|
Ἔλα Ξανθή *
Ἔλα ξανθὴ ἀγάπη μου, ἡ αρνάδα σου σὲ κράζει
πέρα στὴν ἀκροποταμιά, στὰ πράσινα λειβάδια,
τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, ποὺ πιάνει νὰ βραδιάζει
τώρα π᾿ ἀρχίσαν στὶς βοσκὲς νὰ βγαίνουν τὰ κοπάδια.
Νὰ δεῖς τ᾿ ἀρνάκι ποὺ πηδᾷ τριγύρω στὴ βρυσούλα,
καὶ πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.
Θυμήσου μία φορὰ κι ἐμεῖς σὰν εἴμαστε παιδάκια
πῶς παίζαμε τρελὰ-τρελὰ μὲς στ᾿ ἄγρια λουλούδια,
θυμήσου πῶς σοῦ στόλιζα τ᾿ ὁλόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σοῦ ῾λεγα καὶ μοῦ ῾λεγες τραγούδια.
Τὰ χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σὰν μ᾿ ἀντικρύζεις
τὰ γαλανὰ τὰ μάτια σου ἀλλοῦθε τὰ γυρίζεις.
* Εἶναι τὸ πρῶτο δημοσιευμένο
ποίημά του στὸ περιοδικὸ «ΕΒΔΟΜΑΣ», τὸ 1884, σ᾿ ἡλικία 16
ἐτῶν. Ὁ Δ. Καμπούρογλου ποὺ διηύθυνε τότε, ἔγραψε ἀργότερα,
σχετικά: «Ἕνα πρωῒ τοῦ 1884, εἰσῆλθεν εἰς τὸ γραφεῖον μου,
ἓν ὠχρὸν κι ὑπόξανθον παιδί, κρατώντας ἕνα χαρτί. Μοῦ εἶπε
δέ, μὲ συστολὴν καὶ μὲ τὸ τότε παρθενικὸν ἐρύθημα, ὅτι πρόκειται
περὶ ποιήματός του, διὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ ὁποίου μὲ παρεκάλεσε....
Τὸ διάβασα. Ἦτο ἁπλοῦν, τρυφερὸν καὶ μὲ ποιητικὴν ἰδίως
σκέψιν. -῾Θὰ τὸ δημοσιεύσω᾿
τοῦ εἶπα κι ἔφυγεν καταχαρούμενος.
Κατόπιν ἄρχισε κάθε τόσον νὰ μὲ
ἐπισκέπτεται, ἕως ὅτου τὸν ἀγάπησεν ὅλος ὁ κύκλος τῆς ῾ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ᾿,
φίλοι, δημιουργοὶ καὶ δημιουργούμενοι».
|
|
Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ
Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.
|
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα...
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;
Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.
|
Δὲ γυρεύω ξένο
Δὲ γυρεύω ξένο, δὲ ρωτάω κρυφό,
δὲ γυρεύω χάρη.
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
Καὶ δὲν ἦταν οὔτε ξωτικιὰ
καὶ δὲν ἦταν χέρια
κι ἦταν ἕνα βράδυ πού ῾παιζαν θολὰ
στὸ γιαλὸ τ᾿ ἀστέρια.
Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ᾿ ἕνας βοριὰς
κι ἦρθ᾿ ἕνα σκοτάδι,
-ὢ ἀδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρὸ
ποὺ θρηνοῦμ᾿ ὁμάδι.
Μὲς στὸ κῦμα ἀνοίγει δρόμο μυστικὸ
δείχνει τὸ φεγγάρι...
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχή,
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
|
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη
κι ἔρθουν τὰ πουλιὰ
καὶ γυρίσουν τ᾿ ἄνθη,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.Κι ὅταν ἔρθῃ πάλι
καὶ τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ μαϊστράλι,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.
Μὰ ὅταν τὸ φθινόπωρο
ξαναφτάσῃ ὑγρὸ
καὶ συννεφιασμένο,
θἄρθω νὰ σὲ βρῶ
δὲ θὰ περιμένω.
|
Πέρασες καὶ εἶχες στὰ
μαλλιά
Πέρασες καὶ εἶχες στὰ μαλλιὰ
ῥόδα καὶ φῶς καὶ εἶχες στὸ χέρι
κρῖνα λευκὰ καὶ στάχια ἀπ᾿ τὸν ἀγρό·
καὶ σὲ εἶδα καὶ εἶπα κι ἔφτασε
τὸ καλοκαίρι.
Μὰ ἦρθες καὶ σκόρπισες τὰ στάχια στὸ νερό,
τὰ ρόδα στὸν ἀέρα
καὶ μὲ ἕνα κρίνο στάθηκες, ὠχρή,
σὰ φθινοπώρου μέρα.
(Βραδινοὶ θρύλοι)
|
Καὶ θαμπὸ ἦρθε τὸ βράδυ
Καὶ θαμπὸ ἦρθε τὸ βράδυ
καὶ θλιμμένο καὶ ἀχνό-
Σοῦ εἶναι ὁ πόνος μου χάδι
κι ἂς θαρρῇς δὲν πονῶ.
Καὶ τὸ θρύλο σου λέει
σιγαλὰ τοῦ βραδιοῦ,
καὶ τὸ λέει καὶ κλαίει
σὰν ἀχὸς τραγουδιοῦ,
σὰν καμπάνα ποὺ σπάζει
μὲ ἀργὸ θρῆνο σιγό
καὶ στὸ δρόμο μὲ κράζει,
καὶ σὲ κράζω κι ἐγώ.
|
Κισσὲ ποὺ ἀπάνω σέρνεσαι
Κισσὲ ποὺ ἀπάνω σέρνεσαι στὸ σπίτι καὶ τὸ ζώνεις
μὲ τ᾿ ἄνανθα, τὰ σκοτεινὰ κι ἀνεύωδα κλαδιὰ
κι ὁλόγυρα στὴ θύρα του πένθιμο θόλο ἁπλώνεις,
σὰ νἄχῃ στὸ κατώφλι της καθίσει ἡ ὠχρὴ βραδιά.
Κι οὔτε πουλὶ δὲν ἔρχεται, μήτε τοῦ ἡλιοῦ τὸ χάδι,
καὶ μήτε ἕνα ψιθύρισμα δὲ σοῦ ξυπνᾶ ἡ πνοή·
ἄχαρα πάντα ἀπάνω σου περνοῦν αὐγὴ καὶ βράδυ,
λὲς ἴδια ζοῦμε θλιβερὴ κι ἐσὺ κι ἐγὼ ζωή.
Καὶ τώρα, τὸ φθινόπωρο πού, δές, ἔχει μαδήσει
τὴ λεύκα καὶ τὸ ἁγιόκλημα, ποὺ φαίδρυνε κι ἐσέ,
πλάι σου τὸ Μάη σὰν ἄνθιζε, ἀμάδητα ἔχει ἀφήσει
σὲ μόνο καὶ τὴ θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ.
Καὶ πεταλούδα, σκοτεινὴ ὡσὰν ἐσὲ κι ἐκείνη,
σὰ μίαν ἀκτίνα ἀπὸ κρυφὴ ν᾿ ἀποζητᾶ ὀμορφιά,
στ᾿ ἄχαρα φύλλα σου πετᾶ κι ἐκεῖ τὴ θλίψη πίνει
ποὺ τῆς σταλάζει ἀπ᾿ τὴν ὑγρὴ καὶ στείρα συννεφιά.
Καὶ μοῦ εἶναι ὡσὰν ἀπάνω μου τοὺς κλώνους νἄχῃς ρίξει,
ὅπως μία μέρα θ᾿ ἁπλωθῆς σὲ ἀξύπνητη σιγή,
ὅταν στὰ μάτια τὰ κλειστὰ λευκὸ μπροστὰ θ᾿ ἀνοίξη
τὸ φῶς της ἡ ἀσυννέφιαστη ποὺ θὰ χαράξη αὐγή.
|
Λιγνὲς σαλεύει, ὁλάργυρες
Λιγνὲς σαλεύει, ὁλάργυρες φωτίζει τὶς σημύδες
μέσα στὸ δάσος ὡς περνᾶ δροσόπνοη ἡ αὐγή,
μὲ τὰ σφεντάμια ἑφτάχρωμες παίζουν τοῦ ἥλιου οἱ ἀχτίδες,
λούζονται ξανθοπράσινα τὰ φράξα στὴν πηγή.
Κοτσίφια γύρω στὰ κλαδιὰ καὶ κίχλες τραγουδοῦνε,
πρὸς τὸν ἀέρα καὶ στὸ φῶς σκορποῦν σκοπὸ φαιδρό·
καὶ τὰ ἐλάτια ὁλόγυρα τὴ θλίψη τους ξεχνοῦνε,
θαρρεῖς, μπροστὰ στὸ ὁλόφωτο τῆς λίμνης τὸ νερό.
Αὐγή, εἶσαι σὺ ποὺ μέσα μου σὲ νιώθω ὅλη χυμένη,
στὸ στῆθος μου ὡς νὰ βλάστησαν τὰ φύτρα σου χλωρά,
ἢ ἐσεῖς, ποὺ κάθε μου χαρὰ σὲ σᾶς ἔχω κλεισμένη,
ὡραῖα μάτια, μοῦ σκορπᾶτε ἐδῶ τόση χαρά;
Ὢ ἂν εἶστε σεῖς, γελᾶτε μου, γελᾶτε μου· ὁ αὐλός μου,
τὴ δροσερή σας τὴ χαρὰ μὲς στὴν αὐγὴ λαλεῖ·
κι ἀνίσως ἔκοψες γι᾿ αὐτὸν τ᾿ ἀγριόροδα ἐδῶ μπρός μου
σκύψε κοντὰ καὶ στόλισ᾿ τὸν γύρω μ᾿ αὐτά, καλή.
|
Ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
O la triste histoire!
VERLAINE
Ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
ποιὸ οἱ νυχτερίδες νὰ γυρεύουν
κρυφὸ μὲς στάλιωτα μαγνάδια;
Μία πάχνη τἄπνιξε τὰ ῥόδα,
τἄγρια τὰ ῥόδα στὰ λαγγάδια,
ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
Εἶναι γιὰ ῥόδων εὐωδίες
πάλε ἡ ψυχή σου ἀρρωστημένη;
-ὢ τὶς θλιμμένες ἱστορίες
ποὺ λὲν τἀηδόνια στὰ σκοτάδια-
μία πάχνη τἄπνιξε τὰ ῥόδα,
τἄγρια τὰ ρόδα στὰ λαγγάδια.
|
Ὢ τὸ βαθύ μας τὸ κρυφό
Ὢ τὸ βαθύ μας τὸ κρυφὸ
ποὺ τὄμαθαν τἀηδόνια
κι ἀκοῦς, τὸ τραγουδοῦν
ὁλονυχτὶς στὰ κλώνια.
Μία θλιβερὴ παρηγοριὰ
σταλάζουνε τἀστέρια
ποὺ τρέμουν στὴ θολὴ νυχτιὰ
σὰν ἀχνοκέρια.
Στὰ φύλλα ἕνα παράπονο
περνάει τὸ ἀγέρι·
ὢ τὰ θλιμμένα πνέματα
ποὺ κλαῖν στὰ ἔρμα μέρη!
Γιατί μὲ ζώνουν τρέμουλα
τἀχνά σου χέρια;
ὢ ἡ θλιβερὴ παρηγοριὰ
ποὺ τάζουνε τἀστέρια,
ὢ τὸ βαθύ μας μυστικὸ
ποὺ τὄμαθαν τἀηδόνια
κι ἀκοῦς, τὸ τραγουδοῦν
ὁλονυχτὶς στὰ κλώνια!
|