Ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν μουσικὴ τοῦ Βυζαντίου

τοῦ Χρίστου Ψωμιάδη - μουσικοῦ (hristakis_ekmekoglu@yahoo.gr)

Ἄρδασσα, 29 Ἰουλίου 2006


Μέχρι καὶ πρὶν λίγα χρόνια ἐπικρατοῦσε ἡ ἄποψη πὼς ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στὸν Βυζαντινὸ κόσμο ἦταν τελείως ἀφανής, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμα αὐτὸς ἦταν ἐμφανὴς στὶς γυναῖκες τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας κυρίως, εἶχε νὰ κάνει μὲ γυναῖκες φόνισσες, πόρνες, μεγαλομανεῖς, διεφθαρμένες, δηλητηριάστριες, στριμένες, φιλόδοξές σε βαθμὸ ἐγκληματία κ.ἄ. Τὰ τελευταῖα ὅμως χρόνια ἡ ἀντικειμενικὴ ἔρευνα (ποὺ ἂς σημειωθεῖ ἐδῶ πῶς γίνεται ἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν ἐρευνητῶν κυρίως) ἔχει ἀποδείξει πὼς αὐτὲς οἱ ἐκ προκαταλήψεως ἀπόψεις δὲν εὐσταθοῦν γιὰ τὴν γυναῖκα τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου, ἀλλὰ γίνεται μία σύγχυση σὲ σχέση μὲ τὴν θέση τῆς γυναίκας στὸν Δυτικὸ κόσμο τοῦ τότε Μεσαίωνα! Σήμερα εἶναι γνωστὸ πλέον ὅτι οἱ γυναῖκες στὸ Βυζάντιο κατεῖχαν μία θέση πολὺ ξεχωριστή, πολυσήμαντη καὶ ἀξιοσημείωτη, ὄχι μόνο στὸν οἰκογενειακό, φιλανθρωπικό, νοσηλευτικὸ καὶ ἐπαγγελματικὸ τομέα ὅπως θὰ περίμενε κανείς, ἀλλὰ καὶ στὸν κοινωνικό, πολιτικό, οἰκονομικό, πολιτισμικό, μουσικὸ ἀκόμα καὶ στὸν στρατιωτικὸ τομέα (περίπτωση Ἄννας Ἀναχουτλοῦς τῆς Τραπεζούντιας ἡ ὁποία ἡγήθηκε σ[ε μάχη στὸν Πόντο στὰ 1341), κάτι ποὺ γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θὰ ἦταν ἀπίθανο γιὰ μία γυναῖκα τῆς Δύσης! Ἐπίσης πολλὲς γυναῖκες ἔφτασαν σὲ τέτοιο βαθμὸ μόρφωσης, ὥστε καθιερώθηκαν στὸ στερέωμα μὲ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν εὐρυμάθειά τους!

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦταν τόσο ἀνήκουστο νὰ ὑπάρχουν γυναῖκες συνθέτες στὴν κοσμικὴ μουσικὴ τοῦ Βυζαντίου, ἢ ἀκόμα καὶ στὴν Ψαλτικὴ τέχνη ὅπως εἶναι σήμερα. Φυσικὰ ἡ ὕπαρξη ἀνδρῶν συνθετῶν ὑπερτερεῖ αἰσθητά, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποκλείεται καὶ ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν, παρὅλο ποὺ στὴν πρώτη ἐκκλησία ἡ ἀπαγόρευση τῶν γυναικῶν στὴν λατρεία ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο στὴν πρὸς Κορινθίους Α´ ἐπιστολή.

Ἔτσι λοιπὸν ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες (2ο αἰ.) μαρτυρεῖται ἡ συμμετοχὴ γυναικῶν στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὡς διακόνισσες νὰ ψάλλουν διαφόρους ὕμνους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φανερώνει ὅτι ἡ ὑπαγόρευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δὲν ἐφαρμόστηκε στὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἐντοπισμὸς γυναικῶν μελουργῶν στὴν Ψαλτικὴ Τέχνη σήμερα εἶναι ἀρκετὰ δύσκολος, κι αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ συνθέτες μέχρι καὶ τὸν 12ο αἰῶνα ἦσαν σχεδὸν ἀνώνυμοι, ἡ ἴδια δυσκολία ἐπίσης ἀλλὰ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀφορᾷ καὶ τὴν κοσμικὴ μουσική, διότι ἐκεῖ ἦσαν σχεδὸν πάντοτε ἀνώνυμοι ὅλοι οἱ συνθέτες. Πάντως γυναῖκες ὅπως ἡ περίπτωση τῆς πολυμορφωμένης Ἄννας Κομνηνῆς (11ος -12ος αἰ.) δὲν μᾶς ἀφήνει καὶ πολλὰ περιθώρια γιὰ τὸν ἀποκλεισμό της ἀπὸ τὴν μουσική, μιᾶς καὶ ἡ εὐρυμάθεια τῆς «θλιμμένης» αὐτῆς πριγκίπισσας ἐντυπωσίαζε ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς τοὺς μεγάλους ἄνδρες τοῦ πνεύματος. Ἂν κάποτε ἔρθουν στὸ φῶς περισσότερα στοιχεῖα θὰ μποροῦν νὰ ἐπιβεβαιώσουν αὐτὲς τὶς εἰκασίες ὄχι μόνον γιὰ τὴν Ἄννα Κομνηνή, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλες ἐπίσης γυναῖκες τῆς ἰδίας κλάσεως ὅπως π.χ. Ζωὴ Καρβουνοψίνα (10ος αἰ.), Εὐδοκία Μακρεμβολίτισσα (11ος αἰ.), Ἄννα Δαλασηνὴ (11ος -12ος αἰ.), Εἰρήνη Δούκαινα (11ος -12ος αἰ.), Θεοδώρα Ραούλενα (14ος αἰ.) κ.ἄ.

Σήμερα μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε κάποια ἐλάχιστα ὀνόματα ὅσον ἀφορᾷ τὴν ψαλτικὴ τέχνη χάρις στὴν ὑπερχιλιόχρονη χειρόγραφη παράδοση, μὲ ἀπαρχὴ τὸν 9ο αἰῶνα ὅπου συναντοῦμε τὸ ὄνομα κάποιας μοναχῆς Μάρθας ἡ ὁποία ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτη καὶ ἦταν ἡγουμένη σὲ μοναστήρι τοῦ Ἄργους. Τὸν ἴδιο αἰῶνα ἐπίσης ζεῖ καὶ μία ἄλλη μοναχὴ ἡ Θεοδοσία, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἦταν μοναχὴ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ περικαλλῆ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὕμνοι ἐπίσης σῴζονται καὶ ἀπὸ κάποια ἄλλη γυναῖκα μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα χωρὶς ὡστόσο νὰ σῴζονται περισσότερα στοιχεῖα παρὰ μόνο τὸ ὅτι ἦταν μοναχὴ κι αὐτή.

Ἀναμφισβήτητα ὅμως ὁ 9ος αἰώνας ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς σημαντικότερης ἴσως γυναίκας μελουργοῦ τῆς λεγομένης Κασσίας, τῆς ὁποίας ὁ βίος ἔχει ἐπισκιαστεῖ ἀκόμα καὶ μὲ παραμυθολογήματα ἀνάλογα μὲ ἐκεῖνα τοῦ ἐπίσης βυζαντινοῦ μελουργοῦ Ἰωάννη Παπαδόπουλου τοῦ Κουκουζέλη καὶ Μαΐστορος (μᾶλλον 12ος αἰ.). Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ γιὰ αὐτὰ τὰ παραμυθολογήματα ἁπλὰ μόνο ὅσα ἡ μουσικολογικὴ ἔρευνα ἔχει ἀποδεχθεῖ. Ἡ μελουργὸς Κασσία λοιπὸν γεννημένη στὰ 810 περίπου μὲ σπουδαία γιὰ τὴν ἐποχή της μόρφωση ἦταν συνθέτης μουσικῆς καὶ στίχων ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικῶν ἀλλὰ καὶ κοσμικῶν. Εἶχε ἐνεργὸ ρόλο στὴν ὑπεράσπιση τῶν εἰκόνων, ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο εἶχε ἀπασχολήσει καὶ πολλοὺς ἄλλους λογίους της ἐποχῆς της. Εἶναι γνωστὴ ἐπίσης ἡ ὑποψηφιότητά της γιὰ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοφίλου καὶ ἡ φοβερὰ ἔξυπνη ἀπάντησή της, τὴν ὁποία ἀκολούθησε ὁ θυμὸς τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τὸ στέμμα. Ἡ Κασσία ἔγινε μοναχὴ σὲ μοναστήρι τῆς Βασιλεύουσας καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα τὸ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς ἔμεινε γνωστὴ εἶναι τὸ μοναχικό της καὶ ὄχι τὸ κοσμικό της. Σῴζονται περίπου 45 ἔργα της, καθὼς ἐπίσης καὶ μελοποιήσεις διαφόρων ὑμνογράφων καὶ οἱ συνθέσεις της κοσμοῦν κάθε βυζαντινὸ στιχηράρι.

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς λεγομένης «ἀναγέννησης τῶν Παλαιολόγων» τὸν 13ο αἰῶνα, μᾶς παραδίδεται σὲ κώδικα τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἄθω τὸ ὄνομα κάποιας Κουβουκλισήνας ἡ ὁποία μάλιστα ἀναφέρεται καὶ ὡς «Δομεστικήνα», δηλαδὴ ἐπικεφαλῆς ψαλτικοῦ χοροῦ μοναδικοῦ φαινόμενου γιὰ τὰ παγκόσμια χρονικά! Ὅπως μάλιστα ἀναφέρει καὶ ἡ μουσικολόγος Diana-Helen Touliatos «αὐτὴ ἡ ἀναγνώρισή της στὸ χειρόγραφο καὶ μάλιστα ἀπὸ γραφέα ἀνδρικῆς μονῆς, ἀποδεικνύει τὸ μέγεθος τοῦ μουσικοῦ της ταλέντου»!

Ὁ λαμπρὸς 14ος αἰῶνας τῆς «ἀναγέννησης τῶν Παλαιολόγων» ἔχει νὰ ἐπιδείξει τὴν παρουσία τῆς κόρης τοῦ περιφήμου «Λαμπαδαρίου τοῦ εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου» Ἰωάννη Κλαδᾶ (1400), τῆς ὁποίας σύνθεση ὑπάρχει στὸν κώδικα τῆς Ἐθνικῆς βιβλιοθήκης Ἑλλάδος μὲ ἀριθμὸ 2406 τοῦ ἔτους 1453. Ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ συνθέτῃς μαρτυρεῖται καὶ ὡς ψάλτης, χωρὶς ὡστόσο νὰ σῴζεται τὸ ὄνομά της λόγω τῆς ἐπισκίασής της ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα της, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους συνθέτες τῆς Ψαλτικῆς τέχνης.

Στὰ τελευταῖα ἔτη τῆς αὐτοκρατορίας γνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἀκόμα γυναίκας τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα μᾶς διασῴζεται ἁπλῶς ὡς «Παλαιολογίνα», ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες ἐνδείξεις ἦταν πολὺ ὑψηλῆς μορφώσεως καὶ ἀριστοκρατικῆς γενιᾶς, προερχόμενη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων ποὺ βασίλεψε ἀπὸ τὸ 1256 ὡς τὰ 1453 καὶ ἔγινε μοναχὴ πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς της σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἄλλωστε ἦταν συνήθεια γιὰ πολλοὺς λογίους τοῦ Βυζαντίου.

Ἡ Ψαλτικὴ τέχνη ὡς μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν δημιουργὸ ἔχει συμπληρώσει ἤδη 10 καὶ πλέον αἰῶνες ἱστορικῆς παρουσίας καὶ ἀναφορᾶς. Ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα ποὺ ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο μουσικὸ χειρόγραφο (μέχρι στιγμῆς τουλάχιστον), μᾶς διασῴζεται μία πληθώρα ὀνομάτων μελοποιῶν - ὑμνογράφων οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτησαν τὴν μουσικὴ τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας καὶ ἀφιέρωσαν τὴν ζωή τους γιὰ αὐτήν. Σ᾿ αὐτὴν τὴν πληθώρα τῶν ὀνομάτων αὐτῶν ὅπως καταδείχθηκε ἦταν ἐμφανὴς καὶ ἡ παρουσία γυναικῶν καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν θέση γενικότερα τῆς γυναίκας στὸν Βυζαντινὸ κόσμο, ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο εἴτε δὲν εἶναι γνωστὸ σήμερα, εἴτε δὲν προβάλλεται σωστὰ καὶ μὲ ἀντικειμενικὸ τρόπο. Κλείνοντας παραθέτω ἕνα ποίημα τοῦ λογίου Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (14ος αἰ.) στιχουργημένο κατὰ τὸ πρότυπο τῶν δέκα ρητόρων τῆς ἀρχαιότητας, στὸ ὁποῖο ἀνάμεσα στὰ ὀνόματα τῶν μεγάλων συνθετῶν τοῦ Βυζαντίου σημαντικὴ θέση κατέχει καὶ τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας Κασσίας.

«Οἱ τὰ μέλει πλέξαντες ὕμνων ἐνθέων
ἡ λύρα τοῦ πνεύματος Κοσμᾶς ὁ Ξένος,
Ὀρφεὺς νεαρὸς ἡ Δαμασκόθεν Χάρις,
καὶ Θεόδωρος, Ἰωσὴφ οἱ Στουδῖται,
ὄργανα τὰ κράτιστα τῆς μουσουργίας,
ξένη τε Σειρὴν Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος,
μέλος παναρμόνιον Ἀνδρέας ἐκρότεις,
καὶ Θεοφάνης, ἡ μελιχρὰ κινύρα,
Γεώργιος, Λέων τε, Μᾶρκος, Κασσία».