|
Ἡ σημαία
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη,
ὦ Σημαία γαλανή!»
|
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
|
Τὸ κρυφὸ σχολειό
Ἀπ᾿ ἔξω μαυροφόρ᾿ ἀπελπισιά,
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι,
καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά,
στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ,
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει,
καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.
Ἐκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ
τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα,
βραχνὰ ὁ παπάς, ὁ δάσκαλος ἐκεῖ
θεριεύει τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα
μὲ λόγια μαγικά,
ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγροικὰ
τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς της, ἐκεῖ βλέπει
τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τῆς πρέπει.
Κι ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ψηλά,
ποῦ ἐβούβανε τὰ στόματα τῶν πλάνων,
καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καὶ κυλᾶ
στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων,
κι ἀπὸ τὴ σιγαλιά,
ποῦ δένει στὸ λαιμὸ πνιγμοῦ θηλιά,
κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τ᾿ ἄφθαρτα βιβλία,
ποῦ δείχνουν τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα,
ἕνας ψαλμὸς ἀκούγεται βαθὺς
σὰ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου,
κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθεὶς
προφητικὰ τὰ λόγια του δασκάλου
μὲ μία φωνὴ βαριά.
«Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη! Ἡ λευτεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει».
|
Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τῆς Μάννας
Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.
Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.
Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.
Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.
|
Τὰ ζῶα
Ποτὲ δὲ θὰ πειράξω
τὰ ζῶα τὰ καημένα,
μὴν τάχα σὰν ἐμένα
κι ἐκεῖνα δὲν πονοῦν;
Θὰ τὰ χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτὲ δὲ θὰ τ᾿ ἀφήνω
στοὺς δρόμους νὰ πεινοῦν.
Ἀκόμα κι ὅταν βλέπω
πὼς τὰ παιδεύουν ἄλλοι,
ἐγὼ θὰ τρέχω πάλι
μὲ θάρρος σταθερό,
θὰ προσπαθῶ μὲ χάδια
τὸν πόνο τους νὰ γιάνω
κι ὅ,τι μπορῶ θὰ κάνω
νὰ τὰ παρηγορῶ.
|
Ὁ ψαρᾶς
Βγαίν’ ἡ βαρκούλα τοῦ ψαρᾶ
ἀπὸ τὸ περιγιάλι
κι ἁπλώνει ὁ ναύτης μὲ χαρὰ
τὰ δίχτυα του καὶ πάλι.
Τὸ φεγγαράκι τὸ γιαλὸ
τὸν κάνει σὰν καθρέφτη
καὶ κάθε ψάρι παχουλὸ
μέσα στὰ δίχτυα πέφτει.
Τράβα τὸ δίχτυ σου, ψαρά,
κι ἀγάλια νὰ μὴ σπάσῃ·
θαρρῶ, πὼς τούτη τὴ φορὰ
χιλιάδες ἔχει πιάσει.
Πολὺ κουράστηκες, ψαρά,
τὰ ψάρια εἶν’ δικά σου
καὶ πούλα τα στὴν ἀγορὰ
νὰ θρέψῃς τὰ παιδιά σου.
|
Τὸ ἀλέτρι
Ζευγαρωμένα, ταιριαστὰ
τὰ βόδια στὸ ζυγὸ
μέσ’ στὰ βαθιὰ τὰ μάτια τους
τὴ συλλογή τους κρύβουν
καὶ στὸ χωράφι τ’ ἄσκαφτο
σέρνουν μὲ βῆμ’ ἀργό,
σέρνουν τὸ ἀλέτρι πίσω τους
καὶ κάπου- κάπου σκύβουν.
Τὸ ὑνὶ χαράζει ἀκούραστα
τ’ αὐλάκι τὸ βαθύ,
ξεσκάβοντας, τινάζοντας
τὴν πέτρα, τὸ κοτρώνι,
κι ὁ ζευγολάτης ἄφωνος
τ’ ἀλέτρι ἀκολουθεῖ
καὶ μὲ βουκέντρα σουβλερὴ
τὰ βόδια του κεντρώνει.
Κι ὀργώνει, ὀργώνει ὁλημερὶς
τ’ ἀλέτρι τὸ βαρὺ
καὶ πάει ἐμπρὸς καὶ πάει ἐμπρὸς
καὶ πίσω πάλι στρέφει,
γιὰ νἄρθῃ ὁ σπόρος ὕστερα,
νὰ πέσῃ καὶ νὰ βρῇ
βαθιὰ σκαμμένο κι ἁπαλὸ
τὸ χῶμα, ποὺ μᾶς τρέφει.
Καὶ θὰ φυτρώσῃ καὶ θὰ βγῇ
τὸ φύτρο τὸ χλωρό,
καὶ πράσινο τὸ στάχυ του
τὸν ἥλιο θ’ ἀντικρίσῃ,
καὶ θὰ μεστώσῃ, θὰ ψηθῇ
μὲ τὸν καλὸ καιρὸ
καὶ θὲ νὰ πάῃ στὸ μυλωνᾶ
κι ἀλεύρι θὰ γυρίσῃ.
Εὐλογημένο τρεῖς φορὲς
τ’ ἀλέτρι τὸ βαρύ!
Εὐλογημένα τρεῖς φορὲς
τὰ βόδια, ὁ ζευγολάτης,
κι εὐλογημένη τρεῖς φορὲς
ἡ γῆ ποὺ καρπερὴ
μὲ δίχως βαρυγκόμηση
μᾶς δίνει τὰ καλά της!
|
Νερωμένο κρασί
(μεταγενέστερος τίτλος: Παραδειγματικόν,
συλλογή: Τὸ παλιὸ βιολί)
Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τὄχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά.
Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.
Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.
«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό,
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ;
Δὲν ἦρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι,
ἦρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ:
«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;»
|
Χαμένα χρόνια
Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν, νά᾿ ρχονταν πίσω
τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα πρὶν σ᾿ ἀγαπήσω!
Χρόνια ἀμνημόνευτα σὰ νά ῾ταν ξένα
τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα χωρὶς ἐσένα.
Ποτάμι ποὺ ἔτρεξε μὲς σὲ λιθάρια
καὶ δὲν ἐπότισε μηδὲ χορτάρια,
κι᾿ ἡ γῆ τὸ ρούφηξε στ᾿ ἄφωτα βάθη
κι᾿ ὡς καὶ τ᾿ ἀχνάρι του γιὰ πάντα ἐχάθη.
Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν νὰ διπλοζήσω,
ἀγάπη ἀδιάκοπη νὰ σοῦ χαρίσω,
καὶ νά ῾σαι ἡ πρώτη μου, ἐσὺ ἡ στερνή μου,
ἀπὸ τὴ γέννα μου κι᾿ ὣς τὴ θανή μου.
Μισὴ σοῦ χάρισα ζωὴ μονάχα.
Ζωὲς ἀμέτρητες ἤθελα νά ῾χα,
ἔτσι ὅπως πρέπει σου νὰ σ᾿ ἀγαπήσω.
Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν τὰ χρόνια πίσω!
|
Γιατί ἀγρυπνῶ
Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.
Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.
Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.
Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.
|
Ἐξομολόγηση
Παπᾶ, μιὰ κόρη ἀγάπησα
καὶ μ᾿ ἀγαποῦσε σὰν τρελή·
μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα,
πῆρα τὸ πρῶτο της φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;
-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.
-Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε
στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλή,
κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε
ὄχι μονάχα μὲ φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;
-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.
-Μιὰ μέρα τὴν παράτησα
τὴν ὄμορφην ἁμαρτωλὴ
καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα
μήτ᾿ ἀγκαλιὰ μήτε φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;
-Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ,
καταραμένος νἆσαι.
|
Τὸ παλιὸ βιολί
Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.
Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.
Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.
Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.
Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.
Τί κι ἂν τρώει τὰ σπλάγχνα μου τὸ σαράκι; τί
κι ἂν βαδίζω ἀγύριστα χρόνο μὲ τὸν χρόνο;
Πιὸ γλυκιὰ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
γίνεται ἡ ἀγάπη μου, ὅσο ἐγὼ παλιώνω.
|
Ἡ παιδούλα
Ἔλαμπ᾿ ἡ δροσούλα ἀνάλαφρη
στῆς αὐγῆς τὸν ἥλιο ἀγνάντια
καὶ τὸν κῆπο ἐμυριοστόλιζε
μὲ τρεμάμενα διαμάντια.
Κι᾿ ὅλ᾿ οἱ ἀνθοί, σὰν νὰ τοὺς χάιδευε
λὲς ἀθώρητο ἕνα χέρι,
καμαρῶναν κι᾿ ἀργοσάλευαν
κ᾿ ἐψιθύριζαν στ᾿ ἀγέρι:
-Ποῦ πηγαίνει ἡ κόρη ἡ πρόσχαρη
μὲ τὴ νύχτα στὰ μαλλιά της,
μὲ τ᾿ ἀστέρια στὰ ματάκια της,
μὲ τὰ᾿ ἀηδόνια στὴ λαλιά της,
μὲ τὰ χείλη της, ποὺ ἡ μέλισσα
τὰ θωρεῖ κρυφὰ καὶ θέλει
ναὕρῃ ἐκεῖ - ὢ ρόδα ἀπάρθενα!-
Τὸ γλυκύτερό της μέλι;
Κ᾿ ἐλαφρὰ κι᾿ ἀχνὰ ἀνασαίνοντας
ἀποκρίθηκε τ᾿ ἀγέρι:
- Τούτ᾿ ἡ κόρη ἡ γλυκοθόρητη
ποὺ στὴ γῆ δὲν ἔχει ταίρι
πάει μὲ γέλια, πάει μ᾿ ὀνείρατα,
πάει μὲ πόθους, πάει τρεχάτη
ἀπ᾿ τὴν στράτα τὴν ἀνθόσπαρτη
στῆς χαρᾶς τ᾿ ὡραῖο παλάτι.
Ἡ δροσούλα στάζει ἀνάλαφρη
καὶ θολή, θολὴ δὲν λάμπει.
λὲς μὲ δάκρυα στολίζονται
ὅλοι οἱ κῆποι κι᾿ ὅλοι οἱ κάμποι...
Κι᾿ ὅλ᾿ οἱ ἀνθοί, σὰν νὰ προσπέρασε
ἄγριο κι᾿ ἄπονο ἕνα χέρι,
γέρνουν τὴ θλιμμένην ὄψι των
κ᾿ ἐρωτοῦν δειλὰ τ᾿ ἀγέρι:
- Ποῦ πηγαίν᾿ ἡ κόρη σήμερα
μὲ κλεισμένα τὰ ματάκια της,
μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα,
μὲ τὰ χείλη ἀχνὰ κι᾿ ἀμίλητα
ποὺ τριγύρω των κι᾿ ἀπάνω
τὸ χαμόγελο ἐκρυστάλλωσε
κρύο κι᾿ ἄχαρο καὶ πλάνο;
Καὶ πικρά, βαρειὰ ἀνασαίνοντας
ἀποκρίθηκε τ᾿ ἀγέρι:
-Τούτ᾿ ἡ κόρη ἡ πολυπόθητη,
ποὺ στὴ γῆ δὲν εἶχε ταίρι,
πάει νυφούλα ἀνθοστεφάνωτη,
πάει μὲ τὸ στερνὸ κρεββάτι
ἀπ᾿ τὴ στράτα τὴν ἀγύριστη
μέσ᾿ τοῦ Χάρου τὸ παλάτι.
|
Σκλαβιά
Βλέπω στ᾿ ἀντικρινό μου παραθύρι
ὅσες φορὲς τὸ μάτι μου στραφεῖ
μιὰ γλάστρα στὸ πλατύ του ἀκουμπιστήρι
κι ἕνα κλουβὶ ψηλὰ στὴν κορυφή.
Στὴ γλάστρα ἀνθοβολοῦν χιονάτοι κρίνοι
κι ἀργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτὰ
καὶ στὸ κλουβὶ κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεῖ κι ἀνήσυχο πετᾷ.
Βλέπω τὸ καναρίνι καὶ τοὺς κρίνους
κι ἄθελα νιώθω λύπη στὴν καρδιά.
Παίρνω τὰ κελαδήματα γιὰ θρήνους,
παίρνω γιὰ στεναγμοὺς τὴν εὐωδιά.
Φαντάζομαι στοὺς κήπους τ᾿ ἄνθη τ᾿ ἄλλα
ἐλεύθερα ν᾿ ἀνθίζουν, νὰ μαδοῦν,
τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὰ δένδρα τὰ μεγάλα
ἀσκλάβωτα, τρελὰ νὰ κελαδοῦν.
Φαντάζομαι καὶ θλίβομαι κι ἀκόμα
νοιώθω, πῶς εἶν᾿ ἀπάνθρωπη σκλαβιὰ
γιὰ τ᾿ ἄνθη οἱ γλάστρες μὲ τὸ λίγο χῶμα,
γιὰ τὰ πουλιὰ τὰ ὁλόκλειστα κλουβιά.
|
Μὴν κλαῖς
Μὴν κλαῖς, μὴ λὲς πῶς τίποτα δὲ σοῦ ῾μειν᾿ ἐδῶ πέρα.
Σοῦ μένει, ἀπάνω στὰ βουνά, τὸ πέρασμα τῆς μπόρας,
σοῦ μένει ἡ χαραυγὴ μακριὰ στὸ πέλαγο κι ἡ μέρα
κάτω στὸν κάμπο κι οἱ ἐλιὲς καὶ τὸ βουητὸ τῆς χώρας.
Σοῦ μένει ἀκόμα τὸ φτωχό, τ᾿ ἀπάνεμο ἀκρογιάλι,
πού, σὰ βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τὰ βράχια, οἱ μῶλοι,
τὰ σπίτια, ὁ γέρος ὁ ψαρὰς ποὺ λάμνει ἀγάλι-ἀγάλι.
Μὴν κλαῖς! Σοῦ μένει ἐκεῖ -γιὰ ἰδές!- ὅλ᾿ ἡ ζωή μας. Ὅλη.
Σοῦ μένει ἐκεῖ μὲ τὴ βουβὴ κι ἀθῴα της γαλήνη,
μὲ τὴ γλυκοχαμόγελη, τὴν ξένοιαστη ὀμορφιά της,
μὲ τὴ σκιά της, τὴ σκιὰ ποὺ ἀρχίζει νὰ τὴ σβήνῃ
σιγὰ-σιγὰ τὸ σούρουπο καὶ τῆς νυχτιᾶς ὁ μπάτης...
(Σκιές)
|
Καρυάτιδες
Μπροστὰ στὶς Καρυάτιδες, τὶς μαρμαρένιες κόρες,
σταθήκαμε θαυμάζοντας κι οἱ δυό μας ὧρες κι ὦρες.
Ἀκίνητα τὰ μάτια σου ἔδειχναν κάποια λύπη
γιὰ κείνη ποὺ μᾶς ἔκλεψαν κι ἀπὸ τὶς ἄλλες λείπει,
στὴ ξενιτιά, στὴν σκοτεινιά, στὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Μὰ ἐγὼ τὶς ἔβρισκα σωστές, ὅλες σωστὲς ἐμπρός μου
κι ἔλεγα πὼς θὰ γύρισε κι ἐκείνη ἀπὸ τὰ ξένα
γιατὶ μετροῦσα, ἀγάπη μου, μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ σένα.
|
Ἡ λεῦκα
Τὴ θυμᾶσαι τὴ λεῦκα μας; Παιγνιδιάρα στὴν αὔρα
φιλικὰ μᾶς προστάτευεν ἀπ᾿ τοῦ ἥλιου τὴ λαύρα,
καὶ μὲ χάρη σαλεύοντας τὴ ψηλὴ κορυφή της
ἐψιθύριζε πρόσχαρη τὴ χαρὰ τὴν κρυφή της
καὶ σκορποῦσε τὸ γέλιο της στοὺς φραγμοὺς καὶ στ᾿ ἀμπέλια.
Γιατὶ τότ᾿ ἀποκρίνονταν στὰ δικά σου τὰ γέλια.
Χθὲς ἐπέρασα μόνος μου -τί δὲ κάνουν τὰ χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ἐρημιά, καταφρόνια!
Κι ἡ θεόρατη λεῦκα μας, ποὺ τὸν πόνο μου ξέρει,
μὲ μιὰ θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ ἀγέρι
καὶ σκορπᾷ τὸ παράπονο μὲς στοῦ ἥλιου τὸ κάμα...
Γιατὶ τώρ᾿ ἀποκρίνεται στὸ δικό μου τὸ κλάμα.
|
Μὲ τὸ τραγούδι...
Μὲ τὸ τραγούδι ὁρμοῦν, λογχίζουν, στρώνουνε
κορμιὰ βαρβάρων οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι.
Ἕνα τραγούδι εἶν᾿ ἡ ζωή τους σήμερα
κι ἡ νίκη τους ἕνα τραγούδι θ᾿ ἀπομείνει.
Μὲ τὸ τραγούδι ὁρμοῦν, λογχίζουν, πέφτουνε
κορμιὰ μαρτύρων, οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι.
Ἕνα τραγούδι εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ὁ θάνατος
κι ἡ μνήμη των ἕνα τραγούδι θ᾿ ἀπομείνει.
|
Ὁ Τυφλὸς πρὸ τοῦ Σταυροῦ
Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζὶ μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἶναι δουλειὰ δική τους!
-Θὰ πάω νὰ δῶ… Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ μέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς μπροστά μου
καὶ μ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,
στὴν ὄψη Του εἶδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ μάτια κι ἡ ματιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό μου μάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἶδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἂς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοῦ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.
Πῶς; Σὺ ποὺ μοὔδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοὔδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
|
Ψυχοσάββατο
Χτυπάει του ψυχοσάββατου βαριὰ-βαριὰ ἡ καμπάνα,
καὶ νυσταγμένος ὁ παπᾶς τὸν ὄρθρο του ἀρχινᾶ.
Στὸ φτωχικό της κείτεται ἄρρωστη χήρα ἡ μάνα,
καὶ μὲ παράπονο ξυπνοῦν τα δυό της ὀρφανά.
Σ’ ἕνα τραπέζι ξύλινο χωρὶς κανένα ξάρτι,
ξηρὸ ἕνα πιάτο κόλλυβα στὴ μέση καρτερεῖ.
Δίπλα τοῦ ἀντρός της τὄνομα σ᾿ ἕνα συγχωροχάρτι,
καὶ πάρα πέρα ἕνα μικρὸ πεντάρικο κερί.
-Σύρτε παιδιὰ τὰ κόλλυβα στὴν ἐκκλησιὰ τρεχᾶτοι,
νἄβρῃ ἡ ψυχὴ τοῦ δύστυχου πατέρα σας δροσιά.
-Μάνα, πεινᾶμε, δῶσε μας πρῶτα νὰ φᾶμε κάτι
κι’ ὕστερα πᾶμε τρέχοντας κι’ οἱ δυὸ στὴν ἐκκλησιά.
-Ἀπ’ τὸ καρβέλι τὸ στερνὸ τρεῖς φέτες ἔχουν μείνει,
φᾶτε τις δυὸ κι’ ἀφήσατε σὲ μὲ τὴν πιὸ μικρή,
κι ἂν δὲν χορτάσετε μ’ αὐτὲς φᾶτε παιδιὰ καὶ κείνη,
τί εἶναι στεγνὰ τὰ χείλη μου κι’ ἡ γλῶσσα μου πικρή.
Τρῶνε τις δυό, τρῶνε τὶς τρεῖς,
μ’ ἀχόρταγο τὸ στόμα,
καὶ δὲν ἀφήνουν ψίχουλο νὰ πέσει χάμω ἐκεῖ.
-Μάνα ἤτανε λίγο τὸ ψωμί, μάνα πεινᾶμε ἀκόμα,
μάνα πῶς θέλεις νἄβγουμε στὸ δρόμο νηστικοί;
Θωρεῖ ἡ φτωχὴ τὰ κόλλυβα κι ἄθελα ψιθυρίζει:
Βουβάσου πόνε μέσα μου καὶ θλίψη περισσή!
-Ἔδωσα ἐγὼ τὴ φέτα μου κι ἡ πεῖνα μὲ θερίζει
δῶσε πατέρα δύστυχε τὰ κόλλυβά σου ἐσύ.
Κι ἁπλώνοντας τρεμουλιαστὸ στεγνὸ κι ἄσαρκο χέρι
παίρνει κι ἀνάβει τὸ κερὶ μὲ θλίψη στὴν καρδιά
μοιράζει καὶ τὰ κόλλυβα σὲ δυὸ μονάχα μέρη
καὶ λέει ἀναστενάζοντας: χορτάσατε παιδιά...
|