Ανακοίνωση στο Πανελλήνιο Συνέδριο Γνωστικής Ψυχολογίας
Αλεξανδρούπολη, 4–7 Νοεμβρίου 2004
Η δυσλεξία είναι δυσκολία στην εκμάθηση και χρήση του γραπτού λόγου, διαγλωσσικά αποδιδόμενη σε αποκλίνουσες ή ανεπαρκείς φωνολογικές αναπαραστάσεις ή διεργασίες. Το «φωνολογικό έλλειμμα» γίνεται εμφανές σε μνημονικά έργα, σύμφωνα με θεωρήσεις εργαζόμενης μνήμης που περιλαμβάνουν φωνολογικό χώρο. Η ανάκληση λιγότερων λεκτικών πληροφοριών ερμηνεύεται ως μικρότερη χωρητικότητα ή χαμηλότερη ταχύτητα φωνολογικής επεξεργασίας. Αντίθετα, όταν τα ερεθίσματα δεν ευνοούν φωνολογική κωδικοποίηση, δεν υπάρχουν διαφορές στις επιδόσεις μεταξύ καλών και κακών αναγνωστών. Στην ελληνική γλώσσα, λόγω της ρηχής ορθογραφικής αναπαράστασης, οι φωνολογικές δυσκολίες των ατόμων με δυσλεξία είναι λιγότερο εμφανείς. Άρα είναι σημαντική η τεκμηρίωσή τους σε μνημονικά έργα και η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φωνολογικής κωδικοποίησης και ανάγνωσης.
Για τη διερεύνηση της κωδικοποίησης στη μνημονική συγκράτηση κατασκευάστηκαν μία λεκτική-ακουστική και μία οπτική κλίμακα. Η πρώτη περιλαμβάνει ομάδες λέξεων που εκφωνούνται στον εξεταζόμενο και εκείνος πρέπει να τις επαναλάβει με την ίδια σειρά. Η δεύτερη περιλαμβάνει (α) ομάδες καρτών με σκίτσα αντικειμένων που ονοματίζονται εύκολα και (β) ομάδες καρτών με ιδεογράμματα. Κάθε ομάδα καρτών προβάλλεται στον εξεταζόμενο και εκείνος πρέπει να τις τοποθετήσει με την ίδια σειρά. Η επιλογή λέξεων και αντικειμένων έγινε με βάση τη συχνότητα εμφάνισης στο γραπτό λόγο. Εξετάζονται παιδιά ηλικίας 10–14 ετών με και χωρίς δυσλεξία. Αναμένεται ότι όλα τα παιδιά θα δυσκολευτούν περισσότερο στην λεκτική παρά στην οπτική κλίμακα και από τις οπτικές υποκλίμακες περισσότερο στα ιδεογράμματα. Για τα παιδιά με δυσλεξία, η διαφορά ανάμεσα στις οπτικές υποκλίμακες αναμένεται μικρότερη, σύμφωνα με την υπόθεση δυσκολίας χρήσης του φωνολογικού κώδικα για τη συγκράτηση του υλικού στη μνήμη.