Και οι φάλτσοι στη χορωδία; Το μοντέλο διατομικών διαφορών για την κατανόηση των μαθησιακών δυσκολιών

Ανακοίνωση στο συνέδριο της ΕΨΥΥΠΕ “Η έρευνα στις επιστήμες της αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας παιδιών & εφήβων”. 31 Μαρτίου–2 Απριλίου 2006

Αθ. Πρωτόπαπας
Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / Αθηνά

Στην εργασία αυτή εξετάζονται οι μαθησιακές δυσκολίες στο γραπτό λόγο υπό το πρίσμα των φυσιολογικών και αναμενόμενων διαφορών μεταξύ μαθητών που ισχύουν στη μέτρηση επίδοσης για οποιαδήποτε δεξιότητα. Οι επιδόσεις στις γνωστικές διεργασίες, όπως και σε κάθε άλλη δεξιότητα, ακολουθούν μια ευρεία κανονική κατανομή στον πληθυσμό, με αποτέλεσμα διατομικές διαφορές στην ευκολία και την αποτελεσματικότητα εκμάθησης και χρήσης του γραπτού λόγου. Ο δάσκαλος βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπος με την εκπαιδευτική και ψυχολογική πραγματικότητα κατά την οποία άλλοι μαθητές μαθαίνουν γρήγορα και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά το γραπτό λόγο, ενώ άλλοι δυσκολεύονται πολύ στην εκμάθηση, καθυστερούν, και δυσκολεύονται στη χρήση, χωρίς να υπάρχει κάποια εμφανής αιτία και παρά την κατά τα άλλα επαρκή συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι δεν είναι περίεργο που οι μαθητές με ιδιαίτερη δυσκολία θεωρούνται από πολλούς ως έχοντες κάποιο εγγενές οργανικό πρόβλημα. Αντίθετα, ο δάσκαλος μουσικής, που μπορεί να διαλέξει τους καλλίφωνους για τη χορωδία του σχολείου και δεν είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όλους του μαθητές, δεν διανοείται να χαρακτηρίσει προβληματικούς εκείνους που υστερούν σε μουσικές δεξιότητες. Δεδομένου ότι τόσο η εκμάθηση και επεξεργασία του γραπτού λόγου, όσο και η μουσική έκφραση, δεν μπορεί παρά να αποτελούν όψεις της εγκεφαλικής λειτουργίας, καθίσταται προφανής η αντίφαση στη νοηματοδότηση των διαφορετικών δυσκολιών, η οποία πηγάζει από τις πολιτισμικές συνθήκες. Ο αναμφισβήτητος βιολογικός χαρακτήρας των μαθησιακών δυσκολιών, όπως και κάθε άλλης νοητικής διεργασίας σε όλα τα επίπεδα επίδοσης, φαίνεται καθαρά σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας καθώς και κληρονομικότητας, όμως δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως στοιχείο παθολογίας. Η αντιμετώπιση των μαθητών με τις χαμηλότερες επιδόσεις σα να υποφέρουν από κάποια πάθηση, η παραπομπή σε ψυχιάτρους και η χρήση εννοιών όπως “διάγνωση”, συσκοτίζουν τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του προβλήματος και δυσχεραίνουν την αποτελεσματική υποστήριξη των μαθητών με τις απαραίτητες παρεμβάσεις. Η αμιγώς εκπαιδευτική θεώρηση των μαθησιακών δυσκολιών δεν αναιρεί τον ουσιαστικό ρόλο του παιδοψυχιάτρου στον εντοπισμό αναπτυξιακών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών διαταραχών. Η εκπαιδευτική υποστήριξη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες δεν πρέπει να υποβαθμίζει την ενδεχόμενη ανάγκη επιπλέον παρέμβασης για την απαλοιφή δευτερογενών επιπτώσεων στην ψυχική υγεία των μαθητών που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό ή άλλες συνέπειες της αδυναμίας τους να παρακολουθήσουν χωρίς υποστήριξη το αναγνωσιοκεντρικό πρόγραμμα της γενικής εκπαίδευσης. Το κοινωνικό αίτημα για καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση και η σύγχρονη πολιτισμική ανάγκη μας για γραμματισμό υποδεικνύουν την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση των μαθησιακών προβλημάτων στο γραπτό λόγο μέσα από μια διαδικασία εκπαιδευτικής υποστήριξης και ενσωμάτωσης με εξατομικευμένους στόχους.