Ὀϊμέναν, Ἀρετοῦσα μου, τόσους καιροὺς καὶ χρόνους
σ᾿ ἀγαποῦ πλιὰ ἀποὺ τὴ ζωὴ κ᾿ ἔζιου ὀγιὰ σένα εἰς πόνους,
κ᾿ ἐδὰ ἂν ἐγὼ ἤμουν ἀφορμὴ κι ἀπόθανες, ψυχή μου,
γδίκια σοῦ τάσσει ὁ πόθος μου κ᾿ ἡ χέρα ἡ ἐδική μου.Ὦ οὐρανοί, γιὰ
ποιὰν αἰτιὰ σ᾿ ἕνα κορμὶν ἡ φύση
τόσες περίσσες ὀμορφιὲς νὰ θέλει νὰ χαρίσει
καὶ μία ψυχὴ ἔτσι θεϊκὴ κ᾿ ἔτσι χαριτωμένη,
ἀποὺ δὲν εἶχε ταίρι πλιὸ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη;
Ὤ, γιάντα τόσες ἀρετὲς κ᾿ ὕψιστα τόσα κάλλη,
ποὺ δὲν ἀξώθηκε ποτὲ γυναίκα πλιὸ νά ῾χει ἄλλη,
κ᾿ εἰς τὸν ἀθὸ τσὴ νιότης τση, μὲ τὴ ζωὴ νὰ λειώσου,
νὰ σβήσου, νὰ ψυγούσινε κι ἄδικα νὰ τελειώσου;
Ζωή μου, ὀϊμέ, ὄχι πλιὸ ζωή, μ᾿ ἀσκιά, καπνὸς καὶ σκόνη,
τοῦ Χάρο εἰκόνα ἀληθινὴ ποὺ τσὶ ζωὲς τελειώνει,
οἱ πόνοι ἂς πάψου μετὰ σὲ κ᾿ οἱ πρίκες μου οἱ περίσσες,
τοῦ πόθου τ᾿ ἀστραπόβροντα κ᾿ οἱ ἄδικές του κρίσες.
Μελλούμενο σκληρότατο, γιάντ᾿ ἀποφασισμένα
μ᾿ ἔχεις, ὁ ἴδιος, σκοτωτὴς νά ῾μαι τοῦ ἴδιου ἐμένα;
Σ᾿ τόσους πολέμους ἤλαχα κ᾿ εἰς μάχες τόσες ἤμου,
καὶ χέρι ἀλλοῦ δὲν ἄφηκες νὰ βλάψει τὸ κορμί μου,
γιὰ νὰ μπορέσει ἀψήφιστα τὴ σημερνὴν ἡμέρα,
τέλος νὰ δώσει τσῆ ζωῆς ἡ ἐδική μου χέρα;
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἔκδοση Ροδολίνος,
τραγωδία Ἰωάννη Ἀνδρέα Τρωίλου (17ου αἰῶνα),
πρόλ.: Στυλιανὸς Ἀλεξίου, ἐπιμ.: Μάρθα Ἀποσκίτη,
Ἐκδόσεις Στιγμὴ 1987
|