Στήλη: Ὑποθέσεις, Τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα
Καθημερινὴ - Κυριακή, 27 Μαρτίου 2005
Κάθε ποὺ ζυγώνει ἡ 25η Μαρτίου, ἀλλὰ καὶ στὴ λήξη τοῦ Ἀπρίλη μὲ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, βάζω νὰ παίζουν οἱ ζουρνάδες καὶ τὰ κλαρίνα καὶ ξαναπιάνω νὰ διαβάζω τὰ δημοτικά, ὅσα θησαύρισε ὁ Ζαμπέλιος, ὁ Φωριέλ, ὁ Passow, ὁ Πολίτης... Διαβάζω κι ἀκούω, νὰ ἁρμονιστοῦν βλέμμα καὶ ἀκοή, νὰ ἀνοίξουν καὶ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ποίηση ὡς τέχνη τῆς ἱστορίας. Δείγματα ἀπαράμιλλα αὐτῆς τῆς ἄψογης τέχνης εἶναι τὰ κλέφτικα, ποὺ κατορθώνουν καὶ οἰκονομοῦν τὸ μέγιστο μὲς στὸ ἐλάχιστο· σὲ εἴκοσι δεκαπεντασύλλαβους χωράει καὶ ὑψώνεται ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, μὲ τοὺς κατονομασμένους ἥρωές του καὶ μὲ τὸ ὁμαδικό του φρόνημα ἐλευθερίας, μὲ τὴν παλικαριὰ καὶ τὴ φιλοσοφία του γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Τὸν θάνατο, λοιπόν, στὰ κλέφτικα τὸν ἀναγγέλλουν ἢ τὸν ἱστοροῦν συνήθως τὰ πουλιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πυκνοκατοικεῖται ἡ δημοτικὴ ποίηση (κοῦκοι, ἀηδόνια, τρυγόνες, πετροπέρδικες, ἀλλὰ καὶ καλιακοῦδες καὶ κοράκια). Τὸ ἴδιο μοτίβο, κατὰ τὸν τρόπο τῶν ἐπῶν, ἡ ἴδια στερεότυπη φράση, ἀνακοινώνει τὸ πικρὸ γεγονός, μὲ τὰ πουλιὰ νὰ παίρνουν «ἀνθρώπινη λαλίτσα» γιὰ νὰ μοιρολογήσουν καὶ συγχρόνως νὰ δοξάσουν τὸν ἀντρειωμένο ποὺ ἔπεσε.
Σὲ ὁρισμένα δημοτικά, πάντως, κάποια πουλιά, μαῦρα πάντοτε, παραμένουν στὴ φύση τους, ὄρνια ἀχόρταγα, ὥστε νὰ λειτουργήσει ἡ σαρκοβορία τους σὰν πειστήριο τῆς ἀξιοσύνης τοῦ σκοτωμένου παλικαριοῦ μὲ ἕναν συγκλονιστικό, ἀνάποδο τρόπο. Ἔτσι συμβαίνει, ἂς ποῦμε, στὸ δημοτικό «Τοῦ Μήτρου Μποταΐτη» (χρόνια ἀκούω νὰ τὸ τραγουδᾶνε τὰ πρωτοξάδερφά μου, ὁ Πάνος κι ὁ Παντελῆς, καὶ χρόνια ταράζομαι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά), ποὺ σκοτώθηκε πολεμώντας τὸν Ἰμπραήμ: «Ποιὸς εἶν᾿ ἄξιος κι ὀγλήγορος, λεβέντης καβαλάρης, / νὰ πάει νὰ πεῖ τῆς Μήτραινας τῆς μικροπαντρεμένης, / νὰ μὴν ἀλλάξει τὴ Λαμπρή, φλωριὰ νὰ μὴ φορέσει. / Τὸν Μῆτρο τὸν σκοτώσανε, τὸν δόλιο της τὸν ἄντρα. / Κάτου στοὺς Λάκκους κείτεται, κορμὶ δίχως κεφάλι· / μαῦρα πουλιὰ τὸν τρογυρνᾶν κι ἄσπρα τὸν παραστέκουν, / κι ἕνα πουλί, καλὸ πουλί, κάθεται στὸ κεφάλι. / Τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ λέγανε, τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ λένε: / «Δὲν τρῶς κι ἐσύ, καλὸ πουλί, ἀπ᾿ ἀντρειωμένου πλάτες, / νὰ κάνεις πῆχυ τὸ φτερὸ καὶ πιθαμὴ τὸ νύχι;» Σὲ ἀρκετοὺς λαούς, στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἦταν πολεμικὴ συνήθεια νὰ τρῶνε τὴν καρδιὰ ἢ τὸ συκώτι τοῦ ἐχθροῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀνδρεία του· στὸ τραγούδι «μεταλαμβάνουν» τὴ σάρκα τοῦ γενναίου τὰ πουλιά, γιὰ νὰ κερδίσουν ὕψος («νὰ κάνουν πῆχυ τὸ φτερό») καὶ ἰσχὺ («καὶ πιθαμὴ τὸ νύχι»).
Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε στὰ πουλιὰ σὰν ἄγγελους τοῦ θανάτου ἢ σὰν ἕναν ἀνθρωπομορφικὸ χορὸ ποὺ πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ σκοτωμένου. Τὴ λειτουργία αὐτὴ τοὺς τὴν ἀναθέτουν πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὰ ὁποῖα ἱστοροῦν ἀγωνιστὲς ποὺ εἴτε σώθηκαν ἀπὸ τὴ μνήμη (γιὰ νὰ γίνουν κάδρα σὲ σχολικὲς αἴθουσες) εἴτε ὑποχώρησαν στὴ μαζικὴ ἀνωνυμία, ταυτιζόμενοι, παρὰ τὴν προσωρινὴ δόξα, μὲ τὸν «ἄγνωστο στρατιώτη», ὅπως ὁ Δημήτρης Ἀναγνώστης Στριφτόμπολας ποὺ σκοτώθηκε στὸ Λεβίδι, στὶς 15 Ἀπριλίου τοῦ 1821. Γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴ μεροληπικὴ ἀπόδοσή της ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅσα ἔγραφε τὸ 1837 ὁ λοχαγὸς Κάρπος Παπαδόπουλος στὴν «Ἀνασκευὴ τῶν εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν Ἀθηνῶν ἀναφερομένων περὶ τοῦ στρατηγοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου τοῦ Ἑλληνικοῦ Τακτικοῦ καὶ τοῦ Συνταγματάρχου Καρόλου Φαβιέρου» – κι ὄχι γιὰ νὰ τὰ πάρουμε ὁπωσδήποτε τοῖς μετρητοῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ (ξανα)δοῦμε ὅτι τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων εἶναι τῶν ἀνθρώπων, ὄχι ἁγίων ἢ θεῶν: «Διάφοροι περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς Ἐπαναστάσεως ἔδειξαν εἰς τοὺς Ἕλληνας μὲ τὸν πραγματικὸν θάνατόν των πῶς δύναται νὰ ἐλευθερωθῇ τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος. Μεταξὺ τούτων εἶναι καὶ ὁ Διάκος εἰς τὴν Ἀνατολικήν, καὶ ὁ Μάρκος Μπότσαρης εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα. Διατὶ ὁ δεύτερος ἐδοξάσθη πολύ, καὶ ὁ πρῶτος καθόλου; Ἀποκρίνομαι· ἐπειδὴ ὁ Μπότσαρης ἦτον ὀπαδὸς τοῦ Ἀλ. Μαυροκορδάτου εἰς Μεσολόγγιον, καὶ αὐτὸς τὸν διεφήμισεν εἰς διάφορα μέρη τῆς Εὐρώπης καὶ τὸν ἐδόξασεν. Ὁ δὲ Διάκος δὲν εἶχε κανένα Μαυροκορδᾶτον νὰ τοῦ μεγαλύνῃ τὰς πράξεις. Μόνη δὲ ἡ πατρὶς εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ ψάλλει πάντοτε τὸ «Τρία πουλάκια κάθονται στοῦ Διάκου τὸ ταμπούρι». «Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει / ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη», τραγούδησε ὡστόσο ἀμερόληπτος ὁ Σολωμός.
Ἡ δημοτικὴ μοῦσα, πάντως, τιμώντας ἐπακριβῶς τὸ ὄνομά της, εἶναι δημοκρατική, σέβεται καὶ τὸν Διάκο καὶ τὸν Μᾶρκο καὶ τοὺς ἄλλους ἀγωνιστές, μὲ τὴν τριάδα τῶν πετούμενων νὰ ἐγκωμιάζει τὸν νεκρό. «Τρεῖς περδικοῦλες κάθονταν ψηλὰ στὰ λιθαρίτσια. / Εἶχαν τὰ νύχια κόκκινα καὶ τὰ φτερὰ γραμμένα, / μυριολογοῦσαν κι ἔλεγαν, μυριολογοῦν καὶ λέγουν: / «Σήκου Μᾶρκο νὰ φύγουμε, σήκου Μᾶρκο νὰ πᾶμε», διαβάζουμε στὸ ποίημα «Θάνατος τοῦ Μάρκου Μπότσαρη». Καὶ ἡ ἴδια εἰκόνα μας εἰσάγει στὸ «Ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκου», ὅπως τὸ κατέγραψε ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος: «Τρεῖς περδικοῦλες κάθουνται στὸν κάμπο τῆς Ἀθήνας. / Εἶχαν τὰ νύχια κόκκινα καὶ τὰ φτερὰ γραμμένα, / εἶχαν καὶ τὰ κεφάλια τους στὸ αἷμα βουτισμένα. / Ἀποβραδὶς μυρολογοῦν καὶ τὸ ταχὺ φωνάζουν».
Ἰδοὺ ὅμως ποὺ καὶ τὰ μοτίβα ἀλλάζουν, ὅπως στὸ τραγούδι «Ὁ θάνατος τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου», καταγεγραμμένο ἀπὸ τὸν Ζαμπέλιο καὶ πάλι: «Ποιὸς θὲ ν᾿ ἀκούσει κλαύματα, δάκρυα καὶ μοιρολόγια; / Διαβάτ᾿ ἀπὸ τὴ Λιβαδειὰ καὶ σύρτε στὴ Βελίτσα, / κι ἐκεῖ ν᾿ ἀκοῦστε κλαύματα, δάκρυα καὶ μοιρολόγια. / N᾿ ἀκοῦστε τὴν Ἀνδρούτσαινα, τὴ μάνα τοῦ Δυσσέα, / πῶς σκούζει, πῶς μυριολογᾶ, καὶ σὰν τρυγόνι κλαίει! / Σὰν περδικούλα θλίβεται, κι ὡσὰν παπὶ μαδιέται, / σὰν τοῦ κοράκου τὰ φτερὰ μαυρίζει ἡ φορεσιά της! / «Δὲν σ᾿ τὸ εἶπα ῾γὼ Δυσσέα μου, δὲν σ᾿ τὸ εἶπα ῾γὼ παιδί μου, / μὲ τὴ Βουλὴ μὴν πιάνεσαι, μὲ τοὺς Καλαμαρᾶδες! / Κάνουν τὸν Γκούρα Κεχαγιᾶ καὶ τὸ Νικόλα πρῶτο». Ἐδῶ λοιπὸν δὲν μοιρολογᾶνε τὰ πουλιά, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ μάνα τοῦ Ὀδυσσέα ποὺ «μεταμορφώνεται» σὲ πουλὶ ἢ μᾶλλον ἀποκτᾶ ταυτόχρονα (ὥστε νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος τοῦ πόνου της) τὰ στενάχωρα γνωρίσματα τεσσάρων πουλιῶν: τοῦ τρυγονιοῦ ποὺ κλαίει (ἰδοὺ ἡ σολωμικὴ «κλάψα τῆς τρυγόνας»), τοῦ παπιοῦ, τῆς περδικούλας καὶ τοῦ κοράκου.
Πῶς νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀλλαγή, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὰ πουλιά-μοιρολογίστρες στὴ μάνα-πουλὶ ποῦ ὀδύρεται μὲ ὅλους τοὺς τρόπους τῶν πουλιῶν συγχρόνως; Μήπως ἡ φύση (τὰ πουλιά) ἀρνεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ ἀφύσικο (τὴν ἀδελφοκτονία) καὶ ἐπιστρέφει τὸ βαρὺ χρέος στὸν ἄνθρωπο; Φαίνεται ἀρκετὰ πιθανὸ κάτι τέτοιο, ἂν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη ὅτι καὶ στὶς μυθολογικὲς ἀφηγήσεις τῶν ἀρχαίων ἡ μεταμόρφωση ἀνθρώπου σὲ πουλὶ ἦταν συνέπεια κάποιας ἀνίερης πράξης, συνήθως τῆς θανάτωσης ἑνὸς συγγενοῦς. Ἂς θυμηθοῦμε ἕναν μόνο μύθο, τῆς Ἀηδόνας, ποὺ σκότωσε τὸν γιό της τὸν Ἰτυ μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της τὴ Χελιδόνα καὶ ἔδωσε τὶς σάρκες του μαγειρεμένες στὸν πατέρα του τὸν Πολύτεχνο· καὶ μεταμορφώθηκε σὲ ἀηδόνι αὐτή, σὲ χελιδόνι ἡ ἀδερφή της, σὲ θαλασσαετὸ ὁ πατέρας τους, σὲ ἀλκυόνη ἡ μητέρα τους, ὁ δὲ Πολύτεχνος σὲ πελεκᾶνο. Ὁ θάνατος τοῦ Ἀνδρούτσου, τὸ ξέρουμε, ἦταν δολοφονία, ἀδελφοκτονία: τὸν βασάνισαν, τὸν ἔπνιξαν καὶ τὸν πέταξαν ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Καὶ ὁ Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ἀπὸ χέρι ἀδελφικό, ὅμαιμο, ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν κοινὸς τόπος γιὰ τὸν ἀνώνυμο ποιητὴ τοῦ ῾21, ἦταν ὑποψία καὶ ὄχι ἐπαληθευμένη γνώση· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μοτίβο, στὸ δικό του τραγούδι, μένει ἀδιατάρακτο. Μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο ὅλα ἔγιναν διαφορετικά. Ἔπρεπε λοιπὸν καὶ νὰ τραγουδηθοῦν διαφορετικά.