Γλωσσάρι Γνωσιακής Επιστήμης

Προκαταρκτική εκδοχή (συμπληρωμένη). Στείλτε σχόλια/προτάσεις στον Θανάση Πρωτόπαπα.

Preliminary version (updated). Send comments/suggestions to Thanassi Protopapas.

Ελληνοαγγλικό (Greek→English) Αγγλοελληνικό (English→Greek)

α. Ελληνοαγγλικό

αγκύρωσηanchoring
αγραμματισμόςagrammatism
αγραφία agraphia
άδηλοcovert
αδιαφανές nontransparent
αδρανέςinert
άθροισμαsum
αιματική ροήblood flow
αίσθημαfeeling
αίσθησηsense
αισθησιοκινητικές εξαρτήσειςsensorimotor contingencies
αισθησιοκινητικόsensorimotor
αισθητηριακή υποκατάστασηsensory substitution
αιτίαcause
αιτιακόcausal
αιτιοκρατίαdeterminism
αιτιοκρατικόdeterministic
αιτιότηταcausality
ακατέργαστηraw
ακοήaudition
ακουστικάheadphones
ακουστικήacoustics
ακουστικόauditory
ακτινοβολίαradiation
αλγόριθμοςalgorithm
αλληλένθετηinterleaved
αλληλουχίαsequence
αλφαβητική αρχή alphabetic principle
αλφαβητικό σύστημα alphabetic system
αλφαβητισμόςliteracy
αμεταβλητότηταinvariance
αμφισημίαambiguity
αμφίσημο, ασαφές, διφορούμενοambiguous
αναγνώρισηrecognition
αναγνώριση λέξης word recognition
ανάγνωσηreading
αναγωγήreduction
αναγωγικόςinductive
αναγωγισμόςreductionism
αναδρομήrecurrence, recursion
αναδρομική μνήμηretrospective memory
αναδρομικόrecurrent
αναζήτησηsearch
αναισθησίαinsensitivity
ανάκλησηrecall
ανάκληση με ένδειξηcued recall
αναλλοίωτοinvariant
αναλογίαanalogy
αναλογικόςanalogical
ανάλυση διακύμανσηςanalysis of variance
αναλυτικοσυνθετική μέθοδος phonics
αναλφαβητισμόςilliteracy
ανάμνησηrecollection
αναπαράστασηrepresentation
αναπαριστώrepresent
ανάπτυξηdevelopment
αναπτυξιακήdevelopmental
αναπτυξιακή δυσγραφία developmental dysgraphia
αναστολήinhibition
ανασυνδυασμόςrecombination
ανάσυρσηretrieval
ανατροφοδότησηfeedback
ανενεργόinactive
ανεξάρτητη μεταβλητήindependent variable
ανεπάρκειαinadequacy
ανίχνευσηdetection
ανίχνευση screening
ανίχνευση σήματοςsignal detection
ανιχνεύωdetect
ανομοίωσηdissimiliation
ανοχήtolerance
ανταγωνισμόςcompetition
ανταμοιβήreward
αντιγραμματικόungrammatical
αντίλημμαpercept
αντιληπτικήperceptual
αντίληψηperception
αντιμετάθεσηtransposition
αντιπροσωπευτικόrepresentative
αντιστοίχισηmapping
αντίστροφη διάδοσηbackpropagation
αντίστροφη διάδοση σφάλματοςerror backpropagation
αντίφασηcontradiction
αντιφατικό, αντικρουόμενοconflicting
αντλία διαίσθησηςintuition pump
ανώμαλοirregular
ανωφερήςbottom-up
αξιοπιστίαreliability
αξιοπιστία επανάληψης test-retest reliability
αόριστοςpast tense
απαγωγικόςabductive
απαγωγόςefferent
απαρτιωμένοintegrated
απεικονισιμότηταimageability
απεικονιστικό άρθρωμαimaginal module
απεικονιστικός ταμιευτήςimaginal buffer
απενεργοποίησηdeactivation
απευθυνόμενοaddressed
απλή ένθεσηpure insertion
αποβλεπτικότηταintentionality
αποδέκτηςrecipient
αποδέκτης (γραμ.)patient
αποθήκευσηstorage
απόκρισηresponse
απόκτησηacquisition
αποκωδικοποίηση decoding
απορρόφησηabsorption
απόσβεσηextinction
αποτέλεσμαresult
αποτέλεσμα (αιτίου)effect (of cause)
αποτυχίαmiss
αποφαντικήdeclarative
αποφαντική γνώση declaractive knowledge
αποφαντική μνήμηdeclarative memory
απόφασηdecision
απρόβλεπτοunpredictable
απώτερες λειτουργίες distal functions
άρθρωμαmodule
αριστερό σκέλοςleft hand side
αρμοστικήadaptive
αρμοστικότηταfitness
αρνητικότητα διαφορετικότηταςmismatch negativity
άρρητοimplicit
αρχικός βαθμός raw score
αρχιτεκτονικήarchitecture
ασάφειαvagueness
ατομική έννοιαatomic concept
αυθαίρετοarbitrary
αυθόρμητη ανάκαμψηspontaneous recovery
αυθόρμητη ανάσυρσηspontaneous retrieval
αύλακαsulcus
αυτενέργειαagency
αυτοβιογραφική μνήμηautobiographical memory
αυτοδιδασκαλία self-teaching
αυτοματισμόςautomaticity
αυτόματο (επίθ.)automatic
αυτόματο (ουσ.)automaton
αυτοματοποιημένη ανίχνευση automated screening
αυτοματοποίησηautomatization
αυτόνομο νευρικό σύστημαautonomic nervous system
αυτοοργάνωσηself-organization
αφασία aphasia
αφομοίωσηassimilation
άφωνοvoiceless
βαθμός διέγερσηςexcitation level
βαθύ deep
βάρος σύνδεσηςconnection weight
βιολογίαbiology
βλεμμακολούθησηeye tracking
βλεμμακολουθητήςeye tracker
βολικό δείγμαconvenient sample
βούλησηwill
βραχύχρονηshort-term
βραχύχρονη μνήμηshort-term memory
βρεγματικόςparietal
γενετική γραμματικήgenerative grammar
γενετικόgenetic
γενικευμένοgeneralized
γενίκευσηgeneralization
γενικόgeneral
γλυκόζηglucose
γλώσσαlanguage
γλώσσα της σκέψηςlanguage of thought
γλωσσικήlinguistic
γλωσσική επιτέλεσηlanguage performance
γλωσσική ικανότηταlanguage competence
γλωσσική κατάκτησηlanguage acquisition
γλωσσολογίαlinguistics
γνώρισμαfeature
γνώσηknowledge
γνωσιακή επιστήμηcognitive science
γνωσιακόcognitive
γνωσιακό μοντέλοcognitive model
γνωσιακό σύστημα cognitive system
γνωσιακό φορτίο cognitive load
γνωστική ψυχολογίαcognitive psychology
γονιδιακή ροήgene flow
γονιδίωμαgenome
γονότυποςgenotype
γραμματικά λάθη grammatical spelling errors
γραμματικήgrammar
γραμματική κλίσηgrammatical inflection
γραμματικόgrammatical
γραμματικότηταgrammaticality
γραμμικό μοντέλοlinear model
γράφημα grapheme
γραφημικός επεξεργαστής graphemic processor
γραφημικός ταμιευτής graphemic buffer
γραφομορφολογική επίγνωση graphomorphological awareness
γραφοσημασιολογική επίγνωση graphosemantic awareness
γραφοφωνολογική επίγνωση graphophonological awareness
δεδομέναdata
δείγμαsample
δείγματαtoken
δειγματοληψίαsampling
δείκτης νοημοσύνηςintelligence quotient
δείκτης συσχέτισης correlation coefficient
δεξιό σκέλοςright hand side
δεξιότηταskill
δεοντολογίαethics
δεοντολογικόethical
δήλωσηstatement
δηλωτική, βλ. αποφαντική
διάγραμμα ροήςflow chart
διαδικασίαprocedure
διαδικασιοποίησηproceduralization
διαδικαστική γνώση procedural knowledge
διαδικαστική μνήμηprocedural memory
διαδοχή πυλώνgating
διάθεσηmood
διαθεωρητική αναγωγήintertheoretic reduction
διαιρεμένη προσοχήdivided attention
διαίσθησηintuition
διακρανιακή μαγνητική διέγερσηtranscranial magnetic stimulation
διακρίνουσαdiscriminant
διακρίνουσα ανάλυσηdiscriminant analysis
διακρίνωdiscriminate
διάκρισηdiscrimination
διακρίσιμοdiscriminable
διακύμανσηvariance
διάλεκτοςdialect
διαπερατότηταpermeability
διάρθρωσηstructure
διάστασηdimension
διάστημα εμπιστοσύνηςconfidence interval
διαστρωμάτωσηstratification
διατάραξηdisruption
διατήρησηmaintenance
διατομικές διαφορέςindividual differences
διατομικόbetween-persons
δίαυλοςchannel
διαφανές transparent
διαφοράdifference
διαφορική εξίσωσηdifferential equation
διδασκαλίαteaching
δίδυμη γηtwin earth
διέγερσηexcitation, stimulation
διεπαφήinterface
διεπιστημονικόinterdisciplinary
διεργασίαprocess
δίκτυοnetwork
διπλή αποσυσχέτισηdouble dissociation
διπλής διαδρομήσ, μοντέλα dual route models
διττή διαδρομήdual route
διττός μηχανισμόςdual mechanism
διωνυμική κατανομήbinomial distribution
δοκιμασίαtest
δοκιμασίες κριτηρίου criterion-referenced tests
δοκιμήtrial
δομήstructure
δράσηaction
δραστηριότηταactivity
δράστηςagent
δυαδικόbinary
δυϊσμόςdualism
δυϊστικόdualist
δυναμικήdynamical
δυναμικόpotential
δυναμικό τοπικού πεδίουlocal field potential
δυσλεξίαdyslexia
δυσλεξικόdyslexic
δυσορθογραφία spelling disorder
εγγενήςinherent
εγγραμματισμόςliteracy
εγγύτερες λειτουργίες proximal functions
εγκατεστημένη νοήσηsituated cognition
εγκεφαλικό επεισόδιοstroke
εγκεφαλικός φλοιόςcerebral cortex
εγκέφαλοςbrain
εγκιβωτισμένοembedded
εγκιβωτισμόςembedding
εγκλιτικός τόνος enclitic stress
εγκυρότηταvalidity
εγκυρότητα κριτηρίου criterion validity
εδραιωμένο αλφαβητικό στάδιο consolidated alphabetic stage
έδραση συμβόλουsymbol grounding
εδρασμένοgrounded
είδωλοimage
εικόνα του σώματοςbody image
εισροήinput
εκατοστημόριο percentile
έκδηλοovert
εκκρεμέςpendulum
εκπαίδευσηtraining
εκροήoutput
εκτεταμένη νόησηextended cognition
εκτεταμένος νουςextended mind
έλεγχοςcontrol, test
ελεύθερου ρυθμούself-paced
έλικαgyrus
ελκυστήςattractor
εμπειρικόempirical
εμπειριοκρατίαempiricism
εμπειρισμόςempiricism
εμφάνειαsalience, saliency
εμφανήςsalient
έμφυτοinnate
εμφυτοκρατίαnativism
εμφυτότηταinnateness
εναλλαγήswitching
ένδεια του ερεθίσματοςpoverty of the stimulus
ένδειξηcue
ενδοατομική αξιολόγηση intraindividual assessment
ενδοατομικόwithin-person
ενδοφλέβιοintravenous
ενδυνάμωσηpotentiation
ενέργειαaction
ενεργοποίησηactivation
ενεργός μνήμη working memory
ενημέρωσηupdate
ένθεσηinsertion
ένθετοinsert
ενθέτωinsert
ενθυλάκωσηencapsulation
ενίσχυσηamplification, reinforcement
ενισχυτήςamplifier, reinforcer
έννοιαconcept
εννοιολογική μεταφοράconceptual metaphor
εννοιολογικόconceptual
ενσώματηembodied
ενσώματη νόησηembodied cognition
ενσωμάτωσηembodiment
εντολήcommand
εντοπισμόςlocalization
εντοπισμός λαθών error detection
εντοπισμός λέξηςword spotting
εντοπιστικήlocalist
εντροπία entropy
εξαίρεσηexception
εξαλειπτικός υλισμόςeliminative materialism
εξαρτημένη μεταβλητήdependent variable
εξαρτημένοςdependent
εξάρτησηdependence
εξασθένησηattenuation
εξάσκησηpractice
εξελικτικήevolutionary
εξέλιξηevolution
εξίσωση διαφοράςdifference equation
εξοικειώνωfamiliarize
εξοικείωσηhabituation
εξωτερικό φορτίο extraneous load
επαγρύπνησηvigilance
επαγωγική στατιστικήinferential statistics
επαλληλίαcascade
επάλληλοcascaded
επαναδρομήrecursion
επαναδρομικόςrecursive
επανάληψηrepetition, replication
επεισοδική μνήμηepisodic memory
επεξεργασίαprocessing
επεξεργαστήςprocessor
επεξηγηματική ισχύςexplanatory power
επίγνωσηawareness
επίδοσηperformance
επιδοχήaffordance
επίδραση (παράγοντα)effect (of factor)
επίδραση πρότερουprimacy effect
επίδραση ύστερουrecency effect
επίθετοadjective
επίθημαsuffix
επιθυμίαdesire
επικάλυψηocclusion
επικοινωνίαcommunication
επίκτητη δυσγραφία acquired dysgraphia
επίλυσηresolution
επίλυση προβλημάτωνproblem solving
επινοημένη γραφή invented spelling
επινόηση ορθογραφίας spelling by invention
επίπεδοlevel
επίπεδο δραστηριοποίησηςactivation level
επίρρημαadverb
επιστημολογίαepistemology
επιτάχυνσηacceleration
επιτελικές λειτουργίεςexecutive functions
επιτηρητήςsupervisor
επιτηρούμενοsupervised
επιτυχίαhit
εποικοδομισμός constructivism
εργαζόμενη μνήμηworking memory
έργοtask
ερέθισμαstimulus
ερεθισμόςstimulation
ερμηνείαinterpretation
εστίασηfocus
έσωmedial
εσωτερική συνοχή internal consistency
εσωτερικό φορτίο intrinsic load
ετικέταlabel
ευαισθησίαsensitivity
ευκρινήςclear
ευπλαστότηταplasticity
ευρετικόςheuristic
ευχέρειαfluency
ευχερήςfluent
ΗΕΓ, βλ. ηλεκτροεγκεφαλογραφία
ηθικήmorality
ηθικόmoral
ηλεκτρικό πεδίοelectric field
ηλεκτρόδιοelectrode
ηλεκτροεγκεφαλογραφίαelectroencephalography
ηλεκτρομαγνητικόelectromagnetic
ημιφωνητικό στάδιο semi-phonetic stage
ηχηρόsonorant
θέμα (λέξης)stem
θέσηlocation
θεωρία ανίχνευσης σήματοςsignal detection theory
θεωρία γνωσιακού φορτίου cognitive load theory
θεωρία μεγέθους ψυχογλωσσικού κόκκου psycholinguistic grain size theory
θυμικόaffect
ιδιόλεκτοςidiolect
ικανοποιητικότηταsatisficing
ινιακόςoccipital
ιοντικός δίαυλοςion channel
ισοδυναμία τάξης grade equivalent
ιστορική ορθογραφία historical spelling
ιστόςtissue
καθολική γραμματικήuniversal grammar
καθολικός ποσοδείκτηςuniversal quantifier
κάλυμμαmask
καλυμμένη προέγερσηmasked priming
κάλυψηmasking
κανόναςrule
κανόνας παραγωγήςproduction rule
κανονική κατανομήnormal distribution
κανονικότηταregularity
κανονιστικόnormative
καρέframe
καταγραφέας οφθαλμοκινήσεωνeye tracker
καταγραφήrecording
καταγραφή μεμονωμένων νευρώνωνsingle-unit recording
καταγραφή πολλαπλών νευρώνωνmulti-unit recording
κατάληξηending
κατάλοιποresidual
κατανεμημένη αναπαράστασηdistributed representation
κατανεμημένη νόησηdistributed cognition
κατανεμημένοdistributed
κατανόησηcomprehension
κατανομήdistribution
κατασκευήconstruct
κατάστασηstate
καταστολήsuppression
καταχωρητήςregister
κατηγορίαcategory
κατηγοριακόcategorial
κατηγορικόςcategorical
κατηγοριοποίησηcategorization
κατωφερήςtop-down
κεντρικό νευρικό σύστημαcentral nervous system
κινέζικο δωμάτιοChinese room
κίνησηmotion/movement
κινητικόςmotor
κινητοποίησηmotivation
κίνητροincentive
κλασική οροεξάρτησηclassical conditioning
κλίμακαscale
κλίση ουσιαστικούnoun declension
κλίση ρήματοςverb conjugation
κλιτική μορφολογίαinflectional morphology
κοιλιακόςventral
κόμβοςnode
κοόρτηcohort
κρατούμενοcarry
κρίσηjudgment
κριτήριοcriterion
κροταφικόςtemporal
κρυφή στιβάδαhidden layer
κρυφοί κόμβοιhidden nodes
κυβερνητικήcybernetics
κυτταρική διαίρεσηcell division
κυτταρικόcellular
κύτταροcell
κωδικοποίησηencoding
λάθη στίξης punctuation errors
λανθάνουσαlatent
λανθάνων χρόνος, καθυστέρησηlatency
λανθασμένη εκφοράmispronunciation
λειτουργίαfunction
λειτουργική μαγνητική τομογραφίαfunctional magnetic resonance imaging
λειτουργικόfunctional
λεκάνη έλξηςattractor basin
λεκτικήverbal
λεξικά συστατικά lexical constituents
λεξική αναπαράσταση lexical representation
λεξική απόφασηlexical decision
λεξική διαδρομή lexical route
λεξική ποιότητα lexical quality
λεξικό (επίθ.)lexical
λεξικό (ουσ.)lexicon
λεξιλόγιοvocabulary
λήψη αποφάσεωνdecision making
λογικήlogic
λογισμικόsoftware
μαγνητική απεικόνιση πηγήςmagnetic source imaging
μαγνητική τομογραφίαmagnetic resonance imaging
μαγνητικό πεδίοmagnetic field
μαγνητικός παλμόςmagnetic pulse
μαγνητοεγκεφαλογραφίαmagnetoencephalography
μαθεύσιμοlearnable
μαθευσιμότηταlearnability
μάθησηlearning
μακρόχρονηlong-term
μακρόχρονη μνήμηlong-term memory
με ένδειξηcued
ΜΕΓ, βλ. μαγνητοεγκεφαλογραφία
μέθοδοςmethod
μείωσηmeiosis
μελέτηstudy
μεμβράνηmembrane
μερική συσχέτιση partial correlation
μερικώς αλφαβητικό στάδιο partial alphabetic stage
μεροληψίαbias
μέσοaverage
μεταβατικό στάδιο transitional stage
μεταβλητήvariable
μεταγλωσσικές δεξιότητες metalinguistic skills
μεταγνώση metacognition
μεταγραφήtranscription
μετάθεσηmigration
μεταλεξικό postlexical
μετάλλαξηmutation
μετασχηματισμόςtransformation
μετατόπισηshifting
μέτρησηmeasurement
μέτρηση με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα curriculum-based measurement ή CBM
μετωπιαίοςfrontal
μη επιτηρούμενοunsupervised
μη παρατηρήσιμοunobservable
μη συνειδητόunconscious
μηδενική υπόθεσηnull hypothesis
μηχανισμόςmechanism
μνήμηmemory
μνήμη εργασίας, βλ. εργαζόμενη μνήμη
μνημονική στρατηγική spelling by memory
μονάδαunit
μονισμόςmonism
μοντέλοmodel
μοριακόmolecular
μόριοmolecule
μόρφημαmorpheme
μορφικήformant
μορφογραφικό στάδιο morphographic stage
μορφολογίαmorphology
μορφολογική επίγνωση morphological awareness
μορφολογική στρατηγική morphological strategy
μορφοφωνημικό στάδιο morphοgraphic stage
νευρικόnervous
νευρικό σύστημαnervous system
νευροανατομίαneuroanatomy
νευροαπεικόνισηneuroimaging
νευροδιαβιβαστήςneurotransmitter
νευροεπιστήμηneuroscience
νευρολογίαneurology
νευροφυσιολογίαneurophysiology
νευροψυχολογίαneuropsychology
νευρώναςneuron
νευρωνική συνάθροισηneural assembly
νευρωνικόneural
νευρωνικό δίκτυοneural network
νοερή απεικόνισηmental imagery
νοερό είδωλοmental image
νοερό μοντέλοmental model
νόημαmeaning
νοημοσύνηintelligence
νόησηcognition
νοητική αιτιότηταmental causation
νοητική αναπαράστασηmental representation
νοητικό λεξικόmental lexicon
νοητικό μοντέλο, βλ. νοερό μοντέλο
νουκλεοτίδιοnucleotide
νουςmind
ντετερμινισμός, βλ. αιτιοκρατία
ντι τόνοςd’ (d prime)
ξεχωρίζωdistinguish
οικειότηταfamiliarity
οικογένεια λέξεων word family
ολική γλωσσική προσέγγιση whole language approach
ολική μέθοδος whole word method
ομαδοποίησηgrouping
ομαλόregular
ομιλητήςspeaker
ομιλιακό ενέργημαspeech act
οντογένεσηontogeny
οντογονία, βλ. οντογένεση
οντολογίαontology
οξυγόνοoxygen
οξυγόνωση αίματοςblood oxygen level
οπίσθιοςcaudal
οπτικά λάθη orthographic spelling errors
οπτική ροήoptical flow
οπτικόvisual
οπτικό λεξιλόγιο sight vocabulary
όρασηvision
οργανίδιοorganelle
ορθή απόρριψηcorrect rejection
ορθογραφημένη γραφή spelling
ορθογραφίαspelling
ορθογραφικά λάθη spelling errors
ορθογραφική αναπαράσταση orthographic representation
ορθογραφική γειτονιά orthographic neighborhood
ορθογραφική διαφάνεια orthographic transparency
ορθογραφική επεξεργασία orthographic processing
ορθογραφική επίγνωση orthographic awareness
ορθογραφική επιλογή orthographic choice
ορθογραφικό λεξικό orthographic lexicon
ορθογραφικός διορθωτής spell-checker
ορθολογισμόςrationality
ορθολογιστικόrational
οριζόντια μεταφοράhorizontal transfer
ορίζουσαdeterminant
ορισμόςdefinition
οροανεξάρτητοunconditioned
οροεξαρτημένοconditioned
οροεξάρτησηconditioning
ουδός (o)threshold
ουραίοςcaudal
ουρανικός palatal
ουσιαστικόnoun
οφθαλμοκίνησηeye movement
παγίωσηconsolidation
παλινδρόμησηregression
παλμόςpulse
παράγονταςfactor
παραγωγήproduction
παραγωγική μορφολογία derivational morphology
παραγωγικόςproductive
παραγωγικός συλλογισμόςdeductive reasoning
παραγωγικότηταproductivity
παράγωγοςderivative
παρακολούθησηmonitoring
παρακολούθηση βλέμματοςeye tracking
παρακολούθηση οφθαλμοκινήσεωνeye tracking
παράλληληparallel
παράλληλη κατανεμημένη επεξεργασίαparallel distributed processing
παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημαparasympathetic nervous system
παράσυρσηentrainment
παρατήρησηobservation
παρατηρήσιμοobservable
παρεγκεφαλίδαcerebellum
παρεμπίπτονincidental
πεδίοfield
πείραμαexperiment
πειραματική συνθήκηexperimental condition
πειραματικόexperimental
πειραματικός σχεδιασμόςexperimental design
πεποίθησηbelief
περιβάλλον εξελικτικής προσαρμογήςenvironment of evolutionary adaptedness
περιγραφική στατιστικήdescriptive statistics
περιγραφικόdescriptive
περιεχόμενοcontent
περιφερικό νευρικό σύστημαperipheral nervous system
πηγήsource
πηγή διέγερσηςexcitation source
πιθανότηταprobability
πίστηfaith
πλάγια αναστολήlateral inhibition
πλάγιοςlateral
πλαγιωμένοςlateralized
πλαγίωσηlateralization
πλαισιοθετημένη γνώση conditional knowledge
πλαισίωσηframing
πλαστικότητα, βλ. ευπλαστότητα
πλεοναστικόredundant
πληθυντικόςplural
πληροφορητήςinformant
πληροφορίαinformation
πλήρως αλφαβητικό στάδιο full alphabetic stage
ποιοτικόqualitative
πολυπλοκότηταcomplexity
πόλωσηbias
πόροςresource
ποσοδείκτηςquantifier
ποσοτικόquantitative
πραγματολογίαpragmatics
πράξηact
προ-αλφαβητικό στάδιο pre-alphabetic stage
προβλεπτική εγκυρότητα predictive validity
πρόβλεψηprediction
πρόγνωσηforecast
προδρομική μνήμηprospective memory
προέγερσηpriming
προέγερση μορφήςform priming
προεπικοινωνιακό στάδιο precommunicative stage
πρόθεσηpreposition
προθετικότητα, βλ. αποβλεπτικότητα
πρόθημαprefix
προκλητό δυναμικόevoked potential
προλεξικό prelexical
προμετωπιαίοςprefrontal
προοδευτική αποκάλυψηprogressive demasking
προσαγωγόςafferent
προσαρμογήadaptation
προσάρτημαadjunct
προσδιοριστήςdeterminer
προσήλωσηfixation
πρόσθεσηaddition
προσθετέοςaddend
προσθιοδρομικόfeedforward
πρόσθιοςrostral
προσμονήanticipation
προσομοίωσηsimulation
προσοχήattention
προσφατότηταrecency
πρόσφυμαaffix
προσωδιάδοσηfeed forward
προτασιακή στάσηpropositional attitude
προτασιακόςpropositional
πρότυποprototype
προφανήςobvious
πρωταρχικότηταprimacy
πρωτεΐνηprotein
πυρήναςnucleus
ραδιενεργόradioactive
ραχιαίοςdorsal
ρήμαverb
ρητόexplicit
ρηχό shallow
ρίζαroot
ροήflow
ρυγχαίοςrostral
ρύθμιση παραμέτρωνparameter setting
ρυθμιστικόprescriptive
σακκάδα, σακκαδική κίνησηsaccade
σήμαsignal
σημασίαsense
σημασιακόsemantic
σημασιολογίαsemantics
σημασιολογική επίγνωση semantic awareness
σημασιολογική μνήμηsemantic memory
σημασιολογικό σύστημα semantic system
σκέψηthinking
σκίασηshadowing
σπόνδυλος, βλ. άρθρωμα
σπονδυλωτή διάρθρωσηmodularity
σπονδυλωτόmodular
στάδιοstage
σταθμισμένες δοκιμασίες norm-referenced tests
στάσηattitude
στατιστικά σημαντικόstatistically significant
στενωπόςbottleneck
στήληcolumn
στιβάδαlayer
στιβάδα εισροήςinput layer
στιβάδα εκροήςoutput layer
στοχευμένοtargeted
στοχοκατευθυνόμενοgoal-oriented
στόχοςgoal
στοχοστραφέςgoal-oriented
στρατηγικές γραφής spelling strategies
στρατηγική αναλογίας spelling by analogy
συγκίνησηemotion
συγκράτησηretention
σύγκρισηcomparison
σύγκρουσηconflict
συγχρονική εγκυρότητα concurrent validity
συλλαβική γραφή syllabic spelling
συλλαβική επίγνωση syllabic awareness
συλλογισμόςreasoning
συμβολικόsymbolic
σύμβολοsymbol
συμμετέχωνparticipant
συμπαθητικό νευρικό σύστημαsympathetic nervous system
συμπερασμόςinference
συμπεριφοράbehavior
συμπεριφορικόbehavioral
συμπεριφορισμόςbehaviorism
συμπλήρωμαcomplement
σύμπτυξηchunking
συναίσθημα, βλ. αίσθημα
συναπτικό βάροςsynaptic weight
συναρμολογούμενοassembled
συνάρτηση απαρτίωσηςintegration function
συνάρτηση ενεργοποίησηςactivation function
συναφές φορτίο germane load
σύναψηsynapse
σύνδεσηconnection
συνδετισμόςconnectionism
συνδετιστικόconnectionist
συνδυαστικότηταcompositionality
συνειδητόconscious
συνειρμικόassociative
συνειρμισμόςassociationism
συνειρμόςassociation
συνέπεια consistency
συνήθειαhabit
συνηθίζωhabituate
σύνθεσηcomposition
συνθετικότητα, βλ. συνδυαστικότητα
σύνθετοςcomplex
συνθήκηcondition
συνθήκη αναφοράςbaseline condition
συντακτικόςsyntactic
σύνταξηsyntax
συντελεστήςcoefficient
συντελεστική οροεξάρτησηinstrumental conditioning, operant conditioning
συντήρησηpreservation
συσκευή γλωσσικής κατάκτησηςlanguage acquisition device
συστατικόconstituent
συστατικότηταconstituency
σύστημα παραγωγήςproduction system
συστηματικότηταsystematicity
συστοιχία battery
συσχέτιση correlation
συχνότηταfrequency
συχνότητα εμφάνισης frequency of occurrence
σφάλμαerror
σχέδιοpattern
σχέδιο ενεργοποίησηςactivation pattern
σχήμαschema
σχήμα του σώματοςbody schema
ταμιευτήςbuffer
ταξινόμησηclassification
ταύτισηidentification
ταυτοποίησηidentification
ταυτοποιώidentify
ταχεία αυτοματοποιημένη κατονομασία rapid automatized naming, RAN
ταχεία κατονομασία rapid naming
τελεστήςoperator
τελεστικόoperant
τεχνητή νοημοσύνηartificial intelligence
τιμήvalue
τομογραφίαtomography
τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίωνpositron emission tomography
τονικά λάθη stress diacritic errors
τοπική αιματική ροήlocal blood flow
τοπική αναπαράστασηlocal representation
τοπικότηταlocality
τροχιάtrajectory
τυπική απόκλισηstandard deviation
τυπικό σφάλμαstandard error
τυπικόςformal
τυπικός βαθμός standard score
τυχαία ολίσθησηrandom drift
τυχαίοrandom
τύχηchance
υλισμόςmaterialism
υπαρξιακός ποσοδείκτηςexistential quantifier
υπεργενίκευσηovergeneralization
υποδείγματαexemplars
υποδοχέαςreceptor
υποδοχήslot
υπόθεσηhypothesis
υποκειμενική εμπειρίαsubjective experience
υποκείμενοsubject
υποκυτταρικόsubcellular
υπολεξική διαδρομή sublexical route
υπολεξικό sublexical
υπολογισμόςcomputation
υπόστρωμαsubstrate
υποχρεωτική επιλογήforced choice
υφήtexture
φαινότυποςphenotype
φθόγγος phone
φιλοσοφίαphilosophy
φλοιόςcortex
φορμαλισμόςformalism
φράσηphrase
φραστική δομήphrase structure
φυλογένεσηphylogeny
φυλογονία, βλ. φυλογένεση
φυσική επιλογήnatural selection
φυσικοκρατίαphysicalism
φυσικόςnatural
φυσικός ομιλητήςnative speaker
φυσιοκρατίαnaturalism
φυσιολογίαphysiology
φυσιολογικόςnormal
φώνημαphoneme
φωνημική αντιμετάθεση spoonerism
φωνημική απαλοιφή phoneme deletion, phoneme elision
φωνημική επίγνωση phonemic awareness
φωνημική παρακολούθησηphoneme monitoring
φωνητικόphonetic
φωνητικό στάδιο phonetic stage
φωνολογίαphonology
φωνολογικά λάθη phonological spelling errors
φωνολογική επίγνωση phonological awareness
φωνολογικό έλλειμμα phonological deficit
φωνολογικό λεξικό phonological lexicon
φωνούμενοvoiced
χαρακτηριστήςspecifier
χαρακτηριστικόcharacteristic
χαρτογράφησηmapping
χειρονομίαgesture
χι τετράγωνοchi square
χρονική διακριτότηταtemporal resolution
χρονικόςtemporal
χρονοδιάγραμμαschedule
χρόνος κορύφωσηςpeak latency
χωρική διακριτότηταspatial resolution
χώρος καταστάσεωνstate space
χώρος φάσεωνphase space
ψευδολέξηpseudoword
ψευδοσυναγερμός, ψευδώς θετικόfalse alarm
ψευδώς θετικόfalse positive
ψήγμαchunk
ψηφίοdigit
ψυχογλωσσικός κόκκοςpsycholinguistic grain
ψυχολογίαpsychology
ψυχολογικόpsychological

β. Αγγλοελληνικό

abductiveαπαγωγικός
absorptionαπορρόφηση
accelerationεπιτάχυνση
acousticsακουστική
acquired dysgraphiaεπίκτητη δυσγραφία
acquisitionαπόκτηση
actπράξη
actionδράση, ενέργεια
activationενεργοποίηση
activation functionσυνάρτηση ενεργοποίησης
activation levelεπίπεδο δραστηριοποίησης
activation patternσχέδιο ενεργοποίησης
activityδραστηριότητα
adaptationπροσαρμογή
adaptiveαρμοστική
addendπροσθετέος
additionπρόσθεση
addressedαπευθυνόμενο
adjectiveεπίθετο
adjunctπροσάρτημα
adverbεπίρρημα
affectθυμικό
afferentπροσαγωγός
affixπρόσφυμα
affordanceεπιδοχή
agencyαυτενέργεια
agentδράστης
agrammatismαγραμματισμός
agraphiaαγραφία
algorithmαλγόριθμος
alphabetic principleαλφαβητική αρχή
alphabetic systemαλφαβητικό σύστημα
ambiguityαμφισημία
ambiguousαμφίσημο, ασαφές, διφορούμενο
amplificationενίσχυση
amplifierενισχυτής
analogicalαναλογικός
analogyαναλογία
analysis of varianceανάλυση διακύμανσης
anchoringαγκύρωση
anticipationπροσμονή
aphasiaαφασία
arbitraryαυθαίρετο
architectureαρχιτεκτονική
artificial intelligenceτεχνητή νοημοσύνη
assembledσυναρμολογούμενο
assimilationαφομοίωση
associationσυνειρμός
associationismσυνειρμισμός
associativeσυνειρμικό
atomic conceptατομική έννοια
attentionπροσοχή
attenuationεξασθένηση
attitudeστάση
attractorελκυστής
attractor basinλεκάνη έλξης
auditionακοή
auditoryακουστικό
autobiographical memoryαυτοβιογραφική μνήμη
automated screeningαυτοματοποιημένη ανίχνευση
automaticαυτόματο (επίθ.)
automaticityαυτοματισμός
automatizationαυτοματοποίηση
automatonαυτόματο (ουσ.)
autonomic nervous systemαυτόνομο νευρικό σύστημα
averageμέσο
awarenessεπίγνωση
backpropagation αντίστροφη διάδοση
baseline conditionσυνθήκη αναφοράς
batteryσυστοιχία
behaviorσυμπεριφορά
behavioralσυμπεριφορικό
behaviorismσυμπεριφορισμός
beliefπεποίθηση
between-personsδιατομικό
biasμεροληψία, πόλωση
binaryδυαδικό
binomial distributionδιωνυμική κατανομή
biologyβιολογία
blood flowαιματική ροή
blood oxygen levelοξυγόνωση αίματος
body imageεικόνα του σώματος
body schemaσχήμα του σώματος
BOLD, βλ. blood
bottleneckστενωπός
bottom-upανωφερής
brainεγκέφαλος
bufferταμιευτής
carryκρατούμενο
cascadeεπαλληλία
cascadedεπάλληλο
categorialκατηγοριακό
categoricalκατηγορικός
categorizationκατηγοριοποίηση
categoryκατηγορία
caudalοπίσθιος, ουραίος
causalαιτιακό
causalityαιτιότητα
causeαιτία
cellκύτταρο
cell divisionκυτταρική διαίρεση
cellularκυτταρικό
central nervous systemκεντρικό νευρικό σύστημα
cerebellumπαρεγκεφαλίδα
cerebral cortexεγκεφαλικός φλοιός
chanceτύχη
channelδίαυλος
characteristicχαρακτηριστικό
chi squareχι τετράγωνο
Chinese roomκινέζικο δωμάτιο
chunkψήγμα
chunkingσύμπτυξη
classical conditioningκλασική οροεξάρτηση
classificationταξινόμηση
clearευκρινής
coefficientσυντελεστής
cognitionνόηση
cognitiveγνωσιακό
cognitive loadγνωσιακό φορτίο
cognitive load theoryθεωρία γνωσιακού φορτίου
cognitive modelγνωσιακό μοντέλο
cognitive psychologyγνωστική ψυχολογία
cognitive scienceγνωσιακή επιστήμη
cognitive systemγνωσιακό σύστημα
cohortκοόρτη
columnστήλη
commandεντολή
communicationεπικοινωνία
comparisonσύγκριση
competitionανταγωνισμός
complementσυμπλήρωμα
complexσύνθετος
complexityπολυπλοκότητα
compositionσύνθεση
compositionalityσυνδυαστικότητα
comprehensionκατανόηση
computationυπολογισμός
conceptέννοια
conceptualεννοιολογικό
conceptual metaphorεννοιολογική μεταφορά
concurrent validityσυγχρονική εγκυρότητα
conditionσυνθήκη
conditional knowledgeπλαισιοθετημένη γνώση
conditionedοροεξαρτημένο
conditioningοροεξάρτηση
confidence intervalδιάστημα εμπιστοσύνης
conflictσύγκρουση
conflictingαντιφατικό, αντικρουόμενο
connectionσύνδεση
connection weightβάρος σύνδεσης
connectionismσυνδετισμός
connectionistσυνδετιστικό
consciousσυνειδητό
consistencyσυνέπεια
consolidated alphabetic stageεδραιωμένο αλφαβητικό στάδιο
consolidationπαγίωση
constituencyσυστατικότητα
constituentσυστατικό
constructκατασκευή
constructivismεποικοδομισμός
contentπεριεχόμενο
contradictionαντίφαση
controlέλεγχος
convenient sampleβολικό δείγμα
correct rejectionορθή απόρριψη
correlationσυσχέτιση
correlation coefficientδείκτης συσχέτισης
cortexφλοιός
covertάδηλο
criterionκριτήριο
criterion validityεγκυρότητα κριτηρίου
criterion-referenced testsδοκιμασίες κριτηρίου
cueένδειξη
cuedμε ένδειξη
cued recallανάκληση με ένδειξη
curriculum-based measurement ή CBMμέτρηση με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα
cyberneticsκυβερνητική
d’ (d prime)ντι τόνος
dataδεδομένα
deactivationαπενεργοποίηση
decisionαπόφαση
decision makingλήψη αποφάσεων
declaractive knowledgeαποφαντική γνώση
declarativeαποφαντική
declarative memoryαποφαντική μνήμη
decodingαποκωδικοποίηση
deductive reasoningπαραγωγικός συλλογισμός
deepβαθύ
definitionορισμός
dependenceεξάρτηση
dependentεξαρτημένος
dependent variableεξαρτημένη μεταβλητή
derivational morphologyπαραγωγική μορφολογία
derivativeπαράγωγος
descriptiveπεριγραφικό
descriptive statisticsπεριγραφική στατιστική
desireεπιθυμία
detectανιχνεύω
detectionανίχνευση
determinantορίζουσα
determinerπροσδιοριστής
determinismαιτιοκρατία
deterministicαιτιοκρατικό
developmentανάπτυξη
developmentalαναπτυξιακή
developmental dysgraphiaαναπτυξιακή δυσγραφία
dialectδιάλεκτος
differenceδιαφορά
difference equationεξίσωση διαφοράς
differential equationδιαφορική εξίσωση
digitψηφίο
dimensionδιάσταση
discriminableδιακρίσιμο
discriminantδιακρίνουσα
discriminant analysisδιακρίνουσα ανάλυση
discriminateδιακρίνω
discriminationδιάκριση
disruptionδιατάραξη
dissimiliationανομοίωση
distal functionsαπώτερες λειτουργίες
distinguishξεχωρίζω
distributedκατανεμημένο
distributed cognitionκατανεμημένη νόηση
distributed representationκατανεμημένη αναπαράσταση
distributionκατανομή
divided attentionδιαιρεμένη προσοχή
dorsalραχιαίος
double dissociationδιπλή αποσυσχέτιση
dual mechanismδιττός μηχανισμός
dual routeδιττή διαδρομή
dual route modelsδιπλής διαδρομήσ, μοντέλα
dualismδυϊσμός
dualistδυϊστικό
dynamicalδυναμική
dyslexiaδυσλεξία
dyslexicδυσλεξικό
EEG, βλ. electroencephalography
effect (of cause)αποτέλεσμα (αιτίου)
effect (of factor)επίδραση (παράγοντα)
efferentαπαγωγός
electric fieldηλεκτρικό πεδίο
electrodeηλεκτρόδιο
electroencephalographyηλεκτροεγκεφαλογραφία
electromagneticηλεκτρομαγνητικό
eliminative materialismεξαλειπτικός υλισμός
embeddedεγκιβωτισμένο
embeddingεγκιβωτισμός
embodiedενσώματη
embodied cognitionενσώματη νόηση
embodimentενσωμάτωση
emotionσυγκίνηση
empiricalεμπειρικό
empiricismεμπειριοκρατία, εμπειρισμός
encapsulationενθυλάκωση
enclitic stressεγκλιτικός τόνος
encodingκωδικοποίηση
endingκατάληξη
entrainmentπαράσυρση
entropyεντροπία
environment of evolutionary adaptednessπεριβάλλον εξελικτικής προσαρμογής
episodic memoryεπεισοδική μνήμη
epistemologyεπιστημολογία
errorσφάλμα
error backpropagationαντίστροφη διάδοση σφάλματος
error detectionεντοπισμός λαθών
ethicalδεοντολογικό
ethicsδεοντολογία
evoked potentialπροκλητό δυναμικό
evolutionεξέλιξη
evolutionaryεξελικτική
exceptionεξαίρεση
excitationδιέγερση
excitation levelβαθμός διέγερσης
excitation sourceπηγή διέγερσης
executive functionsεπιτελικές λειτουργίες
exemplarsυποδείγματα
existential quantifierυπαρξιακός ποσοδείκτης
experimentπείραμα
experimentalπειραματικό
experimental conditionπειραματική συνθήκη
experimental designπειραματικός σχεδιασμός
explanatory powerεπεξηγηματική ισχύς
explicitρητό
extended cognitionεκτεταμένη νόηση
extended mindεκτεταμένος νους
extinctionαπόσβεση
extraneous loadεξωτερικό φορτίο
eye movementοφθαλμοκίνηση
eye trackerκαταγραφέας οφθαλμοκινήσεων
eye trackingβλεμμακολούθηση, παρακολούθηση βλέμματος, παρακολούθηση οφθαλμοκινήσεων
eye trackerβλεμμακολουθητής
factorπαράγοντας
faithπίστη
false alarmψευδοσυναγερμός, ψευδώς θετικό
false positiveψευδώς θετικό
familiarityοικειότητα
familiarizeεξοικειώνω
featureγνώρισμα
feed forwardπροσωδιάδοση
feedbackανατροφοδότηση
feedforwardπροσθιοδρομικό
feelingαίσθημα
fieldπεδίο
fitnessαρμοστικότητα
fixationπροσήλωση
flowροή
flow chartδιάγραμμα ροής
fluencyευχέρεια
fluentευχερής
fMRI, βλ. functional magnetic resonance imaging
focusεστίαση
forced choiceυποχρεωτική επιλογή
forecastπρόγνωση
form primingπροέγερση μορφής
formalτυπικός
formalismφορμαλισμός
formantμορφική
frameκαρέ
framingπλαισίωση
frequencyσυχνότητα
frequency of occurrenceσυχνότητα εμφάνισης
frontalμετωπιαίος
full alphabetic stageπλήρως αλφαβητικό στάδιο
functionλειτουργία
functionalλειτουργικό
functional magnetic resonance imagingλειτουργική μαγνητική τομογραφία
gatingδιαδοχή πυλών
gene flowγονιδιακή ροή
generalγενικό
generalizationγενίκευση
generalizedγενικευμένο
generative grammarγενετική γραμματική
geneticγενετικό
genomeγονιδίωμα
genotypeγονότυπος
germane loadσυναφές φορτίο
gestureχειρονομία
glucoseγλυκόζη
goalστόχος
goal-orientedστοχοκατευθυνόμενο, στοχοστραφές
grade equivalentισοδυναμία τάξης
grammarγραμματική
grammaticalγραμματικό
grammatical inflectionγραμματική κλίση
grammatical spelling errorsγραμματικά λάθη
grammaticalityγραμματικότητα
graphemeγράφημα
graphemic bufferγραφημικός ταμιευτής
graphemic processorγραφημικός επεξεργαστής
graphomorphological awarenessγραφομορφολογική επίγνωση
graphophonological awarenessγραφοφωνολογική επίγνωση
graphosemantic awarenessγραφοσημασιολογική επίγνωση
groundedεδρασμένο
groupingομαδοποίηση
gyrusέλικα
habitσυνήθεια
habituateσυνηθίζω
habituationεξοικείωση
headphonesακουστικά
heuristicευρετικός
hidden layerκρυφή στιβάδα
hidden nodesκρυφοί κόμβοι
historical spellingιστορική ορθογραφία
hitεπιτυχία
horizontal transferοριζόντια μεταφορά
hypothesisυπόθεση
identificationταύτιση, ταυτοποίηση
identifyταυτοποιώ
idiolectιδιόλεκτος
illiteracyαναλφαβητισμός
imageείδωλο
imageabilityαπεικονισιμότητα
imaginal bufferαπεικονιστικός ταμιευτής
imaginal moduleαπεικονιστικό άρθρωμα
implicitάρρητο
inactiveανενεργό
inadequacyανεπάρκεια
incentiveκίνητρο
incidentalπαρεμπίπτον
independent variableανεξάρτητη μεταβλητή
individual differencesδιατομικές διαφορές
inductiveαναγωγικός
inertαδρανές
inferenceσυμπερασμός
inferential statisticsεπαγωγική στατιστική
inflectional morphologyκλιτική μορφολογία
informantπληροφορητής
informationπληροφορία
inherentεγγενής
inhibitionαναστολή
innateέμφυτο
innatenessεμφυτότητα
inputεισροή
input layerστιβάδα εισροής
insensitivityαναισθησία
insertένθετο, ενθέτω
insertionένθεση
instrumental conditioningσυντελεστική οροεξάρτηση
integratedαπαρτιωμένο
integration functionσυνάρτηση απαρτίωσης
intelligenceνοημοσύνη
intelligence quotientδείκτης νοημοσύνης
intentionalityαποβλεπτικότητα
interdisciplinaryδιεπιστημονικό
interfaceδιεπαφή
interleavedαλληλένθετη
internal consistencyεσωτερική συνοχή
interpretationερμηνεία
intertheoretic reductionδιαθεωρητική αναγωγή
intraindividual assessmentενδοατομική αξιολόγηση
intravenousενδοφλέβιο
intrinsic loadεσωτερικό φορτίο
intuitionδιαίσθηση
intuition pumpαντλία διαίσθησης
invarianceαμεταβλητότητα
invariantαναλλοίωτο
invented spellingεπινοημένη γραφή
ion channelιοντικός δίαυλος
irregularανώμαλο
judgmentκρίση
knowledgeγνώση
labelετικέτα
languageγλώσσα
language acquisitionγλωσσική κατάκτηση
language acquisition deviceσυσκευή γλωσσικής κατάκτησης
language competenceγλωσσική ικανότητα
language of thoughtγλώσσα της σκέψης
language performanceγλωσσική επιτέλεση
latencyλανθάνων χρόνος, καθυστέρηση
latentλανθάνουσα
lateralπλάγιος
lateral inhibitionπλάγια αναστολή
lateralizationπλαγίωση
lateralizedπλαγιωμένος
layerστιβάδα
learnabilityμαθευσιμότητα
learnableμαθεύσιμο
learningμάθηση
left hand sideαριστερό σκέλος
levelεπίπεδο
lexicalλεξικό (επίθ.)
lexical constituentsλεξικά συστατικά
lexical decisionλεξική απόφαση
lexical qualityλεξική ποιότητα
lexical representationλεξική αναπαράσταση
lexical routeλεξική διαδρομή
lexiconλεξικό (ουσ.)
LH, βλ. left hemisphere
LHS, βλ. left hand side
linear modelγραμμικό μοντέλο
linguisticγλωσσική
linguisticsγλωσσολογία
literacyαλφαβητισμός, εγγραμματισμός
local blood flowτοπική αιματική ροή
local field potentialδυναμικό τοπικού πεδίου
local representationτοπική αναπαράσταση
localistεντοπιστική
localityτοπικότητα
localizationεντοπισμός
locationθέση
logicλογική
long-termμακρόχρονη
long-term memoryμακρόχρονη μνήμη
magnetic fieldμαγνητικό πεδίο
magnetic pulseμαγνητικός παλμός
magnetic resonance imagingμαγνητική τομογραφία
magnetic source imagingμαγνητική απεικόνιση πηγής
magnetoencephalographyμαγνητοεγκεφαλογραφία
maintenanceδιατήρηση
mappingαντιστοίχιση, χαρτογράφηση
maskκάλυμμα
masked primingκαλυμμένη προέγερση
maskingκάλυψη
materialismυλισμός
meaningνόημα
measurementμέτρηση
mechanismμηχανισμός
medialέσω
MEG, βλ. magnetoencephalography
meiosisμείωση
membraneμεμβράνη
memoryμνήμη
mental causationνοητική αιτιότητα
mental imageνοερό είδωλο
mental imageryνοερή απεικόνιση
mental lexiconνοητικό λεξικό
mental modelνοερό μοντέλο
mental representationνοητική αναπαράσταση
metacognitionμεταγνώση
metalinguistic skillsμεταγλωσσικές δεξιότητες
methodμέθοδος
migrationμετάθεση
mindνους
mismatch negativityαρνητικότητα διαφορετικότητας
mispronunciationλανθασμένη εκφορά
missαποτυχία
modelμοντέλο
modularσπονδυλωτό
modularity σπονδυλωτή διάρθρωση
moduleάρθρωμα
molecularμοριακό
moleculeμόριο
monismμονισμός
monitoringπαρακολούθηση
moodδιάθεση
moralηθικό
moralityηθική
morphemeμόρφημα
morphographic stageμορφογραφικό στάδιο
morphological awarenessμορφολογική επίγνωση
morphological strategyμορφολογική στρατηγική
morphologyμορφολογία
morphοgraphic stageμορφοφωνημικό στάδιο
motion/movementκίνηση
motivationκινητοποίηση
motorκινητικός
MSI, βλ. magnetic source imaging
multi-unit recordingκαταγραφή πολλαπλών νευρώνων
mutationμετάλλαξη
native speakerφυσικός ομιλητής
nativismεμφυτοκρατία
naturalφυσικός
natural selectionφυσική επιλογή
naturalismφυσιοκρατία
nervousνευρικό
nervous systemνευρικό σύστημα
networkδίκτυο
neuralνευρωνικό
neural assemblyνευρωνική συνάθροιση
neural networkνευρωνικό δίκτυο
neuroanatomyνευροανατομία
neuroimagingνευροαπεικόνιση
neurologyνευρολογία
neuronνευρώνας
neurophysiologyνευροφυσιολογία
neuropsychologyνευροψυχολογία
neuroscienceνευροεπιστήμη
neurotransmitterνευροδιαβιβαστής
nodeκόμβος
nontransparentαδιαφανές
norm-referenced testsσταθμισμένες δοκιμασίες
normalφυσιολογικός
normal distributionκανονική κατανομή
normativeκανονιστικό
nounουσιαστικό
noun declensionκλίση ουσιαστικού
nucleotideνουκλεοτίδιο
nucleusπυρήνας
null hypothesisμηδενική υπόθεση
observableπαρατηρήσιμο
observationπαρατήρηση
obviousπροφανής
occipitalινιακός
occlusionεπικάλυψη
ontogenyοντογένεση
ontologyοντολογία
operantτελεστικό
operant conditioningσυντελεστική οροεξάρτηση
operatorτελεστής
optical flowοπτική ροή
organelleοργανίδιο
orthographic awarenessορθογραφική επίγνωση
orthographic choiceορθογραφική επιλογή
orthographic lexiconορθογραφικό λεξικό
orthographic neighborhoodορθογραφική γειτονιά
orthographic processingορθογραφική επεξεργασία
orthographic representationορθογραφική αναπαράσταση
orthographic spelling errorsοπτικά λάθη
orthographic transparencyορθογραφική διαφάνεια
outputεκροή
output layerστιβάδα εκροής
overgeneralizationυπεργενίκευση
overtέκδηλο
oxygenοξυγόνο
palatalουρανικός
parallelπαράλληλη
parallel distributed processingπαράλληλη κατανεμημένη επεξεργασία
parameter settingρύθμιση παραμέτρων
parasympathetic nervous systemπαρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα
parietalβρεγματικός
partial alphabetic stageμερικώς αλφαβητικό στάδιο
partial correlationμερική συσχέτιση
participantσυμμετέχων
past tenseαόριστος
patientαποδέκτης (γραμ.)
patternσχέδιο
peak latencyχρόνος κορύφωσης
pendulumεκκρεμές
percentileεκατοστημόριο
perceptαντίλημμα
perceptionαντίληψη
perceptualαντιληπτική
performanceεπίδοση
peripheral nervous systemπεριφερικό νευρικό σύστημα
permeabilityδιαπερατότητα
PET, βλ. positron emission tomography
phase spaceχώρος φάσεων
phenotypeφαινότυπος
philosophyφιλοσοφία
phoneφθόγγος
phonemeφώνημα
phoneme deletionφωνημική απαλοιφή
phoneme elisionφωνημική απαλοιφή
phoneme monitoringφωνημική παρακολούθηση
phonemic awarenessφωνημική επίγνωση
phonetic φωνητικό
phonetic stageφωνητικό στάδιο
phonicsαναλυτικοσυνθετική μέθοδος
phonological awarenessφωνολογική επίγνωση
phonological deficitφωνολογικό έλλειμμα
phonological lexiconφωνολογικό λεξικό
phonological spelling errorsφωνολογικά λάθη
phonologyφωνολογία
phraseφράση
phrase structureφραστική δομή
phylogenyφυλογένεση
physicalismφυσικοκρατία
physiologyφυσιολογία
plasticityευπλαστότητα
pluralπληθυντικός
positron emission tomographyτομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων
postlexicalμεταλεξικό
potentialδυναμικό
potentiationενδυνάμωση
poverty of the stimulusένδεια του ερεθίσματος
practiceεξάσκηση
pragmaticsπραγματολογία
pre-alphabetic stageπρο-αλφαβητικό στάδιο
precommunicative stageπροεπικοινωνιακό στάδιο
predictionπρόβλεψη
predictive validityπροβλεπτική εγκυρότητα
prefixπρόθημα
prefrontalπρομετωπιαίος
prelexicalπρολεξικό
prepositionπρόθεση
prescriptiveρυθμιστικό
preservationσυντήρηση
primacyπρωταρχικότητα
primacy effectεπίδραση πρότερου
primingπροέγερση
probabilityπιθανότητα
problem solvingεπίλυση προβλημάτων
procedural knowledgeδιαδικαστική γνώση
procedural memoryδιαδικαστική μνήμη
proceduralizationδιαδικασιοποίηση
procedureδιαδικασία
processδιεργασία
processingεπεξεργασία
processorεπεξεργαστής
productionπαραγωγή
production ruleκανόνας παραγωγής
production systemσύστημα παραγωγής
productiveπαραγωγικός
productivityπαραγωγικότητα
progressive demaskingπροοδευτική αποκάλυψη
propositionalπροτασιακός
propositional attitudeπροτασιακή στάση
prospective memoryπροδρομική μνήμη
proteinπρωτεΐνη
prototypeπρότυπο
proximal functionsεγγύτερες λειτουργίες
pseudowordψευδολέξη
psycholinguistic grainψυχογλωσσικός κόκκος
psycholinguistic grain size theoryθεωρία μεγέθους ψυχογλωσσικού κόκκου
psychologicalψυχολογικό
psychologyψυχολογία
pulseπαλμός
punctuation errorsλάθη στίξης
pure insertionαπλή ένθεση
qualitativeποιοτικό
quantifierποσοδείκτης
quantitativeποσοτικό
radiationακτινοβολία
radioactiveραδιενεργό
randomτυχαίο
random driftτυχαία ολίσθηση
rapid automatized naming, RANταχεία αυτοματοποιημένη κατονομασία
rapid namingταχεία κατονομασία
rationalορθολογιστικό
rationalityορθολογισμός
rawακατέργαστη
raw scoreαρχικός βαθμός
readingανάγνωση
reasoningσυλλογισμός
recallανάκληση
recencyπροσφατότητα
recency effectεπίδραση ύστερου
receptorυποδοχέας
recipientαποδέκτης
recognitionαναγνώριση
recollectionανάμνηση
recombinationανασυνδυασμός
recordingκαταγραφή
recurrenceαναδρομή
recurrentαναδρομικό
recursionαναδρομή, επαναδρομή
recursiveαναδρομικός, επαναδρομικός
reductionαναγωγή
reductionismαναγωγισμός
redundantπλεοναστικό
registerκαταχωρητής
regressionπαλινδρόμηση
regularομαλό
regularityκανονικότητα
reinforcementενίσχυση
reinforcerενισχυτής
reliabilityαξιοπιστία
repetitionεπανάληψη
replicationεπανάληψη
representαναπαριστώ
representationαναπαράσταση
representativeαντιπροσωπευτικό
residualκατάλοιπο
resolutionεπίλυση
resourceπόρος
responseαπόκριση
resultαποτέλεσμα
retentionσυγκράτηση
retrievalανάσυρση
retrospective memoryαναδρομική μνήμη
rewardανταμοιβή
RH, βλ. right hemisphere
RHS, βλ. right hand side
right hand sideδεξιό σκέλος
rootρίζα
rostralπρόσθιος, ρυγχαίος
rTMS, βλ. repetitive
ruleκανόνας
saccadeσακκάδα, σακκαδική κίνηση
salienceεμφάνεια
saliencyεμφάνεια
salientεμφανής
sampleδείγμα
samplingδειγματοληψία
satisficingικανοποιητικότητα
scaleκλίμακα
scheduleχρονοδιάγραμμα
schemaσχήμα
screeningανίχνευση
searchαναζήτηση
self-organizationαυτοοργάνωση
self-pacedελεύθερου ρυθμού
self-teachingαυτοδιδασκαλία
semanticσημασιακό
semantic awarenessσημασιολογική επίγνωση
semantic memoryσημασιολογική μνήμη
semantic systemσημασιολογικό σύστημα
semanticsσημασιολογία
semi-phonetic stageημιφωνητικό στάδιο
senseαίσθηση, σημασία
sensitivityευαισθησία
sensorimotorαισθησιοκινητικό
sensorimotor contingenciesαισθησιοκινητικές εξαρτήσεις
sensory substitutionαισθητηριακή υποκατάσταση
sequenceαλληλουχία
shadowingσκίαση
shallowρηχό
shiftingμετατόπιση
short-termβραχύχρονη
short-term memoryβραχύχρονη μνήμη
sight vocabularyοπτικό λεξιλόγιο
signalσήμα
signal detectionανίχνευση σήματος
signal detection theoryθεωρία ανίχνευσης σήματος
simulationπροσομοίωση
single-unit recordingκαταγραφή μεμονωμένων νευρώνων
situated cognitionεγκατεστημένη νοήση
skillδεξιότητα
slotυποδοχή
softwareλογισμικό
sonorantηχηρό
sourceπηγή
spatial resolutionχωρική διακριτότητα
speakerομιλητής
specifierχαρακτηριστής
speech actομιλιακό ενέργημα
spell-checkerορθογραφικός διορθωτής
spellingορθογραφημένη γραφή, ορθογραφία
spelling by analogyστρατηγική αναλογίας
spelling by inventionεπινόηση ορθογραφίας
spelling by memoryμνημονική στρατηγική
spelling disorderδυσορθογραφία
spelling errorsορθογραφικά λάθη
spelling strategiesστρατηγικές γραφής
spontaneous recoveryαυθόρμητη ανάκαμψη
spontaneous retrievalαυθόρμητη ανάσυρση
spoonerismφωνημική αντιμετάθεση
stageστάδιο
standard deviationτυπική απόκλιση
standard errorτυπικό σφάλμα
standard scoreτυπικός βαθμός
stateκατάσταση
state spaceχώρος καταστάσεων
statementδήλωση
statistically significantστατιστικά σημαντικό
stemθέμα (λέξης)
stimulationδιέγερση, ερεθισμός
stimulusερέθισμα
storageαποθήκευση
stratificationδιαστρωμάτωση
stress diacritic errorsτονικά λάθη
strokeεγκεφαλικό επεισόδιο
structureδιάρθρωση, δομή
studyμελέτη
subcellularυποκυτταρικό
subjectυποκείμενο
subjective experienceυποκειμενική εμπειρία
sublexicalυπολεξικό
sublexical routeυπολεξική διαδρομή
substrateυπόστρωμα
suffixεπίθημα
sulcusαύλακα
sumάθροισμα
supervisedεπιτηρούμενο
supervisorεπιτηρητής
suppressionκαταστολή
switchingεναλλαγή
syllabic awarenessσυλλαβική επίγνωση
syllabic spellingσυλλαβική γραφή
symbolσύμβολο
symbol groundingέδραση συμβόλου
symbolicσυμβολικό
sympathetic nervous systemσυμπαθητικό νευρικό σύστημα
synapseσύναψη
synaptic weightσυναπτικό βάρος
syntacticσυντακτικός
syntaxσύνταξη
systematicityσυστηματικότητα
targetedστοχευμένο
taskέργο
teachingδιδασκαλία
temporalκροταφικός, χρονικός
temporal resolutionχρονική διακριτότητα
testδοκιμασία, έλεγχος
test-retest reliabilityαξιοπιστία επανάληψης
textureυφή
thinkingσκέψη
thresholdουδός (o)
tissueιστός
TMS, βλ. transcranial magnetic stimulation
tokenδείγματα
toleranceανοχή
tomographyτομογραφία
top-downκατωφερής
trainingεκπαίδευση
trajectoryτροχιά
transcranial magnetic stimulationδιακρανιακή μαγνητική διέγερση
transcriptionμεταγραφή
transformationμετασχηματισμός
transitional stageμεταβατικό στάδιο
transparentδιαφανές
transpositionαντιμετάθεση
trialδοκιμή
twin earthδίδυμη γη
unconditionedοροανεξάρτητο
unconsciousμη συνειδητό
ungrammaticalαντιγραμματικό
unitμονάδα
universal grammarκαθολική γραμματική
universal quantifierκαθολικός ποσοδείκτης
unobservable μη παρατηρήσιμο
unpredictableαπρόβλεπτο
unsupervised μη επιτηρούμενο
updateενημέρωση
vaguenessασάφεια
validityεγκυρότητα
valueτιμή
variableμεταβλητή
varianceδιακύμανση
ventralκοιλιακός
verbρήμα
verb conjugationκλίση ρήματος
verbalλεκτική
vigilanceεπαγρύπνηση
visionόραση
visualοπτικό
vocabularyλεξιλόγιο
voicedφωνούμενο
voicelessάφωνο
whole language approachολική γλωσσική προσέγγιση
whole word methodολική μέθοδος
willβούληση
within-personενδοατομικό
word familyοικογένεια λέξεων
word recognitionαναγνώριση λέξης
word spottingεντοπισμός λέξης
working memoryενεργός μνήμη, εργαζόμενη μνήμη

Λεξικό. Μετάφραση όρων. Ορολογία. Γνωσιακή επιστήμη.

Τελευταία ενημέρωση: Αύγουστος 2014