Kahlil Gibran (1883-1931) - Ποιήματα


Ποιητής, φιλόσοφος καὶ καλλιτέχνης, γεννήθηκε στὸ Λίβανο, μιὰ γῆ ποὺ γέννησε πολλοὺς προφῆτες. Τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀραβόφωνων λαῶν, ποὺ γνωρίζουν τὰ κείμενά του, τὸν θεωροῦν διάνοια τῆς ἐποχῆς του. Ἡ φήμη του καὶ ἡ ἐπίδρασή του, ὅμως, ἁπλώθηκαν πέρα ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Ἡ ποίησή του μεταφράστηκε σὲ περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι γλῶσσες. Τὰ σχέδια καὶ οἱ πίνακές του ἐκτέθηκαν σὲ πολλὲς πρωτεύουσες τοῦ κόσμου. Ὁ Αὔγουστος Ροντέν, ὁ δάσκαλός του, τὰ συνέκρινε μὲ ἐκεῖνα τοῦ Γουίλιαμ Μπλέικ. Ἐγκαταστάθηκε στὶς ΗΠΑ, ὅπου τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια τῆς ζωῆς του ἄρχισε νὰ γράφει στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα. Στὴν ποίησή του, ἡ φλόγα τῆς νιότης, συνδυασμένη μὲ τὴ σοφία τῆς ὡριμότητας, διαπερνᾷ τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ ὁραματίζεται ἕνα νέο κόσμο ὀμορφιᾶς καὶ δικαιοσύνης. Ὁ Προφήτης (τὸ πιὸ γνωστό του ἔργο) καὶ τὰ ἄλλα ἔργα του, ποὺ ἐκδόθηκαν μαζὶ μὲ τὰ μυστικιστικά του σχέδια, ἀγαπήθηκαν ἀπὸ ἀναρίθμητους ἀναγνῶστες, ποὺ βρίσκουν μέσα τοὺς μιὰ ἔκφραση τῶν βαθύτερων συλλήψεων τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ του.

Ἔργα: «Τὰ σπασμένα φτερά», «Σκέψεις καὶ διαλογισμοί», «Ὁ προφήτης», «Ἄμμος καὶ ἀφρός», «Ὁ κῆπος τοῦ προφήτη», «Τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς, Δάκρυ καὶ χαμόγελο»,Οἱ νύμφες τῆς κοιλάδας», «Ὁ θάνατος τοῦ προφήτη», «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Λίβανο», «Ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», «Ἡ φύση τῆς καρδιᾶς», «Ἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ τὴν αὐγή», «Πεζὰ ποιήματα», «Ἡ πομπή», «Οἱ γήινοι θεοί», «Ἡ σοφία τοῦ Τζιμπράν», «Ὁ τρελός», «Ὁ πρόδρομος», «Ἡ φωνὴ τοῦ δασκάλου», «Ἡ λιτανεία», «Ὁ περιπλανώμενος», «Καθρέφτες τῆς ψυχῆς», «Ἀνυπόταχτες ψυχές».


Kahlil Gibran - «...γιὰ τὸν πόνο...»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Προφήτης»)

Καὶ μία γυναῖκα ζήτησε. Γιὰ τὸν πόνο μίλησέ μας.

Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε. Ὁ πόνος σᾶς σπάζει τὸ κέλυφος ποὺ περιβάλλει τὴν κατανόηση σάς. Ὅπως πρέπει νὰ σπάσει τὸ κουκούτσι τοῦ καρποῦ, ὥστε νὰ δεῖ ὁ πυρήνας του τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι ὀφείλετε νὰ μάθετε τὸν πόνο. Κι ἂν τὸ μπορούσατε στὴν καρδιὰ σὰς τὸ θαυμασμὸ γιὰ τῆς ζωῆς σὰς τὰ καθημερινὰ τὰ θαύματα νὰ κρατούσατε, δὲ θὰ φαινόταν λιγότερος θαυμαστὸς ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ὁ πόνος; Καὶ δὲ θὰ δεχόσαστε τοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀλλαγῆς μὲς στὴν καρδιά σας, ἔτσι ὅπως δεχόσαστε τὶς ἀλλαγὲς τοῦ χρόνου στὰ χωράφια σας. Καὶ θὰ παρατηρούσατε τὴ γαλήνη μέσα ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες τῆς θλίψης σας.

Μεγάλο μέρος ἀπ᾿ τὸν πόνο σας εἶναι δική σας ἐκλογή.

Εἶναι ἕνα φάρμακο πικρὸ ποὺ ὁ μέσα σας γιατρὸς δίνει, τὸν ἄρρωστο ἑαυτὸ νὰ θεραπεύσει. Ἐμπιστευτεῖτε τὸ θεραπευτή, τὸ φάρμακο τοῦ πιεῖτε σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα. Γιατί τὸ χέρι του, σκληρὸ κι ἀβάσταχτο ἂν εἶναι, ἔχει ὁδηγὸ τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ἀόρατου. Κι ἡ κούπα ποὺ προσφέρει, παρόλο ποὺ τὰ χείλη καίει, φτιαγμένη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πηλὸ ποὺ ὁ Ἀγγειοπλάστης ὕγρανε μὲ τὰ δικά Του ἱερὰ δάκρυα.


Kahlil Gibran - «Ὁ πόλεμος καὶ τὰ μικρὰ ἔθνη»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Πρόδρομος»)

Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.

Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».

Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.


Kahlil Gibran - «Τὰ τρία μυρμήγκια»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Τρελός»)

Τρία μυρμήγκια ἀντάμωσαν πάνω στὴ μύτη ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν ξαπλωμένος καὶ κοιμόταν στὸν ἥλιο. Χαιρετήθηκαν, σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς τους, καὶ στάθηκαν ἐκεῖ κι ἄρχισαν τὴν κουβέντα.

Τὸ πρῶτο μυρμήγκι εἶπε: «Αὐτοὶ οἱ λόφοι κι αὐτὲς οἱ πεδιάδες εἶναι οἱ πιὸ ἄγονες ποὺ ἔχω γνωρίσει. Ψάχνω ὁλημερὶς γιὰ κανένα σποράκι, ἀλλὰ δὲ βρίσκω τίποτε». Τὸ δεύτερο μυρμήγκι εἶπε: «Οὔτε ἐγὼ βρῆκα τίποτε, μολονότι ἔψαξα κάθε γωνιὰ καὶ ξέφωτο. Αὐτὴ εἶναι θαρρῶ ἡ χώρα ἐκείνη ποὺ ὁ λαός μου τὴν ὀνομάζει μαλακιὰ καὶ κινούμενη γῆ, ὅπου τίποτα δὲ φυτρώνει». Τὸ τρίτο μυρμήγκι σήκωσε τότε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Φίλοι μου, αὐτὴ τὴ στιγμὴ στεκόμαστε πάνω στὴ μύτη τοῦ Ὑπέρτατου Μυρμηγκιοῦ, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ ἄπειρου Μυρμηγκιοῦ. Τὸ σῶμα του εἶναι τόσο μεγάλο ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε. Ἡ σκιά του εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀνιχνεύσουμε. Ἡ φωνή του εἶναι τόσο δυνατή, ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Καὶ εἶναι ὁ Πανταχοῦ παρών».

Ὅταν τὸ τρίτο μυρμήγκι εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ ἄνθρωπος γύρισε στὸν ὕπνο του, σήκωσε τὸ χέρι του, κι ἔξυσε τὴ μύτη του. Τὰ τρία μυρμήγκια ἔγιναν λιῶμα.