Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός - Διδαχαί

[Α] [Β] [Γ] [Δ] [Ε] [Ϛ] [Ζ] [Η]


ΔΙΔΑΧΗ Α´

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς διδάσκων

Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγαθότητα ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς κάμη νὰ ἔβγωμεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ μᾶς κάμῃ υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείαςκρ του, νὰ χαίρωμεν πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ νὰ μὴ καιώμεθα εἰς τὴν κόλασιν μὲ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς διαβόλους.

Τὸ ἔργον τῶν Ἀποστόλων

Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάνει ἐργάτας, οὕτω καὶ ὁ Κύριος ὡσὰν ἕνα ἀμπέλι ἔχει ὅλον τὸν κόσμον· καὶ ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἔδωκεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογία του, καὶ τοὺς ἔστειλεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ διδάξουν τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρωνται πάντοτε· νὰ μετανοοῦν, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν των. Καὶ εἰς ὅποιαν χώραν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ εὐλογοῦν τὴν χώραν ἐκείνην· εἰς ὅποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν καὶ τὰ τσαρούχια των καὶ νὰ φεύγουν.Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς φρόνιμοι καὶ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ μας, ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους, καὶ τὸ μεγαλύτερον μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζον τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνεσταίνοντο. Καὶ εἰς ὅποιαν χώραν ἐπήγαινον οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ἔκαμνον χριστιανούς, ἐχειροτόνουν ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, συνέστηναν Ἐκκλησίας, καὶ εὐλογοῦσαν τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ ἐγίνετο ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Εἰς ὅποιαν χώραν πάλιν ἐπήγαινον καὶ δὲν τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τοὺς παρήγγειλε νὰ τινάζουν τὰ ὑποδήματά των, καὶ ἔμενεν εἰς ἐκείνην τὴν χῶραν κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἡ ἰδική του καταγωγὴ καὶ ἀποστολή

Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε ἕνας διδάσκαλος, ὅταν θέλῃ νὰ διδάξῃ, νὰ ἐξετάζῃ πρῶτον τί ἀκροατὰς ἔχει, ὁμοίως καὶ οἱ ἀκροαταὶ νὰ ἐξετάζουν τί διδάσκαλος εἶνε. Καὶ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ποὺ ἠξιώθην καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικὸν διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ἐξέτασα πρῶτον διὰ λόγου σας καὶ ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ δὲν εἶσθε Ἕλληνες, δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ᾿ εἶσθε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε καὶ εἶσθε βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ εἶσθε τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶνε τιμιώτερος ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρετε καὶ ἡ εὐγένειά σας διὰ λόγου μου, τὸ ἠξεύρω, πὼς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα, ὅμως ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν ἐγὼ σᾶς τὴν λέγω.

Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνος καὶ ματαία, εἶνε ἀπὸ τοῦ ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀπόκουρο. Ὁ πατήρ μου, ἡ μήτηρ μου, τὸ γένος μου, εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶμαι λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπὸ ὅλους· εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ. Ὄχι πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ Χριστός μου μὲ καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του. Τὸν Χριστόν μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: Τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλην, νὰ κηρύξω εἰς ὅλον τὸν κόσμον (17), πὼς μόνος ὁ Χριστός μας εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα νὰ τὸ κάμω τοῦτο τὸ μικρόν, καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶνε.

Κλῆσις διὰ τὸ κήρυγμα

Πόθεν παρεκινήθην, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ σᾶς φανερώσω τὴν αἰτίαν. Ἀναχωρῶν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενήντα ἐτῶν, ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας, καὶ χωριά, καὶ μάλιστα εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ περισσότερον ἐκάθησα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιον διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὅπου μου ἐχάρισεν ὁ Κύριος μου, μὲ ἠξίωσε καὶ ἔμαθα ὀλίγα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγηρος.

Μελετώντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιν εὗρον μέσα πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶνε ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα εὗρον καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, πὼς δὲν πρέπει κανένας χριστιανός, ἄνδρας ἡ γυναίκα, νὰ φροντίζη διὰ τὸν ἑαυτόν του μόνον πῶς νὰ σωθῆ, ἀλλὰ νὰ φροντίζη καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούωντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου τοῦτον τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, νὰ φροντίζωμεν καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ᾿ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὁποὺ τρώγει τὸ ξύλον, τί νὰ κάμω καὶ ἐγὼ στοχαζόμενος εἰς τὴν ἀμάθειάν μου. Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, τοὺς ἐφανέρωσα τὸν λογισμόν μου, ἀνίσως καὶ εἶνε θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω, καὶ μοῦ εἶπον πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε. Μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην - νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχή του - καὶ λαμβάνωντας τὰς ἁγίας του εὐχάς, ἄφησα τὴν ἰδικήν μου προκοπήν, τὸ ἰδικόν μου καλόν, καὶ ἐβγήκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου.

Κῆρυξ ἀφιλάργυρος

Κάμνοντας ἀρχὴν νὰ διδάσκω μου ἦλθεν ἕνας λογισμὸς ἐδῶ ὁποὺ περιπατῶ· νὰ ζητῶ ἄσπρα διότι ἤμην φιλάργυρος καὶ ἀγαποῦσα τὰ γρόσια, ναί, μὰ καὶ τὰ φλωρία περισσότερον, ὄχι ὡσὰν τὴν εὐγένιάν σας ποὺ τὰ περιφρονεῖτε, ἢ δὲν τὰ καταφρονεῖτε; Μελετώντας πάλιν τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, εὗρον καὶ ἄλλον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας· πὼς χάρισμά σου ἔδωσα καὶ ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δώσῃς καὶ ἐσὺ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, χάρισμα νὰ διδάσκης, χάρισμα νὰ συμβουλεύης, χάρισμα νὰ ἐξομολογῆς, καὶ ἀνίσως καὶ ζητήσῃς νὰ πάρης τίποτε πληρωμὴν διὰ τὴν διδαχήν, ἢ πολλὰ ἢ ὀλίγα, ἢ ἕνα ἄσπρο, ἐγὼ σὲ θανατώνω καὶ σὲ βάνω εἰς τὴν κόλασιν.

Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, αὐτὸν τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, χάρισμα νὰ δουλεύωμεν καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, εἰς τὴν ἀρχήν μου ἐφάνη βαρὺς ὁ λόγος, ὕστερον ὅμως μου ἐφάνη γλυκύτερος ὥσπερ μέλι καὶ κηρίον, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάζω χιλιάδες φορὲς τὸν Χριστόν μου ὁποὺ μ᾿ ἐφύλαξε ἀπὸ τοῦτο τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μῆτες κασέλα, μήτε ἄλλο ράσο ἀπὸ αὐτὸ ὁποὺ φορῶ, ἀλλὰ ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ μὲ ἀξιώση νὰ μὴν ἀποκτήσω σακκούλα, διότι ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα, εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δυό, ἢ τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον.

Ἡ Ἁγία Τριάς

Τὸ γλυκὺ τῆς Ὀρθοδοξίας κήρυγμα

Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, χριστιανοί μου, καθὼς μανθάνομεν ἀπὸ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς, ν᾿ ἀρχίζωμεν τὴν διδασκαλίαν μας ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν· ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος ν᾿ ἀναφέρω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, ἀλλὰ ὁ Θεὸς καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν του.

Ἀφήνομεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὰς φλυαρίας τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀθέων, καὶ λέγομεν μόνον ὅσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Προφήτας, Ἀποστόλους καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διότι δὲν εἶνε δυνατόν· θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς· ἀλλὰ μερικὰ ὁποὺ φαίνονται ἀναγκαιότερα· καὶ ὅστις εἶνε φιλομαθής, ἂς ζητήσῃ νὰ μάθῃ καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Ὁ πανάγαθος λοιπόν, ἀδελφοί μου, καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶνε ἕνας, καὶ ὅποιος λέγει ὅτι εἶνε πολλοὶ θεοί, εἶνε διάβολος. Εἶνε δὲ καὶ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Εἶνε δὲ ἀκατάληπτος, Κύριος ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος, ὅλος φῶς, ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαγχνία, ὅλος ἀγάπη. Δὲν ἔχομεν κανένα παράδειγμα νὰ παρομοιάσωμεν τὴν Ἁγία Τριάδα, ἐπειδὴ καὶ δὲν εὑρίσκεται ἄλλο εἰς τὸν κόσμον. Μὰ διὰ νὰ λάβη παραμικρὴν βοήθειαν ὁ νοῦς μας, φέρνουν μερικὰ παραδείγματα οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα μᾶς φέρνουν καὶ τὸν ἥλιον. Ὁ ἥλιος ἠξεύρομεν ὅλοι πὼς εἶνε ἕνας, ἕνας εἶνε καὶ ὁ Θεός· καὶ καθὼς ὁ ἥλιος φωτίζει τοῦτον τὸν κόσμον τὸν αἰσθητόν, οὕτω καὶ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, φωτίζει τὸν νοητόν. Εἴπομεν, ἀδελφοί μου, πῶς ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί· ἔχει ἀκτίνας, ὁποὺ ἔρχονται εἰς τὰ ὄμματά μας ὡσὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί· ἔχει καὶ φῶς, ὅπου ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζομεν τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὰς ἀκτίνας τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα. Εἶνε καὶ ἄλλος τρόπος νὰ καταλάβετε τὴν Παναγίαν Τριάδα. Πῶς; Νὰ ἐξομολογηθῆτε καθαρά, νὰ μεταλάβετε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ τότε θὰ σᾶς φωτίση ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ καταλάβετε καλύτερα.

Αὐτὴν τὴν Παναγίαν Τριάδα ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν· αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοὶ εἶνε δαίμονες. Καὶ ὄχι μόνον ἡμεῖς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνοῦμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἀλλὰ ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡσὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, Προφῆται, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ἀσκηταὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα των διὰ τὴν ἀγάπην τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἠγόρασαν τὸν παράδεισον καὶ χαίρονται πάντοτε (19). Ὁμοίως ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἠρνήθησαν τὸν κόσμον, ἐπῆγαν εἰς τὰς ἐρήμους καὶ ἀσκήτευον εἰς ὅλην των τὴν ζωήν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Ἐπίσης ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἔζησαν μέσα εἰς τὸν κόσμον μὲ σωφροσύνην καὶ παρθενίαν, μὲ νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας, μὲ ἔργα καλά, καὶ ἐπέρασαν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.

Ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ

Δὲν εὑρίσκεται τόπος ὁποὺ νὰ λείπη ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν θέλωμεν νὰ κάμωμεν καμμίαν ἁμαρτίαν, νὰ στοχαζώμεθα ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, εἶνε πανταχοῦ παρὼν καὶ μᾶς βλέπει· νὰ ἐντρεπώμεθα τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς Ἁγίους, καὶ μάλιστα τὸν ἄγγελον, τὸν φύλακα τῆς ψυχῆς μας, ὁποὺ μᾶς βλέπει. Ἀπὸ ἕνα μικρὸν παιδίον ἐντρεπόμεθα, ὅταν θὰ κάμωμεν τὴν ἁμαρτίαν, καὶ πῶς νὰ μὴν ἐντρεπώμεθα ἀπὸ τόσους Ἁγίους καὶ Ἀγγέλους;

Ἀγαπᾶτε τὸν Θεόν

Ὁ πανάγαθος καὶ πολυέλεος Θεός, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα· λέγεται καὶ φῶς, καὶ ζωή, καὶ ἀνάστασις. Ὅμως τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε καὶ λέγεται ἀγάπη. Πρέπει ἡμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον, καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δυὸ ἀγάπας· ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶνε νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας· παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴ τὰς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δυὸ πτερούγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν. Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, διότι μας ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην ἐδῶ νὰ κατοικῶμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θάλασσας, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, οὐρανόν, ἥλιον κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμεν, εἰμὴ δι᾿ ἡμᾶς; Τί μᾶς ἐχρεώστει; Τίποτε. Ὅλα χάρισμα· μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους, δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ ὄχι ἀσεβεῖς αἱρετικούς· ἂν καὶ ἁμαρτάνωμεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ περιμένει τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθῶμεν, νὰ διορθωθῶμεν, νὰ μᾶς ἐναγκαλισθῆ, νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε.

Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μας; Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸν οἶκον του καὶ θέλει νὰ σὲ φιλεύσῃ ἕνα ποτήρι κρασί, καὶ πάντοτε εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ τὸν τιμᾶς· καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὁποὺ σοῦ ἐχάρισε τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε διὰ τὴν ἀγάπην σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιά του καμμίαν φοράν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστόν μας; Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν καθ᾿ ἡμέραν μὲ τὰς ἁμαρτίας ὁποὺ κάμνομεν. Ἀμὴ ποίον θέλετε νὰ ἀγαπῶμεν, ἀδελφοί μου; Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν διάβολον, ὁποὺ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ μᾶς ἔφερεν εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον κόσμον καὶ παθαίνομεν τόσα κακά; Καὶ ἔχει προαίρεσιν ὁ διάβολος, ἂν ἠδύνατο αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ μᾶς θανατώσῃ ὅλους καὶ νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν, τὸ ἔκαμνε. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε ποίον πρέπει, νὰ μισοῦμεν τὸν διάβολον, τὸν ἐχθρόν μας, ἢ ν᾿ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, τὸν ποιητήν μας, τὸν πλάστην μας; - Ναί, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. - Πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, νὰ ἔχω τὴν εὐχὴν σας, καὶ ἐγὼ τὸ λέγω, μὰ καὶ ὁ Θεὸς χρειάζεται στρῶμα διὰ νὰ καθίση· ποίον δὲ εἶνε; Ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχωμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ μᾶς χαροποιεῖ, καὶ μᾶς φυτεύει εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνομεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ εὐφραινώμεθα πάντοτε.

Ἀγαπᾶτε τὸν πλησίον

Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν ἔχομεν τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ ἔχομεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ μισοῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας· ἔρχεται ὁ πονηρὸς διάβολος καὶ μᾶς πικραίνει καὶ βάνει τὸν θάνατον εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ κακά, καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καιόμεθα πάντοτε.

Φυσικόν μας εἶνε ν᾿ ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας· διότι εἴμεθα μιᾶς φύσεως, ἔχομεν ἕνα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν ν᾿ ἀπολαύσωμεν. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Διότι ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν του, ἔχει πάντα τὰ ἀγαθά, καὶ ἁμαρτίαν δὲν ὑποφέρει νὰ κάμη· καὶ ὅστις δὲν ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν, ἔχει τὸν διάβολον, καὶ κάμνει πάντα τὰ κακὰ καὶ ὅλας τὰς ἁμαρτίας. Χίλιας χιλιάδας καλὰ νὰ κάμνωμεν, ἀδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὸν Χριστόν μας, καὶ δὲν ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, ἀλλὰ ἔχωμεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁποὺ ἐκάμαμεν εἶνε τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν. Μὰ καλά, λέγετε, ἐκεῖ μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν ὁποὺ ἔχομεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ἔχοντας τόσα καλὰ καμωμένα, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν; Ναί, ἀδελφοί μου, διότι ἐκείνη ἡ ἔχθρα εἶνε φαρμάκι τοῦ διαβόλου· καὶ καθὼς βάνομεν μέσα εἰς ἑκατὸν ὀκάδας ἀλεύρι ὀλίγον προζύμι, καὶ ἔχει τόσην δύναμιν καὶ ἀνακουφίζει ὅσον ζυμάρι καὶ ἂν εἶνε, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἔχθρα· ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁποὺ ἐκάμαμεν, τὰ γυρίζει καὶ τὰ κάμνει φαρμάκι τοῦ διαβόλου (20).

Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Ἔχετε τὴν ἀγάπην ἀνάμεσόν σας; Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ σωθῆτε, κανένα ἄλλο πράγμα νὰ μὴ ζητήσετε ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἀγάπην. Εἶνε ἐδῶ κανένας ἀπὸ τὴν εὐγένιάν σας ὁποὺ νὰ ἔχῃ αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τοὺς ἀδελφούς του; Ἂς σηκωθῆ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάνω καὶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁποὺ νὰ ἔδινεν χιλιάδες φλωρία δὲν τὴν εὕρισκεν. -Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου. -Καλά, παιδί μου, ἔχε τὴν εὐχήν. Πῶς σὲ λέγουν τὸ ὄνομά σου; -Κωστα. -Τί τέχνη κάμνεις; -Πρόβατα φυλάγω. -Τὸ τυρὶ ὅταν τὸ πωλῆς τὸ ζυγιάζεις; -Τὸ ζυγιάζω.

-Ἐσύ, παιδί μου, ἔμαθες νὰ ζυγιάζης τὸ τυρί, καὶ ἐγὼ νὰ ζυγιάζω τὴν ἀγάπην. Τὸ ζύγι ἐντρέπεται τὸν αὐθέντην του; -Ὄχι. -Τώρα νὰ ζυγιάσω καὶ ἐγὼ τὴν ἀγάπην σου, καὶ ἂν εἶνε σωστὴ καὶ δὲν εἶνε ξύγκικη, τότε νὰ σὲ εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Πῶς νὰ σὲ καταλάβω, παιδί μου, πῶς ἀγαπᾶς τοὺς ἀδελφούς σου; Ἐγὼ τώρα ἐδῶ ὁποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω εἰς τὸν κόσμον, λέγω πὼς τὸν κὺρ - Κωστα τὸν ἀγαπῶ ὡσὰ τὰ μάτια μου· μὰ ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύεις· θέλεις νὰ μὲ δοκιμάσῃς πρῶτον, καὶ τότε νὰ μὲ πιστεύσῃς. Ἐγὼ ἔχω ψωμὶ νὰ φάγω, ἐσὺ δὲν ἔχεις· ἀνίσως καὶ σοῦ δώσω κομμάτι καὶ σέ, ὁποὺ δὲν ἔχεις, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ φάγω ὅλο τὸ ψωμὶ καὶ ἐσὺ νὰ πεινᾶς, τί φανερώνω; Πὼς ἡ ἀγάπη ὁποὺ ἔχω εἰς σὲ εἶνε ψεύτικη. Ἔχω δυὸ ποτήρια κρασὶ νὰ πίω, ἐσὺ δὲν ἔχεις· ἀνίσως καὶ δώσω καὶ σὲ ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πίης, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἀνίσως καὶ δὲν σοῦ δώσω, εἶνε κάλπικη ἡ ἀγάπη. Εἶσαι λυπημένος· ἀπέθανεν ἡ μήτηρ σου, ὁ πατήρ σου· ἀνίσως καὶ ἔλθω νὰ σὲ παρηγορήσω, τότε εἶνε ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη μου. Ἀμὴ ἀνίσως σὺ κλαίης καὶ θρηνῆς καὶ ἐγὼ τρώγω, πίνω καὶ χορεύω, ψεύτικη εἶνε ἡ ἀγάπη μου. Τὸ ἀγαπᾶς ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ παιδί; -Τὸ ἀγαπῶ. -Ἂν τὸ ἠγάπας, τοῦ ἔπαιρνες ἕνα ὑποκάμισο ὁποὺ εἶνε γυμνό, νὰ παρακαλῆ καὶ ἐκεῖνο διὰ τὴν ψυχήν σου. Δὲν εἶνε ἔτσι, χριστιανοί μου; Μὲ ψεύτικην ἀγάπην δὲν πηγαίνομεν εἰς τὸν παράδεισον. Τώρα σὰν θέλης νὰ κάμης τὴν ἀγάπην μάλαμα, πάρε καὶ ἔνδυσε τὰ φτωχὰ παιδιά, καὶ τότε νὰ βάλω νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Τὸ κάμνεις τοῦτο; Τὸ κάμνω. Χριστιανοί μου, ὁ Κωστας ἐκατάλαβε, πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχεν ἕως τώρα ἦτο ψεύτικη, καὶ θέλει νὰ τὴν κάμη μάλαμα, νὰ ἐνδύση τὰ πτωχὰ παιδιά. Ἐπειδὴ καὶ τὸν ἐπαιδεύσαμεν, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε διὰ τὸν κὺρ Κωστα τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.

Ἡ θεία Δημιουργία

Τὰ Δέκα Τάγματα τῶν Ἀγγέλων

Ὁ πανάγαθος λοιπὸν καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶνε καὶ λέγετε ἀγάπη· εἶνε καὶ λέγετε Τριάς. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Οἱ Ἄγγελοι εἶνε πνεύματα πύρινα, ἄϋλα, καθὼς εἶνε ἡ ψυχή μας. Τὸ κάθε τάγμα εἶνε ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ποίος ἐπαρακίνησε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔκαμεν; Ἡ εὐσπλαχνία του. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδεφοί μου, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας πατέρα, νὰ εἴμεθα εὔσπλαχνοι, νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ εὐφραίνωνται, καὶ τότε νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν πατέρα: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...». Εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἄσπλαχνοι, σκηροκάρδιοι καὶ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ φαρμακεύονται καὶ βάνομεν τὸν θάνατον εἰς τὴν καρδίαν των, δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας πατέρα, ἀλλὰ τὸν διάβολον, διότι ὁ διάβολος θέλει νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ φαρμακεύωνται, καὶ ὄχι ὁ Θεός.

Καὶ ἔτσι, ἀδελφοί μου, τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ προείπομεν, ἔπεσεν εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ ἐζήτησε νὰ δοξασθῆ ἴσα μὲ τὸν Θεόν. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἦτο ἄγγελος φωτεινὸς καὶ λαμπρότατος, ἔγινε διάβολος σκοτεινότατος, καὶ πολέμιος τῶν ἀνθρώπων· καὶ ἔχει νὰ καίεται πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ὅταν ἀκούωμεν διάβολον, αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἦτο πρῶτος ἄγγελος· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπερηφανεύωνται, νὰ φονεύουν, νὰ κλέπτουν· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἐμβαίνει μέσα εἰς ἀποθαμένον ἄνθρωπον καὶ φαίνεται ὡς ζωντανὸς καὶ τὸν λέγομεν βρυκόλακα· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἐμβαίνει καὶ μέσα εἰς ζωντανὸν ἄνθρωπον καὶ παίρνει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τινὸς Ἁγίου, τρέχων ἄνω καὶ κάτω ὡσὰν δαιμονισμένος καὶ λέγει ὅτι κάμνει θαύματα· αὐτὸς εἶνε ὁ διάβολος ὁποὺ ἐμβαίνει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ σεληνιάζεται καὶ δαιμονίζεται. Καὶ ἂς εἶνε δεδοξασμένος ὁ Θεὸς ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε τρία ἄρματα μὲ τὰ ὁποῖα νὰ τὸν πολεμῶμεν. Ἀνίσως καὶ εἶνε ἐδῶ τίνας ἀπὸ σᾶς καὶ δαιμονίζεται, καὶ θέλη νὰ μάθῃ τὰ ἰατρικά, εὔκολον εἶνε· ἐξομολόγησις, νηστεία καὶ προσευχή. Ὅσον ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, νηστεύει καὶ προσεύχεται, τόσον κατακαίεται καὶ φεύγει ὁ διάβολος.

Ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔγιναν δαίμονες, τὰ ἄλλα ἐννέα τάγματα ἐταπεινώθησαν καὶ ἔπεσον καὶ προσεκύνησαν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ ἐστάθησαν εἰς τὸν τόπον τῶν νὰ χαίρωνται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχαζώμεθα τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια· ἐκρήμνισε τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔχει νὰ καίεται εἰς τὴν κόλασιν πάντοτε· καὶ πῶς ἡ ταπείνωσις ἐβάσταξεν τοὺς Ἀγγέλους εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ χαίρωνται πάντοτε εἰς ἐκείνην τὴν δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρέπει ἀκόμη νὰ στοχασθῶμεν πῶς ὁ πανάγαθος Θεὸς μισεῖ τὸν ὑπερήφανον καὶ ἀγαπᾶ τὸν ταπεινόν. Καὶ ὄχι μόνον ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾿ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν. Ἂς φύγωμεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερηφάνειαν, διότι εἶνε ἡ πρώτη θυγατέρα τοῦ διαβόλου, εἶνε δρόμος ποὺ μᾶς πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ταπείνωσιν, διότι εἶνε ἀγγελική, εἶνε δρόμος ὁποὺ μας πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Τὴν ταπείνωσιν ἀγαπᾶτε ἡ τὴν ὑπερηφάνειαν; Ὅστις ἀγαπᾶ τὴν ταπείνωσιν, ἂς σηκωθῆ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ. -Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὴν ταπείνωσιν. -Ἔκβαλε τὰ φορέμετά σου, ἐνδύσου πενιχρὰ φορέματα, καὶ γύριζε εἰς τὴν ἀγοράν. Δὲν τὸ κάμνεις; Ἐντρέπεσαι; Κἀμὲ ἄλλο. Κόψε τὸ μισό σου μουστάκι καὶ ἔβγα εἰς τὸ παζάρι. Μήτε καὶ αὐτὸ τὸ κάμνεις; Δὲν τὸ λέγω δι᾿ ἐσὲ μόνον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι· νὰ μὴ λέγητε ὅτι εἶσθε ταπεινοί. Μὲ βλέπετε καὶ ἐμὲ μὲ αὐτὰ τὰ γένεια; Εἶνε γεμάτα ὑπερηφάνειαν, καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὴν ξερριζώση ἀπὸ τὴν καρδίαν μας (21). Ὁ χριαστιανὸς χρειάζεται δυὸ πτέρυγας διὰ νὰ πετάξη νὰ ὑπάγη εἰς τὸν παράδεισον, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀγάπην.

Ἡ Δημιουργία τοῦ Κόσμου

Ὡσὰν ἐξέπεσεν τὸ πρῶτον τάγμα καὶ ἔγιναναν δαίμονες, τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος οὗτος. Καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἔκαμε τὸν κόσμον εἶνε 7288 χρόνοι. Εἶνε δὲ ὁ κόσμος οὗτος ὡς αὐγό, καὶ καθὼς εἶνε ὁ κρόκος εἰς τὴν μέσην του αὐγοῦ, ἔτσι εἶνε ἡ γῆ ποιημένη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ στέκη χωρὶς νὰ ἐγγίζη εἰς κανὲν ἄλλο μέρος. Καὶ καθὼς εἶνε τὸ ἀσπράδι ὁλόγυρα εἰς τὸν κρόκον, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἀέρας εἰς τὴν γῆν. Καὶ καθὼς εἶνε ὁ φλοιὸς ὁλόγυρα, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ οὐρανὸς ὁλόγυρα ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα εἶνε κολλημένα εἰς τὸν οὐρανόν. Ἡ γῆ εἶνε στρογγυλή, καὶ ὅπου πηγαίνει ὁ ἥλιος, ἐκεῖ γίνεται ἡμέρα, ἡ νύκτα δὲ εἶνε ὁ ἴσκιος τῆς γῆς. Τώρα ἐδῶ ἔχομεν βράδυ, εἰς ἄλλο μέρος εἶνε αὐγή· καὶ καθὼς εἶνε ἄνθρωποι ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι εἶνε καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο ἐνομοθέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ βάφωμεν τὰ αὐγὰ κόκκινα τὴν Λαμπράν. Διότι τὸ αὐγὸ σημαίνει τὸν κόσμον, τὸ δὲ κόκκινον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁποὺ ἔχυσεν εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ ἁγίασεν ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα χιλιάδες φορές, πὼς ἔχυσεν ὁ Χριστὸς τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου· μὰ πάλιν νὰ κλαίωμεν καὶ νὰ θρηνῶμεν, πὼς αἱ ἁμαρτίαι μας ἐσταύρωσαν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστόν μας.

Ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι· καὶ πρώτην ἔκαμε τὴν Κυριακὴν καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του· καὶ τὰς ἄλλας ἓξ τὰς ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς νὰ ἐργαζώμεθα διὰ τὰ ψεύτικα ταῦτα γήϊνα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ σχολάζωμεν καὶ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ ἱστάμεθα μὲ εὐλάβειαν, ν᾿ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τί μᾶς παραγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάμνωμεν; Νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, ὁμοίως καὶ τὰ ροῦχα μας τὰ ἀρκετά, τὸν δὲ ἐπίλοιπον καιρὸν νὰ τὸν ἐξοδεύωμεν διὰ τὴν ψυχήν μας, νὰ τὴν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ τότε πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι. Εἰ δὲ καὶ ζητοῦμεν πῶς νὰ τρώγωμεν, πῶς νὰ πίνωμεν, πῶς νὰ ἁμαρτάνωμεν, πῶς νὰ στολίζωμεν τοῦτο τὸ βρώμικο σῶμα, ὁποὺ αὔριον θὰ τὸ φάνε τὰ σκουλήκια, καὶ ὄχι διὰ τὴν ψυχὴν ὁποὺ εἶνε ἀθάνατος, τότε δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα. Λοιπὸν κάμετε τὸ σῶμα δοῦλον τῆς ψυχῆς, καὶ τότε νὰ λέγεσθε ἄνθρωποι.

Τὴν πρώτην ἡμέραν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε φῶς. Τὴν δευτέραν ἡμέραν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὰ νερά, ὁ ἀέρας κ.λπ. Τὴν τρίτην ἔγιναν τὰ χόρτα καὶ τὰ φυτά. Τὴν τετάρτην ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα. Τὴν πέμπτην ἡ θάλασσα, τὰ ὀψάρια καὶ τὰ πετεινά. Τὴν παρασκευὴν ἐπρόσταξε τὴν γῆν καὶ ἔβγαλεν ὅλα τὰ ζῶα.

Ἡ Δημιουργία τοῦ Ἀνθρώπου

Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦσαν. Ἐπῆρεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν χῶμα καὶ ἔπλασεν ἕνα ἄνδρα ὡσὰν ἡμᾶς, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἐχάρισε ψυχὴν ἀθάνατον. Καὶ καθὼς ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι βάνομεν ἀλεύρι καὶ νερὸ καὶ τὰ ζυμώνομεν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, οὕτω καὶ ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ στοχασθῶμεν τί εἶνε τὸ σῶμα καὶ τί εἶνε ἡ ψυχή. Τὸ σῶμα εἶνε χῶμα καὶ αὔριον θὰ τὸ φάγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἀνάγκη εἶνε ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, ἀνίσως καὶ κάμη καλά. Τοῦτο τὸ σῶμα ὁποὺ βλέπετε, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ φόρεμα τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ εἶνε ἄνθρωπος· ἡ ψυχὴ εἶνε ὁποὺ βλέπει, ἀκούει, ὁμιλεῖ, περιπατεῖ, μανθάνει ἐπιστήμας, δίδει ζωὴν εἰς τὸ σῶμα καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ βρωμήση. Καὶ ἅμα ἔβγη ἡ ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκιάζει τὸ σῶμα. Τὸ κορμὶ ἔχει τὰ ὄμματα, μὰ δὲν βλέπει· ἔχει τὰ ὦτα, μὰ δὲν ἀκούει· ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὅλα ἐνεργοῦνται διὰ τῆς ψυχῆς.

-Τὸν κλαίετε τὸν ἀποθαμένον; -Τὸν κλαίομεν. -Ὡς φαίνεται, σᾶς πονεῖ δι᾿ αὐτόν. Καὶ πόσας ἡμέρας τὸν φυλάγετε; -Δυὸ - τρεῖς ὥρας. -Τόσην ἀγάπην ἔχετε εἰς τὸν ταλαίπωρον; Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες· καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ μὴ τοὺς κλαίετε τοὺς ἀποθαμένους, διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ ἐκείνους. Καὶ αἱ γυναῖκες ὅσες ἔχετε λερωμένες μπόλιες νὰ τὰς ρίψετε.

Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα, ἔλαβεν ὁ πανάγαθος μίαν πλευρὰν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν γυναίκα, καὶ τοῦ τὴν ἔδωκε διὰ σύντροφον. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; -Διὰ κατωτέρας. -Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἶσθε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ αὐτάς· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ; Εἴμεθα ἄνδρες καὶ κάμνομεν χειρότερα. Ἐγὼ βλέπω ἐδῶ ποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω· εἶπα ἕνα λόγον διὰ τὰς γυναῖκας καὶ σκέπτονται νὰ ρίψουν τὰ περιττὰ σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς (22). Βλέπω ὁποὺ τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε. Εἶπα καὶ ἕνα λόγον διὰ τοὺς ἄνδρας· φυσικὸν εἶνε τοῦ ἀνδρὸς ὅταν πηγαίνῃ πενήντα χρονῶν νὰ βγάνη γένεια· καὶ ἐγὼ βλέπω ἐδῶ καὶ εἶνε ἑξήντα καὶ ὀγδοήντα χρονῶν γέροντες, καὶ ἀκόμη ξυρίζονται. Δὲν τὸ ἐντρέπεσθε νὰ ξυρίζεσθε; Δὲν ἤξευρεν ὁ Θεὸς ὁποὺ ἔδωκε τὰ γένεια; Καὶ καθὼς εἶνε ἄπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα νὰ στολίζεται καὶ νὰ βάνη φτιασίδια, ὁμοίως καὶ ἕνας γέρων, ὅταν ξυρίζεται. Τὸ σιτάρι, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί θέλει; Θερισμόν. Ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί φανερώνει; Τὸν θάνατον. Εἶνε κανένας ἐδῶ καὶ θέλει νὰ ἀφήσῃ τὰ γένεια του; Ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ γίνωμεν ἀδελφοί, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι. -Ἐγὼ εἶμαι, διδάσκαλε. -Καλά, ἔχε τὴν εὐχήν μου. Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν δι᾿ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν, νὰ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ διὰ λόγου σας, ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήσω. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε, δι᾿ ὅσους ἀφήσουν τὰ γένεια, τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσαι καὶ ἐλεήσαι αὐτούς. Ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένειά σας συγχώρησιν, καὶ ἄμποτε καὶ σᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός, καθὼς ἀφήκατε τὰ γένεια, νὰ ἀφήσετε καὶ τὰς ἁμαρτίας. Καὶ ἐσεῖς οἱ νέοι νὰ τοὺς τιμᾶτε· καὶ ἂν τύχῃ ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶνε τριάντα χρόνων ὁποὺ ἄφησε τὰ γένειά του, ἔτυχε καὶ ἕνας 50 ἢ 60 ἢ 100 καὶ ξυρίζεται, νὰ βάλῃς ἐκεῖνον ὁποὺ ἄφησε τὰ γένεια παραπάνω νὰ καθήση ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποὺ ξυρίζεται, τόσον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅσον καὶ εἰς τὸ τραπέζι. Δὲν σᾶς λέγω πάλιν ὅτι τὰ γένεια σᾶς πᾶνε εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ τὰ φορέμετά σου νὰ εἶνε ταπεινά, καὶ τὸ φαγί σου καὶ τὸ πιοτό σου, καὶ ὅλη σας ἡ συμπεριφορὰ νὰ εἶνε χριστιανική, διὰ νὰ δίδετε καλὸν παράδειγμα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἄνδρας, ἀδελφοί μου, ἐγέννησε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὴν πλευράν του χωρὶς γυναίκα, καὶ πάλιν ἔγινε γερός. Ἐδανείσθη ἐκείνη τὴν πλευρὰν ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Ἐγεννήθησαν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ δὲν ἐφάνη καμία ἀξία νὰ γεννήση ἄνδρα, νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν ὁποὺ ἐχρεωστοῦσε, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη διὰ τὴν καθαρότητά της καὶ ἐγέννησε τὸν γλυκύτατον Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν ἔμεινε παρθένος, καὶ ἐπλήρωσεν ἐκείνην τὴν πλευράν. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί χαρμόσυνα μυστήρια ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Διὰ τοῦτο νὰ μάθετε ὅλοι σας γράμματα, διὰ νὰ καταλαμβάνετε πῶς περιπατεῖτε. Πρέπει καὶ σύ, ὦ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου ὡσὰν σκλάβα, διότι πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ. Τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾿ ἐσέ, ὅσον καὶ δι᾿ ἐκείνην. Πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεόν, πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστιν, ἕνα βάπτισμα· Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν. Διὰ τοῦτο δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὸ κεφάλι, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ τὸν ἄνδρα. Ὁμοίως πάλιν δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὰ ποδάρια, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ ὁ ἄνδρας τὴ γυναίκα. Ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα Ἀδάμ, τὴν δὲ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕναν παράδεισον εἰς τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε ἀρρώστια, μήτε κανὲν λυπηρόν. Τοὺς ἐστόλισε μὲ τὰ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοὺς ἔβαλε μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται ὡς ἄγγελοι. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας: Ἐγὼ νὰ ὁποὺ σᾶς ἔκαμα ἀνθρώπους λαμπροτέρους ἀπὸ τὸν ἥλιον. Σᾶς ἔβαλα μέσα εἰς τὸν παρέδεισον, νὰ χαίρεσθε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Μὰ διὰ νὰ γνωρίζετε πὼς ἔχετε Θεὸν ποιητὴν καὶ πλάστην σας, σᾶς δίδω μίαν παραγγελίαν· μόνον ἀπὸ μίαν συκὴν νὰ μὴ φάγητε σύκα· μὰ νὰ ἠξεύρητε καὶ αὐτό, πὼς ἀνίσως καὶ παραβῆτε τὴν προσταγήν μου καὶ φάγετε, θὰ ἀποθάνετε. Καὶ ἔτσι τοὺς ἄφησεν ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς ἄγγελοι. Διὰ τοῦτο τοὺς ἐστόλισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ ἡ ἐντροπὴ νὰ τοὺς φυλάγη ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα. Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅσον καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μου, ὅσον ἠμπορεῖτε, νὰ εἶσθε σκεπασμένες μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ φαίνεσθε ὡσὰν μάλαμα.

Ἡ Ἀπολύτρωσις τοῦ Ἀνθρώπου

Ἀπέθανον ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους διὰ μίαν ἁμαρτίαν· ἀμὴ ἡμεῖς ὁποὺ κάμνομεν πολλάς, καὶ μάλιστα ἐγώ, τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν; Ὁ Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος, ἀλλὰ καὶ δίκαιος. Ἔχει ράβδον σιδηράν· καὶ καθὼς ἐπαίδευε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, ἔτσι παιδεύει καὶ ἡμᾶς, ἂν δὲν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὸν παράδεισον. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου, ἡμεῖς; Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι εἰς τοὺς πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους ὅλοι ὅσοι ἀπέθνησκον ἐπήγαινον εἰς τὴν κόλασιν. Εὐσπλαχνίσθη ὁ Κύριος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἦλθε καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος τέλειος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου· Κυριακὴν ἡμέραν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν Ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον· ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐπῆγε εἰς τὴν κόλασιν, ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος του· ἔγινε χαρὰ εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸν ἅδην καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον· φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὸν διάβολον· ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησε ἐκ δεξιῶν του Πατρός, νὰ συμβασιλεύη αἰωνίως, νὰ προσκυνῆται καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ζητήσατε νὰ μάθετε, πῶς σήμερον, αὔριον περιμένομεν τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί· καταλάβατε καὶ μόνοι σᾶς τὸ καλὸν καὶ κάμνετέ το.

Μέσα πρὸς Σωτηρίαν τοῦ Γένους

Πνευματικοὶ Πυρῆνες

Τώρα τί σᾶς φαίνεται εὔλογον νὰ κάμωμεν; Ἔχω δυὸ λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει: Φθάνουν αὐτὰ ὁποὺ εἶπες εἰς τοὺς χριστιανούς, καὶ σήκω πρωΐ πήγαινε καὶ εἰς ἄλλο μέρος νὰ διδάξης. Ὁ ἄλλος μοῦ λέγει: Μὴ πηγαίνεις· κάθισε νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα καὶ αὔριον φεύγεις. Σεῖς τί λέγετε νὰ φύγω ἢ νὰ καθήσω; -Νὰ καθήσῃς, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου, νὰ καθήσω· ἀμὴ εἶνε καλὰ νὰ δουλεύη ἕνας ἄνθρωπος ἕνα ἀμπέλι, ἢ νὰ βόσκη πρόβατα, καὶ νὰ μὴ φάγη ἐκ τοῦ καρποῦ των; Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴ μοῦ δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τί πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τί νὰ τὰ κάμω; Ἐγώ, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ράσο· καὶ τὸ σκαμνὶ ὁποὺ ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει ἐξουσίαν νὰ διδάξη βασιλεῖς, πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπεριπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελὸς καὶ ἀνόητος· ἀμὴ τί εἶνε ἡ πληρωμή μου; Νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε, δέκα, νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ σᾶς προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωὴν (24). Δὲν εἶνε, ἀδελφοί μου, λόγοι ἰδικοί μου ὅσα σᾶς εἶπον, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶνε ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ. Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνεται καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.

Χριστιανικὰ Σχολεῖα

Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν σας νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά; -Δὲν ἔχομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Νὰ μαζευθῆτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλον νὰ μανθάνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά. Διότι ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λπ. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος· ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὸ μοναστήριον (25). Ἂν δὲν ἦτο τὸ σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω;

Περίληψις ὅλης τῆς διδαχῆς

Ἐγὼ ἐδιάβασα καὶ περὶ ἱερέων, καὶ περὶ ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καὶ ἀθέων· τὰ βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τὸ τέλος· νὰ εὐφραίνεσθε ὁποὺ εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καὶ νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος (26). Ἡμεῖς, χριστιανοί μου, τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶνε καιρὸς νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμνωμεν τὰ καλά· διότι ἕως αὔριον δὲν ἠξεύρομεν τί θὰ πάθωμεν. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ ὑπερηφανεῦσθε, νὰ μὴ φονεύετε, νὰ μὴ μοιχεύετε, νὰ μὴ κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴ λέγετε ψεύματα, νὰ μὴ συκοφαντῆτε, νὰ μὴ προδίδετε, νὰ μὴ στολίζετε τὸ σῶμα, διότι θὰ τὸ φάγουν οἱ σκώληκες, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νὰ προσεύχεσθε, νὰ νηστεύετε, νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην, νὰ ἔχετε τὸν θάνατον ἔμπροσθέν σας, πότε νὰ φύγετε ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον, νὰ ὑπάγετε εἰς ἐκεῖνον τὸν αἰώνιον. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου: Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει δέκα δούλους καὶ σφάλλει ἕνας ἐξ αὐτῶν τὸν διώκει καὶ βάνει ἄλλον, οὕτω καὶ ὁ Κύριος, ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα τῶν ἀγγέλων, ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινεν οὗτος ὁ κόσμος, καὶ ἔκαμεν ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὸν τόπον τῶν ἀγγέλων. Ἡμεῖς, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθούς, καὶ μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ συμβουλεύω, πλὴν τολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν Του καὶ τὴν εὐλογίαν Του εἰς αὐτὴν τὴν χῶραν, καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ διέλθετε καὶ ἐδῶ καλὴν καὶ εἰρηνικὴν αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ θάνατον εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, νὰ δοξάζωμεν καὶ προσκυνῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παρακαλῶ σας, ἀδελφοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φοράς: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθῆτε καὶ μεταξύ σας.


ΔΙΔΑΧΗ Β´

Ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως

«Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὁ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγον αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν πέτραν, καὶ φυέν, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα ἐξηράνθη· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν καὶ ἔπνιξαν αὐτό· καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆν καὶ φυὲν ἐποίησεν ὃ μὲν τριάκοντα, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ ἑκατόν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος εἰς τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον: Ἦτο ἕνας γεωργὸς καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἐπῆρε σπόρον καὶ ἐπήγαινε νὰ σπείρη εἰς τοὺς ἀγρούς του. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἔσπερνεν, ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλος εἰς τὴν πέτραν, ἄλλος εἰς τὰς ἀκάνθας καὶ ἄλλος εἰς τὴν καλὴν γῆν. Ἐκεῖνος ὁ σπόρος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδὸν δὲν ἐφύτρωσε, διότι ἡ γῆ ἦτο σκληρὰ καὶ καταπατημένη καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ τὸν ἔφαγον καὶ ἔμεινεν ἡ ὁδὸς ἄκαρπος. Ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν πέτραν, εἶχεν ὀλίγον χῶμα, ἐφύτρωσεν, ἀλλ᾿ εὐθὺς ὁποὺ ἐβγῆκεν ὁ ἥλιος, ὡς μὴ ἔχων ρίζαν ἐξηράνθη καὶ ἔμεινεν ἄκαρπος καὶ αὐτὸς ὁ σπόρος. Ἄλλος ἔπεσεν ἀνάμεσα εἰς τὰ ἀγκάθια, ἐφύτρωσε καὶ αὐτός, ἀλλ᾿ ἐβγῆκαν καὶ τὰ ἀγκάθια καὶ τὸν ἔπνιξαν καὶ αὐτόν. Ἐκεῖνος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν καλὴν γῆν ἐκαρποφόρησε. Π.χ. ἔσπειρεν ἕνα κιλὸν καὶ ἔκαμε ἑκατόν. Ἄλλος ἔπεσεν εἰς κατωτέραν γῆν καὶ ἔκαμεν ἑξήκοντα, ἄλλος εἰς ἔτι κατωτέραν καὶ ἔφερε τριάκοντα.

Ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς

Μοῦ φαίνεται ὅτι ἐκαταλάβατε αὐτὴν τὴν παραβολήν. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐννοήσητε καλύτερα, λέγομεν καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ προσέχετε νὰ ἀκούσητε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα. Λέγεται Θεός, Υἱὸς Θεοῦ, Υἱὸς ἀνθρώπου, σοφία, ζωή, ἀνάστασις καὶ γεωργός. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν οἶκόν Του, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· κατεδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσαρκώθη εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος· ὅλος μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλος πανταχοῦ παρών. Καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ εἶνε ὁ νοῦς του ὅλος εἰς τὴν πόλιν καὶ ὅλος εἰς τὸν οἶκον του, καὶ πάλιν ὅλος ὁ νοῦς του νὰ εἶνε μέσα εἰς τὸ κεφάλι του, ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ εἶνε πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα, καὶ ὁ Θεὸς δὲν δύναται νὰ εἶνε ὅλος εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὅλος εἰς κάθε μέρος; Οὕτως ἐβγῆκεν, ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οἶκόν του καὶ ἐπῆρε σπόρον νὰ σπείρη τὰ χωράφια του, τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Ποίος εἶνε ὁ σπόρος; Τὸ ἅγιον Ἐευαγγέλιον, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Ποία εἶνε ἡ ὁδός; Εἶνε ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ὁποὺ εἶνε σκληρὰ καὶ καταπατημένη ἡ καρδία του ἀπὸ τὰς βιωτικὰς μερίμνας· ἀκούει τὸν λόγον, ἀλλὰ δὲν ἐμβαίνει εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες καὶ παίρνουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ μένει ἄκαρπος ἤγουν χωρὶς ψυχικὴν ὠφέλειαν. Πέτρα εἶνε ἡ καρδία ἐκείνου ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δέχεται μετὰ χαρᾶς, μὰ ἔχει ὀλίγην εὐλάβειαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἅμα τοῦ ἔλθη ὁ πειρασμός, τὸν ἀρνεῖται καὶ πηγαίνει μὲ τὸν διάβολον. Ἄκανθαι εἶνε ἐκεῖνος ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὕστερον ἔρχονται τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὸν πνίγουν, καὶ μένει καὶ αὐτὸς ἄκαρπος. Ἡ καλὴ γῆ εἶνε ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅστις ἔφερεν ἑκατόν, ὁ μεσαῖος ἑξήκοντα καὶ ὁ κατώτερος τριάκοντα.

Μὰ τὸ κεκρυμμένον νόημα τῆς παραβολῆς δὲν τὸ ἐννοήσατε, καὶ πρέπει εἰς ἕκαστον μέρος νὰ εἴπωμεν ἀπὸ ἕνα παράδειγμα.

Παραδείγματα πρὸς κατανόησιν τῆς παραβολῆς

Μανασσής, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἑβραίων

Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας βασιλεὺς τῶν Ἑβραίων λεγόμενος Μανασσής, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐβασάνιζε μὲ πολλὰ παιδευτήρια. Τὸν ἐσυμβούλευαν οἱ προφῆται καὶ διδάσκαλοι νὰ κυβερνᾶ τὸν λαὸν μὲ πραότητα, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἤκουε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, δὲν μετενόησε. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην τί κάμνει; Σηκώνει ἕνα βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ τὸν πολεμεῖ καὶ τὸν παίρνει σκλάβον, καὶ τὸν κλειδώνει μέσα εἰς ἕνα καζάνι διὰ νὰ τὸν κάψη. Τί κάμνει ἐκεῖ ὁ Μανασσής, μέσα εἰς τὸ χάλκωμα; Ἐνεθυμήθη τὰς ἁμαρτίας του, ἔκλαυσε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐλευθερώση καὶ πλέον δὲν ἁμαρτάνει. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην ἤκουσε τὴν μετάνοιάν του, ἐδέχθη τὰ δάκρυά του καὶ ἔστειλεν ἕνα ἄγγελον καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον.Ὕστερον ἐπώλησε τὰ πράγματά του καὶ τὰ ἔδωσεν ἐλεημοσύνην καὶ ὑπῆγε καὶ ἀσκήτευεν εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν μὲ νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχάς, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ εἶνε κανεὶς ἀπὸ σᾶς καὶ εἶνε σκληροκάρδιος ὡσὰν τὸν Μανασσῆ καὶ ἐνθυμηθῆ τὰς ἁμαρτίας του καὶ μετανοήση καὶ κλαύση, ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι δέχεται τὴν μετάνοιάν του καθὼς τοῦ Μανασσῆ.

Πέτρος ὁ Ἀπόστολος

Νὰ εἴπωμεν δὲ καὶ διὰ τὴν πέτραν· ἔχομεν πολλά, ἀλλὰ μόνον ἕνα παράδειγμα θὰ εἴπωμεν, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ ἑσπέρας ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς ὅλα τὰ μέλλοντα, καὶ μάλιστα τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐκάθησε καὶ ἐδίδαξε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε καὶ τοῦτον τὸν λόγον: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ πωλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τριάντα φλωρία, καὶ θὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, θὰ μὲ ὑβρίσουν, θὰ μὲ δείρουν καὶ θὰ μὲ σταυρώσουν. Ὅμως μὴ λυπεῖσθε, διότι ἐγὼ θέλω νὰ σταυρωθῶ, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ νὰ δώσω ζωὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ν᾿ ἀναστηθῶ καὶ νὰ χαροποιήσω ὑμᾶς καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, καὶ νὰ φαρμακώσω τὸν ἅδην καὶ τοὺς Ἑβραίους καὶ μάλιστα τὸν διάβολον. Μάθετε δὲ καὶ τοῦτο, μαθηταί μου, ὅτι τότε θὰ μὲ ἀφήσετε ὅλοι καὶ θὰ φύγετε. Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ λέγει: Κύριε, ὅλοι καὶ ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι ποτέ. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: Καλά, Πέτρε· ὁ καιρὸς θέλει τὸ δείξει. Λέγει ὁ Πέτρος: Ὄχι, Κύριε, μὴ γένοιτο νὰ σὲ ἀρνηθῶ ποτέ. Λέγει τοῦ ὁ Κύριος: Ἐσὺ ὁποὺ λέγεις ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς ἀπόψε· πρὶν λαλήση ὁ πετεινὸς δίς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς τρίς. Διότι καλύτερα ἤξευρεν ὁ Κύριος τὴν καρδίαν τοῦ Πέτρου παρὰ ὁ ἴδιος. Πάλιν λέγει ὁ Πέτρος: Ὄχι, Κύριε· ὅλοι ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: Τὸ σιτάρι ὅταν τὸ πυρώση ὁ ἥλιος, τότε φαίνεται πῶς εἶνε ριζωμένον, ἂν δὲν ξηρανθῆ. Ὁμοίως καὶ κάθε χριστιανός· ὅταν τοῦ ἔλθη πειρασμὸς καὶ δὲν ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν, τότε εἶνε ἀληθὴς χριστιανός.

Ἦλθεν ἡ ὥρα, παρεδόθη ὁ Κύριος θεληματικῶς εἰς τοὺς Ἰουδαίους· εὐθὺς ἔφυγον οἱ ἀπόστολοι, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· ἐπῆραν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὰ παλάτια τοῦ Ἄννα καὶ Καϊάφα καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν ἐξετάζουν πόθεν εἶνε. Ἐπῆγεν ὁ Πέτρος καὶ ἵστατο μακρόθεν διὰ νὰ ἴδη τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔρχεται ἕνας Ἑβραῖος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος: Ὄχι, δὲν τὸν γνωρίζω τί ἄνθρωπος εἶνε. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ὁ Πέτρος; Ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγεν μὲ τὸν διάβολον. Πρωτύτερα ἔστεκε νὰ ἰδῆ τί κάμνουν τοῦ Χριστοῦ· ὕστερον ἐκοίταζε τὴν πόρταν νὰ φύγῃ. Ἔρχεται καὶ ἄλλος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Λέγειν πάλιν ὁ Πέτρος: Δὲν ἠξεύρω τί μοῦ λέγεις. Ὅταν ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὴν πόρταν νὰ φύγῃ, τὸν πιάνει καὶ ἄλλος Ἑβραῖος καὶ τοῦ λέγει: Καὶ σὺ μαθητής του εἶσαι; Λέγει ὁ Πέτρος: Νὰ ἔχω τὸ ἀνάθεμα ἂν τὸν ἠξεύρω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις ἔλεγεν ὅτι χύνει τὸ αἷμα του διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τώρα τὸν ἀρνεῖται; Καὶ καθὼς ἠρνήθη τὸ τρίτον, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλάλησεν ὁ πετεινός, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἀκούσας ὁ Πέτρος τὸν πετεινὸν ἐνεθυμήθη τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐξελθῶν ἔξω ἔκλαυσε μὲ μαῦρα δάκρυα, καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ὅταν ἤκουε τὸν πετεινόν, ἔκλαιεν ἐνθυμούμενος τὴν ἄρνησιν.

Ἐσταυρώθη ὁ Κύριος, ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφανερώθη εἰς τὰς μυροφρους καὶ τὰς λέγει: Ὑπάγετε καὶ εἴπατε εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ εἰς τὸν Πέτρον ὅτι ἀνέστην, καὶ τοὺς περιμένω εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διατὶ ἐξεχώρισε τὸν Πέτρον; διὰ νὰ μάθῃ ὅτι ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του ὁ Κύριος καὶ τὸν ἐσυγχώρησεν. Ἐπῆγαν οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβον τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐπῆγε καὶ ὁ Πέτρος, ἀμὴ ἔστεκε σκυθρωπός. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος; Πέτρε, μὲ ἀγαπᾶς; Καὶ τὸν ἠρώτησε τρεῖς φοράς, εἰς διόρθωσιν τῶν τριῶν ἀρνήσεων, καὶ τὸν ἐπανέφερεν εἰς τὴν πρώτην του ἀξίαν.

Ἔπειτα διῆλθε δύσιν καὶ ἀνατολὴν καὶ ἔκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τὸν συνέλαβεν ἕνας βασιλεὺς τῆς Ῥώμης καὶ τοῦ ἔλεγε ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα. Ὁ δὲ Πέτρος τοῦ λέγει: Δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Ὅθεν τὸν ἐσταύρωσε μὲ τὸ κεφάλι κάτω καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον.

Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

Νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὰ ἀγκάθια. Ἡ ὁσία Μαρία ἀπὸ δώδεκα χρονῶν κορίτσι ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου· ἡμέραν καὶ νύκτα εὑρίσκετο εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἐφώτισεν ὁ ἐλεήμων Θεὸς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ πηγαίνει εἰς τὴν ἔρημον. Ἐκεῖ ἀσκήτευον σαράντα χρόνους, καὶ ἐκαθαρίσθη καὶ ἔγινε σὰν ἄγγελος. Θέλων ὁ Κύριος νὰ τὴν ἀναπαύση ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητὴν Ζωσιμᾶν νὰ τὴν ἐξομολογήση καὶ νὰ τὴν μεταλάβη τὰ Ἄχραντα μυστήρια. Καὶ ὕστερον παρέλαβε τὴν ἁγίαν της ψυχὴν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ σᾶς ὡσὰν τὴν ὁσίαν Μαρίαν, αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ κλαύση καὶ μετανοήση, τώρα ὁποὺ ἔχει καιρόν, καὶ ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι θὰ σωθῆ καθὼς καὶ ἡ ὁσία Μαρία.

Ἁγία Παρασκευή

Νὰ εἰποῦμεν καὶ διὰ τὴν καλὴν γῆν. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της. Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς. Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος. Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν. Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν. Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ.Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰατρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς. Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν. Λέγει του ἡ Ἁγία: Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας. Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας: Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω. Λέγει του ἡ ἁγία: Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου. Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ - τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία της λέγει: Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι. Λέγει της ὁ βασιλεύς: Ραντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει; Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς. Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Αὐτὴ ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.

Ἕνα ζεῦγος Ἁγίων (Ἀνδρόνικος - Ἀθανασία)

Νὰ εἴπωμεν καὶ δι᾿ ἐκεῖνον ὁποὺ ἔφερε τὰ ἑξήκοντα. Εἰς 9 τοῦ Ὀκτωβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον μὲ τὴν σύζυγόν του Ἀθανασίαν. Τοὺς εἶχε χαρίσει ὁ ἅγιος Θεὸς δυὸ παιδία ἀρσενικά, καὶ μίαν ἡμέραν ἀπέθανον καὶ τὰ δυό. Κλαίουσα ἡ Ἀθανασία διὰ τὰ τέκνα της, ἔρχεται ἄγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει: Τὰ τέκνα σου χαίρονται εἰς τὸν παράδεισον καὶ θὰ τὰ ἀπολαύσῃς εἰς τὴν Δευτέρα Παρουσίαν, καὶ μὴ λυπεῖσαι. Καὶ ἔτσι τὴν ἐπαρηγόρησε. Λέγει ἡ Ἀθανασία τοῦ Ἀνδρονίκου: Ἀφέντη, χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐφύλαξαν παρθενίαν εἰς ὅλην των τὴν ζωήν. Ἡμεῖς ὑπανδρευθήκαμεν καὶ ἀπελαύσαμεν τὰ σωματικά. Δὲν γινόμεθα καλόγηροι νὰ κάμωμεν καὶ τὰ ψυχικά, νὰ ὑπάγωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον; Ἀπεκρίθη καὶ ὁ εὐλογημένος Ἀνδρόνικος καὶ τῆς λέγει: Ἂς γίνῃ, ἀδελφή μου, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔζων ὡς ἀδελφοί(33). Ἐμοίρασαν τὴν περιουσίαν των, ἐπῆγαν καὶ οἱ δυὸ εἰς μοναστήριον καὶ ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἔζησαν μὲ νηστείας καὶ σκληραγωγίας καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτοὶ ἔκαμον τὰ ἑξήκοντα, διότι ἔκαμον πρῶτον τὰ σωματικὰ καὶ δεύτερον τὰ ψυχικά. Αὐτοὶ βέβαια εἶνε κατώτεροι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Παρασκευήν. Ἀνίσως καὶ θέλη κανένας ἀπὸ σᾶς νὰ κάμη τὰ ἑξήκοντα, ἂς ἀγωνίζεται ὡσὰν τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον καὶ τὴν ἁγίαν Ἀθανασίαν καὶ σώζεται.

Ὁ πολύτεκνος Ἰωάννης

Πάλιν ἂν δὲν ἠμπορῆτε νὰ κάμετε τὰ ἑξήκοντα, μιμηθῆτε ἐκεῖνον ὁποὺ ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ἱερεύς, τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ὑπανδρευμένος. Εἶχεν εἴκοσι παιδία. Μίαν ἡμέραν ὑπῆγεν ἕνας Δεσπότης εἰς τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ, βλέπει τὰ παιδία καὶ ἐρωτᾶ τίνος εἶνε. Ἰδικά μου, λέγει ὁ παπάς. Τότε λέγει ὁ Δεσπότης: Πόσους χρόνους εἶσαι ὑπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ὁ παπάς. Τότε λέγει ὁ Δεσπότης: Διὰ δεκαοκτὼ χρόνους ἔχεις 20 παιδία; Ἐσὺ πρέπει νὰ καθαιρεθῆς. Λέγει του ὁ παπάς: Νὰ ἐξομολογηθῶ, Δεσπότη μου, καὶ ἂν τὸ εὕρης εὔλογον, ἂς γίνῃ ὁ ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ. Ἤρχισεν ὁ παπὰς καὶ λέγει: Ἐγώ, Δεσπότη μου, ἔμαθα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα δεκαοκτῶ χρονῶν ἀναγνώστης, εἰκοσιπέντε διάκονος καὶ τριάκοντα ἱερεὺς χωρὶς νὰ δώσω κἂν ἕνα ἄσπρο. Κατὰ τοὺς θείους νόμους ὑπανδρεύτηκα. Πρῶτον ἐξωμολογηθήκαμε μὲ τὴν παπαδιά μου, ἐπήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐστεφανωθήκαμεν, ἔπειτα ἐκοινωνήσαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐσμίξαμεν. Καὶ ὡσὰν ἐγκαστρώθη, ἐχωρίσαμεν ἕως ὁποὺ ἐγέννησεν. Ἐσαράντισε, καὶ τότε πάλιν ἐσμίξαμεν, καὶ πάλιν ἐχωρήσαμεν, καὶ μὲ τέτοιον τρόπον ἐκάμαμε εἴκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λέγει ὁ Δεσπότης: Συγχωρημένος καὶ εὐλογημένος νὰ εἶσαι· νὰ κάμης πενήντα καὶ ἑκατὸν τέκνα. Ἔτσι ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης ἔμαθε τὰ τέκνα του γράμματα, τὰ ἐπαίδευσε μὲ νουθεσίας καλάς, καὶ ἐπέρασεν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτὸς ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Θέλεις καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ κάμης τὰ τριάκοντα; Μιμήσου τὸν παπὰ Ἰωάννην τώρα ὁποὺ ἔχεις καιρὸν (34). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐξήγησις τῆς παραβολῆς. Ὁδὸς εἶνε οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶνε διὰ τὴν κόλασιν. Πέτρα εἶνε οἱ ἀσεβεῖς. Καὶ καλὴ γῆ εἶνε οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι σώζονται. Ἀλλὰ πῶς σώζονται; Ὁ καθένας καθὼς ἔπραξεν· ἂν δηλαδὴ ἔκαμε καλά, πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον· ἂν κακά, πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν.


ΔΙΔΑΧΗ Γ´

Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς

Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφᾶς ὅτι ἐν αὐταῖς εὑρίσκετε ζωὴν αἰώνιον. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος Δεσπότης καὶ ποιητῆς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν καὶ πολλήν του ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν τὴν αὐγὴν καὶ τὸν δοξάζομεν. Καὶ ἐδιαβάσαμεν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, καὶ ἐχρίσθημεν εἰς βοήθειάν μας, καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῇ διὰ πρεσβειῶν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, νὰ εὐφραινώμεθα καὶ νὰ δοξάζωμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Τὸν παλαιὸν καιρόν, χριστιανοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν καθαροὶ καὶ ὠμίλουν μὲ τὸν Θεὸν (35)· ὕστερον ὅμως ἐξέπεσον εἰς ἁμαρτίαν καὶ δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ ὁμιλοῦν μὲ τὸν Θεόν. Ἐφώτισε πρῶτον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ἁγίους Προφήτας καὶ μᾶς ἔγραψαν τὴν Ἁγίαν Γραφήν· ἐφώτισε δεύτερον τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους· ἐφώτισε καὶ τρίτον τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ μᾶς ἐξήγησαν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν ποῦ περιπατοῦμεν.

Παραδείγματα ἀρετῆς ἐκ τῶν Γραφῶν

1. ΜΩΥΣΗΣ

Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἐλέγετο Μωϋσῆς. Αὐτὸς ἀπὸ μικρὸν παιδίον ὁποὺ ἦτον, ἔλαβε δυὸ χαρίσματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Ὥστε πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, καὶ αὕτη εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς». Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί λέγει ὁ Χριστός; Ὅτι καθὼς ἐγὼ ὑβρίσθηκα, ἐδάρθηκα, ἐπείνασα, ἐδείψασα, καὶ ἐσταυρώθηκα, καὶ ἔχυσα τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην σας, διὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, ἔτσι πρέπει καὶ ἐσεῖς ν᾿ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς σας, καί, ἂν τύχη καὶ ἀνάγκη, νὰ χύνετε καὶ τὸ αἷμα σας διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ σας. Ἡ τελεία ἀγάπη εἶνε νὰ πωλήσῃς ὅλα σου τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ δώσῃς ἐλεημοσύνην, καὶ σὺ νὰ πωληθῆς σκλάβος, καὶ ὅσα παίρνεις νὰ τὰ δίδης ἐλεημοσύνην. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦτον ἕνας Δεσπότης, τοῦ ἐπῆραν ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του ἑκατὸν σκλάβους, ἐπώλησεν ὅλα του τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἐξεσκλάβωσεν. Ἕνα παιδὶ μιᾶς χήρας ἀπέμεινε σκλαβωμένο. Τί κάμνει ὁ Δεσπότης; Ξυρίζεται καὶ πηγαίνει καὶ παρακαλεῖ τὸν ἀφέντη, ὁποὺ εἶχε τὸ παιδί, νὰ τὸ ἐλευθερώση, καὶ νὰ κρατήσῃ ἐκεῖνον σκλάβον, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Καὶ ἐπερνοῦσε μεγάλην σκληραγωγίαν, ἕως ὁποὺ διὰ τὴν ὑπομονήν του τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε θαύματα. Ὕστερα τὸν ἠλευθέρωσεν ὁ ἀφέντης του καὶ πάλιν ἔγινεν ἀρχιερεύς. Αὐτὴν τὴν ἀγάπην θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς. Εὑρίσκεται κανένας νὰ ἔχῃ αὐτὴν τὴν ἀγάπην; Ὄχι! Μὴ πωλεῖσαι σύ, πώλησον μόνον τὰ πράγματά σου καὶ δός τα ἐλεημοσύνην. Δὲν δύνασαι νὰ τὸ κάμης; Δόσε τὸ ἥμισυ, τὸ τρίτον, ἢ τὸ τέταρτον. Δὲν δύνασαι καὶ τοῦτο; Μὴ παίρνης τὸ ψωμὶ τοῦ ἀδελφοῦ σου, μὴ τὸν κατατρέχης, μὴ τὸν συκοφαντῆς. Πῶς θέλομεν νὰ σωθῶμεν, ἀδελφοί μου; Τὸ ἕνα μας φαίνεται βαρύ, τὸ ἄλλο πικρόν. Ὁ Θεὸς εἶνε εὔσπλαγχνος, ναί! ἀλλ᾿ εἶνε καὶ δίκαιος· ἔχει καὶ ράβδον σιδηρᾶν. Λοιπὸν ἂν θέλωμεν νὰ σωθῶμεν, πρέπει νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.

Ἐνήστευσεν ὁ Μωϋσῆς σαράντα ἡμερόνυκτα καὶ ἔγινεν ὡσὰν ἄγγελος. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς νὰ νηστεύωμεν τὴν Τετάρτην, διότι ἐπωλήθη ὁ Χριστός μας, καὶ τὴν Παρασκευήν, διότι ἐσταυρώθη. Καὶ καθὼς ὁ Μωϋσῆς ἔμαθε γράμματα, ἔτσι πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ μανθάνωμεν, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ γονεῖς, πρέπει νὰ μάθουν τὰ τέκνα σας. Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσε τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡσὰν θηρία; Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε σχολεῖον, διὰ νὰ ἐννοῆτε τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία.

Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην τὸν ἠξίωσε καὶ ἔγινε βασιλεὺς εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐβασίλευσε τεσσαράκοντα χρόνους· τὸν ἠξίωσε καὶ ἔγινε προφήτης. Καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ προφήτης; Νὰ ἠξεύρη τὰ περασμένα καὶ τὰ μέλλοντα. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἀδελφοί μου, ὅταν κάμωμεν καλὰ ἔργα, μᾶς ἀξιώνει καὶ ἡμᾶς, καὶ ὅ,τι τοῦ ζητήσωμεν μὲ πίστιν μᾶς τὸ δίδει. Εἰ δὲ καὶ κάμνομεν κακὰ καὶ δὲν ἔχομεν ἀγάπην καὶ ἔχομεν τὸ μίσος, τότε δὲν ἔχομεν μέρος μὲ τὸν Θεόν, ἀλλὰ μὲ τὸν διάβολον εἰς τὴν κόλασιν νὰ καιώμεθα πάντοτε.

2. ΝΩΕ

Τὸν παλαιὸν καιρόν, ἀδελφοί μου, ὁ μισόκαλος διάβολος ἔβγαλεν ὅλας του τὰς κακίας καὶ παρεκίνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπερηφανεύωνται, νὰ φονεύωνται, νὰ πορνεύουν, νὰ μοιχεύουν, νὰ κάμνουν πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ἔκαμνον μήτε τὰ ἄλογα ζῶα, καὶ τὸ χειρότερον, ἐπροσκυνοῦσαν διὰ Θεὸν τὸν ἥλιον, ἄλλος τὴν σελήνην, ἄλλος τὴν θάλασσαν. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ κάμη κατακλυσμὸν νὰ χαλάση τὸν κόσμον, ἐπρόσταξε τὸν Νῶε νὰ κάμη ἕνα καράβι ἐπάνω εἰς τὴν γῆς, διὰ νὰ τὸν ἐρωτοῦν οἱ ἄνθρωποι, διατὶ τὸ κάμνεις; Νὰ τοὺς λέγη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν περιγελοῦν, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν μέλη. Ἤρχισεν ὁ Νῶε τὸ καράβι. Τὸν ἐρωτοῦσαν οἱ ἄνθρωποι: Διατὶ κάμνεις τὸ καράβι; Ὁ Νῶε τοὺς ἔλεγε: Διότι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον. Ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγον ὅτι εἶνε τρελλός. Τί ἔπαθεν ὁ Θεὸς νὰ χαλάση τὸν κόσμον; Ὁ Νῶε ἐτήραγε τὴν δουλειά του, καὶ εἰς 100 χρόνους ἐτελείωσε τὸ καράβι (36). Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὀκτὼ ἄνθρωποι εὑρέθησαν καλοί· Ὁ Νῶε, ἡ γυναίκα του, τὰ τρία του τέκνα καὶ αἱ τρεῖς του νυφάδες. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ αὐτοὺς τοὺς ὀκτώ, ἐπρόσταξε τὸν Νῶε νὰ πισσώση τὸ καράβι, διὰ νὰ μὴ ἔμβη μέσα βροχή, καὶ νὰ ἐμβάση μέσα ὅλα τὰ ζῶα, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς μέσα μὲ τὴν γυναῖκά του, τὰ παιδιά του, καὶ οἱ νυφάδες του, ἔκλεισε τὸ καράβι. Οἱ ἄνθρωποι ἔξω ἔτρωγον, ἔπινον, ἔκαμνον πραγματείας καὶ ἄλλα διαβολικὰ ἔργα. Τότε ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔπιπτεν ἡ βροχὴ ὡς ποταμὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐφώναζον οἱ ἄνθρωποι: Νῶε, ἄνοιξόν μας νὰ ἔμβωμεν εἰς τὸ καράαβι. Ὁ Νῶε τοὺς ἔλεγε: Ποῦ εἶσθε ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνους ὁποὺ σᾶς ἔλεγον ὅτι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον; Τώρα τί νὰ σᾶς κάμω; Ἐν τῷ ᾅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοιαν! Καὶ τότε ἐπλημμύρισεν ἡ γῆ, καὶ τὸ νερὸ ἐσκέπασεν ὅλα τὰ ὄρη, καὶ ἐπνίγησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς τοῦ Νῶε καὶ τῆς οἰκογενείας του. Καὶ πάλιν ἀπὸ αὐτοὺς ἐγέμισεν ὅλος ὁ τόπος, καθὼς λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον. «Ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», ἤγουν: Καθὼς εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Νῶε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπίστευον, ἀλλὰ τὸν περιγέλων, ἕως ὅτου ἦλθεν ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ κατακλυσμός, καὶ ἔπνιξεν ὅλον τὸν κόσμον, ὁμοίως καὶ τώρα, χριστιανοί μου, εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ πιστεύωσιν οἱ ἄνθρωποι καθὼς καὶ τότε. Τὰ λόγια ὅπου σᾶς λέγω δὲν εἶνε ἰδικά μου, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅστις θέλει ἂς πιστεύση. Ἐγὼ τὸ χρέος μου τὸ ἔκαμα. Ἔπαθα μίαν ἀπάτην, ἀδελφοί μου· ὅταν ἤμουν νέος ἔλεγα: Ἂς κάμω ἁμαρτίας, καὶ ὅταν γηράσω κάμνω καλὰ καὶ σώζομαι. Τώρα ἐγήρασα καὶ αἱ ἁμαρτίαι ἔκαμον ρίζας καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω κανένα καλόν. Λοιπὸν προσέξετε καὶ σεῖς νὰ μὴ πάθητε τὰ ὅμοια, ἀλλὰ τώρα, ὁποὺ ἔχετε καιρόν, κάμνετε καλὰ διὰ νὰ σωθῆτε.

Ἡ δουλεία τοῦ Γένους

Τριακόσιους χρόνους μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τὸ ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἔφερε τὸν Τοῦρκον καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε διὰ ἰδικόν μας καλόν, καὶ τὸ ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καὶ διατὶ ἔφερεν ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον καὶ δὲν ἔφερεν ἄλλο γένος; Διὰ ἰδικόν μας συμφέρον· διότι τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ μᾶς ἔβλαπτον εἰς τὴν πίστιν, ὁ δὲ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσῃς κάμνεις ὅ,τι θέλεις.

Ὁ Χρυσοῦς Κανὼν

Θέλων ὁ Κύριος νὰ μᾶς φυλάξη ἀπὸ τὴν κατάκρισιν μᾶς ἐχάρισεν ἕνα λόγον, τὸν ὁποῖον ἂν φυλάξωμεν θὰ σωθῶμεν. Ποίος εἶνε ὁ λόγος οὗτος; «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς», δηλαδή: Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμη ἄλλος, μὴ τὸ κάμνεις καὶ σὺ εἰς ἄλλον. Καθὼς δὲν θέλεις νὰ σὲ κλέψουν οἱ ἄλλοι, ἔτσι καὶ σὺ νὰ μὴ κλέπτης, νὰ μὴ φονεύης τοὺς ἄλλους.

Τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ

Τώρα σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε ἀπὸ ἕνα κομβολόγι μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ νὰ τὸ κρατῆτε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι, καὶ μὲ τὸ δεξιὸ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ λέγετε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου (37).Ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἐχάρισε τὸν τίμιον Σταυρὸν μὲ τὸν ὁποῖον νὰ εὐλογῶμεν, καὶ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Μὲ τὸν σταυρὸν νὰ ἀνοίγωμεν τὸν παράδεισον, μὲ τὸν σταυρὸν νὰ διώκωμεν τοὺς δαίμονας· ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ μαρτίας, καὶ τότε κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἢ τρώγετε ἢ πίνετε ἢ δουλεύετε, νὰ μὴ σᾶς λείπη αὐτὸς ὁ λόγος καὶ ὁ σταυρός· καὶ καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε νὰ προσεύχεσθε πάντοτε τὴν αὐγήν, τὸ βράδυ καὶ τὰ μεσάνυκτα.

Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Πρῶτον· ὅπως ἡ Ἁγία Τριὰς δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, οὕτω καὶ σὺ νὰ σμίγης τὰ τρία σου δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός· καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀναβῆς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὴν χείραν σου εἰς τὴν κεφαλήν σου (διότι ἡ κεφαλὴ σημαίνει τὸν οὐρανόν) καὶ λέγεις: Καθὼς οἱ Ἄγγελοι δοξάζουσι τὴν Ἁγία Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγὼ ὡς δοῦλος δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα· καὶ καθὼς τὰ δάκτυλα εἶνε τρία, εἶνε ξεχωριστά, εἶνε καὶ μαζί, ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶνε τρία πρόσωπα, ἀλλ᾿ εἷς Θεός. Κατεβάζων τὸ χέρι σου εἰς τὴν κοιλίαν σου νὰ λέγης: Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις λοιπὸν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλης εἰς τὰ δεξιά σου μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλης εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, ὅτι καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνει τὴν ἀνάστασιν καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω καὶ Σὲ προσκυνῶ, Κύριέ μου, ὅτι ἀνέστης ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς ζωὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ Σταυρός!

Ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ

Νὰ εἴπωμεν καὶ ἕνα παράδειγμα, νὰ ἰδῆτε τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ.

Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς ἀσεβῆς· εἶχε καὶ ἕνα Ἑβραῖο βεζίρην, ὅστις ἔπειτα ἔγινε Τοῦρκος. Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον ἕνας Πατριάρχης, τὸ ὄνομα Ἰωακείμ, ἅγιος ἄνθρωπος καὶ σοφός. Ἀκούων ὁ βασιλεὺς ὅτι ἦτο ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Πατριάρχης, τὸν ἠγάπα πολύ. Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: Κάτι πολλὴν ἀγάπην ἔχεις εἰς τὸν Πατριάρχην. Τοῦ λέγει ὁ βασιλεύς: Ὁ Πατριάρχης εἶνε καλὸς ἄνθρωπος. Τοῦ λέγει ὁ Ἑβραῖος: Κράξε, βασιλεῦ, τὸν Πατριάρχην νὰ ἔλθη νὰ διαλεχθῶμεν μαζί, καὶ νὰ ἰδῆς ὅπου θὰ μείνη ἀναπολόγητος. Ἔκραξεν ὁ βασιλεὺς τοῦ Πατριάρχη νὰ ἔλθη. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Ἐγὼ θέλω, Πατριάρχη, νὰ διαλεχθῶμεν μερικὰ περὶ πίστεως. -Μὲ τὸν ὁρισμόν σου. Ἕτοιμος εἶμαι διὰ τὴν πίστιν μου νὰ χύσω καὶ τὸ αἷμα μου. Καὶ κάμνων ἀρχὴν ὁ Πατριάρχης νὰ φιλονικῆ μὲ τὸν Ἑβραῖον, μὲ ἕναν τρόπον ἐπειδέξιον πάντοτε τὸν ἑνίκα τὸν Ἑβραῖον. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος τοῦ Πατριάρχη:

Διατὶ νὰ φιλονεικῶμεν; Ἀκούω ὁποὺ λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅτι, ὅστις ἔχει πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, μεταφέρει ἕνα βουνὸ ἀπὸ ἕνα μέρος εἰς ἄλλο (38). -Μάλιστα, τοῦ λέγει ὁ Πατριάρχης. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Λοιπόν, ἂν εἶσαι ἄξιος, πρόσταξε καὶ σὺ νὰ γίνῃ, καὶ τότε νὰ πιστεύσω. Τότε ἐζήτησεν ὁ Πατριάρχης τρεῖς ἡμέρας διορίαν, καὶ λέγει τοῦ βασιλέως: Ἕτοιμος εἶμαι διὰ τὸ πρόσταγμα ὁποὺ εἴπομεν. Ἦτο ἐκεῖ ἕνα βουνὸ τρεῖς ὥρας μακράν. Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ Πατριάρχη νὰ σηκώση ἐκεῖνο τὸ βουνό. Τότε πιάνει ὁ Πατριάρχης καὶ θυμιάζει ἐκεῖνο τὸ βουνό, καὶ κάμνει τὸν σταυρόν του τρεῖς φορὰς λέγων καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶτα λέγει: Σὲ προστάζω, ἐσέ, βουνό, νὰ σηκωθῆς νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Εὐθὺς ἀσηκώθη τὸ βουνὸ καὶ ἔγινεν εἰς τρία, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἐκίνησε καὶ ἤρχετο. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Πατριάρχη, βοήθησέ μας, διότι ἐχαθήκαμεν. Καὶ κάμνων δέησιν πάλιν ὁ Πατριάρχης, ἐστάθη τὸ βουνὸ εἰς ἓξ μίλια μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἑβραῖος δὲν ἐπίστευσε καὶ λέγει τοῦ βασιλέως: Ὁ Χριστός, λέγει καὶ ἄλλο· ὅτι ὅποιος ἔχει πίστιν, ἂν πίη θανάσιμον φαρμάκι, δὲν ἀποθνήσει. Λοιπόν, εἰπὲ τοῦ Πατριάρχη νὰ τοῦ κάμω ἕνα φαρμάκι νὰ τὸ πίη, καὶ ἂν δὲν ἀποθάνη, νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἡμεῖς. Νὰ ἠξεύρης καὶ τοῦτο, βασιλεῦ, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὸν σταυρόν· κάμνοντές τον τὰ διαλύουν ὅλα· καὶ τὸ πικρὸ τὸ κάμνουν γλυκό. Κάμνει λοιπὸν ὁ Ἑβραῖος τὸ φαρμάκι ἵνα ἅμα τὸ ἐγγίξη εἰς τὸ στόμα του ὁ Πατριάρχης ἀποθάνη. Τὸ πηγαίνει εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέγει: Πρόσταξε τὸν Πατριάρχην νὰ τὸ πίη καὶ νὰ μὴ κάμη τὸν σταυρόν του. Κράζει ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν προστάζει νὰ πίη τὸ φαρμάκι ὡς ἤθελεν ὁ Ἑβραῖος. Καλά, λέγει ὁ Πατριάρχης· μοῦ ἔδωσες, βασιλεῦ, τοῦτο τὸ ποτήρι, μὰ δὲν μοῦ εἶπες πόθεν νὰ τὸ πίω, καὶ κάμνων τὸ δεξιόν του χέρι ὡς νὰ εὐλογῆ εἰς τύπον, ἐρωτᾶ πόθεν νὰ τὸ πίη, ἐδῶθεν ἢ ἐκεῖθεν, καὶ τὸ σταυρώνει. Ἀμὴ ἐκεῖνος δὲν τὸ ἐκατάλαβε. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Πίε το ὅθεν θέλεις. Καὶ πίνοντάς το ὁ Πατριάρχης ἔμεινεν ὑγιής. Λέγει τότε τοῦ βασιλέως: Ἐγὼ ἔπια ὅλο τὸ φαρμάκι, ὁ δὲ Ἑβραῖος νὰ ξεπλύνη τὸ ποτήρι μὲ ὀλίγο νερὸ καὶ νὰ τὸ πίη. Καὶ ἂν δὲν πάθη τίποτε, νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν πίστιν του. Δὲν ἤθελεν ὁ Ἑβραῖος νὰ τὸ πίη, τὸν ἐβίασεν ὅμως ὁ βασιλεὺς καὶ τὸ ἔπιε, καὶ ὢ τοῦ θαθύματος! ἔσκασεν εὐθὺς καὶ ἀπέθανεν. Ἐκαταλάβατε, ἀδελφοί μου; Ὅστις ἔχει πίστιν εἰς τὸν Χριστόν μας καὶ εἶνε καθαρὸς δὲν παθαίνει κανὲν κακόν.

Μὲ καθαρὰς χείρας τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ

Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε καὶ ἄλλο διὰ τὸν σταυρόν, πῶς δὲν ἐνεργεῖ, ὅταν εἶνε μολυσμένο τὰ χέρι ἀπὸ ἁμαρτίας; Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅστις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπὸν καὶ εὑρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖον καὶ τοῦ λέγει: Εἶσαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κάμω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος: Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ σὲ κάμω. Λέγει του ὁ Ἰουλιανός: Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει: Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆμα ἑλληνικὸ καὶ ρίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες· καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῆς καὶ νὰ μὴ κάμῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν. Ἐπῆγεν ὁ Ἰουλιανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ρίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνοντας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαίμονες. Πηγαίνει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γενόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος: Πήγαινε νὰ σφάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Ἐπῆγε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρδία. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μάγος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν· ἀλλ᾿ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν, διότι ἦτο μολυσμένος ἀπὸ τὸν φόνον. Ἔτσι ἔκαμε τὸ θέλημά του καὶ ἐβασίλευσε δυὸ χρόνους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ εἴμεθα καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ τότε φεύγει ὁ διάβολος.

Τὸ Γένος ἔχει ἀνάγκην Ἀξίων Ἱερέων

Ἤθελα, χριστιανοί μου, νὰ εἶμαι πάντοτε μαζὶ σας, νὰ σᾶς λέγω πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο· μὰ τί νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ εἶνε χιλιάδες χῶρες, ὁποὺ δὲν ἤκουσαν λόγον Θεοῦ ποτὲ καὶ μὲ περιμένουν. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, ἅγιοι ἱερεῖς, καὶ σᾶς παραγγέλλω νὰ φροντίσητε διὰ τοὺς κοσμικοὺς πῶς νὰ σωθῶσι καὶ ἐκεῖνοι καὶ σεῖς. Ὁμοίως πάλιν οἱ κοσμικοὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας· καὶ ἂν τύχη ἕνας ἱερεὺς καὶ ἕνας βασιλεύς, τὸν ἱερέα νὰ προτιμήσῃς· καὶ ἂν τύχη ἕνας ἱερεὺς καὶ ἕνας ἄγγελος, τὸν ἱερέα νὰ προτιμήσῃς, διότι ὁ ἱερεὺς εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ὁ δὲ ἱερεὺς ὁποὺ θέλει τὸ καλόν του, νὰ διαβάση τὸν Νόμον, νὰ καταλάβη τὸ χρέος του. Διὰ τοὺς ἁγίους ἱερεῖς δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ τίποτε. Ἐγὼ ἔχω χρέος ὅταν ἀπαντήσω ἱερέα νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Διότι ὅλος ὁ κόσμος νὰ παρακαλέσῃ τὸν Θεὸν δὲν δύνανται νὰ τελειώσουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καὶ ἕνας ἱερεύς, ἔστω καὶ ἁμαρτωλός, δύναται μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ τὰ τελειώση.

Λέγω μόνον ὅτι ὅστις θέλει νὰ γίνῃ ἱερεύς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸς ὡς ἄγγελος· νὰ ἠξεύρῃ γράμματα νὰ ἐξηγῇ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον. Καὶ ὅταν γίνῃ 30 χρονῶν καὶ τὸν παρακαλέσουν οἱ κοσμικοὶ καὶ ὁ Δεσπότης, τότε νὰ γίνεται ἱερεύς, χωρὶς νὰ δώσῃ χρήματα. Καὶ νὰ κατοικῆ πλησίον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅποιαν ὥραν τὸν ζητήσουν οἱ κοσμικοὶ νὰ τὸν εὑρίσκουν. Νὰ στοχάζεται ποῖος εἶνε μαλωμένος μὲ τὴ γυναῖκα του, ποῖος ἀδελφὸς μὲ τὸν ἀδελφόν του, ποῖος γείτονας μὲ τὸν γείτονά του, νὰ τοὺς φέρη εἰς ἀγάπην, καὶ νὰ θυσιάζεται διὰ τὸ ποίμνιόν του. Καὶ ὅταν λειτουργῆ καὶ τελειώνη τὸ Εὐαγγέλιον, νὰ τὸ ἐξηγῆ εἰς τοὺς χριστιανούς, τί παραγγέλλει ὁ Χριστὸς νὰ κάμνουν. Καὶ νὰ στοχάζεται ὅτι οἱ φοῦντες, ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ ἐπιτραχήλι, σημαίνουν τὰς ψυχὰς τῶν χριστιανῶν· καὶ ἂν χαθῆ μία ψυχή, ἔχει νὰ δώσῃ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Καὶ νὰ στοχάζεται ὅτι τὸ φαιλόνι ὁποὺ φορεῖ καὶ δὲν ἔχει μανίκια, φανερώνει πὼς ὁ ἱερεὺς δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ χέρια νὰ ἀνακατώνεται εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ πάντοτε τὸν νοῦν του εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ὅταν μαζεύη τὸ φαιλόνιον καὶ γίνεται ὡσὰν δυὸ πτέρυγες, φανερώνει πὼς ἂν κάμνη καλὰ ἔργα, ὡσὰν ἄγγελος θὰ πετάξη νὰ ὑπάγη εἰς τὸν παράδεισον. Ἂν δὲ εἶνε ἀνάξιος, ἀγράμματος, μολυσμένος μὲ ἁμαρτίας, καὶ δίδη γρόσια, καὶ βάνη μεσίτας νὰ γίνῃ ἱερεύς, τότε μὲ αὐτὰ ἀγοράζει τὴν κόλασιν· καὶ ὅταν λέγη τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ λέγη τόσα ψεύματα, ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν ἱερέα (39).

Φοβερὰ Προφητεία

Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἤθελον νὰ παιδεύσουν κανένα ἄνθρωπον, ἔκανον ὅρκον καὶ ἔλεγον, νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸν βάλῃ μὲ τοὺς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰῶνος. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, εἶνε δύσκολον τὴν σήμερον νὰ σωθοῦν πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, κ.λπ. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω, ἅγιοι ἱερεῖς, τώρα ποὺ ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε, ἵνα σωθῆτε.

Κοινωνικὰ Καθήκοντα

Οἱ προεστοὶ ὁποὺ εἶσθε εἰς χωρία, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε, πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καθὼς καὶ τὰ παιδιά σας, καὶ νὰ ρίχνετε τὰ χρέη κατὰ δύναμιν ἑκάστου, καὶ νὰ μὴ κάμνετε φιλοπροσωπείαν. Ὁμοίως καὶ σεῖς οἱ κατώτεροι νὰ τιμᾶτε τοὺς μεγαλυτέρους σας. Οἱ ἄνδρες ν᾿ ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας σας· καὶ ἂν ἡ γυναίκα σου εἶνε κακὴ καὶ τὴν ὑπομένης καὶ τὴν συμβουλεύης, ἔχεις μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες νὰ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε εἰς τοὺς ἄνδρας, διότι μὲ τὴν ὑπομονὴν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸ καλὸν ἔχετε μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν σας. Καὶ ἂν ἔχῃ καὶ κανένα σφάλμα, νὰ τὸ παραβλέπετε, διότι ὁ ἄνδρας ἔχεις περισσοτέρας φροντίδας ἀπὸ τὴν γυναίκα. Λοιπὸν πρέπει ἀμφότεροι ν᾿ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ὁμοίως καὶ τὰ τέκνα νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ σέβεσθε τοὺς γονεῖς σας, διότι ὅστις δὲν τιμᾶ καὶ δὲν ὑπακούει τοὺς γονεῖς του εἰς τὸ καλόν, κολάζεται.

Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

Πάλιν, ἔτυχεν οἱ γονεῖς σου καὶ ἠρνήθησαν τὸν Χριστὸν καὶ σὲ παρακινοῦν καὶ σὲ νὰ τὸν ἀρνηθῆς; Τότε νὰ μὴν ἀκούσῃς, καὶ ἔχεις μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, καθὼς ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ, ὁποὺ τὸν ἔστειλεν ὁ πατήρ του Θαρά, ὁ εἰδωλολάτρης, νὰ φέρη ἕνα πρόβατον νὰ θυσιάση εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπήγαινεν ὁ Ἀβραὰμ ἐσκέφθη μὲ τὸν νοῦν του, ὅτι τοῦτος ὁ κόσμος, ὁποὺ στέκει πάντοτε καινούργιος, τάχα δὲν ἔχει ἀφέντη; Καὶ διατὶ ὁ πατέρας μου νὰ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, κωφὰ καὶ ἀναίσθητα, καὶ νὰ μὴ προσκυνᾶ τὸν ἀληθῆ Θεὸν ὁποὺ ἐποίησε τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν κ.λπ.; Καὶ εὐθὺς ἤκουσε φωνὴν οὐρανόθεν: Καλὴ εἶνε ἡ γνώμη σου καὶ πήγαινε εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας καὶ κάθησε ἐκεῖ ἕως νὰ σοῦ εἴπω τί νὰ κάμης· διότι ἂν ὑπάγης ὀπίσω εἰς τὸν πατέρα σου νὰ τοῦ εἴπης αὐτὰ ποὺ ἐστοχάσθης, θὰ σὲ θανατώσῃ· ἀλλὰ φεύγα (40). Ἔτσι ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν ἔκαμεν ὁ Θεὸς ὑπέρπλουτον ὡς βασιλέα. Καὶ ηὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸ σπέρμα του καὶ ἔγιναν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶχε καὶ 318 δούλους, τοὺς ὁποίους εἶχεν ὡς ἀδελφούς του. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅστις ἔχει τὸν νοῦν του εἰς τὸν Θεόν, πῶς ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ περνᾶ καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅταν τὰ τέκνα σας θέλουν νὰ γίνουν καλόγηροι, μὴ τὰ ἐμποδίζετε, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι ἀκολουθοῦν τὸν καλὸν δρόμον. Ὅταν ὅμως τὰ βλέπης εἰς τὸν κακὸν δρόμον, νὰ τὰ ἐμποδίζῃς.

Εὐλάβεια εἰς τὴν Παναγίαν Θεοτόκον

Νὰ ἔχετε εὐλάβειαν εἰς ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ περισσότερον εἰς τὴν Δέσποιναν Μαρίαν, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶνε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ Θεοτόκος εἶνε Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἥτις παρακαλεῖ τὸν εὔσπλαχνον Χριστὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τιμῶμεν τὴν Δέσποινάν μας μὲ νηστείας καὶ ἐλεημοσύνας.

Ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωάννης ἐνικήθη καὶ ἔγινε κλέπτης, ἔγινε καὶ καπετάνιος εἰς 100 κλέπτας· ἀλλὰ εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ κάθε πρωΐ καὶ ἑσπέρας ἔλεγε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Θέλων ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸν σώσῃ διὰ τὴν εὐλάβειαν ὁποὺ εἶχεν εἰς τὴν Θεοτόκον, ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητήν, τὸν ὁποῖον ἅμα εἶδον οἱ κλέπται τὸν ἔπιασαν. Τοὺς λέγει ὁ ἀσκητής: Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὲ ὑπάγετε εἰς τὸν καπετάνιον σας, διότι ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ λόγον διὰ τὸ καλόν σας. Τὸν ὑπῆγαν εἰς τὸν καπετάνιον καὶ τοῦ λέγει: Κράξε μου ὅλα τὰ παλληκάρια νὰ ἔλθουν νὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα λόγον. Τοὺς κράζει ὁ καπετάνιος καὶ ἦλθαν. Λέγει ὁ ἀσκητής: Δὲν ἔχεις ἄλλον; Ἔχω, λέγει, ἕνα μάγειρον. Λέγει του ὁ ἀσκητής: Κράξε τον νὰ ἔλθῃ. Καὶ ἅμα ἦλθε, δὲν ἠδύνατο νὰ ἰδῆ τὸν ἀσκητὴν ὁ μάγειρος, ἀλλ᾿ ἐγύριζε τὸ πρόσωπόν του εἰς ἄλλο μέρος. Τότε λέγει ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸν μάγειρον: Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ προστάζω νὰ μὲ εἰπῆς ποῖος εἶσαι καὶ τὶς σὲ ἔστειλε καὶ τί κάμνεις ἐδῶ ποὺ κάθεσαι; Ἀπεκρίθη ὁ μάγειρος καὶ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ψεύστης καὶ πάντοτε τὸ ψεῦδος λαλῶ· ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ μὲ ἔδεσες μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἠμπορῶ παρὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν. Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι διάβολος, καὶ μὲ ἔστειλεν ὁ μεγαλύτερός μου νὰ δουλεύω τοῦτον τὸν καπετάνιον καὶ νὰ τὸν φυλάγω νὰ τὸν εὑρὼ καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, νὰ τὸν βάλω εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ἔχω τώρα 14 χρόνους ὁποὺ τὸν φυλάγω, καὶ δὲν εὗρον καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης». Τότε λέγει ὁ ἀσκητής: Σὲ προστάζω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ γίνης ἄφαντος καὶ πλέον νὰ μὴ πειράξης τοὺς χριστιανούς. Καὶ εὐθὺς ἔγινεν ἄφαντος ὁ διάβολος ὡσὰν καπνός. Τότε ἐδίδαξεν ὁ ἀσκητὴς τοὺς κλέπτας καὶ ἄλλοι ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἄλλοι ὑπανδρεύθηκαν καὶ ἔκαμαν καλὰ ἔργα καὶ ἐσώθησαν. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ὅλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ μάθετε τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης», νὰ τὸ λέγετε εἰς τὴν προσευχήν σας. Καὶ ἂν θέλετε, πάρετε τὸ «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία», ὁποὺ ἔχει 70 θαύματα τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σᾶς εἶπα ἕνα διὰ νὰ καταλάβετε.

Πόθος Παρθενίας

Ἦτο μία κόρη ὀνομαζομένη Μαρία. Ὁ πατήρ της ἦτο χριστιανὸς καὶ ἐζήτει νὰ τὴν ὑπανδρεύση· ἐκείνη δὲν ἤθελε, θέλουσα νὰ φυλάξῃ παρθενίαν. Τὴν ἔβαλεν εἰς ἕνα μοναστήριον γυναικεῖον καὶ τὴν παρέδωκε τῆς ἡγουμένης νὰ τὴν ἔχῃ ὡς παιδί της. Καὶ ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ πατήρ της, ἔγινεν ἄλλος ἀφέντης εἰς τὴν χῶραν ἐκείνην, ὅστις ἐβγῆκε μίαν ἡμέραν καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ μοναστήριον ὁποὺ ἦτο ἡ Μαρία. Καὶ εὐθὺς ὁποὺ τὴν εἶδεν ὁ ἀφέντης, ἐτρώθη ἡ καρδιά του ἔρωτα σατανικόν· καὶ γυρίζοντας σπίτι του ἔστειλε γράμματα εἰς τὴν ἡγουμένην καὶ τῆς ἔλεγε: Ἀμέσω νὰ μοῦ στείλης τὴν Μαρίαν, διότι τὴν εἶδον καὶ μὲ εἶδε, μὲ ἠγάπησε καὶ τὴν ἠγάπησα. Διαβάζει τὸ γράμμα ἡ ἡγουμένη, κράζει τὴν Μαρίαν καὶ τῆς λέγει: Παιδί μου, τί καλὸν εἶδες εἰς πασὰν καὶ τὸν ἐκοίταξες μὲ ἀγάπην; Κοίταξε τί μοῦ γράφει ἐδῶ! Λέγει ἡ Μαρία: Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω τίποτε· τὸν ἐκοίταξα μὲ ἄλλον σκοπὸν καὶ εἶπα: Ἄρα, Θεέ μου, ταύτην τὴν δόξαν ὁποὺ ἔχει ἐδῶ τοῦτος ὁ πασάς, θὰ τὴν ἔχῃ καὶ εἰς ἄλλον κόσμον; Καὶ αὐτὸς μ᾿ ἐκοίταξε μὲ διαβολικὸν σκοπόν. Ἐγὼ ἂν ἤθελα ὑπανδρείαν, μὲ ὑπάνδρευε καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ἔπαιρνα χριστιανόν. Τότε γράφει ἡ ἡγουμένη εἰς τὸν πασάν: Καλύτερα σοῦ στέλνω τὸ κεφάλι μου, παρὰ τὴν Μαρίαν. Στέλλει πάλιν ὁ πασᾶς καὶ λέγει τῆς ἡγουμένης: Ἢ νὰ μοῦ στείλης τὴν Μαρίαν, ἢἡ ἔρχομαι καὶ τὴν παίρνω μόνος μου καὶ καίω τὸ μοναστήρι. Τὸ ἤκουσεν ἡ Μαρία καὶ λέγει τῆς ἡγουμένης: Ὅταν ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι, στεῖλε τους εἰς τὸ κελλί μου καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίνομαι. Ἦλθον οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὸ κελλίον τῆς Μαρίας, καὶ τοὺς ἠρώτησε τί θέλουν. Τῆς εἶπον ἐκεῖνοι: Μᾶς ἔστειλεν ὁ πασᾶς νὰ σὲ πάρωμεν, διότι εἶδε τὰ μάτια σου καὶ τὰ ὠρέχθηκε. Τοὺς εἶπε νὰ περιμείνουν νὰ ὑπάγη εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τότε παίρνει ἕνα μαχαίρι καὶ ἕνα πιάτο, καὶ πηγαίνει εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐμπρὸς καὶ λέγει: Κύριέ μου, μοῦ ἔδωκες τὰ μάτια τὰ αἰσθητὰ διὰ νὰ πηγαίνω εἰς τὸν καλὸν δρόμον, καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω μὲ τὸ θέλημά μου εἰς τὸν κακὸν δὲν εἶνε πρέπον. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ θὰ μοῦ βγάλουν τὰ νοητά, ἰδοὺ ὁποὺ τὰ βγάνω διὰ τὴν ἀγάπην σου, διὰ νὰ φύγω ἀπὸ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ εὐθὺς βάζει τὸ μαχαίρι μέσα εἰς τὸ μάτι της καὶ τὸ βγάνει εἰς τὸ πιάτο. Ἐπῆγεν ἐμπρὸς καὶ εἰς τὴν Παναγίαν καὶ βγάζει καὶ τὸ ἄλλο της μάτι καὶ τὰ βάνει μαζί. Τότε τὰ στέλλει τοῦ πασᾶ· καὶ ἀφοῦ τὰ εἶδεν ὁ πασάς, ἐγύρισεν εὐθὺς ὁ σατανικὸς ἔρως εἰς κατάνυξιν· καὶ σηκώνεται εὐθὺς καὶ πηγαίνει εἰς τὸ μοναστήριον, καὶ παρακαλεῖ τὰς καλογραίας νὰ ὑπάγουν νὰ κάμουν δέησιν εἰς τὸν Θεόν, νὰ ἰατρευθῆ ἡ Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα ὅλαι μαζὶ μὲ τὸν πασᾶν καὶ πίπτουσαι κατὰ γῆς παρεκάλουν τὸν Κύριον καὶ τὴν Θεοτόκον νὰ δώσῃ τὸ φῶς τῆς Μαρίας. Ἐφάνη ἡ Θεοτόκος τότε ὡς ἀστραπὴ εἰς τὴν Μαρίαν καὶ τῆς λέγει: Χαῖρε, Μαρία! Ἐπειδὴ ἐπροτίμησες νὰ βγάλης τὰ μάτια σου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἰδικήν μου, ἰδοὺ πάλιν ἔχε τὰ μάτια σου καὶ πλέον πειρασμὸς νὰ μὴ σοῦ συμβῆ. Βλέποντας δὲ τὸ θαῦμα οἱ παρόντες ἐχάρησαν πολὺ καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν. Ἔπειτα ὁ πασᾶς ἀφιέρωσε πολὺ χρυσίον εἰς τὸ μοναστήρι καὶ ἐπῆρε συγχώρησιν ἀπὸ τὰς καλογραίας καὶ ἀνεχώρησε καὶ ἔκαμε καλὰ καὶ ἐσώθη.

Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ἡ Μαρία μὲ τὴν δύναμιν τῆς Παναγίας; Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τιμῶμεν τὴν Παναγίαν Θεοτόκον μὲ ἔργα καλά.

Ὁ Ἅγιος Τρέμει τὸ Σκάνδαλον

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, ἀνάμεσα εἰς τὰ καλά, τὰ ὁποῖα μας διδάσκει εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, μᾶς λέγει καὶ τοῦτον τὸν λόγον· ὅτι ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον ὁποὺ σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν του καὶ δὲν ζητήσῃ συγχώρησιν προτοῦ νὰ δύση ὁ ἥλιος διότι κολάζεται. Τώρα εἶνε δυνατὸν καὶ ἐγὼ ὁποὺ ἦλθα ἐδῶ νὰ μὴ ἐσκανδάλισα τινὰ ἀπὸ λόγου σας; Λοιπὸν μὲ ἄλλον τρόπον δὲν δυνάμεθα παρὰ μὲ τὸν ἑξῆς (41). Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε ἡ εὐγένειά σας τρεῖς φοράς: Συγχώρησόν μας καὶ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Τώρα, ἂν θέλετε νὰ χαρῆ ὁ Χριστός, νὰ χαρῆ ἡ Παναγία μας Θεοτόκος καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι, νὰ πικρανθῇ ὁ διάβολος, ὁ ἐχθρός μας, τώρα ὁποὺ εἶσθε ἐδῶ μαζευμένοι, νὰ εἰπῆτε μεταξύ σας τρεῖς φοράς: Συγχωρεῖτε μας, ἀδελφοί, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σας.


ΔΙΔΑΧΗ Δ´

Περίληψις τῆς διδαχῆς

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του καὶ πολλὴν ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξίωσε καὶ ἀπόψε καὶ τὸν ἐδοξάσαμεν καὶ ἐτιμήσαμεν καὶ τὴν Δέσποινάν μας Θεοτόκον, καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν της νὰ συγχωρήσῃ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τῆς βασιλείας του, νὰ προσκυνῶμεν καὶ νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ νὰ χαιρώμεθα καὶ εὐφραινώμεθα πάντοτε. Μὲ ἠξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ εἴπαμεν μερικὰ νοήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Παρακινούμενος ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινε τοῦτος ὁ κόσμος καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἡμᾶς· τὸ σῶμα ἀπὸ λάσπην, καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατον. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς Ἄγγελοι. Τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκῆν καρπόν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· καὶ δὲν μετενόησαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον 930 χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ ἀπέθανον, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο 5.500 χρόνους. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος μας καὶ κατελθῶν ἐσαρκώθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίαν, καὶ μᾶς ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδειξε τὴν ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν ποῦ περιπατοῦμεν.

Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ ἐπῆρεν ὁ Κύριος ἄρτον καὶ οἶνον καὶ τὰ εὐλόγησε· καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον σῶμα Του καὶ αἷμα Του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.

Ἕως ἐδῶ ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν εἰς δυὸ λόγους καὶ τὴν ἀφήσαμεν. Τώρα δὲ ἐλπίζοντες εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, νὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἴπωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν.

Προετοιμασία διὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια

1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ (ΣΑΠΡΙΚΙΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ)

Καὶ πρῶτον, πρέπει ἀδελφοί μου, νὰ προσέχετε εἰς ὅλα τὰ νοήματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διότι εἶνε ὅλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος, καὶ περισσότερον ἐδῶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ πρῶτον νὰ στοχασθῶμεν τί ἔκαμεν ὁ Χριστός μας. Δὲν ἐφύλαξε μίσος καὶ ἔχθρα νὰ μὴ μεταλάβη τὸν Ἰούδαν τὸν ἐχθρόν του, ἀλλ᾿ ὅπως ἐμετάλαβε καὶ τοὺς ἕνδεκα μαθητάς, τοὺς φίλους του τοὺς καλούς, ἔτσι καὶ τὸν Ἰούδαν, τὸν ἐχθρόν του.

Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευε πάντοτε, προσηύχετο, ὑπάνδρευε πτωχὰς γυναίκας, ἔκτιζεν ἐκκλησίας, ποτέ του δὲν ἔβλαψεν, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε τὸ δίκαιον. Ἦτο καὶ ἕνας ἄλλος ὀνομαζόμενος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ποτέ του καλὸν δὲν ἔκαμε, μάλιστα ἔκλεπτεν, ἀδικοῦσε τὸν κόσμον, ἐπόρνευεν, ὅλα τὰ κακὰ τὰ εἶχε κάμει. Ἤθελε δὲ νὰ φονεύσῃ καὶ τὸν ἀδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ἡμέραν στέλλει ὁ βασιλεὺς καὶ παίρνει τὸν Σαπρίκιον καὶ τοῦ λέγει: Νὰ ἀρνηθῇς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ. Τὸν ἐβασάνισεν ὁ βασιλεὺς δυνατὰ καὶ ὡσὰν εἶδε πὼς δὲν εἶνε τρόπος νὰ νικήση τὴν γνώμην του, ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώσῃ. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ὁ δήμιος νὰ τὸν ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸ ἔμαθεν ὁ Νικηφόρος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει τοῦ Σαπρικίου: Ἐγώ, ἀδελφέ, σοῦ ἔπταισα· καὶ ἔμαθα ὅτι θὰ σὲ θανατώσουν. Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νὰ μὲ συγχωρήσῃς· σοῦ ἔσφαλα. Πάλιν κύπτει ὁ Νικηφόρος καὶ τὸν παρακαλεῖ, τοῦ φιλεῖ τὰ πόδια. Ἀδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διὰ τὸν Θεόν. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός του δὲν τὸν συγχωρεῖ. Ἔφθασαν καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Τὸν παρεκάλει ὁ Νικηφόρος μετὰ δακρύων, καὶ δὲν τὸν ἐσυγχώρησε. Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Νικηφόρος: Ἰδού, ἀδελφέ, τώρα θὰ σὲ κόψουν· διατί δὲν μὲ συγχωρεῖς; Ἐσὺ θὰ κολασθῇς· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ δὲν σὲ συγχωρῶ ποτέ! Καὶ καθὼς ἐσήκωσεν ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψῃ τὸ κεφάλι, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην, σηκώνει τὴν χάριν του, καὶ ἐρωτᾶ ὁ Σαπρίκιος τὸν στρατιώτην: Διατί θέλεις νὰ μὲ φονεύσῃς; Λέγει του ὁ στρατιώτης: Καὶ δὲν τὸ ἠξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δὲν προσκυνᾶς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Διὰ τοῦτο μὲ βασανίζεις; Ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν καὶ προσκυνῶ τὰ εἴδωλα! Καὶ εὐθὺς λέγοντας τὸν λόγον δὲν τὸν ἐφόνευσεν, ἀλλ᾿ ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγε μὲ τὸν διάβολον. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ ἔστεκαν μὲ ἕνα στέφανον χρυσοῦν, λέγει εἰς τὸν δήμιον: Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν μου. Λέγει τοῦ Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, ἀδελφέ, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σε. Καὶ ἀμέσως ἔκοψεν ὁ στρατιώτης τὸ κεφάλι τοῦ Νικηφόρου καὶ παρέλαβον οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον.

Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωρῶμεν· νὰ τοὺς τρέφωμεν, νὰ τοὺς ποτίζωμεν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τότε νὰ λέγωμεν εἰς τὸν Θεόν: Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσῃς καθὼς καὶ ἐγὼ συγχωρῶ τοὺς ἐχθρούς μου. Εἰ δὲ καὶ δὲν συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ τὸ αἷμά μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν (42).

Κάμνετε ἐδῶ ἀφορισμούς; Νὰ προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας νὰ μὴ κάμνετε, διότι ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ξεχωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ παραδομὸς εἰς τὸν διάβολον, εἰς τὴν κόλασιν. Δι᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀδελφὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν κόλασιν, καὶ σὺ διὰ μικρὸν πράγμα τὸν ἀφορίζεις καὶ τὸν βάνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος εἶσαι; Μὰ καλὰ στοχάσου· ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἐγεννήθης πόσες ἁμαρτίες ἔχεις πράξει μὲ τὸ μάτι ἢ μὲ τὸ αὐτὶ ἢ μὲ τὸ στόμα ἢ μὲ τὸν νοῦν; Ἀναμάρτητος νομίζεις εἶσαι; Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε ἀναμάρτητος, ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί. Ὥστε νὰ μὴ κάμνετε ἀφορισμούς.

Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ἂν θέλετε νὰ σᾶς συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ σᾶς γράψη διὰ τὸν παράδεισον, εἰπέτε καὶ ἡ εὐγένιά σας διὰ τοὺς ἐχθρούς σας τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Αὐτή, ἀδελφοί μου, ἡ συγχώρησις ἔχει δυὸ ἰδιώματα, ἕνα νὰ φωτίζῃ καὶ ἕνα νὰ κατακαίῃ. Ἐγὼ σᾶς εἶπα νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας διὰ ἰδικόν σας καλόν. Ἐσὺ πάλιν ὁποὺ ἀδίκησες τοὺς ἀδελφούς σου καὶ ἤκουσες ὁποὺ εἶπον νὰ σὲ συγχωρήσουν, μὴ χαίρεσαι, ἀλλὰ μάλιστα νὰ κλαῖς, διότι αὐτὴ ἡ συγχώρησίς σου ἔγινε φωτιὰ εἰς τὸ κεφάλι σου, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψης τὸ ἄδικον ὀπίσω. Νὰ κλαύσῃς καὶ νὰ παρακαλέσῃς νὰ σὲ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήσῃ, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήσῃ; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες. Καὶ ἂν ἐξετάσωμεν καλά, πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸ ἕνα τέσσαρα, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τότε νὰ λάβης συγχώρησιν. Ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσῃς; Πήγαινε καὶ πώλησον τὰ πράγματά σου, καὶ ὅσα πάρεις δόσε τα· καὶ καλύτερα νὰ εἶσαι σκλάβος ἐδῶ εἰς τὸ σῶμα πέντε, δέκα χρόνους, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἐδῶ καὶ αὔριον νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι πάντοτε.

Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώσῃ τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς.

2. Η ΚΑΘΑΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

Τὸ πρῶτον μας νόημα εἶνε αὐτό: Ὅσοι ἠδικήθημεν νὰ συγχωρῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας διὰ τὸ ἰδικόν μας καλόν, καὶ ὅσοι ἀδικήσαμεν νὰ δίδωμεν τὰ ἄδικα ὀπίσω. Τὸ δεύτερον εἶνε τοῦτο: Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς θέλωμεν νὰ ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὡσὰν τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους τοὺς καλούς, καὶ νὰ μὴ βλαφθῶμεν ὡσὰν τὸν Ἰούδαν τὸν κακόν, νὰ ἐξομολογούμεθα καθαρὰ καὶ νὰ κοινωνῶμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ τότε νὰ φωτισθῶμεν. Εἰ δὲ καὶ πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίας, καὶ τολμῶμεν νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιὰ καὶ καιόμεθα.

Ποῖος ἠξεύρει, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆ, ὁ ἥλιος φωτεινὸς εἶνε ἢ σκοτεινός; Μοῦ φαίνεται ὅλοι σας τὸ γνωρίζετε, ὅτι εἶνε φωτεινὸς καὶ τὰ πάντα φωτίζει. Εἶνε ὅμως μερικὰ ζῶα ὁποὺ τὰ λέγουν νυχτερίδες, καὶ ἄλλα κουκουβάγιες, καὶ ὅταν βγῆ ὁ ἥλιος θαμβώνονται καὶ σκοτίζονται καὶ δὲν βλέπουν. Ἔτσι εἶνε καὶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· τὸν καλὸν τὸν φωτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν ἄγγελον· ὁμοίως καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν πάλιν τὸν σκοτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν διάβολον. Καθὼς καὶ ἡ φωτιὰ ὅλα τὰ πράγματα δὲν τὰ καίει, μάλιστα τὸ χρυσάφι τὸ λαμπρύνει καὶ τὸ καθαρίζει, καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τὰ καίει. Λοιπὸν ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς μάλαμα νὰ καθαρισθῶμεν, καὶ ὄχι ξύλα νὰ καιώμεθα.

Ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαρὰν μεγάλην καὶ μίαν λύπην μεγάλην. Καὶ χαρὰν μεγάλην ἔλαβα βλέπων τὴν καλήν σας γνώμην καὶ τὴν καλήν σας μετάνοιαν· λύπην ἔλαβα πάλιν στοχαζόμενος τὴν ἀναξιότητά μου, πὼς δὲν ἔχω καιρὸν νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρὸς ἕνα, νὰ μοῦ εἰπῆ καθένας τὰ ἁμαρτήματά του, νὰ τοῦ εἴπω καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ φωτίση ὁ Θεός (42). Θέλω ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, τέκνα μου. Καθὼς ἕνας πατέρας εἶνε ἄρρωστος, πηγαίνει τὸ παιδί του νὰ τὸ παρηγορήση, ἐκεῖνος μὴ δυνάμενος τὸ διώχνει· μὰ πῶς τὸ διώχνει; Μὲ τὴν καρδιὰ καημένη! Θέλει νὰ τὸ παρηγορήση, μὰ δὲν ἠμπορεῖ. Μὰ πάλιν διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῆτε τελείως, σᾶς λέγω τοῦτο: Ἂν θέλετε νὰ ἰατρεύσετε τὴν ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθητε ἕως τώρα, ὅσα ἁμαρτήματα ἐπράξατε, νὰ τὰ πάρω ἐγὼ εἰς τὸν λαιμόν μου· καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Καὶ τί θὰ κάμω; Ἔχω μία καταβόθρα καὶ τὰ ρίχνω μέσα. Ποία εἶνε ἡ καταβόθρα; Εἶνε ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ μας.

Πρώτη τρίχα εἶνε ὅταν θέλετε νὰ ἐξομολογῆσθε, τὸ πρῶτον θεμέλιον εἶνε αὐτὸ ὁποὺ εἴπομεν, νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἐπήρατε τὴν πρώτην τρίχαν.

Δευτέρα τρίχα εἶνε νὰ εὑρίσκετε πνευματικὸν καλόν, γραμματισμένον, ἐνάρετον, νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ ἔχῃς 100 ἁμαρτίας νὰ εἰπῇς τὰς 99 εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ μίαν νὰ μὴ φανερώσῃς, ὅλες σου ἀσυγχώρητες μένουν. Καὶ ὅταν κάμνης τὴν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νὰ ἐντρέπεσαι, καὶ ὅταν ἐξομολογῆσαι, πρέπει νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν ἐντροπήν.

Μιὰ γυναίκα ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητὴς εἶχεν ἕναν ὑποτακτικὸν ἐνάρετον. Λέγει ὁ ἀσκητὴς τοῦ ὑποπτακτικοῦ του: Πήγαινε, νὰ ἐξομολογηθῆ ἡ γυναίκα. Ὁ ὑποτακτικὸς ἐμάκρυνεν ἕως ὁποὺ ἔβλεπε, μὰ δὲν ἤκουεν. Ἐξωμολογήθη ἡ γυναίκα καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικὸς καὶ λέγει: Γέροντα, εἶδα ἕνα παράδοξο θαῦμα. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐξωμολογεῖτο ἡ γυναίκα, ἔβλεπα ὁποὺ ἔβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω καὶ ἐκρεμᾶτο ἕνα μεγάλο· ἔκανε νὰ βγῆ, καὶ πάλιν ἐτραβήχθη ὀπίσω. Λέγει ὁ Γέροντας: Πήγαινε νὰ τὴν κράξης νὰ ἔλθη ὀπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικὸς τὴν εὖρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καὶ τὸ λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτὸς μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοήση τὸ θαῦμα, παρεκάλεσεν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώση ἂν ἡ γυναίκα ἐσώθη ἢ ἐκολάσθη. Καὶ φαίνεται ἔμπροσθέν του μία ἀρκούδα μαύρη καὶ τοῦ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ἡ γυναίκα ὁποὺ ἐξωμολογήθηκα, καὶ δὲν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποὺ εἶχα πράξει, καὶ διὰ τοῦτο ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα, καὶ μὲ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίωμαι πάντοτε. Καὶ ἀμέσως ἐξῆλθε μία βρόμα ὡσὰν καπνὸς καὶ ἐχάθη ἀπὸ ἔμπροσθέν του.

Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογῆσθε, νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καθαρά· καὶ πρῶτον νὰ εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: Πνευματικέ μου, θὰ κολασθῶ, διότι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ὡσὰν ἑαυτόν μου (44). Καὶ νὰ εἰπῆς ἐκεῖνα ὁποὺ σὲ τύπτει ἡ συνείδησίς σου· ἢ ἐφόνευσας ἢ ἐπόρνευσας ἢ ὅρκον ἔκαμες ψεύματα ἢ τοὺς γονεῖς σου δὲν ἐτίμησας καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. Ἰδοὺ ἐπῆρες τὴν δευτέραν τρίχα.

Ἡ τρίτη τρίχα εἶνε, ὡσὰν ἐξομολογηθῆς θὰ σὲ ἐρωτήσῃ ὁ πνευματικός: Διατί, παιδί μου, νὰ κάμης αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα; Σὺ νὰ προσέχης νὰ μὴ κατηγορήσῃς ἄλλον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ εἰπῆς: Αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ τὴν κακήν μου προαίρεσιν. Βαρὺ εἶνε νὰ κατηγορήσῃς τὸν ἑαυτόν σου; -Ὄχι. -Λοιπὸν ἐπῆρες τὴν τρίτην τρίχα.

Ἔχομεν καὶ τέταρτην. Ὅταν σου δώσῃ ἄδειαν ὁ πνευματικὸς καὶ ἀναχωρήσῃς, νὰ ἀποφασίσῃς μὲ στερεὰν γνώμην καὶ ἀπόφασιν, καλύτερα νὰ χύσῃς τὸ αἷμα σου, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃς. Τὸ κάμνεις αὐτό; -Μάλιστα. -Ἐπῆρες καὶ τὴν τέταρτην τρίχα.

Αὐτὰ τὰ τέσσαρα εἶνε τὰ ἰατρικά σου, καθὼς εἴπομεν. Τὸ πρῶτον εἶνε νὰ συγχωρήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου· τὸ δεύτερον νὰ ἐξομολογῆσαι καθαρά· τὸ τρίτον εἶνε νὰ κατηγορῆτε τὸν ἑαυτόν σας· τὸ τέταρτον νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴ ἁμαρτήσετε πλέον. Καὶ ἂν ἠμπορεῖτε νὰ ἐξομολογῆσθε καθ᾿ ἑκάστην· εἰ καὶ δὲν ἠμπορεῖτε καθ᾿ ἡμέραν, ἂς εἶνε μίαν φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ μία φορὰ τὸν μήνα ἢ ὀλιγώτερον τέσσαρας φορὰς τὸν χρόνον. Καὶ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ εἰς τὸν καλὸν δρόμον, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς δίδουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας καὶ ἄλλα, δὲν εἶνε ἰατρικά, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ πέσετε ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὅστις τὰ βάλῃ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰ τὰ τέσσαρα, νὰ ἀποθάνη ἐκείνην τὴν ὥραν, σώνεται· εἰ δὲ χωρὶς αὐτά, χιλιάδες καλὰ νὰ κάμη, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνει.

Ἡ Μνησικακία

Δυὸ ἄνθρωποι, χριστιανοί μου, ἦλθον μίαν φορὰν καὶ ἐξωμολογήθηκαν εἰς ἐμέ, Πέτρος καὶ Παῦλος, καὶ νὰ ἰδῆτε πῶς τοὺς ἐδιώρθωσα, καλὰ ἢ κακά. Ἐγὼ σᾶς φανερώνω τὴν καρδίαν μου. Μοῦ λέγει ὁ Πέτρος: Ἐγώ, πνευματικέ μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ἕως τώρα, ἐνήστευα, ἐπροσευχόμην πάντοτε, ἔκαμνα ἐλεημοσύνας, εἰς τοὺς πτωχούς, ἔκτισα μοναστήρια, ἐκκλησίας καὶ ἄλλα καλὰ ἔκαμα. Τὸν ἐχθρόν μου δὲν τὸν συγχωρῶ. Ἐγὼ τὸν ἀποφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ἔρχεται ὁ Παῦλος καὶ μοῦ λέγει: Ἐγὼ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ποτὲ κανένα καλὸν δὲν ἔκαμα, ἀλλὰ μάλιστα ἔχω κάμει τόσα φονικά, ἐπόρνευσα, ἔκλεψα, ἔκαψα ἐκκλησίας, μοναστήρια· ὅλα τὰ κακὰ τὰ ἔκαμα, μὰ τὸν ἐχθρόν μου τὸν συγχωρῶ. Νὰ ἰδῆτε τί ἔκαμα ἐγὼ εἰς αὐτόν. Εὐθὺς τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν ἐφίλησα· τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη. Καλὰ τοὺς ἐδιώρθωσα ἢ κακά; Φυσικὰ θέλετε νὰ μὲ κατηγορήσετε καὶ νὰ μοῦ εἰπῆτε: Ὁ Πέτρος ὁποὺ ἔκαμε τόσα καλά, καὶ διότι δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρόν του, διὰ τόσον ὀλίγον πράγμα τὸν ἀπεφάσισες διὰ τὴν κόλασιν; Καὶ τὸν Παῦλον ὁποὺ ἔκαμε τόσα κακά, καὶ διότι ἐσυγχώρει τοὺς ἐχθρούς του, τὸν ἐσυγχώρησες καὶ τοῦ ἔδωκες τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη; Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι ἔκαμα. Θέλετε νὰ καταλάβετε μὲ τί ὁμοιάζει ὁ Πέτρος; Καθὼς μέσα σε 100 ὀκάδας ἀλεύρι βάνεις ὀλίγον προζύμι καὶ ἔχει τόσην δύναμιν τὸ προζύμι ἐκεῖνο, νὰ γυρίση καὶ τὰς 100 ὀκάδας τὸ ζυμάρι καὶ νὰ τὸ κουφίζη ὅλο, ἔτσι εἶνε καὶ ὅλα τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Πέτρος· μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν, ὁποὺ δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρό του, τὰ ἐγύρισε καὶ τὰ ἔκαμε φαρμάκι τοῦ διαβόλου, καὶ ἔτσι τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ὁ Παῦλος πάλιν μὲ τί ὁμοιάζει; Εἶνε ἕνας σωρὸς λιανόξυλα καὶ βάνεις ἕνα μικρὸ κερὶ ἀναμμένον καὶ καίει ὅλον τὸν σωρὸν ἐκείνη ἡ ὀλίγη φλόγα. Ἔτσι εἶνε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Παύλου, ὡσὰν τὸν σωρὸν τὰ λιανόξυλα· καὶ ἡ συγχώρησις ὁποὺ ἔκαμε τοῦ ἐχθροῦ του εἶνε ὡσὰν τὸ κερί, ὁποὺ ἔκαψε ὅλα τὰ λιανόξυλα, ἤγουν τὰς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὸν παράδεισον.

Ἡ Νηστεία τῶν Ὀρθοδόξων

Παρεδόθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὰς χεῖρας τῶν παρανόμων Ἑβραίων· ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον· Τὴν Μεγάλην Τετάρτην ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ἐσταυρώθη. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ νηστεύωμεν πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Τετάρτην, διότι ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Παρασκευήν, διότι ἐσταυρώθη. Ὁμοίως ἔχομεν χρέος νὰ νηστεύωμεν καὶ τὰς Τεσσαρακοστάς, καθὼς ἐφώτισεν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνομοθέτησαν νὰ νηστεύωμεν, διὰ νὰ νεκρώνωμεν τὰ πάθη καὶ νὰ ταπεινώνωμεν τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα μὲ τὰ ὀλίγα ζῶμεν μὲ εὐκολίαν.Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ 100 δράμια ἄρτου· ἐκεῖνα τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός, διότι εἶνε ἀναγκαῖα· καὶ ὄχι νὰ τρώγωμεν 110· ἐκεῖνα τὰ 10 τὰ καταρᾶται, διότι εἶνε χαράμι· εἶνε ἐκείνου ὁποὺ πεινᾶ (45). Φυλάγετε αὐτὰς τὰς τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, πρέπει νὰ τὰς φυλάγετε· μάλιστα τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατεῖτε τὸ τριήμερον ἐδῶ; Τὴν Καθαρὰν Δευτέραν εἶνε καλὸν καὶ ἅγιον ὅποιος τὴν φυλάγει. Ὁ Ἀβραὰμ εἶχε τὸ σπίτι του ἀνοικτὸν πάντοτε, καὶ ὅπου πτωχός, ἐκεῖ ἐκόνευε· καὶ χωρὶς ξένον ἄνθρωπον ὁ Ἀβραὰμ ποτέ του δὲν ἐκάθητο νὰ φάγη ψωμί. Ὁ διάβολος τὸν ἐφθόνησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐμπόδιζε τοὺς διαβάτας νὰ μὴ περνοῦν ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ τὴν καλύβαν. Ἐβγῆκεν εἰς τὸν δρόμον ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε τρεῖς ἡμέρας νηστικός. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεῖς ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἐπῆρε εἰς τὴν καλύβαν του καὶ τοὺς ἐφίλευσεν· ὕστερον ἔγιναν ἄφαντοι ἀπ᾿ ἔμπροσθέν του. Τότε κατάλαβε πὼς ἦτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος (46). Ὅποιος νηστεύει τὸ τριήμερον ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του, καὶ πάλιν δὲν λέγω ἐκεῖνο ὁποὺ δὲν δύναται. Καὶ μίαν ἡμέραν νὰ νηστεύσῃ ὠφελεῖται.

Ἡ Ἔνδοξος Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ ἡ Ἀνάστασις τῶν Νεκρῶν

Θέλων ὁ Κύριος νὰ δείξη τὸ μέγα κακὸν ὁποὺ ἀπετόλμησαν νὰ κάμουν τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, οἱ Ἑβραῖοι, ἐσκότισε τὸν ἥλιον ἀπὸ τὰς ἓξ ὥρας ἕως τὰς ἐννέα (47) εἰς ὅλον τὸν κόσμον· αἱ πέτραι ἐσχίζοντο, ὅλη ἡ γῆ ἔτρεμεν. Ἐτέθη ὁ Κύριος εἰς τὸν τάφον, καὶ εὐθὺς ἀνεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, ὁποὺ ἦσαν χιλιάδες χρόνους ἀποθαμένοι, καὶ ἐκήρυξαν πὼς μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν νεκρῶν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ἀπὸ σήμερον καὶ ὕστερα νὰ μὴ κλαίωμεν τοὺς ἀποθαμένους ὡσὰν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους, ὁποὺ δὲν ἐλπίζουν ἀνάστασιν. Οὗτος ὁ κόσμος, ἀδελφοί μου, εἶνε ὡσὰν μία φυλακή. Πότε πρέπει νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὅταν ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν; Μοὶ φαίνεται, ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ κλαίη καὶ νὰ λυπῆται, καὶ ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ χαίρεται. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ λυπῆσθε διὰ τοὺς ἀποθαμένους, ἀλλὰ ἂν ἀγαπᾶτε τοὺς ἀποθαμένους, κάμνετε ὅ,τι ἠμπορεῖτε διὰ τὴν ψυχήν των· συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας (48). Καὶ ὅσες γυναῖκες φορεῖτε λερωμένα διὰ τοὺς ἀποθαμένους σας, νὰ τὰ βγάλετε· διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τοὺς ἀποθαμένους. Φυσικὸν εἶνε ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθῆ καὶ ν᾿ ἀποθάνη. Ὅταν γεννώμεθα, τότε πρέπει νὰ κλαίωμεν καὶ ὅταν ἀποθνήσκωμεν, νὰ χαιρώμεθα· καὶ μάλιστα νὰ μὴ κλαίετε διὰ τὰ μικρὰν παιδιά, ὁποὺ εἶνε ὡσὰν Ἄγγελοι μέσα εἰς τὸν παράδεισον. Τὸ παιδί σου τοῦ Θεοῦ ἦτο· καὶ ὅταν σοῦ τὸ ἐχάρισε ὁ Θεός, σὲ ἐτίμησε· καὶ τώρα πάλιν ὁποὺ σοῦ τὸ ἐπῆρε, σοῦ ἐτίμησε τὸ παιδί σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σὺ κάθεσαι νὰ κλαῖς εἶνε ἄπρεπον. Ἕνας βασιλεὺς σοῦ γυρεύει τὸ παιδί σου νὰ τὸ κάμη βεζίρη (49) καὶ χαίρεσαι νὰ τοῦ τὸ δώσῃς· πολὺ μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ χαίρεσαι ὁποὺ σὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἐπῆρε καρπὸν ἀπὸ τὴν βρωμισμένην κοιλίαν σου, καὶ σοῦ ἔβαλε τὸ παιδί σου μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σοῦ τὸ φυλάγει νὰ σοῦ τὸ παραδώση εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν νὰ λάμπη περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, διὰ νὰ λάβης τὸν μισθόν σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Εἶνε μερικοὶ ὁποὺ ἔχουν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν των καὶ λέγουν πὼς δὲν εἶνε ἀνάστασις καὶ δὲν εἴδατε καμμίαν φορὰν νὰ ἀναστηθῆ κανένας ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ εἶνε ἐδῶ, προτοῦ νὰ γεννηθοῦν, δὲν ἦσαν ἀποθαμένοι; Καθὼς ἠδυνήθη ὁ Κύριός μας καὶ μᾶς ἀνέστησεν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας, ἔτσι δύναται νὰ μᾶς ἀναστήσῃ καὶ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς γῆς. Ἡ κοιλία τῆς μητρός μας καὶ ὁ τάφος τί διαφέρει; Δὲν βλέπομεν φανερὰ τὴν ἀνάστασιν; Ὅταν κοιμώμεθα δὲν εἴμεθα ἀποθαμένοι; Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος. Καὶ καθὼς τὸ σιτάρι ὁποὺ πίπτει εἰς τὴν γῆν, ἀνίσως καὶ δὲν βρέχη νὰ σαπηθῆ νὰ γίνῃ ὡσὰν χυλός, δὲν φυτρώνει, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ὁποὺ ἀποθνήσκομεν καὶ θαπτόμεθα εἰς τὴν γῆν. Ἀνίσως καὶ δὲν ἐθάπτετο πρῶτον εἰς τὸν τάφον ὁ Χριστός μας, δὲν μᾶς ἐπότιζε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ τὴν ἀνάστασιν. Δὲν βλέπετε φανερὰ τὰ χόρτα πῶς τὰ ἀνασταίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν κατ᾿ ἔτος; (50). Γνῶσιν δὲν ἔχομεν, χριστιανοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τὰ πάντα.Ὅλα μᾶς τὰ ἐχάρισεν ὁ Θεός. Ὅθεν διὰ τὸ παρόν, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ὅλους τοὺς ἀποθαμένους τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς.

Τὸ Μεγαλεῖον τῆς Κυριακῆς Ἡμέρας

Ἐπῆγεν ὁ Κύριος εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἔβγαλε τὸν Ἀδάμ, τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος του. Ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν. Ἐφάνη δώδεκα φορὰς εἰς τοὺς Ἀποστόλους του. Ἔγινε χαρὰν εἰς τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον· φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ Ἑβραῖοι δὲν κατακαίονται ἄλλην ἡμέραν τόσον, ὡσὰν τὴν Κυριακήν, ὁποὺ ἀκούουν τὸν παπά μας νὰ λέγη: «Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν». Διότι ἐκεῖνο ὁποὺ ἐσπούδαζον οἱ Ἑβραῖοι νὰ κάμουν διὰ νὰ ἐξαλείψουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, ἐγύρισεν ἐναντίον τῆς κεφαλῆς των. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήσῃ ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἐργαζώμεθα τὰς ἓξ ἡμέρας διὰ ταῦτα τὰ μάταια, γήϊνα καὶ ψεύτικα πράγματα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ κάμνωμεν ἁμαρτίας· οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν· καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴν γυναῖκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶόν σου ψοφᾶ, ἢ ἄλλον κακόν σου κάμνει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, διὰ νὰ μὴ πάθετε κανένενα κακόν, μήτε ψυχικὸν μήτε σωματικόν, ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τὴν φυλάγετε τὴν Κυριακήν; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, νὰ τὴν φυλάγετε. Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς τί τὸ κάμνετε; Ἄκουσε, παιδί μου· νὰ τὸ σμίγης ὅλο καὶ νὰ τὸ κάμνης ἑπτὰ μερίδια· καὶ τὰ ἓξ μερίδια κράτησέ τα διὰ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τὸ ἄλλο μερίδιον τῆς Κυριακῆς, ἂν θέλης, δῶσε το ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πράγματά σου. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλης νὰ πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακήν, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγεις εἰς τὴν σακκούλα σου, διότι τὴν μαγαρίζει· ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σᾶς φυλάγη ὁ Θεὸς (51).

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς Προφητεύει

Εἰς τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας εὐλόγησεν ὁ Κύριος τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησεν ἐκ δεξιῶν τοῦ προανάρχου Πατρός, νὰ συμβασιλεύσῃ αἰωνίως καὶ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἕνα πράγμα θὰ σᾶς φανερώσω, χριστιανοί μου· τὸ ἠξεύρω πὼς θὰ σᾶς καύσω τὴν καρδία· εἶνε φοβερὸν καὶ λυπηρόν· τρέμει ἡ καρδιά μου νὰ τὸ εἰπῶ, ἀλλὰ τί νὰ κάμω, ὁποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός μας πὼς ἀνίσως καὶ δὲν τὸ φανερώσω, μὲ θανατώνει καὶ μὲ βάνει εἰς τὴν κόλασιν; Μᾶς φανερώνει ἡ θεία Γραφή, τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πὼς εἰς ὄγδοον αἰῶνα θὰ γίνῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ μέλλει νὰ χαλάση τοῦτος ὁ κόσμος.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Ἀντίχριστος

Καὶ θὰ στείλη ὁ Θεὸς τὸν προφήτην Ἠλίαν νὰ διδάξη τοὺς χριστιανοὺς νὰ φυλάγουν τὴν πίστιν των. Ὁ ἀντίχριστος, ἀδελφοί μου, εἶνε ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει κακὴν γνώμην, κακὴν προαίρεσιν, καὶ κατοικεῖ ὁ διάβολος εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ λέγει πὼς εἶνε Θεός· καὶ ὁ ἀντίχριστος θὰ θανατώσῃ τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἐξετάζοντας ἔμαθα καὶ ἐκατάλαβα, πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθε· καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ὁ προφήτης Ἠλίας, χριστιανοί μου, εἶνε ζωντανὸς τόσους χρόνους καὶ ἠξεύρει ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ἔχει φυλαγμένον ἕως τὴν σήμερον. Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε ποὺ εὑρίσκεται, ἐδῶ κοντὰ εἶνε καὶ αὐτός· τὰ λόγια ὁποὺ σᾶς λέγω ἐκείνου εἶνε. Ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἔλθη νὰ διδάξη, δὲν θὰ φανερωθῆ εἰς τὸν κόσμον, καθὼς λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἵνα μὴ ἐλθὼν πατάξῃ τὴν γῆν ἄρδην, ἤτοι, λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διὰ νὰ μὴ φοβίσῃ καὶ ταράξῃ τὸν κόσμον καὶ τὴν γῆν, δὲν θέλω τὸν φανερώσει εἰς σᾶς τοὺς χριστιανούς. Ἀμὴ τί ἔχει, παιδιά μου, νὰ φανερωθῆ; Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ διδασκαλία του. Αὐτὰ τὰ δυό μὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του καὶ μοῦ ἐχάρισε, καὶ μὴ καρτερῆτε ἄλλον Ἠλίαν νὰ σᾶς διδάξη.

Ἀμὴ τί καρτεροῦμεν; Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἴπω! Σήμερον, αὔριον καρτεροῦμεν δίψας, πείνας μεγάλας, ὁποὺ νὰ δίνωμεν χιλιάδας φλωρία καὶ νὰ μὴ εὑρίσκωμεν ὀλίγον ψωμὶ ἢ νερό. Σήμερον, αὔριον περιμένομεν θανατικὰς ἀσθενείας μεγάλας, ὁποὺ νὰ μὴ προφθάνωμεν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάπτωμεν τοὺς ἀποθαμένους. Σεισμὸς παγκόσμιος θὰ γίνῃ, ὅλος ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἕνας κάμπος. Θὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὅλα τὰ σπίτια. Ἡ Θάλασσα θὰ σηκωθῆ ὑψηλὰ δέκα πέντε πήχεις ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα βουνά. Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη θὰ σκοτισθοῦν· ὁ οὐρανὸς ὁποὺ φαίνεται, ἡ γῆ καὶ τὰ πάντα, καὶ ὅλος ὁ κόσμος θὰ χαλάση. Πότε θὰ γίνουν αὐτά; Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: Ἐπλησίασε τώρα κοντά, ἔγγιξε τὸ μαχαίρι εἰς τὸ κόκκαλον. Ἔξαφνα θὰ γίνουν· ἠμποροῦν νὰ γίνουν καὶ ἀπόψε. Τάχα νὰ μὴ εἶνε καὶ τώρα ἡ ἀρχή; Δὲν βλέπετε πῶς ἐχάθησαν τὰ γεννήματά σας καὶ τὰ σπαρτά σας; Ἐστέρεψαν αἱ βρύσες, τὰ ποτάμια· σήμερον μᾶς ὑστερεῖ τὸ ἕνα, αὔριον τὸ ἄλλο, καὶ ἀπὸ ὀλίγον μᾶς τὰ δίδει ὁ Θεός, καὶ ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι δὲν στοχαζόμεθα.

Ψυχὴ καὶ Χριστός

Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλω· κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατεβῆ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε. Τώρα, ἀδελφοί μου, τί σημεῖον καρτεροῦμεν; Δὲν καρτεροῦμεν ἄλλο παρὰ πότε νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἑπτὰ φορὰς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μὲ χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες Ἀγγέλους, μὲ δόξαν θεϊκήν.

Ἡ Μέλλουσα Κρίσις

Καὶ ἔχει ν᾿ ἀναστήσῃ ὁ Κύριος ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ οἱ καλοὶ θὰ εἶνε ὡς Ἄγγελοι, καὶ οἱ κακοὶ ὡσὰν δαίμονες, πρῶτον τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν μας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. Τότε θὰ ἴδουν ἐκείνην τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ μας νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἀμὴ ἐκείνη ἡ πίστις δὲν τοὺς ὠφελεῖ τότε. Τώρα χρειάζεται ἡ πίστις. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι οἱ χριστιανοὶ ὁποὺ πιστεύουν τώρα, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀπίστους. Καλύτερα ἂν μὴ εἶχον γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον (53). Τότε θὰ ξεχωρίση ὁ Κύριος τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, καθὼς ξεχωρίζει ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θὰ βάλῃ τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του, καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά του. Καὶ θὰ εἴπη εἰς τοὺς δικαίους: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους μου πάντοτε, διότι ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ πράγματά μου». Εἰς δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς θὰ εἴπη ὁ Κύριος: «Πηγαίνετε σεῖς κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσθε μαζὶ μὲ τὸν διάβολον, τὸν πατέρα σας, πάντοτε, διότι δὲν ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ προστάγματά μου». Καὶ θὰ ἀνοίξη ὁ Κύριος ἕνα πύρινον ποταμόν, ὡς θάλασσα, νὰ ρίψη ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς, ἀπίστους, αἱρετικούς, ἀθέους καὶ ἁμαρτωλοὺς μέσα, νὰ καίωνται πάντοτε· καὶ θὰ βάλῃ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ δικαίους μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.

Ὁ Ἀμετανόητος Ἁμαρτωλός

Ὅθεν πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Καὶ ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι. Ἀνίσως δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρὸν νὰ μετανοήσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ πράξωμεν τὰ καλά. Ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ· πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον, μεθαύριον καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν. Διότι δὲν ἠξεύρομεν ἕως αὔριον τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι. Πόσον κακὸν πράγμα εἶνε, χριστιανοί μου, νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος εἰς ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ μετανοήση! Στοχασθῆτε!

Τιμωρία τῶν Ἑβραίων

Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ Ἑβραῖοι ἐθανάτωσαν ὅλους τοὺς προφῆτας, ὅλους τοὺς δικαίους διδασκάλους· χιλιάδες φορὲς ἄφησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν διάβολον, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔκαμαν ἕνα μοσχάρι καὶ τὸ ἐπροσκυνοῦσαν διὰ Θεόν, καθὼς τὸ ἔχουν ἕως τὴν σήμερον (54). Καὶ τώρα τὸ αὐτὸ εἶνε νὰ συναναστρέφεσαι καὶ νὰ πραγματεύεσαι, νὰ τρώγης καὶ νὰ πίνης μὲ τὸν διάβολον.Ἐτόλμησαν καὶ ἐσταύρωσαν καὶ τὸν Χριστόν μας. Ὁ Πανάγαθος εἰς ὅλα αὐτὰ τοὺς ἐφύλαγε, τοὺς ἐσκέπαζεν. Ἐκαρτέρησεν ὁ Κύριος ὕστερα ἀπὸ τὴν σταύρωσίν του τριάντα χρόνια νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ δὲν μετενόησαν. Τότε τοὺς κατηράσθη, τοὺς ἀφώρισε, τοὺς ὠργίσθη καὶ ἀφῆκε τὸν διάβολον μέσα εἰς τὴν καρδίαν των, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως σήμερον. Ἐσκοτίσθησαν, ἔφυγον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Σηκώνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ρώμην καὶ πολιορκεῖ τοὺς Ἑβραίους μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες ἔσφαζον τὰ τέκνα των καὶ τὰ ἔτρωγον (55)· Ὁ διάβολος θέλει νὰ τρώγουν οἱ γονεῖς τὰ τέκνα των, καὶ ὄχι ὁ Θεός.

Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος τί κακὸν παθαίνει ὅταν ἁμαρτάνη καὶ τὸν ἐγκαταλείψη ὁ Θεός; Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. Μεγάλην εὐσπλαχνίαν ἔχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἔχει καὶ μεγάλην ὀργήν· καὶ καθὼς ἐπαίδευσε τοὺς Ἑβραίους, παιδεύει καὶ ἡμᾶς, ἀνίσως καὶ δὲν κάμνωμεν καλά.

Βάνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θανατώνει χίλιες ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες Ἑβραίους, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔγινε τὸ αἷμα ὡσὰν θάλασσα. Τριάντα φλωρία ἐπώλησαν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστόν μας, τριάντα εἰς τὸ φλωρὶ ἐπώλησεν ὁ Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Ἑβραίους. Ἐσὺ ἔμαθες καὶ πωλεῖς τὸν Χριστόν, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σὲ πωλήση;

Ἡ κακία τῶν Ἑβραίων

Καὶ τώρα μὴ δυνάμενοι οἱ Ἑβραῖοι νὰ τὸν μετασταυρώσουν τὸν Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευὴν τὸν κάνουν ἀπὸ κερὶ καὶ τὸν σταυρώνουν, καὶ ὕστερα τὸν καίουν· ἢ παίρνουν ἕνα ἀρνὶ καὶ τὸ κτυποῦν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸ σταυρώνουν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκούετε κακίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ διαβόλου; Καθὼς γεννηθῆ τὸ Ἑβραιόπαιδον, ἀντὶ νὰ τὸ μαθαίνουν νὰ προσκυνῇ τὸν Θεόν, οἱ Ἑβραῖοι, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν πατέρα των διάβολον, εὐθὺς ὁποὺ γεννηθῆ, τὸ μαθαίνουν νὰ βλασφημᾷ καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας· καὶ ἐξοδεύουν πενήντα, ἑκατὸν πουγγιὰ νὰ εὕρουν κανένα χριστιανόπουλο νὰ τὸ σφάξουν, νὰ πάρουν τὸ αἷμα του, καὶ μὲ ἐκεῖνο νὰ κοινωνοῦν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ πίνωμεν τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν, καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλει νὰ εὐχώμεθα ὅλον τὸν κόσμον. Ὁ Ἑβραῖος, ὅσον καὶ ἂν εἶνε φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, καὶ βάλε τὸ αὐτί σου νὰ ἀκούσῃς τί σοῦ λέγει. Ἐσὺ τὸν εὔχεσαι καὶ τὸν χαιρετᾶς καὶ ἐκεῖνος σὲ καταρᾶται καὶ σοῦ λέγει, κακὴ ἡμέρα σου, διότι ἡ καλὴ ἡμέρα εἶνε τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ οὔτε νὰ τὴν εἴπῃ ὁ Ἑβραῖος. Κοίταξε εἰς τὸ πρόσωπον ἕνα Ἑβραῖον ὅταν γελᾷ· τὰ δόντια του ἀσπρίζουν, τὸ πρόσωπόν του εἶνε ὡσὰν πανὶ ἀφωρισμένο, διότι ἔχει τὴν κατάραν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ δὲν γελᾶ ἡ καρδία του. Ἔχει τὸν διάβολον μέσα του ὁποὺ δὲν τὸν ἀφήνει. Κοίταξε καὶ ἕνα χριστιανὸν εἰς τὸ πρόσωπον, ἂς εἶνε καὶ ἁμαρτωλός· λάμπει τὸ πρόσωπόν του, χύνει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σφάζει ὁ Ἑβραῖος ἕνα πρόβατον, καὶ τὸ μισὸ τὸ ἐμπροσθινὸν τὸ κρατεῖ διὰ λόγου του, καὶ τὸ πισινὸν τὸ μουντζώνει καὶ τὸ πωλεῖ εἰς τοὺς χριστιανοὺς διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσῃ. Καὶ ἂν σοῦ δώσῃ ὁ Ἑβραῖος κρασὶ ἢ ρακί, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ τὸ μαγαρίσῃ πρῶτον· καὶ ἂν δὲν προφθάση νὰ κατουρήσῃ μέσα, θὰ πτύσῃ. Ὅταν ἀποθάνῃ κανένας Ἑβραῖος, τὸν βάζουν μέσα εἰς ἕνα σκαφίδι μεγάλο καὶ τὸν πλένουν μὲ ρακί, καὶ τοῦ βγάνουν ὅλην του τὴν βρόμα, καὶ ἐκεῖνο τὸ ρακὶ τὸ φτιάνουν μὲ μυριστικά, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανοὺς εὐθηνότερον, διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσουν. Πωλοῦν ψάρια εἰς τὴν πόλιν οἱ Ἑβραῖοι; Ἀνοίγουν τὸ στόμα τοῦ ὀψαρίου καὶ κατουροῦν μέσα, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανούς.

Ὁ Ἑβραῖος μοῦ λέγει πὼς ὁ Χριστός μου εἶνε μπάσταρδος (56), καὶ ἡ Παναγία μου πόρνη. Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον λέγει πὼς τὸ ἔγραψεν ὁ διάβολος. Τώρα ἔχω μάτια νὰ βλέπω τὸν Ἑβραῖον; Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Καὶ ἡ εὐγένειά σας πῶς σᾶς βαστᾶ ἡ καρδία νὰ κάνετε πραγματείας μὲ τοὺς Ἑβραίους; Ἐκεῖνος ὁποὺ συναναστρέφεται μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἀγοράζει καὶ πωλεῖ, τί φανερώνει; Φανερώνει καὶ λέγει, πὼς καλὰ ἔκαμαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς προφήτας καὶ ὅλους τοὺς διδασκάλους καὶ ὅλους τοὺς καλούς. Καλὰ ἔκαμαν καὶ κάμνουν νὰ ὑβρίζουν τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας. Καλὰ κάμνουν καὶ μᾶς μαγαρίζουν καὶ πίνουν τὸ αἷμα μας. Ταῦτα διατὶ σᾶς τὰ εἶπα, χριστιανοί μου; Ὄχι διὰ νὰ φονεύετε τοὺς Ἑβραίους καὶ νὰ τοὺς κατατρέχετε, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς κλαίετε, πῶς ἄφησαν τὸν Θεὸν καὶ ἐπῆγαν μὲ τὸν διάβολον. Σᾶς τὰ εἶπα νὰ μετανοήσωμεν ἡμεῖς τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ μᾶς ὀργισθῇ ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀφήσῃ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὸ πάθωμεν καὶ ἡμεῖς σὰν τοὺς Ἑβραίους καὶ χειρότερα.

Ἡ Ἐργασία μου εἶνε Ἐργασία τοῦ Γένους

Χριστιανοί μου, φθάνουν αὐτά· δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Σᾶς εἶπα καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ ἐφώτισεν ὁ Θεός· ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὰ ἄλλα (57). Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί· καταλάβατε τὸ καλόν σας καὶ κάμετέ το. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου; Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω, ἀμὴ δὲν μὲ συμβουλεύετε καὶ ἡ εὐγενία σας; Ἡ ἐργασία ἡ ἰδική μου, εἶνε καὶ ἰδικὴ σας, εἶνε τῆς πίστεώς μας, τοῦ Γένους μας. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ μὲ εὐχηθῆτε, καὶ νὰ σηκωθῶ νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί μας ὁποὺ μὲ καρτεροῦν. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μοῦ λέγει: Ὄχι, μὴ πηγαίνης, μόνον κάθησε νὰ κάμης καθὼς ἔκαμες καὶ εἰς τὰ ἄλλα χωρία, νὰ τελειώσῃς καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Διότι αὐτὰ ὁποὺ εἴπομεν εἰς τρεῖς λόγους μὲ συντομίαν, ὁμοιάζουν ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος νὰ κτίση μία ἐκκλησίαν χωρὶς σκεπήν. Τὰ ἄλλα ὁποὺ ἔχομεν νὰ εἴπωμεν ὁμοιάζουν ὡσὰν σκεπήν. Ποία εἶνε ἡ σκεπή; Ἐγὼ βλέπω τὸ Γένος μας ὁποὺ ἔπεσεν εἰς πολλὰ κακά· ἔχουν κατάρες, ἀφορισμούς, ἀναθεματισμούς, ὅρκους, βλασφημίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Νὰ καθαρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ νὰ ἁγιασθοῦν τὰ χωρία των καὶ νὰ καθαρισθοῦν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Τὸ δεύτερον παρακινῶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ φτιάσουν σταυροὺς καὶ κομποσχοίνια, καὶ παρακαλῶ τὸν Χριστόν μας καὶ τὰ εὐλογεῖ, διὰ νὰ τὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ φυλακτήρια. Τρίτον εἶνε ὁποὺ κάμνω τοὺς χριστιανοὺς ὅλους καὶ συγχωροῦν ζωντανοὺς καὶ ἀποθαμένους. Ἀλλὰ τώρα μοῦ δίνετε τὴν εὐχήν σας νὰ πηγαίνω, καὶ τὰ ἄλλα τὰ τελειώνετε ἡ εὐγένιά σας; -Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε, σὲ παρακαλοῦμεν νὰ καθήσῃς νὰ μᾶς τελειώσῃς, διότι δὲν ἠξεύρομεν νὰ τὰ κάμωμεν. -Καλά, χριστιανοί μου, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὴν ἰδικήν σας θὰ καθήσω.

Τὸ Ἅγιον Εὐχέλαιον

Εἶνε πολλοὶ παπάδες ἐδῶ; Κάμνετε τὸν κόπον, ἅγιοι ἱερεῖς, νὰ σηκωθῆτε ἐπάνω νὰ ἰδῶ, εἶσθε πολλοί; Ἅγιοι ἱερεῖς, μοῦ κάμνετε μίαν χάριν, νὰ διαβάσωμεν ἕνα ἅγιον Εὐχέλαιον, νὰ χρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ οἱ ἀδελφοί μας; -Ὁρισμός σου, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἔχω φλωρία πολλὰ νὰ σᾶς πληρώσω, μὰ δὲν σᾶς τὰ δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι μὲ πληρωμὴν δὲν ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παναγίου Πνεύματος· διότι ἔτσι λέγει ὁ Χριστός μας: Χάρισμα σᾶς ἔδωσα ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δίδετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς ἀδελφούς σας. Τὸ κάμνετε ἅγιοι ἱερεῖς; -Μάλιστα, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Παρακαλῶ καὶ ἐγὼ τοὺς χριστιανοὺς καὶ σᾶς συγχωροῦν δι᾿ αὐτὸ τὸ χάρισμα. Θέλετε νὰ βάλω τοὺς χριστιανοὺς νὰ σᾶς συγχωρήσουν, ἢ δὲν ἔχετε ἁμαρτίας; Καὶ σᾶς φιλεύω αὔριον ἀπὸ ἕνα βιβλίον, ὄχι διὰ πληρωμήν, ἀλλὰ διὰ μίαν εὐχήν. -Ὁρισμός σου. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε διὰ τοὺς ἁγίους ἱερεῖς, ὁποὺ θὰ σᾶς διαβάσουν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Ἂν θέλετε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Ἅγιε ἐφημέριε, μοῦ χρειάζονται ἀπόψε νὰ ἑτοιμάσῃς εἴκοσι φλετζάνια καὶ δυὸ ὀκάδες λάδι. Χριαλίδια ἔχει τὸ παιδὶ τὸ ἰδικό μου καὶ σοῦ δίδει (58). Καὶ ἂν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εἰς τὰ σπίτια νὰ μαζεύσῃς καμμιὰ διεκαριὰ ὀκάδες λάδι, καὶ βάνεις διὰ τὸ Εὐχέλαιον μία ὀκά, καὶ τὸ ἄλλο τὸ δίνεις τῆς παπαδιᾶς καὶ τὸ τρώγει. Δὲν εἶνε καλὰ ἔτσι; Τὸ κάμνεις; -Τὸ κάμνω, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἂν δὲν τὸ κάμης, αὔριον σὲ κηρύττω ψεύστη καὶ σὲ ἐντροπιάζω. Σηκωθῆτε ἐπάνω δέκα ἐντόπιοι· ἀκούσατε. Οἱ πέντε νὰ κάμετε ἀπόψε δεκαπέντε σακκιά· καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ φέρετε ψωμὶ καὶ τὸ σιτάρι ἀπόψε· καὶ σεῖς οἱ πέντε νὰ σταθῆτε ἐπίτροποι, καὶ νὰ κόψετε τὰ ψωμιὰ καὶ νὰ τὰ βάλετε μέσα στὰ σακκιά, καὶ τὸ σιτάρι. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι πέντε νὰ φέρετε πέντε καζάνια νερὸ ἀπόψε νὰ ξημερωθοῦν ἕτοιμα διὰ νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Χριστὸν αὔριον νὰ τὰ εὐλογήση καὶ νὰ πάρουν οἱ χριστιανοὶ δι᾿ ἁγιασμόν. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου. Καθήσατε νὰ τελειώσωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Προχέτε λοιπόν, παιδιά μου, νὰ μὴ ὑπερηφανεύεσθε.

(Τὰ ἐπίλοιπα εἶνε εἰς τὸ τέλος τῆς Α´ διδαχῆς).


ΔΙΔΑΧΗ Ε´

Ἡ Χριστιανικὴ Μόρφωσις τῆς Νέας Γενεᾶς

Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς κ.λπ., λέγει ὁ προφήτης Μωϋσῆς πεφωτισμένος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν.

Τὸν παλαιὸν καιρόν, χριστιανοί μου, ἐγίνοντο καλοὶ ἄνθρωποι. Μεταξὺ εἰς τοὺς πολλοὺς ἔχομεν καὶ ἕνα ὀνομαζόμενον Μωϋσῆν. Ὁ Μωϋσῆς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μικρὸν παιδίον ἔλαβε δυὸ πράγματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας νὰ ἔχετε, χαράν, δόξαν, ἀγαλλίασιν, πλοῦτον, θησαυρόν· νὰ χαιρώμεθα μὲ αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας πάντοτε. Σαράντα χρόνους ἐσπούδασεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς νὰ μάθῃ τὰ γράμματα, διὰ νὰ καταλάβῃ ποῦ περιπατεῖ. Νὰ σπουδάζετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μανθάνετε γράμματα ὅσον ἠμπορεῖτε. Καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικήν. Καὶ ἂν δὲν σπουδάσῃς τὰ ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβης ἐκεῖνα ὁποὺ ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχῃς ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χῶραν σου, παρὰ νὰ ἔχῃς βρύσες καὶ ποτάμια· καὶ ὡσὰν μάθης τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰς ἐκκλησίας· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια (59).

Σαράντα χρόνους παρεκάλει ὁ Μωϋσῆς τὸν Θεὸν διὰ νὰ ξεσκλαβώση τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Πρέπει καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ παρακαλῆς τὸν Θεὸν ὅσον ἠμπορεῖς διὰ τὸ καλὸν τοῦ ἀδελφοῦ σου· ὄχι, ἀδελφέ μου, νὰ τὸν κλέπτης καὶ νὰ τὸν φονεύης καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὸ κακόν του. Σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἐνήστευσεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, ὡσὰν ὁποὺ ἐκαθαρίσθη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τί καλὰ ποὺ ἔκαμεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, νὰ ἰδῆτε καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς τί μεγάλο καλὸν ὁποὺ τοῦ ἐχάρισε. Τὸν ἐχειροτόνησε βασιλέα καὶ ἐβασίλευσε σαράντα χρόνους· τὸν ἔκαμε καὶ προφήτην εἰς ὅλον τὸν κόσμον, νὰ ἠξεύρη ὅλα τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρελθόντα· τὸν ἔκαμεν ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του ὁ Θεός. Ἔζησεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς ἑκατὸν εἴκοσι ὀκτὼ χρόνους καὶ ἐπέρασε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἔτσι πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ παιδευώμεθα καὶ ἡμεῖς, νὰ πιστεύωμεν ὅσον εἶνε δυνατόν, νὰ καθαριζώμεθα ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν, καὶ νὰ γινώμεθα ὡσὰν Ἄγγελοι. Καὶ ἂν δὲν παιδευώμεθα, ἀδελφοί μου, παρὰ τρώγωμεν καὶ πίνωμεν, καὶ χαιρώμεθα, καὶ χορεύωμεν, δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα ἄλογα.

Οἱ Πρωτόπλαστοι καὶ ἡ Πτῶσις των

Ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἐφώτισε τὸν προφήτην Μωϋσῆν καὶ μᾶς ἔγραψε πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Ἐκεῖνα ὁποὺ εἴπομεν ἐψές, εἶνε ἀπὸ τὸν προφήτην Μωϋσῆν. Εἴπομεν ἐψές, ἀδελφοί μου, πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε ἕνας, ἀκατάληπτος, ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος· πὼς εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· πὼς ἔκαμε δέκα τάγματα Ἀγγέλους πρῶτον· πὼς τὸ ἕνα τάγμα ἔγιναν δαίμονες διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, καὶ τότε ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὸ πρῶτον τάγμα τῶν Ἀγγέλων.

Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα. Καθὼς ζυμώνομεν ἡμεῖς τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ νερὸν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἐπῆρε χῶμα καὶ τὸ ἐζύμωσε καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἔδωσε ψυχὴν ἀγγελικὴν ἀθάνατον. Γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦτο, καὶ ἔβγαλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα μίαν πλευρὰν καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν, διὰ τὴν καθαρότητά της. Παρθένος ἦτο καὶ παρθένος ἔμεινε, καὶ ἔγινε Βασίλισσα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως.

Ἔκαμε δὲ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς Ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνην. Ἔβαλε δὲ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ τοὺς ἐχάρισε καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου, καὶ τοὺς παρήγγειλεν ὁ πανάγαθος Κύριος, διὰ νὰ γνωρίζουν Θεόν, διὰ νὰ γνωρίζουν Ποιητήν, μίαν μικρὰν παραγγελίαν, λέγων εἰς αὐτούς, ὅτι ἀπὸ μίαν συκῆν νὰ μὴ φάγητε σύκα, καὶ ἂν δὲν φυλάξετε τὴν ἐντολήν μου καὶ φάγετε σύκα, ἐγὼ θὰ σᾶς θανατώσω. Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον. Νὰ ἀπέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου· νὰ μὴ κάμνετε ὡσὰν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, νὰ καταφρονῆτε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ (60), διότι, ἀδελφοί μου, ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος ἀλλὰ εἶναι καὶ δίκαιος. Ἔχει καὶ ράβδον σιδηρὰν εἰς τὰς χεῖρας του. Ἐξόχως σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ προσέχετε νὰ μὴ τὸ πάθετε ὡσὰν τὴν Εὔα.

Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· τοὺς ἐξώρισεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἦλθον εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον τόπον. Λέγουσι δὲ πὼς ἔκαμαν τριαντατρία παιδιὰ ἀρσενικά, καὶ εἴκοσι ἑπτὰ θυγατέρας, καὶ ἔζησαν ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους καὶ ὑπῆγον εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο καὶ ἐφλογίζοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνια.

Γάμος καὶ Παιδοποιΐα

Ἕως ἐδῶ τὸ ἐφέραμεν ἐψές. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ἐγεννήθημεν, καὶ ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί. Ὁ διάβολος, ἀδελφοί μου, ὁ μισόκαλος (61) ἐχθρός μας, βλέποντας τὸν κόσμον πῶς πληθαίνει, ἐφθόνησε καὶ ἐβουλήθη εἰς τὴν καρδίαν του νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸν κόσμον καὶ ἔβαλε μίσος εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦν ἀλλήλους καὶ νὰ μὴ ὑπανδρεύωνται καὶ γεννῶσι τέκνα καὶ αὐξάνη ὁ κόσμος. Καὶ ἔριψε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίας, κτηνοβασίας καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποὺ δὲν τὰ ἔκαμνον οὔτε τὰ ἄλογα ζῶα. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς πὼς ὁ μισόκαλος διάβολος ἔβαλε σκοπὸν εἰς τὴν καρδίαν του νὰ τελειώση τὸν κόσμον, παρήγγειλεν ὅτι ὅποιος δὲν κάμνει παιδιὰ νὰ εἶνε κατηραμένος. Καὶ ἀπὸ τότε ὑπανδρεύοντο καὶ ἔπαιρνον γυναίκας. Ἄκουσε καὶ σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ δὲν κάμνεις παιδιά· λοιπὸν ἔχεις κατάρα; Λοιπὸν κακὰ κάμνεις νὰ λυπᾶσαι. Ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ νὰ κόψη ἐκεῖνο τὸ κακὸν τὸ ἔκαμε. Σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ λυπᾶσαι πὼς δὲν κάμνεις παιδιά, γογγύζεις πὼς ἔχεις κατάρα; Δὲν ἔχεις κατάρα.

Ἡ Ἀξία τῆς Παρθενίας

Χιλιάδες, μυριάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ὁποὺ ἐφύλαξαν τὴν παρθενίαν καὶ δὲν ἔκαμον παιδιά. Καὶ ἂν ἔχῃς σὺ τὴν κατάραν, τὴν ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι· τὴν ἔχω καὶ ἐγὼ ὁποὺ εἶμαι καλόγηρος. Καὶ τί σὲ βλάπτει νὰ γεννήσῃς ὅλους τούτους τοὺς ἀνθρώπους τέκνα πνευματικά; Πάρε, ἀδελφέ μου, δυὸ πτωχὰ εἰς τὸ σπίτι σου νὰ τὰ κάμης τέκνα σου πνευματικά, νὰ ἔχῃς μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· νὰ γεννήσῃς τὴν ταπείνωσιν, νηστείαν, προσευχήν, ἐλεημοσύνην, ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, καὶ τότε σώζεσαι. Ἐσὺ πάλιν, ἀδελφέ μου, ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ κλαίης καὶ νὰ λυπᾶσαι, διότι ὅσας ἁμαρτίας κάμνουν τὰ παιδιά σου ἀναφέρονται καὶ εἰς τὴν ψυχήν σου. Μένεις ἀνύπανδρος; Ἕνα χρέος χρωστᾶς. Ὑπανδρεύθης; Ἔχεις χρέος νὰ σώσῃς καὶ τὴν γυναίκα σου, δυὸ παιδιά, τρία, πέντε ἢ δέκα ἔκαμες. Ὅσα παιδιὰ καὶ ἂν κάμης, τόσα χρέη χρεωστεῖς. Δὲν ἀκούεις ὁποὺ λέγουν τὰ παιδιά σου: Ἀνάθεμα τὸν πατέρα ὁποὺ τὰ ἔσπερνε; Ἐγὼ ἀγροικῶ πολλοὺς ὁποὺ τὸ λέγουν. Διὰ τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ τὰ παιδεύης καὶ νὰ τὰ μανθάνης γράμματα καὶ ἐξόχως ἑλληνικά, διότι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν. Δὲν σᾶς λέγω περισσσότερα, διότι εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί.

Ἡ Οἰκογένεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωακείμ, εἶχε δὲ καὶ μίαν γυναίκα ὀνομαζομένην Ἄνναν. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, καὶ ἀπὸ γένος βασιλικὸν καὶ οἱ δυό, ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἦτο καλυτέρα. Πολλὲς γυναῖκες εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ εἶνε καλύτερες ἀπὸ τοὺς ἄνδρας. Τί σὲ ὠφελεῖ νὰ καυχᾶσαι πὼς εἶσαι ἄνδρας, καὶ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὴν γυναίκα καὶ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίεσαι πάντοτε, καὶ ἡ γυναίκα σου πηγαίνη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε; Ἦσαν δέ, ἀδελφοί μου, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, σώφρονες, ἐνάρετοι, ταπεινοί. Εἶχαν τὸν οἶκον των ξενοδοχεῖον, ἀλλὰ παιδιὰ δὲν ἔκαμνον. Γνωρίζοντες πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς δίδει ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς δώσῃ ἕνα τέκνον, ἀρσενικὸν ἢ θηλυκόν, καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουν εἰς τὸν Ναόν. Βλέπων ὁ πανάγαθος τὴν καλήν των γνώμην καὶ τῶν δυό, εὐθὺς ἐγγαστρώθη ἡ γυναίκα τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ ἐγέννησε τὴν Δέσποιναν Θεοτόκον, τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ τὴν ὠνόμασε Μαρίαν, καὶ θέλει εἰπῆ Κυρία -Βασίλισσα. Ἀκούετε ἀδελφοί μου, πῶς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα εἶχον τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔδωκεν τὴν χάριν ὁποὺ τοῦ ἐζήτησαν. Οἱ μάρτυρες ἠγόρασαν τὸν παράδεισον μὲ τὸ αἷμα των, οἱ ἀσκηταὶ μὲ τὴν ἀσκητικήν των ζωήν, καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, ὁποὺ κάμνομεν τὰ παιδιά, μὲ τί θὰ ἀγοράσωμεν τὸν παράδεισον; Μὲ τὴν φιλοξενίαν· νὰ φιλεύωμεν τοὺς πτωχούς, τοὺς τυφλοὺς καὶ χωλοὺς ἀδελφούς μας, ὡσὰν τὸν Ἰωακείμ, καὶ ὄχι τοὺς πλουσίους, διότι ἔχουν ἐκεῖνοι ἐδῶ, καὶ μᾶς ἐξαγοράζουν εἰς ταύτην τὴν ζωὴν τὴν ματαίαν· μὰ οἱ πτωχοὶ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἐξαγοράσουν ἐδῶ, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰς τὸν παράδεισον ἑκατονταπλασίως. Σεῖς, ἀδελφοί μου, ὁποὺ δὲν κάμνετε παιδιά, νὰ ἔχετε τὴν ἐλπίδα σας εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὄχι νὰ κάμνετε γοητείας καὶ μαγικὰ καὶ ἄλλα διαβολικά, νὰ βλέπετε τὴν τύχην σας, τὴν μοίραν σας μὲ μαγείας. Ἐγὼ νομίζω πὼς βγαίνουν μερικὰ τέκνα τοῦ διαβόλου καὶ περιπατοῦν εἰς τὸν κόσμον καὶ λέγουν: Δῶσε μου ἕνα γρόσι, καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω φυλακτὸν νὰ κάμης παιδίον ἀρσενικόν. Ἐν τούτοις νὰ μὴ τοὺς πιστεύετε, διότι πράττουν ἔργα διαβολικὰ καὶ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Θεοτόκος εἰς τὸν Ναόν

Ὅταν ἐπῆγεν ἡ Δέσποινα Θεοτόκος τριῶν χρόνων, ἐθυμήθηκε τὸ χρέος του ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὁποὺ τὴν εἶχον ἀφιερωμένην εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἐπῆραν τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἦτο ὁ προφήτης Ζαχαρίας ὁ ἀρχιερεύς, ὁ πατέρας τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ εὐθὺς ἐγνώρισεν ὁ ἀρχιερεὺς πὼς ἐκείνη μέλλει νὰ γεννήση τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα· παρθένος νὰ γεννήση, καὶ πάλιν μετὰ τὴν γέννησιν παρθένος ν᾿ ἀπομείνη. Καὶ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἐφίλησεν ὁ Ζαχαρίας, καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διότι ἐγνώρισε πὼς μέλλει νὰ γίνῃ ἡ Δέσποινα θρόνος τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἔκαμε δώδεκα χρόνους ἡ Θεοτόκος μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα καὶ κανεὶς ἐκεῖ δὲν ἐπήγαινε παρὰ ὁ ἀρχιερεὺς μίαν φορὰν τὸν χρόνον καὶ τὴν ἔβλεπε. Καὶ ἐτρέφετο μὲ οὐράνιον ἄρτον καὶ ἐγένετο πλέον καλυτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Ὁ Ναὸς Κέντρον Ἁγιασμοῦ

Λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ ἅγιον Βῆμα φανερώνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, τὸ καθολικὸν φανερώνει τὸν παράδεισον καὶ ὁ νάρθηκας φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου. Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἀπέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα. Δὲν πρέπει νὰ ἐμβαίνη κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν παπὰ ὁποὺ λειτουργεῖ καὶ ὁ διάκονος. Νὰ χαίρεσθε, ἀδελφοί μου, καὶ σεῖς οἱ κοσμικοί, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ καθολικόν, ὁποὺ φανερώνει τὸν παράδεισον. Νὰ χαίρεσθε καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες, ἀδελφαί μου, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸν νάρθηκα, ὁποὺ φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου.

Καὶ ἐμβαίνετε, ἀδελφοί μου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ νὰ μὴ κάμνετε κουβέντες· καὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ βλέπετε οἱ ἄνδρες τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, ἀλλὰ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας μὲ φόβον καὶ τρόμον, νὰ ἀκούετε τὴν θείαν Λειτουργίαν, νὰ φωτίζεσθε καὶ νὰ καθαρίζεσθε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σας.

Ἡ Ἱεροκατηγορία

Νὰ προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ κατηγορῆτε τοὺς παπάδες σας, νὰ μὴ τοὺς ὑβρίζετε καὶ νὰ μὴ τοὺς παραμελῆτε, διότι βάνετε φωτιὰ καὶ καίεσθε· διότι οἱ παπάδες εἶνε ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς (62). Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μὲ λέγει νὰ κάμω. Ἐὰν ἀπαντῶ ἕνα παπὰ καὶ ἕνα βασιλέα, μὲ φαίνεται εὔλογον τὸν παπὰ νὰ βάλω νὰ καθήση ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν βασιλέα· καὶ ἐὰν ἀπαντήσω ἕνα παπὰ καὶ ἕνα ἄγγελον, πρῶτα θὰ χαιτερήσω τὸν παπὰ καὶ ἔπειτα τὸν ἄγγελον. Διότι, ἀδελφοί μου, εἶνε ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιον Ποτήριον· διότι τὸ ἅγιον Ποτήριον εἶνε ἄψυχον, μὰ ὁ ἱερεὺς μεταλαμβάνει τὰ ἄχραντα Μυστήρια καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, τὸ τίμιον σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχω καμμίαν κατηγορίαν νὰ κάμω τῶν παπάδων, διότι εἶνε παπάδες καὶ ἔχουν τὸν Χριστὸν ὁποὺ τοὺς παιδεύει καὶ ὅ,τι σφάλμα κάμουν οἱ παπάδες, ἔχει ὁ ὁ Χριστός μας ράβδον σιδηρᾶν δι᾿ αὐτούς.

Τὰ Προσόντα τῶν Ἱερέων

Ἔχω νὰ ὁμιλήσω τώρα δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἔχουν νὰ γίνου παπάδες. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ ἔχεις νὰ γίνης παπάς, δεκαοκτὼ χρονῶν πρέπει νὰ γίνης ἀναγνώστης, εἴκοσι ὑποδιάκονος, εἰκοσιπέντε ἱεροδιάκονος καὶ τριάντα ἱερεύς. Καὶ νὰ μανθάνης ἑλληνικὰ γράμματα, νὰ ἠξεύρης νὰ ἐξηγῆς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· νὰ τὸ κλείης καὶ ἔπειτα νὰ τὸ ἐξηγῆς εἰς τοὺς χριστιανοὺς (63), καὶ τότε νὰ γίνεσαι, ἀδελφέ μου, παπάς· εἰ δὲ καὶ γίνεσαι παπὰς δι᾿ ἀνάπαυσιν ἢ γίνεσαι διὰ δόξαν ἢ γίνεσαι παρανόμως, σοῦ κόβει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν παράκαιρα καὶ πηγαίνει ἡ ψυχή σου εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Καὶ νὰ σὲ παρακαλέσουν, ἀδελφέ μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ γίνης παπάς, χωρὶς ἄσπρα, τότε εἶσαι μακάριος καὶ τρισμακάριος, τότε εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Παρθενία καὶ Γάμος Τιμῶνται ἐν τῷ Προσώπῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους ἐφώτισεν ὁ Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὰς οἰκονομίας. Ἔστειλε κατόπιν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει τῆς Θεοτόκου: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι περισσότερον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρίας ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος νὰ μείνης, διὰ νὰ σώσῃ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀποκρίνεται ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ λέγει: Κύριέ μου, ἀπορῶ καὶ σὲ δοξάζω, σὲ προσκυνῶ, σὲ λατρεύω, ὁποὺ κατεδέχθης νὰ γεννηθῆς ἀπὸ ἐμένα τὴν δούλην σου. Ἑτοίμη εἶμαι λοιπὸν καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου. Καὶ εὐθὺς ἔμεινεν ἔγκυος ἡ Θεοτόκος καὶ ἐγέννησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν μας, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος ἔμεινεν. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα· διότι ἡ γυναίκα ἔλαβεν τὴν κατάραν πρώτη καὶ μᾶς ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα πάλιν ἔπρεπε νὰ λάβη τὴν εὐλογίαν νὰ μᾶς βάλῃ πάλιν εἰς τὸν παράδεισον. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ παρθένον, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ θέλεις νὰ φυλάξῃς παρθενίαν, νὰ μισήσῃς τὸν κόσμον· τότε εἶσαι καλὸς νὰ γίνης τρισμακάριος καὶ τότε φυλάγεις παρθενίαν, τότε γίνεσαι ὡσὰν ἄγγελος. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον.

Ὁ Εὐλογημένος Γάμος - Ὁ Κατηραμένος Γάμος

Νὰ χαιρώμεθα, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ εὐφραινώμεθα ὁποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριός μας εὐλογημένον γάμον. Καὶ παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ παίρνη ὁ ἄνδρας μίαν γυναίκα· ὁμοίως καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα. Καὶ ἀφοῦ ἀρραβωνιασθοῦν, νὰ ἐξομολογηθοῦν τὸ ἀνδρόγυνον μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ νὰ μεταλαμβάνουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν. Καὶ ἀφοῦ μεταλάβουν, νὰ στεφανώνωνται μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας νὰ σμίγουνε. Καὶ ἂν θέλετε, ἀδελφοί μου, νὰ κάμνετε χαράς, νὰ παίρνετε ψαλτάδες νὰ ψάλλουν ὅλην τὴν ἡμέραν, νὰ δοξάζουν τὸν Κύριόν μας. Τότε, ἀδελφοί μου, λέγεται εὐλογημένος ὁ γάμος· τότε, ἀδελφοί μου, χιλιάδες, μυριάδες ἀμποδέματα καὶ μαγικὰ νὰ σᾶς κάμουν, δὲν σᾶς κολλᾶ τίποτε· τότε, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον κάμνει παιδιὰ εὐλογημένα, τὸ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἀφήνει ἐδῶ εἰς ταύτην τὴν ματαίαν ζωὴν καὶ περνᾶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ πηγαίνει καὶ εἰς τὸν παράδεισον. Εἰ δὲ καὶ παίρνετε οἱ ἄνδρες δυὸ ἢ τρεῖς γυναίκας, ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες ἀπὸ δυὸ ἢ τρεῖς ἄνδρας, δὲν εἶνε εὐλογημένος ὁ γάμος, ἀλλὰ λέγεται ἐκεῖνος ὁ γάμος πορνεία καὶ μοιχεία. Ἕναν ἄνδρα ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ μίαν γυναίκα νὰ παίρνωνται νὰ κάμνωσι παιδιά. Ἐπανδρεύθης, ἀδελφέ μου, ἔκαμες παιδιά; Δὲν ἔκαμες, ἀπέθανεν ἡ γυναίκα σου; Μὴ παίρνης ἄλλην γυναίκα· ἀμὴ γίνου καλόγηρος νὰ δουλεύης διὰ τὴν ψυχήν σου, νὰ ὑπάγης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ παίρνης πολλὰς γυναίκας καὶ νὰ κερδήσῃς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν. Ὡσὰν πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν, τί ὄφελος κάμνεις; ἄλλο ὄφελος δὲν κάμνεις, ἀδελφέ μου, παρὰ ποὺ καίεσαι πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν.

Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία

Καὶ δὲν παρατηρεῖς εἰς τὸ μηνολόγιον τὰς ἐννέα Ὀκτωβρίου νὰ ἰδῆς τὸν βίον τοῦ ἁγίου Ἀνδρονίκου καὶ τῆς ἁγίας Ἀθανασίας, νὰ ἰδῆς τί ἀγώνα ἔκαμον; Καλότυχοι!

Ἦσαν ἀνδρόγυνον καὶ εἶχον δυὸ παιδία. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐθέλησε νὰ τοὺς δοκιμάση καὶ ἐπῆρε καὶ τὰ δυὸ τὰ παιδία μίαν ἡμέραν. Τί ἔκαμεν, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένον ἀνδρόγυνον; Εὐθὺς ἐμοίρασαν τὰ πράγματά των καὶ ἔγιναν καὶ οἱ δυὸ καλόγηροι εἰς μοναστήρια καὶ ἐπέρασαν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ ὑπῆγαν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε μὲ τὰ καλότυχα παιδιά των.

Ἀλλὰ ἂν κάμνετε τοὺς γάμους σας μὲ τραγούδια καὶ βαρῆτε τύμπανα καὶ βιολιὰ καὶ κάμνετε ἐκεῖνα ὁποὺ ἀγαπᾶ ὁ διάβολος, τὸ καταρᾶται ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ δὲν προκόπτει. Ἢ ὁ ἄνδρας ἀποθνήσκει ἢ ἡ γυναίκα παράκαιρα, καὶ τὰ παιδιὰ κάμνουν, καὶ ἐκεῖνα ὅλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, ἀναποδιασμένα. Δὲν σᾶς λέγω περισσότερα.

Μέγα Πράγμα ὁ Ἄνθρωπος

Μᾶς ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμε τιμιωτέρους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· μᾶς ἔδωκεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, τὰ μάτια, νὰ βλέπωμεν τὸν οὐρανόν, τὴν σελήνην καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λέγωμεν: Ὦ Θεέ μου, ἐὰν ὁ ἥλιος, ὁποὺ εἶνε πλάσμα σου, εἶνε τόσον λαμπρός, ἀμὴ τὸ ἅγιόν σου ὄνομα, ὁποὺ εἶσαι ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποιητὴς καὶ πλάστης, πόσον εἶσαι λαμπρότερος (64); Ὦ Θεέ μου, ἀξίωσόν με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μᾶς ἔδωσεν, ἀδελφοί μου, τὸν νοῦν εἰς τὴν κεφαλήν μας, καὶ εἶνε ὁ νοῦς μας ὡσὰν μέσα εἰς ἕνα πιάτο, νὰ βάνωμεν ὅλα τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ βάνωμεν μύθους καὶ φλυαρίσματα τῆς τέχνης τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδωσε τὸ στόμα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Κύριόν μας, νὰ λέγωμεν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν μας καὶ συγχώρησόν μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου», καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ πίστιν καθαράν, καὶ νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ πίστιν καθαρὰν καὶ φόβον καὶ τρόμον. Ἔτσι μας θέλει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς καὶ ὄχι νὰ βλασφημοῦμεν, ὄχι νὰ προδίδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ λέγωμεν ψεύματα, ὄχι νὰ κλέπτη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὸ πράγμα τοῦ ἄλλου, ὄχι νὰ ὀμνύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ παραμικρόν.

Ὁ Ὅρκος

Θέλεις, ἀδελφέ μου, νὰ εἰπῆς, μὰ τὸν Θεόν; Δὲν λέγεις, μὰ τὴν ἀλήθειαν; Ἐκεῖ ὁποὺ θὰ κάμης ὅρκον τοῦ ἀδελφοῦ σου, πές του ἐπ᾿ ἀληθείας, καὶ ἂν δὲν σοῦ πιστεύση, τράβα τὸ δρόμο σου. Νὰ ἀπέχωμεν, ἀδελφέ μου, νὰ ὁρκιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἢ νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ ὀνομάζωμεν τοὺς Ἁγίους μας· ἢ ὁποὺ ὀμνύουν κάποιοι ἄγνωστοι τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους· φωτιὰ πύρινη τοὺς καίει καὶ τοὺς φλογίζει.

Μὲ τὸν Θεόν, ὄχι μὲ τὸν διάβολον

Ἠξεύρεις, ἀδελφέ μου, πῶς σὲ θέλει ὁ Θεός; Καθὼς δὲν θέλης ἐσὺ νὰ ἔχῃ ἡ γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφὴν μὲ ἄλλον, ἔτσι σὲ θέλει καὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν μερίδα μὲ τὸν διάβολον. Εὐχαριστεῖσαι ἡ γυναίκα σου νὰ πορνεύη μὲ ἄλλον; Ὄχι. Νὰ τὴν φιλήση ἄλλος τὴν γυναῖκα σου; Μήτε καὶ αὐτὸ δὲν θέλεις. Ἔτσι θέλει καὶ σένα ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν συναναστροφὴν μὲ τὸν διάβολον.

Καὶ μὲ τί στόμα, ἀνόητε καὶ πονηρὲ ἄνθρωπε, ἀποτολμᾶς καὶ ὑβρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ παραδίδεις; Ὁμοίως καὶ τοὺς Ἁγίους; Δὲν φοβᾶσαι, τρισάθλιε, μήπως ἀνοίξη ἡ γῆ καὶ σὲ καταπίη; Ὁ διάβολος δὲν ἀποτολμᾶ νὰ ὑβρίζη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι φοβεῖται μήπως πέση ἀστραπὴ καὶ τὸν κατακαύση· καὶ σύ, ἄγνωστε ἄνθρωπε, ἀνοίγεις αὐτὸ τὸ κατηραμμένον σου στόμα καὶ παραδίδεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποὺ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ τοὺς καίη ὁ πύρινος ποταμὸς πάντοτε.

Μᾶς ἔδωκε τὰ χέρια νὰ κάμνωμεν τὸν σταυρόν μας μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον, τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ ὄχι νὰ πιάνωμεν τὸ τουφέκι καὶ νὰ σκοτώνωμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ νὰ τὸν κλέπτωμεν καὶ νὰ τὸν κατατρέχωμεν καὶ νὰ τὸν θανατώνωμεν καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζωμεν. Μᾶς ἔδωκε τὰ πόδια νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν δρόμον τὸν καλόν, καὶ ὄχι νὰ περιπατῶμεν καὶ νὰ κάμνωμεν κακὸν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.

Ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, διὰ νὰ δείξη καὶ εἰς ἡμᾶς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ νὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας σας μὲ τὴν γνώμην καὶ σκοπὸν τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀνατολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τὰ βουτᾶτε μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀναδύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ Ε´ ΔΙΔΑΧΗΣ


ΔΙΔΑΧΗ ΣΤ´

Ἁγία Τριάς, Ἐλέησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ὑπεραγία Θεοτόκε, Βοήθησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, καὶ Θεός, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρον εὐσπλαχνίαν του καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα καὶ πολλὰ χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους πάντοτε, διὰ νὰ μὴ καιώμεθα μὲ τοὺς τρισάθλιους δαίμονας πάντοτε.

Οἱ Ἀπόστολοι Κηρύττουν καὶ ἡ Γῆ Γίνεται Ἐπίγειος Παράδεισος

Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ὁποὺ ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάζει ἐργάτας, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔχει ἡμᾶς ἀμπέλι. Ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εἰ μὲν θελήσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ περάσουν καὶ ἐδῶ εἰς τοῦτον τὸν μάταιον κόσμον καλὰ καὶ εἰρηνικά, θέλει τοὺς εὐσπλαχνισθῇ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τοὺς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον. Τοῦτο τοὺς ἐπαρήγγειλε, νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγωμεν τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ μας. Εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν τὰ τσαρούχια καὶ νὰ φεύγουν (66). Λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔτρεξαν ὡς ἀστραπὴ καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἰάτρευαν χωλούς, κουτσούς, τυφλοὺς καὶ δαιμονισμένους καὶ μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ Χριστοῦ μας ἀνέστησαν νεκρούς.

Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδέλφια μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλὸς δοῦλος του τὴν καρδίαν καθαράν, ὡσὰν τοὺς ἁγνοὺς Ἀποστόλους, καὶ νὰ ἔχω καὶ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἐγὼ ποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν χῶραν σας. Ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, παρακαλῶ ὅμως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σας. Καὶ τὸ πρῶτον νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση, παιδιά μου, νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζετε τὴν Ἁγίαν Τριάδα.

Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, χειροτονοῦσαν ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, εὐλογοῦσαν τὴν χῶραν ἐκείνην καὶ γίνουνταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν δὲν τοὺς ἐδέχονταν, ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.

Ἡ Τελεία Ἀγάπη

Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἁγία Τριὰς εἶνε, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἰρετικούς. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδέλφια μου, νὰ μὲ εἰπῆτε, ποίον θέλετε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Τὸν Θεὸν θέλομεν. Ναί, πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα, νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἄρα νὰ εἶνε πιστή, νὰ εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπει τίποτε πουθενά (67); Πρέπει νὰ τὸ καταλάβωμεν ἀπὸ λόγου μας· ἐσύ, ἀδελφέ μου χριστιανέ, ἔχεις ἕνα παιδί· ἐγὼ σὲ τιμῶ καὶ λέγω καλὸν εἶνε τὸ παιδί σου, ἀλλὰ τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, παίρνω τὸ ψωμίον του καὶ τὸ τρώγω. Τί λέγεις, ἔτσι εἶνε ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη, μὲ φαίνεται νὰ λέγης, ὄχι δὲν εἶνε ἔτσι. Καὶ ἡμεῖς καθὼς ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας νὰ ἀγαποῦμεν καὶ τὸν ἀδελφόν μας, διατὶ εἶνε φυσικὸν νὰ ἀγαποῦμεν τὸν ἀδελφόν μας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶμεν. Πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφόν μας, ὅτι ἔχομεν μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Πανάχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας.

Ἀδέλφια μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα δυναμώνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο ἀδυνατίζει εἰς τὰ κακά. Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμίον νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίω, μὰ ἐσὺ καλὰ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός σου, ἀλλὰ δῶσε καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Ἔχω φορέματα, μὰ ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Δῶσε του ἕνα τὸν ἀδελφόν σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, ἡ ἀγάπη ὅμως νεκρώνει τὸ στόμα μου, τὸ βουλώνει. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει. Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη;

Ὁ Προορισμὸς τῶν Σχολείων

Τὴν ἀγάπην, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἠξεύρετε, πρέπει, παιδιά μου, νὰ στερεώνετε σχολεῖα· διατὶ πάντα εἰς τὰ σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἠξεύρουν καὶ μανθάνουν τὸ τί ἐστι ὁ Θεός, τὸ τί εἶνε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καὶ τὸ τί εἶνε ἡ ἀρετὴ τῶν δικαίων. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τὰ ὀμάτια τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ μυστήρια.

Τὰ Σημεῖα τῶν Καιρῶν

Διαβάζοντας, ἀδελφοί μου, τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφὴν εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους καὶ μέλλει νὰ τὸν στείλη καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὁ κόσμος. Καὶ πάλιν ἐρευνώντας τὴν ἱερὰν Γραφὴν τὸ εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, ἦλθεν καὶ ὁ ἀντίχριστος, τὸν ὁποῖον ἔχομεν καὶ εἰς τὸ κεφάλι μας, καὶ δὲν πρέπει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ὅτι τὸν ἠξεύρετε (68). Καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν οὔτε προφήτην Ἠλίαν οὔτε ἀντίχριστον.

Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ἀδέλφια μου, μὰ ἡ Ἱερὰ καὶ Ἁγία Γραφὴ μὲ προστάζει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες, λοιμούς, θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάνουν τοὺς ἀποθαμένους. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν νὰ γίνῃ μέγας σεισμός, νὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι νὰ σκοτίζωνται, τὰ ἄστρα νὰ πέσουν καὶ ὁ οὐρανὸς νὰ τυλιχθῆ ὡσὰν ἕνα χαρτίον καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποθάνουν.

Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσις

Καὶ ἔπειτα μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἑπτὰ φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὴν ἥλιον καὶ νὰ ἀναστήσῃ ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὸ σῶμα (καὶ ὁ καλὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν ἄγγελον καὶ ὁ κακὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν τρισκατάρατον τὸν διάβολον) καὶ νὰ εἰπῆ εἰς τοὺς δικαίους: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρός μου, διότι ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Ἔπειτα θὰ εἰπῆ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀματωλούς: Πηγαίνετε ἐσεῖς οἱ κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν, νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον, διατὶ δὲν ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Καὶ τότε θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕνα πύρινο ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν νὰ φλογίζη τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ νὰ βάλῃ τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά, τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά.

Ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, τί εἴμαστε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· εἰ δὲ καὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθοῦμεν.

Ἡ Νοερὰ Προσευχή

Σᾶς παραγγέλω λοιπὸν τοῦτο νὰ κάμετε· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον καὶ αὐτὸ κομπολόγιον νὰ ἔχῃ ἑκατὸν τρία σπυρία καὶ εἰς κάθε σπυρίον νὰ λέγετε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἀματρωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Λοιπὸν ἐγὼ μέλλω νὰ σᾶς ἀφήσω τὴν ὑγείαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Μέσα εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀδέλφια μου, θεωρεῖται Ἁγία Τριὰς (69) καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι μὲ τὸν τίμιον Σταυρόν, μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρώθηκαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀδελφοί μου, ἡμεῖς πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὴν γῆν, τὸν οὐρανόν, τὴν θάλασσαν καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε πάντοτε.

Ἡ Θερμὴ Πίστις Μετακινεῖ Ὄρη, Συντρίβει τὸν Ἑωσφόρον, Νικᾶ τοὺς Ἀπίστους

Ἦτον ἕνας βασιλεὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον Πατριάρχης, τὸ ὄνομά του Ἰωακείμ, ἁγιώτατος ἄνθρωπος, καλός, εὐλαβής, σοφός. Ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον τὸν ἠγάπησε περισσῶς καὶ κοντὰ εἰς τὴν ἀγάπην ὁποὺ τὸν εἶχεν ὁ βασιλεὺς ἐβγῆκεν ἕνας Ἑβραῖος καὶ ἔγινεν Τοῦρκος καὶ κοντὰ ὁποὺ ἐτούρκεψε ἔγινε καὶ βεζίρης. Λέγει ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, τί τὸν ἀγαπᾶς τόσον τὸν Πατριάρχην αὐτόν; Καὶ ὁ βασιλεὺς ἀποκρίνεται πρὸς τὸν τρισκατάρατον τὸν Ἑβραῖον καὶ τὸν λέγει: Ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης εἶνε καλὸς ἄνθρωπος, εὐλαβής, σοφός, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀγαπῶ. Λέγει πάλιν ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἐπειδὴ λέγεις ὅτι τὸν ἀγαπᾶς τὸν Πατριάρχην, κράξε τον νὰ ἔλθη εἰς τὸ παλάτιόν σου καὶ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ συνομιλήσωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ νὰ ἰδῆς πῶς θὰ τὸν κάμω νὰ μείνη ἀναπολόγητος. Ἔπειτα κράζει ὁ βασιλεὺς τὸν Ἰωακείμ. Καὶ ἦλθεν ὁ Ἰωακεὶμ εἰς τὸ παλάτιον καὶ ἤρχισεν ὁ Ἑβραῖος νὰ φολονικῆ μὲ τὸν Πατριάρχην. Λέγει ὁ Ἑβραῖος: Πατριάρχη, δὲν λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅτι ὅποιος ἀπὸ σᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἔχει πίστιν, νὰ σηκώνη τὰ βουνὰ ἀπὸ τὸν τόπον τους; Λοιπὸν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην νὰ σηκώση ἕνα βουνὸν ἀπὸ τὸν τόπον του καὶ τότε νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν. Καὶ λοιπὸν τί κάνει ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης; Προστάζει καὶ συνάζει τοὺς εὐλογημένους τοὺς χριστιανοὺς καὶ κάνει δέησιν εἰς τὸν Ἅγιον Θεὸν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας· καὶ ἔπειτα τελειώνοντας ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ χριστιανοὶ τὴν δέησίν τους καὶ ἄρχισεν ὁ Πατριάρχης νὰ θυμιάζη τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἦτο μεγάλο ἕως ἓξ ὥρας τοῦ μάκρους. Καὶ τοῦ λέγει τοῦ βουνοῦ ὅτι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ μου σὲ προστάζω, βουνόν, νὰ σηκωθῆς ἀπὸ αὐτοῦ καὶ νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόπηκε τὸ βουνὸν ἐκεῖνο καὶ ἔγινεν εἰς τρία εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκίνησε καὶ ἦλθε κατεπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἔπειτα φωνάζει ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην καὶ τοῦ λέγει: Διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχη, πρόσταξε τὸ βουνὸν νὰ σταθῆ νὰ μὴ μᾶς πλακώση. Καὶ εὐθὺς ὁ Πατριάρχης ἔτρεξε μετὰ θερμῶν δακρύων καὶ ἐπρόσταξε τὸ βουνὸν καὶ ἐστάθη ἐπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ τὸ βουνὸν ἐκεῖνο τὸ ὀνομάζουν ἕως σήμερον Ντουρντᾶς. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐπίστευσαν λαὸς πολύς, χιλιάδες ἕξ. Λέγει δὲ πάλιν ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: Βασιλέα μου, ἤξευρε ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν εἰς τὴν γλώσσαν τους στάσου, βουνόν... καὶ ἐπίστευσαν πάλιν ἓξ χιλιάδες (70). Λέγει καὶ ἄλλον λόγον ὁ Ἑβραῖος τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο· ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν πὼς λέγει τὸ Εὐαγγέλιόν τους πὼς ὅποιος ἔχει πίστιν νὰ πίη ἕνα ποτήρι φαρμάκι καὶ δὲν ἀποθαίνει (71). Καὶ ἔπειτα ὁ βασιλεὺς πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον καὶ κάμνει ἕνα ποτήρι φαρμάκι, ὁποὺ δὲν εὑρίσκονταν χειρότερον εἰς τὸν κόσμον. Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἑβραῖος ἄλλον λόγον τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὸν σταυρὸν καὶ σταυρώνουν τὸ πικρὸν καὶ γίνεται γλυκόν. Πρέπει λοιπὸν νὰ προστάξετε τὸν Πατριάρχην, ὅταν θὰ τοῦ δώσῃς τὸ φαρμάκι νὰ τὸ πίη, νὰ μὴ κάμη τὸν σταυρόν του οὔτε ἀπάνω του οὔτε ἀπάνω εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ἔπειτα ἐπῆρεν ὁ βασιλεὺς τὸ ποτήριον εἰς τὸ χέρι του καὶ τὸ ἔδωσε τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ τοῦ λέγει: Νὰ ἐτοῦτο τὸ ποτήριον· νὰ τὸ πίης καὶ νὰ μὴ κάμης τὸν σταυρόν σου οὔτε ἐπάνω σου οὔτε εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης θέλησε νὰ τοὺς γελάση καὶ νὰ τοὺς πομπεύσῃ εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ τοὺς κάμη μασκαράδες. Τότε λέγει τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, καλά με προστάξατε νὰ τὸ πίω ἐτοῦτο τὸ ποτήριον, μὰ δὲν μὲ εἶπες πόθεν νὰ τὸ πίω τὸ ποτήριον. Καὶ κάμνει μὲ τὸ χέρι του ἀπὸ τὸ πλευρὸν καὶ ἀπὸ κάτω καὶ ἀπὸ ἐπάνω καὶ εὐθὺς ἔπιε τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς εὐθὺς ἄνοιξέ του μίαν τρύπαν εἰς τὴν δεξιὰν πλευρὰν καὶ ἐχύθη τοῦ ποτηρίου τὸ φαρμάκι καὶ ἔμεινεν ἄβλαβος. Καὶ ἔπειτα μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ ποτήριον ἔμεινε παραμικρὸν καὶ τὸ ἐξέπλυνε καὶ λέγει τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, ἐγὼ ἔπια τὸν καρπόν, πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον νὰ πίη καὶ αὐτὸς καὶ ἐὰν δὲν ἀποθάνη, νὰ πιστεύσωμεν εἰς αὐτόν. Καὶ ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πίη. Καὶ τὸν ἐπίεσεν ὁ βασιλεὺς μεγάλως καὶ τὸ ἔπιεν τὸ ποτήριον ὁ Ἑβραῖος καὶ ἔσκασεν ὁ τρισκατάρατος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν καὶ καίεται μαζὶ μὲ τὸν τρισκατάρατον διάβολον. Καταλαμβάνετε λοιπόν, παιδιά μου, τί δύμαμιν ἔχει ὁ πανάγιος Σταυρός. Ὅμως μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον.

Ἡ Εἰλικρινὴς Ἐξομολόγησις

Πάντοτε, παιδιά μου, ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, ἔχω χαρὰν καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας νὰ μοῦ εἰποῦν τὸ παράπονόν τους, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύσῃ δυὸ αὐθεντάδες, καὶ δὲν δύναμαι νὰ τοὺς ἐξομολογήσω ἀπὸ ἕνα καὶ τοὺς διώχνω, καὶ ἡ καρδία μου κόπτεται ὡσὰν ἕνας ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδίον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἄρρωστον, καὶ δὲν τὸ δέχεται. Ἀλλὰ πρέπει νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία. Καὶ ἂν οὕτως, παιδιά μου, θέλετε πάρει τέσσερις τρίχες ἀπὸ τὰ γένεια μου, καὶ ἐγὼ παίρνω τὸ βάρος ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά σας. Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννηθήκατε ὅλα ἐπάνω μου εἶνε. Καὶ σεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσερα νοήματα καὶ νὰ τὰ μάθετε (Ἰδὲ Διδαχὴν Δ´, σελ. 163 κ.ἑ.). Καὶ ἂν θέλετε, παιδιά μου, νὰ σᾶς εἰπῶ, νὰ εὑρῆτε ἕνα πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ ἀρετῆς ἄνθρωπον, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ εἰπῆτε τὰ ἁμαρτήματά σας. Νὰ μὴ ἀφήσετε κανένα· καὶ ἂν ἀφήσετε, ὅλον τὸν μισθὸν τὸν χάνετε. Καὶ νὰ συγχωρᾶτε τὸν ἐχθρόν σας καὶ νὰ μὴ φροντίζετε μοναχὰ διὰ λόγου σας, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνεύετε καὶ τὰ ἀδέλφια σας καὶ τὰ παιδιά σας. Καὶ νὰ ἔχετε τὴν εὐχήν μου καὶ τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας καὶ τὴν εὐχὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΔΙΔΑΧΗ Ζ´

Ἡ Ἑορτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός μας, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του, ἀπὸ τὴν πολλήν του καθαρότητα, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην, ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξιωσε καὶ σήμερον τὴν αὐγὴν (73) καὶ τὸν ἐδοξάσαμε καὶ ἐτιμήσαμε τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον. Καὶ ἄμποτες ὁ Κύριος νὰ εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήσῃ καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, καὶ νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα.

Περίληψις Προηγουμένης Διδαχῆς

Μὲ ἀξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ μένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦρθα ἐχθὲς ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην χῶραν σας καὶ σᾶς ἀπόλαυσα καὶ εἴπαμεν καὶ μερικὰ νοήματα εἰς τὴν ἁγίαν σας ἐκκλησίαν, καθὼς ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοὺς Προφήτας, τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ εἴπαμεν καὶ διὰ τὸν Θεόν μας, ποὺ εἶνε ἕνας, ἡ ἀγάπη, ἡ δὲ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτα δέκα τάγματα Ἀγγέλων. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος ἐτοῦτος. Καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἐμᾶς, τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν λάσπην καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατην. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴν γυναίκα Εὔαν καὶ ἔκαμεν καὶ ἕνα παράδεισον ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλο χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔλαβε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίρονταν ὡσὰν οἱ ἄγγελοι. Τοὺς ἐπαράγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκιὰν σύκα. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐκαταφρόνησαν τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἔφαγαν. Δὲν εἶπαν ὅ,τι ἔκαμαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Ἀπέθανεν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίγονταν καὶ ἐφλογίζονταν πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνια διὰ μίαν ἁμαρτίαν μόνον, καθὼς ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν ἐψὲς τὸ βράδυ καὶ τὴν ἀφήκαμεν.

Ἡ πρὸ Χριστοῦ Εἰδωλολατρεία, ἡ Διαφθορὰ τῶν Ἠθῶν καὶ τὸ Μίσος τοῦ Σατανᾶ κατὰ τῆς Οἰκογενείας

Τώρα πάλιν ἐλπίζοντας εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, θὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἰποῦμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διατὶ δὲν εἶνε δυνατόν, θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ μερικά, ὅπου φαίνονται ἀναγκαιότερα.

Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους οἱ ἄνθρωποι ὅπου ἀπέθαναν ἐπήγαιναν εἰς τὴν κόλασιν, ἐπειδὴ καὶ ὁ παράδεισος ἦτον κλεισμένος. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ εὑρίσκοντας ἄξιον ὑποκείμενον τὴν Δέσποινάν μας τὴν Θεοτόκον, ἐκαταδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν ἁπάντων, ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου.

Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους πάλιν ὁ διάβολος ἔβγαλε ὅλες του τὶς κακίες καὶ ἔβαλε σκοπὸν νὰ χαλάση τὸν κόσμον καὶ ἐπαρακινοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν ἄλλος τὸν ἥλιον καὶ ἄλλος τὸ φεγγάρι, ἄλλος τὴν γῆν καὶ ἄλλος τὴν θάλασσαν καὶ ἄλλος τὰ πετεινὰ καὶ τὰ χερσαῖα. Ἔβαλεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦνε τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, διὰ νὰ μὴν ὑπανδρεύωνται καὶ κάμουν παιδιὰ καὶ αὐξήση ὁ κόσμος. Καὶ ἔτσι δὲν ἐφρόντιζαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν παιδιὰ καί, τὸ μεγαλύτερον, ἔρριχνεν ὁ διάβολος τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίες, κτηνοκοιτίες καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποῖα δὲν τὰ ἔκαμε μήτε σκύλος μήτε γάϊδαρος (74).

Θέλοντας ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ κόψη τὸ κακὸν ἐπαράγγειλε πὼς ὅποιος δὲν κάνει παιδιά, εἶνε κατηραμένος· καὶ ἔτσι, ἀκούοντες οἱ ἄνθρωποι τὴν κατάραν τοῦ Θεοῦ, ἐφοβοῦντο καὶ ἔπαιρνε ἕνας ἄνδρας μίαν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα.

Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἐδῶ ἀπὸ τὴν εὐγένιά σας, ὁποὺ δὲν κάμνει παιδιά, ἂς μὴν λυπᾶται· δὲν τὸ εἶπε διὰ ἐσένα ὁ Θεός, διατὶ δὲν κάμνεις παιδιά, νὰ ἔχῃς κατάρα, διατὶ καὶ ἐγὼ δὲν κάμνω παιδιά, μὰ ὡσὰν ἐγὼ ἔχω κατάρα, ἔχεις καὶ σύ. Αὐτὸ τὸ εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ διακόψῃ τὸν κακὸν σκοπὸν τοῦ διαβόλου καὶ μὴν λυπᾶσαι, δὲν ἔχεις καμμίαν κατάραν.

Πάλιν ὡσὰν θέλης νὰ κάμης παιδιά, εὔκολον εἶνε· ἔπαρε ἕνα πτωχὸ παιδὶ καὶ κάμε το πνευματικό σου παιδὶ νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι καὶ σύ, νὰ χαίρεται καὶ ἐκεῖνο. Διὰ ἐκεῖνο τὸ παιδί, ὁποῦ σοῦ γεννᾶ ἡ γυναίκα σου, δὲν σοῦ χρεωστεῖ ὁ Θεὸς χάριν, διότι τὸ κάμνεις ἀπὸ σαρκικὸν πάθος· μὰ διὰ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ παιδὶ ἔχεις χίλιες φορὲς μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διατὶ τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου πνευματικὸν παιδί.

Καὶ νὰ προσέχης ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου μὲ ἄγριον μάτι, πὼς δὲν σοῦ κάμνει παιδιά. Δὲν ἔχει κανένα φταίξιμο ἡ γυναίκα σου εἰς αὐτό, εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς τὸ ἔκαμεν ἕνα τρελὸς καὶ ἀνόητος· διατὶ δὲν ἔκαμεν ἡ γυναίκα του παιδιά, τὴν ἐχώρησε καὶ ἐπῆρεν ἄλλην· καὶ ἄλλος πάλιν, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἔκαμεν ἡ γυναίκα του ἀρσενικὰ παιδιά, παρὰ μόνον θηλυκά, τὴν ἐχώρησεν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ χωρίζουνε τὰ ἀνδρόγυνα καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὡς λέγει ὁ νόμος πὼς κανένα πράγμα δὲν τοὺς χωρίζει, ἐκτὸς ἂν πέσουν εἰς πορνείαν· καὶ ὅποιος ἀφήσῃ τὴν γυναῖκα του καὶ πάρῃ ἄλλην, ἐκεῖνος θὰ κριθῇ ὡς μοιχός.

Ἡ Οἰκογένεια τῆς Παρθένου

Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτο ἕνας ἄνδρας καὶ ἐλέγετο Ἰωακείμ, εἶχε καὶ μίαν γυναίκα καὶ ἐλέγετο Ἄννα. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας, καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, ἀπὸ βασιλικὸν γένος καὶ οἱ δυό, μὰ πλέον καλυτέρα ἡ γυναίκα. Εὑρίσκονται πολλὲς γυναῖκες ὁποὺ εἶνε καλύτερες καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Ἀνίσως καὶ θέλετε οἱ ἄνδρες νὰ εἴσαστε καλύτεροι ἀπὸ τὶς γυναῖκες, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνες· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουσι εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνδρες κάνομεν κακὰ ἔργα καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ ὁποὺ εἴμαστε ἄνδρες; Καλύτερα νὰ μὴν εἴχαμε γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον.

Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνοιξαν τὸ σπίτι τους καὶ τὸ εἶχαν ξενοδοχεῖον· καὶ ὅπου πτωχός, κουτσός, τυφλός, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας ἐπήγαιναν καὶ ἀναπαύονταν. Ἔτσι πρέπει καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ εἴσαστε φιλόξενοι, διατὶ μὲ τὴν φιλοξενίαν, ὁποὺ κάμνετε εἰς τοὺς πτωχούς, μετ᾿ ἐκείνην ἀγοράζετε τὸν παράδεισον.

Δὲν ἔκαμεν παιδιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Ὡς φρόνιμοι καὶ γνωστικοὶ ὁποὺ ἦταν, ἐκατάλαβαν πὼς ἕνας εἶνε ὁ Θεός, ὁποὺ δίδει παιδιὰ καὶ παίρνει.Ἐπαρακάλεσαν τὸν πανάγαθον Θεὸν νὰ τοὺς χαρίση ἕνα παιδίον ἀρσενικὸν ἢ θηλυκὸν καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουνε εἰς τὸν Θεόν. Βλέποντας ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν τους γνώμην τοὺς εὐλόγησε καὶ ἐγέννησαν τὴν Δέσποιναν τὴν Θεοτόκον καὶ τὴν ἔβγαλαν Μαρίαν.

Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐζητοῦσαν παιδίον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας ὅ,τι θέλετε νὰ ζητήσετε, ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ζητᾶτε καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον. Ὁ διάβολος ἔβγαλε πολλὰ τέκνα καὶ θυγατέρας, καὶ ἔρχεται ἕνας καὶ σὲ λέγει: Δός μου ἐμένα ἕνα γρόσι ἢ δυὸ καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω βότανα νὰ κάμης ἀρσενικά, νὰ σὲ δώσω φυλακτὰ νὰ μαντεύσῃς, νὰ γοητεύσῃς, νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου, τὴν μοῖρα σου, τὸ ριζικό σου καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐκεῖνα ὁποὺ ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὅσα εἶνε τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶνε καλὰ καὶ ἅγια, καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἂν θέλης νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου ἢ τὴν μοῖραν σου, σήκω κομμάτι αὐγὴ καὶ πήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ κοίταξε τοὺς τάφους (75) τῶν ἀποθαμένων τί εἶνε. Στοχάσου καὶ εἰπέ: Δὲν ἦταν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ὡσὰν καὶ ἐμένα καὶ ἀπέθαναν; Ἔτσι μέλλω νὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ αὔριο καὶ νὰ μὴν ἀποτολμήσω νὰ κάμω αὐτὰ τὰ διαβολικὰ καμώματα, διότι χάνομαι καὶ ἀφανίζομαι, καὶ λέγει ὁ νόμος πὼς ὅποιος κάμνει αὐτὰ ἢ παρακινεῖ ἄλλους, εἴκοσι χρόνους νὰ μὴν μεταλάβη.

Γονεῖς! Δίδετε Χριστιανικὰ Ὀνόματα εἰς τὰ Παιδιά σας

Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν ἐπροτίμησαν τὸ ἀρσενικὸν ἀπὸ τὸ θηλυκόν, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μὴν προτιμᾶτε τὰ ἀρσενικὰ παιδιά σας ἀπὸ τὰ θηλυκά, διατὶ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔβγαλαν τὴν Θεοτόκον τὸ ὄνομα μὲ νόημα Μαρία, ὁμοίως καὶ ἡ εὐγενία σας, ὅταν βαπτίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ ἐβγάνετε εἰς τὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων (76), ὁποὺ ἔχουμε νόημα. Μαρία θέλει νὰ εἰπῆ Κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῆ διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Νικόλαος τὸ ὄνομα λέγεται ἐκεῖνος ὁποὺ ἐνίκησε τοὺς λαούς, τοὺς δαίμονας, τὰ πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένον φυτόν, στολισμένον μὲ καρπούς, μὲ ἀρετὰς χριστιανικάς. Παρασκευὴ λέγεται ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάσθη διὰ τὸν Χριστόν.

Χριστιανικὴ Ἀνατροφὴ τῶν Παιδιῶν

Νὰ κάμης μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχῃς καὶ τὸν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδίον σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ σοῦ γυρεύη ψωμί, νὰ τὸ βάλης ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάμης τὸν σταυρόν σου, νὰ παρακαλέσωμεν τὸν ἅγιόν σου νὰ παρακαλέση τὸν Χριστὸν νὰ σοῦ τὸ δώσῃ. Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθὺς ὁποὺ ξυπνᾶ, τὸν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τὸ παιδίον πὼς ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὸν ἅγιόν του κατακαίεται καὶ φεύγει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, διὰ νὰ συνηθίζουν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.

Καὶ ἂν θέλης νὰ ζήση τὸ παιδίον, ἐγὼ νὰ σὲ εἴπω πῶς νὰ κάμης· νὰ κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα καὶ ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ· καὶ διὰ τὸ χατίρι ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὰ πτωχὰ τὰ παιδιὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἐδικά σου· εἰ δὲ καὶ νὰ ζητᾶς πῶς νὰ δίνης τοῦ παιδιοῦ σου νὰ τρώγη καὶ νὰ πίνη καλά, νὰ ἔχῃ εὔμορφα φορέματα, καὶ δι᾿ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ νὰ μὴ σὲ μέλη, αὔριο βλέπεις τὸ παιδί σου ἀποθαμένο καὶ καίγεται ἡ καρδιά σου. Καὶ ἐνῶ τὸ πτωχό, τὸ ξυπόλητο, τὸ γυμνό, τὸ πεινασμένο, τὸ καταφρονεμένο τὸ βλέπεις θρεμμένο καὶ εἶνε ὡσὰν γουρουνόπουλο, καὶ τὸ ἐδικό σου γίνεται ὡσὰν χτικιασμένο.

Αἱ Οἰκογενειακαὶ Ἑορταί

Καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁποὺ εἶνε ὁ ἅγιος τοῦ παιδιοῦ σου, ἂν θέλης νὰ κάμης κούρμπανο (77) νὰ ἑορτάσῃς τὸν ἅγιον, πῶς πρέπει νὰ κάμης, ἐγὼ σὲ λέγω. Γίνεται τὸ κούρμπανο θεϊκόν, γίνεται καὶ διαβολικόν.

Θεϊκὸν κούρμπανον εἶνε· τώρα θέλεις νὰ δώσῃς τρία γρόσια νὰ πάρης ἕνα πρόβατο· δόσε τὸ ἕνα γρόσι τοῦ παπᾶ σου νὰ σοῦ διαβάση τόσες Λειτουργίες, τὸ ἄλλο γρόσι πάρε κερί, λιβάνι καὶ λάδι καὶ σύρ᾿ τα εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ τὰ κάψουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἅγιον καὶ τὸ ἄλλο γρόσι μοίρασέ το μὲ τὸ χέρι σου κρυφὰ ἐλεημοσύνην, νὰ μὴ σὲ ξεύρη κανένας. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεϊκὸ κούρμπανο. Καὶ νὰ διαβάσῃς τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου (78) νὰ ἀκούη τὸ παιδί σου. Καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἀκούεις, παιδί μου, τί ἔκαμνεν ὁ ἅγιός σου; Ἔτσι νὰ κάμης καὶ σύ. Ἀκούοντας τὸ παιδίον τέτοια θαύματα ζηλεύει καὶ λέγει; Ἄχ, πότε νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν ἅγιόν μου!

Διαβολικὸν κούρμπανο εἶνε νὰ πάρης ἕνα πρόβατο, νὰ τὸ μαγειρέψης καὶ νὰ κράξης τοὺς φίλους σου, τοὺς συγγενεῖς σου, νὰ τρώγετε, νὰ πίνετε, νὰ μεθᾶτε, νὰ ξερνᾶτε ὡσὰν τοὺς σκύλους. Αὐτὸ εἶνε τὸ διαβολικὸν κούρμπανο.

Οἱ Γονεῖς Δένδρον, τὰ Παιδιὰ Καρποί

Ἕνα δένδρο ὡσὰν τὸ κόψης, εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά· ἀμὴ ὡσὰν ποτίζης τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε καὶ οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δένδρον. Καὶ ὅταν ποτίζεται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, ποὺ εἴστενε ἡ ρίζα τῶν παιδιῶν, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, μὲ καλὰ ἔργα, φυλάγει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας· ὡσὰν ξηραίνεστε οἱ γονεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες, θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν μαζί τους. Εἶνε μιὰ μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμεν τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁποὺ εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνωνται καὶ τὰ μῆλα γλυκά.

Ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, εἴχανε περάσει τρεῖς ἥμισυ χιλιάδες χρόνοι, ὁποὺ δὲν εἶχε πεθάνει παιδίον πρωτύτερα ἀπὸ τὸν πατέρα. Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον ἕνας ἄνθρωπος, τὸ ὄνομά του Θαρας (79). Ἔβαλε τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἔβγαλεν εἴδωλα νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισαν καὶ ἀποθαίνουν τὰ παιδιὰ πρωτύτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς, καθὼς καὶ τώρα ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονέων θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας.

Ἡ Θεοτόκος εἰς τὸν Ναὸν

Ὅταν ἔγινεν ἡ Δέσποιναν ἡ Θεοτόκος τριῶν χρονῶν, ἐνθυμήθηκαν οἱ γονεῖς τὸ χρέος ὁποὺ εἴχανε εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί χρέος εἴχανε; Τὴν εἴχανε ταμένη τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τὴν ἐπῆγαν καὶ τὴν ἀφιέρωσαν.

Καὶ καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐνθυμήθηκαν τὸ χρέος τους καὶ τὸ ἔκαμαν, ἔτσι πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἐνθυμούμεθα πάντοτε τὸ χρέος μας, ὁποὺ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν, νὰ τὸ κάμνωμεν, καὶ τότε νὰ ζητοῦμεν τὸν παράδεισον πληρωμήν. Καὶ τί χρέος ἔχομεν; Τὸν παράδεισον τὸν θέλομεν, καὶ τὸ χρέος μας δὲν τὸ ξεύρομεν. Σᾶς λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζητήσετε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὸ περισσότερον.

Χριστιανοί! Μὴ λησμονεῖτε ποτὲ τὰ χρέη σας

Μᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ τηράζωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ βλέπωμεν τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιον, τὸ φεγγάρι, τὰ πάντα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγωμεν: Θεέ μου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἥλιος εἶνε τόσον λαμπρός, ὁποὺ εἶνε κτίσμα, ἀμὴ ἐσύ, ὁποὺ ἔκαμες τὸν ἥλιον, πόσον εἶσαι λαμπρότερος!

Ἄχ, Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ βλέπωμεν οἱ γυναῖκες ἄνδρας καὶ οἱ ἄνδρες γυναίκας ἢ καὶ νὰ βλέπωμεν τοῦ ἀδελφοῦ μας τὸ πράγμα νὰ τὸ κλέπτωμεν καὶ νὰ φονεύωμεν τοὺς ἀδελφούς μας, ἢ νὰ παίζωμεν τὰ χαρτιά, τὰ παιγνίδια τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ αἵματα καὶ ἀδικίες τῶν ἀδελφῶν μας.

Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας. Ἔχομεν χρέος νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμεθα μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν καλὸν δρόμον. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας νὰ περιπατῶμεν εἰς τὰ βουνὰ ὡσὰν τοὺς σκύλους, ὡσὰν τὰ θηρία, νὰ πέρνωμεν τὸ σεγγούνι τους, νὰ τοὺς ψένωμεν καὶ νὰ παίρνωμεν τὰ πράγματά τους.

Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς πλοῦτον. Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετά, καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ἐξοδιάζωμεν εἰς τοὺς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάμωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριον, καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου· ἔτσι τὸ ἠξεύρετε. Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα ἔτσι νὰ κάμνετε, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε.

Θέλεις νὰ καταλάβης, ἀδελφέ μου, τὸ χρέος ὁποὺ ἔχεις εἰς τὸν Θεόν; Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ἔχεις μίαν γυναίκα. Εἶσαι εὐχαριστημένος νὰ τὴν φιλήση ἄλλος σὲ ἕνα μήνα; Ὄχι. Σὲ ἕνα χρόνο; Ὄχι. Σὲ δέκα χρόνους; Ὄχι. Σὲ πενήντα χρόνους; Ὄχι. Σὲ ἑκατὸ χρόνους; Ὄχι. Νὰ πορνεύσῃ ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου δὲν τὸ εὐχαριστεῖσαι, νὰ ἐγγίζη τὸ δάκτυλό του ἄλλος ἐπάνου της μήτε αὐτὸ δὲν θέλεις. Τόσην μερίδα σὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχῃς καὶ σὺ μὲ τὸν διάβολον, ὅσην μερίδα δὲν θέλεις καὶ ἐσὺ νὰ ἔχῃ ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου. Δὲν μᾶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὸν διάβολον καὶ διὰ τὴν κόλασιν, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου του καὶ διὰ τὸν παράδεισον. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας χριστιανοί μου.

Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

Εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἐπῆγαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκον, ἦτο ἀρχιερεὺς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ὁ πατὴρ τοῦ τιμίου Προδρόμου. Καὶ καθὼς τὴν εἶδε, τὸν ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκατάλαβε πὼς αὐτὴ εἶνε ὁποὺ μέλλει νὰ γεννήση τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὸν Χριστόν. Καὶ εὐθὺς τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν ἐφίλει, τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα.

Τὰ Μέρη τοῦ Ναοῦ καὶ ἡ Σημασία των

Διατὶ τὸ ἅγιον Βῆμα σημαίνει καὶ τὸν ἅγιον Τάφον τοῦ Χριστοῦ μας. Πηγαίνετε καμμίαν φορὰν εἰς τὸν ἅγιον Τάφον νὰ προσκυνήσετε; Εἰς ἄλλα κοσμικὰ καὶ διαβολικὰ πηγαίνετε, καὶ ἐκεῖ, ὁποὺ ἐβάλθηκεν ὁ Χριστός μας διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν πηγαίνετε; Τόσην ἀγάπην ἔχετε τοῦ Χριστοῦ;

Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα μίαν φορὰν τὸν χρόνον ἐπήγαινε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὴν ἔβλεπεν τὴν Θεοτόκον.

Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, ἅγιοι ἱερεῖς· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισε καὶ τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ σημαίνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ φυλάγεσθε ἐσεῖς οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴν μπαίνετε εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διατὶ βάνετε φωτιὰ καὶ καίγεσθε. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸ καθολικόν, ὁποὺ σημαίνει τὸν παράδεισον. Ὁμοίως πάλιν νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς καὶ οἱ γυναῖκες· εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸν νάρθηκα ὁποὺ σημαίνει τὴν πόρταν τοῦ παραδείσου.

Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμαστε μὲ εὐλάβειαν, μὲ φόβον καὶ τρόμον, διὰ νὰ λάβωμεν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Καὶ καθὼς ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸν τάφον καὶ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κοσμικά, ὁμοίως καὶ ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸ στασίδι πρέπει νὰ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κακά. Τὸ στασίδι τί εἶνε; Ἕνας τάφος ὀρθὸς καὶ μᾶς τὸν ἐχάρισεν ὁ Θεὸς διὰ διδάσκαλον, νὰ μπαίνωμεν μέσα καὶ νὰ στοχαζώμαστε τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον.

Ἂν τὸ κάμνετε ἔτσι, πολὺ καλὰ τὸ κάμνετε· εἰ δὲ καὶ πηγαίνετε καὶ στολίζεστε καὶ περιεργάζεστε ἕνας τὸν ἄλλον καὶ κάνετε κουβέντες καὶ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, βάνετε φωτιὰ καὶ καίεστε.

Ἡ Εὐθύνη τῶν Ἱερέων διὰ τὴν Τάξιν ἐν τοῖς Ναοῖς

Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Κάμετε λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν; -Κάνουμε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἀμὴ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τί τοὺς λέγετε; -Τοὺς λέγουμε νὰ μὴ κουβεντιάζουνε, μὰ αὐτοὶ δὲν μᾶς ἄκουν. -Καὶ τί εἶνε ἡ ἀφορμὴ καὶ δὲν σᾶς ἄκουν; Μὲ φαίνεται πὼς νὰ εἴστενε ἡ αἰτία ἡ ἁγιωσύνη σας καὶ δὲν σᾶς ἄκουν. Ἂς σηκωθῆ ἐπάνω ἕνας παπὰς ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη σας νὰ τὸν ἐρωτήσω ἕνα ἐρώτημα. Ἔχεις παιδιὰ παπά μου; -Ἔχω. Ὅταν βάνης τὴν τράπεζαν νὰ φάγουν ψωμὶ τὰ παιδιά σου, ποὺ πρέπει νὰ τὴν βάλης, εἰς τὴν μέσην ἀπὸ τὰ παιδιά σου, διὰ νὰ σώνουν ὅλα, ἢ εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴ τρώγουν; -Εἰς τὴν μέσην διὰ νὰ σώνουν ὅλα. Μὰ ἂν τύχη καὶ τὴν βάλης εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴν τρώγουν, δὲν πρέπει νὰ σὲ κατηγορήσουν τὰ παιδιά σου; -Πρέπει. -Νὰ ἰδοῦμε τώρα, δέσποτά μου, ποίος εἶνε πατέρας, τράπεζα ποιὰ εἶνε, τὸ φαγὶ ποίον εἶνε καὶ ποῖα εἶνε τὰ παιδιά.

Πατέρας πνευματικὸς καὶ ἐπίτροπος εἶσαι σύ, ἡ ἁγιωσύνη σου, ὁποὺ σὲ ἔκαμεν ὁ Θεός, μητέρα εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τράπεζα τὸ ἀναλόγι, φαγὶ εἶνε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, παιδιὰ πνευματικὰ εἶνε οἱ χριστιανοί. Τώρα δὲν μὲ φαίνεται πὼς ὁμοίως πρέπει νὰ κάνης καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου (δὲν τὸ λέγω μόνον διὰ λόγου σου, ἀλλὰ νὰ ἀκούουν καὶ οἱ ἄλλοι), νὰ βάλης τὸ ἀναλόγι εἰς τὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας, νὰ διαβάζης παστρικὰ καὶ μεγαλοφώνως διὰ νὰ ἀκούουν ὅλοι οἱ χριστιανοί; (80). Καὶ ὡσὰν ἀκούουν, δὲν κουβεντιάζουν· ἀμὴ ὅταν διαβάζης ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὰ λέγης μέσα σου, ὁποὺ ὁ Χριστὸς τὰ ἠξεύρει καὶ τὰ ἀκούεις μοναχός σου, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὡσὰν δὲν ἀκούουν καὶ δὲν ἔχουν φαγί, ἀρχινοῦνε τὰ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ λέγει ἡ μία γυναίκα τὴν ἄλλην ποία ἔχει καλύτερον φόρεμα καὶ στολίδια, ὕστερα παίρνουν καὶ φεύγουν καὶ δὲν ἔχουν ὄρεξιν νὰ ματαέρθουν. Καὶ γίνεσαι αἰτία καὶ κολάζονται καὶ ἐκεῖνες καὶ κολάζεσαι καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου.

Μὰ τί πρέπει νὰ κάμης, παπά μου, διὰ νὰ μὴν κολασθῆς; Ἐτραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Ἐγὼ εἶδα μίαν φορὰν ἕνα πόρνον, ὁποὺ ἐδιάβαινε ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα σπίτι ὑψηλό, καὶ εἰς ἕνα παράθυρον μίαν κόρη. Τὴν εἶδε ὁ πόρνος, μὰ δὲν τὴν ἔβλεπε τόσον καλά. Ἀνέβηκε εἰς ὑψηλότερον τόπον καὶ τὴν ἔβλεπε καλύτερα. Ἀρχίνισε καὶ ἐτραγούδα καὶ ἔλεγε: Ἂχ μαῦρα μάτια, μαῦρα φρύδια (νὰ εἰπῶ καὶ ἄλλο ἕνα) στοῦ παπᾶ τὰ παραθύρια. Τί ἤτανε ὁ σκοπός του; Νὰ διώξη τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς κόρης καὶ νὰ τῆς φέρη τὸν διάβολον· νὰ διώξη τὴν παρθενίαν καὶ νὰ φέρη τὴν πορνείαν.

Τώρα δὲν πρέπει ἡ ἁγιωσύνη σου νὰ κάμης ὁμοίως; Νὰ ἀνεβῆς ὑψηλὰ καὶ νὰ λέγης μὲ κατάνυξιν καὶ μεγαλοφώνως: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου». Καὶ ἂν ἠμπορής, νὰ κλαίης, διὰ νὰ διώξης τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ φέρης τὸν Χριστόν· νὰ διώξης τὴν πορνείαν καὶ νὰ φέρης τὴν παρθενίαν· νὰ διώξης τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ νὰ φέρης τὴν ταπείνωσιν. Ἂν θέλετε, ἱερεῖς, νὰ σωθῆτε καὶ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ χριστιανοί, αὐτὸ κάμετε.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου

Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἦτο δώδεκα χρόνους. Ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔτρεφε μὲ οὐρανίαν τροφήν, μὲ τοὺς Ἀγγέλους ἐσυνομιλοῦσε καὶ ἔγινε καὶ καλλιωτέρα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους (81) ἐφώτισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα της καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὲς οἰκονομίες. Καὶ ἔρχεται ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον περισσότερον καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Ἀγγέλους, διότι ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινόν, τὸν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν νὰ μείνεις παρθένος, διὰ νὰ ἐλευθερώση ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, καθὼς οἱ Προφῆται προεκήρυξαν. Τότε ἐσηκώθηκε ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πῶς ἐκαταδέχθης νὰ γίνης ἄνθρωπος ἀπὸ μένα τὴν δούλην σου. Ἕτοιμη εἶμαι λοιπὸν ἡ δούλη σου καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον. Εὐθὺς συνέλαβε τὸν γλκύτατόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν.

Ὁ Εὐλογημένος Γάμος - Ὁ Κατηραμένος Γάμος

Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα, ἐπειδὴ καὶ ἡ γυναίκα ἔλαβε πρῶτον τὴν κατάραν εἰς τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα ἐκρήμνισε τὸν κόσμον καὶ τὸν ἐπήγε εἰς τὴν κόλασιν, πάλιν ἡ γυναίκα ἐγέννησε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν.

Ἐγεννήθηκεν ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον, ἐπειδὴ καὶ ἡ ἀρραβώνα εἶνε ἀρχὴ τοῦ γάμου, διὰ νὰ δείξη καὶ ἐσένα παράδειγμα, πὼς τὸ δακτυλίδι ὁποὺ πρῶτον δίδει ὁ ἄνδρας εἰς τὴν γυναίκα πρέπει νὰ εἶνε μαλαματένιο καὶ νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸ δάκτυλό της ἡ γυναίκα καθαρὴ ὡσὰν ἐτοῦτο τὸ μάλαμα. Ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ προτιμήσῃς νὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου παρὰ νὰ καταπατήσῃς τὴν τιμὴν τοῦ ἀνδρός σου. Ὁμοίως στέλνεις καὶ ἐσὺ ἡ γυναίκα εἰς τὸν ἄνδρα ἕνα δακτυλίδι ἀσημένιο, νὰ τὸν διδάξης καὶ αὐτόν. Τοῦ φανερώνεις μὲ τὸ δακτυλίδι καὶ λέγεις πὼς ἀνίσως καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας καὶ εἶσαι στέρεος ὡσὰν τὸ ἀσήμι, ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ βάνης τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου διὰ τὴν γυναῖκά σου. Αὐτὸ φανερώνει ἡ ἀρραβώνα τοῦ γάμου. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς οἱ παντρεμένες τίμια διὰ τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός· σᾶς ἐχάρισε καὶ εὐλογημένον γάμον. Νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους· ἀνάμεσα εἰς τὰ πολλὰ κακὰ ὁποὺ ἔχουν, ἔχουν καὶ καταφρονεμένον γάμον.

Πῶς γίνεται ὁμοίως ὁ γάμος τῶν χριστιανῶν εὐλογημένος καὶ πῶς γίνεται καταφρονημένος, ἤγουν κατηραμένος, δὲν εἶνε ἐδικόν μου ἔργον νὰ ἠξεύρω καὶ νὰ τὸ διδάσκω· ἐγὼ πρέπει νὰ ἠξεύρω τὴν καλογερικήν μου νὰ σωθῶ. Εἶνε ἄπρεπον ὁ καλόγηρος νὰ διδάσκη περὶ γάμων. Μὰ πάλιν ἀπὸ τὸ ἄπρεπον ἐβγαίνομεν κέρδος. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ, παιδί μου, ἔπρεπεν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου νὰ σοῦ τὰ εἰπῆ. Μὰ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠξεύρουν νὰ σοῦ τὰ εἰποῦν, σοῦ λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζήτησε καὶ ἀπὸ λόγου σου νὰ μάθης τὰ πολλά.

Ἄκουσε, παιδί μου· ὅταν θέλης νὰ ὑπανδρευθῇς, νὰ ζητήσῃς πρῶτον, γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ἀπὸ τὴν συγγένειά σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας· δεύτερον, νὰ ἔχῃ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν της· καὶ τρίτον, νὰ εἶνε στολισμένη μὲ τὴν ἐντροπήν. Ἐπῆρες γυναίκα πτωχή, ἐπῆρες σκλάβα· ἐπῆρες γυναίκα πλούσια, ἔγινες ἐσὺ σκλάβος, ἐπῆρες ραβδὶ τῆς κρεφαλῆς σου. Πρώτον νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ στεφανώνεστε εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Καὶ πῶς πρέπει νὰ στεφανώνεστε; Νὰ πάρη ὁ παπὰς τὸ νουνό, τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύφη, ἕνα δυὸ ἀνθρώπους, νὰ πάρη μία λειτουργία, νὰ βάλῃ τὰ στέφανα, δυὸ δακτυλίδια καὶ δυὸ λαμπάδες. Νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Νὰ βάνη τὸν ἄνδρα εἰς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν γυναίκα εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ νὰ πηγαίνη μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ὁ παπὰς νὰ ἀνάψη τὰς δυὸ λαμπάδας καὶ νὰ κρεμάση τὰ στεφάνια ἐμπρὸς εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν καὶ νὰ βάνη τὰ δυὸ δακτυλίδια ἐπάνω, τὸ ἕνα νὰ τηράζη μέσα καὶ τὸ ἄλλο ἔξω, διατὶ φανερώνει πὼς ὅταν γυρίζῃ ὁ ἀρραβωνιαστικὸς καὶ τηράζῃ τὴν ἀρραβωνιαστικήν, νὰ γυρίζῃ τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος· ὁμοίως καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικὴ τὸν γαμβρόν. Καὶ ὡσὰν τελειώσῃ τὴν λειτουργίαν, νὰ πάρη τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύμφη νὰ τοὺς βάλη ἀντάμα. Καὶ νὰ πάρῃ τὸ θυμιατὸ καὶ τὶς δυὸ λαμπάδες ἀναμμένες, νὰ θυμιάσῃ τὸ γαμβρὸ σταυροειδῶς τρεῖς φορές.

Τὸ θυμιατὸ σημαίνει τὴν Δέσποινα, τὴν Θεοτόκον· τὰ κάρβουνα εἶνε μέσα στὸ θυμιατὸ καὶ δὲν καίεται· ἔτσι καὶ ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἐδέχθηκε τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἐκάηκε, ἀλλὰ μάλιστα ἐφωτίσθηκε. Τὸ θυμίαμα σημαίνει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ κούπωμα τοῦ θυμιατοῦ σημαίνει τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ τρεῖς ἁλυσίδες σημαίνουν τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ἔτσι θυμιάζει ὁ ἱερεὺς τὸν γαμβρόν, τὸν διδάσκει λέγοντάς του: Ἐγὼ ἐτοῦτο προσκυνῶ· καὶ ἂν θέλης καὶ ἐσὺ καὶ εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, ἐτοῦτο προσκύνα. Καὶ ἔτσι σκύφτει καὶ προσκυνεῖ καὶ ὁ παπὰς καὶ ὁ γαμβρός. Αὐτὸ σημαίνει τὸ θυμιατό.

Καὶ ἐρωτᾶ ὁ παπὰς τὸν γαμβρόν: Θέλεις τὴν Μαρίαν διὰ γυναῖκά σου; Ἀνίσως καὶ εἰπῇ: Τὴν θέλω, τοῦ δίδει τὴν λαμπάδα. Ὁμοίως ρωτᾶ καὶ τὴν νύμφην: Θέλεις ἐσύ, Μαρία, τὸν Ἰωάννην διὰ ἄνδρα; Ἀνίσως καὶ τὸν θέλῃ, δὲν ὁμιλεῖ, μόνον σκύπτει τὴν κεφαλήν της· εἰ δὲ καὶ δὲν τὸν θέλει καὶ εἶνε χωρὶς τὸ θέλημά της, φωνάζει: Δὲν τὸν θέλω. Καὶ ὡσὰν εἰπῇ πὼς δὲν τὸν θέλει, ὁ παπὰς νὰ μὴ βάλῃ χέρι νὰ τοὺς στεφανώσῃ, διότι κολάζονται. Ἂν εἶνε μὲ τὸ θέλημα καὶ τῶν δυό, ἔ, τότες νὰ τοὺς στεφανώνει. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ στεφάνωμα νὰ τοὺς μεταλαμβάνῃ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἀνίσως ἔχουν κανένα ἐμπόδιο, ἂς τοὺς κοινωνήσῃ τὸ κοινὸν ποτήριον. Ὕστερα τοὺς παίρνουν ψάλλοντας, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι κάνει δέησιν ὁ παπάς, εὐλογεῖ τὴν τράπεζαν καὶ φεύγει.

Καὶ ὡσὰν περάσουν τρεῖς ἡμέρες, ἔ, τότες νὰ σμίγετε τὸ ἄνδρογυνον· καὶ νὰ φυλάγετε τὶς Κυριακές, ἑορτὲς μὲ εὐγένειαν, ὡσὰν χριστιανοί. Δὲν ἔδωσεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα διὰ πορνείαν, ἀλλὰ διὰ παιδιά. Καὶ νὰ μὴν κοιμᾶστε εἰς ἕνα στρῶμα τὴν Κυριακήν, διότι μᾶς γκρεμνίζει ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα τὶς ἑορτές. Καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ φεύγῃς τὴν ξένην γυναίκα καθὼς φεύγεις τὸ φίδι. Καὶ ὄχι μόνον τὴν ξένην γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φεύγῃς καὶ τὴν ἐδικήν σου. Ἔτυχεν ἡ γυναῖκα σου καὶ ἔχῃ συνήθειαν ἢ ἐγγαστρώθη, πρέπει νὰ φυλάγεσαι, ἢ ἐγέννησε καὶ δὲν ἐσαράντισε, δὲν ἐκαθαρίστηκε. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ σμίξης μὲ τὴ γυναῖκά σου, πάρε παράδειγμα· ρώτησε τὸν γεωργὸν νὰ ἰδῆς πόσες φορὲς σπέρνει τὸ χωράφι τὸ χρόνο. Μίαν φορὰν καὶ τὸ ἀφήνει ὡς ὁποὺ γίνεται, καὶ τότε τὸ θερίζει· καὶ ὕστερα πάλιν, ὡσὰν θέλη, τὸ ματασπέρνει. Ὁμοίως καὶ ἐσύ, ἀδελφέ μου. Ἔσμιξες μὲ τὴν γυναῖκά σου, ἐγγαστρώθηκε; Ἀναχώρησε ἕως ὁποὺ γεννήση, νὰ σαραντίση καὶ καθαρισθῆ, καὶ τότε σπέρνεις καὶ ἄλλο. Καὶ κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά. Ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα λόγον, μὰ εἶνε αἰσχρὸς κομμάτι καὶ θέλετε μὲ κατηγορήσετε. Δὲν βλέπετε τὰ ζῶα ποὺ σμίγουν ἕως ποὺ ἐγγαστρωθῆ τὸ θηλυκὸν καὶ ὡσὰν γεννήση, ε, τότες ματασμίγουν; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ ντρεπόμαστε νὰ εἴμαστε χειρότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα; Μὰ πάλιν δὲν ἠμπορεῖς νὰ κάμνης αὐτό, σοῦ πέφτει βαρύ; Κἀμὲ ἄλλο· ταπεινώσου καὶ εἰπὲ πὼς εἶσαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλὸς καὶ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῶα· κατηγόρησε τοῦ λόγου σου, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖ νὰ σὲ σπλαχνισθῇ ὁ Θεὸς νὰ σὲ σώσῃ. Ἀμὴ νὰ κάμης τὴν ἁμαρτίαν, νὰ καυχᾶσαι, νὰ λέγης πὼς εἶσαι ἅγιος, γίνεται τοῦτο νὰ εἶνε; Ὡσὰν παιδιά μου πνευματικὰ σᾶς συμβουλεύω· σᾶς τὸ εἶπα πὼς εἰς σὲ λόγου μου εἶνε ἄπρεπον νὰ τὰ λέγω αὐτά, μὰ τί νὰ κάμω πάλιν; Βλέποντας τὸ γένος μας εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται, ἐστενεύτηκα καὶ σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε τίποτες.

Καὶ νὰ εἶνε ὁ ἄνδρας ὡς βασιλεὺς καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν βεζίρης, ἤτοι ὁ ἄνδρας ὡσὰν κεφαλὴ καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν σῶμα, τότε εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ σας καὶ δὲν σᾶς κολλᾶ κανένα κακὸν πράγμα, μήτε ἀμποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα. Ἔτσι περνᾶτε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνετε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεστε πάντοτε. Καὶ πλέον ἐξουσίαν δὲν ἔχετε νὰ χωρίζεστε καὶ μόνον ὁ θάνατος καὶ ἡ πορνεία σᾶς χωρίζει. Καὶ ἂν τύχη καὶ ξεπέση ἡ γυναίκα μὲ ἄλλον ἄνδρα ἢ ὁ ἄνδρας μὲ ἄλλην γυναίκα, ἔχουν χρέος νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν ἀρχιερέα νὰ τοὺς χωρίζη. Μὰ πάλιν ἐκεῖνος ὁποὺ ἀδικηθῆ ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, καὶ δὲν τὴν χωρίση, ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του. Ἀμὴ εἶνε τρόπος ἡ γυναῖκα σου νὰ πορνεύσῃ μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὴν συγχωρήσῃς; Εἶνε. Καὶ τί τρόπος εἶνε; Ἐσύ, παιδί μου, πηγαίνεις τὴν ξενειτιά, εἰς τὸ χωράφιον, ἡ γυναῖκα σου ἐξέπεσε μὲ ἄλλο πρόσωπον. Ἦλθες εἰς τὸ σπίτι σου. Τί πρέπει νὰ κάμῃ ἡ γυναίκα σου; Πρέπει νὰ πάρη ἕνα τσεκούρι καὶ ἕνα ξύλο καὶ νὰ σοῦ βάλη μίαν μετάνοιαν καὶ νὰ σοῦ φιλήση τὸ χέρι καὶ νὰ εἰπῆ: Πάρε ἐτοῦτο τὸ τσεκούρι καὶ τὸ ξύλο καὶ νὰ μὲ κάμης χάριν· βάλε με ἐπάνω νὰ μὲ κάμης λιανὰ κομμάτια, ρίξε με νὰ μὲ φᾶνε οἱ σκύλοι, διατὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω τὸ πρόσωπόν σου, ἐπειδὴ καὶ ἐκαταπάτησα τὴν τιμήν σου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν θυγατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἔγινα θυγατέρα τοῦ διαβόλου. Τί λέγεις, παιδί μου, σὲ βαστᾶ ἡ καρδιά σου νὰ τὴν σκοτώσῃς ἢ νὰ τὴν συγχωρέσῃς; Μὲ φαίνεται πὼς θὰ πῆς: ἂς εἶσαι συγχωρεμένη, μὰ ἄλλην φορὰν νὰ μὴ τὸ ματακάμῃς. Ἀμὴ πότε τὴν χωρίζεις; Ὅταν ἔλθῃς ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ καὶ τὸ μάθῃς ἀπὸ τὸν γείτονά σου, τότε βιάζεσαι ἐξ ἀνάγκης νὰ τὴν χωρίσῃς. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος αὔριον εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, ἀνίσως καὶ μᾶς εὕρῃ ἀνεξομολόγητους, ἀμετανοήτους, ἀδιορθώτους, βιάζεται νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν· εἰ δὲ ὅταν μᾶς εὕρῃ μετανοημένους, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς βάνει εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμαστε πάντοτε.

Γίνεται πάλιν κατηραμένος ὁ γάμος νὰ πάρης γυναίκα ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, καὶ νὰ βάνης τύμπανα καὶ βιολιά, χοροὺς καὶ τραγούδια, ντουφέκια, στολίδια, καὶ ἄλλα διαβολικὰ καμώματα. Τότε γίνεται κατηραμένος ὁ γάμος, γεννῶνται τὰ παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά, κουτσά, κακορρίζικα, σεληνιάζονται καὶ τὰ βλέπετε ἐσεῖς οἱ γονεῖς καὶ καίεται ἡ καρδιά σας καὶ σᾶς θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ νὰ μὴν τὸν κάμνετε τὸν γάμον τὴν Κυριακήν, μόνον ὅποια ἡμέρα θέλετε τῆς ἑβδομάδος. Ὄχι πὼς τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀταξίας ὁποὺ γίνονται καὶ μάλιστα λείπετε καὶ ἀπὸ τὴν Λειτουργίαν· καὶ ἡ Λειτουργία πρέπει νὰ γίνεται ξεχωριστὴ διὰ τὸν γαμβρὸν καὶ διὰ τὴν νύφην.

Ὁ Μοναχικὸς Βίος

Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἐκείνην τὴν ἡμέραν, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦμεν τὸ μάλαμα ἀπὸ τὸ ἀσήμι, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν γάμον, ναί, μὰ περισσότερον τὴν παρθενίαν, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα πὼς ἀνίσως καὶ ἠμπορῆς νὰ φυλάξῃς παρθενίαν καὶ θέλης νὰ γίνης καλόγηρος ἢ ἡ γυναίκα καλογραία, εἶσαι καλότυχος καὶ τρισμακάριος, εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ ἐτοῦτα τὰ κοσμικά, εἶσαι ὡσὰν ἄγγελος.

Ἀμὴ ὡσὰν θέλης νὰ φυλάξῃς τὴν παρθενίαν, πρέπει πρῶτον θεμέλιον νὰ βάλῃς τὴν ἀκτημοσύνην καὶ νὰ μὴν ἔχῃς σακκούλαν, νὰ μὴν ἔχῃς κασέλα καὶ νὰ τηγανίζῃς τὸ σῶμα σου καθὼς τηγανίζεις τὸ ψάρι μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, μὲ κακοπάθειες, διὰ νὰ νεκρώνης, νὰ ταπεινώνης τὴν σάρκα, ὁποὺ εἶνε ἕνας λύκος, ἕνα γουρούνι, ἕνα θηρίον, ἕνα λεοντάρι.

Καὶ νὰ φεύγης τὸν κόσμον, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα· καὶ ὄχι πάλιν νὰ μισῆς τὴν γυναίκα, διατὶ εἶνε πλάσμα Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ πάθη ὁποὺ ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἂν τύχη καὶ περάσῃς ἀπὸ ἕνα σοκάκι καὶ εἰς τὸ ἕνα μέρος εἶνε ἡ γυναίκα καὶ εἰς τὸ ἄλλο εἶνε ὁ διάβολος, νὰ μὴν ἀπεράσῃς ἐκεῖθεν ὁποὺ εἶνε ἡ γυναίκα, μόνον ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἶνε ὁ διάβολος, διατὶ κάνεις τὸν σταυρό σου καὶ φεύγει, μὰ ἡ γυναίκα δὲν φεύγει. Καὶ καθὼς εἶνε δύσκολον τὸ ἀρνὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τὸν λύκον καὶ νὰ μὴν φαγωθῆ ἢ τὰ λιανόξυλα μὲ τὰ κάρβουνα νὰ μὴν καγοῦν, ἔτσι εἶνε δύσκολον ὁ καλόγηρος νὰ συναναστρέφεται μὲ γυναῖκες καὶ ἡ καλογριὰ μὲ ἄνδρες καὶ νὰ μὴν μολυνθοῦν καὶ νὰ σκανδαλισθοῦν. Μὲ ἄλλον τρόπον δὲν ἠμπορεῖ ὁ καλόγηρος νὰ σωθῆ παρὰ μακρυὰ νὰ φεύγη τὸν κόσμον. Εἶνε κανένας καλόγηρος ἐδῶ; Φύγε, καλόγηρέ μου, πήγαινε εἰς τὴν ἔρημον, ἐὰν θέλης νὰ σωθῆς (82).

Μὰ θέλετε εἰπῆ; Καὶ ἐσὺ καλόγηρος εἶσαι διατὶ συναναστρέφεσαι εἰς τὸν κόσμον; Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, κακὰ κάμνω· μὰ ἐπειδὴ τὸ γένος μας ἔπεσεν εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἂς χάση ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καὶ ἂς κερδίση τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή σας σώση καὶ ἐμένα.

Βάπτισμα - Μετάνοια

Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δείξη τὸν τρόπον, πῶς νὰ βγάνωμεν ἐκείνην τὴν κατάραν, ὁποὺ ἔλαβεν ὁ πατέρας μας ὁ Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡ μητέρα μας, ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον.

Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε χιλιάδες φορὲς εἰς τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ μας ἐχάρισεν ὁ Κύριος καὶ μάλιστα εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ φυλάγωμεν τὸ Βάπτισμα καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον ὅσον εἶνε δυνατόν.

Εἰ δὲ καὶ τύχει καὶ σφάλωμεν ὡς ἄνθρωποι, ἂς εἶνε δεδοξασμένος ὁ πανάγαθος Θεός, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ δεύτερον Βάπτισμα, τὴν ἁγίαν Ἐξομολόγησιν· διατὶ ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄνθρωπος εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῆ.

Καλύτερα, ἀδελφέ μου νὰ θανατώσῃς ἑκατὸν ἄνθρωπους βαπτισμένους, παρὰ νὰ ἀφήσῃς ἕνα παιδίον ἀβάπτιστον νὰ ἀποθάνη. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη ἀποθάνη τὸ παιδίον καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸ βαπτίση, ἂς τὸ βαπτίση ὅποιος τύχη, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀδελφός, γείτονας καὶ μάλιστα ἡ μαμή. Βάλε ἀρκετὸ νερὸ καὶ λάδι, σταύρωσέ το καὶ βάπτισέ το. Εἰπέ: Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Καὶ ἂν ζήση, τὸ τελειώνει ὁ παπάς. Μὰ ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νερό; Πάρε τρεῖς φοῦχτες χῶμα καὶ χύσε το στὸ κεφάλι του καὶ εἰπὲ καθὼς καὶ πρῶτα. Ἔτυχε πάλιν καὶ δὲν ἔχεις καὶ χῶμα; Βάπτισε τὸ εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰπὲ ὁμοίως. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς ἕνας τρελλὸς καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος· ἔλεγε πὼς γίνεται κουμπάρος καὶ ἄφησε τὸ παιδίον ἀβάπτιστον καὶ ἀπέθανε, διὰ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν γυναῖκά του. Εἰς τὴν ἀνάγκην δὲν γίνονται κουμπάροι καὶ ὁ ἄνδρας ὡσὰν θέλη ματασμίγει μὲ τὴν γυναῖκα του, δὲν ἔχουν κανὲν ἐμπόδιον.

Ὁμοίως πάλιν, ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη νὰ ἀποθάνη καὶ ἕνας ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸν ἐξομολογήση, ἂς ἐξομολογηθῆ εἰς ὅποιον τύχη καὶ νὰ ἀποθάνη ἐξωμολογημένος· εἶνε ἐλπίδα πὼς ἠμπορεῖ νὰ σωθῆ· εἰ δὲ νὰ μεταλάβη ἀνεξομολόγητος, δὲν ὠφελεῖ τίποτες.

Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα.

Ὅποιος θέλει νὰ κάμη διὰ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν εὐγένιάν σας καμμίαν κολυμβήθραν, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ τοῦ εἰπῶ πῶς πρέπει νὰ τὴν κάμη καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁποὺ νὰ ἔδινε χίλια πουγγιὰ δὲν τὴν εὕρισκε. Ἄκου ἐσύ, παιδί μου, ἐσὺ ποὺ θέλης νὰ τὴν κάμης τὴν κολυμβήθραν· νὰ πῆς τοῦ μαστόρου νὰ τὴν κάμη δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ ἀπὸ μέσα καὶ μίαν ἀπιθαμὴν κάτω πλατειὰ καὶ ἀπάνω δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ πλατειά. Νὰ ἔχῃ δυὸ δάκτυλα πάτο ἀπουκάτου διὰ νὰ στέκη. Νὰ τῆς κάμης δυὸ χερούλια διὰ νὰ πιάνεται καὶ ἕνα καπάκι ἀπὸ πάνω διὰ νὰ σκεπάζεται. Καὶ νὰ εἶνε ὅλα χαλκωματένια, νὰ τὴν γανώσῃς. Καὶ πὲς τοῦ μαστόρου νὰ γράψη τὸ ὄνομά σου ἐπάνω διὰ νὰ μνημονεύεσαι.

Ἐσεῖς, παιδιά μου, παρακαλεῖτε νὰ βαπτίζετε παιδιά· καὶ δὲν εἶνε καλύτερα νὰ κάμετε κολυμβήθραν, νὰ βαπτίζετε χιλιάδες παιδιά, διὰ νὰ ἔχετε περισσότερον μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν σας; Καὶ νὰ ἐξετάζετε ὅποια ἐκκλησία δὲν ἔχει νὰ κάμετε. Καὶ εἰς τὴν Πόλιν νὰ φθάσῃς νὰ στείλης καὶ πανταχοῦ τὸν ἴδιον μισθὸν ἔχεις. Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ τὸν κὺρ Ἰωάννην, ὁποὺ θέλει νὰ φτιάση μιὰ κολυμβήθραν, νὰ εἰπῆτε τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.

Ἡ Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ Παράδειγμα

Ὡσὰν ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον, ἀρχίνισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμον νὰ μετανοοῦν, νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ ξερριζώση κάθε ἀπιστία καὶ κάθε κακίαν ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐμεταχειρίσθη νὰ δίνει ἄσπρα καὶ φλωρία καὶ καθὼς οἱ αἱρετικοὶ καὶ μάλιστα ὁ ἀντίχριστος· ἀλλ᾿ ἀρχίνισε νὰ κάμνη θαύματα καθὼς τὸν ἔπρεπε ὡσὰν Θεός, νὰ ἰατρεύη τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους καί, τὸ μεγαλύτερον, νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς νὰ ἀνασταίνωνται. Ἀνάστησε καὶ τὸν Λάζαρον, ὁποὺ εἶχε τέσσαρες ἡμέρας εἰς τὸν τάφον· ἔζησε καὶ τριάντα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἔγινε καὶ ἀρχιερεύς. Καὶ βλέποντας οἱ ἄνθρωποι φανερὰ τὸν Χριστόν μας νὰ κάμνη θαύματα ἐκατάλαβαν πὼς εἶνε Θεός, διατὶ μόνος ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνωνται.

Ἔπιπταν ἐκεῖ ἄνθρωποι χιλιάδες καὶ ἐπίστευαν καὶ ἐβαπτίζονταν. Καὶ ἐπίστεψαν καὶ μερικοὶ Ἑβραῖοι, μὰ οἱ μεγαλύτεροι, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν, ἀλλὰ ἔβαλαν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδιάν τους, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως τὴν σήμερον, καὶ ἔβαλαν σκοπὸν νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστόν μας.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς πάντα τὰ μέλλοντα καὶ μάλιστα τὴν κακίαν τῶν ἱερέων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα, καὶ βασιλεὺς νὰ εἶσαι, πάντοτε νὰ ταπεινώνεσαι καὶ νὰ τιμᾶς ἐκεῖνον τὸν πτωχὸν καὶ νὰ τὸν ἔχῃς καλύτερα ἀπὸ λόγου σου καὶ νὰ μὴν τὸν καταφρονᾶς διότι αὔριον βλέπεις ἐκεῖνον τὸν πτωχόν, τὸν γυμνόν, τὸν πεινασμένον, τὸν καταφρονημένον μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται, καὶ ἐσὺ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι.

Ἐκάθησεν ὁ Κύριος καὶ ἐδίδαξεν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ διάφορα τοὺς διδάσκει καὶ ἐτοῦτα καὶ λέγει: Νὰ ἠξεύρητε, μαθηταί μου, πὼς ἕνας ἀπὸ σᾶς, ὁ Ἰούδας, θέλει νὰ μὲ πουλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τρία φλωρία καὶ νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ μὲ ὑβρίσουν, νὰ μὲ δείρουν, νὰ μὲ σταυρώσουν· ὅμως μὴ λυπεῖσθε, μαθηταί μου, διατὶ ἐγὼ θέλω σταυρωθῶ μὲ τὸ θέλημά μου, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θέλω νὰ ἀναστηθῶ, νὰ δώσω ζωὴν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ ἀνάστασίς μου θέλει προξενήσει χαρὰ εἰς ὅλον τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς ὅλον τὸν κόσμον, φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου.

Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσῃ ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὴν οὐράνιον τροφήν, ἐπῆρε ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ τὸ εὐλόγησε καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον Σῶμα καὶ Αἷμά του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους. Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι εὐθὺς ὁποὺ ἐμετάλαβαν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ καλὴν γνώμην, μὲ καλὴν προαίρεσιν, ἐφωτίσθηκαν, ἐλαμπρύνθηκαν, ἔγιναν ὡς σοφοὶ διδάσκαλοι τοῦ κόσμου καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χαρὰν ἐλαλούσανε ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, καὶ ἐπέρασαν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.

Ὁ Ἰούδας. Λαϊκαὶ παραδόσεις περὶ αὐτοῦ

Ὁ Ἰούδας ὁ κακὸς ὁποὺ ἐμετάλαβε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ κακὴν γνώμην, μὲ κακὴν προαίρεσιν, ἐσκοτίσθη, ἐμπῆκεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδιάν του καὶ ἐπρήσθηκε τόσον, ὁποὺ εἰς ἕνα σοκάκι, ὁποὺ ἐχωροῦσαν νὰ περάσουν δυὸ ἁμάξια μὲ εὐκολία, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐχωροῦσε. Καὶ ἀπέθανε μὲ κακὸν θάνατον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε.

Ἦταν μία χώρα ποὺ ἐλέγετο Ἰσκαρία, κοντὰ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας Ἑβραῖος μὲ τὴ γυναῖκα του. Βλέπει ἡ γυναίκα του εἰς τὸν ὕπνον της πὼς θέλει νὰ γεννήσῃ ἕνα διάβολο νὰ κάψη ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ ἐφανέρωσε εἰς τὸν ἄνδρα της τί καὶ τί εἶδε. Τέλος πάντων ἐγέννησε τὸν Ἰούδα. Τὸν ἐφύλαξαν δυὸ μῆνες καὶ ὕστερα τὸν ἔβαλαν μέσα εἰς μίαν κασέλα καὶ τὸν ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἶπαν, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, νὰ γλυτώσῃ· ἀλλέως, ἂς χαθῇ. Ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα ἦταν κάποιοι περαστικοὶ καὶ βλέποντας τὴν κασέλα εἰς τὸ πέλαγος ἔκαμαν τρόπο καὶ τὴν ἔβγαλαν. Τὴν ἀνοίγουν καὶ ηὗραν τὸ παιδίον μέσα καὶ τὸ ἔβγαλαν καὶ τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν χώραν τους, τὴν Ἰσκαρίαν, καὶ δὲν τὸ εἶπαν κανενὸς πὼς τὸ ηὗραν εἰς τὴν θάλασσαν, μόνον εἶπαν πὼς εἶνε ὀρφανὸ παιδί. Εἶπαν οἱ γονεῖς του: Δὲν τὸ παίρνουμε νὰ τὸ κάμωμε παιδί μας; Καὶ ἔτσι τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἔθρεψαν. Εἰς τὸν χρόνον ἐγέννησε καὶ ἄλλον ἕνα παιδὶ ἡ μάνα του. Ὅταν ἐγένηκαν δώδεκα χρονῶν τὰ παιδία, ἐκάκισαν ἀνάμεσόν τους καὶ ὁ Ἰούδας ἔδειρε τὸ ἀληθινὸν παιδίον. Λέγουν οἱ γονεῖς τοῦ Ἰούδα: Διατί τὸ ἔδειρες τὸ παιδί μας; Ἐσένα σὲ ἔχουμε ψυχοπαίδι. Ἐμεῖς, παιδί μου, ἴσα θὰ σᾶς ἀφήσωμεν κληρονόμους νὰ μοιράσετε εἰς τὴν μέσην. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς ἴσα θὰ νὰ πάρη μερτικὸ μὲ τὸ ἄλλο παιδί, τί τὸν παρακίνησε ὁ διάβολος νὰ κάμῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του; Μίαν ἡμέρα ἐσήκωσε ἕνα λιθάρι καὶ ἐσκότωσε τὸν ἀδελφό του. Τί νὰ κάμη ὁ πατέρας; Νὰ τὸν σκοτώση; Τὸν ἐλυπήθη. Ὁ Ἰούδας, ὡσὰν ἐσκότωσε τὸ παιδί, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐμπῆκεν εἰς ἕνα βασιλέα δοῦλος. Καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσίαν, τὴν σακκούλαν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ ἐξοδιάζῃ, ἤτοι νὰ δίνῃ καὶ νὰ παίρνῃ. Διατί ἐμπῆκε εἰς τὸν βασιλέα; Ἀπὸ τὴν πολλήν του φιλαργυρίαν ποὺ εἶχε, ἐστοχάσθη πὼς κάτι ἔχει νὰ καζαντίσῃ. Θέλει νὰ δώσει δέκα παράδες νὰ πάρῃ ψάρια, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἔδινε τοὺς πέντε. Οἱ γονεῖς του, ὡσὰν δὲν εἶχαν ἄλλο παιδίον, τί νὰ κάμνουν, ἐπῆγαν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τὴν Σιών, ὁποὺ ἔκτισε ὁ Σολομών. Καὶ ὡσὰν ἐπῆγαν ἐκεῖ, τοὺς ἄρεσεν ὁ τόπος καὶ ἀγόρασαν ἕνα περιβόλι καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο ζούσανε. Ὁ Ἰούδας ἐπήγαινε καὶ ἔπαιρνε λάχανα ἀπὸ τὸ περιβόλι. Ἐδιάβηκε καιρὸς καὶ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὶς πολλὲς λέγει ὁ περιβολάρης: Διατί μοῦ κρατεῖς τὸ δίκαιόν μου; Τὰ λάχανα ὁποὺ ἔχεις παρμένα, κάνουν δέκα γρόσια, καὶ ἐσὺ μοῦ δίνεις τὰ πέντε· θέλω νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ βασιλέως πὼς μὲ ἀδικεῖς. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς θέλει νὰ τόνε μαρτυρήσῃ εἰς τὸν βασιλέα, ἔβγαλε ἕνα μαχαίρι καὶ τὸν ἔσφαξε. Φωνάζει ἡ γυναίκα: Πῶς νὰ κάμω, λέγει, βασιλεῦ; Ὁ δοῦλος σου ἐσκότωσε τὸν ἄνδρα μου. Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Τί νὰ κάμω; Λέγει του ἡ γυναίκα: Μὲ τί ἔχω νὰ κυβερνηθῶ, ποῖος θὰ μὲ θρέψῃ, ὁποὺ εἶμαι μέλος ἀδύνατον; Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Πάρε τὸν Ἰούδα διὰ ἄνδρα σου νὰ σὲ θρέψῃ. Τί νὰ κάνη ἡ στενεμένη, τὸν ἐπῆρε γιὰ ἄνδρα. Μίαν ἡμέραν ἐσυνομιλοῦσαν ἐκεῖ ποὖθε εἶνε ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος. Καὶ ἐρωτώντας καὶ ἐξετάζοντας ἐγνωρίσθηκαν πὼς εἶνε μάνα καὶ υἱός. Τότε λέγουν: Ἀλλοίμονον εἰς ἐμᾶς. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐπεριπάταγε ὁ Χριστός μας καὶ ἐδίδασκε. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας καὶ ἡ μητέρα, ἡ γυναίκα του, πὼς κάμνει θαύματα καὶ δὲν παίρνει ἄσπρα, εἶπεν ὁ Ἰούδας: Τώρα εἶνε καιρὸς νὰ πάγω νὰ καζαντίσω. Ἐπήγανε εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐξωμολογηθήκανε. Καὶ τοὺς ἐσυγχώρησε. Τοὺς εἶπε νὰ ὑπάγουν ὀπίσω. Ὁ Ἰούδας ἀπόμεινε καὶ ἔγινεν Ἀπόστολος. Ὁ Χριστός μας εὐθὺς τὸν ἐκατάλαβε πὼς εἶνε φιλάργυρος καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν σακκούλαν νὰ ἐξοδιάζῃ. Αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἐπούλησε καὶ τὸν Χριστόν μας διὰ τριάντα ἀργύρια εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ φιλαργυρία; Ἔτσι τὸ ἔκαμε καὶ ἕνας παπὰς εἰς μίαν χώραν· ἐπούλαγε τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του, διὰ νὰ παίρνῃ ἄσπρα. Καὶ τοῦ ἔκοψεν ὁ Θεὸς τὴν ζωήν του μὲ κακὸν θάνατον, ὡσὰν τὸν Ἰούδα, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μὲ τὸν διάβολον. Ἐκαταλάβατε, ἀδελφοί μου, τὸ νόημα, ὅποιος ἔχει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τί παθαίνει; Παθαίνει καθὼς ἔπαθε καὶ ὁ Ἰούδας.

Ἐσχάτη Ὥρα. Τὸ Τέλος Ἐγγύς. Ἀδελφοί, μετανοεῖτε!

Φθάνουν αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα, χριστιανοί μου. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμοὺς καθὼς καὶ ἐψές. Ὁ ἕνας λογισμὸς μὲ λέγει καθὼς καὶ ἐψὲς νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ εὐχηθῆτε, νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι χριστιανοί, ὁποὺ δὲν ἄκουσαν ποτὲ λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μὲ λέγει: Μίαν φορὰν ὁποὺ ἦλθες ἕως ἐδῶ, μὴ πηγαίνης· κάθησε καὶ τὸ βράδυ νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα· τότε εὔχεσαι τοὺς χριστιανούς, σὲ εὔχονται καὶ ἐκεῖνοι καὶ τότε πηγαίνεις. Τώρα τί σᾶς φαίνεται εὔλογον, ἀδελφοί μου, νὰ κάμω, νὰ πηγαίνω ἢ νὰ καθήσω; -Νὰ καθήσῃς ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου, ἂς εἶνε· διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διὰ τὴν ἀγάπην σας κάθομαι, μόνον νὰ συμμαζωχθῆτε εἰς τὶς ὀχτὼ ὧρες, νὰ διαβάσωμεν τὸν Ἑσπερινόν μας, νὰ εἰποῦμε καὶ μίαν Παράκλησιν, νὰ βάλωμεν τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον μεσίτρια, νὰ μεσιτεύσῃ εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ καὶ Υἱός της εἶνε ὠργισμένος κατὰ πάνου μας ἀπὸ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ θέλει νὰ μᾶς καταποντίση. Τί καρτεροῦμε, ἀδελφοί μου; σήμερον αὔριον τὸ τέλος τοῦ κόσμου· διὰ τοῦτο φροντίζετε νὰ διορθωθῆτε.

Ἀνακεφαλαίωσις τῆς Διδαχῆς

Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν τώρα εἰς τὸ τέλος· νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε, πὼς ἀξιωθήκατε καὶ εἶσθε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Ὁμοίως πάλιν νὰ κλαίγετε καὶ νὰ θρηνῆτε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὑπερηφανεύεστε, νὰ μὴν φονεύετε, νὰ μὴν κλέφτετε, νὰ μὴν κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴν λέγετε ψέματα, νὰ μὴν κατατρέχετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν συκοφαντῆτε, νὰ μὴν στολίζετε ἐτοῦτο τὸ σῶμα τὸ βρώμικο, ὁποὺ αὔριον θὰ τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν σας, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νηστεύετε τὸ κατὰ δύναμιν, προσεύχεσθε τὸ κατὰ δύναμιν καὶ νὰ ἔχετε τὸν θάνατον πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σας. Καὶ ἕτερος καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον.

Δὲν εἶμαι ἄξιος, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω· πλὴν ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση καὶ αὐτὴν τὴν χῶραν καὶ ὅλα τὰ χωρία τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τὰ σπίτια σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ εὐσπλαχνισθῇ ὁ Κύριος, νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, νὰ δοξάζητε, νὰ προσκυνῆτε Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον.

Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ λόγου σας νὰ ἀφήσῃ τὰ γένειά του, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν φιλεύσω ἕνα χτένι καὶ νὰ βάνω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ γίνωμεν καὶ ἀδελφοί.

Ὅποια γυναίκα θέλει νὰ κάμη φερετζέ, διὰ νὰ σκεπάζεται ὅταν πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν (84), ἂς μοῦ τὸ εἴπῃ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὴν συγχωρέσουνε καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸν εἰς ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήση διὰ τὴν ψυχήν της καὶ διὰ τὰ παιδιά της.

Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζῃ ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθη ἕως τώρα, καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὅπου ἂν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά, δὲν τὴν ἐματάβρισκε.

Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτόν. Συγχωρεῖτε με καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι.


ΔΙΔΑΧΗ Η´

Οἱ Ἄνθρωποι Σκλάβοι τοῦ διαβόλου

Ὁ Χριστὸς Ἐλευθερωτής

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης (85) καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, βλέποντας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζαν νὰ τὸν πιστεύσουν, ὁποὺ αὐτὸς εἶνε καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλα τὰ ποιήματα αὐθέντης καὶ κυβερνήτης, καὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας οὐδὲν ἕνα δύναται νὰ στερεωθῆ, καὶ βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ τοὺς ἐπλανοῦσε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τοὺς εἶχεν ὅλους εἰς τὸ ἰδικόν του θέλημα καὶ τοὺς ἔκαμεν ὅλους εἰδικούς του καὶ φαμελίτες του, καὶ ἠθέλησεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἐντροπιάση τὸν διάβολον καὶ νὰ ξεσκλαβώση τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν διάβολον, νὰ ἔχῃ μεγάλην χάριν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Διὰ τοῦτο ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, νὰ τὸν ἰδοῦμεν καὶ νὰ τὸν μάθωμεν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτὸν ἄλλος δὲν εἶνε, καὶ νὰ πιστεύσωμεν, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς μιαρᾶς χείρας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὸν παράδεισον πάντοτε καὶ νὰ μὴ καιγώμαστε εἰς τὴν κατηραμένην κόλασιν μαζὶ μὲ τοὺς κατηραμένους δαίμονας.

Τὸ Κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων

Καὶ νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου· ἐτούτην τὴν γῆν, ὁποὺ κατοικοῦμεν, τὴν ἔχει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καθὼς ἔχει ἕνας βασιλεὺς καὶ μαζώνει ὅλα τὰ βασιλικὰ χρέη καὶ παίρνει ἀπὸ χωράφια, ἀπὸ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ στέλνει ἀνθρώπους ἰδικούς του καὶ τὰ μαζώνουν κάθε χρόνον, καὶ ὅταν τὰ πηγαίνουν ἐκεῖνοι ἔμπροσθεν εἰς τὸν βασιλέα χαίρεται ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς δίδει μεγάλα χαρίσματα καὶ τοὺς ἔχει φίλους ἠγαπημένους, ἔτσι ἔχει καὶ ὁ Χριστός μας τὴν γῆν ὡσὰν ἀμπέλι, ὅλον τὸν κόσμον.

Καὶ ἔβαλεν ἐργάτας τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εὐθὺς ἔμαθον γράμματα καὶ ὅλες τὶς γλῶσσες, ὅτι πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀγράμματοι καὶ μίαν γλώσσαν μόνον ἤξευραν· καὶ ἀφοῦ τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς ἐφύσησεν εἰς τὸ στόμα τους καὶ ἔλαβον χάριν, ὅλα τὰ γράμματα καὶ τὶς γλῶσσες τὶς ἔμαθον. Καὶ τοὺς ἔστειλεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τοὺς εἶπεν: Σύρτε εἰς ὅλον τὸν τόπον καὶ εἰς ὅλην τὴν γῆν, κάστρα καὶ χωρία καὶ εἰπέτε τους, ἂν ἴσως θέλουν νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τοὺς βάλω εἰς τὸν παράδεισον, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγουν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος: Νὰ τινάζετε καὶ τὰ παπούτσια σας ἀπὸ τὸν κονιορτὸν καὶ νὰ δώσητε κατάραν καὶ νὰ φύγετε.

Καὶ ὡσὰν ἔλαβον οἱ Ἀπόστολοι τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐθὺς ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ μετ᾿ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλούς, λεπρούς, ἀρρώστους καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· καί, τὸ μεγαλύτερον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζαν τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνονταν. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διακόνους, ἀναγνώστας ἔκαμναν καὶ ἐκκλησίας· καὶ εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη καὶ ἐγίνονταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος (86), μία μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, δὲν εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη· ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.

Ὁ Πόθος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ

Πρέπον καὶ εὔλογον ἦτον, ἀδελφοί μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν καρδίαν καθαρὴν ὡσὰν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, διὰ νὰ φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, νὰ ἀκουσθῆ ἕως ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. Ἰδοὺ ὁποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ σᾶς ἀπόλαυσα. Μὰ ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ ὅλα τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, νὰ εὐσπλαχνισθῇ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση παιδιά μου, ὁ Θεὸς νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζητε τὴν ἁγίαν Τριάδα. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου ἀπὸ τὸν Θεόν· καὶ παρακαλῶ τὴν αὐθεντίαν σας νὰ ἀκούσητε μὲ κάθε προθυμίαν τὸν λόγον μου, καθὼς τὸν ἄκουσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.

Ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Πλησίον

Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον καὶ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη· καὶ λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Ὅμως πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσην μεγάλην γῆν, νὰ κατοικοῦμεν ἐδῶ τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, φωτιάν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Καὶ ἡμᾶς μᾶς ἔκαμε ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἱρετικοὺς (87).

Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, παιδιά μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε τὴν πάσαν ἀλήθειαν· ποίον ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Ἐσεῖς τώρα μὲ τὸν νοῦν σας τὸν Θεὸν ἀγαπᾶτε· πολλὰ καλὰ τὸ γνωρίζετε καὶ τὸ θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα καὶ γνωστικὰ εἶσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας. Μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν εἶνε σωστή, εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπεται καὶ ἄλλο τίποτας; Πόθεν νὰ καταλάβωμεν; Ἀπὸ λόγου μας. Ἐσὺ ἔχεις ἕνα παιδί, ἀδελφέ. Ἐγὼ ἐσένα σὲ ἀγαπῶ, σὲ ἐκτιμῶ, σὲ λέγω καλὸν διὰ λόγου σου, καὶ τὸ παιδί σου τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, λέγω κακὸν διὰ λόγου του καὶ παίρνω τὸ ψωμί του καὶ τὸ τρώγω καὶ τὸ ροῦχο του τὸ παίρνω καὶ τὸ φορῶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοι φαίνεται νὰ λέγεται ὄχι ἔτσι. Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πατέρα, πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τὸ παιδί. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφόν του, τὸν χριστιανόν· διατὶ ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν, μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, ἕνα νόμον, ἕνα προσκύνημα καὶ εἴμαστε ἀδελφοὶ ὅλοι.

Ἀκόμη νὰ ἠξεύρετε, ἀδελφοί μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα νὰ δυναμώνη τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸν ἀδυνατίζη εἰς τὰ κακά. Νὰ ἠξεύρετε, τέκνα μου, πὼς ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμὶ νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίνω καλά· ἐσεῖς δὲν ἔχετε. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός, δῶσε καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ φάγε καὶ σὺ τὸ ἄλλο. Ἔχω φορέματα. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Δῶσε τὸ ἕνα τὸν ἀδελφόν σου καὶ ἐσὺ φόρει τὸ ἄλλο. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, νὰ σὲ γελάσω, καὶ εὐθὺς θυμοῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ μοῦ νεκρώνει τὸ στόμα καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ εἰπῶ ψεύματα. Ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω τὸ πράγμά σου, τὰ ἄσπρα σου, τὸν βίον σου ὅλον. Ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ τὸ πάρω. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη (88).

Μέγα Κακὸν ἡ Ἔχθρα

Διατί, παιδιά μου, νὰ μὴ ἠξεύρετε γράμματα, νὰ μάθετε ποῖον εἶνε τὸ καλὸν καὶ ποῖον εἶνε τὸ κακόν, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη καὶ τί κακὸν εἶνε ἡ ἀμάχη καὶ ἡ ἔχθρα; Νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου, εἰς ὅποιαν πολιτείαν ἢ τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι εἶνε ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶνε ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε εὐλογία, ὑγεία, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, ζοῦν τὰ παιδιά των, τὰ ζῶα των, γίνονται οἱ καρποὶ τῶν σιταριῶν, τῶν ἀμπελιῶν καὶ κάθε σπαρτῶν ὁποὺ τρέφονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τοὺς φυλάγει ὁ Χριστός μας ἀπὸ κάθε κίνδυνον, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ὅταν ἀποθάνη κανείς, πηγαίνει ἡ ψυχή του εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ εἰς ὅποιον τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι ἔχουν ἀμάχην καὶ ἔχθραν, δὲν προκόβουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν ζοῦν οὔτε παιδιὰ ἀποκτοῦν οὔτε τὰ ζῶα τους μήτε οἱ καρποὶ ἀπὸ τὰ σπέρματά τους γίνονται καὶ εἰς βατρύτατα χρέη ἐμβαίνουσι καὶ καμμίαν χάριν δὲν ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς γελοῦν καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τοὺς στέλλει ὁ Θεὸς ἢ ἄνεμον καυτὸν ἢ χαλάζια ἢ νερὸ ἀχαμνὸν καὶ ζημιώνει τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ἔχθρα, πόσα παιδιὰ γεννᾶ. Μόνον σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν ἔχετε τελείως ἔχθραν, ὅτι ὁ διάβολος τὴν ἔχει ἀδελφήν· καὶ ὅποιος τὶς ἀγαπήση, θέλει περάσει καὶ ἐδῶ κακὰ καὶ καταφρονημένα, καὶ ἡ ψυχή του θέλει κολασθῆ.

Ἡ Ἀξία τοῦ Σχολείου

Διατί, ἅγιοι ἱερεῖς καὶ τίμιοι προεστῶτες, δὲν ἑρμηνεύετε τὰ εὐλογημένα μας ἀδέλφια νὰ στερεώνωσι καὶ νὰ βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νὰ μανθάνουν τὰ παιδιὰ γράμματα, νὰ γνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν; Ὅτι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἔμαθα τὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἔμαθα καὶ πέντε ἓξ ἑλληνικὰ καὶ ἔμαθα πολλῶν λογιῶν γράμματα, ἑβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ πολλὰ τὰ ἐδιάβασα. Καὶ ὅλα τὰ ἐθνικὰ κάλπικα τὰ ηὕρα· ὅλα εὑρέματα καὶ σπέρματα τοῦ διαβόλου, καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, τόσον τὰ ἐμελέτησα τὰ γράμματα. Καθὼς ὁ χρυσικὸς λαγαριάζει τὸ ἀσήμι καὶ δὲν τὸ ἀφήνει τελείως ἀζούραν, καὶ τότε εἶνε λαμπρὸν καὶ καθαρὸν καὶ τὸ ἀγοράζει μὲ κάθε προθυμίαν ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ἐγὼ ηὕρα καθαρά, ἅγια καὶ ἀληθινά, λαμπρὰ καὶ ὑπερλαμπρότερα ἀπὸ τὸν ἥλιον τὰ λόγια καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος πιστεύει τὸν Χριστὸν καὶ τὸν λέγει Θεὸν καὶ κάμνει τὰ πράγματά του, ὁποὺ λέγει Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐκεῖνος εἶνε καλότυχος καὶ τρισμακάριστος καὶ καμμίαν φορὰν δὲν θέλει ἐντροπιασθῆ.

Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν (89), μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν.

Οἱ Δυὸ Ἀντίχριστοι (Πάπας-Μωάμεθ)

Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοίγουν καὶ μανθάνουν τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ διαβάζουν τὰ ἀδέλφια τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφήν, τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους· καὶ λέγει ὁ Θεὸς νὰ στείλη τὸν προφήτην Ἠλίαν, νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὕστερα νὰ ἔλθη ὁ ἀντίχριστος· καὶ θέλει θανατώσει τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἐξετάζοντας, ἀδελφοί μου, καὶ ἐρευνώντας τὰς Γραφὰς καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθεν καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας (90) καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του· τὸ καταλαμβάνετε, μὰ λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικωσύνη.

Τὰ Σημεῖα τῶν Καιρῶν

Ὅμως ἡ Γραφή μας λέγει νὰ τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον κατεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες λοιμικές· θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάσουν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν σεισμούς, πολέμους καὶ ἀκαταστασίες. Καὶ θέλουν πέσει ὅλα τὰ βουνὰ κάτω καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ ἀποθάνουν.

Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσις

Καὶ τότε θέλει λάμψει ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν τρεῖς φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον· καὶ θέλει λάμψει ὁ πανάγαθος Θεός, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ ἀναστήσῃ ὅλον τὸν κόσμον, τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, καὶ νὰ εἴμαστε ὅλοι εἰς μίαν ἡλικίαν, τριαντατριῶν χρόνων ἡλικίαν. Καὶ θέλει εἶνε ὅλα τὰ πρόσωπα ἀπὸ τοὺς δικαίους λαμπρὰ καὶ εὔμορφα ὡσὰν τὸν ἥλιον καὶ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θέλουν εἶνε μαῦρα τὰ πρόσωπα ὡσὰν ἀράπικα καὶ ἀκόμα ἀσχημότερα. Καὶ τοὺς δικαίους θέλει τοὺς φωνάξει μὲ μίαν μεγάλην γλυκείαν καὶ πολλὰ ἠγαπημένην φωνήν, ὡσὰν πατέρας ὁποὺ νὰ ἔχῃ ἕνα υἱὸν μόνον πολλὰ ἠγαπημένον· καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὡσὰν κριτὴς φοβερός μὲ κάκητα θέλει τοὺς διώξει ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Καὶ θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕναν πύρινον ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν, νὰ φλογίση τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ καίγωνται μέσα πάντοτε. Καὶ τότε θέλει εἰπῆ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τοὺς δικαίους: Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σεβῆτε εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ἀντάμα μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ὅτι πολλὰ κακὰ ἐβαστάξατε διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην.

Καὶ τώρα ἡμεῖς τί νὰ εἴμαστε τάχα, ἁμαρτωλοὶ ἢ δίκαιοι; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· καὶ ἀνίσως εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὅπου ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθῶμεν.

Ἡ Δύναμις τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς

Τώρα σᾶς λέγω νὰ κάμητε τοῦτο· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον, καὶ τὸ κομπολόγιόν σας νὰ ἔχῃ τριαντατρία σπυριά, καὶ νὰ προσεύχεσθε καὶ νὰ λέγητε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Μέσα εἰς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἀδελφοί μου, τί θεωρεῖ; Θεωρεῖ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός μας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ πάντες οἱ Ἅγιοὶ μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅποιος λέγει αὐτὸν τὸν λόγον καὶ κάμνει καὶ τὸν Σταυρόν του, κἂν ἄνδρας, κἂν γυναίκα εὐλογεῖ τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἰατρεύονται κάθε ἀρρωστεῖες. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» οἱ Ἀπόστολοι ἀναστοῦσαν νεκροὺς καὶ ἰάτρευαν πάσαν ἀσθένειαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἀποστομώνει ὁ ἄνθρωπος κάθε αἱρετικόν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἁγιάζει ὁ ἄνθρωπος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ὡσὰν οἱ Ἄγγελοι.

Καὶ ἀκούσατε τί κάμνει ὁ τίμιος Σταυρός.

Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς κ.λπ...(91).

Τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ Σημασία Του

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὁ τίμιος καὶ ἅγιος Σταυρὸς πόσον βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅποιος τὸν κάμνει τὸν Σταυρόν, ποτὲ δὲν ἔχει ζημίαν, ἀλλὰ τὸν φυλάγει ἀπὸ κάθε λογῆς φαρμακερὸν πράγμα καὶ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν πείραξιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἔχει σημαδεμένον ἀπάνω του. Νὰ ἀνταμώση τὰ τρία δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός του καὶ νὰ τὰ βάλη πρῶτον εἰς τὸ μέτωπον, εἶτα εἰς τὸν ὀμφαλόν, ἔπειτα εἰς τὸ δεξιὸν βυζίον, ὕστερα εἰς τὸ ζερβὶ βυζίον, ὕστερα καὶ νὰ σκύπτῃ ἕως χαμηλὰ καὶ πάλιν νὰ σηκώνεται.

Καὶ ὁ Σταυρός, ἀδελφοί μου, πῶς εἶνε, μάθετε: Ὅταν βάνωμεν τὸ χέρι μας εἰς τὸ κεφάλι, φανερώνει ὁ Θεός, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸν ὀμφαλόν, φανερώνει πὼς ἐκατέβη εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσαρκώθη· καὶ ὅταν τὸ βάνωμεν εἰς τὸ δεξιόν, μέρος ἄνωθεν τοῦ βυζίου, φανερώνει πὼς εἶνε δίκαιος καὶ ἀθάνατος καὶ πὼς θέλει βάλει τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του μέρη· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸ ζερβιὸν μέρος, φανερώνει πὼς θέλει κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θέλουν στέκονται εἰς τὸ ζερβιόν του μέρος καὶ νὰ τοὺς βάλη εἰς τὴν κόλασιν.

Παντοῦ ὁ Σταυρὸς

Ὁ τίμιος Σταυρός, ἀδελφοί μου, εἶνε αὔλαξ ὅλης τῆς γῆς. Ὁ τίμιος Σταυρὸς ἁγιάζει ὅλα τὰ πέρατα, ὅλα τὰ θεῖα καὶ ἅγια τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ κάθε Ἀκολουθίαν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τοὺς Ἁγίους. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει καὶ στερεώνει τὴν Βάπτισιν. Ὁ Σταυρὸς εὐλογεῖ τὰ ἀνδρόγυνα. Ὁ Σταυρὸς κυνηγᾶ τοὺς δαίμονας καὶ φεύγουσιν ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀστραπήν. Ὁ Σταυρὸς εἶνε ὅπλον φωτεινὸν καὶ ὅποιος τὸν κάμνει, τὸν φωτίζει καὶ τὸν ἁγιάζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, καὶ εἶνε ὡσὰν δίστομον σπαθίον, καὶ δὲν ζυγώνουν σιμὰ οἱ δαίμονες νὰ παρακινοῦν τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ κάμωσιν ἁμαρτήματα. Καὶ ὅπου κινήση νὰ πηγαίνη ὁ ἄνθρωπος πρῶτον νὰ κάμη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ λέγη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἢ εἰς τὸ παζάρι κινᾶς ἢ εἰς τὸ χωράφι ἢ εἰς τὸ ἀμπέλι ἢ ὅταν φάγης ψωμὶ ἢ ὅταν πίνης κρασὶ ἢ νερὸν ἢ ὀπωρικὸν ἢ ὅταν κοιμηθῆς, νὰ προσκυνήσῃς τὸν Θεόν, νὰ σταυρώνῃς καὶ τὸ σῶμα σου, καὶ ὕστερα νὰ πλαγιάσῃς. Νὰ κοιμηθῇς, καὶ θέλεις σηκωθῇ τὸ πρωΐ γερὸς καὶ χαρούμενος. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἐκαταλάβατε καὶ τὸ ἠξεύρετε ὅλοι σας.

Τέσσαρα Ἀναγκαῖα: Ἐξομολόγησις, Ἀγάπη, Ἐκκλησιασμός, Ἐλεημοσύνη

Ἐδῶ, παιδία μου, ὁποὺ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν, ἔχω χαράν, ἔχω καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας ὁ καθένας νὰ εἰπῆ τὸ παράπονόν του, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύη δυὸ ἀφεντάδες, καὶ τοὺς διώχνω καὶ ἡ καρδιά μου πονάει κόπτεται· ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ μόνον καὶ ἔχει γνῶσιν καὶ φρονιμάδαν καὶ εἶνε ἄρρωστον καὶ δὲν τὸ δέχεται ἡ στρῶσις, ἀλλ᾿ ὅμως κρούγεται διὰ νὰ ξεψυχήση, καὶ δὲν δύναται νὰ ὁμιλήση, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν δύναμαι νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἀπὸ ἕναν ἕναν. Ὅμως νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία· νὰ πάρετε τέσσαρες τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω τὰ ἁμαρτήματά σας· καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσαρα νοήματα ὁποὺ σᾶς λέγω καὶ νὰ τὰ μάθετε. Καὶ νὰ σᾶς τὰ εἰπῶ· πρῶτον, νὰ εὕρητε πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ καλόν, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ πλυθῆ ἡ βρῶμα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸ σῶμα σας· δεύτερον, νὰ ἔχητε ἀγάπην καὶ νὰ μὴ προδίνεσθε εἰς κρίσεις τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ζημιώνεσθε· τρίτον, νὰ προσκυνᾶτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴ χωρισθῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, νὰ βάνητε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κάθε ἡμέραν, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ χώρα σας καὶ νὰ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ δώσῃ ὁ Χριστὸς κάθε ὑγείαν καὶ καλὴν προκοπήν.

Πῶς Πρέπει νὰ Εἶνε οἱ Ἱερεῖς

Καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ πεισμώσουσι, νὰ μὴ δέχωνται κατάκρισιν, νὰ μὴ βάνουσιν σκάνδαλα, νὰ μὴ γίνωνται μάρτυρες εἰς κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, νὰ μὴ γίνωνται καπεταναραῖοι, νὰ μὴ γίνωνται χασάπηδες, νὰ μὴ γίνωνται παραγματευτᾶδες, νὰ μὴ γίνωνται κομιρικαραῖοι. Διότι αὐτοὶ παρακαλοῦν διὰ τὰς ψυχάς σας, σᾶς βαπτίζουν, σᾶς κοινωνοῦν, σᾶς θυμιάζουν, σᾶς εὐαγγελίζουν, σᾶς ἀντιδωρίζουν, σᾶς ἀρραβωνίζουν, σᾶς στεφανώνουν, σᾶς ἁγιάζουν μὲ Ἁγιασμούς, μὲ Εὐχέλαια, μὲ Παρακλήσεις, μὲ εὐχάς, σᾶς ὑψώνουν. Ἀσθενεῖτε; Σᾶς διαβάζουν. Αὐτοὶ ἔχουσι τὰ βάρη. Χαράτζι νὰ μὴ τοὺς ρίξετε καὶ βαρὺ χρέος. Καὶ αὐτοὶ νὰ εἶνε ταπεινοί, φρόνιμοι, νὰ μὴν ἀφορίζουν, νὰ μὴν ὀργίζωνται, νὰ μὴ καταρίζωνται, νὰ μὴν ἔχουν ἔχθραν, νὰ μὴ μεθοῦσι, νὰ εἶνε λαμπροὶ ὡσὰν ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.

Διάφοραι συμβουλαί

Καὶ νὰ ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Καὶ εἰς ξένην κρίσιν νὰ μὴ κριθῆτε καὶ προδοθῆτε εἰς κρίσεις Τούρκων· ὅτι δώδεκα χρόνους νὰ μένη ἀκοινώνητος ὁ προδότης (92). Καὶ ἂν σοῦ πταίση ὁ ἀδελφός σου ἢ ἄλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εἰς τὸν δεσπότην καὶ μὴ τὸν πηγαίνης εἰς κρίσιν τῶν Τούρκων, ὅτι μεγάλην ἁμαρτίαν ἔχεις καὶ θέλεις κολασθῆ αἰώνια· καὶ νὰ μὴν τὸν ἀδέχουνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν οἱ ἀδελφοί, ὅτι ἐπῆγε ἐξωτερικὰ καὶ δὲν ἐπῆγε νομικά. Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλέψητε ὁλότελα. Μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε μήτε νὰ φωκαλίζετε τὰ ἀχούρισά σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνοι καθὼς τὸ βλέπομεν καθ᾿ ἑκάστην. Καὶ ὅσον βίον ἔχομεν, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ εἰς τὴν γῆν θέλει ἀπομείνει· μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη ἐδώσατε, αὐτὸ θέλετε ἔχει βοήθειαν εἰς τὴν ψυχήν σας· καὶ ὅ,τι ἐδώσατε τῶν πτωχῶν δι᾿ ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλετε νὰ λάβετε τὸ ἕνα ἑκατὸν παρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν πλουτίζει καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ἔχει ἀγαθὸν τέλος· τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ γίνεται ἁγία. Καὶ ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην. Μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισες καὶ πτωχές.

Ἡ Ἐλεημοσύνη.

Ἡ φιλοξενία τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ.

Καὶ τὸ τέταρτον νόημα εἶνε νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς δίνετε ψωμὶ νὰ τρώγουσιν καὶ νὰ γευματίζουν καὶ ἀπὸ κανένα κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ὥραν καλήν τους.

Διότι ἀκούομεν, ἀδελφοί μου, ὁποὺ λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ παρτριάρχης Ἀβραὰμ δὲν εἶχεν υἱὸν διὰ νὰ κληρονομήση τὸν βίον του, καὶ εἶχε παράπονον πολύ. Καὶ τί κάμνει ὁ εὐλογημένος; Βάνει καὶ κτίζει ἕνα σπίτι καὶ ἀνοίγει τρεῖς θύρας καὶ ἔβαλε ψωμὰν καὶ ἐζύμωνεν, καὶ ὅσοι ἄνθρωποι ἐδιάβαινον, ὅλους τοὺς ἐφίλευεν. Καὶ εἶχε συνήθειαν, κάθε ἡμέραν, ἂν ἴσως δὲν ἐπήγαινε ξένος νὰ φάγη ψωμί, μήτε ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔτρωγεν. Καὶ ὅσον ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην περισσότερον ἀβγάτιζεν ὁ βίος του. Ὁ διάβολος, ὁποὺ φθονεῖ πάντοτε, τί κάμνει ὁ τρισκατάρατος; Πηγαίνει καὶ σχηματίζεται ὡσὰν ζήτουλας εἰς τὶς στράτες ὁποὺ ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὅποιος ἐπήγαινε, τοῦ ἔλεγεν ὁ διάβολος: Ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Ἐκεῖνος ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸν ἐμπόδιζεν ὁ διάβολος. Ἔλεγεν: Ἐγὼ εἶμαι ἕνας πτωχός, καὶ ἄκουσα πὼς ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν τοῦ Μαμβρὴν εἶνε ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, Ἀβραὰμ τὸ ὄνομά του, καὶ μὲ εἶπαν δίδει ἐλεημοσύνη καὶ εἶνε φιλόξενος πολύ· καὶ ἦλθα καὶ ἐγὼ ὁ δύστηνος νὰ μὲ κυβερνήση τίποτας, καὶ ἡ τύχη μου, τὸ κακὸν ριζικόν μου, δὲν ἐπρόφθασε νὰ μοῦ δώσῃ καὶ ἐμένα. Ἐπῆγα σήμερα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐζήτησα κομμάτι ψωμί, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐλεημοσύνην ὁποὺ ἔδιδεν ὁ καημένος, ἐπτώχυνεν πολύ, καὶ μήτε ψωμὶ τὸν ἔλαχεν μήτε στάμνα μὲ νερόν· καὶ ἦτον ὁ ἄνθρωπος θυμωμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν πτωχείαν ὁποὺ τὸν ἦλθεν, καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω καὶ μὲ ἐξύλισεν τόσον, ὁποὺ ἐμαζώχθηκε ὅλος ὁ μαχαλάς, οἱ ἄνθρωποι, καὶ μὲ ἐγλύτωσαν· καὶ εἶμαι ἄρρωστος ἀπὸ τὸν δαρμόν, καὶ μὴ πᾶτε κανένας. Καὶ ἀκούοντας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπῆγαν κανένας τρεῖς ἡμέρας. Καὶ ὁ Ἀβρὰμ δὲν ἔφαγε τρεῖς ἡμέρας μήτε ψωμὶ μήτε νερὸν ἔπιεν αὐτὸς καὶ ἡ Σάρρα, διατὶ ἐλυποῦνταν πὼς ἔγινεν αὐτό, καὶ δὲν ἐπήγαινεν κανένας ἄνθρωπος νὰ φάγη ψωμί· καὶ προσκυνοῦσαν καὶ παρακαλοῦσαν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν τους καὶ ἔλεγον: Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, ὁποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἥλιον, τὰ ἄστρα καὶ κυβερνᾶς ὅλα τὰ στοιχεῖα, τὰ ὅσα βλέπουν τὰ ὀμμάτιά μας, καὶ τὰ ὅσα δὲν βλέπομεν, καὶ ὁρίζεις καὶ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας, νὰ τοὺς φιλεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς δίδωμεν καὶ ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ τὸ εὕρωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι εἴμαστε ἄτεκνοι, καὶ θὰ μαλώσουσιν οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ γείτονές μας. Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ εὐλογημένος Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σαρρα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεὸς ὁποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀγαπῶντα αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἀφήνει λυπημένον, τί κάμνει; Καθὼς ἐκάθονταν ὁ Ἀβραὰμ ἔμπροσθεν εἰς τὴν θύραν καὶ ἡ Σαρρα εἰς τὴν ἄλλην θύραν καὶ ἐκοίταζον ἴσως περάσῃ τινὰς νὰ τὸν κράξουν νὰ φάγη ψωμὶ διὰ νὰ φάγωσιν καὶ αὐτοί, καὶ βλέπουσι τρεῖς νέους πολὺ ὡραίους, ὁποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτούς, καὶ εἰσέβησαν μέσα εἰς τὸν οἶκον ἀπὸ τὰς τρεῖς θύρας, καὶ μέσα ἕνας ἐφαίνονταν, καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν τους χαρὰν εἶπον ἀναμεταξύ τους: Ἀκόμα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καὶ ἂς σφάξωμεν τὸ καλλιώτερον καὶ παχύτερον μοσχάρι. Καὶ εὐθὺς τὸ ἔσφαξαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον νὰ ψηθῆ καὶ ἡ μάνα τοῦ μόσχου ἐρχόταν ὁλόγυρα τὸν φοῦρνον καὶ ἐφώναζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσεν ἡ μόσχα, καὶ βλέπουν ἐβύζαινεν ὁ μόσχος. Κοιτάζουσι μέσα εἰς τὸν φοῦρνον τὸ ἀγγεῖον, καὶ ἦτο γεμάτον φαγητόν· καὶ ἐθαύμασαν (93). Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ ὁμιλήση μὲ τοὺς νέους, καὶ ὀμιλώντας τῷ εἶπον οἱ νέοι: Ἀπὸ τώρα καὶ κάθε ὅλον χαρὰν θέλεις ἔχει, Ἀβραάμ, καὶ θέλεις γεννήσει υἱόν, τὸν Ἰσαάκ. Καὶ ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάση τράπεζαν, διὰ νὰ τοὺς φιλεύση, καὶ γυρίζοντας δὲν τοὺς ηὖρεν· καὶ ἐστοχάσθηκεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐφάνη, καὶ ἀσπάζονταν καὶ καταφιλοῦσε τὸν τόπον, ὁποὺ ἐκάθονταν οἱ νέοι, καὶ ἦτον ἡ Τριάς, ὁ Θεός. Βλέπετε καὶ ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τὸ θαῦμα καὶ τὸ ἀκούετε ἕως τὴν σήμερον. Ὁμοίως νὰ κάμετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, ἂν θέλετε νὰ ἔλθη ὁ Θεὸς εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ ἀβγατίζη ὁ βίος σας.

Μὴ Χωρίζεσθε ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν

Ἀπὸ τὸν Χριστὸν μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ὁποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε, καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὴ ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούετε τὴν Ἀκολουθίαν μὲ προσοχήν. Ὁμοίως καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ νὰ ἑρμηνεύετε τὰ παιδιά σας, ὅσον καὶ δύνασθε, νὰ μὴ ἁμαρτήσουσιν, νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ εὐλογοῦνται, διὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ προκόψουν.

Καὶ ὅποιος ἀδελφός, ἀδελφοί μου, ἀκούσῃ τὸ σήμαντρον καὶ ὀκνεύει νὰ πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, θέλει πνιγῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, καθὼς ἐπνίγησαν καὶ εἰς τὸν κατακλυσμόν. Ἀκόμη, μάθετε, ἀδελφοί μου, ὁ Νῶε, ἀφοῦ ἔκαμεν τὴν κιβωτὸν καὶ ἐμαζώχθηκαν ὅλα τὰ ζῶα μέσα, τὸ ταχὺ ἄνοιγεν τὴν κιβωτὸν καὶ πήγαιναν καὶ ἔβοσκαν, καὶ τὸ ἑσπέρας βαροῦσε τὸ σήμαντρον καὶ ὅλα ἐμαζώνονταν εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἀπὸ τότε ἐβγῆκεν ὁ σήμαντρος καὶ σημαίνουσιν οἱ ἱερεῖς. Ὁ σήμαντρος σημαίνει σημαίαν τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἱερεὺς κήρυκας τῆς κιβωτοῦ, κιβωτὸς εἶνε ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας· καὶ ὅσοι ἀδελφοὶ σέβουν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶνε ὡσὰν ἡ μάνα. Ὅταν σφάλλη ὁ υἱός της, τὸν μαλώνει, καὶ πάλιν τὸν συμπαθᾶ. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶνε μία πηγή, καὶ ποτίζει ὅλους τοὺς διψασμένους· καὶ πρέπει κάθε ἡμέραν νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱερεῖς, διὰ νὰ εὐλογῆ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ φυλάγη τὴν χῶραν ἀπὸ πάσαν νόσον καὶ πάσαν μαλακίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὴν χῶραν σας, τὰ χωράφια σας, τὰ ἀμπέλια σας, τὸν τόπον σας καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας.

Συγκινητικὴ Ἀποστροφὴ τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου πρὸς Ὅλους

Καὶ νὰ παρακαλῆτε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζοῦν πολὺν καιρὸν οἱ προεστοὶ τῆς χώρας σας, νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σᾶς κοιτάζουν καλά, ὅτι ὁ προεστὼς εἶνε ὡσὰν πατέρας· καὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας καὶ τοὺς τρανητέρους σας. Αἱ γυναῖκες νὰ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρες σας, οἱ ἄνδρες νὰ ἔχετε ἀγάπην μὲ τὶς γυναῖκες σας καὶ τὶς μάνες σας, καὶ αἱ νύμφες νὰ τιμᾶτε τοὺς πενθερούς σας καὶ πενθερές σας, καὶ οἱ γαμβροὶ τὰ πεθερικά σας, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ θέλετε φάγει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ὅσον ζήσετε εἰς τὴν γῆν τὴν πρόσκαιρην καὶ ὀλίγην ζωήν, καὶ εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θέλετε κερδίσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Καὶ νὰ μὴν παραδίνεσθε, νὰ μὴν καταργιέσθε, νὰ μὴν ἀναθεματίζεσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, ἀδελφοί μου, συγχωρεῖτε με καὶ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέση καὶ ἐσᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀπολαύσωμεν ὅλοι ὁμοῦ τὸν παράδεισον, νὰ χαροῦμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.