(2011)
«..Ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιππ. 2, 7)
Κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος καὶ μάλιστα χριστιανὸς ἔχει συχνὰ τὴ δυνατότητα νὰ βρίσκεται μπροστὰ στὸ παράδοξο Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Τὸ Μυστήριο αὐτὸ ποὺ συνέχει τὴ φύση ὁλόκληρη, ἀποκαλύπτει σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο τὴν «Κενωτικὴ» πορεία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Τὴν πορεία, ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ θάνατο γιὰ νὰ φτάσει στὴ ζωή...
Ὁ ἄνθρωπος, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ φύση του μετὰ τὴν πτώση, χωρὶς ἱστορία καὶ χωρὶς μέλλον, νιώθει τόσο μόνος! Εἶναι φοβισμένος σὰν μικρὸ παιδὶ ἀφημένο μόνο στὸ ἄγριο δάσος. Ζεῖ σὲ φωτεινὲς μεγαλουπόλεις ποὺ τὸν φοβίζουν ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ τὸν καθιστοῦν ἀδύναμο πλάσμα στὸν κυκεώνα τῆς ξενικότητας καὶ τῆς ἔλλειψης ὑγιῶν σχέσεων. Στοὺς δρόμους μιλάει μὲ τὸν ἑαυτό του. Τρέχοντας γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ μοναξιά του, σκοντάφτει πάνω σὲ πλήθη ἀνθρώπων ποὺ καὶ αὐτοὶ εἶναι μόνοι. Ἂν εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει εἶναι ἡ μοναξιά του. Ἀποτελεῖ τὴ σκιά του. Στὴν ἀγωνιώδη αὐτὴ κατάσταση συμβάλλει καὶ ἡ οἰκονομικὴ κρίση ποὺ βιώνουμε ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο παρὰ ἕνα παραπροϊὸν μίας βαθύτερης κρίσης ἀξιῶν ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ χρόνια.
Εἴκοσι τώρα αἰῶνες ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ ἀπελπισμένα νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του πὼς μένοντας χωρὶς Μυστήριο δὲν εἶναι μόνος. Ἀγωνίζεται νὰ πιαστεῖ ἀπὸ ὅ,τι βλέπει καὶ ὅ,τι σκέπτεται. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς προόδεψε στὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ πέρασαν. Ἔτσι, τὸ μάτι χαίρεται ἀντικρίζοντας ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος κατόρθωσε. Καὶ ἡ σκέψη; Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἱκανοποιεῖται μὲ ὅσα μπόρεσε νὰ συλλάβει μέχρι τώρα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὰ κάνει φιλοσοφία, ἐπιστήμη, τέχνη.
Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὄντας Θεός, «κενοῦται» καὶ παίρνει σάρκα. Τὴν «Κένωση» φέρνει μαζί του σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του. Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ φορτωμένος, πρὶν γεννηθεῖ, γήινες προσδοκίες ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, γεννιέται σὲ ἀσήμαντη φάτνη ἀπὸ τὴ φτωχὴ Ἀειπάρθενο Μαρία.
Σκοπός του εἶναι ἡ διάδοση τοῦ Λόγου ποὺ σώζει. Ἀντὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸ ἔργο αὐτὸ στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως φαίνεται λογικό, διαλέγει δώδεκα ἀγράμματους καὶ ταπεινοὺς «ἁλιεῖς» ψυχῶν. Ὑπόσχεται τὴ ζωὴ καὶ τὴ δίνει σὲ ὅσους τὴ ζητοῦν. Ὅμως, ὅπως καὶ αὐτὸς ἔτσι κι ἐκεῖνοι, πρέπει νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ θάνατο γιὰ νὰ φτάσουν στὴ ζωή. Ἔτσι, «οὐκ ἀγγέλους στρατεύσας» προχωρεῖ πρὸς τὸ Γολγοθᾶ.
Ἀναστηθείς, ἠγέρθη ὑπέρλαμπρος καὶ ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανούς. Μὲ τὴν ἀναχώρησή Του, τὸ τέλος σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχή, τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας Του. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φυσάει τὰ πανιὰ καὶ τὸ καράβι τῆς Ἐκκλησίας διασχίζει ἀφρισμένα κύματα, ἄγρια πελάγη. «Κλυδωνίζεται ἀλλ᾿ οὐ καταποντίζεται». Κλυδωνίζεται, γιατὶ φέρνει στὴν πορεία της πρὸς τὴν αἰωνιότητα, τὸ Σταυρὸ τοῦ Μυστηρίου ποὺ τῆς ἐμπιστεύτηκε ἡ κεφαλή της. Κουβαλάει συνέχεια μαζί της τὰ δύο αὐτὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Σταυροῦ ποὺ παρουσιάζονται ἀπὸ τὴ γέννηση ἀκόμη τοῦ Ἀρχηγοῦ της: Τὴ «μωρία» γιὰ τὴ σκέψη καὶ τὸ «σκάνδαλο» γιὰ τὸ μάτι. Εἶναι «τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ» ποὺ πορεύεται ἱστορικά. Νὰ τὸ φοβερὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ μήνυμα τῆς «Κενώσεως». Τὸ μήνυμα τοῦ «ἀσθενοῦς τοῦ Θεοῦ» ποὺ εἶναι «ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων», τὸ μήνυμα τῆς «Κενώσεως»!
Πορευόμενοι πρὸς τὸ μέλλον θὰ κουβαλοῦμε τὸν Σταυρό μας (ὄχι πλέον ἀπὸ ἄγνοια ἀλλὰ ἀπὸ ἄρνηση νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅ,τι ἀποκάλυψε ἡ Λογικὴ τοῦ Μυστηρίου). Θὰ τὸν βαστάζουμε, ἄλλοτε στὶς πλάτες καὶ ἄλλοτε στὶς ψυχές μας, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποδεχθοῦμε ὡς Ἐκκλησία, ὡς σῶμα δηλαδὴ ὅλων αὐτῶν ποὺ βαφτίστηκαν καὶ πιστεύουν στὸ Χριστό, καὶ θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν «Κένωσιν ὡς ζῶσαν καὶ ὀρθόδοξον βίωσιν καὶ παρουσίαν πρὸς δόξαν Θεοῦ», προσδοκώντας τὴν ἀξίωση τῆς «κατὰ χάριν θεώσεως». Εἶναι ἡ ματωμένη ὁδὸς ποὺ περνάει ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, τὸν Γολγοθᾶ, τὴν τριήμερον εἰς Ἅδου Κάθοδον καὶ Ἀνάστασιν καὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο... μέχρι τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα ποὺ «ἀποφατικὰ» θὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κατάφαση ποὺ ὑπάρχει στὸ μήνυμα τῆς Κενώσεως!
«Χριστὸς Ἀνέστη, χαρά μας!»