(2011)
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστὰ στὸ δίλημμα: ἐλευθερία καὶ γνήσια ἀγάπη ἢ εὐτυχία καὶ πρόσκαιρη εὐημερία τῆς ζωῆς; Γοητεύεται ἀπὸ μία σφαλερὴ ἀθεϊστικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ μία ἀπαίτηση γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ζωῆς πάνω στὴ γῆ χωρὶς Θεό. Στὸν ἀγωνιώδη αὐτὸ προβληματισμὸ συμβάλλει ἐξάλλου καὶ ἡ οἰκονομικὴ κρίση ποὺ βιώνουμε, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο παρὰ ἕνα παραπροϊὸν μιᾶς βαθύτερης κρίσης ἀξιῶν ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ χρόνια. Ὅμως δὲν μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση στὴ μοναξιά, τὴν ὑλιστικὴ οἰκοδόμηση τῆς ζωῆς, ὅταν λησμονεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ δὲ μετρῶνται ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετρῶνται.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει νόημα ἐφόσον ἀπεργάζεται τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἐν Χριστῷ. Ὁ συνειδητοποιημένος χριστιανὸς ἀντιπαρατάσσει τόσο στὶς αὐταρχικὲς καὶ ὁλοκληρωτικὲς συνθῆκες διαβίωσης, ὅσο καὶ στὶς συνθῆκες τῆς ἄμετρης ἐλευθερίας, τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ἐμπεριέχει τὶς ἀξίες τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη δὲν ἐκφράζεται μόνο ἀπὸ τὸ συναίσθημα. Εἶναι κυρίως δυναμικὴ κατάσταση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὴν «καινὴ κτίση».
Γιατί νὰ πληγώνουμε αὐτοὺς ποῦ κατὰ βάθος ἀγαπᾶμε; Ἡ ἀγάπη δὲ μειώνει, ἀλλὰ ἐξυψώνει! Δὲν θὰ ἦταν ὡραῖο νὰ προσπαθήσουμε νὰ σταματήσουμε νὰ πικραίνουμε φίλους, συγγενεῖς, συνεργάτες, μιλώντας τοὺς εἰρωνικά, πικρά, περιφρονητικά; Κι ἀντὶ γι' αὐτὴ τὴ στάση, ἂς προσπαθήσουμε, τὸ δύσκολο, μὰ ἀληθινό: νὰ βροῦμε μέσα τοὺς κάτι καλό, κάτι θεϊκό, ὥστε νὰ τοὺς δοῦμε μὲ ἄλλο βλέμμα, πιὸ ἀνθρώπινο, πιὸ ταπεινό, μὲ ἀγάπη. Κι ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε, νὰ νιώσουμε καὶ νὰ ζήσουμε λίγο τὴν ἑνότητα, τὰ κοινὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν ὅλους: τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὸ ἄγχος γιὰ τὸν ἐρχόμενο σὲ ὅλους μας θάνατο...
Ἀναμφισβήτητα ὅλους ἐμᾶς, κι αὐτοὺς ποὺ δὲ χωνεύουμε, μία μέρα θὰ μᾶς «χωνέψει» ἡ γῆ. Οἱ μόνοι «ἀχώνευτοι» τῆς γῆς, εἶναι ὅσοι ἔμαθαν νὰ ἀγαποῦν, καὶ ξέρουν νὰ ζοῦν τό, «Χριστὸς ἀνέστη», ἤδη πολὺ πρὶν τὸ Πάσχα.
Εἶναι σημαντικὸ πὼς στὸ ὀρθόδοξο βίωμα ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Ἡ παροῦσα ζωὴ μπορεῖ ποικιλοτρόπως νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ νὰ μετέχει στὴν ἀφθαρσία. Τὸ παρὸν δὲν ὁρίζεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ παρελθὸν ἢ μὲ τὸ μέλλον. Γιὰ τὸν πιστό, τὰ ὑπεσχημένα εἶναι παρόντα, ἰδιαίτερα μέσα ἀπὸ τὰ βιώματα τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ δημιουργήματος στὸν Δημιουργὸ τοῦ παντὸς ἀπαθανατίζεται τὸ ἔργο του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ξαναβρίσκει τὶς συντεταγμένες τῆς βιωτῆς του. Ὅταν ἔτσι ἀνατρέφεται ὁ ἄνθρωπος δὲ ζεῖ λατρεύων τὸ παρόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ περιφρονεῖ. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει «μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως» (ποὺ εἶναι τὸ ἰδανικὸ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ) ἂν δὲν πορευθεῖ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂν δὲν ἀνεβεῖ στὸ Γολγοθᾶ.
Ἡ ἐμπειρία, προπάντων, πολλῶν ἐσωτερικῶν θανάτων, (ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως) δίνει στὴν ἀγάπη μία διαχρονικὴ διάσταση. Μία διάσταση ποὺ λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄλλος ὡς «Σὺ» ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ «ἐγὼ» ποὺ μποροῦν νὰ ἐπιβιώσουν συμπορευόμενοι στὰ πλαίσια μίας δύσκολης ἀλλὰ ἀναγκαίας σχεσιακῆς συνθήκης. Τοῦ μετανοημένου πλέον ἀνθρώπου, τοῦ «πτωχοῦ τῇ καρδίᾳ» φωτίζεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος γίνεται μορφὴ Χριστοῦ, μορφωμένος».
Στὴν ἐθελούσια Σταύρωση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «λογικῆς τῆς Κενώσεως» βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπὸ τὴ λογικὴ τοῦ Σταυροῦ γίνεται κατορθωτὸ τὸ ἅλμα ἀπὸ τὸ βασίλειο τῆς ἀναγκαιότητας στὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας.
Στὴν Ἀναστάσιμη ἔγερση ἀποκαλύπτεται ὑπερβατικῶς τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ «ἐν σαρκί». Τὸ μυστήριο αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὴ συνεχῆ παρουσία του ὡς ἐγγύηση σωτηρίας στὸ πνευματικὸ ἀδιέξοδο καὶ τὶς ψυχικὲς ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ ζωή.
Μέσα ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς ἐφήμερης γιορτινῆς εὐημερίας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, ὁ ἀληθινὸς ἀνθρωπισμὸς δὲν τονίζει τὴν κυριαρχία τοῦ ἀτόμου πάνω στὸ σύνολο, οὔτε τὸν ἀφανισμὸ τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ σύνολο. Ὁ ἀναστηθεὶς Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὑψώνεται σὲ ὁδοδείκτη γιὰ τὴν ἀνθρωποποίηση συνόλων καὶ κοινωνιῶν. Τοῦτο γίνεται κατορθωτὸ μέσα ἀπὸ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση ποὺ ἀκολούθησε.
Γίνεται μέσα ἀπὸ τὸ δόλιχο τῆς ὀδυνηρῆς περιπέτειας, ἀτόμων καὶ συνόλων, ὥστε νὰ φτάσουν -μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι- στὴν ἀπέκδυση τῶν ἐγωκεντρικῶν διεκδικήσεων καὶ τὴν ἀναγνώριση μίας κοινωνίας δικαίου καὶ ἀνθρωπιᾶς. Μίας κοινωνίας ποὺ θὰ στηρίζει τὴν ἀνάπτυξή της στὴν αἴσθηση καὶ τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μισαλλοδοξίας καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ Πάσχα ἄλλωστε ἀποτελεῖ τὴ νίκη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ της ἀνθρώπινης φύσης, τοῦ θανάτου ποὺ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετατρέπει σὲ ζωοποιὸ καὶ νικηφόρο θάνατο: «θανάτω θάνατον πατήσας!...»
«Πάσχα ἱερόν, ἅγιον, μέγα ἀνέτειλε καὶ θάλπει,
φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὸν κόσμον!»