Ἰουλίττα Ἡλιοπούλου

Ὁ ἦχος τοῦ βλέμματος

Ὁ σάκκος μὲ τὰ αἰνίγματα ἄδειασε μὰ βαραίνει, ἀκόμη.

Ὅσο πιὸ γρήγορα κι ἂν τρέχουμε πάντα θὰ φτάνει ὁρατὸ σὲ μᾶς τὸ παρελθὸν τῶν πραγμάτων. Μέσα στὶς διαφορετικὲς πυκνότητες τοῦ κενοῦ τὸ φῶς ταξιδεύει, μετράει τὸν χρόνο, μᾶς βάζει ν᾿ ἀνταλλάσσουμε ἀκαριαῖες εἰκόνες τῆς ἱστορίας μας.

Μιὰ ἀτελεύτητη διαδοχὴ ἀποσπασμένων εἰδώλων ποὺ ἐμφανίζουν τὶς ὄψεις τους σταματημένες λές - γιὰ μιὰν ἀπειροελάχιστη στιγμή - στὴν ἔκφραση ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ ἄγνωστος περιβάλλων τους ἦχος.

Ἕνα μυστικὸ παιγνίδι συλλαβῶν φέρνει κοντὰ μακρινὲς αἰσθήσεις. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα ἀλλότροπα λουλούδια χαίρονται νὰ κόβουν σὲ περίτεχνα κομμάτια τὸν αἰθέρα καὶ ἀπὸ τὸν σὰν ἐξωτικὸ -bhā, τά: φατός, φαμὶ (φαμί) ἀλλὰ καὶ τά: φαίνεσθαι, φαίνω ὑψώνουν τοὺς κλώνους τους.

Ἕνας ἄλλος τρόπος νὰ προφέρεις τὸ φῶς ἡ φωνή: Νὰ ἐμφανίζεις ἀπὸ κύματα ἀνέμου ἀόρατου, ποὺ μόνον παλμογράφοι μποροῦν νὰ συλλάβουν, τὶς μικροσκοπικὲς κινήσεις τῶν χορδῶν, τὶς λεπτότατες διαθέσεις τῶν αἰσθημάτων, τὸν κάθε φορὰ ἀλλιώτικο τόνο μιᾶς σὰν ἀνεξερεύνητης περιοχῆς τῆς ψυχῆς;

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ φωτὸς γράφει· πολλὲς νοητὲς γραμμές, φωτεινὲς συναντήσεις στὴν ἀχαλίνωτη κίνηση τῶν χρωμάτων μιᾶς σκέψης, μιᾶς λέξης στὴν πλατιὰ ἐπιφάνεια. Ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς γίνεται ὁ χρώς, τὸ δέρμα τῆς εἰκόνας. Μιὰ περιχαρακωμένη στ᾿ ἀσπρόμαυρα ὅρια τῆς πραγματικότητάς μᾶς κοιτᾶ μὲ τὸν ἀνάκουστο ἦχο τοῦ βλέμματός της.

Δὲν σωπαίνει τέτοια σιωπή.

Ἕνας λανθάνων ἦχος ὑποκυμαίνεται μέσα καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἡσυχία, ὅπως μέσα στοὺς χαμογελαστοὺς ἥλιους τῶν παιδιῶν δὲν ξεχνᾶ ἀνὰ πέντε λεπτὰ νὰ πάλλεται αὐτὸς ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει, τεράστιος· πίσω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο χαρτὶ τῆς νύχτας.

Ἕνας πλάνητας ἦχος ποὺ θὰ τὸν ἐμφανίσει κάποτε σὰν ἀπὸ μιὰν «ἠχοπαθῆ» ταινία τὸ φῶς, ἀρμόζοντας τὰ πολλὰ δεδομένα τῶν ἀποχρώσεων καὶ τοῦ ὕψους τῶν φθόγγων. Ἕνας ἦχος καὶ μὲ τὴν μελωδία καὶ μὲ τὴν τονικότητά του σὰν ἕνα εἶδος γραφικῆς μουσικῆς θὰ ἀνοίξει τὰ κρυφὰ χαρτιὰ τῆς εἰκόνας: Ἕνας ἦχος...

Ὁ ἦχος τοῦ βλέμματος· ἡ χαμένη παιδικὴ φωνή· ἡ ἀπόλυτη τρυφερότητα.