Ἑλένη Διαμαντοπούλου - Ποιήματα

Ἡ Ἑλένη Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στὴν Γερμανία. Μεγάλωσε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου παρακολούθησε νυκτερινὸ Γυμνάσιο-Λύκειο, ἐνῷ παράλληλα ἐργάστηκε ὡς βιβλιοδέτρια. Ζεῖ στὴν Ἀθήνα ὅπου ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν κατασκευὴ-μικρογλυπτικὴ φυσικοῦ κεριοῦ. Ἔχει κάνει δύο ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καὶ διδάσκει ἐλεύθερο σχέδιο. Τὸ «Μνημοσύνης ἀπαύγασμα» εἶναι ἡ πρώτη της ποιητικὴ παρουσία. Κριτικὴ ἐδῶ.


Μνημοσύνης Ἀπαύγασμα

Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2008

«…καὶ ἑτοιμαζότουνα νὰ φωνάξει δυνατὰ
γιὰ νὰ δείξει πὼς δὲν ἐπέθανε…»
Δ. Σολωμοῦ, ἀπὸ τὴν Γυναίκα τῆς Ζάκυνθος

«Τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ ἔλπιζε σὰν τὸ κλωνὶ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ νὰ καρπίσει καὶ στὴν παγωνιὰ νὰ γίνει αὐλός
ἡ φαντασία τὸ βύθισε σ᾿ ἕνα βουερὸ μελίσσι
γιὰ νὰ περνᾶ καὶ νὰ τὸ βασανίζει ὁ μουσικὸς καιρός»
Γ. Σεφέρη, ἀπὸ τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων

«Ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα»
Γ. Ρίτσου, ἀπὸ τὴν Σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Στὴν Δήμητρα Ροβολῆ

Ὁρῶ τὰ πέριξ καὶ ἀπορῶ
Ὁρῶ τὰ ἐντὸς καὶ κλαίω


Μυρίπνοον

Ἡ χαρά, κρυμμένη κρυμμένη
κρυμμένη
Ὅπως
Τὰ ὀστὰ τῶν Ἁγίων στὸ σκευοφυλάκιο


Ἀδέκαστε Χρόνε

Ψελλίζω τρικλίζοντας

Τὸ ἀνόμημά σου


Ἐπιβουλεύοντας ἕναν ἀργὸ θάνατο

Οἰκειοποιοῦμαι τὴ λήθη τῆς ἀκαμψίας

Δίχως νὰ γίνονται ὁρατὰ

Τὰ αἴτια τῆς ἀρτηριοσκλήρυνσης


Ἐρήμην
Ἐρημία
Ἔρεβος


Ψυχή μου, παρελθέτω
ἐκ τοῦ τοπίου σου
τὸ Ἔψιλον τοῦτο


Ἔνδον ζάλη

Νεογνὸ ἀνυπεράσπιστης θύμισης
συστήνομαι στὰ φτερά μου
ἀπὸ μολύβι

Θὰ μὲ ἀγαπήσετε;
Εἶμαι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός σας

Γδουπ, γδουπ, γδουπ, γδουπ

Μὲ ἐξετίμησαν δεόντως


Σπόρος ἄνυδρος

Καλὰ μέσ᾿ στὴν παλάμη

κλεισμένος

Φύτρωσε ἀπὸ τὸν ἵδρω

τῆς ὑπομονῆς


Ξιφομαχεῖ μὲ τὸν ἀέρα

«κατὰ συνθήκη ψεύδη»

Τὸ χέρι ποὺ ἀρνήθηκε

τὸ ἄδικο νὰ κόψει

Χλευάστηκε ἡ περηφάνεια


Ἀκριβοδίκαιον

Ἡ νόηση πικρή

Φαρμάκι καὶ φάρμακο

Ἰσοδύναμα


Τὸ τόξο τ᾿ οὐρανοῦ ἀρνήθηκα

Τὴ δύναμη τοῦ χρωστήρα

Τυλίχτηκα στὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι

λίγο πρὶν τὸ λυκαυγές

Κι ἐκεῖ ἡ κόψη, ἰριδίζουσα


Διάνυσμα τεθλασμένης

Ἔλιωσε τὸ πέλμα μου

Ὁ περίπλους τῆς μνήμης


Θυμικόν

Νόστος πολύς
Καὶ πῶς νὰ μὴν κρατήσω
Κίτρο στὰ χείλη
Κίτρο στὴ σιωπή


Θραύσματα ἰχνοστοιχείων
Πολύτιμων μετάλλων
Ὁ κοιλιακός μου χῶρος
Ὁ συμπαντικός μου κόσμος
Συνετρίβη


Κτυπῶ τὸ τενεκεδάκι μου
σὲ ρυθμό
πει-νά-ω

Χάνομαι στὴν οὐρά
Ἡ κουτάλα τρεμάμενη
Μεταξὺ χείλους καὶ γκρεμοῦ

Γιὰ πολλοστὴ φορὰ κερδίζει ἄβυσσος

Ἐξοστρακισμός
Δίχως ἔλεος


Ἦχος δίχως χορδή
Μὲ τὸ στερητικὸ διαπασῶν

Κυρτωμένη θέληση


Πῆρα τὸ μήνυμα:

«Σοῦ στέλνω ὁλομέταξο τσουβάλι
γεμάτο ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου γιὰ σένα»

Παραλήπτης παλιάτσος
μπαινοβγαίνω στὸ σακί
μὲ μικρὰ πηδηματάκια

Ντύνομαι σῶμα ἀκριβό
κουκούλι φροντισμένο
θυμωνιὰ κυλάω
σὲ κουστωδία ἀπολεσθέντων
κατὰ τὴ θάλασσα

Ἐν μέσῳ κυμάτων
ἄτρωτη μήτρα
μὲ περιβάλλει


Εὔλογον

Ἀπροσπέλαστη σιωπή·
Ἕνας ἄγγελος μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο
Καὶ ἐξαφανίστηκε


Χαρμολύπη ἢ μοσχοβόλον

Πικρότατο γιασεμάκι μου

Μεθυστικὰ
Στιλπνὴ
Καρτερικότητα


Ἀνηλεῶς τῆς ἀπουσίας τὸ ἱστίο
ρυμούλκησα
Πηδαλοφέροντας ξέφρενες
ὑπερατλαντικὲς τροχιές
Μὲ τὸ ἅλας νὰ τρυπάει
τὸ σκάφανδρο
ὣς μέσα τὶς ἀρτηρίες


Ἴασις

Ἔτσι νὰ κάνω,
ν᾿ ἀγκαλιάσω τὸ βουνό
Πέτρα, στὴν πέτρα ῾πάνω


Τροφοδοτοῦμαι μὲ τὸ καλάθι
ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν τρίτο
Γατζωμένη στὸ χρυσὸ σκοινάκι
μόλις ποὺ ἰσορροπῶ

– Ρεσιτὰλ ἀγάπης –

Πρέπει νὰ τιθασεύσω
μυρωδιές, χρώματα

Τὴν πεμπτουσία τῆς ἀπουσίας σου


Ὑπόπτερον

Ὑπερπόντια ψυχή
Ἐν μέσῳ νυκτός
Ποῦ ὁδεύεις;


Τὸ θηρίο βρυχᾶται
μὲ τὰ σπλάχνα ἔξω
Πρὶν τὸν τελικὸ σπασμό
Πάμφωτο

Ὁ πιὸ φωτερὸς ἴσκιος
στὶς παρυφὲς τῆς λήθης

Ἵσταται


Ἀλγηδών

Κακτοειδὲς δέρας
στὴν ψυχή μου


«Παραμυθίαν οὐκ ἔχω»

Μὴ παραμελήσεις με Ζωή

Ἀνθὸς ἐγώ
Καρπὸς ἐξ ἁμαρτάνοντος νοός

Μὴ παραμελήσεις με
Πικρότατης κοιλίας τέκνο
τοῦτος ὁ λόγος ἐστί


Ἡ ποίηση ἕνα λιθαράκι
σὲ ἀσκήσεις ἄρθρωσης
Καὶ ὁ ποιητής
Σαρακοφαγωμένος
Ἀπὸ τὸν καημὸ τῆς γλώσσας


Γυμνὴ ἡ ψυχή

στὸ διάβα της

ἀντάμωσε

τὸ ζέον ὕδωρ


Ἡ ὑποδόρεια φλέβα
Κινεῖται
Ξεδιπλώνεται


Ἱστόπονον

Θά ῾θελα νά εἶμαι τὸ σιρίτι
τῆς σιωπῆς σου

Ἐκεῖνο τὸ λεπτὸ ὑφάδι

Κατὰ μῆκος τοῦ ἀπόλυτου
λευκοῦ


Εὐρύσπλαχνη τράπεζα μέσα μου
Κόκκινο κρασί μαρμαρωμένο


Τὸ ὄρνιο ποὺ μοῦ τρώει τὰ σπλάχνα

Ξαπόστασε γιὰ λίγο

Ἔλεγξε ἕνα γύρω τὴν ἐπικράτειά του

Ἐξοστρακίζοντας
τοὺς πειναλέους ἀντιπάλους

Κι ἐφόρμησε βολίδα

Κατὰ τὴ μεριὰ ποὺ χάσκει

ὀρθάνοιχτη ἡ πληγή


Πότε θ᾿ ἀδειάσουμε

τὴ στέρνα;

Τὸ νερὸ παλιό

Ὅσο καὶ ἡ μνήμη


Ἐν εἴδει χαϊκού

Στὸν Η.Π.

Ὑποδόριο
ὀξύνουν ἀνάγνωσμα
ἀνοικτὴ πληγή

Ξάστερη νύκτα
Ὅλα ἐπὶ τάπητος
τ᾿ ἀποκαΐδια

Τόπος ἄνυδρος
περίκλειστα ρήγματα
αὐτοχειρίας

Θηλάζοντάς τες
Ἐκρέμασαν τὰ στήθη
τὲς οὐτοπίες

Ἀπαράκλητος
δίχως παρηγορία
ἐναγκαλισμός


Μνημοσύνης ἀπαύγασμα

Μὲ τὴ σάκκα στὸ χέρι
Βγῆκες στὰ χαρακώματα
Δωδεκαετὴς μέτρησες τοὺς νεκρούς σου
Σκορπίζοντας κομφετὶ στοὺς δρόμους
Λίγο ἔνιωθες σὰν τὸν καλὸ σπορέα
Καὶ λίγο σὰν τὸν ἱερέα ποὺ ρίχνει χῶμα
«Εἰς μνήμην»


Ἄρρητα μυστικὰ
συμπιέζουν τὴν καταπακτή μου

Μόλις ποὺ διακρίνεις:

Τὴ λύπη κόλουρη στὴ γωνιά της
Τὴν πικρία ἀπὸ μώλωπες κατάστικτη
Τὴν ἀπόγνωση σὲ αἰώρα λικνιζόμενη

Καὶ κάπου στὸ βάθος τοῦ κελλιοῦ μου
Μιὰν ἀχλὺ ἀχράντων μυστηρίων
Πορφύρας καὶ βύσσου


Ξεκλείδωσε ἐκεῖνο τὸ πορτάκι
Οἱ τοῖχοι του χονδροκόκκινο
Πομπηϊανὸ ξεφλουδισμένο

Δὲν εἶναι αἷμα
Μόνον ἡ ἀγάπη ποὺ πέτρωσε


Ψυχιατρικὸ Τμῆμα

Ἕως τὰ μέσα μούσκεψα
– ὅπως τότες, παιδί –
Ξεδιπλώθηκα νὰ στεγνώσω
Κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιο παγετό
Παρατεταμένο συριστικὸ κλάμα
μέσ᾿ στὴν ἀγκάλη του


Μελανθές

Ἀπ᾿ τὸ δυσοίωνο τοῦ κόσμου
Ὀρθώνεται ἡ μάνα μου

Ὅπως,

σὲ τέφρα γῆ
Παράτολμα χλωρίδα ἀνατέλλει


Δίχως ματοκλάδια τὰ παραθύρια μου
Ἐκτεθειμένα σὲ σκόνη καὶ σαράκι
Νὰ σκάπτει καὶ ὅλο νὰ ὑποσκάπτει
Πίσω ἀπὸ τὸ φαίνεσθαι
Τὴν καρδιὰ τοῦ εἶναι


Ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀκρωτηριασμένα μέλη
Τὴν καρδιὰ ἐκράτησα
Μέσα σὲ βύσσο ἐκλεκτό


Μὲ τὸ γάλα τῆς ἀποξηραμένης
συκῆς στὰ χείλη
Καὶ τὴν ματαίωση στὰ βλέφαρα
Γεννητούρι ἀλλεπάλληλων θανάτων

Καὶ τὸ ζύγι ὅλο νὰ ξεγλυστρᾶ τῆς ζωῆς
μ᾿ ἕνα ἀπόβαρο ἐλαφρόπετρας


Συμπληγάδα ἡ ζωή
Ἴσα στὸ μάτι τοῦ κύκλωπα ὁδεύω

Κατακεραυνωμένη θωριά
Ἀπὸ Λαιστρυγόνες καὶ Κύκλωπες


Χτυποῦσες ὅλη τὴ νύχτα
μὲ δύναμη τὶς πατοῦσες σου στὸ χῶμα,
σὰν γιὰ νὰ εἰσχωρήσεις μέσα του
Χτυποῦσες τὸ στῆθος σου
νὰ τὸ ξεσκίσεις ὡς ἄλλος τραγωδός
Χτυποῦσες ἀπὸ ἔνστικτο
νὰ ἐξευμενίσεις τὶς Εὐμενίδες
νὰ θολώσεις τὰ νερὰ τῆς ἱστορίας
Ἡ ροδόχρωμη αὐγὴ
σὲ βρῆκε μὲ ἕνα οἴδημα στὸ στῆθος
καὶ μὲ κακώσεις στὰ κάτω ἄκρα
Ἐνῷ
ἡ παραφροσύνη τῆς νυκτός
διόλου δὲν ἀπέτρεψε
τὸν εἱρμὸ τῶν γεγραμμένων


Τοῦ κύματος τὸ ἀληθές

Ἐκεῖ ποὺ τραβάει τὴν ἀνασαιμιά του
γιὰ νὰ ἐκτιναχτεῖ ἐκ νέου
Ἐκεῖ,

κόπηκε ἡ ζωή μου


Φύραναν τὰ χέρια μου
Τρύπιες παλάμες
Καθρέπτες τοῦ μέσα

Ἀπροκάλυπτη ἐνσωμάτωση στὸ ἀσύλληπτο


Τὸ τραχὺ δέρας

ὑπέκυψε

Στὴν βούληση τῶν σπλάχνων


Ἡ γλῶσσα

Ἀφάνισαν ἀπὸ προσώπου γῆς
τὰ μισοφέγγαρά μου
Περιέσπασαν βιαίως ἀπ᾿ τ᾿ ἀνάκλιντρο
τὴν ὡραία κοιμωμένη
Γαζέλα μοναχὴ ἡ ὀξεία μου
Κτυπᾶ τὸ σήμαντρο τῆς ἐπιστροφῆς


Κομμάτια ἀσύνδετα

Ὅσο κι ἂν ἐπιμένω

δὲν συντίθεται

τὸ πάζλ


Προσεκρούσθη
Ἡ ἡλικία τῶν σπαργάνων
Μὲ ἀφελεῖς προκροῦστες

Στὸ δρόμο, ἡ χώρα τῶν λωτοφάγων
Φυτώριο λήθης

Ἔκτοτε,
Ἡ φαντασία ὁδηγεῖ τὸ μεθυσμένο κάτοπτρο


Τὰ ἀντισώματά μου μὲ πετροβολοῦν


Μελύδριον

Χαῖρε τὸ μεστὸ γέλιο
τῶν αἰσθήσεων δόνηση
Στὶς κυψελίδες τῶν πνευμόνων
Μόνη κάθαρση


Νάμα

Ἡ ψυχή μου ἀκούμπησε στὰ σπλάχνα σου


Σ᾿ ἐκεῖνο τὸ προγονικὸ δάνειο
ἀπόστημα οἱ τόκοι ρέουν ἐντός μου
Ὅσο κι ἂν μπήγω τὸ μαχαίρι
νὰ καθαρίσω τὰ τοιχώματα
ἐκεῖνοι καλπάζουν στὰ ὕψη
Σαθρὰ καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οἴκου
ποὺ χρεώθηκα
Οἱ τοκογλύφοι καραδοκοῦν
μέσα ἀπὸ τὶς ρωγμές
Ὀσφραινόμενοι
Τὸ κενὸ ποὺ χάσκει ἀνυπεράσπιστο


Ἀργό, ἀργὸ τὸ βούλιαγμα
Ἀργή, ἀργὴ ἡ ἀνόρθωση

Τὸ κενὸ τοῦ νοῦ συσπᾶται
Πλαταγιάζει ὁ νοῦς ἐκκωφαντικά


Μὲ τὸν πάγκο ἀνὰ χεῖρας
Καὶ τὴν καρδιὰ στὰ κάτω ἄκρα
– μαγνήτη ἀνεπιστρέψιμης γείωσης –
Καταφθάνω στὸ ἐκδοτήριό μου

Θεατὴς μιᾶς μυστικῆς πράξης
Ἁπλώνω τὰ πιὸ πολύτιμα τζοβαερικά μου
Διάσπαρτες φλόγες φεγγοβόλες

Τὸ πὰζλ μιᾶς ζωῆς ἀνέστιας


Ἔλιωσε ἡ φλόγα τὸ κερί
Τὸ ἀγάπησε μέχρι πνιγμοῦ


Ἡ ταυτότητά σου ἀναγράφει
«Φευγαλέα ἔλευσις»

Ἡ δική μου
«Ἀνακομιδὴ λειψάνων»


Κόκκινο καὶ μὴ τ᾿ ἀγγίξεις
Κρατήσου μακριά

Ὑπνώτισε τὸν ταῦρο
Ἀρνάκι σὲ ἀρένα


Μὲ τὸν χρυσὸ τοῦ Μίδα ἀγκαλιά, πορεύτηκα

Ἐπάνω στὸ μυοκάρδιο
Τὸ εἰδικό σου βάρος


Παγώνω τὸ αἷμα στὶς φλέβες μου
νὰ κρατηθεῖ μακριὰ ἀπ᾿ ὅ,τι ματώνει

Ἀνεπαίσθητες θρομβώσεις
μικρὲς-μικρὲς στοιβάδες
μὲ σκέπασαν


Μὲ τὸ ἄλφα τὸ στερητικὸ παλεύω

Πιστεύει πὼς ἡ ἀπουσία του

Θά ῾ναι τὸ ἀδιέξοδό μου


Πάνω κάτω στὸ κλουβί, πάνω κάτω
σὲ μιὰ διαρκῆ ἀφασία
οὔτε ποὺ θυμᾶμαι
πόσες διασείσεις συντελέστηκαν
Πάνω κάτω - πάνω κάτω
Στὶς ἀνακωχὲς ὄργωσα τὸ περιμετρικό μου
ἕνα ἀπόλυτο τετράγωνο
Τὸ ἔσπειρα μὲ μνῆμες προγόνων
Πάνω κάτω - πάνω κάτω
Ὅπως τὰ θεμέλια ἐπιποθοῦν λείψανα Ἁγίων
ρίχνω κρασὶ στὶς τέσσερις γωνιὲς
τῆς φυλακῆς μου
– λάβα ποὺ θὰ λιώσει τὸ σίδερο –
Κρασὶ ἄπλετο
Πάνω κάτω - πάνω κάτω
Ἀνάφλεξη
Ἀνάδυση


Κεῖμαι στὴν ἐλλειπτικὴ τροχιὰ τῆς ἀγάπης


Θερμὲς εὐχαριστίες σὲ ὅσους συνέβαλαν
στὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου.
Ε.Δ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μυρίπνοον (12)
Ἄτιτλο (14)
Ἄτιτλο (16)
Ἄτιτλο (17)
Ἔνδον ζάλη (18)
Ἄτιτλο (19)
Ἄτιτλο (20)
Ἀκριβοδίκαιον (21)
Ἄτιτλο (22)
Διάνυσμα τεθλασμένης (23)
Θυμικόν (24)
Ἄτιτλο (26)
Ἄτιτλο (28)
Ἄτιτλο (29)
Πῆρα τὸ μήνυμα (30)
Εὔλογον (31)
Χαρμολύπη ἢ μοσχοβόλον (32)
Ἄτιτλο (34)
Ἴασις (35)
Ἄτιτλο (36)
Ὑπόπτερο (38)
Ἄτιτλο (39)
Ἀλγηδών (40)
«Παραμυθίαν οὐκ ἔχω» (42)
Ἄτιτλο (43)
Ἄτιτλο (44)
Ἄτιτλο (45)
Ἱστόπονον (46)
Ἄτιτλο (47)
Ἄτιτλο (48)
Ἄτιτλο (49)
Ἐν εἴδει χαϊκού (50)
Μνημοσύνης ἀπαύγασμα (51)
Ἄτιτλο (52)
Ἄτιτλο (54)
Ψυχιατρικὸ τμῆμα (56)
Μελανθές (58)
Ἄτιτλο (60)
Ἄτιτλο (61)
Ἄτιτλο (62)
Ἄτιτλο (63)
Ἄτιτλο (64)
Τοῦ κύματος τὸ ἀληθές (65)
Ἄτιτλο (66)
Ἄτιτλο (67)
Ἡ γλῶσσα (68)
Ἄτιτλο (69)
Ἄτιτλο (70)
Ἄτιτλο (71)
Μελύδριον (72)
Νάμα (73)
Ἄτιτλο (74)
Ἄτιτλο (75)
Ἄτιτλο (76)
Ἄτιτλο (77)
Ἄτιτλο (78)
Ἄτιτλο (80)
Ἄτιτλο (82)
Ἄτιτλο (84)
Ἄτιτλο (86)
Ἄτιτλο (88)
Ἄτιτλο (89)


Η ΟΔΥΝΗΡΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

Ἡ ποίηση εἶναι τὸ προϊὸν μιᾶς ἐπισκέψεως. Ἔρχεται σὰν μιὰ αἰφνίδια φωταγωγία ἀκόμα κι ἂν τὸ περιεχόμενό της μᾶς φαίνεται σκοτεινό. Ἔρχεται καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅπως καὶ ἡ ἀλήθεια :δηλαδὴ δωρεάν. Σὰν ἕνα δῶρο. Γιατὶ καὶ ἡ ποίηση εἶναι ἕνας τρόπος νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ὁ τρόπος ὅμως ποὺ προσλαμβάνεις αὐτὴ τὴν ἀλήθεια εἶναι προσωπικὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀλήθεια λέγεται πολλαχῶς. Ἀλλὰ γιὰ νὰ σοῦ χαριστεῖ ἕνα τέτοιο δῶρο προϋποτίθεται μιὰ βαθιὰ καλλιέργεια, μὲ τὴν πρωτογενὴ σημασία τῆς λέξης αὐτῆς.Προϋποτίθεται πολὺ καλὸ κι ἐπίμονο σκάψιμο. Μόνο ἔτσι θὰ μᾶς γίνει ἡ χάρη καὶ θὰ ἀνασυρθοῦν στὸ φῶς τῆς αὐγῆς ὅσα κρύβει ἡ μνήμη κι ὅσα ἡ μνήμη θὰ κρατήσει.

Μνημοσύνης Ἀπαύγασμα, λοιπόν.

Εἶχα τὴν τύχη νὰ παρακολουθήσω ἀπὸ τὸ ξεκίνημά της αὐτὴ τὴ δουλειὰ τῆς Ἑλένης Διαμαντοπούλου. Παρακολούθησα τὴν ἀγωνία της ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα, ἀπὸ τὰ πρῶτα χειρόγραφα μέχρι νὰ βρεῖ αὐτὸ τὸ βιβλίο τὸ σχῆμα του καὶ τὴ μορφή του, χάρη στὴν καλαισθησία τόσο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου, ὅσο καὶ τῆς ἴδιας τῆς συγγραφέως. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ε.Δ. εἶναι ζωγράφος καὶ ὅτι στὸ βιβλίο αὐτὸ συνομιλεῖ ἀποκαλυπτικὰ ἡ ποίηση μὲ τὴ ζωγραφική. Ἡ ἐπαναλαμβανόμενη παραλλαγὴ μιᾶς αὐτοπροσωπογραφίας συνομιλεῖ μὲ τὸν λόγο, μὲ τὴ ζωντανὴ μνήμη ποὺ θέλει νὰ νικήσει τὸν θάνατο, νὰ ὑπερβεῖ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου ὄχι μὲ φτιασιδώματα, ψέμματα καὶ φενάκες ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς ἀρχέγονου κάλλους ποὺ ἀντανακλᾶται στὰ βαθύτερα στρώματα τοῦ εἶναι μας.

Μνημοσύνης Ἀπαύγασμα. Ἡ ἀκτινοβολία, ἡ λάμψη τῆς θύμησης. Ἢ ἡ δυνατότητα τῆς θύμησης νὰ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε μακριά. Γιατὶ ἡ μνήμη δὲν δίνει μόνο διάρκεια στὸ παρελθόν. Οἱ πιὸ οὐσιαστικὲς στιγμὲς τοῦ μέλλοντός μας ἔρχονται πάντα σὰν μιὰ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ξαναζήσει, ποὺ κάποτε καταγράφηκε στὴ μνήμη μας.

Ἡ Ε.Δ. ἐπιλέγει νὰ ἐκφράσει τὸ ἀπαύγασμα τῆς μνημοσύνης της μὲ ὀλιγόστιχα ποιήματα θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο μιᾶς περιττῆς φιλολογίας καὶ θέλοντας ἐξ ἀρχῆς νὰ ἑστιάσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστη της στὸν κόσμο ἐντός. Τὸν δικό της κόσμο. Ἀλλὰ ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τὸ στοίχημα ποὺ ἐπιδιώκει νὰ κερδίσει ὁ δημιουργὸς: πῶς τὸ ἰδιωτικό, ἡ ἄκρως ἀτομικὴ ἐμπειρία, μπορεῖ νὰ συναντήσει τὴν κοινὴ συνείδηση, εἴτε εὐθέως εἴτε πλαγίως, ὥστε ἀπὸ ἀτομικὴ ἔκθεση νὰ καταστεῖ κοινὴ συγκίνηση.

Ὁ ἔξω κόσμος –τὰ πέριξ- προκαλεῖ ἀπορία. Ὁ ἔσω κόσμος –τὰ ἐντός-προκαλεῖ κλάμα, γιατὶ ἡ χαρὰ εἶναι κρυμμένη ὅπως τὰ ὀστᾶ τῶν ἁγίων στὸ σκευοφυλάκιο. Ἔτσι κρυμμένη πρέπει κάποτε νὰ ἀποκαλυφθεῖ γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Ἐντός μας κλάμα καὶ νὰ τὸ μεταμορφώσει . Ἀπέναντι λοιπόν στὴν ἀντικειμενικότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ στὴν τραγικότητα τοῦ ριγμένου μέσα στὸν κόσμο ἐγώ μας ἔρχεται τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου μὲ ὅ,τι πιὸ χειροπιαστὸ ἔχει ἀφήσει: τά οστά του. Καὶ ὅ,τι πιὸ θαυματουργό.

Γιατὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιμονὴ ἔρχεται ἡ καρποφορία σὰν τὸν σπόρο ποὺ τοῦ λείπει τὸ νερὸ γιατὶ εἶναι κλεισμένος στὴν παλάμη ἀλλὰ φυτρώνει τελικὰ ποτισμένος ἀπὸ «τὸν ἱδρώτα ταῆς ὑπομονῆς». Αὐτὸς ὁ ἱδρώτας τῆς ὑπομονῆς εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ σκεφτοῦμε στὸ ὁμότιτλο τῆς συλλογῆς ποίημα «Μνημοσύνης ἀπαύγασμα» ὄτι τὸ νὰ νιώθεις σὰν τὸν καλὸ σπορέα δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ νὰ νιώθεις σὰν τὸν ἱερέα ποὺ ρίχνει χῶμα «εἰς μνήμην» γιατὶ κι αὐτὸ τὸ χῶμα –τὸ χῶμα «εἰς μνήμην»- φυτρώνει σὰν ἕνας σπόρος καθὼς ἐκεῖνο ποὺ σκεπάζει εἶναι τὸ «φαίνεσθαι» γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν καρδιὰ τοῦ «εἶναι».

Γιατὶ αὐτὸ τὸ «φαίνεσθαι» μᾶς ὁδηγεῖ στὴ ματαίωση: αὐτὴ τὴ ματαίωση ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἑ.Δ. μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους στίχους τῆς συλλογῆς «Μὲ τὸ γάλα τῆς ἀποξηραμένης συκῆς στὰ χείλη». Ὁ ζωτικὸς χυμὸς δὲν καταλήγει στὸν καρπὸ, δὲν ὁλοκληρώνεται ὅπως καὶ τὰ ἀσύνδετα κομμάτια δὲν μποροῦν νὰ συνθέσουν τὸ πάζλ, νὰ ἐπανασυνθέσουν τὴν εἰκόνα.Ἡ ἀποξηραμένη συκὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ γνώρισε τὴν ὀργὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐκδηλώνεται ποτὲ γιὰ νὰ μᾶς ἀπελπίσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς λήθης.

Αὐτὸ ἐπιχειρεῖ καὶ ἡ Ἑ.Δ. μὲ τὴ  Μνημοσύνη της. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ μείνει στὴν τραγικότητα τοῦ αἰσθητικοῦ ἀνθρώπου ποὺ κρατάει μὲ θλιβερὴ αὐταρέσκεια τὰ κομμάτια τοῦ πάζλ καὶ νὰ «ὀσφραίνεται/ τὸ κενὸ ποὺ χάσκει ἀνυπεράσπιστο», ἀλλὰ σὰν «θεατὴς μιᾶς μυστικῆς πράξης» ἀναγνωρίζει τὴν ταυτότητά της ὄχι στὴ «φευγαλέα ἔλευσι» ἀλλὰ στὴν «ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων».

Τότε καὶ ἡ ποίηση ξυπνᾶ πάλι τὴν ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τὸ ὄχημα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ πνευματικὴ ὁδό. Ἰδιαίτερα σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ποίηση ὅλο καὶ περισσότερο, ὅλο καὶ πιὸ εὔκολα ταυτίζεται μὲ μιὰ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀτομικοῦ συναισθήματος, τῆς φαντασίας καὶ τοῦ ὀνείρου. Καὶ ὅλο καὶ λιγότερο ἀναδεικνύεται στὰμάτια αὐτοῦ τοῦ φευγάτου καὶ φευγαλέου κόσμου μας ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ ὁδυνηρὴ συναίσθηση τοῦ πραγματικοῦ. Ὅτι ἡ ποίηση εἶναι τὸ μέσον γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς πνευματικῆς ὁδοῦ ποὺ ἐπιστρέφει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀκεραιότητά του.

Ἄγγελος Καλογερόπουλος