(ὁ Φίλιππος Οἰκονόμου εἶναι πρόεδρος τοῦ Συλλόγου Φίλων Βυζαντινῆς Μουσικῆς Αἰγιαλείας)
Ὁ ὅρος «Ἐξωτερικὴ Μουσική» ἐπινοήθηκε καὶ καθιερώθηκε στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς κοσμικῆς Μουσικῆς τῶν Βυζαντινῶν, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Μουσική. Τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ ἔννοιες Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ καὶ Ἐθνικὴ Μουσικὴ θεωροῦνταν ταυτόσημες, ἐνῷ ἡ Ἐξωτερικὴ μουσικὴ ἐθεωρεῖτο μὴ Ἐθνικὴ μουσική. Καὶ τοῦτο διότι, ἐνῷ τὰ Ἐκκλησιαστικὰ μέλη, παλαιὰ καὶ νεότερα, εἶχαν ὡς βάση καὶ κρηπῖδα τὴν Ἑλληνικότητα τοῦ ἤθους καὶ τὸν λατρευτικὸ χαρακτῆρα τῶν κλασσικῶν μαθημάτων, ὅπως ἡ δύναμη τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνες διατηροῦσε, τὰ Ἐξωτερικὰ μέλῃ (κοσμικά) ἦταν σαφῶς ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα μουσική της ἐποχῆς, ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν κοινὴ κοσμικὴ μουσικὴ ὅλων τῶν ἰσλαμικῶν λαῶν τῆς περιοχῆς. Ἕνεκα τούτου οἱ μουσικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ μελοποιοί της ἐποχῆς, (ὅπως π.χ ὁ Χρύσανθος ἐκ Μαδύτου, ὁ Θεόδωρος ΠαπαΠαράσχου ὁ Φωκαέας, ὁ Μέγας Πρωτέκδικος Γεώργιος Παπαδόπουλος κ.ἄ.), προκειμένου νὰ περιγράψουν μέλη Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, χρησιμοποιοῦσαν Ἑλληνικοὺς μουσικοὺς ὄρους (χαρακτῆρας, ἤχους, ρυθμούς, κλπ.), ἐνῷ προκειμένου νὰ περιγράψουν μέλη Ἐξωτερικῆς μουσικῆς, χρησιμοποιοῦσαν κατὰ κανόνα, Τουρικοὺς ὅρους ὅπως Περδέδες, Μακάμια, Οὐσούλια κ.λ.π.
Ἡ Ἐξωτερικὴ μουσικὴ ἀποτελεῖ ἕνα τμῆμα τῆς λόγιας μουσικῆς τοῦ Ἀνατολικοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία καὶ ἔχει τὸ χαρακτῆρα τῆς κλασσικῆς μουσικῆς τῆς Ἀνατολῆς. Συναντῶνται σ᾿ αὐτὴ μουσικοὶ πολιτισμοὶ τριῶν Ἠπείρων ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀσία μέχρι τὴ Δυτικὴ Ἀφρικὴ μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Ἑλλάδα ἐκπροσωπεῖ τὴν Εὐρώπη. Ἔχει τὶς ρίζες της στὸ κοινὸ παρελθὸν τῆς μουσικῆς μας καταγωγῆς, στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὅπως ἡ ἀντίστοιχη κλασσικὴ τῆς Δύσης, ἀποτελοῦσε τὴ μουσικὴ τῆς Αὐλῆς, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ Ἡγεμόνες τῆς Ἀνατολῆς δὲν ἦσαν ἁπλῶς ἀκροατές, ἀλλὰ καὶ δημιουργοί. Ἔπαιζαν ἀπαραιτήτως κάποιο μουσικὸ ὄργανο, ἔγραφαν ποιήματα, συνέθεταν τραγούδια, ὕμνους καὶ ὁλοκληρωμένα ἔργα.
Αὐτὴ ἡ αὐστηρὰ μονοφωνικὴ μουσική, μὲ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες κλίμακες, μὲ τὰ ἀπειροελάχιστα διαστήματα, τοὺς ἀπαρέγκλιτα καθορισμένους δρόμους, ποὺ δίνουν ἐλευθερία στὸν ἑρμηνευτὴ νὰ δείξει τὸ ταλέντο καὶ τὴν ἀξία του καὶ τὴν ἀπίστευτη γιὰ τὰ δυτικὰ δεδομένα, ποικιλία τῶν μακρύτατων ρυθμικῶν σχημάτων, δὲν γράφεται στὸ πεντάγραμμο τῆς Δυτικῆς μουσικῆς (Εὐρωπαϊκῆς). Θὰ τολμούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἀποδίδεται μόνο μὲ τὴν παρασημαντικὴ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ δυσκολίες εἶναι πράγματι μεγάλες, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀκριβῆ καὶ πιστὴ ἀπόδοση τοῦ πρωτογενοῦς μέλους, ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὸ μουσικὸ κείμενο. Συμβαίνει ἐδῶ ὅπως, ἕνα ὡραῖο φαγητὸ μίας μαγείρισσας, δύσκολα τὸ πετυχαίνει ἕνας ἄλλος, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ μόνο τὴ γραπτὴ συνταγὴ τῆς μαγείρισσας. Ἀπαιτοῦνται βαθειὲς μουσικὲς γνώσεις, ὑψηλὴ μουσικὴ εὐαισθησία καὶ πολλὰ ἀκούσματα γιὰ νὰ μπορέσει κάποιος νὰ προσεγγίσει μὲ ἀξιώσεις ποιότητας τὴν ἀρχικὴ μελῳδία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόδοση σήμερα τραγουδιῶν Ἐξωτερικῆς μουσικῆς ἐμπεριέχει, σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν κίνδυνο τῆς μὴ ἱκανοποιητικῆς προσέγγισης τῆς ποιότητας καὶ γνησιότητας τῆς πραγματικῆς μελῳδίας.
Οἱ Ἕλληνες μουσικοδιδάσκαλοι καὶ μελοποιοί, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κύρια ἐνασχόλησή τους μὲ τὴν μελοποίηση καὶ τὴ σύνθεση καθαρὰ λατρευτικῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, ἀσχολήθηκαν σοβαρὰ καὶ μὲ τὴ σύνθεση μουσικῶν ἔργων στὸ χῶρο τῆς Ἐξωτερικῆς μουσικῆς. Τὰ ἔργα αὐτὰ ἐνσωματώθηκαν στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ διαμόρφωσαν τὴ μουσική τους, ὥστε μὲ τὸ χρόνο νὰ προοδεύσει καὶ νὰ ἐξελιχθεῖ. Πολλοὶ Ἕλληνες μουσικοί, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὑπηρέτησαν τὴ μουσικὴ τῶν Τούρκων καὶ βοήθησαν ὥστε νὰ πάρει συγκεκριμένη μορφὴ καὶ νὰ ἀποτελέσει τελικὰ τὴ βάση τῆς λεγόμενης Τούρκικης κλασσικῆς μουσικῆς. Ἀπὸ τὰ τραγούδια τῆς Ἐξωτερικῆς μουσικῆς, ἄλλα εἶχαν Τούρκικους στίχους καὶ ὀνομάζονταν Ἐξωτερικὰ μέλῃ καὶ ἄλλα εἶχαν Ἑλληνικοὺς στοίχους καὶ ὀνομάζονταν Ρωμαϊκὰ τραγούδια («Εὐτέρπη» - Κωνσταντινούπολη 1830 καὶ «Πανδώρα» - Κωνσταντινούπολη 1843). Μὲ τὸ χρόνο ὅμως ὁ ὅρος Ἐξωτερικὰ μέλῃ ἐπεκράτησαν γιὰ ὅλες τὶς μορφὲς τῶν τραγουδιῶν αὐτῶν. Στὰ Ἑλληνικὰ τραγούδια, οἱ Ἕλληνες μουσικοί, προοδευτικὰ καὶ στεθερά, προσπαθοοῦσαν νὰ δώσουν τὸ χαρακτῆρα καὶ τὸ ὕφος τῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς. Σὲ πολλὰ τραγούδια εἶναι ἐμφανὲς τὸ Ἑλληνικὸ ἠχόχρωμα καὶ ἡ μουσικὴ τεχνοτροπία ποὺ χαρακτηρίζει καὶ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς μελῳδίες. Ὁ τρόπος ἐκτέλεσης εἶναι χορωδιακὸς καὶ μονωδιακός. Τὰ λεγόμενα ὅμως καθιστικὰ ἀποδίδονται μόνο χορωδιακά. Κατὰ κανόνα μακρόσυρτα σὲ ψαλτικὸ ὕφος καὶ συνεχῆ μελῳδικὴ ἀνέλιξη, κανονικὴ μετρικὴ δομή, μὲ συμμετρία στοίχου καὶ μουσικῆς φράσης καὶ ἔντονη μελισματικότητα, πρᾶγμα ποὺ ἔχει σὰν συνέπεια τὴ μεγάλη ἔκταση ὁρισμένων συλλαβῶν. Ἀπόηχοι τῆς μακραίωνης κοσμικῆς μουσικῆς τῶν Βυζαντινῶν, ἀποδεικνύουν καὶ καταδεικνύουν κατὰ τὸν πλέον ἀδιάψευστο τρόπο, τὴ διαχρονικότητα καὶ τὴ συνέχεια τῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα μέχρι τὴν ἐποχὴ αὐτή. Οἱ Ἕλληνες μελοποιοὶ δὲν διατήρησαν μόνο ἀλώβητο τὸν Ὀρθόδοξο χαρακτῆρα τῆς λατρευτικῆς μας μουσικῆς μὲ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς μελῳδίες, ἀλλὰ παράλληλα ἔδωσαν, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἐνάργεια καὶ σαφήνεια καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα καὶ τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα τῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς, μὲ τὰ Ἐξωτερικὰ (κοσμικά) τραγούδια. Ἔτσι σήμερα μποροῦμε νὰ ἔχουμε μία ἑνιαία εἰκόνα τοῦ ὅλου μουσικοῦ οἰκοδομήματος ποὺ λέγεται Ἐλληνικὴ Μουσική, ἡ ὁποία μὲ ἀφετηρία τὴν Ἀρχαιοελληνικὴ μουσική, ἔφθασε μέχρι τὶς ἡμέρες μας μὲ τὶς μορφὲς τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τοῦ Δημοτικοῦ μας τραγουδιοῦ .
Ἡ ἐνασχόληση δοκίμων μελοποιῶν, μουσικοδιδασκάλων καὶ πρωτοψαλτῶν μὲ τὴ μελοποίηση καὶ ἐξωτερικῶν τραγουδιῶν, εἶναι διαχρονικὴ καὶ συνεχίζεται μέχρι καὶ σήμερα. Τὰ σύγχρονα τραγούδια τῆς μορφῆς αὐτῆς ποὺ συνθέτουν ταλαντοῦχοι πρωτοψάλτες καὶ μουσικοδιδάσκαλοι, εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὴν τεχνοτροπία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, εἶναι γνωστὰ μὲ τὴν ὀνομασία ψαλτοτράγουδα. Τὰ ψαλτοτράγουδα ἀποδίδονται κατὰ κανόνα χωρὶς τὴν συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων καὶ ἔχουν ποικίλο περιεχόμενο. Στὰ περισσότερα περιγράφονται κοινωνικὰ καὶ κυρίως θρησκευτικὰ θέματα μὲ στόχο καθαρὰ ψυχαγωγικὸ καὶ βέβαια σαφῶς ἐξωλατρευτικό. Γιὰ τὴ δημιουργία τοὺς χρησιμοποιεῖται, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ σημειογραφία τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ ἀκολουθεῖται ἡ συνθετικὴ τεχνοτροπία ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὴν μελοποίηση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζουν καὶ πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς μελῴδιες. Εἶναι μελῳδικά, μὲ χαρακτηριστικὲς μελισματικὲς γραμμὲς καὶ ἔχουν ἐμφανῆ τὰ στοιχεῖα γνήσιας Ἑλληνικῆς μελῳδίας. Οἱ ψάλτες ἀρέσκονται καὶ συνηθίζουν νὰ τὰ τραγουδοῦν στὶς ψαλτικὲς συγκεντρώσεις καὶ στὶς συνεστιάσεις τοὺς μαζὶ μὲ τὰ δημοτικά μας τραγούδια. Ἄλλα ἀπ᾿ αὐτὰ κυκλοφοροῦν ἀνώνυμα καὶ ἄλλα ὡς συνθέσεις ἐπωνύμων μελοποιῶν, μουσικοδιδασκάλων καὶ πρωτοψαλτῶν.