Το υποκείμενο στη γνωσιακή επιστήμη

Ανακοίνωση στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας. Πάτρα, 17–19 Οκτωβρίου 2008

Αθανάσιος Πρωτόπαπας
Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου

Γνωσιακή επιστήμη είναι η διεπιστημονική μελέτη του νου. Επιστήμονες από διαφορετικές οπτικές γωνίες, με διαφορετικές μεθόδους, μέσα και άμεσα πεδία μελέτης, συνεργάζονται με στόχο την παραγωγή συγκλινουσών ενδείξεων αναφορικά με τη λειτουργία του νου. Στη γνωσιακή επιστήμη συναντώνται η γνωστική ψυχολογία, οι νευροεπιστήμες, η γλωσσολογία, η φιλοσοφία και η τεχνητή νοημοσύνη, με την κοινή πεποίθηση και θεμελιώδη υπόθεση εργασίας ότι ο νους είναι ένα είδος μηχανής που υλοποιείται από τον εγκέφαλο. Ο υλιστικός μονισμός αποτελεί βασική αρχή και θεωρείται δεδομένη θέση από τους επιστημονικούς κλάδους που συναποτελούν τη γνωσιακή επιστήμη, παρότι στη φιλοσοφία του νου συζητώνται εναλλακτικές προσεγγίσεις στη σχέση μεταξύ εγκεφάλου και νου.

Οι συνέπειες του μονισμού στη μελέτη των νοητικών φαινομένων δεν είναι τόσο σαφώς αποδεκτές. Ένα θέμα που δεν έχει ακόμα προσελκύσει αρκετά την προσοχή των επιστημόνων που μελετούν το νου είναι εκείνο του υποκειμένου. Η θεμελιώδης παραδοχή ότι ο νους είναι μια μηχανή, σε συνδυασμό με την αποδοχή του υλιστικού μονισμού και την επακόλουθη αναγκαιότητα της ταύτισης του νου με την εγκεφαλική λειτουργία, έχει σημαντικές συνέπειες για τη μελέτη του υποκειμένου και για την προοπτική μιας πλήρους μελλοντικής θεωρίας για το νου.

Εφόσον ο νους ταυτίζεται με την εγκεφαλική λειτουργία, αυτό σημαίνει πως όλες οι όψεις του νου πρέπει να ταυτίζονται με κάποιες όψεις της εγκεφαλικής λειτουργίας. (Δεν γίνεται εδώ διάκριση μεταξύ λειτουργισμού και ταυτοτικών προσεγγίσεων.) Άρα, φαινόμενα όπως η συνείδηση, η βούληση, η πρόθεση, οι συγκινήσεις κλπ. θα πρέπει να ενταχθούν σε κοινό επεξηγηματικό πλαίσιο με τα πιο συνηθισμένα αντικείμενα μελέτης της γνωστικής ψυχολογίας όπως είναι η αντίληψη, η προσοχή, η μνήμη και η γλώσσα. Κι αν στα τελευταία έχει καταστεί δυνατή η μελέτη αγνοώντας την αναφορά σε υποκείμενο (το υποκείμενο της αντίληψης, της προσοχής κλπ.) φαίνεται πως αυτό δεν μπορεί να γίνει τόσο εύκολα στα πρώτα. Τι σημαίνει άλλωστε βούληση ή συνείδηση χωρίς υποκείμενο που βούλεται ή αντιλαμβάνεται; Σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται αναγκαία η εισαγωγή της μελέτης του υποκειμένου με όρους μηχανής και με αναφορά στη λειτουργία του εγκεφάλου, ώστε η γνωσιακή επιστήμη να αποτελέσει πράγματι τη διεπιστημονική μελέτη ολόκληρου του νου.

Η ενιαία αντιμετώπιση των νοητικών φαινομένων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο μελέτης θέτει περιορισμούς στην περιγραφή των όψεων της νοητικής λειτουργίας. Για παράδειγμα, η περιγραφή των αντιληπτικών και μνημονικών φαινομένων θα πρέπει να είναι όμοια με την περιγραφή των βουλητικών και ενδοσκοπικών φαινομένων. Είτε αυτά θεωρούνται αναπαραστασιακές καταστάσεις είτε μη αναπαραστασιακές πραγματώσεις ενός ενσώματου φορέα, όλα τα φαινόμενα παρέχουν στοιχεία προς περιγραφή και εξήγηση. Η συνέπεια στην αντιμετώπιση των φαινομένων επιβάλλει τη χρήση των ενδοσκοπικών παρατηρήσεων στη μελέτη του νου, διότι και αυτές αποτελούν νοητικά φαινόμενα και διότι αυτές αποτελούν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, το αντικείμενο της μελέτης της συνείδησης. Τα συμπεριφοριστικά αντανακλαστικά πολλών μελετητών του νου, τόσο από το χώρο της ψυχολογίας όσο και από τις νευροεπιστήμες, οφείλουν να υποχωρήσουν μπροστά στο αίτημα της πλήρους κάλυψης του πεδίου των νοητικών φαινομένων. Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος των ενδοσκοπικών παρατηρήσεων ως φαινομένων προς εξήγηση δεν συνεπάγεται ότι μπορούν αυτές οι παρατηρήσεις να γίνουν αποδεκτές ως πιθανές πηγές εξηγήσεων. Το αίτημα της συνέπειας λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις: είναι αδιάφορο, για την περιγραφή του νου ως μηχανής, τι είδους περιγραφές αναφορικά με τη λειτουργία του παράγει ή όχι η λειτουργία του. Μόνο μέσω της μελέτης με επιστημονική μεθοδολογία, κοινή για όλα τα νοητικά φαινόμενα, μπορεί η γνωσιακή επιστήμη να σχεδιάσει και να ελέγξει υποθέσεις.

Η αυτοσυνείδηση, ως όψη ή είδος νοητικής (άρα εγκεφαλικής) λειτουργίας, έχει πρόσφατα προσελκύσει το ενδιαφέρον ορισμένων μελετητών. Η περιγραφή μιας συνειδησιακής κατάστασης φαίνεται ότι απαιτεί τη συγκρότηση ενός υποκειμένου. Δεν είναι γνωστό πού υπάρχει αυτό το υποκείμενο και αν η ύπαρξή του μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη των επιμέρους καταστάσεων. Αν, δηλαδή, το υποκείμενο αποτελεί μια διαχρονική οντότητα, μια διαρκή όψη της εγκεφαλικής λειτουργίας, στην οποία «προβάλλονται» ή αποδίδονται, συγκυριακά, φαινομενολογικές καταστάσεις όπως η βούληση, οι συγκινήσεις, τα αντιλήμματα και αυτο-αντιλήμματα, η εστιασμένη προσοχή κλπ. Φαίνεται ότι μεταξύ των μη φιλοσόφων (συμπεριλαμβανομένου του «κοινού νου» και, εικάζω, της συντριπτικής πλειονότητας των γνωσιακών επιστημόνων και των νευροεπιστημόνων) η θέση ότι το υποκείμενο αποτελεί διαρκή οντότητα θεωρείται δεδομένη, παρότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία να στηρίζεται.

Η μελέτη της συνείδησης και ορισμένων φαινομένων στενά συνδεδεμένων με συνειδησιακές καταστάσεις πως το υποκείμενο μπορεί να υφίσταται μόνο ως μέρος μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα. Εντάσσοντας την προσέγγιση αυτή στο πλαίσιο της μηχανιστικής περιγραφής, φαίνεται πως η γνωσιακή επιστήμη ίσως υποχρεωθεί να αναθεωρήσει το σύνολο των εξηγήσεών της ώστε οι (αναπαραστασιακές ή μη) καταστάσεις να μπορούν να έχουν την ιδιότητα της υποκειμενικότητας. Οι εξηγήσεις αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουν τόσο την υποκειμενικά προφανή διαχρονική σταθερότητα του υποκειμένου, καθώς και την κοινωνικά αναγκαία για το είδος μας δι-υποκειμενικότητα.

Ένα βασικό εργαλείο για τη μελέτη και κατανόηση των νοητικών φαινομένων αποτελούν τα υπολογιστικά μοντέλα. Αυτά είναι τεχνητά συστήματα που κατασκευάζονται με στόχο να ελεγχθούν με συστηματικότητα και λεπτομέρεια οι συνέπειες των υποθέσεών μας, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους μελετητές σε ρητές και πλήρεις παραδοχές. Στο πλαίσιο αυτό, τα μελλοντικά μοντέλα του νου θα πρέπει να συμπεριλάβουν υποκειμενικές καταστάσεις (βουλητικές, συγκινησιακές, ενδοσκοπικές) έτσι ώστε να είναι ευδιάκριτη σε αυτές η συγκρότηση του υποκειμένου – διαρκούς ή συγκυριακού. Η απόδοση υποκειμενικότητας στα μοντέλα θα γίνεται, όχι με φαινομενολογικά κριτήρια, αλλά με λειτουργικά, όπως γίνεται και για κάθε άλλο νου έξω από εκείνον που κάθε φορά την αποδίδει. Αν ο νους είναι μια μηχανή, τότε μπορεί να περιγραφεί ικανοποιητικά και πλήρως με έναν μηχανιστικό τρόπο, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει όλες τις όψεις και ιδιότητές του, υποκειμενικές και λειτουργικές. Αυτό είναι το στοίχημα της γνωσιακής επιστήμης, η προϋπόθεση και το κριτήριο της επιτυχίας της.