Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879): ἐπικολυρικὸς ποιητὴς
καὶ πολιτικὸς
ἀπὸ τὴν Λευκάδα, ἐμπνεόμενος κυρίως ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
|
Εὐαγγελισμός - ἙλληνισμόςΜὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν, Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη «Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε. Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη «Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε, Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα |
Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι τουἘγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει! Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου. Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη, Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι, Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο, Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη |
Τὸ σχοινὶ τοῦ ΠατριάρχηΠῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα, Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!... Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι... Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς... ἡ Ρούμελη μουγκρίζει... Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητούνι... Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας, Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
|
Ὁ ΣαμουήλΚαλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι; Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία, Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα - Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος. Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια. Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει! Ἡ δέησις- Πατέρα μου, σ᾿ ἐδούλεψα Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε! Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου, Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο Καὶ τώρα-τώρα π᾿ ἄκουσες Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του Σταλαματιὰ-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
|
Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμαΣτὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς «Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα, Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη, Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος, Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα, «Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
|
Ἐπέσανε τὰ ΓιάννεναἘπέσανε τὰ Γιάννενα, σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
|
Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος ΣολωμοῦΚοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι... Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
|
Ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῆς θυγατρός μου ΝαθαλίαςΤώρα, π᾿ ἀνθίζ᾿ ἡ κυκλαμιὰ καὶ κάθε σπόρο, πὄχει Μοσχοβολᾶ ἡ ἀλιφασκιά, μικρά μου Ναθαλούλα, Στὸν πολυτάραχο γιαλὸ τοῦ κόσμου μιὰν ἡμέρα
|
Ἡ πρὸς τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μουΔὲν εἶναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μέρα
|
Ἀθανάσης Διάκος[Ἆσμα Πρῶτον]
[Ἆσμα Δεύτερον] Ἆσμα Πρῶτον
|
ΠρόλογοςΕἶναι βαρὺ τὸ ὄνομα τοῦ Κανάρη, εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ φοβοῦμαι μὴ ὑπὸ τὸν πελώριον ὄγκον κύψῃ τὸν αὐχένα ἡ ποίησίς μου. Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ ρίψω κι ἐγὼ μακρόθεν ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ ἀειμνήστου ἥρωος ὀλίγα νεκρολούλουδα, ἀφοῦ δὲν ηὐτύχησα ν᾿ ἀσπασθῶ τὴν στιβαρὰν χεῖρα του ἐγώ, ὅστις τὸν ἠγάπων μέχρι λατρείας; Πέρυσι τὸν ἐπισκέφθην πολλάκις εἰς Κυψέλην καὶ ἠκροώμην αὐτοῦ διηγουμένου μετὰ παιδικῆς ἀφελείας τ᾿ ἀκατανόητα ἆθλα του... «Ὅλα, παιδί μου, ὅλα τὰ κατορθώνει ἡ πρὸς τὴν πατρίδα ἀγάπη», στερεοτύπως ἀπήντα εἰς ἐμὲ γέρων πυρπολητής, ὁσάκις συγκεκινημένος τῷ ἐξέφραζᾳ τὸν θαυμασμόν μου. Ὅτε προσεκόλλησεν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος τοῦ αἱμοσταγοῦς Καραλῆ τὸ τρισένδοξον πυρπολικόν του, κατέβη δὲ εἰς τὴν μικρὰν λέμβον, ἔνθα ἐν ἀγωνίᾳ θανάτου τὸν ἐπρόσμενον οἱ γενναῖοι σύντροφοί του καὶ ἥτις εἶχε δεθῆ διὰ σιδηρᾶς ἁλυσίδας ἐπὶ τῆς κλίμακος τοῦ τρικρότoυ, ὁ Κανάρης διέταξε τὴν ἀπoμάκρυνσιν, φοβούμενoς μὴ αἱ αὐταὶ φλόγες συγκαταφάγουν Ὀθωμανοὺς καὶ Ἕλληνας. Ἀλλ᾿ ἡ λέμβος ὡς ἐὰν ἐκρατεῖτο ὑπὸ μυστηριώδους ἀφανοῦς δαίμονος, ἔμενεν ἀκίνητος, μὴ ὑπακούουσα εἰς τὴν πυρετώδη βίαν τῶν κωπηλατῶν. Τότε τῶν θαλασσῶν ὁ ἀπτόητος δεσπότης ἐνόησεν ὅτι ὁ δεσμὸς τῆς ἁλυσίδoς δὲν εἶχεν ἐντελῶς λυθῆ καὶ λαβὼν ἀταράχως τὸν πέλεκυν ἔκοψεν αὐτὸν καὶ ἀπεσπάσθη ὡς ἐκ θαύματος ἐκ τοῦ σημείου, ἔνθα ἐπέπρωτο μετ᾿ ὀλίγον νὰ τελεσθῇ μία τῶν φρικαλεωτέρων καὶ ἐνδοξοτέρων σκηνῶν τοῦ μεγάλου ἐθνικοῦ δράματος. «Τὰ ὀλίγα δευτερόλεπτα, τὰ ὁποῖα ἐδαπανήθησαν ἐν τῷ ἀπρoσδοκήτῳ ἐκείνῳ συμβάντι, ἦσαν ἀρκετὰ νὰ ἐπιφέρουν τὴν καταστροφήν μας», μετ᾿ ἀπεριγράπτου μειδιάματος μοὶ ἔλεγεν ὁ Κανάρης. «Οἱ Τοῦρκοι ἦσαν τόσοι, ὥστε, ἐὰν ἔπτυoν ἐπάνω μας, θὰ μᾶς ἔπνιγον ἀναμφιβόλως. Ἀλλ᾿ ὁ μεγαλοδύναμος Θεὸς δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ μᾶς ἔσωσε, διότι ἐγνώρισε τὴν ψυχὴν τῶν δούλων του. Ὁ θάνατος τοῦ Κανάρη ἐν ταῖς σημεριναῖς τοῦ Ἔθνους περιστάσεσιν εἶναι συμφορὰ ἀνεπανόρθωτος. Βεβαίως δὲν ἦτο δυνατὸν κατ᾿ ἐξαίρεσιν νὰ μείνῃ ἀθάνατος οὔτε γέρων ἐνενηκοντούτης ἤθελεν ἐπιχειρήσει ὅτι ἄλλοτε παίζων ἐξετέλει. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κανάρη ἤστραπτεν ἀκόμη ζῶσα ἡ λάμψις τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, διότι, παραδόξως, ὅλοι οἱ μεγάλοι τῆς Δύσεως ποιηταὶ ἐκ τῶν ἄθλων αὐτοῦ ἐνεπνεύσθησαν περισσότερον παρὰ ἐκ τῶν λοιπῶν ἡρωϊκῶν κατορθωμάτων τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἐπεβάλλετο λοιπὸν ἀκόμη εἰς τὴν κοινὴν τοῦ κόσμου γνώμην ὁ θαλάσσιος ἥρως καὶ ἵστατο ἐν μέσῳ ἡμῶν ὡς μνημόσυνον αἰώνιον ἡμερῶν ἐνδόξων καὶ ὡς παράδειγμα ἀξιομίμητον εἰς τὰς παρούσας γενεάς. Ἀλλὰ διατὶ ἡ ἔκτακτος αὕτη τῶν ποιητῶν συμπάθεια ὑπὲρ τοῦ Κανάρη; ... Οὔτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ καταλαμβάνω. Ἴσως εἰς τὴν προτίμησιν ταύτην συνέτεινεν ὄχι ὀλίγον καὶ ἡ ἁρμονία τοῦ ὀνόματός του... Μὴ γελᾷς, φίλε, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ ποίησις ἔχει πολλὰς τοιαύτας ἰδιοτροπίας καὶ μὴ ἀμφιβάλλῃς ὅτι, ὅσον καὶ ἂν δοξασθῶσι πολλὰ ὀνόματα, δὲν θὰ εὕρoυν εὔσχημον τοποθέτησιν ἐν τῷ στίχῳ. Αὕτη εἶναι ἡ ταπεινή μου γνώμη. |
ΚανάρηςΤὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι
|
Μνημόσυνον ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης
|
Ὁ Ἀστραπόγιαννος
|
Τὸ Ξερριζωμένο
Δέντρο
|
Ἡ Φυγή«Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη, »Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε! »Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ἀκοῦς πῶς σκούζουν! »Βριόνη, πρόφθασε· ἀκόμη ὀλίγο, »Δὲν τόνε βλέπετε, σὰ Χάρος φθάνει »Ἀνεμοστρόβιλος, θεοποντή, »Κρύο τὸ σίδερο χωνεύει, σφάζει. »Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο, Ὀμὲρ Βριόνη. Ἐμπρός του στέκεται καμαρωμένο, Χτυπάει τὸ πόδι του, σκάφτει τὸ χῶμα, Ἀκούει τὸν πόλεμο καὶ χλιμιτάει. Σκώνεται λαίμαργο στὰ πισινά του. Ὁ Λάμπρος τό ῾βλεπε κι ἀπὸ τὴ ζήλεια Ὡστόσ᾿ ὁ Ἀλήπασας, ἀπὸ τὸν τρόμο, Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα! Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια. Καθὼς διαβαίνουνε, τρίζει ἕνα ξύλο, ὅλα ὁ Ἀλήπασας, ὅλα τρομάζει, καὶ κειὸς τὰ δάχτυλα σφίγγει στὴ σέλα, Μακριὰ τὰ γένια του, ἄσπρα σὰ χιόνι, Καθὼς τὰ κύματα μὲ τὴ νοτιὰ ἔτσι καὶ τ᾿ ἄλογο κεῖνο τὸ βράδυ Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι. Λυσσάει ὁ Ἀλήπασας καὶ βλαστημᾷ. Ἡ καρδιὰ μέσα του χτυπάει σφυρί, K᾿ ἐκεῖ ποὺ τ᾿ ἄλογο ψυχομαχάει, Ἀκόμα σκιάζεται τοῦ ἐχθροῦ τὰ βόλια, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε καλὰ ν᾿ ἀκούσει Τ᾿ ἄτι ἐταράχτηκε σὰν τὸ στοιχειὸ Ἀκούει πατήματα, φωνὲς πολλές... Γιομίζει τ᾿ ἄρματα, καὶ στὸ μαχαίρι Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορὰ Ἔτσι ὁ Ἀλήπασας κυνηγημένος
|
Ὁ Γῶγος (1812)Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε. - Το Σούλι ἐρημωμένο Στῆς Πάργας τὰ ψηλώματα χιλιάδες κυπαρίσσια Μαυρολογοῦσ᾿ ἀπὸ μακρά, σαρακοφαγωμένη, Ἐδῶθε φεύγει ὁ λογισμὸς μὲ φρίκη, μὲ τρομάρα, Λαχτάριζεν ἡ Πρέβεζα στ᾿ Ἀλήπασα τὰ νύχια· Τρέχει θολὸ κι ἀγνώριστο τοῦ Λούρου τὸ ποτάμι, Μέσα σὲ τόση δυστυχιά, μέσα σε τόσα κάλλη,
|
Ὁ ΚαλογιάννοςἸωάννη Βαλαωρίτη Μὴ μὲ ρωτᾷς ποῦθ᾿ ἔρχομαι, μὴ μὲ ρωτᾷς ποῦ τρέχω· Λίγη δροσούλα τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀκούραστο λαρύγγι Τὸ πρῶτο τοῦ φθινόπωρου ποὺ φαίνεται λουλούδι Μιὰ μόνη ἀγιάτρευτη πληγὴ ἔχω βαθιὰ κρυμμένη Ἀλλά... δὲ θέλω κλάματα· μακρὰ ἀπὸ μένα ὁ πόνος.
|
Πρὸς τὴν
ὑπὸ λαίλαπος δεινῆς
|
Φωτεινός[Ἆσμα Πρῶτον] [Ἆσμα Δεύτερον] [Ἆσμα Τρῖτον] * * *Ἆσμα Πρῶτον.
|
Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.
Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.
Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.
Στὰ γράμματα παρουσιάστηκε σὲ ἡλικία 23 χρονῶν μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Στιχουργήματα». Ἐξέδωσε ἐπίσης τὶς συλλογὲς «Μνημόσυνα» καὶ «Κυρὰ Φροσύνη» καὶ τὰ δραματικὰ ποιήματα «Ἀθανάσης Διάκος», «Ἀστραπόγιαννος», «Θανάσης Βάγιας», «Σαμουήλ» καὶ «Φυγή». Ἔγραψε ἀκόμα καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα, ἐνῷ ἄφησε ἡμιτελὲς τὸ τελευταῖο του ἔργο «Φωτεινός».
Ὁ Βαλαωρίτης εἶναι ἐπικοδραματικὸς στὰ πατριωτικά του ποιήματα καὶ λυρικὸς στὰ ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ ὑποκειμενικὰ θέματα. Τὸν ἀληθινὸ Βαλαωρίτη τὸν βρίσκουμε στὰ μεγάλα δεκαπεντασύλλαβα πατριωτικά του ἔπη. Καὶ ἀφοῦ εἶναι γνήσια ἐπικός, γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι καὶ θεατρικός. Θεωρεῖται ὡς ὁ συνεχιστῆς τοῦ Ὁμήρου, κάπως μακρινὸς βέβαια καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου ὕψους. Στὰ μεγάλα ποιήματά του περιγράφει γεγονότα τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Καὶ τὰ περιγράφει μὲ τέτοια παραστατικότητα, μὲ τέτοια ζωντάνια, ποὺ θὰ νόμιζε ὅτι συμμετέχει καὶ ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτά.
Ἀξιόλογος, γιὰ τὴν ἐποχή του, ποιητής, μὲ σημαντικὴ παράλληλη πολιτικὴ δραστηριότητα, ὁ Ἀριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1824. Γόνος οἰκογένειας μὲ ἔντονη ἀγωνιστικὴ δράση κατὰ τὰ ἐπαναστατικὰ χρόνια (ἀρματολοὶ τῆς Δ. Ἑλλάδας), ζεῖ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια στὴν ἀγγλοκρατούμενη Λευκάδα, ἀπολαμβάνοντας τὰ προνόμια ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζαν οἱ ἀνθηρὲς ναυτιλιακὲς καὶ ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του, Ἰωάννη Βαλαωρίτη.
Παρακολουθεῖ τὰ πρῶτα του μαθήματα στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία μὲ δασκάλους ἐπιφανεῖς, ὅπως τὸν Ἰ. Οἰκονομίδη καὶ τὸν Κ. Ἀσώπιο, ἐνῷ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του θὰ τὶς συμπληρώσει στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἰταλία καταρχήν, στὴν Ἐλβετία κατόπιν, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ Παρίσι, ὅπου ἐγγράφεται στὴ Νομικὴ Σχολὴ (1844). Δὲν θὰ ὁλοκληρώσει, ὡστόσο, ἐκεῖ τὶς πανεπιστημιακές του σπουδές, καθὼς κάποια προβλήματα ὑγείας θὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ πτυχίο του θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ ἀνακηρυχθεῖ διδάκτωρ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τῆς Πίζας στὴν Ἰταλία (1848).
Ἀκολουθεῖ μία περίοδος ταξιδιῶν στὴν Εὐρώπη καὶ γνωριμίας μὲ ποικίλα ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς περιόδου. Στὰ 1852 ὁ Βαλαωρίτης παντρεύεται τὴν Ἐλοΐζα Τυπάλδου, μὲ τὴν ὁποία ἕνα χρόνο ἀργότερα (1853) θὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα, ὅπου τὸ ζεῦγος θὰ ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά. Ἀπὸ τὸ γάμο του ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ποιητὴς θὰ θρηνήσει τρεῖς κόρες ποὺ πεθαίνουν σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἐνῷ δὲν θὰ προλάβει νὰ δεῖ καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ γιούς του, τοῦ Αἰμίλιου (1882).
Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Λευκάδα, τὸ 1853, ὁ Βαλαωρίτης συντάσσεται μὲ τὴν φιλελεύθερη παράταξη τῶν ριζοσπαστικῶν, ὡς ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἕνωσης τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν κυρίως Ἑλλάδα. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα (1857) ἐκλέγεται βουλευτὴς τῆς Ἰονίου Βουλῆς καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἀγόρευσή του ἀφήνει νὰ διαφανεῖ τὸ πάθος του καὶ ἡ ρητορική του δεινότητα. Ἔκτοτε, ὡς καὶ τὸ 1864, ὁπότε καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Βαλαωρίτης ἐπιδεικνύει ἐντονότατη πολιτικὴ δράση.
Ἱδρύει κομιτᾶτο στὴ Λευκάδα, ἐργάζεται μὲ πάθος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ἐκλέγεται, τὸ 1864, πρῶτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στὴ Β´ Ἐθνοσυνέλευση Ἀθηνῶν, ἐνῷ τὸ 1865 καὶ τὸ 1868 ἐκλέγεται βουλευτὴς μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἀλεξάνδρου Κουμουνδούρου. Ἡ νοθεία στὶς ἐκλογὲς τοῦ 1868, ὅμως, καθὼς καὶ ἄλλα πολιτικὰ γεγονότα τῆς περιόδου θὰ τὸν ἀπομακρύνουν ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολιτικὴ δράση.
Τὰ ὑπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωῆς του τὰ ἀφιερώνει στὴν ποίηση. Κορυφαία στιγμή του ἡ 25η Μαρτίου 1872, ὁπότε ἀπαγγέλει ποίημά του κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἀγάλματος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ καὶ καθιερώνεται στὴ συνείδηση τοῦ εὐρέος κοινοῦ ὡς ἐθνικὸς ποιητής. Ὁ θάνατος θὰ τὸν βρεῖ στὶς 24 Ἰουλίου 1879, σὲ ἡλικία μόλις 56 ἐτῶν, προτοῦ προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὸ μεῖζον ποιητικό του ἔργο τὸν Φωτεινό.
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1847, ὄντας φοιτητής, ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, τὰ Στιχουργήματα, πρωτόλεια ὁπωσδήποτε ποιήματα, τὰ ὁποῖα δὲν δίνουν οὐσιαστικὰ τὸ λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1857, θὰ ἔρθει ἡ δεύτερη ἔκδοσή του τὰ Μνημόσυνα, μιὰ συλλογὴ δώδεκα ποιημάτων ἐλεγειακοῦ τόνου καὶ ὕφους, μὲ θέμα τοὺς θανάτους προσφιλῶν προσώπων συνυφασμένους μὲ τὴν τουρκικὴ καταπίεση ποὺ γνώρισε ἡ Ἑλλάδα, ποιημάτων ποὺ προδίδουν τὴ ρομαντικὴ τάση τοῦ ποιητῆ φορτισμένη, ὅμως, μὲ τὸ ἐθνολατρικο στοιχεῖο. Ὁ ἐθνικὸς χαρακτήρας τῆς ποίησής του θὰ παγιωθεῖ στὸ πρῶτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα τὴν Κυρὰ Φροσύνη, ἔμμετρο σύνθεμα μὲ θεατρικὴ δομή, ποὺ ἐκδίδεται τὸ 1859. Στὸ ἔργο αὐτό, παρασυρμένος ἴσως ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ ἐκφράσει (μέσα ἀπὸ τὸ γνωστὸ περιστατικὸ τοῦ πνιγμοῦ τῆς ἠπειρώτισας Φροσύνης, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ) ὅλο τὸ δρᾶμα τοῦ καταπιεζόμενου ἔθνους, ἀποδεικνύεται μᾶλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ᾿ ἕνα βαρυφορτωμένο σύνολο ἀκραῖες ρομαντικὲς σκηνὲς καὶ υἱοθετώντας ἕνα λόγο ρητορικό, σχεδὸν ἐπιδεικτικό.
Καλύτερη τύχη ἔχουν τὰ ἐκτενῆ ποιητικὰ τοῦ συνθέματα Ἀθανάσης Διάκος καὶ Ἀστραπόγιαννος, ποὺ γράφονται τὴν περίοδο 1865-1866 καὶ τυπώνονται τὸ 1867 μαζί. Ἐπικεντρωμένος καὶ πάλι στὴν ἡρωικὴ ἔκφραση ἑνὸς ἐθνικοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὁ Βαλαωρίτης χειρίζεται ἐπαρκέστερα τὰ μέσα του, ἀλλὰ δὲν ἀποφεύγει κι ἐδῶ τὶς ὑπερβολές.
Τὸ πιὸ μεγαλόπνοο, ὅμως, ἔργο του, τὸ ποίημα Φωτεινός, ὁ ποιητὴς δὲν προφταίνει νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Ἐπεξεργάστηκε μονάχα τὰ τρία πρῶτα «ᾄσματα», τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, λειτουργοῦν ὡς ἐπαρκὲς δεῖγμα μιᾶς ποιητικῆς ὡριμότητας, ποὺ δὲν πρόφτασε, δυστυχῶς, νὰ λάβει τελικὴ μορφή.
Γενικά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πῶς ἡ περίπτωση τοῦ Βαλαωρίτη χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία ἰδιοφυία ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ δώσει ἁρμονικὸ ἀποτέλεσμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ποιητική του αἴσθηση, πολὺ κοντὰ (ὑπερβολικὰ ἴσως) στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ρομαντισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐντονότατη πολτικὴ ἀνησυχία του κι ἕνα μαχητικὸ ἐθνικὸ ἰδεῶδες συγκρούστηκαν τελικά, παρὰ ἐναρμονίστηκαν. Μολονότι στὴν ἐποχή του ὁ Βαλαωρίτης κατάφερε νὰ ἐκφράσει ἕνα συλλογικὸ ἐθνικὸ πνεῦμα μὲ ἐπιτυχία καὶ νὰ θεωρηθεῖ ἀπὸ τὸ εὐρὺ κοινὸ «ἐθνικὸς ποιητής», μολονότι κατάφερε νὰ ἐπηρεάσει ἀρκετοὺς σύγχρονους καὶ μεταγενέστερους ποιητές, τὰ βαρυφορτωμένα ποιήματά του δὲν ἄντεξαν στὸν χρόνο, παρὰ σὲ μικρὰ μέρη τους, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα καταδεικνύουν ἕνα πνεῦμα εὐαίσθητο καὶ ἀνήσυχο ποὺ ἐκφράζεται μὲ μία μεγαλορρημοσύνη κάποτε γοητευτική.