Η αξιολόγηση της αναγνωστικής επίδοσης και της συμπεριφοράς μαθητών του Δημοτικού σχολείου από τους δασκάλους τους

Ανακοίνωση στο 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ιωάννινα, 1–4 Δεκεμβρίου 2005

Σ. Χαριτοπούλου1, Ε. Βλάχου2, Αθ. Πρωτόπαπας3 & Α. Μουζάκη4
1 Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
2 Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
3 Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / ΚΕΤΕΠ
4 Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να διερευνηθούν α) τα κριτήρια που διαμορφώνουν τις εκτιμήσεις των δασκάλων για την επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών, και β) η ακρίβεια εντοπισμού μαθητών με δυσκολίες στο γραπτό λόγο από τους ίδιους εκπαιδευτικούς. Στην έρευνα συμμετείχαν 587 μαθητές (Β-Δ τάξεων) και περισσότεροι από 70 εκπαιδευτικοί από 17 δημοτικά σχολεία (Κρήτη, Ζάκυνθος και Αττική). Οι μαθητές υποβλήθηκαν σε μία συστοιχία δοκιμασιών (αναγνωστικής ικανότητας, φωνολογικής αποκωδικοποίησης, κατανόησης, ταχείας κατονομασίας, ορθογραφίας, λεξιλογίου και μη λεκτικών δεξιοτήτων) και συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια (ΚΙΓΑ, CDI, RCMAS) με σκοπό την εκτίμηση ατομικών κινήτρων για ανάγνωση και την ανίχνευση συμπτωμάτων ενδεικτικών ψυχοπαθολογίας (κατάθλιψη, άγχος). Από τους δασκάλους ζητήθηκε να αξιολογήσουν την επίδοση (προφορική-γραπτή έκφραση, αναγνωστική ευχέρεια-κατανόηση, ορθογραφία) καθώς και τη συμπεριφορά των μαθητών (προσαρμογή στο σχολείο, προβλήματα προσοχής, υπερκινητικότητα, άγχος, μαθησιακά προβλήματα, επιθετικότητα). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι μαθητές με τις χαμηλότερες εκτιμήσεις επίδοσης από τους δασκάλους παρουσίασαν, στην πλειονότητά τους, συστηματικά χαμηλές επιδόσεις σε σταθμισμένες δοκιμασίες αναγνωστικών δεξιοτήτων. Συνεπώς οι δάσκαλοι μπορούν με σχετικά υψηλή ακρίβεια να ανιχνεύσουν δυσκολίες μαθητών στο γραπτό λόγο. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις των δασκάλων για την επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με τις μετρούμενες επιδόσεις παρά με τις αυτοαναφορές των παιδιών.