Ανακοίνωση στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας.
Ρέθυμνο, 18–22 Απριλίου 2007
Το ελληνικό ορθογραφικό σύστημα χαρακτηρίζεται «ρηχό» ή «διαφανές», με την έννοια ότι η γραφοφωνημική αντιστοιχία χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από σταθερά ζεύγη φωνήματος-γραφήματος. Όμως ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ποσοτικά η συστηματικότητας στις αντιστοιχίες αυτές ούτε η πηγή των αποκλίσεων από την κανονικότητα. Το κρίσιμο στοιχείο είναι το επίπεδο πληροφορίας που είναι απαραίτητο για την εκτέλεση ενός έργου (αναγνωστικού ή ορθογραφικού), το οποίο αποτελεί και αντικειμενικό κριτήριο ταξινόμησης των αντίστοιχων λαθών. Για παράδειγμα, η ανάγνωση της λέξης «μπαούλο» απαιτεί γνώση μόνο σε επίπεδο γραφημάτων-φωνημάτων, η ανάγνωση των λέξεων «Πήλιο» και «τήλιο» απαιτεί γνώση των λέξεων, ενώ η ανάγνωση της λέξης «ήλιο» απαιτεί και συντακτικό ή σημασιολογικό πλαίσιο. Στην άλλη κατεύθυνση, η γραφή της λέξης «παντού» απαιτεί μόνο γραφοφωνημική γνώση, η γραφή της λέξης «καλούπι» απαιτεί μορφολογική γνώση, ενώ η γραφή της λέξης «ήμερα» απαιτεί λεξιλογική γνώση. Σε αυτό το πλαίσιο αναλύεται η διαφάνεια του ελληνικού ορθογραφικού συστήματος και συζητείται η έννοια της εξαίρεσης. Παρουσιάζονται υπολογισμοί από εκτενές σώμα γραπτών κειμένων (300 εκατομμυρίων λέξεων περίπου), όπου καταμετρήθηκε, και για τις δύο κατευθύνσεις μετατροπής (ανάγνωση και γραφή), το ποσοστό των αντιστοιχιών σε επίπεδο γράμματος και γραφήματος. Συμπληρωματικά, υπολογίστηκαν και παρουσιάζονται οι συχνότητες εμφάνισης γραμμάτων και φθόγγων, συνολικά, ανά θέση στη λέξη, και ανά ζεύγος. Οι στατιστικές συστηματικότητες που αναδύονται μέσα από τέτοιες αναλύσεις μπορούν να καθοδηγήσουν τις θεωρητικές υποθέσεις για την εμφάνιση κανονικοτήτων στην ανάπτυξη επιμέρους αναγνωστικών και ορθογραφικών δεξιοτήτων. Παρέχουν επίσης ένα σταθερό μεθοδολογικό πλαίσιο για την κατασκευή και τον έλεγχο πειραματικών ερεθισμάτων και την ανάλυση των ευρημάτων.