π. Θεόδωρος Ζήσης - Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις:
Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων


Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Βηθλεὲμ καὶ τοῦ Ἰορδάνη στὸ σκότος τῆς Ἀσίζης

Δὲν ἦταν ἐκκλησιαστικὴ ἡ σύναξη τῆς Ἀσίζης, ποὺ συνεκάλεσε ὁ πάπας στὶς 24.1.2002. Ἂν διαβάσει κανεὶς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐρευνήσει τὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ συναντήσει πουθενὰ τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακὸ συναπάντημα. Ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια λειτουργεῖ ὡς σύναξη καὶ κοινωνία τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἑνωμένοι μὲ τὸ ἕνα Βάπτισμα καὶ τὴν μία Εὐχαριστία, ὁμολογοῦν τὴν μία πίστη εἰς Πατέρα, εἰς Υἱὸν καὶ εἰς Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον. Ὅλες οἱ χριστιανικὲς συνάξεις ἀρχίζουν μὲ τὴν δοξολόγηση τῆς βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος φωτίσθηκε μὲ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Ἐγκαταλείπονται ὅλες οἱ ἄλλες ψεύτικες θρησκεῖες· στὰ πρόσωπα τῶν τριῶν μάγων, ποὺ προσκύνησαν τὸν Χριστὸ ἐκπροσωπεῖται ὅλη ἡ πρὸ Χριστοῦ θρησκεύουσα ἀνθρωπότης, ἡ ὁποία διδάσκεται πλέον νὰ προσκυνεῖ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὴν ἐξ ὕψους Ἀνατολή, τὸ φῶς ἐκ φωτός, ποὺ ἔλαμψεν στὸν κόσμο. Στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις».

Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἄλλα φῶτα, ἄλλες πίστες, ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος διακηρύσσει ὅτι «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8, 12). Ὅποιος δὲν βαδίζει μέσα στὸ δικό του φῶς βρίσκεται στὸ σκοτάδι καὶ δὲν ξέρει ποὺ πηγαίνει. Υἱοὶ φωτὸς εἶναι μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9). Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου, τοῦ πρὸ τῶν Ἀποστόλων Ἀποστόλου, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν διαδόχων τους ἔχει μία καὶ μοναδικὴ ἀποστολή, νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ φωτός, νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ φανερώνει αὐτὸ τὸ φῶς στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου» καθήμενους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Στὸ ἀποστολικὸ καὶ ἁγιοπατερικὸ αὐτὸ ἔργο οὐδέποτε ὑπῆρξαν ἐπιφυλάξεις καὶ συμψηφισμοί, κοσμικὲς εὐγένειες καὶ ἐξισώσεις, συγκρητισμοὶ καὶ ἀναμείξεις, ὑποχωρήσεις σὲ ἄρχοντες γιὰ λατρεία ἄλλων θεῶν ἢ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων θεῶν καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ Ἰουδαίους ἄρχοντες, εἴτε γιὰ εἰδωλολάτρες, εἴτε γιὰ Μουσουλμάνους, ποὺ ζητοῦσαν ἀναγνώριση τῶν δικῶν τους θεῶν καὶ σεβασμάτων, ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν δὲν ἦταν συμβιβαστικὴ καὶ ἐξισωτική, ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ πολλοὺς θεολόγους καὶ κληρικοὺς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων, ἀλλὰ ἀπόλυτη καὶ σαφής· πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ κανένα ἄλλο Θεὸ ἢ σέβασμα, δὲν ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ἐνώπιον τῶν Ἑβραίων ἀρχόντων ὁδηγηθέντες οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης — αὐτὲς εἶναι οἱ ἀληθινὲς διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ γνήσιοι διαθρησκειακοὶ διάλογοι — δὲν τοὺς εἶπαν ὅτι ἔχομε τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς, πιστεύομε στὸν ἴδιο Θεό, ἀλλὰ μὲ παρρησία τοὺς ἐπέκριναν γιὰ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ ὁδὸ καὶ ἐλπίδα σωτηρίας: «Καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).

Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δυὸ χιλιάδων ἐτῶν ἐπιφανείας καὶ ἐπιλάμψεως τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, ἔθνη, λαοὶ καὶ ἄτομα φωτίσθηκαν καὶ ἐσώθηκαν ἐνσωματωθέντα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Συναντῶνται ἑκατομμύρια πιστῶν στὴν εὐχαριστιακὴ συνάντηση καὶ κοινωνία, διαρκῶς καὶ ἀδιαλείπτως, κάθε ἡμέρα σχεδόν, καὶ ὄχι μόνον εὔχονται «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εἰς τρόπον ὥστε νὰ καθιστοῦν περιττὴ τὴν συνάντηση τῆς Ἀσίζης, ἀλλὰ καὶ διακηρύσσουν ὅτι «εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες», πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔκανε οὔτε μποροῦσε νὰ κάνει ἡ Ἀσίζη, γιατὶ ἐκεῖ ὑπῆρχαν πολλὰ ἔθνη καὶ λαοί, πιστεύοντα εἰς ἄλλους θεοὺς καὶ μὴ εὑρόντα τὴν ἀληθῆ πίστη.

Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ Ἀσίζη εἶναι ὀπισθοδρόμηση, μᾶς πηγαίνει στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, εἶναι ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ἡ γῆ Ζαβουλῶν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὅπου κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν καὶ συνηντῶντο πολλὲς θρησκεῖες καὶ πολλοὶ πολιτισμοί, ἕνα πανθρησκειακὸ καὶ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο, σὰν αὐτὰ ποὺ οἰκοδομοῦν σήμερα οἱ ἡγέτες τῆς Νέας Ἐποχῆς μὲ κινητήριο μοχλὸ τὸ Βατικανὸ στὸ χῶρο τῆς θρησκείας, καὶ μὲ θρησκευτικὸ πλανητάρχη τὸν πάπα. Ἐνῷ, ὅμως, σὲ ἐκείνη τὴν Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ συνετέλεσε ὥστε «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4,12-16), στὴν νέα Γαλιλαία τῶν Ἐθνῶν, στὴν Ἀσίζη, τὸ σκότος ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει, τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ ποὺ ἐκπροσωπήθηκαν, προσευχήθηκαν στοὺς δικούς τους θεούς, δὲν ἀκούσθηκε τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ· «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3. 2 καὶ 4,17).

2. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς. Δὲν ὑπάρχουν κενὰ καὶ χῶρος γιὰ ἄλλες ἀλήθειες

Ἀντίθετα μάλιστα, ἀντὶ οἱ Χριστιανοὶ ἐπίσκοποι, ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, νὰ ἐφαρμόσουν τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19) καὶ νὰ διακηρύξουν ὅτι μόνη ὁδὸς σωτηρίας, τὸ μόνο Φῶς, εἶναι ὁ Χριστός, ἐδῶ καὶ μερικὲς δεκαετίες προωθοῦν τὸν διαθρησκειακὸ συγκρητισμό. Ἐκτιμοῦν ὅτι θὰ ἐπιτύχουν ὅ,τι ἐπέτυχαν μὲ τὸν διαχριστιανικὸ συγκρητισμό, μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, νὰ ἀμβλύνουν δηλαδή, τὶς μεταξὺ τῶν θρησκειῶν διαφορὲς καὶ νὰ προβάλουν τὶς δῆθεν ὁμοιότητες, τὰ κοινὰ στοιχεῖα, εἰς τρόπον ὥστε, καὶ αὐτὸ εἶναι τέχνασμα τοῦ Διαβόλου, νὰ μὴ μείνουν περιθώρια στὸ Εὐαγγέλιο νὰ διεκδικεῖ τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς σωτηρίας, νὰ μὴ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ στραφοῦν πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ σωθοῦν. Ἡ νέα ἀπάτη τοῦ Διαβόλου μὲ τὴν πανθρησκεία καὶ τὶς διαθρησκειακὲς συναντήσεις χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο ψεῦδος ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Διάβολος στοὺς πρωτοπλάστους· διέψευσε τότε ὅσα τοὺς εἶπε ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ δικό του δρόμο, ποὺ δὲν εἶναι πάντως δρόμος σωτηρίας ἀλλὰ πτώσεως καὶ καταστροφῆς. Τώρα τοὺς λέγει: Μὴ ἀκοῦτε τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς σῴζει. Καὶ ἄλλες θρησκεῖες σῴζουν, γιατί καὶ ἄλλες θρησκεῖες πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεὸ καὶ ἄλλες θρησκεῖες διδάσκουν ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες.

Καὶ δυστυχῶς αὐτὰ τὰ ὑποψιθυρίζουν, γινόμενοι ὄργανα τοῦ Διαβόλου, «ὀρθόδοξοι» πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἀρχιερεῖς καὶ πανεπιστημιακοὶ θεολόγοι. Ἔχουν ἐντοπισθῆ καὶ ἔχουν σχολιασθῆ πολλὲς τέτοιες ρήσεις, καὶ θὰ ἦταν πολὺ χρήσιμο κάποιος ἐπιμελὴς θεολόγος, κληρικὸς ἢ μοναχός, νὰ τὰ συγκεντρώσει ὅλα, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος τῆς πτώσεως ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μερικὲς τέτοιες πλανεμένες γνῶμες παρουσίασε ἐνδεικτικὰ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὲ ἕνα μικρὸ θαυμάσιο βιβλίο μὲ τίτλο «Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ. Κριτικὴ προσέγγισις τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διαλόγου ὑπὸ τὸ φῶς τῶν Ἁγίων Πατέρων» (Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000), ποὺ προλογίζει ὁ σοφὸς καὶ ὁμολογητὴς Γέροντας ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Γεώργιος Καψάνης. Καταχωρίζεται σ᾿ αὐτὸ γνώμη ὀρθοδόξου ἱεράρχου σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος... ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου» (Αὐτόθι, σελ. 17. Πρόκειται γιὰ γνώμη τοῦ μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ). Ἄλλος ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος διερωτᾶται καὶ ἀπορεῖ, σὰν νὰ μὴ ἔχει διαβάσει Εὐαγγέλιο καὶ Ἁγίους Πατέρες: «Τί λοιπὸν θὰ ἐμπόδιζε τὴ σύγχρονη θεολογία νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ μίαν, «ὁδὸν πρὸς σωτηρίαν» τῶν ἀνθρώπων;». Καὶ συμπεραίνει ἐρωτῶν, μὴ δυνηθεὶς ἀκόμη νὰ μάθει τὸ σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: «Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ δράση τοῦ Μωαμεθανισμοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἔργο τοῦ Διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀντίχριστου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ;» (Αὐτόθι, σελ. 10. Γνώμη τοῦ καθηγητοῦ Ἀστ. Ἀργυρίου διδάσκοντος στὴ Γαλλία). Θεὲ καὶ Κύριε, ἔλεος! Τὸν Μωάμεθ τὸν ἔστειλε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, φαίνεται, ὡς ἄλλον Παράκλητο. Δὲν ἀρκοῦσε ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ «ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Χρειαζόμασταν καὶ τὴν «ἀλήθεια» τοῦ ψευδοπροφήτη. Θὰ δοῦμε τί λέγει ἐνδεικτικὰ περὶ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία διὰ στόματος τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Ἄλλος, ἐπίσης, θεολόγος, πανεπιστημιακὸς καὶ αὐτός, δέχεται ὅτι στὴ βίωση τῆς μουσουλμανικῆς θρησκευτικότητας ἔχομε «δοκιμασμένους τρόπους ἐπίγνωσης καὶ βίωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θείου θελήματος, πλήρωμα ζωῆς μέσα τους καὶ γύρω τους» (Αὐτόθι, σελ. 10. Πρόκειται γιὰ γνώμη τοῦ Δρ. Θ. Γ. Τσανανᾶ). Δυστυχῶς καὶ γιὰ τὸν θεολόγο αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ ὁριστική, τελεία καὶ ἀποτελεσματικὴ ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὑπέταξε ὁ Θεὸς τὰ πάντα καὶ «ἐν τῷ αἰώνι τούτῳ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι», καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας εἶναι κεφαλὴ δὲν εἶναι «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 21-23). Ἔχομε ἀνάγκη καὶ ἄλλου προφήτου, ὡσὰν νὰ μὴ κατῴκησε στὸν Χριστὸ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας σωματικῶς», καὶ σὰν νὰ μὴ εἴμαστε ἐν Χριστῷ οἱ πιστοὶ κατὰ πάντα «πεπληρωμένοι» (Κόλ. 2, 9). Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν ἄφησε κανένα κενό, γιὰ νὰ τὸ συμπληρώσει ἄλλος προφήτης, ἦλθε στὸν κόσμο «ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ἰω. 10,10).

Οἱ ἄνθρωποι ἀντλοῦν καὶ λαμβάνουν τὰ πάντα ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 16-17). Ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κορυφώθηκε, σφραγίσθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκορύφωση, ἡ σφραγίδα τῆς Ἀποκαλύψεως. Δὲν ὑπάρχει μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἄλλο Εὐαγγέλιο. Ὅπως σωστὰ ἐλέχθη τὸ Κοράνιο εἶναι παραποίηση τοῦ Εὐαγγελίου. «Πάντες οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν» (Ματθ. 11, 13). Δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἄλλους προφήτες. Τί ἄλλο σπουδαιότερο, ἐντυπωσιακότερο, ἀποτελεσματικότερο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ νὰ ἔλθει ὁ ἴδιος στὸν κόσμο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο πιὸ καινούργιο γεγονὸς στὴν παγκόσμια ἱστορία· «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον, δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις. Τί γὰρ μεῖζον τοῦ γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. Γ´ (1) 45, ΕΠΕ 1, 282). Θὰ μειώσουμε, λοιπόν, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δώσουμε χῶρο γιὰ συμπλήρωση στὸν Μωάμεθ; Ἐκτὸς καὶ ἂν οἱ γράφοντες καὶ λέγοντες παρόμοια δὲν πιστεύουν στὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως δὲν πίστευε βέβαια καὶ ὁ Μωάμεθ, γιατί ἂν πίστευε δὲν θὰ εἶχε τὸ θράσος νὰ συμπληρώσει τὸ ἔργο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ μάθουμε οἱ Χριστιανοὶ νὰ δοκιμάζουμε καὶ νὰ διακρίνουμε τὰ πνεύματα, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, τοὺς προφῆτες ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες, τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν Ἀντίχριστο, κατὰ τὴν σύσταση τοῦ ἠγαπημένου εὐαγγελιστοῦ καὶ θεολόγου: «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦτο ἐστὶ τὸ τοῦ Ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κοσμῷ ἐστὶν ἤδη» (Α´ Ἰω. 4,1-4).

Στὴν ἴδια γραμμὴ τῆς μὴ διακρίσεως τῶν πνευμάτων, καὶ πολὺ χειρότερα μάλιστα τῆς ταυτίσεως καὶ ἐξισώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Βουδισμό, τὸν Ἰνδουισμό, τὸ Ἰσλάμ, τὸν Ἰουδαϊσμό, τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους προφῆτες ἢ ψευδοπροφῆτες, κινεῖται καὶ ἄλλη ἐκπληκτικὴ καὶ βλάσφημη γνώμη ἄλλου ἑτεροδόξου θεολόγου, ἡ ὁποία λέγει: «Γιὰ τὸ μέλλον ἕνα μόνο εἶναι βέβαιο· στὸ τέρμα τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο καὶ τῆς πορείας τοῦ κόσμου, δὲν θὰ στέκονται ὁ Βουδισμὸς ἢ ὁ Ἰνδουισμός, ἀλλὰ οὔτε τὸ Ἰσλὰμ καὶ ὁ Ἰουδαϊσμός. Ναί, οὔτε καὶ ὁ Χριστιανισμός. Καμμιὰ θρησκεία. Ἀλλὰ μόνον ὁ ἴδιος ὁ Ἄῤῥητος... Καὶ στὸ τέρμα δὲν θὰ στέκεται πιὰ μεταξὺ θρησκειῶν διαχωριστικὰ κάποιος προφήτης ἢ φωτιστής· δὲν θὰ στέκεται οὔτε ὁ Μωάμεθ οὔτε ὁ Βούδας. Μάλιστα, δὲν θὰ στέκεται πιὰ διαχωριστικὰ οὔτε καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός» (Βλ. «Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ», Ἱ. Μ. Γρηγορίου, σελ. 11. Πρόκειται γιὰ τὴ γνώμη τοῦ γνωστοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου Η. Κung, τὴν ὁποία μαζὶ μὲ ἄλλες παρουσιάζει ὁ Γ. Τσανανᾶς στὸ περιοδικὸ «Καθ᾿ Ὁδόν» τοῦ θεολογικοῦ Συνδέσμου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 163, στὴ στήλη «Κείμενα-Ἀπόψεις»),

Τί νὰ σχολιάσει κανεὶς ἀπὸ τὴν μεγαλόστομη καὶ βλάσφημη αὐτὴ κενολογία. Συμπεραίνει ἁπλῶς ὅτι ἡ πανθρησκειακὴ συνάντηση τῆς Ἀσίζης εἶναι ὁ καρπὸς αὐτῶν τῶν θεολογικῶν διεργασιῶν, ποὺ συντελοῦνται ἀδιαμαρτύρητα καὶ χωρὶς λήψη ποιμαντικῶν μέτρων ἀπὸ τὴν δῆθεν ποιμαίνουσα ἀλλὰ περὶ ἄλλα τυρβάζουσα καὶ νυστάζουσα Ἱεραρχία, ἐκτὸς μερικῶν ἐπαινετῶν ἀλλὰ ἰσχνῶν καὶ ἀσθενῶν φωνῶν, θὰ συνεχίσουμε μὲ τὸν σύντομο σχολιασμὸ αὐτῆς τῆς βλασφημίας καὶ θὰ δοῦμε ἂν ὄντως ἐπίσης ἔχουν οἱ θρησκεῖες ἢ μερικὲς θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεὸ καὶ κοινὲς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοὶ τοῦ πανθρησκειακοῦ, τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

- - -

Διακόψαμε τὴν προηγούμενη ἑνότητα στὸ σημεῖο ποὺ παρουσιάζαμε μία συγκριτιστικὴ ἄποψη σύγχρονου δυτικοῦ θεολόγου, πραγματικὰ ἀπίστευτη καὶ βλάσφημη στὴν ὁποία ἔλεγε ὅτι στὸ τέλος τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο καὶ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου δὲν θὰ στέκονται οὔτε ὁ Βουδισμὸς ἢ ὁ Ἰνδουϊσμός, οὔτε τὸ Ἰσλὰμ καὶ ὁ Ἰουδαϊσμός, οὔτε καὶ ὁ Χριστιανισμός, οὔτε ἄλλη θρησκεία, «ἀλλὰ μόνον ὁ ἴδιος ὁ Ἄρρητος». Καὶ μεταξὺ τῶν θρησκειῶν δὲν θὰ στέκεται διαχωριστικὰ κάποιος προφήτης ἢ φωτιστής, οὔτε ὁ Μωάμεθ, οὔτε ὁ Βούδας, οὔτε καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἀπὸ ποῦ ἀντλεῖ αὐτὴ τὴ βεβαιότητα ὁ συγγραφεύς; Ποιὰ Βίβλο διαβάζει καὶ ποιὸς Θεὸς τοῦ τὰ ἀποκάλυψε; Ἔχει δική του Ἀποκάλυψη καὶ δική του Βίβλο; Μήπως εἶναι ὁ ἴδιος προφήτης καὶ ὁραματιστὴς καὶ βλέπει τί θὰ συμβεῖ στὸ μέλλον, στὰ ἔσχατα;

Στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας καὶ στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ὅμως στέκεται ὁ Χριστός- αὐτὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος (Ἀποκ. 1,8: « Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ». Αὐτόθι, 21,6: «Ἐγὼ τὸ Α καὶ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος»), καὶ αὐτὸς θὰ ἔλθει στὸ τέλος, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς, νὰ κρίνει καὶ τὸν Βούδα καὶ τὸν Μωάμεθ καὶ τοὺς Ἑβραίους, ἐν δυνάμει τώρα καὶ ἐξουσίᾳ καὶ ὄχι ἐν ταπεινώσει ὅπως ἦλθε τὴν πρώτη φορὰ (Πράξ. 1,11: «Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν». Ματθ. 24, 30: «Καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς»). Ὁ «Ἄρρητος», ποὺ προβάλλεται ὡς διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Χριστό, εἶναι ἀποκύημα καὶ πλάσμα τῆς φαντασίας ὅσων τὸν πιστεύουν, ψεύτικο καὶ ἀνύπαρκτο εἴδωλο, μοιάζει μὲ τὸν Μέγα Ἀρχιτέκτονα τῶν Μασσόνων, οἱ ὁποῖοι προωθοῦν αὐτὴν τὴν πανθρησκειακὴ ἰσοπέδωση, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι, καθήμενοι ἐν τῷ σκότει τῆς νέας Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν, τῆς πολυθρησκειακῆς καὶ πολυπολιτισμικῆς Νέας Ἐποχῆς. Καὶ ἔχει βέβαια δικαίωμα κανεὶς νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅ,τι θέλει· τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐλευθερία, γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἐξαναγκάζει ὁ Θεὸς κανένα, οὔτε ἐκβιάζει. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Χριστός· ὅλα γίνονται μέσα στὸ φῶς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ. Στὸ σκοτάδι ἐργάζονται καὶ σχεδιάζουν ὅσοι φοβοῦνται τὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθοῦν τὰ πονηρά τους ἔργα. Ὁ «Ἄρρητος» ποὺ δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Φῶς εἶναι σκότος καὶ πλάνη. Ἀπορεῖ πάντως κανεὶς καὶ ἐξίσταται γιὰ τὸ μέγεθος τῆς συγκρητιστικῆς καὶ οἰκουμενιστικῆς διαβρώσεως τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἀφοῦ καθίσταται πλέον δυνατὸν οἱ βλάσφημες αὐτές, ἀρνησίχριστες καὶ ἀντίχριστες θέσεις, νὰ δημοσιεύονται ἄλλες μὲν στὴν Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἄλλες στὸ περιοδικὸ «Καθ᾿ Ὁδόν» τοῦ «Θεολογικοῦ Συνδέσμου» Θεσσαλονίκης.

Ἔχουν οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεὸ καὶ κοινὲς ἠθικὲς ἀξίες;

Ἂς δοῦμε τώρα μία ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς θέσεις, ποὺ προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καὶ ὑποστηρίζουν τὶς διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ τοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα· οἱ τρεῖς μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλὰμ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό. Αὐτὸ διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖται καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ τὴ Β´ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) (Γράφει ἡ σύνοδος στὴ διακήρυξη Nostra Aetate, γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὶς μὴ χριστιανικὲς κοινότητες: «Μὲ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καὶ τοὺς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, τὸν ζῶντα..., τὸν εὔσπλαχνο καὶ παντοδύναμο, τὸν δημιουργὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ μίλησε στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ ὑποταχθοῦν μ᾿ ὅλη τους τὴν ψυχὴ ἀκόμη καὶ στὶς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στὸ Θεὸ καὶ ὁ Ἀβραάμ, στὸν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμικὴ πίστη. Τὸν Ἰησοῦ, μολονότι δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τὸν σέβονται ὡς προφήτη, καὶ τιμοῦν τὴν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τὴν ὁποία καὶ ἐπικαλοῦνται κάποτε μὲ εὐλάβεια. Ἐπὶ πλέον περιμένουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ τοὺς ἀνταποδώσει. Γι᾿ αὐτὸ ἀποδίδουν σημασία στὴ ἠθικὴ στάση ζωῆς καὶ ἐκφράζουν τὸ σεβασμὸ τοὺς στὸ Θεὸ ἰδιαίτερα μὲ προσευχή, ἐλεημοσύνη καὶ νηστεία». Βλ. Διατάγματα Β´ Συνόδου Βατικανοῦ, τεῦχος 7, ἔκδ. «Γραφείου Καλοῦ Τύπου», Ἀθῆναι, σελ. 43-44), νὰ προωθεῖται δὲ καὶ νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ τὸν σημερινὸ πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β´, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια, στὴν Ἀσίζη πάλι (1986), στὴν Α´ ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακὴ σύνοδο, νὰ συγκαλέσει τὴν πρώτη πανθρησκειακὴ συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στὸν ἴδιο ψεύτικο Θεὸ ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἑτερόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι. Τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν πάπα ἀκολούθησαν στὴ συνέχεια τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Βλ. σχετικὰ Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ διαθρησκειακὸς Διάλογος. Ἐνημερωτικὸ σημείωμα, μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὶς σχέσεις μὲ τὸ Ἰσλάμ», «Καθ᾿ Ὁδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεῦχος 3, σελ. 43-57) καὶ δικοί μας ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. Φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ἐκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στὰ ὁποῖα παρίστανται καθήμενοι, κατὰ τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανὸς κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καὶ ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτὴ βλάσφημη πανθρησκειακὴ τριάδα, ὅπως ἐπίσης καὶ στὸ νὰ προσφέρουμε ὡς δῶρο σὲ κοινὴ καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τὰ τρία «Ἱερά» βιβλία, τὴν ἑβραϊκὴ Βίβλο, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Κοράνιο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καὶ κοινωνίαν τοῦ φωτὸς πρὸς τὸ σκότος· γιατί ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὸ Κοράνιο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ἑβραϊκὴ Βίβλο, ἂν αὐτὴ ἰδωθεῖ καὶ ἑρμηνευθεῖ χωρὶς Χριστό, ὑπὸ τὸ φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστό, ἀνήκει καὶ αὐτὴ στὸ σκότος, ἐφαρμόζονται καὶ σ᾿ αὐτὴν τὰ αὐστηρὰ «οὐαί», ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ πρὸς αὐτοὺς πρῶτα ἦλθε τὸ φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στὸ σκοτάδι· «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβαν... καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰω. 1,5 καὶ 1,11).

α) Τὰ ἄφωνα εἴδωλα καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες

Δὲν ἔχουν οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεό· ἢ μᾶλλον ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν ψεύτικους θεούς, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, στὸν ἀποκαλυφθέντα Τριαδικὸ Θεό, στὴν Ἁγία Τριάδα, στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ δὲν ὑπάρχει βέβαια λόγος νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὸ ψεῦδος τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προσπαθεῖ νὰ διαφυλάξει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, τὴν ὁποία συνέτριψε τελικῶς καὶ ἀφάνισε ὁ Χριστὸς καὶ ἐγελοιοποίησαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες, ὅταν τοὺς ἐπίεζαν οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχοντες νὰ προσκυνήσουν τὰ ἄψυχα καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Καὶ ὅμως, ἔπαυσε καὶ αὐτὸ νὰ εἶναι αὐτονόητο, καὶ «ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία» τῶν Χριστιανῶν ἡγετῶν, ἀφοῦ καλοῦν σὲ συμπροσευχὲς ἀκόμη καὶ εἰδωλολάτρες, ὅπως ἔγινε στὴν Καμπέρα τῆς Αὐστραλίας κατὰ τὴν Ζ´ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἢ καλύτερα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου ἐκτροπῆς καὶ παραπλάνησης τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ὅπως ἔγινε αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Β´ ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακὴ σύνοδο τοῦ πάπα. Δὲν ἰσχύει πλέον αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες «ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν» καὶ ὅτι «μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα»· (Ρωμ. 1,23-25). (Προσθήκη ἀντιγράφοντα Χ.Δ. : «Ἀκοῦνε οἱ οἰκολόγοι;»)

Ὁ ἀλάθητος πάπας εἶναι πάνω καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ καλεῖ καὶ εἰδωλολάτρες νὰ προσευχηθοῦν, ποῦ; Στὰ ἀναίσθητα εἴδωλα, στὴν ἀναισθησία τῶν ὁποίων μετέχει καὶ αὐτός, ποὺ τὰ σέβεται: «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται, ρίνας ἔχουσι καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, χεῖρας ἔχουσι καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λαρύγγι αὐτῶν. Ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς» (Ψαλμ. 113,12-16).

Ἡ μόνη ἐνδεδειγμένη στάση ἑνὸς Χριστιανοῦ ἐπισκόπου, διαδόχου τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι νὰ πράξει αὐτό, ποὺ ἔπραξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ· νὰ ἀποτρέψει τοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὸ νὰ ἀπάγονται καὶ παρασύρονται ἀπὸ τὰ «ἄφωνα εἴδωλα» (Α´ Κορ. 12,2), νὰ τοὺς πεῖ ὅτι «γένος ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῶ ἢ ἀργύρω ἢ λίθω, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ Θεῖον εἶναι ὅμοιον» (Πράξ. 17, 29), νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τοὺς «χρόνους τῆς ἀγνοίας» καὶ νὰ τοὺς ἀνοίξει τὴν νέα ἐποχὴ τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει κανένα κόστος καὶ καμμία συνέπεια, προσωπική, ἐθνική, ἐκκλησιαστική. Γιατί ἔτσι καθίσταται συνυπεύθυνός της πλάνης καὶ τῆς ἀσεβείας, ἀφοῦ ἀφήνει τὴν ἐντύπωση ὅτι παντοῦ ὑπάρχει ἀλήθεια, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες, παρὰ τὶς διαφοροποιήσεις, ἔχουν στοιχεῖα ἀληθείας, καὶ εἶναι περιττὸ ἑπομένως νὰ τοὺς κηρύξει τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀσεβοῦν οἱ τῆς πανθρησκείας καὶ προσβάλλουν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι καλούμενοι ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα, ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔπραξαν, ἔστω καὶ ἐξωτερικά, ἀλλὰ μετεβλήθησαν σὲ κήρυκας καὶ ἀποστόλους καὶ διδασκάλους Χριστοῦ καὶ ἔσωσαν ἀπὸ τὴν πλάνη πολλοὺς ἄλλους. Σύμφωνα μὲ τὴν καινούργια νοοτροπία, ποὺ τείνει νὰ ἐπικρατήσει, ἡ στάση αὐτὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἀπορρίπτεται, εἶναι φονταμενταλιστικὴ καὶ ἀκραία, γιατί στηρίζεται στὴν πίστη ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, καὶ γιὰ νὰ μὴ χάσει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ ἀξίζει νὰ χύσει καὶ τὸ αἷμα του, τὸ ἰδικό του βέβαια, ὄχι τῶν ἄλλων, ὅπως κάνουν οἱ καμικάζι τοῦ Ἰσλάμ, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν στὸν θάνατο δεκάδες ἄλλων ἀνθρώπων. Σὲ τίνος μάρτυρος τὸν βίο καὶ τὴν ἀπολογία μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει κανεὶς αὐτὴν τὴν νερόβραστη καὶ χλιαρὴ ὁμολογία, ὅτι ὅλοι ὅσοι θρησκεύουμε εἴμαστε τὸ ἴδιο, ὁ καθένας πιστεύει στὸν δικό του Θεὸ καὶ κατὰ τὸν ἰδικό του τρόπο; Χωρὶς τὴν παρρησία, τὸ θάρρος, τὴν ἀφοβία καὶ τὴν τόλμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ ἤλεγξαν τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν πλάνη, χωρὶς τὸ αἷμα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων δὲν θὰ εἶχε στερεωθῆ ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ εἶχε ἀναπτυχθῆ ἀρδευόμενη καὶ τροφοδοτούμενη, γιὰ νὰ ὑπάρχουν σήμερα ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι, ποὺ προσβάλλουν αὐτὴν τὴν σταυρικὴ πορεία καὶ τὸ τίμιο αἷμα, τὴν θυσία καὶ τὴν ὁμολογία τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

β) Ψεύτικος ὁ Θεὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων

Δὲν εἶναι μόνον οἱ εἰδωλολάτρες ἀσεβεῖς, ἀγνοοῦντες καὶ μὴ σεβόμενοι τὸν ἀληθῆ Θεό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Μουσουλμάνους, ποὺ δὲν πιστεύουν ἀμφότεροι στὴν Ἁγία Τριάδα. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα καὶ τρία συγχρόνως, μονὰς ἐν τριάδι καὶ τριὰς ἐν μονάδι, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ μὴ δεχόμενοι τὴν Ἁγία Τριάδα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ὑπάρχων Θεός, πιστεύουν σὲ ἀνύπαρκτο Θεό, σὲ ψεύτικο Θεό, σὲ εἴδωλο οὐσιαστικῶς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, ἀλλὰ τρία πρόσωπα ἐν μιᾷ ὑποστάσει. Δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Πατὴρ ἦταν μόνος, χωρὶς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· δὲν εἶναι κτίσματα ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα, κατὰ τὴν πίστη τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ Μακεδονίου, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων. Εἶναι ἄκτιστα ὄντα, ἄναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ὁμοούσια μὲ τὸν Πατέρα. Ἀφ᾿ ὅτου ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὑπάρχει καὶ ὁ Υἱός, ὑπάρχει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Ἅγιον Πνεῦμα, σύγχρονα καὶ συνδιαιωνίζοντα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ὁποία δῆθεν ἀκολουθοῦν οἱ Ἑβραῖοι, δὲν παρουσιάζεται ἐμφανῶς ἡ Ἁγία Τριάδα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν διδάσκεται ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Εἶναι ἴδιος ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἁπλῶς ἐκεῖ, λόγῳ τοῦ κινδύνου τῆς κυριαρχούσης πολυθεΐας τῶν εἰδωλολατρῶν, δὲν κηρύσσεται ἐμφανῶς, γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ ἐπιρρεπεῖς στὴν πολυθεΐα Ἑβραῖοι καὶ καταλήξουν σὲ εἰδωλολατρία, ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθεῖ ἔναντι τῆς πολυθεΐας ἡ μονοθεΐα, καὶ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς διαφορετικοὶ θεοί. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τονίζεται πολὺ συχνὰ ἡ πίστις στὸν ἕνα Θεό. «Ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου... Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. 20,2,3). Καὶ πάλι: «Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἷς ἐστί» (Δεύτ. 6,4). Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐπίσης κηρύσσει ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ: «Ἐγὼ γάρ, Θεὸς πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἐστὶ Θεός. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἐστί» (Ἡσ. 43,10).

Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῆς ροπῆς τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὴν εἰδωλολατρία καὶ τῆς ἀνωριμότητάς τους δὲν ἀποκαλύφθηκε πλήρως τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μολονότι ὑπάρχουν σαφεῖς ὑπαινιγμοὶ περὶ αὐτοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναφέρουμε. Μερικοὶ Ἰουδαῖοι δὲν κατάλαβαν τὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Παλαιᾶς ἀπὸ τὴν Κ. Διαθήκη καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀγνοοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ μὴ δέχονται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μένουν στὰ παλαιὰ καὶ ἀτελῆ καὶ ἔτσι οὐσιαστικῶς νὰ μὴ πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ὁποῖο, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν καὶ τῆς νηπιακῆς τους καταστάσεως, ἀπέφυγε νὰ ἐμφανίσει ἡ Π. Διαθήκη ὡς Τριαδικό. Ἐπανειλημμένως ὁ Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία του προσπάθησε νὰ τοὺς διδάξει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν, ἀφοῦ ἐξ Ἰουδαίων ἀποτελέσθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα, Ἰουδαῖοι ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι. Σκανδάλισε πολλοὺς Ἰουδαίους ὁ Χριστὸς ὅταν παρουσίαζε τὸν ἑαυτό του ὡς ἴσο μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὡς Θεό: «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἓν ἐσμέν». Ἔβλεπαν ἕνα ἄνθρωπο καὶ ἠρνοῦντο νὰ τὸν πιστεύσουν ὡς Θεάνθρωπο· γι᾿ αὐτὸ καὶ προσπάθησαν πολλὲς φορὲς νὰ τὸν λιθοβολήσουν, διότι ὅπως τοῦ εἶπαν: «σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεὸν» (Ἰω. 10, 30, 33). Καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς του ἀκόμη σταδιακὰ ἐμφάνισε τὴ θεότητά του· ἐπήνεσε καὶ πρόβαλε τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ὅταν στὸ ἐρώτημά του «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16). Τὴν ἴδια καταφατικὴ θέση διετύπωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρὸς τὸν Καϊάφα στὴν ἀπάντησή του νὰ τοὺς πεῖ ἂν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ: «Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 26, 63). Ὅλη ἡ Κ. Διαθήκη, ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου, ποὺ μαρτύρησε περὶ τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄκουσε ὁ ἴδιος τὸν Πατέρα νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ εἶδε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται ὡς περιστερά, εἶναι μία συνεχὴς διδασκαλία καὶ φανέρωσις τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Δὲν πιστεύει λοιπὸν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὅποιος ἀρνεῖται τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ὁ χωρὶς Χριστὸ Ἰουδαϊσμός, ἑκουσίως παρέμειναν τυφλοὶ καὶ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ εἶναι τυφλοὶ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ φῶς τῆς Τριαδικῆς θεότητος. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ ἔχει κανεὶς ἀληθῆ θεογνωσία καὶ θεοπτία· «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα... ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστί» (Ἰω. 14, 9-10). Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα παρὰ μόνο διὰ τοῦ Υἱοῦ· «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἂν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11, 27). Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ὁμολογήσας τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, βρῆκε συγχρόνως τὸ σωματικὸ καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, ἐνῷ οἱ σκληρόκαρδοι Φαρισαῖοι, σωματικὰ βλέποντες, πνευματικὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ· τὸ ἴδιο καὶ ὁ σύγχρονος Ἰουδαϊσμός· ὅπως διεπίστωσε καὶ προφήτευσε ὁ Χριστός· «Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰω. 9,39).

Εἶναι λοιπὸν ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀληθινὸς Χριστιανὸς καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος, ποὺ νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός, ὅπως καὶ ὁ Μουσουλμανισμός, ποὺ ἀπορρίπτει ἐπίσης τὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πιστεύουν στὸν ἴδιο μὲ τοὺς Χριστιανοὺς Θεό; Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, Ἰουδαῖοι ὄντες, ἀγαπῶντες καὶ συμπαθοῦντες τοὺς ὁμοφύλους των, πολὺ περισσότερο ἀπὸ μερικοὺς σημερινοὺς Χριστιανοὺς ἡγέτες, ποὺ ὑποκριτικὰ τοὺς παραπλανοῦν, γράφουν καὶ διδάσκουν ὅτι μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν θεομάχοι καὶ θεοκτόνοι, ἀπὸ ἄγνοια ἴσως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀπορρίψουν, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ἔτσι ἐξαπλώθηκε καὶ κηρύχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλο τὸν κόσμο «καὶ προσετίθεντο, πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν» (Πράξ. 5,15) καὶ ὄχι μὲ συνάξεις τύπου Ἀσίζης, ὅπου ἀποσιωπᾶται, κρύβεται καὶ δὲν κηρύσσεται ὁ Χριστός, καὶ ἀθετεῖται τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐστηρὸς καὶ τολμηρὸς ὁ λόγος τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ὁποία προκατήγγειλε τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐλέγχει δριμύτατα τοὺς τότε καὶ τοὺς σημερινοὺς Ἰουδαίους ὡς προδότας καὶ φονεῖς: «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; Καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε» (Πράξ. 7, 51-52). Δὲν εἶναι αὐτὰ παρὰ ἀκριβῆς ἐπανάληψη τῶν ὅσων ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε ἐναντίον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνουν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἰς τὰ «Κατὰ Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, τὰ ὁποῖα ἐπικρίνουν οἱ τῆς πανθρησκείας, οἱ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὡς φονταμενταλιστικὰ καὶ φανατικά, προτείνοντες ἀκόμη νὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀντιϊουδαϊκὲς ἀναφορές. Οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅμως αὐτοὶ προσβάλλουν καὶ ἀθετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, γιατί μὲ τὴν νοοτροπία αὐτὴ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἦσαν φονταμενταλιστὲς καὶ ἀκραῖοι. Τοὺς χαρίζουμε τὴν Ἀσίζη καὶ τὸν προοδευτισμό τους καὶ καυχώμεθα, γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Μάρτυρες. Θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια τί λέγουν σχετικῶς μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, γιὰ νὰ συγκριθοῦν πρὸς ὅσα λέγουν οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» τῶν συναντήσεων τύπου Ἀσίζης.

γ) Ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἡ Χάρις καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Κρυπτοϊουδαϊσμὸς τὸ Ἰσλάμ.

Στὸ προηγούμενο ἄρθρο ἀναφερθήκαμε ἐνδεικτικὰ σὲ γνῶμες κληρικῶν καὶ θεολόγων, ὑποστηρικτῶν τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα, μερικὲς μάλιστα ἀπὸ αὐτὲς πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό, ὅπως οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές· ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ὁ Μουσουλμανισμός. Ἀνατρέψαμε ἐν συντομίᾳ, αὐτὴ τὴ θέση, γιατί ἀντίκειται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ προσβάλλει τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, τὴν ὁποία θεωροῦσαν ὡς μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας· διαφορετικὰ ἡ θυσία καὶ τὸ μαρτύριό τους δὲν ἔχουν νόημα, ἂν ὄντως ὅπου καὶ ἂν πιστεύει κανείς, σῴζεται. Ὑποσχεθήκαμε νὰ παρουσιάσουμε τί διδάσκουν, γιὰ τὸ Ἰσλὰμ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ἀφοῦ γιὰ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἔχομε τὴ γνώμη τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἀκόμη καὶ τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ποὺ ἦσαν μάλιστα καὶ Ἰουδαῖοι καὶ ἀγαποῦσαν τοὺς ὁμοφύλους των, μέχρι σημείου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ εὔχεται ὁ ἴδιος νὰ ἀπολεσθεῖ, νὰ ἀναθεματισθεῖ, προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάποιον Ἰουδαῖο στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου· «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου, κατὰ σάρκα, οἵτινες εἰσὶν Ἰσραηλίται» (Ρωμ. 9, 3). Κηρύττοντες τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἰουδαίους μὲ παρρησία καὶ σαφήνεια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπέστη ἀπερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις καὶ ταλαιπωρίες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, καὶ ὄχι ἡ ἄλλη, ἡ ψευτοαγάπη τοῦ Σατανᾶ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀποκρύπτεις τὴν ἀλήθεια, ὥστε νὰ μὴ δυσαρεστεῖς καὶ νὰ καλοπερνᾷς. Αὐτὸ εἶναι τὸ νέο ἐφεύρημα τοῦ Σατανᾶ, ὁ νέος πειρασμός, ὁ διαθρησκειακὸς καὶ διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός, ὅπου τὸ μόνο πρᾶγμα, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο, ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ κατ᾿ ἄνθρωπον καὶ κατὰ κόσμον εὐγένεια, τὸ νὰ μὴ θίξουμε δῆθεν τὸν ἄλλον, ὁ κοσμοπολιτισμὸς καὶ ἡ ψευτοευγένεια τῶν σαλονιῶν, ὄχι τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα καὶ ἡ παλληκαριὰ τοῦ Προδρόμου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων.

Τὴν ἐξ ἀγάπης ἀντιϊουδαϊκὴ καὶ παιδαγωγικὴ στάση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐσυνέχισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἰς τὰ «Κατὰ Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, εἰσήγαγε δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία στὴν ὑμνογραφία της, ἰδιαίτερα τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ὅπου ὑπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοὶ εἰς βάρος τῶν Ἰουδαίων. Τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἤλεγξε τὴν μανία τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας μάλιστα αὐτοῦ τοῦ ἐλέγχου ἀξιώθηκε νὰ γίνει θεόπτης· «σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων ἀπελέγξας μανίαν εἶδές σου τὸν Σωτῆρα τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν». Τὰ μαρτύρια καὶ τὰ ἀθλήματα, ποὺ ὑπέμεινε ἔγιναν «βασίλειον διάδημα», ποὺ ἔστεψαν τὸ κεφάλι του. Ἐρανιζόμενοι ἀπὸ μερικοὺς μόνον ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος βλέπουμε νὰ χαρακτηρίζονται οἱ Ἰουδαίοι ὡς «ἀλαζὼν καὶ μιαιφόνος λαός», ὡς «φθονερὸς ἁλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «ἀραβιανόν, σκολιώτατον γένος Ἑβραίων», «ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή», «τῶν δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρὸν συνέδριον», «ἄνομοι καὶ ἄπιστοι», «γενεὰ ἄπιστος καὶ μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Ἐπὶ αἰῶνες τὰ διδάσκει καὶ τὰ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα ἔχει τὴν συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖ τὸν νέο ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ νέο ἔθνος, στὸ ὁποῖο ἔχει ἐπιδαψιλεύσει πλέον ὁ Θεός, τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ τὴν ἀφήρεσε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίψαντες καὶ σταυρώσαντες τὸν Χριστό, ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς εὐλογίας, ὅπως ἄλλωστε εἶχε προειδοποιήσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐλέγχοντας τὴν σκληροκαρδία καὶ ἀπιστία τους. Ἐνθυμούμεθα τὴ βαρειὰ ἀγανάκτησή του, ὅταν εἶπε τοὺς σκληροὺς λόγους, «ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17, 17), ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἐπαληθευθεῖσα σχεδὸν ἀμέσως προφητεία, τὴν ὁποία εἶπε μετὰ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος γιὰ τὴν θανάτωση ὑπὸ τῶν γεωργῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ οἰκοδεσπότου: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς» (Ματθ. 21, 43). Ἡ ξηρανθεῖσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ συκῆ, τὴν ὁποία ἐπίσης μνημονεύει ἡ Ἐκκλησία στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Δευτέρας, συμβολίζει τὴν ἄκαρπη ἰουδαϊκὴ Συναγωγή: «Τὴν Συναγωγὴν συκῆν Χριστός, Ἑβραίων, καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἀρὰ ξηραίνει, ἧς φύγωμεν τὸ πάθος». Ποιὸς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς δὲν ἔχει διὰ τῶν αἰώνων εἰς τὰ αὐτιά του ζωντανοὺς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως τοὺς διατυπώνει τὸ θαυμάσιο ἀντίφωνο τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων καὶ στὴν ἀφαίρεση τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ; «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις. Λαός μου τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοὶ παρηνώχλησα; Τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνῃς ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοὶ ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολὴν ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπὸν καλέσω μου τὰ ἔθνη, κακεῖνα μὲ δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον». Σὲ ἄλλον ὕμνο τῶν αἴνων τῆς ἴδιας ἀκολουθίας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» ὑπάρχει ἡ ἐκτίμηση ὅτι μὲ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι ἔχασαν τὴν σωτηρία τους: «Σοῦ γὰρ ὑψωθέντος σήμερον, γένος Ἑβραίων ἀπώλετο».

Ποιὰ σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά, τὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ σταθερά, ἀπαρασάλευτα καὶ μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα πιστεύει καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, (semper ubique, ab omnibus credita) πρὸς ὅσα καινοφανῆ, ἀντιευαγγελικὰ καὶ ἀντιπατερικά, προβάλλουν οἱ διαστροφεῖς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων ὀπαδοὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Δὲν εἶναι λοιπὸν ὁ ἀρνούμενος τὸν Χριστὸ Ἰουδαϊσμὸς «σκολιὰ καὶ διεστραμμένη ὁδός»; Ἐξακολουθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ μετὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μὴ ἀποκήρυξη ἐν μετάνοιᾳ τῶν σταυρωτῶν νὰ εἶναι εὐλογημένος λαός; Δὲν ἔχει ἀρθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Δὲν εἶναι ἄκαρπος καὶ ἐξηραμμένη συκῆ; Μὰ τότε, πρέπει νὰ καταργήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποίοι δὲν λέγουν τίποτε περισσότερο ἀπὸ ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂς τὸ μάθουν καὶ ἂς τὸ προσέξουν αὐτὸ καλὰ ὅσοι στὰ πλαίσια τῆς προσεγγίσεως τῶν θρησκειῶν, τῶν συναντήσεων καὶ τῶν διαλόγων, ἔχουν ἤδη προτείνει νὰ ἀπαλειφθοῦν ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ πολιτιστικὰ μνημεῖα ὅπως λέγουν, καὶ ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια ὅσες φράσεις καὶ διατυπώσεις ἐνοχλοῦν τοὺς ὀπαδοὺς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Αὐτὸ σημαίνει νὰ καταργήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ σβήσουμε τὸ φῶς καὶ ἀφήσουμε τὸ σκοτάδι. Δὲν θέλουν οἱ τῆς νέας «Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν», τῆς συγκρητιστικῆς καὶ πανθρησκειακὴς Νέας Ἐποχῆς, νὰ περάσει στὸν ἀπαιδαγώγητο καὶ κακομαθημένο λαὸ κάποια ἀκτίνα φωτός, θέλουν νὰ τοῦ ἀποκρύπτεται ἡ ἀλήθεια, γιατί, ἂν τὴ μάθει, θὰ ξυπνήσει καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Γι᾿ αὐτὸ σχεδιάζουν «κάθαρση τῶν λειτουργικῶν κειμένων» ἢ καὶ σύνταξη νέων κειμένων, γιὰ νὰ μὴ προσβάλλονται δῆθεν οἱ ἑτερόθρησκοι καὶ οἱ αἱρετικοί. Μὰ μπορεῖ νὰ γίνει «κάθαρση» τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνουν οἱ ὕμνοι; Καὶ τί εὐαγγέλιο εἶναι αὐτό, ποὺ ἀποκρύπτει τὸ φῶς καὶ τὴ σωτηρία ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους στὸ σκότος τῆς πλάνης;

Ὅσα γιὰ τὸν χωρὶς Χριστὸ Ἰουδαϊσμὸ γράψαμε ἰσχύουν πολὺ περισσότερο γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Στὸ κάτω - κάτω ὁ Ἰουδαϊσμὸς προϋπῆρχε τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ πεῖσμα ἔμεινε στὴν παλαιά του πίστη, δὲν διέκρινε τὸ φῶς, γιατί εἶχε συνηθίσει στὸ σκοτάδι. Τὸ νὰ ἐπιλέγεις ὅμως τὸ σκοτάδι, ἐνῷ ὑπάρχει τὸ φῶς, αὐτὸ εἶναι πολὺ χειρότερο, διότι σημαίνει ὅτι δὲν βλέπεις καθόλου, δὲν διακρίνεις τὴν διαφορὰ μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους. Τὸ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς αὐτὸ καλύτερα, ὅταν σκεφθεῖ πῶς ἐνήργησαν οἱ Ρῶσοι, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔψαξαν καὶ ἐρεύνησαν καὶ ἐρώτησαν καὶ πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ πρὸς τὸ Ἰσλάμ, ἀλλὰ τελικῶς διαπιστώσαντες τὶς ἴδιες περίπου ἀδυναμίες καὶ στὶς δυὸ θρησκεῖες, προσῆλθαν στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ἔγιναν μέλη τοῦ νέου λαοῦ τῆς Χάριτος, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Ἰσλὰμ οὐσιαστικῶς εἶναι ἡ ἐκδίκηση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι κρυπτοϊουδαϊκὴ αἵρεση, ποὺ συγκαλύπτει ἁπλῶς τὴν πραγματικότητα μὲ μερικὰ στοιχεῖα, ὄχι βασικά, ποὺ ἔχει πάρει ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Μὲ τὸ Ἰσλὰμ ἐπανερχόμαστε εἰς τὰ παλαιά, καταργεῖται ἡ «καινὴ κτίσις», δὲν γονιμοποιεῖται ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου πνεύματος, παραμένει ὄχι ἁπλῶς στείρα καὶ ἄκαρπος, ἀλλὰ κακότεκνος καὶ κακόκαρπος καὶ ἂς ψάχνουν οἱ τῆς πανθρησκείας νὰ βροῦν καρποὺς καὶ θετικὰ στοιχεῖα σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Ὅταν ἀστοχεῖ κανεὶς στὴν πίστη, στὴ θεογνωσία, τότε μωραίνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς πάθη ἀτιμίας, ὅπως θεόπνευστα καὶ ἀλάθητα διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ἀστοχεῖ καὶ στὸ ἦθος, γιατί ὑπάρχει ἀλληλεξάρτηση τῆς πίστεως καὶ τῶν ἔργων, τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους. Θὰ μπορούσαμε λοιπόν, νὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ὅσα εἴπαμε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὡς ἰσχύοντα καὶ γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους. Γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅμως αὐτὸ ὡς αὐθαίρετος ἰσχυρισμός, θὰ παρουσιάσουμε ἐνδεικτικῶς τί διδάσκουν, γιὰ τὸ Ἰσλὰμ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, μὲ ἁγιότητα βίου καὶ φωτισμένοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι σὲ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀφωτίστους μπορεῖ νὰ ὑπεισέλθει καὶ κάποιος ἐμπαθῆς λογισμός. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Ἁγίους Πατέρες κρίνεται ἀναγκαία καὶ γιὰ ἕνα πρόσθετο λόγο· ἰσχυρίζονται πολλοὶ οἰκουμενιστὲς πὼς δῆθεν οἱ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι δὲν εἶναι κάτι καινούργιο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὑπάρχουν παραδείγματα Ἁγίων, ποὺ συζήτησαν μὲ ἐκπροσώπους τοῦ Ἰσλάμ, καὶ αὐτοὺς ἀκολουθοῦν οἱ νέοι πατέρες τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς συγκρητιστικῆς ἰσοπέδωσης. Εἶναι πάντως πολὺ καλύτερο τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν μισὴ ἀλήθεια γιατί τὸ ψέμα γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ἐνῷ ἡ παραποιημένη, ἡ κουτσουρεμένη ἀλήθεια παρασύρει καὶ ἐξαπατᾶ. Ὄντως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους συναντήθηκαν καὶ συζήτησαν μὲ Μουσουλμάνους. Οἱ συναντήσεις ὅμως αὐτὲς καὶ οἱ διάλογοι δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση, οὔτε μακρινή, πρὸς ὅσα γίνονται σήμερα. Γίνονται ὑπὸ τελείως διαφορετικὲς συνθῆκες καὶ προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ᾿ ἀνάγκην, κατ᾿ ἀπαίτησιν τῶν Μουσουλμάνων κατακτητῶν, ὑπὸ συνθῆκες εἴτε ἐξορίας, εἴτε αἰχμαλωσίας, καὶ παρὰ ταῦτα ἔχουν ὡς στόχο ὄχι τὴν κοσμικὴ προσέγγιση καὶ εἰρήνη, ἀλλὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁδηγοῦν πολλὲς φορὲς στὸ μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες καὶ κήρυκες Χριστοῦ καὶ ὄχι περιφερόμενους ἀπὸ συνεδρίου σὲ συνέδριο ἐπαγγελματίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ συντάκτες συγκρητιστικῶν κειμένων.

4. Ὁ Διάλογος τῶν Πατέρων καὶ τῶν Νεομαρτύρων μὲ τὸ Ἰσλάμ

α) Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

Πρῶτος ἐκ τῶν ἁγίων, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ Ἰσλὰμ εἶναι ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς (580-662), σύγχρονος τῆς ἐμφανίσεως καὶ διαδόσεως τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τὸν Μωάμεθ (570-632). Τὸ Βυζάντιο, ὑπὸ τὸν Ἡράκλειο τότε, ἀπησχολημένο στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν, ὑποτίμησε τὸν νέο κίνδυνο, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦσαν ἑνότητα κάτω ὑπὸ τὸν νέο ἡγέτη καὶ τὴν νέα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τοὺς Πέρσες. Ἀμφότεροι, Ρωμαῖοι καὶ Πέρσες, εἶχαν ἐξασθενήσει ἀπὸ τὶς μεταξύ τους συγκρούσεις καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀποτελεσματικὰ τὴν ὁρμὴ τῶν νεοφώτιστων καὶ ἐπιθετικῶν Ἀράβων, παρακινούμενων σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν ἀπίστων ἀπὸ τὸν περίεργο νέο προφήτη, γιὰ τὸν ὁποῖο δικαιολογημένα ἡ ἔρευνα διερωτᾶται, ἂν εἶναι προφήτης ἢ δικτάτωρ, θρησκευτικὸς ἢ στρατιωτικὸς ἡγέτης. Τὴν κατάσταση ἐχειροτέρευε ἡ δυσμένεια τῶν τοπικῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου λόγῳ τῶν χριστολογικῶν διενέξεων, καθότι στὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη καὶ Αἴγυπτο, ὁ Μονοφυσιτισμὸς καὶ ὁ Μονοθελητισμὸς εἶχαν εὐρεία διάδοση. Οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν αὐτοκρατόρων δὲν ἀπέδωσαν, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ντόπιοι πληθυσμοὶ δυσαρεστημένοι μὲ τὸ Ὀρθόδοξο Βυζάντιο, ἔβλεπαν στὸ Ἰσλὰμ τὴ δυνατότητα νὰ ἀποσείσουν τὴν βυζαντινὴ κυριαρχία, μολονότι βέβαια στὴ συνέχεια ἐπλήρωσαν καὶ πληρώνουν πολὺ ἀκριβὰ αὐτὴν τὴν λανθασμένη ἐκτίμηση.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, αὐτοκρατορικὸς ἀξιωματοῦχος προηγουμένως τοῦ Ἡρακλείου καὶ πρωταγωνιστὴς κατόπιν ὡς μοναχὸς στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Μονοθελητισμοῦ, συμμοναστὴς καὶ φίλος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νὰ παραδώσει τὸ 637 τὰ Ἱεροσόλυμα στὸν χαλίφη Ὀμάρ, εἶχε ἄριστη γνώση τῶν συμβαινόντων, ἀφοῦ ὁ ἴδιος διέτρεξε ὅλες τὶς ἀνατολικὲς χῶρες καὶ ἔφθασε μέσῳ Ἀφρικῆς στὴ Ρώμη, ὅπου πρωτοστάτησε στὴν σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649) ἐναντίον τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Σὲ μία ἐπιστολή του, λοιπόν, πρὸς τὸν Πέτρο Ἰλλούστριο, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς δογματικὴ (Ἁγίου Μαξίμου, Ἐπιστολὴ δογματικὴ (ιδ´), πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, Ρ.G. 91, 533-544. Τὸ ἀπόσπασμα στὶς στῆλες 540-541), διότι προβαίνει σὲ ἐννοιολογικὲς διασαφήσεις χριστολογικῶν ὅρων ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τοῦ Σεβήρου, θεωρεῖ ὑποχρέωσή του νὰ συστήσει ἐμμονὴ στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὥστε μὲ σύμμαχο τὸ Θεὸ νὰ ἀποφύγει ἡ αὐτοκρατορία τὸν νέο κίνδυνο τοῦ Ἰσλάμ, τὴν διδασκαλία καὶ συμπεριφορὰ τοῦ ὁποίου περιγράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ νηφαλιότητα καὶ δικαιοσύνη.

Γράφει, λοιπόν, ὅτι τὸ χειρότερο κακὸ στὸν κόσμο, στὴν οἰκουμένη, ἦταν τότε ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰσλάμ, τὸ ὁποῖο μὲ πολλὴ ἀγριότητα στρέφεται ἐναντίον τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας, καὶ τὴν καταστρέφει. Πρόκειται γιὰ παραφυάδα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ποὺ ἀρέσκεται στὶς αἱματοχυσίες, στὶς θανατώσεις ἀνθρώπων, μὲ τὶς ὁποῖες μάλιστα νομίζει ὅτι εὐαρεστεῖ τὸν Θεό. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀπεχθάνεται ὁ Θεός, μὲ αὐτὰ τὸ Ἰσλὰμ λατρεύει τὸν Θεό. Εἶναι ὁ πλέον ἄπιστος λαός, προπομπὸς καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἀγνόησε τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδιάντροπα διώκει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετή, ἀπὸ φθόνο καὶ βασκανία, γιατί χωλαίνει καὶ στὰ δυό· προδίδει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετή, «ὑπερηφανίας χάριν καὶ ἡδονῆς, ὡς ἀποστάτης λαὸς καὶ μωρὸς καὶ ἔθνος ἀπαίδευτον». Σ᾿ αὐτὲς τὶς δυὸ κακίες, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἡδονὴ ἔχει διαμοιράσει τὴν ζωή· ἡ ὑπερηφάνεια τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῷ ἡ ἡδονὴ σὲ καταφρόνηση τοῦ πλησίον, σὲ μισανθρωπία, «ἵνα καὶ Θεὸς αὐτῷ καὶ κτίσις ὑβρίζηται ὁ μὲν καταφρονούμενος, ἡ δέ, φθειρομένη τοῖς αὐτοῦ μιασμοῖς τῶν ἐπιτηδευμάτων». Κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμο ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε στὸ «ἀπηνὲς καὶ ἀλλόκοτον ἔθνος» νὰ σηκώσει τὸ χέρι του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι δὲν πολιτεύονται οἱ Χριστιανοὶ ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔχουν περιπέσει σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν. Πρέπει γι᾿ αὐτὸ στὸ ἑξῆς νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο. Πρόκειται περὶ προφητικῆς ἐνοράσεως τῶν ὅσων ἐπρόκειτο νὰ ἀκολουθήσουν μὲ τὴν ἐπέκταση τοῦ Ἰσλάμ, περὶ τῶν νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἀνανέωσαν τὴν δόξα τῶν παλαιῶν μαρτύρων: «Καὶ Θεὸν αὐτὸν ὁμολογήσωμεν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, μηδένα παντελῶς ὑφορώμενοι θάνατον ἵνα καὶ αὐτὸς ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ Πατρὸς ὁμολογήσῃ· καὶ σεσωσμένους διὰ τῆς καλῆς ὁμολογίας προσαγάγῃ, ἧς αὐτὸς εἰς τὴν τῶν ἡμετέρων καλῶν ὑποτύπωσιν ἀπήρξατο· μαρτυρήσας ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ ὁμολογήσας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἣν μιμεῖσθαι κατὰ τὴν αὐτοῦ χάριν ἀξιωθείημεν, ὅτ᾿ ἂν καλέσοι καιρός». Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ κείμενο, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ἀποτιμᾶται τὸ Ἰσλὰμ ἀπὸ χριστιανικῆς πλευρᾶς παραθέτουμε στὴ συνέχεια: «τί γὰρ τῶν νῦν περιεχόντων τὴν οἰκουμένην κακῶν περιστατικώτερον; Τί δὲ τοῖς ἠσθημένοις τῶν γινομένων δεινότερον; Τί δὲ τοῖς πάσχουσιν ἐλεεινότερον ἢ φοβερώτερον; Ἔθνος ὁρᾶν ἐρημικόν τε καὶ βάρβαρον, ὡς ἰδίαν γῆν διατρέχον τὴν ἀλλοτρίαν· καὶ θηρσὶν ἀγρίοις καὶ ἀτιθάσοις, μόνης ἀνθρώπων ἔχουσι ψιλὸν σχῆμα μορφῆς, τὴν ἥμερον πολιτείαν δαπανωμένην καὶ λαὸν Ἰουδαϊκόν, καὶ ἀνέκαθεν ἀνθρώπων αἵμασι χαίροντα, καὶ μόνην θείαν εὐαρέστησιν εἰδότα τὸν φόνον τοῦ πλάσματος· καὶ διὰ τοῦτο πλέον μαινόμενον, πάντων τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβεβοημένων ἐν τῷ πλούτῳ τῆς πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον· καὶ οἷς Θεὸς ἀπεγχθάνεται, Θεὸν θεραπεύειν οἰόμενον· τὸν μόνον πάντων τῶν ἐπὶ γῆς λαῶν ἀπιστότατον· καὶ διὰ τοῦτο πρὸς ὑποδοχὴν τῆς ἀντικείμενης δυνάμεως ἐπιτηδειότατον, προπομπεύοντα τρόπῳ τε παντὶ καὶ διαθέσει τῆς ἐνδημίας τοῦ πονηροῦ· καὶ δι᾿ ὧν πράττει μηνύοντα τοῦ Ἀντιχρίστου τὴν παρουσίαν, ἐπειδὴ τὴν τοῦ ἀληθῶς Σωτῆρος ἠγνόησεν· τὸν δυσμενῆ καὶ παράνομον, μισάνθρωπόν τε καὶ μισόθεον, καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον μισάνθρωπον, ὅτι μισόθεον, καὶ ταῖς κατὰ τῶν ἁγίων ἐντρυφᾶν ὕβρεσι συγχωρούμενον· ὡς ἐγγὺς οὔσης τῆς ἐκδικήσεως, ἵνα καὶ κολασθῇ δικαιότερον, φανείσης αὐτοῦ διὰ τῶν πραγμάτων τελείως τῆς κατὰ τοῦ θεοῦ τυραννίδας τε καὶ ἐπαναστάσεως· τὸν τοῦ ψεύδους προστάτην λαόν, τῆς τε μιαιφονίας δημιουργόν, καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθρόν· τὸν πικρὸν τῆς ἐμῆς πίστεως διώκτην, δι᾿ ἧς ἡ πολύθεος κατελύθη πλάνη, καὶ τῶν δαιμόνων αἱ φάλαγγες ἀπηλάθησαν. Δι᾿ ἧς πάντα τὰ ἔθνη κεκροτήκασι χεῖρας, κατὰ τὴν προφητείαν, καὶ ἠλάλαξαν τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· ὅτι Κύριος ὕψιστος, φοβερός, Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Ἐγνώσθη μυστικῶς αὐτοῖς διὰ σαρκὸς ἐπιδημήσας μονογενὴς Υἱός· Κύριος μέν, ὡς δούλοις ἀρετὴν ἐπιτάσσων τοῖς διὰ πράξεως τῶν ἐντολῶν ἀνεχομένοις· ὕψιστος δέ, ὡς τῆς ἀληθοῦς γνώσεως χορηγός, τοῖς πόθῳ σοφίας διὰ θεωρίας πρὸς τὴν γυμνὴν συμβόλων ἐπειγομένοις τῶν μυστηρίων κατάληψιν· φοβερὸς δέ, ὡς κριτής, καὶ τῶν παραβάσεων ἐκδικητής· βασιλεὺς δέ, ὡς ἐκάστω τῶν κατ᾿ ἀξίαν ἡτοιμασμένων διανομεύς· καὶ μέγας ὡς ὑπὲρ φύσιν διὰ τῶν ἐναντίων τὰ ἐναντία ποιῶν· καὶ διὰ πάθους ἀπάθειαν, καὶ διὰ θανάτου ζωὴν δημιουργῶν καὶ παραδόξῳ δυνάμει ταῖς ἑαυτοῦ κατὰ σάρκα στερήσεσι τὰς ἀτρέπτους ἔξεις τῶν ἀγαθῶν τῇ φύσει δωρούμενος· καὶ οὐδ᾿ οὕτως ὁ παράφρων αἰσχύνεται λαός, καὶ λήγει διώκων πίστιν καὶ ἀρετήν. Ἅπερ σαφῶς διώκει διὰ βασκανίαν· ὡς ἀμφοτέρων ἐκπεπτωκῶς, καὶ οὐκ εἰδὼς ὅτι πέπτωκεν, ἐπ᾿ ἀμφοτέραις χωλαίνων ταῖς ἰγνύαις καὶ διαναστῆναι τοῦ πτώματος τῆς ἀσεβείας παντελῶς μὴ δυνάμενος, ἢ μὴ βουλόμενος, εἰπεῖν οἰκειότερον· ὡς πίστιν καὶ ἀρετὴν καὶ προδιδοὺς ὑπερηφανίας χάριν καὶ ἡδονῆς, ὡς ἀποστάτης λαὸς καὶ μωρός, καὶ ἔθνος ἀπαίδευτον. Αἷς ἐπιμερίσας ἑαυτοῦ τὴν ζωήν, ὁ ἀποστάτης καὶ πλήρης ἀνομιῶν, τὴν μὲν ἀποστασίας Θεοῦ ποιεῖται μητέρα, τὴν δέ, μισανθρωπίας δημιουργόν· ἵνα καὶ Θεὸς αὐτῷ καὶ κτίσις ὑβρίζηται· ὁ μὲν καταφρονούμενος, ἡ δέ, φθειρομένη τοῖς αὐτοῦ μιασμοῖς τῶν ἐπιτηδευμάτων.

Τί τούτων, ὡς ἔφην, Χριστιανῶν ὀφθαλμοῖς, ἢ ἀκοαῖς φοβερώτερον; Ἔθνος ἀπηνὲς καὶ ἀλλόκοτον, κατὰ τῆς θείας κληρονομίας ὁρᾶν ἐπανατείνεσθαι χεῖρας συγχωρούμενον. Ἀλλὰ ταῦτα τὸ πλῆθος ὧν ἡμάρτομεν συμβῆναι πεποίηκεν. Οὐ γὰρ ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πεπολιτεύμεθα. Πάντες ἡμάρτομεν, πάντες ἠνομήσαμεν, πάντες ἀφήκαμεν τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τὴν εἰποῦσαν, Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, καὶ κατ᾿ ἀλλήλων ἐθηριώθημεν, ἁγνοήσαντες τῆς φιλανθρωπίας τὴν χάριν, καὶ τῶν ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ παθημάτων τὸ μυστήριον καὶ διωδεύσαμεν τρίβους ἀβάτους, τὰς τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας δηλαδὴ σχέσεις τῇ διαθέσει τῆς γνώμης κυρώσαντες. Ἀλλὰ γρηγορήσωμεν καὶ προσευξώμεθα, μήπως πλέον βαρυνθῶσιν αἱ καρδίαι ἡμῶν ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ».

β) Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς (680-754) ζεῖ ἕνα αἰῶνα περίπου μετὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή. Ὅταν γεννήθηκε, εἶχαν παρέλθει πενήντα περίπου χρόνια, ἀφ᾿ ὅτου οἱ Ἄραβες εἶχαν καταλάβει τὴν γενέτειρά του Δαμασκὸ (634), ἡ ὁποία μάλιστα ἔγινε μετὰ ἀπὸ λίγο κέντρο τοῦ Ἰσλαμικοῦ κόσμου, γιατί ἐγκαταστάθηκε ἐδῶ τὸ ἀραβικὸ χαλιφάτο, ἡ θεοκρατικὴ δηλαδὴ κυβέρνηση τῶν Μουσουλμάνων (661). Γεννήθηκε, λοιπόν, καὶ ἀνατράφηκε σὲ ἰσλαμικὸ περιβάλλον καὶ ἔμαθε πολὺ καλὰ τὰ τῆς νέας θρησκείας, πολὺ περισσότερο μάλιστα διότι καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁ πατέρας του ἦσαν ἀνώτατοι πολιτικοὶ ἀξιωματοῦχοι, λόγῳ τῆς ὑψηλῆς των μορφώσεως στὴν αὐλὴ τοῦ χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἔχει διασώσει στὸν βίο του τὸ θαῦμα καὶ τὴν παράσταση τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσας· σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ διήγηση ἡ βυζαντινὴ διπλωματία τὸν ἐνέπλεξε, ὡς ὑπερασπιστὴ τῶν ἁγίων εἰκόνων, γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσει, στὶς σχέσεις της μὲ τὸ χαλιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου πρὸς τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Λέοντα Γ´ Ἴσαυρο, τὸν ὁποῖο προέτρεπε δῆθεν νὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῆς Δαμασκοῦ. Ὁ χαλίφης θεώρησε ὡς γνήσια τὴν ψευδεπίγραφη ἐπιστολὴ καὶ ὀργισμένος τὸν ἐτιμώρησε μὲ τὸ κόψιμο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ποὺ ἔγραψε τὴν προδοτικὴ ἐπιστολή. Ἡ Παναγία, ὅμως, στὴν εἰκόνα τῆς ὁποίας προσευχήθηκε, εἰσήκουσε τὴ δέηση τοῦ ἀθῴου Ἰωάννου καὶ θαυματουργικὰ ἐπανασυγκόλλησε καὶ ἀποκατέστησε τὸ χέρι. Εὐγνωμονῶν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατασκεύασε ἀσημένιο χέρι καὶ τὸ ἐκρέμασε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἔτσι φαινόταν ὡς Τριχεροῦσα. Ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσας βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χιλανδαρίου στὸ Ἅγιο Ὄρος, μεταφερθεῖσα ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σάββα τῶν Σέρβων, ὁ ὁποῖος ἐμόνασε γιὰ κάποιο διάστημα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ἔζησε ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ ἁγίασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

Γνώστης, λοιπόν, ἄριστός του Ἰσλὰμ ὁ μέγας ἅγιος καὶ πατὴρ ἔβλεπε μὲ ἀνησυχία ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἐπεκτάσεως καὶ τὴν ἐξάπλωση τῶν ἰδεῶν του, ὅπως αὐτὸ ἐμφανῶς ἔχει διαπιστωθῆ καὶ ἀπὸ τὶς πηγὲς καὶ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὴν περίπτωση τῶν εἰκονομάχων, ποὺ εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὸν ἀνεικονισμὸ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μουσουλμανισμοῦ. Περιλαμβάνει τὸ Ἰσλὰμ στὸ Περὶ αἱρέσεων ἔργο του ὡς μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μετὰ τὸν Ἡράκλειο. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Ἰσλὰμ ὡς αἱρέσεως ὀφείλεται ἀσφαλῶς στὰ πολλὰ ἰουδαϊκὰ καὶ χριστιανικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἐνσωματώσει. Ὀνομάζεται πάντως θρησκεία ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη στὴν ἀρχὴ τοῦ σχετικοῦ κεφαλαίου, ὅπου μὲ αὐστηρὴ γλῶσσα τὴν χαρακτηρίζει ὡς λαοπλάνο καὶ πρόδρομο τοῦ Ἀντίχριστου. «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντίχριστου» (Περὶ αἱρέσεων ρα´, ΕΠΕ 2, 306 ἔ.).

Θὰ παρουσιάσουμε σύντομα τὴ γνώμη καὶ τὴν ἀξιολόγηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ περὶ τοῦ Ἰσλάμ, τὴν ὁποία μάλιστα δὲν δίστασε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ κείμενο, νὰ ἐκφράσει σὲ διάλογο μὲ Μουσουλμάνους, γιὰ νὰ φανεῖ πῶς οἱ Ἅγιοι συμπεριφέρονταν στοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ ἂν ἐκεῖνοι οἱ διάλογοι ὁμολογίας καὶ μαρτυρίας, ἔχουν κάποια σχέση μὲ τοὺς σημερινοὺς συγκρητιστικοὺς διάλογους τῆς βλάσφημης πανθρησκείας τοῦ Σατανᾶ, τοὺς ὁποίους μετασχηματίζουν εἰς διαλόγους φωτός, κατὰ τὸ πρότυπο δῆθεν τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὀπαδοὶ τῆς Πανθρησκείας, γιὰ νὰ παραπλανοῦν καὶ ἐξαπατοῦν τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ μὴ εἰδότας.

Ἀναφέρεται στὰ ὀνόματα Ἀγαρηνοί, Ἰσμαηλῖται καὶ Σαρακηνοὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι γνωστοί, ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο εἰδωλολατρικό τους παρελθόν, ποὺ διαρκεῖ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἡρακλείου, «ἀφ᾿ οὗ χρόνου καὶ δεῦρο ψευδοπροφήτης αὐτοῖς ἀνεφύη Μαμὲδ ἐπονομαζόμενος», ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι ὅσα διδάσκει τοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἐξ οὐρανοῦ, εἶναι, ὅμως αὐτὰ «γέλωτος ἄξια». Ἀναφέρεται βέβαια ἡ βίβλος του καὶ στὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο θεωρεῖ προφήτη καὶ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ στὴν μητέρα Του Μαρία. Ἀρνεῖται, ὅμως, τὴν σταύρωση, ἰσχυριζόμενος ἀπὸ ἐπίδραση τοῦ Ἀσκητισμοῦ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι «ἐσταύρωσαν τὴν σκιὰν αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε, οὔτε ἐσταυρώθη· «ὁ γὰρ Θεὸς ἔλαβεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τὸ φιλεῖν αὐτόν».

Τί νὰ τὰ κάνει, ὅμως, κανεὶς αὐτά, ποὺ φαινομενικὰ δείχνουν κάποιο σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν στὴν συνέχεια βάζει ὁ Μωάμεθ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ σὲ διαλογικὴ συζήτηση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανούς, νὰ ἀρνεῖται ὁ ἴδιος τὴν θεότητά του καὶ νὰ λέγει ὅτι ὅσα σχετικὰ γράφονται στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ψεύδη καὶ πλάνες.

Ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία ἀπὸ αὐτὴν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὑπάρχει, ἀπομένει χῶρος, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς θετικὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν προφήτη του, ὅπως πράττουν οἱ νέοι ὑποστηρικτὲς τῶν ψευδοπροφητῶν;

Τὰ καλὰ λόγια ποὺ ὑπάρχουν στὸ Κοράνιο γιὰ τὸ Χριστὸ εἶναι ἁπλῶς τὸ ἔνδυμα τοῦ προβάτου, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρύβεται ἡ διάθεση τοῦ λύκου, ποὺ ἔρχεται νὰ θύσει καὶ νὰ ἀπολέσει, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. 7, 15).

Σὲ ποιὰ ἄλλη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ δοκιμάζουμε «τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον» καὶ ὅτι τὸ κριτήριο τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐνσαρκώσεώς του (Α´ Ἰω. 4, 1-4); Ὁ ἴδιος ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει ὅτι «πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτος ἐστὶν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος» (Β´ Ἰω. 7).

Καὶ σ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περίπτωση τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει στὸ Ἰσλάμ, συνιστᾷ νὰ ἀποφεύγουμε κάθε ἐπικοινωνία μὲ ὅσους ἀρνοῦνται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀρνηθήκαμε ἢ ὄχι τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀσίζη, καὶ ὅπου ἀλλοῦ καλοδεχθήκαμε καὶ καλοσυζητήσαμε μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους; Ἂς ξαναδιαβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο ἐπὶ τέλους μερικοὶ ποιμένες καὶ θεολόγοι, ἐκτὸς καὶ ἂν δὲν πιστεύουν στὸ Εὐαγγέλιο καὶ θέλουν νὰ τὸ «ἀπομυθεύσουν» καὶ νὰ τὸ ἀποκαθάρουν καὶ αὐτό. Αὐτὸ πάντως αἰωνίως θὰ συνιστᾷ εἰς τοὺς πιστούς: «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β´ Ἰω. 10-11). Ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦν μὲ στρεβλοὺς καὶ δοκησίσοφους συλλογισμοὺς νὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα οἱ διαπλεκόμενοι στὴν πανθρησκεία κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ ἁπλότης τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἀφήνουν περιθώρια ἄλλων ἑρμηνειῶν, γιὰ νὰ εἶναι ἀκριβῶς ἀναπολόγητοι ὅσοι διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια. Ὁ δεχόμενος καὶ συναναστρεφόμενος τοὺς ἀρνητὰς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ αὐτὸς ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ, «κοινωνεῖ τοῖς πονηροῖς». Αὐτὸς εἶναι ὁ καθρέπτης τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, μέσα στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἰδοῦν τὰ πρόσωπα τοὺς οἱ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων.

Γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε, ὅμως στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, θὰ παραθέσουμε τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν μεταφράζει ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ Κοράνιο (19, 29): «Ὦ Ἰησοῦ σὺ εἶπας ὅτι Υἱὸς εἰμὶ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός»; Καὶ ἀπεκρίθη φησὶν ὁ Ἰησοῦς· «Ἵλεώς μοι, Κύριε· σὺ οἶδας ὅτι οὐκ εἶπον, οὐδὲ ὑπερηφανῶ εἶναι δοῦλος σου· ἀλλ᾿ ἄνθρωποι οἱ παραβᾶται ἔγραψαν, ὅτι εἶπον τὸ λόγον τοῦτον, καὶ ἐψεύσαντο κατ᾿ ἐμοῦ καὶ εἰσὶ πεπλανημένοι». Καὶ ἀπεκρίθη καὶ φησὶν αὐτῷ ὁ Θεός· «Οἶδα ὅτι σὺ οὐκ ἔλεγες τὸν λόγον τοῦτον». Κατὰ τὰ ἄλλα ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ὀνομάζουμε τὸ Κοράνιο «ἱερό» καὶ νὰ τὸ ἐξισώνουμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ ἴδιο τὸ «ἱερὸ» Κοράνιο πιστεύει ὅτι γράφτηκε ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους «παραβάτας», «ψεύστας» καὶ «πεπλανημένους». Ἀπέμεινε τελικῶς κάτι ποὺ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε; Μετὰ τὴν παράθεση αὐτοῦ τοῦ ἐδαφίου ἀπὸ τὸ Κοράνιο λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης· «Καὶ ἄλλα πολλὰ τερατολογῶν ἐν τῇ τοιαύτῃ συγγραφῇ γέλωτος ἄξια, ταύτην πρός, Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν κατενεχθῆναι φρυάττεται».

Στὴ συνέχεια σὲ διάλογο, ποὺ ἔχει μὲ Μουσουλμάνους παρουσιάζει τὴν θέση ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ δημιουργεῖ ἀμφιβολίες καὶ ἐπιφυλάξεις, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν μάρτυρες, ποὺ νὰ βεβαιώνουν ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς τὴν ἔδωσε στὸν προφήτη τους, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινᾶ, καὶ ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Χριστό, γιὰ τὸν Ὁποῖον ἐμαρτύρησαν οἱ προφῆται πρὶν ἀκόμη ἔλθει. Κανένας προφήτης δὲν μίλησε γιὰ τὸν Μωάμεθ. Καὶ ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ συνιστᾷ στοὺς ὀπαδούς του τίποτε νὰ μὴ πράττουν ἢ νὰ δέχονται χωρὶς τὴν παρουσία μαρτύρων, ἡ ἴδια ἡ πίστη καὶ ἡ Γραφή του εἶναι ἀμάρτυρες. Κανένας προφήτης δὲν μίλησε περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ κανένας ἄλλος δὲν εἶδε πῶς τοῦ ἐδόθη ἡ διδασκαλία· «ὁ γὰρ ταύτην ὑμῖν παραδοὺς οὐδαμόθεν ἔχει τὸ βέβαιον, οὐδὲ τὶς προμάρτυς ἐκείνου γνωρίζεται, ἀλλὰ καὶ κοιμώμενος ἐδέξατο ταύτην».

Ἀναφέρεται στὴ συνέχεια καὶ σὲ κατηγορίες τῶν Μουσουλμάνων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τὶς ὁποῖες ἀναιρεῖ. Κατόπιν μεταξὺ τῶν ἄλλων «κληρωδιῶν» μνημονεύει ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν γάμο, τὴν ἐπιτρεπόμενη πολυγαμία, καὶ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος ἐχώριζε ἀνδρόγυνα, γιατί ἐρωτευόταν ξένες γυναῖκες, καὶ αὐτὴν τὴν ἀκράτειά του παρουσίαζε ὡς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Νομοθετεῖ μάλιστα τὴν ἐντὸς τοῦ γάμου ἀκράτεια συνιστῶν στοὺς ἄνδρας· «εἴργασαι τὴν γῆν, ἣν ὁ Θεὸς ἔδωκέ σοι καὶ φιλοκάλησον αὐτὴν» καὶ τόδε ποίησον καὶ τοιῶσδε, ἵνα μὴ πάντα λέγω, ὡς ἐκεῖνος, αἰσχρά». Δὲν παραλείπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὴν παχυλὴ ἐσχατολογία τοῦ Ἰσλάμ. Ὀνομάζει «κτηνώδεις» τὶς ἀντιλήψεις των καὶ τοὺς προειδοποιεῖ ὅτι ἀντὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων τοὺς περιμένει ἡ αἰώνια κόλαση· «Ἐκεῖσε δὲ σκότος ἐστὶ τὸ ἐξώτερον καὶ κόλασις ἀτελεύτητος· πῦρ ἠχοῦν, σκώληξ ἀκοίμητος καὶ ταρτάριοι δαίμονες».

γ) Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος ὁ Θεσσαλονικεύς, Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Θεσσαλονικεὺς μαζὺ μὲ τὸν ἀδελφό του Μεθόδιο εἶναι οἱ ἀπόστολοι καὶ φωτιστὲς τῶν Σλάβων. Μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου Φωτίου συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἁγιότητά τους στὴ στροφὴ τῶν σλαβικῶν λαῶν πρὸς τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ σκότους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἐπεδίωκαν νὰ τοὺς προσηλυτίσουν. Στὸν Βίο Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) σῴζεται διάλογος τοῦ Ἁγίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἐνώπιον τοῦ Χαγάνου, ἡγεμόνος τῶν Χαζάρων. Ἰουδαῖοι καὶ Μουσουλμάνοι ἐπίεζαν τὸν Χαγάνο νὰ ἀποδεχθεῖ ὁριστικὰ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ θρησκεῖες. Ὁ ἐν λόγῳ διάλογος μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἔγινε τὸ 861 στὴ Χαζαρία. Ἕνας σύμβουλος τοῦ Χαγάνου, ποὺ ἦταν παρὼν στὸν διάλογο θέλησε νὰ διαπιστώσει τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου γιὰ τὸ Ἰσλάμ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ σοβαρὸς ἀντίπαλος τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Τὸ σχετικὸ κείμενο σὲ μετάφραση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, σύμβουλος τοῦ Χαγάνου, ποῦ γνώριζε καλὰ ὅλη τὴν κακότητα τῶν Σαρακηνῶν, ρώτησε τὸν Φιλόσοφο· «Πές μας ξένε, πῶς γίνεται νὰ μὴ ἀναγνωρίζετε τὸν Μωάμεθ; Αὐτὸς στὶς Γραφές του ἐπαίνεσε πολὺ τὸν Χριστό. Λέγει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο, ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσέως, ὅτι εἶναι μέγας προφήτης, πῶς ἀνέστησε νεκροὺς καὶ ἐθεράπευσε μὲ μεγάλη δύναμη κάθε ἀσθένεια». Ὁ Φιλόσοφος τοῦ ἀπάντησε: «Ἂς κρίνει ὁ Χαγάνος μεταξὺ ἡμῶν τῶν δυό»· εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἂν ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, πῶς μποροῦμε τότε νὰ πιστεύσουμε στὸ Δανιήλ; Διότι ἐκεῖνος εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἑξῆς κάθε ὅραση καὶ προφητεία σφραγίσθηκε. Ὅμως, ὁ Μωάμεθ ἔζησε μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, νὰ εἶναι προφήτης; Ἂν τὸν ὀνομάσουμε προφήτη τότε ἀπορρίπτουμε τὸν Δανιήλ». Τότε καὶ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶπαν: «Ὅ,τι εἶπε ὁ Δανιὴλ τὸ εἶπε διὰ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Μωάμεθ, ποὺ ξεστόμισε τὶς πλάνες του μόνο γιὰ κακία καὶ ἀκολασία, γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι εἶναι ψεύτης καὶ διαφθείρει τὴ σωτηρία». Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ πρῶτος σύμβουλος τοῦ Χαγάνου εἶπε ἀπευθυνόμενος στοὺς Ἰουδαίους φίλους: «Αὐτὸς ὁ ξένος μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατεπάτησε στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Σαρακηνῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν δική σας τὴν ἀνέτρεψε ὡς ἄξια ντροπῆς» (Βλ. σχετικῶς Νικολάου Ζήση, «Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Θεσσαλονικέως, Διάλογος μὲ τοὺς Ἰουδαίους Χαζάρους», Θεοδρομία, τεύχος 7, Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2000, σελ. 97-98). Ὑπάρχει καὶ ἄλλος ἐκτενὴς διάλογος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ φανερώνει ἀδιάψευστα πῶς διεξήγαγαν οἱ Ἅγιοι τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους καὶ σὲ τί εἴδους διαθρησκειακὲς συναντήσεις ἔπαιρναν μέρος. Θὰ τὸν παρουσιάσουμε αὐτόν, ὅμως, σὲ ἐκτενέστερη μορφὴ τοῦ παρόντος κειμένου.

Ἀναφορὰ στὸ Ἰσλὰμ βρίσκουμε καὶ στὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσα στὴν ἔρευνα ἄποψη ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, ἐνῷ ὁ Βίος πρέπει νὰ ἐγράφη τὸν 10ο αἰῶνα. Ἀπαντώντας ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας σὲ ἐρώτηση τοῦ μαθητοῦ του Ἐπιφανίου γιὰ τὸ μέλλον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται καὶ στοὺς Μουσουλμάνους δικαιολογώντας τὴν ἐναντίον τους ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν βλάσφημη πίστη τους καὶ τὴν ἀκόλαστη ζωή τους· «Καὶ μετὰ ταῦτα δώσει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ Ἀνατολὰς καὶ ταπεινώσει τοὺς υἱοὺς Ἄγαρ· ὀργισθήσεται γὰρ ὁ Κύριος διὰ τὴν βλασφημίαν αὐτῶν, καὶ διὰ τὸ εἶναι τὸν καρπὸν αὐτῶν χολὴν Σοδόμων καὶ πικρίας Γομόρρων καὶ διὰ τοῦτο νύξας ἐγερεῖ τὸν βασιλέα Ρωμαίων ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν πυρὶ ἀναλώσει» (ΡG 111, 85C).

Τὸν ἔνατο αἰῶνα ζεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Δεκαπολίτης, συνδεδεμένος καὶ μὲ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου γνωρίσθηκε μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος συνέταξε ἀκολουθία καὶ κανόνα τοῦ Ἁγίου. Σῴζεται μία διήγηση ὅπου γίνεται λόγος γιὰ μεταστροφὴ Μουσουλμάνων στὸ Χριστιανισμὸ μετὰ ἀπὸ συζήτηση μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Πόσους μεταστρέφουν τώρα οἱ τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων; Σὲ κάποιο σημεῖο τῆς συζητήσεως λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Μουσουλμάνο: «Καὶ μὴ ἔλπιζε ἐπὶ τὰ παρόντα, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὰ μέλλοντα καὶ μὴ πίστευε ἐπὶ τὸν ψευδοπροφήτην τὸν υἱὸν τῆς κολάσεως· ἀλλὰ πίστευσον εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζαρηνόν, τὸν ἐσταυρωμένον. Πίστευσον Τριάδα ὁμοούσιον, τὴν μίαν θεότητα, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον» (ΡG 100,1204 καὶ 1209).

Θὰ κατακλείσουμε τὸ σημερινὸ τμῆμα τοῦ ἄρθρου μὲ ἀναφορὰ στὴν θαρραλέα καὶ ἄξια Χριστιανοῦ ποιμένος στάση τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αἰών), ὁ ὁποῖος βρέθηκε σὲ παρόμοια πρὸς τοὺς σημερινοὺς πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους θέση, κράτησε, ὅμως, τελείως διαφορετικὴ στάση. Εἶναι προφανὲς ὅτι καὶ σήμερα οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πιέζονται ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἠγεσίες, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνες τῶν ἀλληλοσπαραγμῶν καὶ τῶν πολέμων, νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν εἰρήνη, σὰν νὰ εὐθύνονται οἱ θρησκεῖες γιὰ τὶς συγκρούσεις ὅπου γῆς. Γίνονται ἔτσι οἱ θρησκεῖες τὸ ἐξιλαστήριο θῦμα καὶ μὲ τὶς συναντήσεις τους ἐπιβεβαιώνουν στὴν πράξη ὅ,τι φραστικὰ ἀποκρούουν, καὶ ἀφήνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ θρησκεῖες εὐθύνονται γιὰ τοὺς πολέμους, ἐνῷ εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστὸν ποιὰ οἰκονομικὰ καὶ γεωστρατηγικὰ συμφέροντα ὑποκινοῦν τοὺς πολέμους. Συγχρόνως, μάλιστα, μὲ τὶς συναντήσεις αὐτὲς σχετικοποιοῦν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Χριστιανοὶ ἡγέτες ἐξισώνουν τὴν μοναδικὴ καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μὲ τὰ ἐντάλματα καὶ τὶς διδασκαλίες τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίεζε καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Μανουὴλ Α´ Κομνηνὸς (1143- 1180) τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδο νὰ φανεῖ περισσότερο ἀνεκτικὴ ἀπέναντι τοῦ Ἰσλὰμ καὶ νὰ ἀπαλείψει ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ. Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, ὁ ὁποῖος σημειωτέον ὤφειλε στὸν αὐτοκράτορα τὴν ἄνοδό του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ἀντέδρασε καὶ ἔπεισε τὴν σύνοδο νὰ μὴ δεχθεῖ τὴν ἀπάλειψη τοῦ ἀναθέματος ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ καὶ τῆς διδασκαλίας του, ὅπως καὶ ἔγινε. Εἶπε μάλιστα τὴν ἑξῆς φράση: «Ἐασίμην ἂν καταπεπατημένον ταῖς πτέρναις φορῶν τὸν ἐγκέφαλον καὶ τοῦ σχήματος τούτου παράπαν ἀνάξιος, εἰ Θεὸν ἡγοίμην ἀληθινὸν τὸν παιδεραστὴν καὶ καμηλώδη καὶ πάσης πράξεως μυσαρᾶς ὑφηγητὴν καὶ διδάσκαλον» (Νικήτα Χωνιάτη, Χρονογραφία 282, 2). Σήμερα προχωρήσαμε τόσο πολὺ στὴν ἀποστασία, ὥστε τὶς προτάσεις γιὰ «κάθαρση» τῶν σχολικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἀπὸ αὐστηρὲς ἐκφράσεις τὶς κάνουν ὄχι οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. Ἡ κρίση τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ὅτι αὐτὸ σημαίνει παραλογισμό, κατέβασμα τοῦ μυαλοῦ στὰ πόδια, καὶ ἐξευτελισμὸ τοῦ ἱερατικοῦ σχήματος πρέπει νὰ προβληματίσει πολλούς.

δ) Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἐναντίον τοῦ Ἰσλάμ, ἀκόμη καὶ ὡς αἰχμάλωτοι καὶ ὑπόδουλοι

Τολμοῦν πολλοὶ ὀπαδοὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἢ μᾶλλον Συγκρητισμοῦ καὶ μάλιστα πατριάρχες καὶ ἀρχιεπίσκοποι, σὲ διακηρύξεις καὶ σὲ πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια, νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος κ.ἄ. ἦσαν ὑπὲρ τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὰ πρότυπά τους. Θὰ εὐχόμασταν ἐκ βάθους ψυχῆς νὰ ἦσαν ὄντως πρότυπα, γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἡγέτες οἱ μεγάλοι αὐτοὶ Ἅγιοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς. Δυστυχῶς ὅμως δὲν εἶναι, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπόλυτα ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση, γιὰ τὸ Ἰσλάμ, τὴν ὁποία δὲν διστάζουν νὰ διατυπώσουν ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναγκάζονται νὰ προσέλθουν σὲ διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, εἴτε ὡς αἰχμάλωτοί τους, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἴτε ὡς ὑπόδουλοι καὶ κατακτημένοι, ὅπως ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.

Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, ἐθελουσίως στοὺς διάλογους καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἐξωτερικὴ ἀνάγκη ἢ βία ἀναγνωρίζουμε τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ βλέπουμε πολλὰ θετικὰ στὴ διδασκαλία του. Μὰ τότε πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ ἀμνηστεύσουμε τοὺς Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ποὺ καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία μὲ οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς συνόδους, διότι ἀσφαλῶς αὐτοὶ ἔχουν πολὺ περισσότερα ὅμοια στοιχεῖα καὶ θετικά, ἀφοῦ ἡ κακοδοξία τους περιορίζεται σὲ ἕνα δυὸ συγκεκριμένα θέματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὄχι στὴν ριζικὴ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Ἰσλάμ. Καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἔχει ἀναθεματίσει, ὅπως θὰ ἀκούσουμε σὲ λίγο νὰ ἐκφωνοῦνται τὰ ἀναθέματα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας. Ὅπως πᾶμε οὔτε τὸ ἐπίθετο Ὀρθόδοξος καὶ τὸ οὐσιαστικὸ Ὀρθοδοξία θὰ ἔχουν πιὰ νόημα, διότι αὐτὰ ἀντιπαρατίθενται στὰ κακόδοξος καὶ κακοδοξία, τὰ ὁποῖα ὅμως σήμερα «καθαίρονται», καθαρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρνητικό τους περιεχόμενο. Καταργοῦν λοιπὸν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἀρνοῦνται ὅσοι ἀμνηστεύουν τὶς αἱρέσεις, πολὺ περισσότερο τὶς θρησκεῖες. Εἶναι λοιπὸν σαφές, ὅπως διακηρύσσεται πλέον ἀπὸ μερικοὺς «προοδευτικούς», ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἀφέσεως καὶ τοῦ αἱρετικοῦ, τοῦ ἑτεροδόξου καὶ τοῦ ἑτεροθρήσκου, δὲν ἰσχύει, δὲν ἔχει πέραση στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς συγχύσεως καὶ ἀναμίξεως τῶν πάντων, τοῦ φωτὸς πρὸς τὸ σκότος. Ὅλα εἶναι μόνιμα καὶ ἀποδεκτὰ καὶ στὸν τομέα τῆς πίστεως καὶ στὸν τομέα τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Ἂς μᾶς ξεκαθαρίσουν λοιπὸν μερικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες ὅτι ἔχουν προσχωρήσει σ᾿ αὐτὴν τὴν «προοδευτική» ἄποψη, γιὰ νὰ καθορίσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν στάση μας ἀπέναντί τους, τὴν ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ καθορίσουμε, διότι διαφορετικά, κοινωνοῦμε καὶ ἐμεῖς «τοῖς ἔργοις αὐτῶν τοῖς πονηροῖς» (Β´ Ἰω. 11). Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία ὄχι πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, νὰ πιστεύουμε ὅπως ἐπίστευαν ὅλοι οἱ πρὸ ἡμῶν Ἅγιοι Πατέρες, στοὺς ὁποίους πειθόμεθα καὶ ὑπακούουμε. Καλὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στοὺς Ἁγίους· κακὴ εἶναι στοὺς κακοδόξους καὶ στοὺς ὑποστηρικτάς των. Ἡ ἀνυπακοὴ στοὺς δεύτερους εἶναι ἁγία ἀνυπακοή· τοὺς καλοὺς ποιμένες ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα· ἀποφεύγουν τοὺς κακοὺς ὅτι «οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» (Ἰω. 10, 5).

Ὅλοι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι ἀνεξαιρέτως ἔχουν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση γιὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν «προφήτη» του. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, τῆς καθαρὰ ἐρευνητικῆς ἔχει δίκαιο ὁ Ἀστέριος Ἀργυρίου, ὅταν διαπιστώνει, ὅτι: «Καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ μέχρι μία ἀρκετὰ πρόσφατη ἐποχὴ ἡ ἀρνητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ θὰ ἐπικρατήσει σ᾿ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ θεολογία» (Ἀστέριος Ἀργυρίου. «Κοράνιο καὶ χριστιανικὴ πίστη. Σκέψεις πάνω στὸν ἰσλαμοχριστιανικὸ διάλογο χτὲς καὶ σήμερα», ἐν ΚΑΘ᾿ ΟΔΟΝ, τεῦχος 3, Σεπτ. - Δεκ. 1992, σελ. 39. Τὸ ἴδιο συμπέρασμα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν παλαιότερη βασικὴ γιὰ τὸ θέμα μελέτη τοῦ Ε.Δ. Σδράκα, Ἡ κατὰ τοῦ Ἰσλὰμ πολεμικὴ τῶν Βυζαντινῶν Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961). Τουλάχιστον δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ νοθεύσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ἀλλοιώσει, ὅπως μερικοὶ ἄλλοι, ποὺ θεωροῦν ὡς προδρόμους καὶ πρότυπα τῶν σημερινῶν διαλόγων τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μόνον λυπηρό, ποὺ ὁ ἐν λόγῳ ἐρευνητὴς στὴ συνέχεια δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὴν τὴν καθολικὰ ἀρνητικὴ θέση τῶν ἁγίων καὶ ἐπαινεῖ σημερινοὺς ἐπιστήμονες, ποὺ βλέπουν θετικὰ τὸ Ἰσλάμ, γιατί λέγει τοὺς βοήθησαν σ᾿ αὐτὸ «ἡ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ ἡ βαθιά τους πίστη» σὰν νὰ ἐστεροῦντο αὐτὲς τὶς ἀρετὲς οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γράφει ἐπὶ λέξει: «Οἱ ἐπιστήμονες ὅμως, ποὺ ἀνέφερα -καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνάδελφοι καὶ μαθητές τους- διακρίνονταν ἐπίσης, γιὰ τὴ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ γιὰ τὴν βαθιά τους πίστη. Οἱ δυὸ αὐτὲς ἀρετές, τὰ δυὸ αὐτὰ θεῖα χαρίσματα, τοὺς βοήθησαν ὥστε νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Ἰσλὰμ τὴ θρησκεία, ποὺ δοξολογεῖ τὸν ἴδιο μέ μᾶς Θεό, τὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραάμ, τὸν κοινὸ Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἴδιες ἀκριβῶς ἀρετὲς χαρακτηρίζουν καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες καὶ ὀρθοδόξους, ποὺ τὰ πενήντα τελευταῖα χρόνια, κυρίως ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 60 καὶ ὕστερα, ἀποφάσισαν νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὴν προώθηση τοῦ ἰσλαμοχριστιανικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη προσέγγιση καὶ καλύτερη γνωριμία μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν ἀποκεκαλυμμένων θρησκειῶν» (Αὐτόθι σελ. 40). Νά! λοιπόν. Οἱ ἐνάρετοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπιστήμονες τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, σὲ διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ἐτῶν. Τῶν ἁγίων ὅμως ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία, ὡς καὶ τὰ θεῖα χαρίσματα, εἶναι ἀποδεδειγμένα θεόθεν καὶ ἁπτά· ἐμεῖς αὐτοὺς ἀκολουθοῦμε· οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ περιμένουν καὶ θὰ περιμένουν εἰς μάτην τὴν θεόθεν ἀναγνώριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν χαρισμάτων τους. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί λέγει σχετικῶς ὁ ὄντως Ἅγιος καὶ χαρισματοῦχος, ὁ κήρυξ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς Χάριτος, «Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλος, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος», ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

ε) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Δὲν διενοήθη οὔτε ἐπεδίωξε ποτὲ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος νὰ ὀργανώσει διάλογο καὶ συνάντηση μὲ τοὺς Μουσουλμάνους. Ἀναγκάσθηκε νὰ συνομιλήσει μαζί τους ὑπὸ τραγικὲς μάλιστα συνθῆκες, χωρὶς νὰ διστάσει νὰ ὁμιλήσει ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, μὲ κίνδυνο μάλιστα τῆς ζωῆς του. Ἀξίζει νὰ ἀντιπαραβάλει κανεὶς τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες διεξήγαγε τὸν διάλογο ὁ αἰχμάλωτος στοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης περιτριγυριζόμενος ἀπὸ ἀγρίους Μουσουλμάνους, ποὺ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ κινηθοῦν ἐναντίον του, ἂν ἔλεγε κάτι προσβλητικὰ γιὰ τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία τους, μὲ τὴν φιέστα τῆς Ἀσίζης, καὶ τὰ πολυτελῆ καὶ ἄνετα ξενοδοχεῖα ἢ ἱδρύματα, ὅπου φιλοξενοῦνται καὶ σιτίζονται οἱ διεξάγοντες σήμερα τοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους. Ἡ ἀπόλαυση αὐτῶν τῶν παροχῶν, τῶν διευκολύνσεων, τῶν ἀναγνωρίσεων τῆς ἐπιστημονικῆς ἀξίας καὶ τῶν τιμῶν, εἶναι καλὸ κίνητρο, γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, «ἀντικειμενικός», «ἀμερόληπτος» καὶ ὄχι ἀπόλυτος καὶ ἀποκλειστικός. Μικρῶν δυνατοτήτων ἐπιστήμονες ἔχουν ἀνάγκη προβολῆς καὶ καταξιώσεως, πλουτισμοῦ τῶν βιογραφικῶν τους ὑπομνημάτων, ἐνῷ φιλόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἐπιδιώκουν περαιτέρω ἄνοδο καὶ κατάληψη θέσεων στὰ οἰκουμενικὰ συμβούλια καὶ στὶς ἐπιτροπές.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καταξιωμένος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ συνέτριψε τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρὸ καὶ ἀποκάλυψε τὶς πλάνες του Παπισμοῦ μὲ μιὰ ἄκρως ἀντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ σήμερα, στάση, ἐξελέγη γιὰ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1347 «τάξει καὶ νόμῳ πνευματικῆς ἀναβάσεως... οὐ κλέψας τὴν ἐξουσίαν, οὐδ᾿ ἁρπάσας, οὐδὲ διώξας τὴν τιμήν, ἀλλ᾿ ὑπὸ τῆς τιμῆς διωχθείς, οὐδ᾿ ἀνθρωπίνην χάριν, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ καὶ θείαν δεξάμενος», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θεολόγος, γιὰ τὸν Μ. Βασίλειον (Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 25-27. ΕΠΕ 6, 17 ἔ.). Λόγω τῆς ἀντιδράσεως τοῦ κινήματος τῶν Ζηλωτῶν δὲν κατέστη δυνατὴ ἡ ἐνθρόνισή του, παρὰ μόνον μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350. Τὸ τριετὲς αὐτὸ διάστημα ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς μέχρι τῆς ἐνθρονίσεως διῆλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰς τὴν Λῆμνον, τὴν ὁποία ἐπὶ διετίαν ἐποίμανε ὡς τοποτηρητής. Καὶ μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του ὅμως καὶ τὴν παλλαϊκὴ καὶ ἐνθουσιώδη ὑποδοχὴ τῶν Θεσσαλονικέων δὲν ἦταν ἀδιατάρακτη ἡ ποιμαντορία του κυρίως λόγῳ τῶν δυναστικῶν διενέξεων μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτοκρατορικῶν οἰκογενειῶν, τῶν Παλαιολόγων καὶ τῶν Καντακουζηνῶν. Σὲ κάποια μεσολαβητική, εἰρηνευτική του ἀποστολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάρτιο τοῦ 1354, τὸ πλοῖο, ποὺ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν νῆσο Τένεδο ἀναγκάσθηκε λόγῳ θαλασσοταραχῆς, νὰ προσεγγίσει τὶς ἀκτὲς τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀκτῆς τῆς Καλλίπολης, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία εἶχαν διαπεραιωθῆ ἀπὸ τὴν ἀσιατικὴ πλευρὰ οἱ Τοῦρκοι, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν πανικὸ καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση, ποὺ εἶχε προκαλέσει ὁ καταστρεπτικὸς σεισμὸς τῆς 2ας Μαρτίου τοῦ 1354, χωρὶς νὰ προβληθεῖ καμμία ἀντίσταση ἀπὸ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Ἐκεῖ λοιπὸν συνελήφθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ τὴν συνοδία του καὶ ὑπέστη τὰ πάνδεινα. Ἐνῷ βρίσκεται στὰ χέρια τῶν Τούρκων, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, τὴν Ἐκκλησία Θεσσαλονίκης, τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «τοὺς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Ἐκτιμοῦσε ὅτι ἡ αἰχμαλωσία του ἦταν ἔργο τῆς Θείας Προνοίας, ποὺ ἀπέβλεπε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τοὺς ἀλλόπιστους Μουσουλμάνους καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανοὺς ὥστε νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐξισλαμισμὸ λόγῳ τῶν πιέσεων, ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Τοῦρκοι κατακτηταί. Προειδοποιεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Τουρκοκρατίας, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Κολλυβάδων, διαγράφει τὴν ὁδὸ τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς παρρησίας στοὺς ἀναγκαστικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς κατακτητάς, στοὺς ἀληθινοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους οἱ ὁποῖοι ἐγέννησαν στὴ συνέχεια τὸ πλῆθος τῶν Νεομαρτύρων. Τί γεννοῦν καὶ τί παράγουν οἱ σημερινοὶ διαθρησκειακοὶ διάλογοι; Ἀσφαλῶς ὄχι μάρτυρας καὶ ἀπολογητάς, ἀλλὰ χλιαροὺς καὶ ἀδιαφόρους περὶ τὴν πίστιν ἀποστάτας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Συνολικὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ταλαιπωρίας του ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι πληροφορηθέντες οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἦτο ἐπιφανὴς καὶ διάσημος ἀρχιερεὺς ζητοῦσαν ὑπέρογκα χρηματικὰ ποσὰ ὡς λύτρα, διεξήγαγε τρεῖς διαλόγους ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ θεολόγους τοῦ Ἰσλάμ, στοὺς ὁποίους σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε. Ἡ πρώτη συζήτηση περιγράφεται σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία του, ἡ δεύτερη συζήτηση στὴν ἴδια ἐπιστολὴ καὶ σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία πρὸς ἀνώνυμο παραλήπτη (Ἐπιστολὴ ὅτε ἑάλω, ΕΠΕ 7, 198-209) καὶ τρίτη συζήτηση «Πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας», (Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας. ΕΠΕ 7, 210-225), ἐξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σὰν ἕνα εἶδος πρακτικῶν, ἀπὸ τὸν ἰατρὸ Ταρκανείτη, ποὺ προσεκλήθη ἀπὸ Χριστιανούς, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενήσαντα ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες Ἅγιο Γρηγόριο.

Γράφοντας λοιπὸν «πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν» κρίνει ὅτι ἦταν μέτρο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ ἡ αἰχμαλωσία του: «Δοκεῖ γάρ μοι διὰ τῆς οἰκονομίας ταύτης φανεροῦσθαι τὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, καὶ αὐτοῖς τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ὡς ἀναπολόγητοι ὦσιν ἐπὶ τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ φρικωδεστάτου βήματος, ἐγγὺς ὄντος ἤδη, δι᾿ ἣν οἰκονομίαν, ὡς ἀπὸ τῶν ἐκβάντων ἔστι συνορᾶν, καὶ ἡμεῖς παρεδόθημεν ταῖς τούτων χερσίν, ἅμα πρὸς μικρᾶν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεὸν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων» (Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7,160-162). Οἱ σημερινὲς συναντήσεις καὶ διάλογοι δὲν γίνονται γιὰ καμμιὰ οἰκονομία θεϊκή, οὔτε καθιστοῦν ἀναπολόγητους τοὺς Μουσουλμάνους, ἀφοῦ δὲν μαθαίνουν ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου· γίνονται γιὰ ἀνθρώπινες οἰκονομίες, ὅπως καὶ ἂν ἐκλάβει κανεὶς τὸν ὅρο. Ἀπὸ τὴν Καλλίπολη, ὅπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οἱ αἰχμάλωτοι ὁμαδικὰ στὴν Λάμψακο ὑπὸ σκληρὲς συνθῆκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικῶν κακώσεων ὁ ἡγεμὼν τῶν βαρβάρων ἤλπιζε ὅτι θὰ εἰσπράξει χιλιάδες νομισμάτων, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, οἱ δὲ φανατικοὶ στὴν πίστη Μουσουλμάνοι ἐξεδήλωναν τὴν μανία τους ἐναντίον του καὶ ἐπεδίωκαν νὰ τὸν ὑποχρεώσουν σὲ θεολογικὸ διάλογο, γιατί πίστευαν ὅτι ἡ αἰχμαλωσία τους ἦταν τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Ἀγανακτεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιατί «τὸ δυσσεβὲς καὶ θεομισὲς καὶ παμμίαρον τούτο γένος» μεγαλαυχεῖ καὶ πιστεύει ὅτι λόγῳ τῆς εὐσεβείας καὶ θεοφιλίας του ἐπικρατεῖ ἐπὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμηῶν. Ὑπενθυμίζει ὅτι κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο «ὁ κόσμος οὗτος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰω. 5,19) καὶ ὅτι στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου κυριαρχοῦν οἱ κακοὶ καὶ δοῦλοι τῶν κάτω ποὺ ἐκβιάζουν μὲ τὰ ὅπλα καὶ ἐκπορθοῦν τὰ γειτονικὰ ἐδάφη. Μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου κυβερνοῦσαν τὸν κόσμο οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν εἶχαν βέβαια τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ Μουσουλμάνοι ἔπαθαν ὅ,τι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς «εἰς ἀδόκιμον νοῦν», διότι «γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν». Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῷ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πνεῦμα, ὅτι ἐτέχθη ἐκ Παρθένου, ἐδίδαξε θεία πράγματα, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἐν τούτοις δὲν τὸν δέχονται ὡς Θεό, ὡς Θεάνθρωπο Λόγο, ἀλλὰ «ἠλλάξαντο τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει καὶ ἐπίστευσαν καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἠκολούθησαν ἀνθρώπῳ ψιλῷ τε καὶ θνητῷ καὶ τεθαμμένῳ, Μωάμεθ οὗτος, παρὰ τὸν Θεάνθρωπον καὶ ἀείζωον καὶ ἀΐδιον Λόγον». Ἡ συνέχεια τῶν ὅσων λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποτελοῦν ὁλοκληρωτικὴ ἄρνηση καὶ κατεδάφιση τοῦ Ἰσλάμ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀστόχησαν στὴν πίστη, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς «εἰς ἀδόκιμον νοῦν καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας»· ἡ πίστη τους καὶ ἡ ζωή τους εἶναι θεομισεῖς καὶ ἀπάνθρωπες. Ἔχουν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ ὥστε ὄχι μόνον δικαιολογοῦν τὰ ὅσα πράττουν, ἀλλὰ νομίζουν ὅτι καὶ ὁ Θεὸς ἐπιδοκιμάζει τὶς πράξεις τους. Ἐπικαλεῖται γιὰ τὴν κρίση του αὐτὴ τὴν προσωπική του πλέον ἐμπειρία. Λέγει τὸ κείμενο: «Ἐπεῖ γοῦν γνόντες περὶ ὧν ὁ Λόγος τὸν Χριστὸν οὐχ ὡς Χριστὸν ἐδόξασαν ἢ ἐσεβάσθησαν «παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν» καὶ «πάθη ἀτιμίας», ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καὶ ἀπανθρώπως, καὶ θεομισῶς, καὶ κατὰ τὸν ἐκ παιδὸς ὑπὸ Θεοῦ μεμισημένον καὶ τῆς πατρικῆς εὐχῆς ἀπωσμένον Ἡσαῦ, ἐπὶ τόξῳ καὶ μαχαίρᾳ καὶ ἀσωτίᾳ ζῆν, ἐπεντρυφώντας ἀνδραποδισμοῖς, φόνοις, λεηλασίαις, ἁρπαγαῖς, ἀκολασίαις, μοιχείαις, ἀνδρομανίαις. Καὶ οὐ μόνον αὐτοὶ τὰ τοιαῦτα πράττουσιν, ἀλλ᾿ ὢ τῆς παρανομίας, καὶ τὸν Θεὸν συνευδοκεῖν τούτοις οἴονται. Οὕτως ἐγὼ περὶ τούτων διανοοῦμαι, τὰ κατ᾿ αὐτοὺς νῦν εἰδῶς ἀκριβέστερον» (Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7,166-168).

Ἀκοῦτε ὅλοι ἐσεῖς, πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, εἰρηνοποιοὶ καὶ ἀγαπητικοί, ποὺ τολμᾶτε καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὡς συνήγορο τῶν ἰδικῶν σας θετικῶν ἐκτιμήσεων, γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Γιατί κρύβετε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν συσκοτίζετε; Φοβᾶστε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιατί ἀποτελοῦν ἔλεγχο τῶν ἰδικῶν σας πράξεων. Δὲν τελειώσαμε ὅμως μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, γιατί ἔχει καὶ ἄλλες ἐνδιαφέρουσες διαθρησκειακὲς θέσεις καὶ θὰ συνεχίσουμε. Ἐδῶ πάντως στὸ χωρίο, ποὺ παραθέσαμε κονιορτοποιεῖται τὸ ἐπιχείρημα τῶν διαθρησκειακῶν «θεολόγων» περὶ τοῦ ὅτι τὸ Ἰσλὰμ γνωρίζει καὶ ἀναγνωρίζει τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη καὶ διδάσκαλο. Τόσο τὸ χειρότερο, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι γνωστὸν ὅτι «ὁ γνοὺς καὶ μὴ ποιήσας δαρήσεται πολλάς»· ἡ γνώση τῶν περὶ Χριστοῦ ἐπιβαρύνει περισσότερο τοὺς Μουσουλμάνους διότι «γνόντες τὸν Χριστὸν οὐχ ὡς Χριστὸν ἐδόξασαν ἢ ἐσεβάσθησαν» ἀλλὰ τὸν ἔβαλαν, ὅπως εἴδαμε παρουσιάζοντας τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, νὰ ἀρνεῖται ὁ ἴδιος τὴν θεότητά του καὶ νὰ παραδέχεται ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἔγραψαν ἄνθρωποι «παραβᾶται», «ψεύσται» καὶ «πεπλανημένοι». Ὄχι μόνον ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ ἀλλὰ διέστρεψαν καὶ τὴν διδασκαλία του, καταστάντες γι᾿ αὐτὸ ἀναπολόγητοι, αὐτοὶ καὶ οἱ ὑποστηρικτές των.

- - -

Ἐν εἴδει ἐπιμέτρου πρὸς τὰ προηγούμενα ἄρθρα, παραθέτουμε καὶ τὰ ἀκόλουθα:

ε) Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς

Εἴχαμε παραθέσει θέση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὴν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, κατεδαφίζει ὁλοκληρωτικὰ τὸ Ἰσλάμ, γιατί διαπιστώνει ὅτι καὶ ἡ πίστι τους καὶ ἡ ζωή τους εἶναι θεομισεῖς. Ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ ἀστόχησαν, παραδόθηκαν καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας. Κατὰ τὴν πρώτη του ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Μουσουλμάνους στὴ Λάμψακο γράφει ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔδειξαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του, τὸν προσέβαλαν καὶ φιλονικοῦσαν μαζύ του προβάλλοντας τὴν αἰχμαλωσία του ὡς ἀπόδειξη τῆς μὴ ἀληθοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Προσθέτει μάλιστα ὅτι τὸν περιτριγύριζε καὶ πολὺ πλῆθος Χριστιανῶν, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἄλλοι νὰ ἐρωτήσουν γιὰ διάφορα θέματα τῆς πίστεως, ἐνῷ οἱ περισσότεροι ζητοῦσαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐγκατέλειψε τὸ Γένος μας, προφανῶς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ὅσα ἔλεγαν οἱ Μουσουλμάνοι. Μερικοὶ μάλιστα ἔκλαιγαν ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες στὴ Λάμψακο καὶ τὴν ὄγδοη ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πόλη Πηγές. Κατὰ τὴ διαδρομὴ ὁ ὁμολογητὴς Ἅγιος ὑπέστη ἀπερίγραπτες ταπεινώσεις καὶ βασανιστήρια, ὅπως γράφει· «Καὶ τὰ τῆς ὁδοῦ ταύτης πάθη βουλομένῳ μοι καταλέγειν οὔτε μέλαν, ὅσον νῦν εὐπορῶ, οὔτε ὁ χάρτης ἀρκέσει» (Αὐτόθι 9, ΕΠΕ 7,168).

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔφθασαν στὶς Πηγές. Ταλαιπωρημένους ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία τοὺς ἄφησαν νὰ διανυκτερεύσουν στὴν ὕπαιθρο, μολονότι εἶχε πολὺ ψύχος· ἦταν Μάρτιος μῆνας. Ξεχώρισαν τὸν Ἅγιο μαζὶ μὲ μερικοὺς μοναχούς· τοὺς ἐφοβέριζαν μὲ ἀνήκουστες ἀπειλές, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸ ποσὸν τῶν λύτρων, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν εἶχαν νὰ προσφέρουν, γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν. Τελικῶς τοὺς φιλοξένησε κάποιος Χριστιανὸς καὶ τοὺς περιέθαλψε ἐπὶ τρεῖς μῆνες στὶς Πηγές, ὅπου στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συγκεντρώνονταν καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ αἰχμάλωτοι, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.

Μετὰ τὴν πάροδο τριῶν μηνῶν ὁδηγήθηκαν στὴ Προῦσα. Στὰ περίχωρα τῆς Προύσας σὲ ἕνα λοφώδη τόπο, ὅπου ὁδηγήθηκαν, διεξήγαγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διάλογο μὲ τὸν Ἰσμαήλ, γιὸ τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ. Μεταξὺ ἄλλων τὸν ἐρώτησε ὁ Ἰσμαήλ, ἂν οἱ Χριστιανοὶ δεχόμαστε καὶ ἀγαποῦμε τὸν προφήτη τους Μωάμεθ· «ἐκεῖνος ἤρετο πάλιν, εἰσδεχόμεθα καὶ ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τὸν προφήτην αὐτῶν Μεχοῦμετ» (Αὐτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172). Σημερινοὶ πατριάρχες, ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι δὲν χρειάζεται κἂν νὰ ἐρωτηθοῦν, οὔτε βέβαια νὰ ὑποστοῦν τὶς ταλαιπωρίες τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου· σπεύδουν μόνοι τους νὰ ἀπαντήσουν θετικά, ὄχι ἀσφαλῶς, γιὰ νὰ ἀποφύγουν διώξεις καὶ ταλαιπωρίες, ἀλλὰ ὡς «προοδευτικοί» καὶ παγκοσμιοποιημένοι, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι αὐτοὶ ἔχουν ὑπερβῇ ὅλες τὶς διακρίσεις, ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τὶς θρησκευτικὲς διαφοροποιήσεις, δὲν εἶναι ρατσιστὲς καὶ φανατικοί, σὰν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως ἀπάντησε χωρὶς νὰ σκεφθεῖ τὶς ὁποιεσδήποτε συνέπειες, ὅτι οὔτε τὸν δεχόμαστε οὔτε τὸν ἀγαποῦμε τὸν Μωάμεθ. Ὅταν ὁ Ἰσμαὴλ τοῦ ἐζήτησε τὸν λόγο αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε ὅτι δὲν πιστεύουμε στὴν διδασκαλία του, ἀπορρίπτουμε τὴν διδασκαλία του, καὶ ἑπομένως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε ὡς διδάσκαλο καὶ προφήτη· «τῷ μῇ πιστεύοντι τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐκ ἔνι τὸν διδάσκαλον ὡς διδάσκαλον ἀγαπᾶν» (Αὐτόθι 172 -174). Συνεζήτησαν καὶ ἐπὶ ἄλλων θεμάτων· κατὰ τὴν συζήτηση ἦταν ἐμφανὴς ἡ σκωπτικὴ διάθεση τοῦ Ἰσμαήλ· δὲν συμπεριφέρθηκε πάντως ἄγρια, μολονότι, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οἱ τοῦτον εἰδότες, οὗτος ἐστὶ τῶν ἀπηνῶν καὶ κατὰ Χριστιανῶν μεμηνότων τὰ πρῶτα» (Αὐτόθι 15, ΕΠΕ 7,174).

Στὴ συνέχεια τοὺς ὁδήγησαν στὴν Νικομήδεια ἐνώπιον τοῦ ἰδίου τοῦ ἀμηρᾶ Ὀρχᾶν, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστιανοῦ γιατροῦ τοῦ Ταρωνείτη γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τίς ποτε καὶ οἶος ἐστὶν ὁ καλόγερος οὗτος;». Ὅταν τοῦ ἐξήγησε σχετικῶς ὁ ἰατρός, ὁ ἀμηρᾶς ἀπήντησε ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς σοφοὺς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θὰ συζητήσουν μαζύ του. Ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε ἀμέσως τοὺς Χιόνες, ἐξισλαμισθέντες Χριστιανούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν εἶχαν μάθει ἀπὸ τὸν Σατανᾶ, ἀπὸ τὸ νὰ βλασφημοῦν καὶ νὰ ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· «ἀνθρώπους μηδὲν ἄλλο μελετήσαντας καὶ παρὰ τοῦ Σατανᾶ διδαχθέντας ἢ βλασφημίαν καὶ ἀναισχυντίαν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν τοῦ Θεοῦ Υἱόν» (Αὐτόθι 17, ΕΠΕ, 7,176). Τὴν ἴδια στάση τηροῦν ἀπέναντι τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ οἱ Μουσουλμάνοι ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ οἱ σημερινοί, ποὺ μετέχουν στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους· ἔγραψε ὅμως ποτὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας διαλεγομένους ὅτι ἡ πίστη τους αὐτὴ εἶναι βλασφημία καὶ ἀναίδεια, διδαγμένη ἀπὸ τὸν Σατανᾶ;

Τὰ πρακτικὰ τῆς συζητήσεως μὲ τοὺς Χιόνες τὰ διέσωσε ὁ ἰατρὸς Ταρωνείτης· ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἀναφέρει λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν συζήτηση αὐτὴ γράφοντας Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν· παραπέμπει στὴν ἀνάγνωση τῶν πρακτικῶν ποὺ διαδόθηκαν μὲ ἀντίγραφα. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεξάγει στὴν Νικομήδεια τὸν δεύτερο διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον μὲ τὸν Ἰσμαήλ. Εἶναι πάντως καὶ αὐτὸ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἰατρὸς Ταρωνείτης, ποὺ διέσωσε αὐτὸν τὸν διάλογο, χαρακτηρίζει τοὺς Μουσουλμάνους ὡς «ἀθέους», δεῖγμα καὶ αὐτὸ τοῦ πόσο ταιριάζουν οἱ διάλογοι τῶν Ἁγίων μὲ τοὺς σημερινοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεό· εἶναι ἀδιανόητο στοὺς σημερινοὺς διαλόγους τῆς διαθρησκειακῆς διαπλοκῆς νὰ χαρακτηρισθοῦν οἱ Μουσουλμάνοι ὡς ἄθεοι. Ὅμως ὁ τίτλος τοῦ σχετικοῦ ἔργου γράφει· «Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας, συγγραφεῖσα παρὰ τοῦ ἰατροῦ τοῦ Ταρωνείτου».

Κατὰ τὴ συζήτηση ἐδόθη ἐν πρώτοις ὁ λόγος στὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τὰ βασικὰ θέματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, τονίζοντας ἐκεῖνα εἰς τὰ ὁποῖα διαφέρει ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, τὴν διδασκαλία δηλαδὴ περὶ Ἁγίας Τριάδος καὶ περὶ τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαντῶν σὲ σχετικὲς ἐνστάσεις τῶν Μουσουλμάνων. Ὁ παριστάμενος στὴ θέση τοῦ ἀμηρᾶ ἄρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανῶς τὴν ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὸν Ἰσμαὴλ ὑπέβαλε τώρα τὴν ἴδια ἐρώτηση, συμπληρωμένη ὅμως μὲ κάποια διαπίστωση ἐλλείψεως ἀμοιβαιότητας καὶ ἀλληλοκατανοήσεως μὲ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐνῷ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τὸν Χριστό, τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀγαποῦν, ὅπως καὶ τὴν μητέρα του, δὲν πράττουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ· «Ὁ αὐθέντης ὁρίζει σὲ εἰπεῖν πῶς ἡμεῖς μὲν δεχόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ ἀγαπῶμεν καὶ τιμῶμεν καὶ λέγομεν αὐτὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ πνοήν, ἔχομεν δὲ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ πλησίον τοῦ Θεοῦ, ὑμεῖς οὐ δέχεσθε τὸν προφήτην ἡμῶν, οὐδὲ ἀγαπᾶτε αὐτόν;» (Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222).

Τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι συμπληρωμένη καὶ ὁλοκληρωμένη σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπάντηση, ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσμαήλ. Δὲν πιστεύουμε στὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ, «διὰ τοῦτο οὐκ ἀγαπῶμεν ἡμεῖς τὸν Μεχοῦμετ». Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε ὅτι θὰ ἔλθει πάλιν, γιὰ νὰ κρίνει ὅλον τὸν κόσμον καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ δεχθοῦμε κανένα ἄλλον πρὸ τῆς δικῆς του παρουσίας. Ἔλεγε ἐπίσης πρὸς ὅσους δὲν ἐπίστευαν εἰς αὐτόν, ὅτι ἦλθεν ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν τὸν ἐδέχθησαν· ἐὰν ἔλθει κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, αὐτὸν θὰ τὸν δεχθοῦν. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ὁ ὑπαινιγμὸς ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν αὐτόκλητος καὶ ὄχι θεόκλητος, ἀπόστολος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως τὸν ἐδέχθησαν οἱ Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ, ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτας· «Κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Αὐτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222, Γαλ. 1,8).

Ἐπιτυχέστατες εἶναι οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐρωτήματα, γιατί δὲν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ γιατί τιμοῦν τὶς Ἅγιες εἰκόνες, ἐνῷ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπαγορεύει κάτι τέτοιο. Καὶ ἐνῷ οἱ ἄρχοντες μετὰ τὴ συζήτηση χαιρέτησαν μὲ σεβασμὸ τὸ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ ἀπεχώρησαν, ἕνας ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ὕβρισε τὸν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καὶ ὁρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ πληγὰς κατὰ κόρρης» (Αὐτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224). Πόσες ὕβρεις καὶ πληγὲς δέχονται οἱ διεξάγοντες σήμερα τοὺς διαλόγους, ποὺ τολμοῦν νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι μιμοῦνται τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ;

Ἀπὸ τὴν Νικομήδεια μετέφεραν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο στὴν Νίκαια, τὴν ἱστορικὴ πόλη τῶν δυὸ οἰκουμενικῶν συνόδων, τῆς πρώτης (325) καὶ τῆς ἑβδόμης (787). Προβαίνει σὲ ἐνδιαφέρουσα σύντομη περιγραφὴ τῆς πόλεως. Ὁ ἴδιος κατευθύνθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὑακίνθου, ὅπου καὶ ἐγκατεστάθηκε μόνος, διότι ἤδη καὶ τὰ μέλη τῆς συνοδίας του, οἱ συναιχμάλωτοί του κληρικοὶ καὶ μοναχοί, εἶχαν κατορθώσει νὰ ἐλευθερωθοῦν μὲ καταβολὴ λύτρων, τὰ ὁποῖα γι᾿ αὐτοὺς ἦταν λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπὸν ἐξῆλθε, γιὰ περίπατο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη. Συνέπεσε τότε νὰ κηδεύουν οἱ Μουσουλμάνοι κάποιον ὁμόπιστό του· ἐκ τοῦ μακρόθεν παρακολούθησε τὰ τελούμενα καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ὅταν ἐπέστρεφαν, κάθησαν μαζὶ μὲ ἕνα τασιμάνη, ἕνα Μουσουλμάνο κληρικὸ δηλαδή, στὸ μέρος ὅπου καθόταν καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ζήτησε κάποιον ποὺ νὰ γνωρίζει καὶ τὶς δυὸ γλῶσσες, μὲ δική του πρωτοβουλία ἄνοιξε συζήτηση μὲ τὸν τασιμάνη, πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Μὲ ἀφορμὴ τὰ τελεσθέντα κατὰ τὴν κηδεία ὁ διάλογος περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὴν σχετικὴ τελετουργία καὶ τὴν μέλλουσα κρίση. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρετήρησε ὅτι θὰ ἔπρεπε οἱ εὐχές τους, νὰ ἀναπέμπονται πρὸς τὸν Χριστό, ἐφ᾿ ὅσον ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι, πιστεύουν, κριτὴς ὅλων θὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, ὅπως καὶ σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, δὲν εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα, ὅπως δὲν εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο τὸ ἡλιακὸ ἀπαύγασμα. Ὁ τασιμάνης φάνηκε νὰ δυσανασχετεῖ. Ἀνέπτυξε καὶ τὶς δικές του θέσεις, ἐνῷ ἐν τῷ μεταξὺ συγκεντρώθηκαν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν συζήτηση. Εἶπε λοιπὸν ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ τὸν Χριστό, πιστεύουν δὲ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀποκάλυψη, κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ. Στραφεὶς δὲ πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δὲ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδὲ πιστεύετε τῷ τούτου βιβλίω, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτὸ καταβάντι» (Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7,182-184).

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι πλήρης, θαρραλέα καὶ ἀποφασιστική, ὅπως θὰ δοῦμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν πρὸ αὐτοῦ ἁγίων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι καὶ αὐτὸ ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο τῶν τότε διαθρησκειακῶν διαλόγων σὲ σχέση μὲ τοὺς σημερινούς. Τότε ἐλάμβαναν ὑπ᾿ ὄψιν τὴν προηγούμενη πατερικὴ Παράδοση· ἐστηρίζοντο στοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες, δὲν μιλοῦσαν ἀπὸ κοιλίας, αὐτοσχεδιάζοντας καὶ αὐτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀπαντώντας στὸν τασιμάνη, ὅτι εἶναι παλαιότερη συνήθεια νὰ μὴ δεχόμαστε τίποτε ὡς ἀληθές, ἂν δὲν ὑπάρχουν σχετικὲς μαρτυρίες. Οἱ μαρτυρίες εἶναι δυὸ εἰδῶν· τὸ ἕνα εἶδος μαρτυρίας εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα, τὸ ἄλλο οἱ μαρτυρίες ἀπὸ ἀξιόπιστα πρόσωπα. Ἀναφέρεται στὸν Μωυσῆ καὶ στὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν γι᾿ αὐτὸν μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «μετὰ τῶν ἐξαισίων ὢν εἰργάσατο πολλῶν καὶ μεγάλων, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ Μωσέως καὶ τῶν ἄλλων προφητῶν μαρτυρεῖται». Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος οὔτε μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς προφῆτες οὔτε ἔκανε κάποιο θαῦμα ἀξιόλογο· «Τὸν δὲ Μεχοῦμετ οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τί ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδὲ τῷ παρ᾿ αὐτοῦ βιβλίῳ» (Αὐτόθι 23-24. ΕΠΕ 7, 184).

Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτησε· ἀπολογήθηκε ὅμως προβάλλοντας τὸ ἐπιχείρημα ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν μαρτυρίες γιὰ τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ τὶς ἔσβησαν, τὶς ἐξαφάνισαν οἱ Χριστιανοί, καὶ ὅτι δεῖγμα τῆς θεϊκῆς εὐλογίας καὶ ἀποδοχῆς τοῦ Μωάμεθ εἶναι ὅτι διαρκῶς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση, σὲ ὅλη δηλαδὴ τὴν οἰκουμένη, ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει νίκες ἐναντίον τῶν ἄλλων ἐθνῶν· «Ἀλλὰ καὶ ἐξ ἄκρας ἀνατολῆς ἐξελθῶν ἡλίου, μέχρι καὶ τῆς αὐτοῦ δύσεως, ὡς ὁρᾷς, νικῶν κατήντησεν».

Εἶναι συντριπτικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ τοῦ τασιμάνη. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποκόπηκε οὔτε τροποποιήθηκε τὸ παραμικρό. Ὑπάρχουν γι᾿ αὐτὸ φρικτὲς ἐντολές· ὅποιος τολμήσει νὰ ἀποκόψει κάτι ἢ νὰ τὸ ἀλλάξει ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ Χριστό. Κανεὶς Χριστιανὸς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἀποκόψει ἢ νὰ ἀλλάξει τὰ θεοχάρακτα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε καὶ οἱ πολλὲς μεταφράσεις τοῦ Εὐαγγελίου μαρτυροῦν γι᾿ αὐτό· θὰ εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ὁποιαδήποτε παραχάραξη. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ αἱρετικοί, ποὺ συμφωνοῦν σὲ μερικὰ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, δὲν ἔχουν νὰ δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Εὐαγγέλιο. Στὸ Εὐαγγέλιο ἄλλωστε ὑπάρχουν ἐμφανῶς διδασκαλίες ἀντίθετες πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ· πῶς λοιπὸν θὰ μαρτυροῦσε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν Μωάμεθ; Ἐπὶ πλέον δὲν ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο τίποτε σχεδὸν ποὺ νὰ μὴν ἔχει προλεχθῆ ἀπὸ τοὺς προφῆτες· ἂν λοιπὸν ὑπῆρχε γραμμένο κάτι γιὰ τὸν Μωάμεθ, θὰ τὸ εἶχαν προείπει καὶ οἱ προφῆτες. Ἀντίθετα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει γραμμένο καὶ ὄχι σβησμένο ὅτι «ἐλεύσονται πολλοὶ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πολλοὺς πλανήσουσι». Γι᾿ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει: «Μὴ οὖν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν» (Αὐτόθι 24-25, σελ. 186).

Εἶναι βέβαια σωστὸ ὅτι ὁ Μωάμεθ προχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὴ Δύση νικώντας τοὺς ἄλλους λαούς. Πῶς τὸ κατόρθωσε ὅμως αὐτό; «Πολέμῳ καὶ μαχαίρᾳ καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδραποδισμοῖς καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδὲν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστι, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δὲ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα». Καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Δύση καὶ κατέκτησε τὴν Ἀνατολή. Καὶ πολλοὶ ἄλλοι σὲ διάφορες ἐποχὲς μὲ τὰ στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα τῆς οἰκουμένης. Σὲ κανένα ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τὶς ψυχές τους, ὅπως ἐσεῖς στὸν Μωάμεθ. Ἄλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ὁ Μωάμεθ τὴ βία καὶ κολάκευε τὶς ἡδονές, ἐν τούτοις δὲν κατέκτησε καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀντίθετα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀπομακρύνει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἡδονὲς τῆς ζωῆς, ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀλλὰ μᾶλλον νικώντας τὴν βία ποὺ ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐναντίον της, ὥστε πράγματι μόνον αὐτὴ νὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ νίκη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο. Εἶναι κλασικὸ ἀπολογητικὸ κείμενο καὶ ἀξίζει νὰ τὸ παραθέσουμε «Τί δὲ καὶ Ἀλέξανδρος οὐκ ἐκ δύσεως κινήσας τὴν ἀνατολὴν ὑπηγάγετο πᾶσαν; Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἄλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοὶ τῆς οἰκουμένης ἐπεκράτησαν πάσης. Οὐδενὶ δὲ τούτων οὐδὲν γένος τὰς ἑαυτῶν ἐνεπίστευσαν ψυχάς, ὡς ὑμεῖς τῷ Μεχοῦμετ. Καίτοι οὗτος, ὁμοῦ τε βίαν ἐπάγων καὶ τὰ καθ᾿ ἡδονὴν προτεινόμενος, οὐδὲ μέρος ἐν ὅλον τῆς οἰκουμένης προσηταιρίσατο· ἡ δὲ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία, καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδὸν ἁπάντων ἠδέων ἀπάγουσα, πάντα τε περιέσχε τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα καὶ μεταξὺ τῶν αὐτῇ πολεμούντων κρατεῖ, μηδεμίαν αὕτη βίαν ἐπάγουσα, νικῶσα δὲ μᾶλλον τὴν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε, ὡς καὶ οὕτω ταύτην εἶναι τὴν νίκην τὴν τὸν κόσμον νικήσασαν» (Αὐτόθι 28, σελ. 188-190).

Ἡ συντριπτικὴ αὐτὴ καὶ θαραλλέα ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐξόργισε τοὺς Τούρκους. Οἱ παρατυχόντες Χριστιανοὶ παρατήρησαν τὶς κακὲς διαθέσεις τους καὶ μὲ νόημα προέτρεψαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο νὰ μετριάσει τοὺς λόγους, ὁ ὁποῖος πράγματι χαμογελώντας μὲ ἱλαρότητα εἶπε ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ διαφωνοῦμε, γιατί διαφορετικὰ θὰ εἴχαμε τὴν ἴδια πίστη (Αὐτόθι).

Ἀνταπροκρινόμενος στὴν τελευταία αὐτὴ ἐξ ἀνάγκης προκληθεῖσα συναινετικὴ ἀτμόσφαιρα κάποιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε καιρὸς ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Ἔσται ποτὲ ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Στὴν διαπίστωση αὐτὴ συνεφώνησε καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ᾿ οἰκονομίαν τόπο στὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ποτὲ νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνήσουμε Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι (Αὐτόθι).

Εἶναι μάλιστα εὐτύχημα ὅτι τὸ διευκρινίζει αὐτὸ στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ προλάβει τυχὸν παρανοήσεις, ὅπως πράγματι ἔγινε στὸν σύγχρονο διαθρησκειακὸ διάλογο, ὅπου ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε καὶ θεωρήθηκε ὅτι τάχα συνεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι «θὰ ἔλθη ποτὲ ὁ χρόνος καθ᾿ ὃν θὰ ἐπέλθη ἡ μεταξὺ αὐτῶν (Ὀρθοδόξων καὶ Ἰσλάμ) ἀλληλοκατανόησις», πρᾶγμα ποὺ εὐχήθηκε νὰ γίνει σύντομα (Βλ. Ἐπίσκεψις 510 (31.10.1994) σελ. 7. Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ, Ι. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 2000, σελ. 20-21). Μὲ αὐτὴν τὴν παρερμηνεία οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων καθησυχάζουν τὴν συνείδησή τους, ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ἐποχὴ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καὶ ὅτι αὐτοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἀπὸ τὸ νὰ πραγματοποιοῦν αὐτὸ ποὺ εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.

Πλανῶνται ὅμως πλάνην οἰκτρᾶν, διότι στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ὅτι τὴν συμφωνία αὐτὴ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλὰμ τὴν βλέπει νὰ πραγματοποιεῖται ὄχι στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο, σὲ κάποια μελλοντικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ σὲ ὑπεριστορικὸ ἐπίπεδο, μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχήθηκα, λέγει πράγματι νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ἐκεῖνος: «Συνεθέμην γὰρ μνησθεὶς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπὶ «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός»· τοῦτο δ᾿ ἔσται πάντως ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190).

Ποιὰ σχέση λοιπὸν ἔχουν οἱ διάλογοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος αἰχμάλωτος καὶ ταλαιπωρημένος ἐνώπιον ἀγρίων καὶ βαρβάρων συνομιλητῶν, δὲν ἐδίστασε νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ μαρτυρήσει ὅτι τὸ Ἰσλὰμ εἶναι παντελῶς ξένο πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁ προφήτης τους, ὁ Μωάμεθ, ἕνας ἁπλὸς στρατιωτικὸς ἡγέτης ποὺ ἐπεβλήθη μὲ τὴ στρατιωτικὴ βία καὶ κολακεύοντας τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, μὲ τοὺς σημερινοὺς διαλόγους τῶν ὑποχωρήσεων, τῶν ἐξισώσεων, ὅπου λείπει παντελῶς ἡ διάθεση ὁμολογίας καὶ μαρτυρίας; Τουλάχιστον νὰ σεβόμαστε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μὴ διαστρέφουμε τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὅσα γίνονται στοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους εἶναι ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων, ἰδιαίτερα τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, στοὺς ὁποίους θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ τελευταῖο τὸ ἕβδομο τμῆμα, αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου μας, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ θὰ τελειώσουμε.

στ) Ἰωσὴφ Βρυέννιος καὶ Γεννάδιος Σχολάριος

Ἐνδιαφέρουσες κρίσεις καὶ ἐκτιμήσεις γιὰ τὸ Ἰσλάμ, στὴν ἴδια πάντοτε γραμμὴ τῶν πρὸ αὐτῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔχουν διατυπώσει ὁ μοναχὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὀλίγα χρόνια πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος μετὰ τὴν ἅλωση πατριάρχης καὶ ἐθνάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Ὁ δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεῖς διάλογους διαθρησκειακοὺς μὲ τὸν ἴδιο τὸν πορθητὴ Μωάμεθ καὶ ἕνα μὲ Τούρκους ἀξιωματούχους στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.

Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ πάπα, διατυπώνει τὶς ἐκτιμήσεις του γιὰ τὸ Ἰσλὰμ σὲ ἐπιστολή, ποὺ στέλνει πρὸς κάποιον Μάξιμο, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ προσεχώρησε στὸν Παπισμό. Ἐπιχειροῦσε μάλιστα δι᾿ ἐπιστολῶν νὰ πείσει καὶ ἄλλους νὰ προσχωρήσουν στὸν Παπισμό, ἐνδιαφερόμενος τάχα γιὰ τὴ σωτηρία τους, περισσότερο ὅμως, ὅπως ἐκτιμᾷ ὁ Βρυέννιος, ἀγωνιζόμενος νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκανε καὶ νὰ διαφύγει τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν ἀποστασία του. Παρόμοια ἐπιστολὴ ἔστειλε καὶ στὸν Βρυέννιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνταπέστειλε ἐπιστολή, μὲ τίτλο «Τῷ ἀπὸ Γραικῶν Ἰταλῷ ἀδελφῷ Μαξίμῳ τῆς τάξεως τῶν κηρύκων» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου. Τὰ Παραλειπόμενα, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Γ´ σελ. 152 - 158, Θεσσαλονίκη 1991). Μεγάλο μέρος ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις αὐτὲς τοῦ Βρυεννίου ἔχει ἐνσωματωθῆ καὶ σὲ ἄλλο ἔργο του μὲ τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικὸς περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου. Τὰ Εὑρεθέντα, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Α´, σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991).

Ἀνάμεσα στὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀποστάτη Μαξίμου ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν ἡ εὐπραγία τῶν Δυτικῶν καὶ ἡ δυστυχία τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ἑρμηνευόταν ὡς ἐγκατάλειψή τους ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ὁ διδάσκαλος Ἰωσὴφ ὅτι, ἂν ὄντως ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα, τότε εὐσεβέστεροι ὅλων πρέπει νὰ θεωρηθοῦν οἱ Ἀγαρηνοί, οἱ Μουσουλμάνοι, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς μιαρὸ καὶ ἄθεο ἔθνος λέγοντας: «Εἰ ἐκ τῆς κατὰ τὸν βίον εὐπραγίας, ὦ Μάξιμε, τεκμαίρῃ τοῦ δόγματος τὴν ὀρθότητα, ὥρα σοὶ καὶ Ἀγαρηνοὺς καὶ Ἰσμαηλίτας εὐσεβέστερους ἡμῶν ὑπειληφέναι, ἐφ᾿ οἷς εὐετηροῦσε σήμερον, τὸ μιαρὸν ἔθνος καὶ ἄθεον· τὸ τὰ ἀσεβέστατα κατὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀθυροστομοῦν· τὸ ταῖς παρὰ φύσιν ὅσαι ὥραι καταχραινόμενον μίξεσι· τῶν εἰ μὴ τί ἄλλο προσὴν ἡμῖν τῶν καλῶν, τῇ γοῦν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν πίστει σεμνυνομένων καὶ τῷ εἰς αὐτὸν ἁγίῳ τετελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν ὅμως αὐτοὺς τοὺς «ἐξαγίστους», τοὺς μιαροὺς καὶ ἀθέους, νὰ ἐπιτίθενται καὶ νὰ κομπάζουν ὄχι μόνον ἐναντίον μας ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν Λατίνων. Θεωρεῖ ὅτι τὸ ἄθεο αὐτὸ ἔθνος πολεμεῖ συγχρόνως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὅτι πάσχοντες δεινὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς «ἀλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ὁ θάνατός τους ὑπολογίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μαρτύριο, διότι ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὴν πίστη καὶ τὸν μιαρὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους καὶ προτιμοῦν ἀκόμη καὶ νὰ ἀποθάνουν γιὰ τὸν Χριστό. «Ὃς γάρ, ἐνὸν εἰς τὰ ἐξάγιστα καὶ ἄθεα ἐκείνων ἤθη μεταβαλεῖν καὶ ἐνοπόνδους αὐτοὺς σχεῖν τούτους, μᾶλλον δὲ καὶ τῆς παρ᾿ ἐκείνοις ρᾳστώνης καὶ ἀνέσεως μεθ᾿ ὅσης τιμῆς ἀπολαύειν· ταῦτα παρὰ φαῦλον τιθέμενος, μισεῖσθαι παρ᾿ ἐκείνων ἀνέχεται καὶ ἐλαύνεσθαι, καὶ αὐτὸ βιαίως τὸ ζῆν ἀφαιρεῖσθαι διὰ Χριστὸν πάντα πάσχει τὰ εἰρημένα. Τοῦ δὲ διὰ Χριστὸν πάσχειν τί ἄρα μακαριώτερον;». Δὲν θὰ παρουσιάσουμε ἐδῶ τὴν σύγκριση, ποὺ κάνει ὁ μοναχὸς Ἰωσὴφ τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν Λατίνων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν δυσπραγία καὶ τὴν ὑποδούλωση πολλῶν ἐξ αὐτῶν στοὺς ἀλλοπίστους ἐξακολουθοῦν νὰ διατηροῦν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἱερουργοῦν τὰ θεῖα μυστήρια καὶ νὰ ἔχουν ἐναργῆ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ φαίνεται στὸ θαῦμα τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος· «Καὶ τὸ ὕδωρ εὐχὴ καὶ σφραγίδι παρὰ τῶν κατὰ τόπον ἱερέων ἁγιαζόμενον, ἐναργῆ της χάριτος σῴζει τὰ σύμβολα, ὡς ἐκ τῆς ὀρωμένης διαυγείας καὶ καθαρότητος, μηδὲν πάσχον ὅσα εἰκὸς ὕδωρ ἀκινητοῦν, τὴν ἀόρατον πιστοῦσθαι ἐν αὐτῷ τοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησιν καὶ οἶα παρ᾿ ἡμῖν οἶα τε ἔστιν ἱερωσύνη τελεῖν παρίστησι τηλαυγῶς». Μᾶς ἐνδιέφερε νὰ δείξουμε πῶς ἐκτιμᾷ καὶ πῶς ἐκφράζεται ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, γιὰ τὸ Ἰσλάμ, διότι καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀναφέρονται, ὡς πρότυπο, μερικοὶ σημερινοὶ θεολόγοι τῆς πανθρησκείας, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι.

Οἱ συζητήσεις, ποὺ ἔκανε ὁ Γεννάδιος Σχολάριος γιὰ τὸ Ἰσλάμ, ὁμοιάζουν μὲ τὶς συζητήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὰ ἐπιχειρήματα ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ ὅτι συζητᾷ ὡς ὑπόδουλος καὶ κατακτημένος, ὑπὸ δυσμενέστατες δηλαδὴ ἱστορικὲς συγκυρίες, καὶ μάλιστα στοὺς τρεῖς ἀπὸ τοὺς τέσσερις διάλογους μὲ τὸν ἴδιο τὸν πορθητὴ Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα τοῦ Σχολαρίου περιέχουν αὐτὲς τὶς συζητήσεις. Προκύπτει λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ ὅτι ὁ πορθητὴς πραγματοποίησε αἰφνιδιαστικὴ ἐπίσκεψη στὴν Ι. Μονὴ Παμμακαρίστου, ὅπου εἶχε μεταφέρει τὸ Πατριαρχεῖο ὁ Σχολάριος ἀπὸ τὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐζήτησε δὲ ἀπὸ τὸν πατριάρχη νὰ μάθει γιὰ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Στὴν συνάντηση αὐτὴ βλέπει κανεὶς τὸ πνεῦμα μιᾶς χιλιετοῦς παραδόσεως νὰ στέκεται ἀντιμέτωπο μπροστὰ στὸ σπαθὶ καὶ στὴν ἐξουσία ἑνὸς φοβεροῦ πολεμάρχου. Ὁ πατριάρχης δὲν ἐδειλίασε οὔτε προέβη σὲ ἐκπτώσεις ἀπὸ τὴν πίστη καὶ σὲ ἀπόκρυψη τῆς ἀληθείας, ὅπως κάνουν στὶς σημερινὲς διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ στοὺς διάλογους. Ἐξέθεσε μὲ παρρησία τοὺς λόγους τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖο παρουσίασε ὡς τὴν μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας. Ἐντυπωσιάσθηκε ὁ Μωάμεθ καὶ ὀργάνωσε δεύτερη καὶ τρίτη συζήτηση παρόντων καὶ Μουσουλμάνων θεολόγων. Ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς πληροφορούμεθα ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα τῶν συζητήσεων ἦταν πολὺ ἀποδοτικό. Ἐθαύμασε ὁ Μωάμεθ τὴν σοφία τοῦ πατριάρχη καὶ αἰσθανόταν καύχηση γιατί ἔγινε ἀρχηγὸς τόσο σπουδαίου λαοῦ· ἡ προσωπικὴ ἐκτίμηση πρὸς τὸν πατριάρχη εἶχε ἐπιπτώσεις στὴν γενικότερη εὐνοϊκὴ στάση του ἀπέναντι στοὺς κατακτηθέντες, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ παραχωρηθέντα προνόμια. Ὁρισμένες μάλιστα ἱστορικὲς πηγές, ὅπως ἡ Τurcograecia, προχωροῦν τόσο πολὺ τὴν ἐπιτυχία τῶν συζητήσεων, ὥστε νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι «ἑνωτισθεὶς καὶ πληροφορηθεὶς τὰ περὶ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν ἐν ἀμφιβολίᾳ ἣν περὶ τῆς ἑαυτοῦ». Ὑπάρχει ἀνάλογο ἀποτέλεσμα ἢ θὰ ὑπάρξει ποτὲ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους τῶν ἐξισώσεων καὶ τῶν ἰσοπεδώσεων; Οἱ συζητήσεις αὐτὲς περιέχονται στὸ σύγγραμμα τοῦ Σχολαρίου «Περὶ τῆς μόνης ὁδοῦ πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων», θὰ ἤμασταν εὐχαριστημένοι, ἂν σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους ἐλέγετο ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκύπτει πὼς οὔτε ὁ Ἰουδαϊσμὸς οὔτε τὸ Ἰσλὰμ εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας.

Ἀναπτύσσει ὁ πατριάρχης τὴν θεία παιδαγωγία καὶ οἰκονομία ποὺ τὴν βλέπει νὰ προχωρεῖ βαθμιαία μέσῳ τριῶν σταδίων τοῦ φυσικοῦ ἐν πρώτοις νόμου, τοῦ μωσαϊκοῦ κατόπιν καὶ τελικῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁλοκλήρωση καὶ συμπλήρωση τοῦ μωσαϊκοῦ καὶ τελειότατος νόμος· μετὰ ἀπὸ αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ κανεὶς ἄλλη τελειότερη διδασκαλία· «οὔτε χρὴ διδασκαλίαν ἄλλην ἐκδέχεσθαι τελειοτέραν, οὔτε πειστέον ἂν εἴη τοῖς λέγουσιν ἀπὸ Θεοῦ τί νομοθετεῖν τελειότερον, καὶ πολλῷ μᾶλλον εἰ φαίνοιντο φθείροντες ἐν πᾶσιν ἢ τοῖς πλείοσι τὴν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων διδασκαλίαν». Ὁ Μωάμεθ καὶ τὸ Κοράνιο τίθενται στὸ περιθώριο, ἀχρηστεύονται μέσα στὸ σχῆμα αὐτὸ τῶν τριῶν σταδίων, τῶν τριῶν φάσεων τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν ὁποία ὁλοκλήρωσε τὸ Εὐαγγέλιο. Μετὰ τὴν τέλεια διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἄλλη διδασκαλία. Ὁ ὑπαινιγμὸς περὶ τοῦ ὅτι τὸ Κοράνιο κατέστρεψε σὲ ὅλα ἢ στὰ περισσότερα καὶ ἔφθειρε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφέστατος. Καὶ αὐτὰ ἐλέχθησαν ἐνώπιον τοῦ πορθητοῦ Μωάμεθ. Τουλάχιστον πρέπει νὰ ντρέπονται ὅσοι ψάχνουν νὰ βροῦν πρότυπα τῶν σημερινῶν διαλόγων στὴν προηγουμένη πατερικὴ παράδοση. Ἂς παραδεχθοῦν ὅτι δὲν ἔχουν τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία νὰ σηκώσουν τὸ βάρος αὐτῆς τῆς παραδόσεως καὶ ἂς μὴν τὴν εὐτελίζουν, μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ μὴ διαταράξουν τὴν ρᾳστώνη καὶ τὴν εὐημερία τους. Δὲν εἶναι αὐτὸ οὔτε ἀποστολικό, οὔτε μαρτυρικὸ φρόνημα (Περὶ ὅλων αὐτῶν βλ. Θεοδώρου Ζήση. Γεννάδιος Β´ Σχολάριος Βίος - συγγράμματα - Διδασκαλία. Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 217-219 καὶ 295 - 298. Βλ. ἐπίσης Γενναδίου Σχολαρίου, Ἅπαντα τὰ εὑρισκόμενα, ἔκδ. L. Ρetit, κ.ἄ. Ρaris 1930, σελ. 444: «Οὕτως ἀρχὴ μὲν τῆς ἀνθρωπινῆς καταστάσεως ὡς φυσικὸς ἦν νόμος, μεσότης δὲ ὁ διὰ Μωϋσέως δοθείς, πέρας δὲ καὶ τελειότης ὁ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ταύτῃ τῇ τελειότητι ἀμέσως ἐπακολουθήσειν πιστεύομεν τὴν ἐν ἐκείνῳ τῷ μέλλοντι βίῳ τελειοτέραν κατάστασιν»).

Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο κείμενο τοῦ Σχολαρίου γιὰ τὸ Ἰσλάμ, τὸ ὁποῖο μάλιστα περιελήφθη καὶ στὰ συμβολικὰ βιβλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν τίτλο «Ὁμολογία Σχολαρίου». Πρόκειται γιὰ σύντμηση καὶ περίληψη τοῦ προηγουμένου συγγράμματος, τὴν ὁποία ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Σχολάριος μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ Μωάμεθ, ὥστε νὰ εἶναι «σαφὲς καὶ εὐπαράδεκτον τοῖς ἀμυήτοις». Ἡ Ὁμολογία ἔχει δημοσιευθῆ καὶ στὸ γνωστὸ ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Ι. Καρμίρη «Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Τόμος Α´. σελ. 429-436). Ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης διαπιστώνει ὅτι ἡ ἔκθεση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως γίνεται κατ᾿ ἀντιπαράθεσιν τῶν ἀντιστοίχων του Κορανίου, χωρὶς αὐτὸ νὰ ὀνοματίζεται. Υπάρχει καὶ τρίτο σχετικὸ κείμενο τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Σχολάριος στὴν Ι.Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν, μετὰ ἀπὸ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ δυὸ ἀνωτάτους Τούρκους ἀξιωματικούς, οἱ ὁποίοι ἔστειλαν στὴ μονὴ στρατιώτη μὲ ἔγγραφη προσταγὴ νὰ κατέλθει ὁ Σχολάριος στὴ πόλη τῶν Σερρῶν, γιὰ νὰ συζητήσουν μαζί του, χωρὶς βέβαια νὰ γράφουν στὸ ἔγγραφο τὸν σκοπὸ αὐτῆς τους τῆς ἐνεργείας. Τὸ ἔργο φέρει τὸν τίτλο· «Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις περὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

ζ) Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες

Καὶ ἐρχόμαστε στοὺς Ἁγίους Νεομάρτυρες τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν νέα δόξα, τὴν νέα καύχηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἔτσι ἐπανασυνδέουν μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐντὸς τῆς ὁποίας γεννῶνται νέοι Ἅγιοι ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεὸ μὲ τὴν ὁμολογία καὶ τὸ μαρτύριό τους, καὶ δοξάσθηκαν μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ δι᾿ αὐτῶν ἡ Θεία Χάρη. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πολὺς χῶρος γιὰ νὰ παραθέσουμε ὅσα ἀναπτύσσει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ προοίμιο τοῦ «Νέου Μαρτυρολογίου», ὅπου παρουσιάζει αὐτὸ τὸ νέο θαῦμα, τὸ νὰ βλέπει κανεὶς μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνος τῆς ἀπιστίας τοὺς Νεομάρτυρες ὡς ἐαρινὰ ἄνθη καὶ τριαντάφυλλα, μέσα στὴν βαθύτατη νύκτα ἡμέρα καὶ ἥλιο, μέσα στὸ ψηλαφητὸ σκοτάδι φῶτα λαμπρότατα, στὸν καιρὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἐλευθερία, τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς ἀδυναμίας ὑπερφυσικὴ δύναμη.

Ὅλοι σχεδὸν οἱ Νεομάρτυρες κατὰ τὴν προσαγωγή τους μπροστὰ στοὺς Τούρκους ἄρχοντες καὶ δικαστὲς ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσουν σὲ ἐρωτήσεις ποὺ τοὺς ὑπέβαλλαν γιὰ τὸ Κοράνιο καὶ τὸν Μωάμεθ, νὰ δικαιολογήσουν γιατί δὲν γίνονται ἢ γιατί δὲν παραμένουν Μουσουλμάνοι, ὅταν ἐπρόκειτο περὶ ἀρνησιχρίστων, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦσαν γιὰ τὴν ἀποστασία τους. Πρόκειται γιὰ ἀληθινοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους, γιὰ διάλογους, ποὺ ἀναβίωσαν τὸ παράδειγμα τοῦ πρωτομάρτυρος Χριστοῦ, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, τοῦ ἐν ἀνθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν ἀρχαίων μαρτύρων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὁμολογητῶν.

Δὲν ὑπολογίζουν τιμές, ἀξιώματα, πλούτη καὶ ἀπολαύσεις, ποὺ τοὺς ὑπόσχονται, ὅπως οὐσιαστικῶς γίνεται σήμερα στοὺς διαθρησκειακοὺς διάλογους, ὅπου βέβαια δὲν ἔχουμε ἄρνηση τῆς πίστεως, ἔχουμε ὅμως ἀπόκρυψη τῆς ἀληθείας καὶ ἐξίσωση μὲ τὴν πλάνη ποὺ εἶναι σχεδὸν τὸ ἴδιο. Ἂν ὅμως ἡ πλάνη καὶ ἡ ἀλήθεια, τὸ σκότος καὶ τὸ φῶς, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ εἴδωλα ἢ ὁ Μωάμεθ εἶναι τὸ ἴδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ὁ Χριστός, γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ νέοι; Δὲν ἀποτελοῦν οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι, ὅπου δὲν μαρτυρεῖται ἡ ἀλήθεια, ὅπου ἐξισώνεται ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ψευδοπροφῆτες, ὅπου δὲν ὑπάρχει παρρησία καὶ μαρτυρικὸ φρόνημα, δὲν ἀποτελοῦν λοιπὸν προσβολὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς στάσεως τῶν Ἁγίων μαρτύρων, ὡς ἀνόητης καὶ φονταμενταλιστικῆς, ἀφοῦ τὰ ἀνοιχτὰ μυαλὰ τῶν σημερινῶν προοδευτικῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων δὲν θὰ δικαιολογοῦσαν ποτὲ τέτοια στάση, οὔτε θὰ ὁμολογοῦσαν ποτὲ αὐτὰ ποὺ ὁμολόγησαν οἱ Νεομάρτυρες γιὰ τὸ Ἰσλάμ, ὅπως ἐνδεικτικὰ θὰ δοῦμε; Ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸ μνημονευθὲν προοίμιο ἀναπτύσσει πέντε λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς νὰ γίνωνται οὗτοι οἱ νέοι Μάρτυρες εἰς τοὺς τωρινοὺς καιρούς: α) διὰ νὰ εἶναι ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως· β) διὰ νὰ μένουν ἀναπολόγητοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι· γ) διὰ νὰ εἶναι δόξα μὲν καὶ καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δὲ καὶ καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων· δ) διὰ νὰ εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπου τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τὸν βαρὺν ζυγὸν τῆς αἰχμαλωσίας· ε) δὲ καὶ τελευταῖον διὰ νὰ εἶναι θάρρος καὶ παρακίνησις εἰς τὸ νὰ μιμηθοῦν διὰ τοῦ ἔργου τὸ μαρτυρικόν τους τέλος».

Ἀπέναντι αὐτῆς τῆς εἰκόνος τῶν ἀληθινῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων τῶν Νεομαρτύρων, οἱ σύγχρονοι διαθρησκειακοὶ διάλογοι εἶναι παγωνιὰ μέσα στὸν χειμῶνα, σκοτάδι μέσα στὸ σκοτάδι, αἰχμαλωσία σὲ καιρὸ ἐλευθερίας, ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία σὲ κατάσταση δυνάμεως. Δὲν ὁδηγοῦν σὲ ἀνακαινισμὸ ἀλλὰ σὲ φθορὰ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως· δὲν καθιστοῦν ἀναπολογήτους τοὺς ἀλλοπίστους· δὲν δοξάζουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ τὴν ἐξισώνουν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοπίστους, οὔτε ἐνισχύουν στὴν ὑπομονὴ καὶ ἐμμονὴ στὴν πίστη τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πολὺ περισσότερο δὲν παρακινοῦν στὴ μίμηση τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τῶν Ἁγίων. Εἶναι γι᾿ αὐτὸ ψευτοδιάλογοι ἀποστασίας καὶ δειλίας.

Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὅσων εἶπαν πολλοὶ Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι μὲ τοὺς Μουσουλμάνους δικαστές, ἐνδεικτικῶς θὰ παρουσιάσουμε μερικά, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα, συνέπεια καὶ συνέχεια στὴν ὁμολογία καὶ στὴν μαρτυρία τῆς Ἀληθείας μὲ ὁποιοδήποτε κόστος, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς, ἡ ἀδιάκοπη ἁλυσίδα τῆς πίστεως ἀπὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Πατέρων μέχρι τῶν Νεομαρτύρων. Οἱ σημερινοὶ διαθρησκειακοὶ διάλογοι εἶναι ξένοι καὶ ἀλλότριοι, δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ αὐτὴν τὴν πίστη καὶ τὸ μαρτυρικὸ αὐτὸ φρόνημα.

Ὁ νεομάρτυρας Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος (14 Νοεμβρίου 1800), στὴν πρόταση τοῦ Μουσουλμάνου ἄρχοντος νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ πιστεύσει στὸν Μωάμεθ ἀπήντησε: «Ἔλα καὶ ἐσὺ αὐθέντα νὰ πιστεύσης καὶ νὰ ὁμολογήσης τὸν Χριστὸν πὼς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, διὰ νὰ σὲ φωτίση νὰ ἴδῃς τὸ ἀληθινὸν φῶς, ἐπειδὴ καὶ τώρα εἶσαι τυφλὸς καὶ ἐσκοτισμένος ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν». Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Μουσουλμάνου μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ἀπήντησε μὲ περισσότερο θάρρος: «Ἐγὼ σὲ εἶπα νὰ πιστεύσης εἰς τὸν Χριστὸν ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθινός, διατὶ ἡ ἐδική σας πίστις εἶναι βδελυρά, μιαρὰ καὶ ψεύτικη, ἐπειδὴ πιστεύετε ἕνα ψεύστην, ὁποῦ εἰς τὸν κόσμον δὲν ἔδειξε κανένα θαῦμα, οὔτε σᾶς ἐδίδαξε καμμίαν ἀλήθειαν καὶ κανένα καλόν, ἀλλὰ μόνον σᾶς ἐδίδαξε μυθολογίας, καὶ σᾶς παραγγέλλει νὰ κάμνετε πορνείας, ἀρσενοκοιτίας, καὶ ἄλλας κακίας καὶ ἐσεῖς ὡς τυφλοὶ τὸν πιστεύετε ὡς προφήτην. Διὰ τοῦτο ἔχετε νὰ ὑπάγετε μὲ αὐτὸν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν καὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, διὰ νὰ κατακαίεσθε παντοτεινὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σας δαίμονας, μόνον ἔλα νὰ γένῃς Χριστιανός, διὰ νὰ χαίρεσαι αἰώνια μὲ τὸν Χριστὸν εἰς τὸν Παράδεισον» (Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150).

Ὁ ὁσιομάρτυς Νικόδημος, ποὺ ἀσκήθηκε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μαρτύρησε στὸ Βελιγράδι (11 Ἰουλίου 1722), ἀρνηθεὶς τὸν Χριστὸ καὶ μετανοήσας κατόπιν ἀπορεῖ λέγων: «Οἴμοι τῷ ἀθλίῳ καὶ ταλαιπώρῳ, διὰ ποίαν αἰτίαν ἄραγε ἐτυφλώθην τόσον κατὰ νοῦν ὁ ἀσύνετος; Πῶς ἐσκοτίσθην τῇ διανοίᾳ; Πῶς προετίμησα τὸ σκότος μᾶλλον ἢ τὸ φῶς; Πῶς ἐχωρίσθην τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ; Πῶς ἑκουσίως ἀπέρριψα ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς συναυλίας τῆς χριστωνύμου κλήσεως τῶν εὐσεβῶν, γενόμενος δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλῶν καὶ δεόμενος πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκο νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ἔχει μαρτυρικὸ τέλος ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ τὴν ἑξῆς ὀπτασία: «Κοιμώμενος γὰρ ἔτι ὁ μακάριος Νικόδημος, ἡρπάγη εἰς ὀπτασίαν ὑπὸ θείου ἀγγέλου, ὅστις ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ὅλους τοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ᾉδῃ, ἐξαιρέτως δὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πλάνης τῶν Ἀγαρηνῶν, ὃς ἐστὶν ὁ ψευδοπροφήτης Μωάμεθ· ὑπῆρχε γὰρ οὗτος δεμένος ἐν πυρίναις ἁλύσεσιν· ἐν τῇ φλογὶ τῆς γεέννης, δεινῶς βασανιζόμενος· ὡσαύτως καὶ ἅπασα ἡ πληθὺς τῶν ἀσεβῶν, οἱ ὁπαδοὶ δηλονότι αὐτοῦ καὶ τῶν λοιπῶν πρωταρχηγῶν πάσης ἀσεβείας καὶ αἱρέσεως, ἅπαντες ἐκεῖ βασανιζόμενοι». (Αὐτόθι, σελ. 812-813).

Θαυμάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὸ θάρρος τῆς νεαρῆς κοπέλλας, τῆς Ἁγίας Νεομάτυρος Ἀκυλίνας ἀπὸ τὸ Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), ἡ ὁποία στὴν προτροπὴ τοῦ Τούρκου κριτῆ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἀπάντησε: «Καὶ τί ὠρέχθηκα ἀπὸ τὴν πίστιν σας, νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὸν Χριστόν μου, ἢ ἀπὸ ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νὰ πιστεύσω, οἱ ὁποῖοι βρωμεῖτε ἀκόμη ζωντανοί; «Ὦ τόλμη μαρτυρική! «Ὦ μεγαλοψυχία οὐρανίων ἐπαίνων ἀξία! Ὦ ἀπόκρισις, ὄχι ἑνὸς ἁπλοῦ κορασίου, ἀλλ᾿ ἑνὸς γίγαντος ἀνδρειωμένου» (Νέον Μαρτυρολόγιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σελ. 186). Παρόμοιο θαυμασμὸ καὶ ἔπαινο ἐκφράζει καὶ ὁ συντάκτης τοῦ βίου τοῦ προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου: «Εὖγε τῆς ἐλευθεροστομίας σου, γενναῖε τοῦ Κυρίου ἀγωνιστά! Εὖγε τῆς σῆς μεγαλοψυχίας, τῆς οὔσης οὐρανίων ἐπαίνων ἀξίας! Κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί, ἐπληρώθη εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον, ἐκεῖνο ὁποῦ γράφει ὁ σοφὸς Σολομὼν εἰς τὰς Παροιμίας του· δίκαιος ὡς λέων πέποιθε (κη´ 1) καὶ τὸ τοῦ προφήτου Δαβίδ· ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» (Ψαλμ. ριη´) (Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 150). Παρόμοιους ἐπαίνους πρὸς τοὺς Νεομάρτυρες διατυπώνει ἡ λατρεύουσα τὸν ἀληθινὸ Θεὸ Ἐκκλησία, ὅταν κατὰ τὶς πανηγύρεις ἐπὶ τῇ μνήμῃ αὐτῶν ψάλλει τοὺς ὕμνους τῶν ἀκολουθιῶν τους. Θαυμάζουν καὶ οἱ πιστοὶ καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς Νεομάρτυρες, τὴν νέα αὐτὴ δόξα καὶ τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ λυποῦνται γιὰ τοὺς νέους ἀποστάτες καὶ ἀρνησιχρίστους τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων, εὐχόμενοι νὰ τοὺς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ συνέλθουν, νὰ ἐπανέλθουν καὶ νὰ μαρτυρήσουν, νὰ κηρύξουν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ὡς τῆς μοναδικῆς ὁδοῦ σωτηρίας.