Γεώργιος Δροσίνης - Ποιήματα

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951): ποιητὴς καὶ πεζογράφος
ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.

Ἡ Πατρίδα μας

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

Χῶμα ἑλληνικό

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.

Τὰ πρωτοβρόχια

Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.

Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ᾿ ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,
θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι᾿ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.

Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.

Ἡ ψαρόβαρκα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια
πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή,
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης·
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ,
ζηλευτὰ προικιά της.

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,
ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ καμάρια·
πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!

Τῆς κοπέλλας τὸ νερό

Μιὰ κοπέλλα λυγερὴ
τὸ ψηλὸ βουνὸ διαβαίνει
ἡ χαρὰ τὴν καρτερεῖ
στ᾿ ἀκρογιάλι ποὺ πηγαίνει.
Καὶ τὸ κάμα εἶναι βαρὺ
κι εἶν᾿ ἡ κόρη διψασμένη
βρῆκε βρύση δροσερή,
ἦπιε, ἀρρώστησε πεθαίνει.
Μὰ ἡ φωνή της πρὶν νὰ σβήσει
καταράστηκε τὴ βρύση
κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἔρμη ἡ βρύση ἔχει ἀπομείνει
καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν πίνει
τῆς κοπέλλας τὸ νερό.

Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

Ἡ ξενούλα

Ξενούλα μου, γιὰ σένα,
ποὺ μ᾿ ἔκανες στὰ ξένα
ὧρες καλὲς νὰ ἰδῶ,
στοῦ χωρισμοῦ τὴν ὥρα,
βαριὰ θλιμμένος τώρα,

τραγούδια τραγουδῶ.
Τοῦ χωρισμοῦ τραγούδια,
χλωμά, χλωμά λουλούδια,
κομμένα ἀπ᾿ τὴν καρδιά.

Τὸ δάκρυ τὰ δροσίζει
Κι ὁ πόνος τοὺς χαρίζει
Ἀγάπης εὐωδιά.

Τὸ φτάσιμο

Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε
στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.

Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα
βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.

Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας
μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.

Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας
τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα.

Φθινόπωρο

Χειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιὰ
γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει
κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ
χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.

Τοῦ σπίνου χάθηκ’ ἡ γλυκιὰ λαλιά,
φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι
κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ
δὲν τρέχει, δὲν πηδᾶ, δὲν καμαρώνει.

Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδὶ
τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,
ὁ καλογιάνος, πρόσχαρος προβάλλει,

μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά.
Μικρὸς προφήτης, φτερωτὸς
μηνᾶ τὴν Ἄνοιξη, ποὺ θὰ γυρίσῃ πάλι.

 

Νύχτα Χριστουγεννιάτικη

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ᾿ ἄδολα βώδια.

Κι᾿ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.

Κι᾿ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
- ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ᾿ ἀστέρι.

Κι᾿ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.

Ὁ Δικέφαλος

Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.

Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.

Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.

Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.

Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.

Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.

Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.

Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.

Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.

Ἑσπερινός

Στὸ ρημαγμένο παρακκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.

Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.

Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -

καὶ μία χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...

Βαθιά, τὴ νύχτα

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,

τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα (ἢ ἀνάκουστα)
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.

Βλέπει τῶν κάστρων (ἢ τάφων) τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»

Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,

«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα
σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω.
Δὲν θέλω τοῦ γιαλοῦ τὸ λαμποφέγγισμα
ποὺ δείχνεται ἄσπρο μὲ τοῦ ἥλιου τὴ χάρη
θέλω νὰ δίνω φῶς ἀπὸ τὴ φλόγα μου
κι ἂς εἶμαι ἕνα ταπεινὸ λυχνάρι»

Ἡ ἁμαρτωλή

Παπᾶ, ἂν ἔρθει μία μελαχρινὴ
νὰ τὴν ξομολογήσῃς,
κοντούλα, ἀφράτη, μὲ γλυκιὰ φωνή,
πρόσεξε, μὴν τυχὸν καὶ τὴν ἀφήσῃς
νὰ μεταλάβει ἡ ἁμαρτωλή!
Δὲ νήστεψε μία μέρα τὸ φιλί!

Τὸ σπίτι σου

Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου
κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρινή σου τὴ γωνιά.

Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ...

Λαχταρῶ ν᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο
καὶ στὸ διάβα μου ἄξαφνα νὰ βγεῖς,
γελαστῆ παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα ἀπριλιάτικης αὐγῆς.

Σφαλιστὸ ἀπομένει τὸ παράθυρο
κι ἂν τ᾿ ἀνοίξεις, μι᾿ ἄλλη θὰ φανεῖ.
Μόνο στὸ παράθυρο τῆς θύμησης
βγαίνεις ἴδια καὶ παντοτινή.

Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.

Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.

Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!


Ἐν Τήνῳ

Ἡ πρόσοψις τοῦ ναοῦ εἶνε ἐπιβλητικὴ ἐν τῇ ἁπλουστάτῃ λευκότητι αὐτῆς· ἡ δὲ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτοῦ εἶναι κοινή τις ἀπομίμησις τοῦ παρηκμακότος βυζαντιακοῦ ρυθμοῦ. Πέντε καμάραι ὑποβαστάζουσιν ἐξώστην, πρὸς ὃν ἀνέρχονται ἔνθεν καὶ ἔνθεν δυὸ πλατεῖαι μαρμάριναι κλίμακες· ἕτεραι ὀκτὼ καμάραι ἐπιστεγάζουσι τὸν ἐξώστην ἐν μέρει καὶ τὰς εἰσόδους τοῦ ναοῦ· ὑπὲρ αὐτὰς ἑπτὰ μεγάλα ἐπιμήκη παράθυρα, καὶ ἡ στέγη ἀπολήγουσα εἰς πέντε γλώσσας, ὧν αἱ τέσσαρες μικραὶ καὶ χαμηλαί, ἡ δ᾿ ἐν τῷ κέντρῳ πλατεῖα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ὑψουμένη φέρει ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἐμπεπηγμένον μέγαν σταυρόν. Ὁ ναὸς στηρίζει τὰ νῶτα αὐτοῦ εἰς τὸ κεντρικὸν βάθος τοῦ τετραγώνου περιβόλου συνισταμένου ἐκ δυὸ ὀρόφων κελλίων, παρὰ δὲ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰ αὐτοῦ ὑψοῦται ὡς γίγας ἀκίνητος, φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν εὐσεβῶν, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον, φέρον ἐκτὸς τῶν ἠχηρῶν κωδώνων καὶ ὡρολόγιον μέγα.

Ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐν τῇ Εὐρέσει, ἤτοι ἐν τοῖς ὑπογείοις αὐτοῦ, ὅπου εὑρέθη ἡ θαυματουργὸς εἰκών, τοσοῦτος συνωθεῖται κόσμος, ὥστε εἶνε ἀδύνατον νὰ εἰσέλθῃ τις ἄνευ κινδύνου λιποθυμίας. Οἱ προσκυνηταὶ προσέρχονται ἀθρόοι, φέροντες μακρὰς ὡς δόρατα λαμπάδας ἢ ἀσκοὺς ἐλαίου ἐπὶ τῆς ράχεως. Τινὲς κρατοῦσι τὰ ἴδια αὐτῶν βρέφη ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἅτινα φέρουσιν ἀβάπτιστα ἔτι καὶ ἀφιεροῦσι πρὸς τὴν Παναγίαν, ἀποθέτοντες αὐτὰ πρὸ τῆς εἰκόνος. Ἐκ δὲ τῶν παρισταμένων πιστῶν ὅστις προφθάσῃ ν᾿ ἁρπάσῃ τὸ παιδίον γίνεται αὐτοδικαίως ἀνάδοχος αὐτοῦ. Σημειωτέον ὅτι πολλάκις ἔριδες καὶ διαπληκτισμοὶ ἐπακολουθοῦσι μεταξὺ δυὸ ἢ τριῶν, οἵτινες τείνουσι συγχρόνως τὴν χεῖρα πρὸς τὸ νήπιον, διότι θεωρεῖται πρᾶγμα θεάρεστον ἡ ἐκ τῆς κολυμβήθρας ἀναδοχὴ τοιούτου παιδός. Ἄλλοι πάλιν ζυγίζουσι τὰ τέκνα αὐτῶν ἐν τῇ ἐπὶ τούτω πλάστιγγι, προσφέρουσι δὲ τῇ Παναγίᾳ τὸ ἴσον βάρος εἰς κηρὸν ἢ ἔλαιον.

Τρεπόμενος πρὸς τὰ δεξιὰ συναντῶ μικρὸν μαρμάρινον ἀναβρυτήριον ἀφιέρωμα Ὀθωμανοῦ τινος θεραπευθέντος ἐν Τήνῳ ἐκ βαρείας ἀσθενείας. Ἐκτὸς δὲ τούτου μανθάνω ὅτι καὶ ἄλλα μικρὰ ἀφιερώματα ἐγένοντο πολλάκις ὑπὸ Τούρκων, οἵτινες ἔχουσι παράδοξόν τινα πίστιν πρὸς τὴν Εὐαγγελίστριαν τῆς Τήνου.

Ἀνελθὼν διὰ πλαγίας στενῆς κλίμακος, περιέρχομαι τὴν μακρὰν σειρὰν τῷ ἐν τῷ ἄνω ὀρόφω κελλίων διασκελίζων πανταχοῦ στρώματα, ἐνδύματα καὶ στοιχειώδη τινὰ ἔπιπλα συνεσωρευμένα ἀναμίξ. Ἀπὸ πάσης γωνίας προβάλλουσι κεφαλαὶ ἀνθρώπιναι τρώγουσαι, φλυαροῦσαι ἢ κοιμώμεναι, καὶ ἐνίοτε χεῖρές τινες μόνον ἀνακινούμεναι, διότι τὸ λοιπὸν σῶμα δὲν φαίνεται, κεκρυμμένον ὄπισθεν ἄλλων σωμάτων ἢ κεκαλυμμένον ὑπὸ σωρὸν κλινοσκεπασμάτων καὶ πρσκεφαλαίων. Ἐδῶ δυὸ γυναῖκες ἐρίζουσι περὶ τεμαχίου ἄρτου, ἀλλαχοῦ κλαυθμηρίζουσι παιδία, ἐνῷ παρέκει καγχάζουσιν ἐν κύκλῳ συνομιλοῦσαι κορασίδες, καὶ πλησίον αὐτῶν πρεσβύτης διανοίγει τὰ χείλη εἰς σπιθαμιαῖον χάσμημα. Ἐκ πάντων δὲ τῶν στενῶν τούτων ἐνδιαιτημάτων ἀναθρώσκουσι μέχρι τοῦ ὑπαιθρίου διαδρόμου αἱ χλιαραὶ καὶ ἀπόζουσαι ἀναθυμιάσεις ὅλης τῆς πολυανθρωπίας ἐκείνης, ὁμοίας ὄχι πρὸς εὐσεβὲς πλῆθος προσκυνητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς διωχθέντας κατοίκους ἀλωθείσης χώρας, οἵτινες συνεσωρεῦθησαν ἐκεῖ ζητοῦντες μόνον ἄσυλον σωτηρίας!


Ὁ βιολιστής

Τὸ διήγημα «Ὁ βιολιστής» δημοσιεύτηκε στὸ ἑβδομαδιαῖο περιοδικὸ «Τύπος» καὶ ἐντοπίστηκε στὸ ἀρχεῖο τοῦ δημοσιογράφου καὶ συγγραφέα Μιχ. Χανούση.


Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. Στὸ λαιμό του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι. Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.

Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.

Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν σκλάβος ὁ κακόμοιρος.

Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς, πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.

Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.

Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα. Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή, ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.

Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του. Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του, σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;

Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;

Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη κυρία.

-Τί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ ἀνεψιοῦ μου.

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα.

- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.

Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.

Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. Συλλογιζόταν τί θὰ γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.

Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει τὰ μάτια του.

Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.

Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῇ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας.

Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...

- Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα!

Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...

Στὸ κείμενο διατηρήθηκε ἡ γραφὴ τοῦ πρωτότυπου.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2463