Χρονομηχανή
Ἀνύπαρκτα αἰσθήματα ἑνὸς παγωμένου Δεκέμβρη στὴν καταχνιὰ
τοῦ δρόμου βαδίζοντας, ἀνταμώνω, ὀμιχλώδη φαντάσματα χαμὸ-
γελαστά, γνέφουν στὴν ὕπαρξη μία καλημέρα, ζεστὰ λαμπυρίζουν
τὰ πρόσωπα σὰν στὶς βιτρίνες λαμπάκια.
Μύηση στὸν κόσμο τῶν αἰσθημάτων ἡ μουσική,
τοὺς ἀνθρώπους θέλει νὰ δέσει κάτω ἀπ᾿ τὴν ὀμπρέλα τῆς εἰρήνης.
Θαῦμα τὸ φλάουτο ἀγωνίες καὶ ἠρεμίες ρυθμίζει σὰν ἐξοχότης βασιλέως.
Ἂν ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἄκουγέ μουσικὴ μυητικὴ στὰ αἰσθήματα
δὲν θά ῾χαμε ποτὲ πολέμους.
Δὲν εἶναι ξεφάντωμα μόνο τ᾿ ἀκούσματα,
εἶναι ἐπίσης, ὁδηγὸς ἱκανὸς στῆς ψυχῆς μας τὸν κόσμο.
Κι ἔτσι κλείνω αὐτή μου τὴ νύχτα
μ᾿ ἕνα ἄκουσμα πιάνο σονάτα
νούμερο τάδε.
-2-
Πανδέκτης ἡ θέα μπροστά μου
ἐτοῦτα τ᾿ ἀθῶα τὰ δέντρα μὲ τὶς πολύχρωμες φυλλωσιὲς
ὀνειρεμένα εὐτυχισμένες στιγμὲς φέρνουν στὸ νοῦ,
ἢ στιγμὲς ποὺ χάθηκαν σ᾿ ἐρημιές, ἢ στιγμὲς ποὺ δὲν
βιώθηκαν ποτέ. Κι ὅμως τόσο γεμάτες.
Παλμοὺς ποὺ χάνω, ἄφταστους, στῆς ζέης τὸν ρόγχο.
Ἐπαίτης στὴν ἀγάπη ἢ ὀφειλέτης, ρωτῶ ἐσένα, ποὺ ὑπηρέτησες
πιστὰ τοὺς ὅρκους τῆς πίστης. Οἱ ἀνθρῶποι δὲν κατέχουν
στὴν παραφροσύνη τοὺς μέσα τὴ δική μου δὲν ἀγγίζουν.
Ἔχει ἡ μοναξιὰ στὴν ταραχή της μία γλύκα, ἴσως ὅμως, νὰ
εἶναι κι ἴδια μία γλυκιὰ ταραχή, ὅταν ἀντάμα τὸ φάντασμα
τῆς μορφῆς σου μὲ τὰ μάτια χαϊδεύω.
-3-
Μουσικὴ ποίηση, ὄμβριος ὑδάτινος πλοῦτος
τὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς σου, στὴν ξερὴ γῆ μου
τοὺς διψασμένους βλαστοὺς ἀναπάντεχα πότισε
λίγες στιγμὲς τ᾿ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς σου στὸ
καπνισμένο τοπίο τὰ κουρασμένα μου πνεμόνια.
Ζωηφόρο ξεδίψασμα ζωογόνο, τὴν ὀμορφιὰ τούτη
θέλω πάλι νὰ ζήσω ἐλπίδα παγιδευμένου ἐλαφιοῦ
ἀπὸ τὴν πυκνή του δάσους βλάστηση.
Τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς σου θαῦμα ἀνεξήγητα
ἀνερμήνευτο. Σὰν τὴν λευκὴ ἡμερότητά του
χιονιοῦ ὅταν τὴν πλάση μὲ ἁγνότητα ντύνει.
Ζωοδότα σὰν τὴν χαρὰ τῶν παιδιῶν ποὺ
στὸ θάμα τῆς φύσης τὸ ξεφάντωμα ζοῦνε.
Ἐδῶ ὅμως κλείνω τὸ λόγο
στὸν ἐμπνεύσεων τὸν τόπο
λίγες στιγμὲς
νὰ ζήσω τὸ θάμα,
πρὶν γίνω ἄλλος βορριᾶς,
καὶ σὲ χάσω ψυχή μου,
καὶ δίχως ἐσένα
στὰ σκοτάδια χαθῶ.
|