐσύ, παράμερα τοῦ Κηφισσοῦ τὸ πλάϊ,
Γιορτάζεις μέσ᾿ στὸν πόνο.

Ἄς τα, κι ἂς κλαῖν στὴν παγωνιὰ τὴν ἄγρια, κι ἂς βογγοῦνε
Στῆς μπόρας τὴ μαυρίλα,
Ἐγὼ κοντά σου στέκομαι ν᾿ ἀκούσω νὰ μοῦ ποῦνε
Τ᾿ ἀμάραντά σου φύλλα,

Ν᾿ ἀκούσω νὰ μοῦ ποῦν σιγὰ τὰ πρόσχαρά τους χείλη,
Πῶς εἶναι μέσ᾿ στὰ χιόνια,
Εἶναι ψυχὲς μέσ᾿ τὸν βοριᾶ, κι ὅμως τὸ φῶς τοῦ Ἀπρίλη
Γύρω τους φέγγει αἰώνια...