«Ἔπαυσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ διακρίνουν μεταξὺ ὀρθοῦ καὶ ἐσφαλμένου, μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης. Τὸ ναρκωτικὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς νέας αὐτῆς θρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς παναιρέσεως αὐτῆς κατὰ τὸν Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, διδόμενο κατὰ μικρὲς δόσεις ἐπὶ δεκαετίες καὶ καλυμμένο μὲ ὀρθοδοξοφανὲς περικάλυμμα σὰν τὴν Οὐνία, μὲ παρερμηνευόμενα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ναρκώσει τὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων καὶ μάλιστα πολλῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων. Ἔχει δημιουργήσει μία φανταστική, ψεύτικη ἀτμόσφαιρα εἰρήνης καὶ ἑνότητος μὲ τὸν δῆθεν διάλογο τῆς ἀγάπης, μέσα στὴν ὁποία ἀναπαύονται μακάρια τὰ πλήθη, ποὺ παίρνουν ἀνυποψίαστα καὶ δωρεὰν ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημέρωσης τὸ χαπάκι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἡρωίνης».
Γεμάτο πίκρα καὶ στενοχώρια παρακολούθησε τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ ὅσα συνέβησαν κατὰ τὴν συνάντηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου μὲ τὸν πάπα Βενέδικτο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ τηλεφωνήματα ποὺ ἐδέχθη ὁ γράφων, ἐκφραστικὰ αὐτῆς τῆς πικρίας, ἀπὸ πολλὲς ἐπαρχίες καὶ μητροπόλεις καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἰδιαίτερη ἐντύπωση τοῦ προκάλεσαν δυό: Εὐλαβέστατος πνευματικὸς τῆς Θεσσαλονίκης μὲ πλῆθος πνευματικῶν τέκνων εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει, λυπᾶται μέχρι θανάτου, διότι ἐβίασαν, ἀτίμασαν τὴν μάννα μας, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔγγαμος ἱερεύς, πολύτεκνος, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἀποφασισμένος νὰ διακόψει τὸ μνημόσυνο τοῦ συμφωνοῦντος μὲ ὅλα αὐτὰ ἐπισκόπου του, ὅταν διακριτικὰ τοῦ ὑπενθύμισα τὶς πιθανὲς διώξεις καὶ ποινὲς μοῦ εἶπε: «Προτιμῶ νὰ καλλιεργῶ τὰ χωράφια μου, ὡς ἁπλὸς ἀγρότης, καὶ νὰ κρατήσω τὴν πίστη μου, παρὰ νὰ συνεργήσω στὴν κατεδάφισή της καὶ νὰ πάω στὴν κόλαση μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ τοὺς ἐπισκόπους».
Δὲν ξέρω ἂν ὁ ἁπλοϊκὸς αὐτὸς καὶ ὀλιγογράμματος ἱερεὺς εἶχε διαβάσει συγγράμματα Ἁγίων Πατέρων· αὐτὰ ποὺ εἶπε ὅμως ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν στάση ὅλων τῶν πιστῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ἀπέναντι τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἐνισχύουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη. Τὸ πλῆθος τῶν σχετικῶν πατερικῶν μαρτυριῶν ὑπάρχει τώρα στὸ βιβλίο μας «Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή». Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς ἐδῶ ἐνδεικτικὰ τὴν γνώμη τοῦ μεγάλου ἀγωνιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Γράφει ὅτι στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριφέρονται κακῶς καὶ σκανδαλίζουν τὸν λαό, πρέπει νὰ ἐκδιώκονται, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μείνουν οἱ πιστοὶ χωρὶς ποιμένα. Εἶναι καλύτερα, συμφέρει, χωρὶς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς νὰ γίνονται οἱ συνάξεις στοὺς ναούς, παρὰ νὰ ριφθοῦν οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἱερεῖς στὴν κόλαση, ὅπου πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τους Ἄννα καὶ Καϊάφα: «Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἢ μετ᾿ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»(1). Αὐτὸ ἔπραξε στὶς ἡμέρες μας ὁ Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος Γαβριὴλ καὶ μὲ μία ὀλιγόλογη καὶ θαρραλέα Δήλωση καὶ Ὁμολογία διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μετὰ τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὶς κοινὲς δηλώσεις μὲ τὸν προηγούμενο πάπα, ποὺ ἔγιναν πρὶν ἀπὸ δυὸ ἔτη κατὰ τὴν θρονικὴ ἑορτὴ τῆς Ρώμης στὶς 29 Ἰουνίου τοῦ 2004 καὶ τὴν τελετὴν τῶν θυρανοιξίων ὀρθοδόξου ἱεροῦ ναοῦ τὴν 1ην Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους. Στὸ ἑξῆς, γράφει, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι μὲ τὴν σιωπή μου συμφωνῶ μὲ ὅσα γίνονται, δὲν θὰ συμμετέχω στὶς ἀκολουθίες ποὺ μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, ἀλλὰ θὰ παραμένω εἰς τὸ κελλάκι μου «κάμνων τὴν κανονικὴν καὶ καθωρισμένην μοναχικὴν ἀκολουθίαν μου κατὰ μόνας εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας καὶ ἕως ὅτου λάβη σαφῆ καὶ συγκεκριμένην θέσιν ἡ Ἱ. Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους περὶ τῶν συμβάντων γεγονότων τῶν ὡς ἄνω ἡμερῶν» (2).
Ὑπάρχουν πολλὲς τέτοιες ἄγρυπνες καὶ εὐαίσθητες συνειδήσεις Ὀρθοδόξων, τῶν ὁποίων ὅμως ἡ φωνὴ καὶ ἡ στάση δὲν φθάνουν στὶς ἀκοὲς καὶ στὰ ὄμματα τῶν πολλῶν καὶ ἐν πολλοῖς ἀδιαφόρων πιστῶν. Ἀντίθετα προβάλλονται καὶ μεγαλύνονται ὅσοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ὑμνοῦν καὶ προσκυνοῦν τὸ θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τοῦ Ἀντιχρίστου, τὴν ἰσοπέδωση θρησκειῶν καὶ ὁμολογιῶν, τὸ πολυπολιτισμικὸ καὶ πολυθρησκευτικὸ μοντέλο τῆς δῆθεν Νέας Ἐποχῆς, ποὺ ἐπαναφέρει τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι καὶ στὴν διαφθορὰ τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, ἡ ὁποία εἶχε γεράσει καὶ φθαρῆ μέσα σὲ πάθη ἀτιμίας. Κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἐκδιώκεται ὁ Χριστὸς καὶ ἀποχριστιανίζεται ὁ κόσμος, καὶ μάλιστα ὁ δυτικὸς καὶ «πολιτισμένος», μὲ εὐθύνη τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, κατὰ τὸ ἴδιο μέτρο τὸ κενὸ καλύπτει ὁ Διάβολος. Μεταλλάσσεται ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὸ ψεῦδος τῆς νέας εἰδωλολατρίας τοῦ πολυπολιτισμοῦ καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ, μὲ συνέπεια νὰ ἀτονήσει ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ νὰ φθάσουν οἱ ἄνθρωποι εἰς «ἀδόκιμον νοῦν» «πεπληρωμένοι πάσης κακίας», ἀκόμη καὶ στὴν διάπραξη τῆς πιὸ ἀπεχθοῦς ἀκαθαρσίας τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς ἐπαινούμενης καὶ ἀσκούμενης ἀκόμη καὶ ἀπὸ κληρικοὺς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως ἀκριβῶς παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς, στὴν ὁποία θέλουν νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν ὡς δῆθεν Νέα Ἐποχὴ οἱ τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας. Ὅσες συναντήσεις καὶ ἂν γίνουν τοῦ πάπα μὲ ὀρθοδόξους πατριάρχες, ἡ μόνη ὁδὸς ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἐπάνοδος, ἡ μίμηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσε γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πάπα τώρα γιὰ τὴν ἄρνηση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας τῶν κοινῶν Πατέρων καὶ Ἁγίων της πρώτης χιλιετηρίδος. Ἂν ἐξακολουθήσει νὰ ἐπιμένει ἐγωιστικὰ στὸ δῆθεν ἀξίωμα τοῦ Πέτρου καὶ στὰ κλειδιὰ τῆς Βασιλείας, ὅπως ἔπραξε καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Κωνσταντινούπολη, σὲ κοσμικὲς φιλοδοξίες καὶ πρωτεῖα, τότε δὲν ἰσχύει τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»(3), ἀλλὰ τὸ «Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων»(4).
Μέσα, λοιπόν, στὸ κλίμα αὐτὸ τῆς δῆθεν Νέας Ἐποχῆς, ποὺ διαμορφώνουν ὁ παπικὸς καὶ προτεσταντικὸς Οἰκουμενισμός, μὲ ἀπώτερο ὅραμα τὴν πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του δὲν κηρύσσονται ὡς τὸ μοναδικὸ φῶς, ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, συνεργούντων δυστυχῶς καὶ συμφωνούντων καὶ τῶν περισσοτέρων Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων. Διαψεύδουμε στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε στὸ τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, ὅτι δηλαδὴ «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες». Δυστυχῶς τὸ φῶς ποὺ ἔδωσε ἡ πατριαρχικὴ θεία λειτουργία στὸ Φανάρι μὲ τὴν λειτουργικὴ συμμετοχὴ τοῦ πάπα δὲν ἦταν τὸ ἀληθινὸ Φῶς, ἡ ἀληθινὴ πίστις, ἀλλὰ τὸ σκότος καὶ ἡ πλάνη τῶν αἱρέσεων τοῦ filioque, τοῦ πρωτείου, τῶν ἀζύμων, τοῦ καθαρτηρίου πυρός, τῆς κτιστῆς Χάριτος, τῆς κακοποιήσεως ὅλων τῶν μυστηρίων, τῆς κοσμικῆς ἐκκλησίας τοῦ Βατικανοῦ ποὺ ὑπέκυψε στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Διαβόλου (5), γιὰ νὰ ἀποκτήσει πλούτη καὶ ἐξουσία, νὰ γίνει κοσμικὸ κράτος καὶ οὐσιαστικὰ νὰ παύσει νὰ ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Χριστιανισμὸ κατὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ. Καὶ τὸ σκότος αὐτὸ μεταδόθηκε μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἐργάζονται ὀρθόδοξοι ἱεραπόστολοι, οἱ ὁποῖοι διερωτήθηκαν πῶς τώρα μποροῦν νὰ πείσουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι καὶ ὄχι Ρωμαιοκαθολικοὶ ἢ πῶς νὰ ἐνισχύσουν πολλοὺς ποὺ ἔγιναν Ρωμαιοκαθολικοὶ νὰ ἔλθουν στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ αὐτοὶ εἶναι πάρα πολλοὶ στὶς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς, ὅταν μεταδόθηκε σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων καὶ ἐν πολλοῖς συλλειτουργούντων δυὸ προκαθημένων, τοῦ πάπα καὶ τοῦ πατριάρχου, ἀλληλοασπαζομένων καὶ ἀπὸ κοινοῦ εὐλογούντων; Διερωτώμεθα καὶ ἐμεῖς μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ μετὰ τοῦ 46ου ἀποστολικοῦ κανόνος, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει νὰ δεχόμαστε τὸ βάπτισμα καὶ τὴν Θ. Εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς καὶ πάλι ἔχουν ἀναγνωρίσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἄλλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ποὺ ἐπιτρέπουν σιωπηρῶς ἀκόμη καὶ τὸ κοινὸν ποτήριον. «Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ ἢ τίς μερὶς πιστῷ, μετὰ ἀπίστου;»(6). Πῶς θὰ τολμήσουμε σὲ λίγες ἡμέρες νὰ ἀπευθυνθοῦμε πρὸς τὸν γεννώμενο Χριστό· καὶ νὰ ψάλλουμε ὅτι «Ἡ Γέννησίς Σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως» καὶ ὅτι ὅπως οἱ Μάγοι ἔτσι καὶ ἐμεῖς τὸν προσκυνοῦμε «ὡς τὸν ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης» καὶ εὑρίσκουμε τὴν σωτηρία πιστεύοντες στὴ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, στὴν Ὀρθόδοξη δηλαδὴ Ἐκκλησία; Πόσες ἐκκλησίες ὑπάρχουν, καὶ πόσες πίστες, καὶ πόσα βαπτίσματα, μία, ἕνα ἢ πολλὲς καὶ πολλά; Ἂν δὲν εἶναι μία, ἡ Ὀρθόδοξη, τότε κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποὺ λέγει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμᾳ»(7):
Τὰ ἐρωτήματα ὅμως αὐτὰ τώρα δὲν προβληματίζουν, δὲν γίνεται κατανοητὴ ἀκόμη καὶ ἡ ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Ἔπαυσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ διακρίνουν μεταξὺ ὀρθοῦ καὶ ἐσφαλμένου, μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης. Τὸ ναρκωτικὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς νέας αὐτῆς θρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς Παναιρέσεως αὐτῆς κατὰ τὸν Γέροντα Ἰουστίνο Πόποβιτς, διδόμενο κατὰ μικρὲς δόσεις ἐπὶ δεκαετίες καὶ καλυμμένο μὲ ὀρθοδοξοφανὲς περικάλυμμα σὰν τὴν Οὐνία, μὲ παρερμηνευόμενα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ναρκώσει τὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων καὶ μάλιστα πολλῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων. Ἔχει δημιουργήσει μία φανταστική, ψεύτικη ἀτμόσφαιρα εἰρήνης καὶ ἑνότητος μὲ τὸν δῆθεν διάλογο τῆς ἀγάπης, μέσα στὴν ὁποία ἀναπαύονται μακάρια τὰ πλήθη, ποὺ παίρνουν ἀνυποψίαστα καὶ δωρεὰν ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημέρωσης τὸ χαπάκι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἡρωίνης. Οἱ δόσεις διαρκῶς γίνονται ἰσχυρότερες· ἀπὸ τὴν ἁπλὴ συνεργασία σὲ πρακτικὰ καὶ κοινωνικὰ θέματα, ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στὰ οἰκουμενιστικὰ συνέδρια ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, φθάσαμε στὴν πλήρη κατεδάφιση τῶν ἱερῶν κανόνων, μὲ ἀπροκάλυπτες καὶ ἐμφανεῖς πλέον συμπροσευχὲς εἰς τὰ ὄμματα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, εἰς τὴν διακωμώδηση τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μυστηρίου ἀπολύτου ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητος, μὲ τοὺς λειτουργικοὺς ἀσπασμοὺς τῶν αἱρετικῶν καὶ τὶς ὑπὲρ αὐτῶν δεήσεις τῶν διακόνων καὶ τοὺς πολυχρονισμοὺς τῶν ἱεροψαλτῶν.
Φαντάζεται κανεὶς τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ ἔχει ἀπέναντί του τὸν Ἄρειο, στὸ ἀντίθρονο, νὰ συμπροσεύχονται καὶ νὰ ἀλληλοασπάζονται στὸ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους», καὶ ὁ χορὸς τῶν ψαλτῶν νὰ εὔχεται ὑπὲρ τῆς μακροημερεύσεως τοῦ Ἀρείου, γιὰ νὰ συνεχίζει τὸ αἱρετικὸ καταστροφικό του ἔργο; Ἔχει καμμία σχέση ἡ εἰκόνα, ποὺ παρουσιάζει τὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ ῥαπίζει, νὰ χαστουκίζει τὸν Ἄρειο, μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ πατριάρχου νὰ ἀσπάζεται τὸν παναιρετικὸ πάπα καὶ νὰ θεωρεῖ εὐλογία τὴν παρουσία του; Ποιὸς ἔχει δίκαιο, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ καταρᾶται τὸν πάπα, ἢ ὁ πατριάρχης ποὺ τὸν ἐπαινεῖ καὶ τὸν περιπτύσσεται ὡς ἀδελφόν; Οἱ μοναχοὶ τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης μὲ ἡγέτη τὸν ἑορτάζοντα ἐπίσης αὐτὲς τὶς ἡμέρες Ἅγιο Σάββα, ποὺ ἐκράτησαν τὴν Ἐκκλησία ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἢ ὁ ταλαίπωρος καὶ δυστυχῆς μοναχὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ συνέθεσεν ὕμνους καὶ τροπάρια, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρετικοῦ πάπα στὸ Φανάρι; (ΣΗΜ. «ΆΛ. ΟΨ.»: Στὴν Ἀνακοίνωση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὶς 30/12/2006, δηλ. κατόπιν τῆς συγγραφῆς τοῦ παρόντος ἄρθρου, διαψεύδεται ἡ πληροφορία ὅτι τὰ τροπάρια τὰ συνέθεσε Ἁγιορείτης μοναχός). Ἔχουν αὐτοὶ οἱ Ἁγιορεῖτες καμμία σχέση μὲ τοὺς ὁσιομάρτυρες Ἁγιορεῖτες, ποὺ ἐμαρτύρησαν ἀντιδρῶντες στὸν φιλοπαπισμὸ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου;
Εἶναι βέβαιο πὼς ἡ Ἁγία Εὐφημία, τῆς ὁποίας τὸ σκήνωμα εὑρίσκεται στὸν πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ ἡ ὁποία «λίαν ηὔφρανε τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ κατῄσχυνε τοὺς κακοδόξους» Μονοφυσῖτες, δὲν εὐφραίνεται, ἀλλὰ λυπᾶται μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ συστέλλει τὴν Χάρη της. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Ἰωάννη Χρυσόστομο, τῶν ὁποίων τὰ λείψανα ἀσπάσθηκαν ὁ πατριάρχης καὶ ὁ πάπας· δὲν εὐφράνθηκαν, ἀλλὰ λυπήθηκαν. Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν εἶναι μόνον χρονικὴ διαδοχὴ στοὺς θρόνους, ἀλλὰ εἶναι καὶ διαδοχὴ στοὺς τρόπους καὶ στὴ διδασκαλία· «καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος». Διακόπτεται, ὅταν διακοπεῖ ἡ συνέχεια τῆς ἀληθείας, τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Τὸ μόνο ἀληθὲς στὶς προσφωνήσεις καὶ ὁμιλίες τοῦ πατριάρχου εἶναι ὅτι ἀκολουθεῖ τὰ βήματα τῶν προκατόχων του Ἀθηναγόρου καὶ Δημητρίου. Ἡ ἱστορία, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀθηναγόρα, ἀλλὰ ἔχει ὀπίσω της δυὸ χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία ἀγώνων ἐναντίον τῶν ἑτεροθρήσκων καὶ ἑτεροδόξων καὶ χιλίων διακοσίων περίπου ἐτῶν ἱστορία ἀγωνιστῶν πατριαρχῶν καὶ ὁμολογητῶν, ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἀπὸ τοῦ Μ. Φωτίου μέχρι σήμερα. Καὶ ἀσφαλῶς οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τοὺς ἀναγνωρισμένους ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίους καὶ Πατέρες καὶ ὄχι τοὺς αἱρετίζοντας καὶ λατινοφρονοῦντας συγχρόνους πατριάρχας, ἀρχιεπισκόπους καὶ ἐπισκόπους. Τὰ βήματα τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι βήματα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.
Αὐτὰ γράφονται ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν ἱστορικῶν ὄντως στιγμῶν ποὺ ζοῦμε, ἀπὸ τὶς ἀρνητικὲς καὶ καταστροφικὲς τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνέργειες καὶ ἐκδηλώσεις. Ἐν πλήρει συνειδήσει ἐπίσης τῶν εὐθυνῶν καὶ τῶν συνεπειῶν αὐτῆς μας τῆς στάσεως.
Προτιμοῦμε νὰ διωκόμεθα καὶ νὰ συκοφαντούμεθα, παρὰ νὰ μένουμε σιωπηλοὶ καὶ ἀφωνότεροι ἰχθύος μπροστὰ στὴν ἐμφανῆ κακοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους, παρὰ νὰ ἔχουμε τὴν φιλία καὶ τὴν συμπάθεια τῶν φιλοπαπικῶν καὶ λατινοφρόνων. Περιμένουμε καὶ προσευχόμεθα νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ μὲ ἐπισκόπους ἡ ὀρθόδοξη παράταξη, ὅπως καὶ μὲ δειλιῶντες ἀκόμη καὶ ἀμφιρρέποντες ἱερεῖς καὶ μοναχούς. Ἡ ἀλήθεια, πάντως, δὲν εἶναι συνάρτηση ἀριθμῶν καὶ ποσῶν. Οἱ πολλοὶ πολλάκις ἔχουν κάνει ἰσχυρὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ τηλεοπτικὴ εἰκόνα τῆς συναντήσεως πατριάρχου καὶ πάπα, οἱ λειτουργικοὶ ἀσπασμοὶ καὶ πολυχρονισμοί, ἀφύπνισαν τὶς συνειδήσεις πολλῶν οἱ ὁποῖοι διαπιστώνουν ὅτι κινδυνεύει πλέον ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀλήθειας, ὅτι οἱ μνημονευόμενοι στὴ Θ. Λειτουργία ἐπίσκοποι, ὡς ἐγγυητὲς τῆς ἐν τῇ πίστει ἑνότητος δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, δὲν εὑρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀκοινώνητοι, ὡς κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους. Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ὅσων σιωποῦν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐπικρινόμενος ἀπὸ συμμοναστάς του, γιατὶ ἄφησε τὸ ἁγιορειτικό του ἡσυχαστήριο, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νήψη, καὶ κατῆλθε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ παπικοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων του, χαρακτηρίζει ὡς «ἀνευλαβῆ εὐλάβεια» τὴν παραίτηση ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάζουμε τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη, ὅπως ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρὲς κακοδοξίες. Ἀληθὴς εὐσέβεια εἶναι νὰ ἀκολουθοῦμε ὄχι αὐτούς, ποὺ καταστρέφουν τοὺς φράκτες, γιὰ νὰ εἰσέλθουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρας. Ἂν παραβλέψει κανεὶς καὶ ὑποτιμήσει καὶ ἑνὸς μόνο Πατρὸς τὴν διδασκαλία, ἀδυνατίζει ὁ φράκτης σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καὶ εἰσέρχεται ἀπὸ ἐκεῖ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν. Θλίβεται κανεὶς καὶ σπαράσσει μέχρι βαθέων, ἀναλογιζόμενος καὶ μόνο τὴν πατριαρχικὴ ρήση, ποὺ θεωρεῖ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τοῦ πάπα ὡς θύματα τοῦ Διαβόλου καὶ ἀξίους τῆς συγχωρήσεως καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ (8). Ἂν ὅμως, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ πλεῖστοι ἄλλοι πολέμιοι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, εἶναι ὄργανα καὶ θύματα τοῦ Διαβόλου, πρέπει νὰ τοὺς διαγράψουμε ἀπὸ τὶς δέλτους τῶν Ἁγίων, νὰ καταργήσουμε τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες, καὶ ἀντὶ νὰ ἐπικαλούμεθα τὶς πρεσβεῖες καὶ τὴν βοήθειά τους, νὰ τοὺς κάνουμε μνημόσυνα καὶ τρισάγια, γιὰ νὰ τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πάντως λέγει: «Τοιγαροῦν, τούτ᾿ ἔστιν ἀληθὴς εὐσέβεια, τὸ μὴ πρὸς τοὺς θεοφόρους πατέρας ἀμφισβητεῖν. Καὶ γὰρ τῶν προειρημένων ἁγίων αἱ θεολογίαι ὅρος εἰσὶ θεοσεβείας ἀληθοῦς καὶ χάραξ, ὥσπερ ἑκάστη τὸν οἱονεὶ φραγμὸν καὶ τὸ περιτείχισμα τῆς εὐσεβείας συμπληροῦσα, κἂν περιέλῃ τις μίαν γοῦν αὐτῶν, ἐκεῖθεν ὁ τῆς κακονοίας τῶν αἱρετικῶν ἑσμὸς εἰσρυήσεται πολύς»(9). Χαρακτηρίζει, μάλιστα, ὅσους σιωποῦν καὶ δὲν ἀγωνίζονται ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ὡς τρίτο εἶδος ἀθεΐας, ἐνῶ στὰ δυὸ πρῶτα εἴδη κατατάσσει τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς αἱρετικούς (10). Εἶναι εὔλογη αὕτη ἡ ἐκτίμηση, ἂν ἀναλογισθεῖ κανεὶς τὴν ἀξιωματικὴ ρήση, ὅτι σιωπὴ σημαίνει συγκατάθεση.
Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε τώρα περισσότερο. Εἴχαμε ἀποφασίσει ἐν ὄψει τῶν Χριστουγέννων νὰ ἀναστείλουμε τοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ περιμένουμε· τὰ γεγονότα ὅμως τρέχουν κατεδαφίζεται ἡ εὐσέβεια, ἀκυρώνεται τὸ νόημα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, καὶ παρεμποδίζεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Χριστούγεννα χωρὶς ἀληθινὸ Χριστό, χωρὶς ἀληθινὴ πίστη, δὲν ἔχουν κανένα νόημα· καταντοῦν κοσμικὴ ἑορτὴ εὐωχίας ὑλικῆς καὶ σωματικῶν ἀπολαύσεων. Σὲ λίγες ἡμέρες τὸ σκηνικὸ θὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ στὴ Ρώμη μὲ τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Στὸ ἑπόμενο φύλλο τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» θὰ παρουσιάσουμε ἕνα συγκλονιστικὸ θαῦμα τοῦ ἑορτάζοντος αὐτὲς τὶς ἡμέρες Ἁγίου Σπυρίδωνος, πολιούχου Κερκύρας, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπέβαλε καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν ναό του, ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸν πάπα, ὡς καὶ τὰ ἐπὶ τοῦ θαύματος σχόλια τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Στὴ συνέχεια δὲ μὲ τὴ βοήθεια, τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἐναντίον τοῦ πάπα ἀγωνισθέντων, ὁμολογησάντων καὶ μαρτυρησάντων Ἁγίων, θὰ σχολιάσουμε θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ὅσα ἔγιναν στὸ Φανάρι, «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καὶ ὄχι «τοῖς βήμασι» τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ τοῦ προκατόχου του Μελετίου Μεταξάκη. Θὰ δείξουμε ὅτι ἐκτὸς τῶν συνηθισμένων ἤδη συμπροσευχῶν, γίνονται καὶ συλλείτουργα, συμμετοχὲς στὸ κοινὸ ποτήριο σὲ «οἰκουμενικές» λειτουργίες (11), καὶ ἁπλῶς αὐτὸ ἀποκρύπτεται δὲν ἐμφανίζεται ἐπισήμως, διότι ἡ οἰκουμενιστικὴ ἡρωίνη δὲν ἔχει ναρκώσει ἀκόμη ὅλες τὶς συνειδήσεις, ὑπάρχουν μερικοὶ «φανατικοί», ποὺ ἀρνοῦνται νὰ μετάσχουν στὴ νάρκωση καὶ ἀντιδροῦν.
Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἑνότητα μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἀποσχιζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας Ὀρθοδόξους· ἐκείνους νὰ τοὺς ἀγκαλιάζουμε, καὶ αὐτοὺς νὰ τοὺς ἀφορίζουμε καὶ νὰ τοὺς τιμωροῦμε. Ἐμεῖς παραμένουμε ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὡς τρόφιμοι καὶ τέκνα της. Ἀποδεχόμαστε ὅλα τὰ δόγματά της, ὅλους τοὺς ἱεροὺς κανόνες της, ὅλες τὶς οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς συνόδους καὶ ἀποκρούουμε καὶ ἀποκηρύσσουμε ὅλες τὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νεώτερες, καὶ μεταξὺ αὐτῶν τὶς πάμπολλες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὅσοι τὶς δικαιολογοῦν ὡς θεολογούμενα, ὅσοι ἀναγνωρίζουν τὰ μυστήρια καὶ τὴν Χάρη τῶν δῆθεν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν, ὅσοι ἐσμίκρυναν καὶ ἐξευτέλισαν τὴν Ἐκκλησία, συναριθμοῦντες αὐτὴν μεταξὺ τῶν αἱρέσεων, τῶν δῆθεν ἐκκλησιῶν, αὐτοὶ σχίζουν καὶ διαιροῦν τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς καὶ ὑπόκεινται στὰ σχετικὰ ἐπιτίμια τῶν ἱερῶν κανόνων, ποὺ δὲν ἔχουν παλιώσει, οὔτε ἔχουν ἀκυρωθῆ, ἀλλὰ ἴσχυαν, ἰσχύουν καὶ θὰ ἰσχύουν πάντοτε. Ἡ νέα ἐποχή, ἡ καινὴ κτίση, ἄρχισε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως, διὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίζεται διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Δὲν τὴν ἀρχίζουν τώρα οἱ πατριάρχες καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι, ποὺ διακρίνουν τὶς ἐποχὲς καὶ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς συνέπειες τῆς συνεχείας καὶ τῆς ταυτότητος.
Ὅσοι τολμήσουν νὰ χρησιμοποιήσουν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ κατὰ τὸ συμφέρον κάποιους κανόνες ὡς κανόνια ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἂς σκεφθοῦν ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι ἐμφανῶς καὶ καταφανῶς μὲ ὅσα δημοσίως λέγουν καὶ πράττουν ἔνοχοι οἱ ἴδιοι πλήθους κανονικῶν παραβάσεων, καὶ ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὅτι «ἔνοχος ἔνοχον οὐ ποιεῖ», ἐνεδρεύει σὲ περίπτωση ἀδίκων ἀποφάσεων ὁ κίνδυνος τῆς ταυτοπαθείας εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ μερικοὺς μόνον κανόνες ποὺ ἔχουν πλέον κουρελιασθῆ ἀπὸ τοὺς παραβαίνοντες: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω» (12). «Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου» (13). «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς οἶκον Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει» (14). «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσιν, ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι»(15). «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (16). «Ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»(17).
1. Βλ. ΒΕΠΕΣ 33, 199.
2. Τὸ πλῆρες κείμενο τῆς Δηλώσεως - Ὁμολογίας, βλ. στὸ περιοδικὸ «Ἅγιος Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης», τεῦχος 204, Ἰούλιος - Αὔγουστος 2004, σελ. 35 καὶ στὸ περιοδικὸ «Θεοδρομία» 8 (2006) 387 - 388.
3. Ἰω. 21, 16.
4. Ματθ. 16, 23.
5. Ματθ. 4, 1-11.
6. Β´ Κορ. 6, 14. Κανὼν ΜΣΤ´ Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου;».
7. Ἐφ. 4, 5.
8. Βλ. «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» (16-2-1998): «Ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζήτησιν εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων». Ἡ φρικτὴ αὐτὴ δήλωση προκάλεσε δικαιολογημένα ἔγγραφη ἀντίδραση τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ πατριαρχικὲς ἐξηγήσεις καὶ ἑρμηνεῖες δὲν εἶναι καθόλου πειστικές. Χρειαζόταν ἀναγνώριση τοῦ λάθους καὶ αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα.
9. Πρὸς τὸν εὐλαβέστατον ἐν μοναχοῖς κὺρ Διονύσιον 5, ἐν Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1966, τόμ. 2, σελ. 486.
10. Αὐτόθι, σελ. 482. Τὰ δυὸ ἄλλα εἴδη ἀθεΐας εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ ἡ αἵρεση, ὅπως ἀναπτύσσει στὸ ἐν λόγῳ ἔργο.
11. Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ περιγραφὴ «οἰκουμενικῆς» λειτουργίας στὴ Σύρο, ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Κ. Μπέη, καὶ τώρα κληρικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, ὁ ὁποῖος ἐν χαρᾷ καὶ καυχήσει περιγράφει αὐτὴν τὴν καταλυτικὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως ἐμπειρία. Βλ. Ἀθ. Σακαρέλλου, «Ἡ Νέα Ἐποχή», ἐν «Ὀρθόδοξος Τύπος», φύλ. 1667, 1 Δεκεμβρίου 2006, σελ. 3: «Ὅταν ἦλθε ἡ στιγμὴ νὰ ἀπαγγελθεῖ τὸ "Πιστεύω", ὁ καθολικὸς ἐπίσκοπος κάλεσε ὅλους τοὺς πιστούς, ἀδιάκριτα ἀπὸ δόγματα, νὰ τὸ ἀπαγγείλουν κατὰ τὸ ἀρχικὸ τυπικὸ τῆς συνόδου τῆς Νίκαιας, δίχως τὸ φιλιόκβε. Καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς θείας κοινωνίας, ἐμβάπτιζε τὴν ὄστια στὸ δισκοπότηρο μὲ τὸν οἶνο, ἔτσι ὥστε κατὰ τὸ λόγο τοῦ μεγάλου Ἀθηναγόρα νὰ μποροῦμε ὅλοι νὰ κοινωνήσουμε ἀπὸ τὸ ἴδιο δισκοπότηρο. Καὶ κοινωνήσαμε. Καθολικοί, ὀρθόδοξοι καὶ διαμαρτυρόμενοι. Ἀπὸ τὸ κοινὸ δισκοπότηρο τῆς κοινῆς πίστης. Δίχως σύνορα καὶ δίχως μισαλλόδοξες προκαταλήψεις». Δὲν ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὶς νομικὲς γνώσεις τοῦ καθηγητοῦ, ἂν καὶ θὰ περιμέναμε περισσότερη εὐαισθησία ἀπέναντι τῶν κανόνων δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τῶν ὁποίων τὴν καταπάτηση καυχᾶται. Ἡ ἄγνοια πάντως στοιχειωδῶν λειτουργικῶν ὅρων, ποὺ μαθαίνουν οἱ πρωτοετεῖς φοιτηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὅπως προκύπτει ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἀπόσπασμα, συνηγορεῖ ὅτι πρέπει νὰ μὴ εἶναι τόσο βέβαιος γιὰ τὶς θεολογικὲς θέσεις ποὺ ἐκφράζει (π.χ. τυπικὸ τῆς συνόδου τῆς Νίκαιας, δισκοπότηρο κ.ἄ.)
12. Κανὼν ΜΕ´ Ἁγίων Ἀποστόλων.
13. Κανὼν ΜΣΤ´ Ἁγίων Ἀποστόλων.
14. Κανὼν ΣΤ´ ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου.
15. Κανὼν ΛΒ´ ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου.
16. Κανὼν ΛΓ´ ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου.
17. Κανὼν Α´ τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.