Γεώργιος Πολίδης - Ποιήματα

Γεννήθηκε τὸ 1967, ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Γερμανία.
Διατηρεῖ τὸ ἱστολόγιον «Στὰ ἴχνη τῆς Ποίησης»,
«Ἀκολουθώντας τὶς τρεῖς ἀδερφές, τὴν Ποίηση, τὴν Φιλοσοφία καὶ τὴν Θεολογία».


Στὰ ἴχνη τῆς ποίησης

Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν

ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
καὶ δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
ὅλο νὰ ξεφαντώσει τὸ σκάσιμο ζωῆς.

Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
γαλάζιο κρατήρα θεραπεύεις στοὺς ἐπισκέπτες τῆς στοργῆς
σὰ μωράκια τοὺς δέχεσαι σὰν ἀρχόντους τοὺς φιλεύεις
τὸ νέκταρ σου πιὸ χαρὰ ἀπ᾿ τοὺς φιλέορτους
πιὸ θλίψη ἀπ᾿ τὶς ὀδύνες
κι οὐρανεύεις ἡδονὲς ἀκόμη κι ὅταν στοὺς μακρυνοὺς πόλους
μαῦρα σύννεφα ξεψυχᾶνε τὸν τελευταῖο θάνατο
ζωὴ στὶς περπατημένες ὁράσεις τυφλῶν ξαναγεννημένων.

Κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
μὲ χέρια ἱερὰ σ᾿ ἀχειροποίητη παστάδα νὰ προσφέρεις
τὴν ἔντιμη αἰώνια πρώτη σου στιγμὴ στὸ ἀντάμωμα
μὲ τῆς ψυχῆς σου ταιριαστὸ καλλιεργητὴ ποὺ ἐρωτευμένος
καίγεται νὰ σοῦ φορέσει ἀνθοστέφανο πλεγμένο
ἀπὸ εἰκοσιτέσσερα βοτάνια ποὺ τὴν ὕπαρξη ὑμνοῦν
καὶ μὲ τὸ λάδι τους πρὶν ξαπλώσετε
στὸ ἐρωτικὸ κρεβάτι τὸ ραντίζει.

Πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
φρέσκα αὐλάκια ποὺ ὁδηγοῦν στοῦ ἔρωτα τ᾿ ἀπέραντα λιβάδια
ἴδια κι ὅλη μέθη ἀνοιξιάτικης πνοῆς ποὺ ἀφοσιώνει τὴ χαρὰ
στὰ χρώματα ἀνθῶν νερῶν πουλιῶν καὶ πεταλούδων
κάτω ἀπ᾿ τὸ βλέμμα ἱεροφάντη ἥλιου ποὺ γνέφει ἔναρξη χοροῦ
σ᾿ ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
στὶς ψηλαφητὲς ἀκοές μας.

Γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα χωρὶς κατηγορία...
χωρὶς κατηγορία ὀξύνοων φιλοσόφων
ποῦ διακρίνουν τὶς ἐποχὲς τῶν οὐρανῶν.
(εὐτυχῶς οἱ ἀφιλοσόφιτοι δὲν σὲ ἀγάπησαν)
Σ᾿ ἀγαπῶ ἐπειδὴ μ᾿ ἐλευθερώνεις
κοντά σου ἄφοβα μπορῶ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς
μοῦ χαρίζεις τὴν ἐλευθερία τῆς εἰλικρίνειας
ἀληθινή! ἐσύ, σὰν τὸν ἔρωτα τῶν παραμυθιῶν
καὶ τὴν ἀγαπημένη ἀφοσίωση τῶν πριγκιπισσῶν.

Ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
μεταμορφωμένο καλλιτέχνη λαξευτὴ
σὲ μιὰ γεύση ἐπανάστασης στὸ μέσο
τοῦ χωρισμένου τῶν παιδικῶν χρόνων ἀγαπημένου τόπου
σὲ κάτοικους τοῦ χωριοῦ τῆς ἄνω καὶ μετὰ τὴν ἄνω ἐποχή,
στὸ μέσο, νὰ ἐπαναστατεῖ τὴν ἄνθιση τῆς ἕνωσης
τραγουδώντας: σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνετε καλοκαίρι...
σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνητε καλοκαίρι!

Κι ὅμως! Βλέπετε! Βλέπετε! Ἕνας σπόρος...
Νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
κι ἀπορεῖτε, ποιὸν ἄραγε ὕμνο ἐμεῖς ξεχάσαμε
ποιὰ γνώση στὰ βαθειά του ποταμοῦ τῆς λήθης χάσαμε!
μήπως κάποιου ζωντανοῦ Θεοῦ τὸ ἅρμα πετάξαμε!
καὶ δὲν βρίσκουμε δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
μέσα του ὅλο νὰ ξεφαντώσουμε τὸ σκάσιμο ζωῆς...

Ζωή! Ζωή! Ζωή!
Ἀργὰ θὰ εἶναι ὅταν σὲ γνωρίσω καὶ μόνο αὐτὸ γνωρίζω!
Κρυμμένη στὰ ἐνδώτερα ἐσὺ
μετὰ τὰ τέλη τῆς ταπεινοσύνης
καὶ στὶς ἀρχὲς τῆς ποίησης!

* * *

Τῆς νιότης Εὐροσύνη

Δὲν γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος ὁλομορφος γιὰ νὰ πενθεῖ τὸ χῶμα
τόσες στιγμὲς σπιθαμὴ ἡ γῆ
καὶ ἡ χαρά του ἁπλωμένες ὡς τὸν οὐρανὸ
πότε μὲ τὸ γαλαζόασπρο πετράδι νὰ μετριοῦνται
πότε μὲ τὶς πορφυρένιες του ἀνταύγιες νὰ καθαρίζουν τὶς θύμισες
ἢ μ᾿ ἕνα δάκρυ του νὰ χαιρετᾶ τὸν ἥλιο πρωινὸ στὴ μνήμη.

Εἴσουνα πανέμορφη Εὐροσύνη τῆς νιότης μου καμάρι
πάντοτε μπροστὰ ἡ ἀγκαλιά σου πιὸ μεγάλη
ἀπὸ τὶς σπιθαμές μου ποὺ μετρούσανε τὸ περιβόλι
ὅταν ἀνέμελα μὲ πένθος κρεμοῦσα σὲ δεντρί του
ἕνα κλωνάρι ψάρι ποὺ ἔχασα στὸ δάκρυ μου τῆς νιότης
κι ἕνα τρυφερένιο βελασμὸ ποὺ ἄστραφτε ἡ ματιά.

Καὶ μετὰ ποὺ νύχτωσε ἦρθε ἡ ἄλλη ἡμέρα
ζωγραφισμένος ἤτανε χειμώνας στὸ χέρι ποιητῶν
πανέμορφων καὶ τὴ χαρὰ διψοῦσαν σὰν τὸ φεγγαρόβολο τὸ γιασεμὶ
στὴ λίμνη γλιστρώντας μὲ ξένη χάρη καὶ γελώντας
πότε στὴ μιὰ πότε στὴν ἄλλη ἄκρη της στὸν ἔμορφο γλυκὸ τοὺς τόπο
μὰ τ᾿ ἄνθη τὰ τσουμάδισε ἡ παγωνιὰ καὶ δὲν τὰ εἶδαν.

Τὰ πιὸ ὄμορφα πρωινὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κράτησαν τὰ μυστικά τους
πάλλευκα σὰν τὸν πόθο στὴ χιονισμένη αὐλὴ τοῦ ὀνείρου
μ᾿ ἀγνάντια δεντροφυτεμένη γλώσσα της τὴν κορυφογραμμὴ
νὰ κρατᾶ στὴ μυστική της ὅραση μιὰ ἀξία ποὺ τῆς ἔχεις δώσει
καὶ νὰ μιλᾶ σὲ μιὰ γλώσσα μόνο γιὰ σένα καὶ γιὰ κείνη φτιαγμένη
τόσο κρυφὴ ὅσο τὸ βλέμμα τὸ δικό σου καὶ κείνης ποτισμένα μ᾿ ἕνα δάκρυ.

Κι ὅταν νύχτωσε ἡ ἄλλη ἡμέρα ἦρθε ὁ νέος χρόνος
πού ῾μοιαζε μόνο μὲ τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι, μυρουδιὲς γεμάτο καὶ χαμόγελα
λυγερόκορμι ἀντάμωνες τῆς νιότης τὸ καμάρι μ᾿ ὅλα τὰ ἄχ! ποὺ ἑνώνονταν
ἐκεῖ ποὺ ἡ ἄνοιξη στόλιζε τὸ φῶς της, στὴ θέλησή σου νὰ τῆς μοιάσεις
νὰ τὴν ντυθεῖς τὴν ἄνοιξη σὰν τὸ νέο φόρεμά σου τὸ μονάκριβο
καὶ ν᾿ ἁπλωθεῖς ἕως ἐκεῖ ποὺ σπέρνω τὸ χῶμα μου νὰ τὸ γλυκάνεις.

* * *

Προσωπικὸ Δόγμα

Μέσ᾿ τοῦ βίου τῶν ἀστοχιῶν τὴ ζάλη
καὶ τὴν μέθη τῶν χαρῶν
στὶς ὁδοὺς τῆς πρώτης Εὔας καὶ τὰ βάρη τοῦ Ἀδὰμ
τόπος βρέθηκε γαλήνης, στὴ θυσία τοῦ Ἀβραάμ.

Ποιὰ ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει
στὴν μακαριότητα τῆς Ἱστορίας; Ποιὸς φωτισμὸς
εἶναι ἱκανὸς νὰ σβήσει καὶ τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι;
Ποιὰ φορεσιὰ θὰ ζεστάνει τὸ πιὸ βαρὺ ψύχος
στὴν καρδιὰ καὶ ποιὰ βήματα στοὺς καύσωνες
τῆς ἐρημιᾶς σὲ ὄαση θὰ μᾶς βγάλουν;

Ὤ! Ἐλευθεροφροσύνη! Ἐσὺ ποὺ πηγάζεις ἀπὸ τὴν
συνέπεια τοῦ Προσωπικοῦ Δόγματος στὴ σύγκλιση
μὲ τὸ Δόγμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου!

Πάροικος ἐγὼ σὲ δουλικὸ ἀένναο παρὸν
τὴν πύλη τῆς Ἐλευθερίας ποὺ Μετάνοια τὴ λένε
δὲν ἐτόλμησα μὲ πεῖσμα νὰ διαβῶ,
παντοτινὰ ἐξόριστος ἀπ᾿ τὴν Πατρίδα πιά,
ποὺ χώρα τῆς Ἀγάπης ὀνομάζουν.

* * *

Οἱ συγνῶμες

Παρέα θέλησα ἀπόψε, τοὺς νυκτερινοὺς ξένους,
ἐπισκέπτες τῆς θύμησης.
Μὰ δὲν ἦταν ντυμένοι τὶς στοργὲς ποὺ χάϊδευαν κάποτε
δυὸ λευκὰ περιστέρια τοῦ ἔρωτα.

Οἱ μυρουδιὲς τῆς χαρᾶς σου τὴν πρώτη μας ἄνοιξη
εἶχαν κάνει τὰ ἄνθη νὰ πάρουν τὸ χρῶμα τοῦ γέλιου σου.
μειλίχια τὸ καλοκαίρι τραγουδοῦσε ὁ ἥλιός μας
ὅταν τὸ φῶς τοῦ τὰ μάτια σου στὴν πλάση ἀστράφτανε.
καὶ σὰν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γδύσει ἡ ζήση τὸ κορμί μου
ἀπ᾿ τὴν πράσινη φορεσιὰ ποὺ τὰ χέρια σου πλέξαν
μ᾿ ἔντυσες μὲ τὰ καθαρά της καρδιᾶς σου κρυφὰ γιορτινά.
οἱ παγεροί του χειμώνα ἀέρηδες ποτὲ δὲν μὲ ἔκαψαν
ἀσπίδα εἶχα τῆς ἀνάσας τὴν ζέση σου καθὼς ψιθύριζαν
μέλι τὰ μάτια σου.

Ἡ ὥρα περνοῦσε μὲ τοὺς ἐπισκέπτες μου γρήγορα
ὅταν δίψασαν τὰ ποτήρια τῆς συγνώμης τοὺς γέμισα
μὲ τὸ καθαρότερο νερὸ τῆς πλάσης
ποῦ σὲ μία κάμαρα τῆς μνήμης ἐφύλαξα.
Τὰ δάκρυα τῆς Μαρίας ἐκείνης ποὺ ἕναν κόσμο
μὲ θριάμβους γέμισε.

Μιλοῦσαν κι ἔλεγαν διάφορα
οἱ ἐπισκέπτες ἀπὸ μακρυὰ
κι ἐγὼ κοιτοῦσα παράφορα
τὰ μνημεῖα μου ποὺ εἶναι πλέον πικρά.

Τὶς νοσταλγίες ποὺ θὰ κάνουν τὰ χρώματ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη
μαστίγιο γι᾿ αὐτὰ ποὺ τράβηξες κοντά μου δύσκολα πάθη.
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου μαέστρος στὸ φέγγος τῶν ἄστρων
ὅταν θὰ μοῦ λένε γιὰ πόνους τῆς ψυχῆς σου τῶν κάστρων.
κι ὅταν γεμίζουν τὰ πόδια μου χρυσοκιτρινοπράσινες
φυλλωσιές, κι ἀρχίζει νὰ βρέχει
ἐκείνη θὰ λέω κλέει, ὁ πόνος
πάλι στὴν καρδιά της θὰ τρέχει.
ὁ χειμώνας θὰ εἶναι γυμνὸς
κι ὁ ἀέρας στὸ ἑξῆς παγερὸς
δίχως ἐσένα μάτια μου
ποὺ δὲ σὲ ζέστανα στὰ χάδια μου.

* * *

Ἕνα μυστικό

Πίσω ἀπὸ τοὺς πυκνοὺς ἴσκιους ἀτμῶν δυὸ
κρεμαστοὶ κῆποι γεμίζουν τὸ φῶς μου μὲ τὴν
δίψα τοῦ ὁδοιπόρου ποὺ κουβαλᾶ τὴν ἄνθιση.
Ἀγκαλιὰ δρόσισε στὸ ἄγγιγμα μία γραμμὴ
κορμοστασιᾶς ὅταν θέλησες νὰ φτάσεις τὸ ζα-
ρκάδι ποὺ στὴν ἀνέμελη χλόη εἶχε βηματισμὸ
μίας παλιᾶς θύμησης ποὺ μύριζε σύντριψη.

Ἑφτασφράγιστο μυστικό μου τὰ κλειδιά σου
φύτεψα σὲ τέσσερις ἐποχὲς καὶ ἔκρυψα σὲ
τρεῖς ἀνέμους. Νὰ μοῦ χαμογελᾶς κι ἐγὼ νὰ
μιλήσω στὸν ἥλιο νὰ κατέβει νὰ μοῦ πλένει μὲ
ζέστη τὰ ξυπόλυτα πόδια μου.

Νὰ μοῦ ψιθυρίζεις τὰ μυστικὰ ποὺ ἀκοῦς στὸ
κελάϊδημα τῶν πουλιῶν ὅταν μ᾿ ἀπορία κοιτοῦν
τὸν χορὸ τῶν ὀνείρων μου καθὼς ψηλαφίζω στὰ
χέρια ζητιάνων τὸ δείλη ποὺ δὲν εἶχαν ποτέ.

Γίνε σπόρος νὰ μουσκέψω τὴ νοσταλγία νὰ χο-
ρτάσω καρπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν παραπονέθηκαν
ποτέ. Ἀπόδημη πρωινὴ ἐξαφάνιση σκονισμένου
ὁρίζοντα θάμπωσέ με μὲ τὸ φῶς ποὺ δὲν γυρίζει
πίσω ποτέ. Δῶσε στοὺς ἤχους μου τὰ χρώματα
ποὺ διψᾶνε, ἀδείασε τοὺς οὐρανούς σου στὸ ραβδὶ
ποὺ κρατῶ τὶς ἐκπλήξεις ν᾿ ἀντέχω καὶ κάντο σημεῖο
τὸ δρόμο μὴ χάσει ὁ πρωτόπλαστος ἔρωτας.

Κι ἂν γίνω ἀπόσταση ἀπὸ δυὸ γραμμὲς μίας
αἰώνιας διάρκειας, θὰ ἔρθω στὸ τριαντάφυλλο
ποῦ μ᾿ αὐτὸ σκουπίζεις τ᾿ ἀνοιξιάτικα δάκρυα
ὅταν τὴ χαρά σου στὴν πλάση δωρίζεις
καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴν μεθᾶς.

* * *

Ἀπουσίες

Μέσα στὶς χρωματιστὲς ἀνταύγειες
τοῦ οὐρανοῦ καθὼς ἡ μέρα τὴ σκυτάλη
παραδίδει στοὺς νυκτερινοὺς πόθους,
ἀναζητῶ διαφυγὴ ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς
τῆς ἀπουσίας σου. Στίφος τὰ χρώματα
ἁρμονικὰ κυλᾶνε μὲ θλίψη θυμίζοντας
τὸ θανατικό της ψυχῆς μου ποὺ ἡ ἀπουσία σου
φέρνει. Χλωμὰ τ᾿ ἀστέρια κι αὐτὰ τὴ λάμψη σου ψάχνουν.
Ὄαση τῶν συμπάντων ἡ γῆ μας, μὰ ἡ ἀνάσταση
τὸ ἄγγιγμα τῶν χειλιῶν σου στὰ χείλη μου.

-2-

Τὸ ἄλγος ἀρχέγονου φόβου ἀνεξίτηλο θύμισε
αὐτὰ ποὺ δὲν ξέρω. Τὶς νίκες σου θέλεις
ἡττώντας ἐμένα. Καὶ οἱ φόβοι; Ἐκείνους
καμιὰ ἐξιλέωση δὲν τοὺς σηκώνει. Νὰ δοκιμάσουμε τί;
Εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποῦ μὲ πόνο ἀρχίζει νὰ χτίσει κάτι ὡραῖο;
Ναυάγιο ποὺ ἡ τύχη ἐλπίζει ν᾿ ἀφήσει κάτι ψηλά.
Δὲν θέλω νὰ χάσω τὸν ἥλιο
μὰ χάνω τὸ φῶς μου.
Χάνω τὴ μορφὴ τὴ δική σου
σὲ κάθε ἀνάσα.

-3-

Πῶς νὰ σὲ ἀγγίξω
ποὺ ἀκόμη δὲν γεννήθηκα! Τὴν μήτρα
τῆς χαρᾶς σου ψάχνω μέσα νὰ μπῶ
τὴ μορφή σου νὰ πάρω
πρὶν μοῦ χαθεῖς καὶ χαθῶ. Ὑποφέρω, τὸ ξέρεις;
Μὴ μοῦ στερεῖς τὸ φῶς σου, πεθαίνω.
Θαλλὸς στὸ δέντρο ὁ θάνατος
καρπίζει μία γλύκα. Καὶ οἱ πεῖνες, ἄχ! αὐτὲς οἱ πεῖνες!
δοκιμαστὴ μὲ κάνουν στὸν ξεψυχημὸ τῆς μέρας,
πότε μὲ δάκρυ ἀναπαυτικὰ γλυκό,
πότε μὲ δάκρυ τῆς ἀπουσίας πικρό.

* * *

Τὸ ὄνειρο τοῦ ποιητῆ

Ἀπόψε ἀντάμωσα τυχαία τὸν χρόνο
διαβάτης, στὸν τελευταῖο δικό μας τὸ δρόμο
ἀντικρύζοντας τὸ δεντρὶ
ποὺ τὰ δικά σου χρόνια θυμίζει,
ἡ ἴδια αὐτή του χρυσοκίτρινη φυλλωσιὰ
μοῦ ῾φερε στὴ μνήμη τὴ δική σου ῾μορφιά
καθώς, ἐγὼ μαζὶ κι ἐσύ, στὸ δειλινὸ τ᾿ ἁπαλὸ
καρτερούσαμε τ᾿ ἀστέρια ψηλὰ στὸν οὐρανό,
τ᾿ ὄνομά σου στὴ λάμψη τους νὰ γράψω
καὶ στοῦ ὀνείρου μου βαθιὰ τὴν ψυχὴ νὰ τὸ κρύψω.

-2-

Ἐὰν κάποτε τὸ χαμόγελό σου
ἔρθει νὰ δροσίσει
τριανταφυλλένια ἀνοιξιάτικη
ὀσμὴ στὸ πέρασμά του
ἀρχὴ
τῶν παγωμένων
τοῦ ὁρίζοντα ὀνείρων.

Μὰ μὴ σταθεῖς
συννεφιασμένα φοβισμένο πρωινὸ καρτερικὸ
δειλὰ-δειλὰ
μὰ ἄνοιξε βοτάνων σου τὰ ἄνθη
σκόρπισε τὴ θέρμη
ὀνείρων μυστικὴ πνοὴ
στοῦ κόσμου ἀπάνω τὶς πληγὲς
καὶ φύγε ἄχλη πόνου, σκοτεινιὰ
ἀπ᾿ τ᾿ ὄμορφο ἐλεύθερο βλαστάρι.

* * *

Ἔρωτας

Δὲν εἶναι ἡ λάμψη τοῦ θαύματος
οὔτε ἡ ἀλλαγὴ ροῆς τοῦ ποταμοῦ τῆς ζωῆς
ποῦ δυὸ ψυχὲς ἑνώνουν σὲ μία λαμπερὴ ὡραιότητα
μὰ εἶναι ὅταν οἱ ψυχὲς αὐτὲς
τ᾿ ἀρχέτυπα ποὺ ἡ φύση μέσα τοὺς φύτεψε
βροῦν ἡ μία στὴν ἄλλη.

Ὤ! τοῦ παραδόξου ἔρωτος θαύματος
ἀρχηγέτες οὐράνιων δυνάμεων ἐρώτων
ποιᾶς δημιουργίας τὰ κάλλη ἐργάζεσται
ποιᾶς πλάσης τὰ ὄμορφα τέλη προσφέρεται!

Εἶναι ὁ ἔρωτας ὑπόθεση θεία
ἀνθρώπων διάβαση μὲ θεία ἐξουσία
ἥλιος τὴ μέρα λαμπρός, τὴ νύχτα φεγγάρι γεμάτο
νομοθετήματα θεία
γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων.

* * *

Τὸ βλέμμα

Τὸ βλέμμα σου
θείων ἐρώτων διάστασις
μὲ σφάζει καὶ μ᾿ ἀνασταίνει ταυτόχρονα
ἕνα θαῦμα θέλω νὰ ζήσω
καὶ νὰ κλείσω τὴ ζωή μου σ᾿ αὐτὸ
δεῖξε μου μονοπάτι νὰ γίνω
ἐσύ.

* * *

Στὸν ἀδερφό

Στὸ βλογημένο στρατί,
σ᾿ ἀντάμωσα στὴν δύσκολη στενή του περασιὰ
τραχὺς ὁ Κάματος τῆς Μοναξιᾶς
μὰ ὁ δρόμος τοῦτος μᾶς ἀνήκει
οἱ πληγὲς δὲν ματώνουν, κι ἂν φέρουν
πελώριου βράχου βάρος πόνου δυνατοῦ
ἀστέρινη φορεσιὰ θὰ γίνουν τ᾿ οὐρανοῦ,
φωτιστικὰ χαμόγελα·
στὶς πιὸ στενές μας περασιὲς
τὸ λείαιμα δὲν θὰ πάψουμε,
νὰ φτάσουμε τὸ Αἰώνιο Ποθητό.

Μάγων Ἀστέρα ἐκόσμησε, πιστὸ οὐρανοδηγὸ
τὸ ταξίδι μας κοπιαστικό· χωρὶς σταματημὸ
ἔρημης αἰωνιότητος διάρκεια ἡ τῶν Δώρων προσφορὰ
ἂς προσφέρουμε μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες κι ἐμεῖς εὐλαβικὰ
τῶν Ἀγγέλων τὸ τραγούδι· τὸ οὐράνιο Ὡσαννά.

* * *

Τὸ κάλεσμα

Τὸ κάλεσμά σου αὐτό, νάμα ζωῆς
ξεδίψασμα σωτήριο
στὴ στέγνα τῶν χειλῶν μου,
Ἄγνωστη Ψυχὴ Ἀγαπημένη
κι πρωινὴ ἡ καταχνιά,
μὲ ἁπαλότητα τὸ πάπλωμά της ἔστρωσε
ὁλοῦθε λὲς καὶ θέλει, μὲ τὴ δροσιά της·
τὸν κόσμο ν᾿ ἀγαπήσει
νὰ τὸν χαιρετίσει, καί·
μίας ἀγκαλιᾶς ξαποστασιᾶ ἀθώα νὰ δωρίσει.

Ξαπολώντας ἅμαξα,
φορτωμένη μὲ κάθε λογῆς φορτίο
δὲν ξεχνᾶ σὲ τοῦτο τὸ ταξίδι,
τὸν χειμωνανθό, ποὺ μόνος του στάθηκε,
δυνατὸς μέσ᾿ ὅλο τ᾿ ἀγιάζι
μὲ τ᾿ ἀσταφτερὸ μαβί του χρῶμα,
τὴν πλάση ὁλάκερη ν᾿ ἀλλάξῃ
καὶ τὸν χιονιᾶ· σὰν ἄλλος πανδαμάτωρ,
ἐλπίδα τὶς νιφάδες του νὰ πλέξει,
κόμπους λευκὰ μεταξένιους
ἀσημένιας ἀπέραντης κλωστῆς
νηφικὸ τῆς Πλάσης πανδαισίας ἐρωτικῆς.

Στὴν ἀθωότητα ἐτούτη ἀκολουθεῖ,
κάρπισμα ἀνεμώνας πολύχρωμης γενιᾶς
Ἀνοιξιάτικα νερὰ ἀναζητῶ
ἡ πανδαισία ἡ ἐρωτικὴ
τὰ χείλη μοῦ ῾χει στεγνώσει
εὔκολα θὲ νὰ τὰ βρῶ·
ἀρκεῖ τὸν ξέχωρο αὐτὸν τὸν στολισμὸ
πιστὰ ν᾿ ἀκολουθήσω
ὥσπου νὰ μὲ φέρει στὴ χούφτα
περιέργειας παιδικῆς
π᾿ ἀνέμελα στάχυ χρυσαφένιου
μεσ᾿ τὸ χέρι τοῦ σταριοῦ,
σὰ θάμα ἀντικρίζει.

* * *

Ἔ καὶ ρω καὶ τας

Νὰ ἦταν στὴν ἀφετηρία ὅταν πέρασες τὴν ἀθώα σχισμὴ μέσ᾿ τὸ πρωτόγνωρο φῶς ἢ εἴσουν
ἡ πρώτη ἀχτίδα ποῦ σημείωσε τὴν γραμμὴ ἐκκίνησης πάνω στὸ χῶμα μου; Λίγο ψηλότερα καὶ κάθετος
τέντωσες τὴν ἀγκαλιά μου κι ἔσχισες τὴν καρδιὰ νὰ χωρέσεις τὸν κόσμο σου μέσα μου, μὰ ἦταν ἡ ἐξορία μου.
Καὶ δανείστηκα λίγο ρυάκι καὶ λίγο δάσος, μιὰ χούφτα γρασίδι καὶ ἕνα ἔντομο ποὺ τὸ ζζζ του
ἦταν ἡ μουσική μου στὴν ἔρημο. Ἐξόριστος μέσα μου κι ἄγνωστος ἔξω μου. Μὰ τὸ τραγούδι σου
πάντα λίγο πιὸ πάνω μέσα στὰ μάτια μου. Δὲν ξέρω τί μὲ γεννάει μὰ εἶσαι ἐκεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Δὲν σὲ προφταίνω καὶ χάνετε ὁ ἔρωτας. Μένουν στὰ χείλη τὰ γράμματα καὶ μιὰ γεύση πικρίας νὰ λέει:
«Ἔ καὶ ρω καὶ τας». «Ἔ καὶ ρω καὶ τας». «Ἔ καὶ ρω καὶ τας».

Καὶ συνέχισε μὲ ἄλλη γεύση νηφάλια μὰ εἴμουν ἐγὼ ἡ συνέχεια. Κι ἡ συνέχεια ἔγινε ὄνειρο,
σὰν μία γυναίκα ποὺ στὴν τρίτη της ἔκτρωση ἔμεινε στείρα. Καὶ εἴμουν ἐγὼ ἡ συνέχεια
μὰ δὲν εἶχα πιὰ γεύση νηφάλια ἀλλὰ γέμισα φόβο ἀπ᾿ τὴ γυναίκα τῆς ἔκτρωσης.

Κι ἄξαφνα ἄστραψε ἡ σωτήρια ἰδέα, νὰ βρῶ μιὰ φλέβα χρυσοῦ πάνω στὸ σῶμα μου.
Πέρασε πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ ἐξάντλησα τὴν τελευταία, κι ἐσὺ ποὺ εἶσαι πάντα
πρὶν ἀπὸ ἐμένα ἐκεῖ, σώπασες καὶ ντύθηκες μ᾿ ἕνα ὀμιχλῶδες σεντόνι.
Ἄκου ὅμως: Θὰ κρατήσουμε κρυφὴ τὴν φλέβα χρυσοῦ ὅταν τὴ βροῦμε γιὰ νὰ μιλήσουμε
πρῶτα οἱ δυό μας στὴ γλώσσα τοῦ πυρετοῦ τῆς σιωπῆς. Ἄκου: Τὴν θέλω ὅλη δική μου, νὰ ταξιδέψω
στὰ τελευταῖα βασίλεια πάνω στὸ σῶμα. Ἄκου κι αὐτό: Θέλω νὰ γλεντήσω τὰ γράμματα
νὰ χορέψω τὴ γλώσσα καὶ κάτω ἀπὸ φεγγάρι ὁλόγιομο νὰ ἐρωτευτῶ τὴν παρθένα Ἀλφαβήτα,
τὴν πανέμορφη τούτη ἀρχόντισσα. Μόνο αὐτὴ ξέρει τὴν τέχνη νὰ ἰσιώνει τοὺς δρόμους ποὺ ὁδηγοῦν
μεσ᾿ τὰ μάτια μου. Κι ὅταν ἀγγίξω τ᾿ ἀθώα μαλλάκια της, θὰ τὴν ἁπλώσω σὲ μιὰ χώρα γνώριμη
πάνω στὸ σῶμα μου. Θὰ πλαγιάσω μαζί της κι ὅταν γίνουν τὰ κορμιὰ ἕνα, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἥλιός μας.
Ἄκου πόση γλυκύτητα ἔχουν οἱ ἦχοι της! Δὲν κάνουν ἕνα ἰδιαίτερο κλίνγκ; Κι ὅμως
τούτη εἶναι ἡ πρώτη ἀρχόντισσα, καὶ τὴ θέλω μόνο δική μου. Ἀφοσιωμένη καὶ παιγχνιδιάρα,
μόνο δική μου. Ἄκου: Μόνο δική μου!

* * *

Γιὰ σένα νὰ εἶμαι

Ὅταν αἰσθάνομαι τὸ κύμα
νὰ δροσίζει τὰ πόδια σου
θέλω νὰ εἶμαι ἐρημικὸ ἀκρογυάλι
θάλασσα
ἐσένα μέσα μου νὰ ἔχω
μόνο

Ἁλμύρα νά ῾μαι
νὰ μὴν χορταίνω τὴ δίψα
τῶν πόθων σου
κοχύλι
σὰν ἀφουγκράζεσαι τοῦ ἔρωτα
ἔλικους ἤχους

Ὁλόκληρος νησὶ γιὰ σένα
τὰ μελτεμάκια
νὰ σὲ ὁδηγοῦν πάντοτε
στῶν διακοπῶν τὴν ἀγκαλιά μου
κι ἐκεῖ ν᾿ ἀγαπίζουμε
τὰ λιμάνια τῶν ταξιδιῶν μας.

* * *

Ἀποστολή

Σὰν μὲ κόπο φένετε πὼς φτάσαμε ν᾿ ἀγγίξουμε τὸν ἐφιάλτη ἑνὸς ἀπραγματοποίητου ὀνείρου,
κλείνοντας μὲ ἐλαφριὰ ἡδονὴ τὰ βλέφαρα στὸν βαθυστόχαστο κατακτητὴ ποὺ τὶς ψυχὲς τῶν
πρωινῶν ἤχων στὰ χείλη μᾶς κούρσευε, ἀφήνοντας πίσω τὰ λάφυρα μίας διατονης πορείας
γεμάτης μὲ τὸ νίκος ὅλων τῶν φόβων.

Βιαστηκᾶ, μὲ λίγη ἀγωνία, θελήσαμε νὰ ἀγνοήσουμε τὴν παρθένα τῶν λέξεων ποὺ μάταια
προσπάθησε μὲ τὸ στεφάνι της νὰ ποτίσει τὰ βήματά μας στὴ μεταμόρφωση μίας νέας σιωπῆς.
Στὴν μεταμόρφωση τοῦ ξημερώματος τρεμόπαιζε ἡ φλόγα τῶν ματιῶν μας μὴ ἀντέχοντας
τὸ αἷμα της, στὴ θέα τῆς αὔρας ποὺ τὸ χειρόγραφο σφράγιζε.

Ὦ πύρινη ἀτάραχη θάλασσα στὶς ἐπιφάνειές σου ἄφησε μὲ γυμνὰ πέλματα νὰ περπατήσω, τὶς
ἀκτές σου νὰ γνωρίσω στὶς μεταμορφωμένες λάμψεις τῆς δικῆς σου σιωπῆς.

Τὴν ἀθωότητα νικήσαμε προσπερνώντας τὴν φοβία μίας παρουσίασης σὲ στάση προσοχῆς
στὴν παρθένα λάμψη τῆς ἔννοιας, ἢ νικηθήκαμε ἀπὸ ἕναν φόβο ἐμπρός σε μία παρθένα ἀλήθεια;
Μὲ ὑλικὰ ποὺ ἁπλόχερα δώρισαν οἱ ἀφανεῖς ἀγνοημένοι ἐκατασκευάσαμε τὶς ἅμαξές μας,
ἀμελώντας τὸ σχέδιο τῆς προσμονῆς τους, καὶ ἡ κούραση νάρκωσε τὶς ὀσφρήσεις μας, σχεδὸν
τὶς νέκρωσε, μὰ δὲν χάθηκαν οἱ ἐποχὲς ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν δώσαμε στὸν ἥλιο τὸν κύκλο του.

Μάρτυρας τῆς γυμνῆς ἄγνοιας, ἀνήμπορος τὴν διπλὴ δυσκολία κτῆμα νὰ κάνω καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ
τοῦ κέντρου της σὰν περιβολάρχης τοὺς πρώτους καρποὺς νὰ προσφέρω στὶς φτωχὲς πληγές μου,
ἀναζητῶ τὴν ἀλισίβα ἁλμύρα νὰ μαλακώσω τὸν ἄρτο ποὺ χθὲς μακρινοὶ ταξιδιῶτες θυσίασαν στὸ
μοναδικὸ δικαίωμα τῆς παντοδυναμίας τους. Στὴ θεραπεία τῆς ἀπαραίτητης φτώχειας ποὺ τὸν
χῶρο ἀρωματίζει τὸ ὑπέρλαμπρο σκορπισμένο στοὺς ἀγροὺς φόρεμα κρίνων.

Μὴν γελιόμαστε, ἐλπίδα εἶναι τὸ ψηλάφισμα τῶν χρωμάτων τοῦ ἀνθοῦ, καθὼς εὐχαριστώντας
τὸν ἥλιο ὑποκλίνει τὸ ὕψος τῆς λάμψης τῶν χρωμάτων του, πίστη εἶναι ἡ φροντίδα νὰ ὁδηγήσουμε
τὸν σπόρο νὰ χαμογελάσει ὁ ἀνθός του σὰν ἀντικρύσει τὸν ἥλιο, καὶ ἀγάπη εἶναι ὁ ἀρωματισμένος
γύρω του τόπος στὸ ἐκπληκτικὸ ἄνοιγμα τῆς νέας στιγμιαίας παρθένας διάρκειας.

* * *

Ἀποστολὴ δεύτερη

ἡ διαδρομὴ της εἶχε ἕνα αἴσιο τέλος

Γιὰ πολλοστὴ φορὰ σύντροφε φτάσαμε τὶς ἐπάλξεις τῶν περιεργειῶν μας στὸ βῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο
τὸν λόγο της ἡ τελευταία τῶν συνειδήσεων ἐκμυστηρευτικὰ ἀπαγγέλει στοὺς ἄγνωστους ἀκόλουθούς μας.
Μὴν δυσανασχετίσεις ἂν σοῦ ζητήσουν τὸ κατάλυμά τους. Δυνητικὴ ἡ εὐθύνη μὰ ὄχι τὰ χρέη μας. Στὴν
εὐγένεια ὅσων τοὺς ἀνῆκαν δὲν ἀνταποδώσαμε τὴν πλήρη ἐπεξήγηση καὶ οἱ δικοί μας νόμοι τοὺς ὅρισαν
ἀκόλουθους. Εἶναι βαρὺ τὸ χρεόγραφο τῆς ἐξάντλησης τοῦ ὑπέρτατου στολισμοῦ τῆς μονογενοῦς ψυχῆς
τῆς ἀνθρωπότητας.

Δέξου τοὺς ψιθύρους μου σύντροφε μὲ τὴν ἴδια τρυφερότητα τῶν πρωτερωτευμένων κάτω ἀπ᾿ τὸν ἔναστρο
οὐρανὸ ὅταν μὲ χάδια τὰ ἄστρα μετρᾶνε καὶ μὲ τὶς λάμψεις τους τὰ ὀνόματά τους χαρίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.
Αὐτὲς τὶς στιγμὲς ἀνάγκη ἔχω μιὰ νέα ξεκούραστη δύναμη ἀπὸ τοὺς φόβους νὰ μὲ περάσει τῆς ἀνυπαρξίας
ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἔρθει στὴν ὕπαρξη, καὶ στὶς ἀφετηρίες ποὺ λείπουν ἀπὸ τὶς συλλογὲς τῶν γεμάτων
κύκλων μου, νὰ ἀναπαύσω τὶς ἀσυγκράτητες πρὸς τὰ τέλη τόλμες μας περνώντας ἀπὸ τὰ σταθερὰ
σημεῖα τῶν ἐμποδισμῶν τῆς ἀπόκλισης.

Ὅμως καλέ μου σύντροφε· μὴν ξεχάσουμε πὼς προστασία δὲν θά ῾χουμε ὅταν οἱ συμβατότητες θὰ μᾶς
ἀναγορεύσουν ἀπόκληρους. Ἡ δική τους πλησμονὴ δὲν ἐπέτρεψε μιὰ πορεία ἀνάδυσης κι οὔτε θέλησαν νὰ
ἔχουν κοντὰ τοὺς τὶς συσπειρώσεις ποὺ μορφώνουν τὴν ἀπαραίτητη ἔνταση, φοβούμενοι στὴν ἰδέα μιᾶς
δειλίας σαθρῆς, τὴν ἀνάλυση ἀναλεκτου ἔργου.

Ἐμεῖς πιστέ μου σύντροφε ἂς μὴν θυσιάσουμε τὴν λαμπερή μας ἔνδεια πρὸς δόξαν τῆς πλησμονῆς ποὺ οἱ
συμβατότητες προσφέρουν, μὰ ἀτάραχοι ἂς συνεχίσουμε μὲ τὰ ἐνδύματα ποὺ ὁ δικός μας ποιητὴς
φόρεσε πάνω μας, στὰ ἴδια ἐκεῖνα ἐδάφη τῆς κληρονομιᾶς ποὺ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους
οἱ συμβατότητες θέλουν.

Κι ἂς ὀνομάσουμε γλυκέ μου σύντροφε τοὺς ἑαυτούς μας οἰκιοθελῶς, οἱ λαμπροὶ ρακοφόροι ἀπόκληροι,
τῆς κληρονομιᾶς ποὺ οἱ συμβατότητες χαίρουν.

* * *

Ἀποστολὴ τρίτη

Ὑπῆρχε μία συμφωνία ἀκαθόριστων γεγονότων
πίσω ἀπὸ τὸ μοναχικὸ παράθυρο

Στὴν μετεμψύχωση τῆς ἀπόλυτης μετουσίας ἀναζητήσαμε τὸ μέλλον, κι ἂς ἐμάκρυνε αὐτὸ στὸ ξημέρωμα
τῆς νέας ἡμέρας ποὺ τὸ φῶς τῆς ἦταν μιὰ διάχυτη ἀνάγκη γιὰ τὴν διαδοχὴ πολλῶν μετενσαρκώσεων στὸν
διάκοσμο τῆς μίας ψυχῆς. Ἡ προσφορὰ ἀνεκτίμητη ὁδηγούμενη ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς ἀρτιότερης ἄγνοιας,
στὴν ἀπόλυτη μετουσία, ὅταν ἡ κοινὴ πορεία ξεπροβάλει στὴν ἄρση τῆς ἀμνησίας.

Στὶς ἐπαγρυπνήσεις ποὺ πληροῦν τὴν ἀρτιότερη ἄγνοια ἂς βαφτίσουμε τὴν ἔννοια μὲ τὴν ἁρμόδια σύνεση
στὸ δικό της ἀποκλειστικὸ σῶμα, κι ἂς τὴν γυμνάσουμε στὴν ἀπόκτηση τοῦ παραστήματος ποὺ μὲ συνέπεια
θὰ ὑπηρετήσει τὸν γεννήτορα τῆς τρεφώμενη ἀπὸ τὸ αἷμα του.

Καὶ τὰ σκῆπτρα τῆς διδαχῆς της ἂς εἶναι ἡ λιτότητα τοῦ φυσικοῦ της προορισμοῦ.

* * *

Ἀποστολὴ τέταρτη

Ὅταν στῆς ἀγέννητης ἐφηβείας τὰ κύματα βαδίζαμε τοὺς ἀμέριμνους ἐνθουσιασμοὺς
στὶς πορφυρένιες ἀμμουδιὲς τῆς δειλινότητας ἁπλώναμε τῆς πλάσης τὸ ἀτέρμονο χάδι

Τὰ χείλι σου, ἔκρηξη ἑνὸς ἄγνωστου κόσμου
ἔμελε στὴν ἀφάνειά μου νὰ ἀνθίσει μία νέα
ἄνοιξη τοῦ πόνου τὴν ἱερότητα.

Τὰ βήματά μας πότιζε μιὰ διάφανη δίψα. Τὸ θαῦμα ξημέρωνε σὰν ἀντίκριζα
ἀπὸ τὴν βορρινὴ βουνοκορφὴ τῶν σκέψεών μου τὴν λευκὴ κορδέλα ποὺ ἔδενες
τὰ μαλλιά σου καὶ πλημμύριζε στοὺς ἀνέμους ἐξωτικὲς φωταυγὲς πλάθοντας
στὴν κρυφὴ ἀποστολὴ τῆς καρδιᾶς μου τὴν ἱερὴ βεβαιότητα τοῦ προσκυνητῆ.
Τὴν ὡραία χειραγωγήτρια. Τὴν κρυφὴ μυσταγωγὸ τῆς πτώχευσης ποὺ ποθεῖ
τὴν ἀπόλυτη χειραφέτηση ἀπ᾿ ὅλες τὶς νίκες. Ποὺ πόθησε τὴν διαφάνεια ὅλων
τῶν ἐλευθεριῶν γιὰ νὰ πετύχει τὸν ὑψηλότερο ἔρωτα τοῦ αἰώνιου ποθητοῦ της.
Τὴν φυγάδευση καὶ τοῦ τελευταίου πόνου ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἥλιου.
Τὸν ἐξοστρακισμὸ κάθε μὰ καὶ πιθανοῦ ἐφιάλτη τῆς ἀνθρωπότητας.

* * *

Ἀποστολὴ πέμπτη (μυστικὴ σύντομος)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος
καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν
καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.

Στεφάνι καταθέτω μεσούσης τῶν αἰώνων,
στὸν μέγιστο Ἄγνωστο φιλόσοφο,
ἀγάπης τέλειο μαθητή,
πόνου ἱεροῦ θεραπευτῆ,
υἱοθεσίας μητέρας τοῦ παντός,
Ἰωάννη τὸν λεγόμενο,
συνοδείας εὐαγγελιστῶν
τοῦ πλήρη ἀνθρώπου τέταρτον,
τοῦ τὸ σκίτσο προσώπου, κατὰ τῶν μυστικῶν,
τέλειας κόσμου φωτίσεως τροφῆς δεικτικοῦ,
τῶν ὅρων τῆς ὕπαρξης ἀκριβῶς σημειολογῶν,
φιλοσοφίας Ἑλλήνων σταθερὸς ἀγωγὸς
καὶ ἡμετέρων ἐφέσεων πατὴρ ταπεινός.

Εἰς Ἰωάννην ἐν συνόρῳ βρίσκοντος
νήσου Ἑλληνικῆς
καὶ βίβλον ἐκλάψαντος γένους,
αἰωνίως ἀνθρωπιστικῆς.

* * *

Ἀποστολὴ ἕκτη

Στόχος: Οἱ τῆς σιωπῆς κώδικες

Ἐξασφαλισμένοι στὰ ἰδανικὰ ποὺ ματώνουν τὴν καρδιά, στῆς ἀφανέρωτης χαρᾶς τὶς παρηγοριές, παρὼν
πάντοτε στὶς νυχτιὲς ποὺ ποθοῦν τὴν ἡμέρα, ὅπως ὁ ἔρωτας τὴν δική του φιλοξενία ποθεῖ στὴν ἔξοδο
τοῦ ἑαυτοῦ καὶ στὴν διαύγεια τῶν οὐρανῶν τοῦ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πλέον ὕπουλης βαρβαρότητας.

Ντύσαμε τὸ σῶμα τῆς θλίψης, τοῦ πολιτισμοῦ, γιὰ νὰ κρύψουμε τὴν κακότροπη μορφή της, γιὰ νὰ
περιορίσουμε τάχα, τὴν δυσωδία τῆς ἐκλεπτυκότερης τῶν θηριωδιῶν. Ἄχ! οἱ ἄμοιροι!

Πῶς παγιδευτήκαμε σὰν τὰ πουλάκια στῶν ἀναγκῶν τῆς αὐτοπεποίθησης πηχτοὺς ἴσκιους!

Καὶ τὸ φωτεινότερο τῶν ἀστέρων; Ἡ κατάργηση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἡ μεταμόρφωσή του σὲ σύμπαν;
Τὴν ἀσφαλίσαμε κι αὐτήν. Τὴν σιγουρέψαμε στὴν εὕρεση ἑνὸς ἐξωγήινου πολιτισμοῦ ἀμελώντας
ὅμως οἱ δύστυχοι, τὶς εὐθύνες νὰ σηκώσουμε καὶ τοὺς δικούς του πόνους.

Μόνιμα τυφλωμένοι ἀπὸ τὶς λάμψεις τῶν πλούσιων κληρονομιῶν μας ρίξαμε στὸν ποταμὸ τῆς λήθης
γιὰ τοὺς ἑπόμενους τὶς ψυχὲς αἰώνων ποὺ μέσα μᾶς θέλησαν τὴν λύτρωση. Μεγεθυντὲς τῆς δυστυχίας
μυοῦμε σταθερὰ τὶς νεότερες γενιὲς στὶς ἀτραποὺς ἐκλέπτυνσης τῆς χαρακτηριστικῆς μας βαρβαρότητας.
Στὴν ἀπρόσωπη ὑψηλὴ ἀνθρώπινη θηριότητα. Ὄχι στὴν ἐξευγένιση τοῦ προσώπου, μὰ στὴν κατάκτηση
περισσότερων ἐδαφῶν τῆς ἀνθρώπινης ἀπρόσωπης διάστασης.

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν
ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη,
ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτώνα·
ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου.

Κύριε! Πὼς τὸν ἀντέχεις τόσο πόνο!

* * *

Ἀποστολὴ ἕβδομη

Στῶν ὁράσεων κρυφοὺς παλμούς

Φτερωτὴ ὀπτασία στὴ μνήμη φάνηκες ἀγγέλων.
Ἀνεξίτηλες αὐστηρὲς ὁράσεις ἀρχαγγέλων,
πᾶνε κι ἔρχονται, στοὺς ἁπαλοὺς τῶν βλέφαρων φωτεινοὺς ἴσκιους
στῶν αἰθέρων σου σταματοῦν τρυφεροὺς μίσχους,
στὰ σύνορα οὐρανῶν καὶ γῆς, ὑπάρχει μιὰ ξέχωρη σκάλα
ἐπιστρωμένη μὲ αὔρινα φθογγόσημα τοῦ ποιητῆ ποὺ σάλα
τῶν κόσμων τοῦ ἔκανε, τῆς φωνῆς σου μελίρρυτο δράμα.

Αἴθουσα ὑποδοχῆς οὐράνιων δυνάμεων καὶ ἀνθρώπων,
τόπος συνάντησης, οἱ ἐπιφάνειες τῆς γλώσσης σου στὴν κοινή τους ὑμνολογία,
στὸ ἀρχηγετικὸ ἐκεῖνο μυστικὸ ἀρχέγονο μυστήριο δράμα
ποῦ ἀσταμάτητα ἐπιδοκιμάζουν οἱ αἰῶνες μὲ νοσταλγικὰ ἀθόρυβους
σημαινώμενους ἤχους καὶ ἀόρατους φθόγγους καὶ σήμαντρα σωτήριας
σήμανσης ὁδῶν ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν πηγαία συνάντηση τοῦ κάλλους
τῆς πρώτης ζωῆς, τῆς ἀρχαίας συμφωνικῆς ἠχολογίας ποὺ τὸ ἄνοιγμα
τοῦ στόματός σου προσκαλεῖ ὅλη τὴν πλάση στὴν πανηγυρική της πληρότητα,
στὸν ἱερὸ ἑορτασμὸ τῆς συνάντησης μὲ τὸ κάλλος τῆς πρώτης ζωῆς.

Χριστὲ Ἰησοῦ, μυριάκις ὑπεσχέθην σοι ὁ τάλας,
ὦ Ἰησοῦ μου, τὴν μετάνοιαν, ἀλλ᾿ ἐψευσάμην ὁ ἄθλιος·
ὅθεν Ἰησοῦ μου βοῶ σοι·
Τὴν ἀναίσθητον μένουσαν ψυχήν μου φώτισον Χριστέ,
ὁ τῶν Πατέρων Θεός.

Καθυποκύψας Ἰησοῦ, ταῖς ἀλόγοις ἡδοναῖς ἄλογος ὤφθην,
καὶ τοῖς κτήνεσιν ὄντως ὦ Ἰησοῦ μου οἰκτρῶς, ὁ τάλας
Σῶτερ ἀφωμοίωμαι· ὅθεν Ἰησοῦ με, τῆς ἀλογίας ῥῦσαι.

Τῆς ἀγάπης σου τὰ ἰδιώματα σχημάτισαν παππούλη περιβόλι
σχήματος καὶ μέγεθους καρδιᾶς, μίας καρδιᾶς ποὺ χώρεσε
τὰ σύμπαντα ὅλα τρέφοντάς τα καὶ ποτίζοντάς τα μὲ καρποὺς
τοῦ κάλλους τῆς πρώτης ζωῆς, τῆς μυστηριακῆς πρώτης ἀγάπης,
τῆς ὑπέρτατης ἱερῆς κοινωνίας, τῆς συγκέντρωσης ὅλων τῶν ὁράσεων
στὴν πλήρη φωτεινότητά τους ὁδηγώντας διάχυτα τὶς διαφάνειές τους
σὲ ὅλα τὰ σκοτάδια γεμίζοντας φῶς τὶς διψασμένες ψυχὲς ποὺ ἦρθαν
κοντά σου νὰ γνωρίσουν τὴν ἀγάπη τοῦ αἰώνιου
τῆς ψυχῆς ἀλησμόνητου ποθητοῦ.

Κλίμακα ζωντανὴ τὰ βάρη μας στὶς πλάτες σου σηκώνεις αἰωνίως
νὰ προλαβαίνουμε ἀγαπᾶς μαζί σου τὸ Ἀλληλούϊα καὶ ἄλλες φωνηδίες
θυμίαμα θυσιαστικῆς ἀγάπης στὸ φίλο Χριστό, νὰ προσφέρουμε
καὶ τὴν ἀγάπη στῶν ἀνθρώπων νὰ ποθοῦμε, κρυφὲς ἀντιδωριδίες.

* * *

Χρονομηχανή

Ἀνύπαρκτα αἰσθήματα ἑνὸς παγωμένου Δεκέμβρη στὴν καταχνιὰ
τοῦ δρόμου βαδίζοντας, ἀνταμώνω, ὀμιχλώδη φαντάσματα χαμὸ-
γελαστά, γνέφουν στὴν ὕπαρξη μία καλημέρα, ζεστὰ λαμπυρίζουν
τὰ πρόσωπα σὰν στὶς βιτρίνες λαμπάκια.

Μύηση στὸν κόσμο τῶν αἰσθημάτων ἡ μουσική,
τοὺς ἀνθρώπους θέλει νὰ δέσει κάτω ἀπ᾿ τὴν ὀμπρέλα τῆς εἰρήνης.
Θαῦμα τὸ φλάουτο ἀγωνίες καὶ ἠρεμίες ρυθμίζει σὰν ἐξοχότης βασιλέως.
Ἂν ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἄκουγέ μουσικὴ μυητικὴ στὰ αἰσθήματα
δὲν θά ῾χαμε ποτὲ πολέμους.
Δὲν εἶναι ξεφάντωμα μόνο τ᾿ ἀκούσματα,
εἶναι ἐπίσης, ὁδηγὸς ἱκανὸς στῆς ψυχῆς μας τὸν κόσμο.

Κι ἔτσι κλείνω αὐτή μου τὴ νύχτα
μ᾿ ἕνα ἄκουσμα πιάνο σονάτα
νούμερο τάδε.

-2-

Πανδέκτης ἡ θέα μπροστά μου
ἐτοῦτα τ᾿ ἀθῶα τὰ δέντρα μὲ τὶς πολύχρωμες φυλλωσιὲς
ὀνειρεμένα εὐτυχισμένες στιγμὲς φέρνουν στὸ νοῦ,
ἢ στιγμὲς ποὺ χάθηκαν σ᾿ ἐρημιές, ἢ στιγμὲς ποὺ δὲν
βιώθηκαν ποτέ. Κι ὅμως τόσο γεμάτες.

Παλμοὺς ποὺ χάνω, ἄφταστους, στῆς ζέης τὸν ρόγχο.
Ἐπαίτης στὴν ἀγάπη ἢ ὀφειλέτης, ρωτῶ ἐσένα, ποὺ ὑπηρέτησες
πιστὰ τοὺς ὅρκους τῆς πίστης. Οἱ ἀνθρῶποι δὲν κατέχουν
στὴν παραφροσύνη τοὺς μέσα τὴ δική μου δὲν ἀγγίζουν.
Ἔχει ἡ μοναξιὰ στὴν ταραχή της μία γλύκα, ἴσως ὅμως, νὰ
εἶναι κι ἴδια μία γλυκιὰ ταραχή, ὅταν ἀντάμα τὸ φάντασμα
τῆς μορφῆς σου μὲ τὰ μάτια χαϊδεύω.

-3-

Μουσικὴ ποίηση, ὄμβριος ὑδάτινος πλοῦτος
τὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς σου, στὴν ξερὴ γῆ μου
τοὺς διψασμένους βλαστοὺς ἀναπάντεχα πότισε
λίγες στιγμὲς τ᾿ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς σου στὸ
καπνισμένο τοπίο τὰ κουρασμένα μου πνεμόνια.
Ζωηφόρο ξεδίψασμα ζωογόνο, τὴν ὀμορφιὰ τούτη
θέλω πάλι νὰ ζήσω ἐλπίδα παγιδευμένου ἐλαφιοῦ
ἀπὸ τὴν πυκνή του δάσους βλάστηση.

Τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς σου θαῦμα ἀνεξήγητα
ἀνερμήνευτο. Σὰν τὴν λευκὴ ἡμερότητά του
χιονιοῦ ὅταν τὴν πλάση μὲ ἁγνότητα ντύνει.
Ζωοδότα σὰν τὴν χαρὰ τῶν παιδιῶν ποὺ
στὸ θάμα τῆς φύσης τὸ ξεφάντωμα ζοῦνε.

Ἐδῶ ὅμως κλείνω τὸ λόγο
στὸν ἐμπνεύσεων τὸν τόπο
λίγες στιγμὲς
νὰ ζήσω τὸ θάμα,
πρὶν γίνω ἄλλος βορριᾶς,
καὶ σὲ χάσω ψυχή μου,
καὶ δίχως ἐσένα
στὰ σκοτάδια χαθῶ.

* * *

Ἔρωτας εἶναι...

Αὐγινὸ φῶς ἡ ἡμερότητα τοῦ ἔρωτα, στὶς ψυχὲς παντόγνωστα μονοπάτια ζωγραφίζει σὰν τὸν θεραπευτή, ποὺ τὴν ποθητὴ ἴαση δωρίζει σὲ χρέη ἀγάπης. Στὸ ἄγγιγμα μὲ τ᾿ ἀκροδάχτυλα τῆς ὄσφρησης στὰ κρίνα ἡ δροσιά του γεμίζει μὲ χαραυγὴ τὸν τόπο τῶν ἐμπνεύσεων στὴ χώρα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἔρωτας εἶναι οἱ σιωπηλοὶ ἦχοι τῆς φύσης ποὺ καλεῖ νὰ γνωρίσουμε τὴ ζωή. Οἱ πολύχρωμοι ἀνοιξιάτικοι ἀνθοὶ ἁπλωμένοι στὰ λιβάδια τῆς πλάσης· ἡ γλώσσα της, λίγα ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ καλοῦν ἐμπιστευτικὰ νὰ τρυγήσουμε στοὺς ἤχους τῆς ἀπολαυστικοὺς καρποὺς θαλπο-ζωῆς.

Πανάχραντος στὰ ξίφη τῆς πεζότητας ἀκουμπᾶ στὰ λαμπερὰ χρώματα τοῦ παγονιοῦ τὴ στιγμὴ τῶν πόνων τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ θέληση τῆς ζωῆς σταματᾶ στὸ ἀπάνδεκτα τῶν ἐποχῶν τῆς πλάσης. Ὁ ἔρωτας εἶναι συγκατάβαση στοὺς καρποὺς τῶν ἐποχῶν, ἀγάπη στὴ σπορὰ καὶ στὸ θέρος, στὸ κλάδεμα καὶ στὸν τρύγο. Μία στιγμὴ αἰωνιότητας σπόρος τοῦ ἔρωτα. Καὶ ἡ πλάση γῆ Ἄγνωστης Ἀγαπημένης ποὺ καλλιέργεια ποθεῖ.

Στὸ χαμόγελο τῶν παιδιῶν ὁ περιηγητὴς τῶν αἰώνων τὴν περίτεχνη ζωγραφιὰ ἰχνηλατεῖ καὶ στὸ γέλιο τοὺς τὸν ὕμνο τῆς φύσης γιὰ τὸν ἔρωτα σὰν ἄλλες φωνηδίες πουλιῶν ἀποκωδικοποιεῖ. Ἐραστὴς τῆς σοφίας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπέλεξε τοὺς ἐκλεκτικότερους καρποὺς στὴ ζήση. Χαρμολύπη στὰ ρουθούνια τοῦ οἱ κατακτήσεις. Χαρμοσύνη τὰ βασίλεια τῆς ὕπαρξης μὰ στὴ χώρα τῶν ἀνθρώπων ἄπλετη ἡ λύπη τρομαγμένων πουλιῶν ἀπ᾿ τὴ χαμέρπεια ζαλισμένων ἀνόητων κουρσάρων. Ἱερέας μυστικοῦ θεοῦ ὁ ἔρωτας, στὴ στιγμὴ τῆς πλάσης μιὰ στιγμὴ προσθέτει ἀκόμη. Ἔρωτας εἶναι ἡ ἱεροσύνη τῆς ὕπαρξης. Κι ὁ ποιητὴς ἕνας πιστὸς ὑπηρέτης της ἁπλά.

Τί εἶναι ἔρωτας; Ἡ ἱεροσύνη τῆς ἐλευθερίας.
Τί εἶναι ἔρωτας; Μύηση στὸ φῶς.
Τί εἶναι ἔρωτας; Τὸ χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ ζωγραφισμένο ἀπ᾿ τὰ χέρια τῆς πλάσης.

Τί εἶναι ἔρωτας; Ὁ πολεμιστὴς τῆς πλάσης ποὺ στό ῾να χέρι τὸ ζύγι κρατᾶ καὶ στ᾿ ἄλλο τὸ ξίφος ψηλά.

Ἡ σύνδεση τῶν κόσμων κάτω ἀπὸ τὴν ἁρμονικὴ ἱερουργία τῆς πλάσης, ὁ ἀνθὸς ποὺ λαμπυρίζει τὸν ἥλιο, ἡ πλούσια γύρη κολλημένη στὰ πόδια καὶ στὸ φτέρωμα τῆς μελισσούλας, ἔρωτας εἶναι. Τὸ μυστικὸ πρόσωπο τῆς ἄγνωστης ἀγαπημένης ἔρωτας εἶναι.

Ἔρωτας εἶναι...

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἐσωδρόμια»)

* * *

Νυκτερινὸς μικρὸς διαλογισμός

Σὰν ἦρθε ἡ νύχτα καὶ τὸ πέπλο της ἔστρωσε
φάνηκε τὸ ρυάκι ἀφοῦ τὸ ξεσκέπασε
στὶς ὄχθες του τὶς ὧρες αὐτὲς σφύζουν ζωὲς
νὰ τὶς κάνω δικές μου φωνάζω
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου τὴν εὔφλεκτη.

Ἐρχόμουν ἀπὸ μία μέρα πολὺ μακρινὴ
γιὰ νὰ βρῶ τὸ ρυάκι στὴ δική της τὴν ἄκρη
ὅταν ἡ νύχτα τὸ πέπλο ἁπλώνει
καὶ σκεπάζει τοὺς θόρυβους
δὲν λερώνουν πιὰ οἱ ζωὲς
καὶ ἀκοῦς λευκὲς τὶς φωνές.

Ἂν ὑπάρχει κάτι μαγευτικὸ στὴ νύχτα
ποὺ θρέφει τὸν ρομαντισμό της
εἶναι ἡ ἡσυχία ποὺ πάντα συνοδεύει.

* * *

Πράξη 1η

Σὰν καταλαγιάσουν οἱ θόρυβοι
τῆς ἡμέρας ποὺ πιότερο κραυγὲς ἀπελπισίας
λὲς καὶ εἶναι παρὰ χρώματα
στὴ χαμένη ταυτότητα τῶν προσώπων.

Μὰ τόση βιασύνη! Νὰ φτάσουμε ποῦ;

Πιάσε ἕνα θόρυβο καὶ τεμάχισέ τον σὲ ἤχους.
Δὲς τί ἔχει μέσα καὶ κάνε μία σύνθεση.

Ἀγωνία
Βιασύνη
Σέξ

Καὶ τί ἄλλο, συνέχισε...

Δηλητήριο
Ἐγκλεισμὸ
Ζαλίκι
Ἠθμοζωὴ

Καὶ τί ἄλλο, ψάξε λιγάκι βαθύτερα...

Θλίψη
Ἱδροκόπι
Καθήλωση
Λάβωμα
Μαρτύριο

Νὰ λοιπὸν ποὺ ἔπιασες ἕνα θόρυβο ἡμερινὸ
καὶ τὸν χώρισες σὲ δώδεκα ἤχους.
Μπορεῖς τώρα νὰ κάνεις μία σύνθεση;

Τὸ περιβάλλον μολύνετε μὲ τοὺς ρύπους αὐτούς.
Μόλυνση δὲν εἶναι μόνο οἱ καμινάδες ἐργοστασίων
καὶ τὰ σκουπίδια στὸ δρόμο
μὰ κι ὁ αἰθέρας τῆς ψυχῆς ποὺ πιὰ δὲν ἔχει ρυθμό.

Ἂν ἐρχόμουν ἀπὸ μία διάσταση ἄλλη,
ἕναν πέμπτο ὁρίζοντα,
θὰ νόμιζα πὼς οἱ ἄνθρωποι ἐκδικοῦνται τὴ φύση·
μὰ θὰ μοῦ πεῖς, ἤτανε πάντοτε ἡ ἐπιμύθεια τὸ σκάφος
γιὰ νὰ σπουδάζει ὁ ἄνθρωπος τῆς ζωῆς του τὸ λάθος.

* * *

Πράξη 2η

Σὰν ἔστρωσε ἡ νύχτα τὸ πέπλο της τὸ λεπτὸ
καὶ πᾶν θόρυβος ἔσβησε στῆς ἡσυχίας τὸ ρυθμό.

Πιάσε τὴν ἡσυχία καὶ τεμάχισέ την σὲ ἤχους.
Δὲς μέσα τί ἔχει καὶ κάνε μία σύνθεση.

Νάζι
Ξελάφρωμα
Οἰκεῖο
Πὸλ γτ
Ρομαντισμὸς
Σεμνότητα
Τάξη
Ὕπαρξη
Φανέρωση
Χριστὸς
Ψαλμωδία
ᾨδή

Τί ὑπέροχοι ἦχοι εἶναι αὐτοὶ
μέσ᾿ στὴν ὡραιοσύνη τῆς ἡσυχίας;
Εἶναι ἤδη μουσικὴ πρὶν ἐσὺ τὴν συνθέσεις.
Πρὶν ἐσὺ τὴ θελήσεις μέσα σου εἶναι.

Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ μία μέρα μακρινὴ ἦρθα ἐδῶ
ν᾿ ἀνταμώσω τῆς νύχτας τὴν κόρη
ποὺ ἔχει φίλες ζωὲς
μὲ λευκὲς τὶς φωνές.

Μὴν εἶναι Κόρη οἱ ἦχοι σου οἱ ζωές,
ποὺ θέλω δικές μου νὰ κάνω;
Μὴν εἶναι ἡ φωνὴ μεσ᾿ τὴν καρδιά μου τὴν εὔφλεκτη
ποὺ θέλει ν᾿ ἀνταμώσει τὶς λευκές σας φωνὲς
καὶ ὅμοια νὰ γίνει, ἄχ! γλυκές μου ζωές!

* * *

Μικρὴ Πραγματεία 1η

«Περὶ τῶν δύο νυκτῶν»

Ἀκατανόητον φαινόμενο ἡ δεύτερη νύχτα νὰ φωτίζει τὴν πρώτη. Τὴν ἡμέρα μέσα νύχτα καὶ τὴν νύχτα μέσα ἡμέρα.
Ὤ! τοῦ παραδόξου ἀκατάληπτον εἶσαι! Καὶ ναί, γιατὶ πρέπει νὰ δύσει ὁ ἥλιος νὰ πάρει τὸν οὐρανό του μαζὶ γιὰ νὰ
ἐπιστρέψει ὁ νοῦς στὴ φωλιά του. Αὐτὲς τὶς τροχιὲς κάποιος τὶς μέτρησε πρὶν ἔρθουμε ἐμεῖς. Κάποιος τὶς ἔσπειρε
κι ὅταν φανήκαμε ἄφησε τὴ φροντίδα σὲ μᾶς. Γιατὶ πόθησε τὴν ἡμέρα μέσα μέρα καὶ τὴν νύχτα μέσα νάζι.
Κι ὅτι νάζι δὲν λερώνει καὶ τὰ νάζια εἶναι λευκά, κάπου ἐκεῖ κοντὰ καὶ ἡ καρδιὰ ἡ εὔφλεκτη.

* * *

ΠΡΑΞΗ 3η

Βλέπεις τιμὴ ἀπ᾿ τοὺς ἄρχοντες! Ξένος ἐσὺ μὰ δικό τους σὲ θέλουν.
Ὅτι πάνω τους βλέπεις οἱ ἴδιοι τὸ ράψαν μὲ τὰ δικά σου τὰ μάτια.

Μεγάλη τιμὴ καὶ ἅπαξ συμβαίνει γιατὶ θέλουν
νά ῾σαι ὁ μεγάλος καθαρός τους καθρέφτης.

Γίνε λοιπὸν αὐτὸς ποὺ εἶναι κι ἐκεῖνοι
μὲ τὴν πράξη ἐδῶ, γίνε ἐκεῖνοι.

* * *

Μικρὴ Πραγματεία 2η

«Περὶ ἐκείνων»

Τέχνη σπουδαία ἡ τῶν πραγμάτων καθρέπτης.
Σπουδαιοτέρα σπουδαίας ἐπιφανείας τοῦ καθαρότης.
Συνάντησης ὅρος, κατάληψης μέτρο.
Ἀνταπόδωσις ὅμοιο εὐφλέκτου εἶναι.
Παχύτητα σκότους οὐκ νυκτὸς ἰδίωμα
ἀλλὰ νοὸς περιττά.

* * *

Μικρὴ Πραγματεία 3η

«Περὶ Εἶμαι Ἐγώ.»

«Συνείδησις ἐστί, αἰσθήσεως ἀκριβεστάτης
θεωρία τῶν Ὄντων»
καὶ πάλι
«Συνείδησις ἐστί, ἀντικειμένη ὑποκειμένης
ἀληθέστατης γνώσεως
τῶν Λόγων τῆς Φύσεως τῶν Ὄντων»