Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ Διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος» ζητεῖ νὰ κατασπαράξῃ τὸν ἄνθρωπον. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀνθρωποκτόνος. Μεταξὺ τῶν μέσων, ποὺ χρησιμοποιεῖ νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν συντρίψη, καὶ ὡς σωματικὴν ὕπαρξιν, ἀλλὰ καὶ νὰ κολάσῃ τὴν ψυχήν του, εἶναι καὶ τὰ μάγια.
Διὰ νὰ γίνουν τὰ μάγια εἶναι ἀπαραίτητον νὰ συνεργασθῇ ὁ Διάβολος μὲ τὸν πράκτορά του, τὸν Μάγον, καὶ νὰ εὑρεθῇ τὸ θῦμα, λόγῳ ἀπροσεξίας του ἢ καὶ ἀνεξομολογήτου ἁμαρτίας, εὑρισκομένου τότε χωρὶς τὴν προστασίαν τῆς θείας χάριτος.
Τὰ μάγια εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, διὰ τὸν συνεργὸν εἰς τὴν μαγείαν, ἀλλὰ καὶ σοβαρώτατος κίνδυνος διὰ τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, τὸ θῦμα.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου ὁ Σίμων Μάγος μὲ τὰς μαγικάς του τερατουργίας ἠθέλησε νὰ καταπολεμήσῃ τὸ ἀπολυτρωτικὸν κήρυγμα τῶν ἁγ. Ἀποστόλων καὶ ἀπεκαλύφθη ὑπ᾽ αὐτῶν ἡ Σατανικὴ προέλευσις τῆς Μαγείας, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν μετέπειτα ἁγίων καταπολέμησις καὶ ἀποκάλυψις τῆς δαιμονικῆς προελεύσεως τῆς μαγείας εἶχε δημιουργήσει εἰς τοὺς χριστιανοὺς τὴν βδελυγμίαν καὶ τὴν ἀποστροφὴν πρὸς αὐτήν, καὶ φοβερὸν ὄνομα, προφυλάσσουσα οὕτω αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρον αὺτὴν ἀπάτην τοῦ διαβόλου.
Σήμερον αἱ περισσότεραι κακίαι ἔχουν ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ κακόφημα ὀνόματά τους καὶ ἔχουν περικοσμηθῇ μὲ εὔφημα ἐπίθετα. Οὕτω καὶ ἡ Μαγεία ἔχει περικοσμηθῆ μὲ πολλὰ εὔφημα ἐπίθετα καὶ ἐξαπατᾶ τοὺς χριστιανούς, καὶ μάλιστα τινὰ ἐξ αὐτῶν καὶ μὲ ἐπιστημονικὸν κῦρος π.χ. «ψυχοερευνηταὶ» «ψυχοκοινωνιολόγοι» « ἀστρολόγοι» «πνευματισταὶ» «ὑπνωτισταὶ» « Μέντιουμ» « Μάγοι» κ.λπ. καὶ (δυστυχῶς) προστατευόμενοι ὑπὸ τῶν νόμων τῆς πολιτείας «δουλεύουν» καὶ πλουτίζουν ἀπὸ τὰ ἄγχη καὶ τὰ πάθη, τὶς ἀγωνίες, τοὺς πόνους καὶ τὶς κρυφὲς ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων, καὶ καθὼς γράφει Ἀθηναϊκὴ ἐφημερίς, εἰς ἔρευνάν της διεπίστωσε τὰ ἑξῆς: «Οἱ μάγοι τῆς Ἀθήνας ἔχουν πληθύνει τόσο πολύ, ὥστε νομίζομε ὅτι δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε ὅτι κάθε πολυκατοικία ἔχει καὶ τὸ δικό της μέντιουμ καὶ κάθε δρόμος τὸ δικό του ἀστρολόγο».
Πῶς λοιπὸν οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ θὰ ἀμυνθοῦν διὰ νὰ ἀποφύγουν αὐτὴν τὴν πλεκτάνην τοῦ Διαβόλου; Τί εἶναι, γενικώτερον τὰ μάγια; Διατί, καὶ πότε «πιάνουν» τὰ μάγια;
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ δραματικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν πολλοὺς χριστιανούς.
Εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἀπαντᾶ, κατὰ τρόπον θεόπνευστον ὁ Ἱερὸς Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶναι γνωστὴ ἡ προσωπικότης τοῦ Ἱεροῦ Νικοδήμου· ἡ Ἁγιότης του· ἡ Θεολογική του συγκρότησις· ἡ συγγραφική του δραστηριότης. Εἷναι τὸ ἀλάνθαστον κριτήριον ὀρθοδοξίας δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ γνώμη του διὰ τὰ μάγια εἶναι αὐθεντική, ἀποδίδει τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ζηλωταὶ Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐκδίδουν τὴν περὶ μαγείας διδασκαλίαν τοῦ Ἱεροῦ Νικοδήμου διὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς νὰ κατατοπισθοῦν ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν ψυχοκτόνον μηχανὴν τοῦ διαβόλου, τὰ μάγια, καὶ νὰ πληροφορηθῶσιν πόσον μεγάλο καὶ βδελυκτὸν εἶναι τὸ ἁμάρτημα τῆς μαγείας, ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχθῶσι, ποῖα εἶναι τὰ μαγικὰ αὐτὰ εἴδη, ὥστε νὰ προφυλάσσωνται οὖτοι καθ᾿ ὅλον τὸν βίον τους καὶ μὴ δώσωσιν ὑποταγὴν εἰς τὸν Σατανάν, τὸν ὑποκρυπτόμενον καθ᾿ ὅλας τὰς περιστάσεις τοῦ βίου μας.
Εἰς τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν δὲν ἀναφέρονται ῥητῶς τὰ ὀνόματα τῆς Μαγείας «ψυχοερευνητὴς» «Μέντιουμ» «πνευματισταὶ» κ.λπ, διότι ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν εἶναι νέα εὔφημα ἐπίθετα τῆς μαγείας καὶ ἰσχύουν δι᾿ αὐτὰ τὰ ὅσα γράφει ὁ Ἱερὸς Νικόδημος διὰ τὰ ἄλλα εἴδη τῆς μαγείας.
ΟΙ ΖΗΛΩΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Ἁρμόδιος εἶναι ὁ καιρός, καὶ ἐπιτηδεία ἡ ὥρα διὰ νὰ δανεισθῶ τὸ θρηνητικὸν ἐκεῖνο ρητὸν τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου, καὶ νὰ φωνάζω καὶ ἐγὼ μὲ ὀδυνηρὰν φωνήν· Ποῖος νὰ δώσῃ ὕδωρ εἰς τὴν κεφαλήν μου; καὶ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου πηγὴν δακρύων; διὰ νὰ κλαύσω πικρότατα ἡμέραν καὶ νύκτα τὸν λαὸν τῶν Χριστιανῶν; «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ; καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων; καὶ κλαύσομαι τον λαὸν τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, τοὺς τετραυματισμένους θυγατρὸς λαοῦ μου;» (Ἱερ. θ´ 1)· καὶ ἡ ἀφορμὴ εἶναι, διότι, ποῖος εἰμπορεῖ νὰ μὴ κλαύσῃ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς, ὅταν συλλογισθῇ πῶς, ὁ μὲν υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν σταυρικὸν αὐτοῦ θάνατον ἐνίκησεν ὅλας τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας τῶν δαιμόνων, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, «ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ θριαμβεύσας αὐτὰς ἐν αὐτῷ» (τῷ σταυρῷ δηλαδὴ) (Κολ. β´ 15)· οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἀποδείχνουν πάλιν τοὺς δαίμονας νικητὰς καὶ τροπαιούχους, μὲ τὰς διαφόρους μαγείας των; Ποῖος δύναται νὰ μὴ χύσῃ καρδιοστάλακτα δάκρυα; ὅταν στοχασθῇ πῶς, ὁ μὲν Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εὔγαλε τὸν διάβολον ἔξω ἀπὸ τὴν τυραννίαν τοῦ Κόσμου, καὶ τῶν Χριστιανῶν, καθὼς λέγει διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου· «Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ Κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. ιβ´ 31)· οἱ δὲ Χριστιανοὶ μὲ τὰς μαντείας καὶ γοητείας των, ἐμβάζουσι πάλιν τὸν διάβολον εἰς τὸν Κόσμον, καὶ κάμνουσιν αὐτὸν νὰ τοὺς τυραννῇ; ποῖος νὰ μὴ θρηνήσῃ συλλογιζόμενος πῶς ἀπὸ μὲν τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ ἐνεκρώθη, καὶ ἐχάθη τελείως ἡ δύναμις τοῦ Σατανᾶ, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος» (Ψαλ. θ´ 6) ἀπὸ δὲ τὸ μέρος τῶν Χριστιανῶν, δυναμώνεται πάλιν ὁ Σατανᾶς, καὶ ζωντανεύει, μὲ τὰ γοητεύματα, μὲ τὰ δεσίματα, μὲ τὰς ἐπαοιδίας καὶ ὀρνιθοσκοπίας των;
Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, τίς δὲν θέλει ὁμολογήσει ὅτι εἶναι ἀξία πολλῶν θρήνων καὶ ἀναστεναγμῶν ἡ σημερινὴ κατάστασις τῶν Χριστιανῶν; διότι αὐτοὶ μὲ τοὺς κληδονισμούς, καὶ φαρμακείας, καὶ φυλακτήρια ὅπου μεταχειρίζονται, καὶ μὲ τὰ ἄλλα σατανικὰ καὶ μαγικὰ παρατηρήματα ὅπου κάμνουσι, σπουδάζουν πάλιν νὰ ἀνακαινίσουν τὴν πάλαι καταργηθεῖσαν τῶν δαιμόνων λατρείαν. Καὶ ἀγκαλὰ εἰς τὸ φανερὸν λατρεύουσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν, εἰς τὸ κρυφὸν ὅμως ἀρνοῦνται τὸν Θεόν, καὶ λατρεύουσι τὸν Διάβολον· καὶ τὸ μεγαλείτερον κακὸν εἶναι τοῦτο, ὁποῦ καθόλου δὲν αἰσθάνονται οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, πῶς μὲ τὰ διάφορα εἴδη τῶν μαγικῶν ὁποῦ μεταχειρίζονται, ἀρνοῦνται τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύουσιν εἰς τοὺς δαίμονας, πῶς καταφρονοῦσι τὸν Χριστόν, καὶ ἐναγκαλίζονται τὸν διάβολον, καὶ πῶς προδίδουσι τὴν εὐσέβειαν, καὶ προστρέχουσιν εἰς τὴν ἀσέβειαν· ὢ πλάνη μεγάλη! ὅσον κρυφή, τοσοῦτον ἀπατηλή: ὢ πλάνη μεγάλη! ὅσον ἀπατηλή, τοσοῦτον ψυχοβλαβής, καὶ θανατηφόρος! διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἀπεφάσισα νὰ ἐλέγξω τὴν πλάνην ταύτην μὲ τὸν παρόντα λόγον, καὶ ἀκολούθως νὰ ἀποδείξω, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ γίνωνται μάγοι, οὔτε νὰ μεταχειρίζωνται κανένα εἴδος μαγείας· καὶ ἰδοὺ ἄρχομαι.
Καθὼς ὁ διάβολος, πρότερον ὄντας νοῦς ἑνοειδὴς καὶ ἀμέριστος, διὰ τὴν πρὸς τὸ ὑπὲρ νοῦν ἕν, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ Θεός, ὁμοίωσιν, ὕστερον χωρισθεὶς ἀπὸ τὸ ὑπὲρ νοῦν ἕν, καὶ εἰς τὰ πολλὰ πεσών, ἔγεινε νοῦς ποικίλος καὶ πολυμέριστος· τοιουτοτρόπως καὶ τὰ εἴδη τῆς κακίας ὁποῦ ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησεν, εἶναι πολυποίκιλα, καὶ σχεδὸν ἀναρίθμητα· ὅθεν ἀκολούθως καὶ τὰ εἴδη μαγικῶν ὁποῦ, καὶ ἐπενόησε, καὶ εἰς τοὺς ταλαιπώρους ἀνθρώπους τὰ ἔσπειρε, διάφορα εἶναι καὶ πάμπολλα. Διὰ τοῦτο, ἵνα καὶ ὁ παρὼν λόνος γείνῃ εἰς τοὺς ἀναγινώσκοντας σαφὴς καὶ εὐκολοκατάληπτος, καλὸν εἶναι νὰ εἰποῦμεν πρότερον ὅσα εἴδη μαγείας δυνηθῶμεν, καὶ πῶς ὀνομάζονται οἱ ταῦτα μεταχειριζόμενοι, καὶ ἔπειτα νὰ εἰποῦμεν περὶ τῆς ἰατρείας τούτων, καὶ διορθώσεως.
Πρῶτον εἶδος μαγείας εἶναι, ἡ κυρίως καὶ καθαυτὸ λεγομένη μαγεία, ἥτις φαίνεται ὅτι εἶναι ὡσὰν μία τέχνη καὶ ἐπιστήμη, μὲ τὴν ὁποίαν καλοῦνται οἱ δαίμονες, καὶ ἐρωτῶνται, καὶ ἀποκρίνονται, φανερώνοντες ἢ θησαυροὺς κεκρυμμένους, ἢ διάλυσιν ἐνυπνίων, ἢ ἄλλων ἀποκρύφων δήλωσιν· οἱ δὲ ταύτην τὴν τέχνην μεταχειριζόμενοι, ὀνομάζονται μάγοι, οἵτινες διαιροῦσι τοὺς δαίμονας εἰς τρεῖς τάξεις: εἰς ἀνωτέρους, τοὺς ἐν τῷ ἀέρι, εἰς μέσους, τοὺς ἐν τῇ γῇ καὶ εἰς κατωτέρους, τοὺς ὑποκάτω τῆς γῆς· καὶ λέγουν ὅτι, οἱ ἐν τῷ ἀέρι εἶναι ἀγαθοποιοί, οἱ δὲ ἐν τῇ γῇ εἶναι καλοὶ καὶ κακοί· οἱ δὲ ὑποκάτω τῆς γῆς, εἶναι διόλου κακοί, καὶ μ᾽ ὅλον ὁποῦ ὅλοι οἱ δαίμονες εἶναι τῇ ἀληθείᾳ κάκιστοι καὶ κακοποιοί, καὶ οὐδέποτε εἶναι ἀγαθοποιοί· τοιοῦτοι ἧσαν οἱ Αἰγύπτιοι· ὁ Ἰανὴς δηλ. καὶ Ἰαμβρής, περὶ ὧν γράφει ὁ Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Τιμόθ. β´ ἐπιστολὴν κεφ. γ´ στίχ. 8 καὶ οἱ Χαλδαῖοι, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὸ β´ Κεφάλαιον τοῦ Δανιήλ, οἵτινες ἐλέγοντο καὶ σοφώτεροι τῶν ἄλλων σοφῶν· τοιοῦτοι ἦσαν οἱ μάγοι, ὁποῦ ἤλθον καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Χριστόν, περὶ τῶν ὁποίων λέγει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅτι κατεγίνοντο καὶ εἰς τὴν ἀστρολογίαν, καὶ εἰς τὰς κινήσεις, καὶ αἰτίας, καὶ πάθη τῆς φύσεως. «Ἔθνος Περσικὸν οἱ μάγοι, μαντείαις, καὶ ἐπαοιδίαις, καὶ φυσικαῖς τισιν ἀντιπαθείαις προσέχοντες, καὶ περὶ τὴν τήρησιν τῶν μεταρσίων ἐσχολακότες» (Λόγ. εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν)· ὅθεν συνάγεται ὅτι μάγοι ὀνομάζονται κοινῶς, ὅλοι οἱ μάντεις, καὶ ἐπαοιδοί, καὶ γῆφτοι καὶ οἱ τὰ περίεργα μεταχειριζόμενοι.
Δεύτερον εἷδος τῶν μαγικῶν εἷναι ἡ μαντεία, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι ὁποῦ μεταχειρίζονται ὀνομάζονται μάντεις· οὖτοι εἶναι ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἀφιερώνουν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ διὰ μέσου τῆς παλάμης τῆς χειρός των, ἢ τῆς λεκάνης, ἢ τῶν θυσιῶν ἢ ἀπατηλῶν ἐμπλάστρων, ἢ ἄλλων τοιούτων σημείων, νομίζονται ὅτι προλέγουν ἐκεῖνα, ὁποῦ μέλλουν νὰ γίνουν, ὡς γράφει Ματθαῖος ὁ Βλάσταρις (στίχ. μ´).
Τρίτον εἶδος εἶναι ἡ γοητεία, καὶ οἱ ταύτην ἐνεργοῦντες λέγονται γόητες· οἵτινες παρονομάζονται ἀπὸ τοὺς γόους καὶ θρήνους, ὁποῦ κάμνουσιν ἐπάνω εἰς τὰ μνήματα, ἐπικαλούμενοι τοὺς δαίμονας, διὰ νὰ κάμουν τινὰ παράλυτον καὶ κλινήρη εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἢ τυφλόν, ἢ κωφόν, ἢ ἀσθενῆ· οἱ αὐτοὶ νομίζονται ὅτι εὐγάνουν καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὸν ᾅδην, καθὼς ἡ ἐγγαστρίμυθος τὸν Προφήτην Σαμουὴλ (α´ Βασιλ. κη´ 3)· μὲ τοὺς γόητας τούτους συναριθμοῦνται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ βλέπουν εἰς τοὺς τάφους φαντασίας τινάς· καὶ ἀνοίγοντες αὐτοὺς καίουσι τοὺς λεγομένους βρυκολάκους· μερικοὶ λέγουσιν ὅτι γόητες εἶναι οἱ αὐτοὶ μὲ τοὺς γητευτάς, καθὼς εἶπεν ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις (στίχ. μ´)· ἄλλοι δὲ λέγουσιν ὅτι εἶναι ἄλλοι οἱ γητευταί.
Τέταρτον εἶδος εἷναι ἡ γητεία, καὶ οἱ ταύτην ἐργαζόμενοι λέγονται γητευταί, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὰς ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων, σμίγουσι καὶ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, καὶ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων, καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς Θεοτόκου, ὁποῖαι μάλιστα εἶναι αἱ κακογραῖαι, αἱ Ἀτσιγκάναι καὶ αἱ μεθύστριαι γυναῖκες.
Πέμπτον εἶδος εἶναι ἡ ἐπαοιδία, καὶ οἱ ταύτην ἐνεργοῦντες ὀνομάζονται ἐπαοιδοί, οἵτινες τραβίζουν τοὺς δαίμονας εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ θέλουν, μὲ κάποιας ἐπῳδὰς καὶ καλέσματα, ὁποίους ὀνομάζει ἡ γραφὴ ἐκείνους, ὁποῦ ἀντεστάθησαν εἰς τὸν Μωϋσῆν, καὶ ἔκαμαν κατὰ φαντασίαν μερικὰ θαύματα, ὡς φαίνεται εἰς τὸ ζ´ καὶ η´ Κεφάλαιον τῆς Ἐξόδου· καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δένουσι τὰ θηρία, οἷον λύκους, ἀρκούδας, καὶ ἄλλα διὰ νὰ μὴ φάγουν τὰ ζῶά των, ὅταν εὑρίσκωνται ἔξω τὴν νύκτα, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ πιάνουσι τὰ ὀφείδια, καὶ κάμνουσιν αὐτὰ νὰ μὴ τοὺς δαγκάνουν. Ἐπαοιδοὶ ὀνομάζονται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ μὲ διαβολικὴν τέχνην καὶ μαγείαν, δένουσι τὰ ἀνδρόγυνα.
Ἕκτον εἶδος εἶναι ἡ φαρμακεία, καὶ οἱ ταύτην μεταχειριζόμενοι ὀνομάζονται φαρμακοί, οἱ ὁποῖοι διὰ μαγικῆς τέχνης κατασκευάζουσι κάποια φαρμακερὰ ποτά, ἢ διὰ νὰ θανατώσουν τινά, ἢ διὰ νὰ σκοτίσουν τὸν ἐγκέφαλόν του, ἢ διὰ νὰ τὸν ἑλκύσουν εἰς τὴν σαρκικὴν ἀγάπην αὐτῶν, τὰ ὁποῖα μάλιστα μεταχειρίζονται αἱ γυναῖκες πρὸς τοὺς ἄνδρας, διὰ νὰ τραβήξουν αὐτοὺς εἰς ἔρωτα.
Ἕβδομον εἶναι ἡ οἰωνοσκοπία καὶ οἱ ταύτην μεταχειριζόμενοι ὀνομάζονται οἰωνισταί, οἵτινες προλέγουν τί ἔχει νὰ γίνῃ ἢ ἀπὸ τὸ πέτασμα τῶν πουλίων, ἢ ἀπὸ τὰς διαφόρους φωνάς των· καὶ μάλιστα τῶν κοράκων, ἀφ᾿ οὗ καὶ οἰωνοσκοπία λέγεται· μὲ τοὺς οἰωνιστὰς συναριθμοῦνται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ πιστεύουν πῶς εἶναι συναπαντήματα καὶ ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων καλὰ ἢ κακά, καὶ μάλιστα ὅταν πηγαίνουν νὰ ψαρεύσουν, ἢ νὰ κυνηγήσουν ἢ νὰ κάμουν ταξεῖδι· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν μοίρας, καὶ τύχας, καὶ ῥοιζικά, καὶ στοιχεῖα, καὶ ποδαρικά, καὶ ὀνείρατα, καὶ πῶς ἡ ἡμέραις καὶ ὧραις, ἄλλαις εἶναι καλαῖς καὶ ἄλλαις εἶναι κακαῖς, καὶ μάλιστα ἡ τρίταις, εἰς τὰς ὁποίας οὔτε οἱ ναῦται κινοῦσιν ἀπὸ τὸν λιμένα διὰ νὰ ταξιδεύσουν, οὔτε οἱ πραγματευταὶ ἀρχίζουν τὴν πραγματείαν τους, οὔτε οἱ τεχνῖται τὴν τέχνην τους, οὔτε οἱ λοιποὶ κάμνουν ἀρχὴν τῆς ὑποθέσεως, ὁποῦ τύχῃ νὰ ἔχουν· εἰς τοῦτο τὸ εἶδος ἀναφέρονται καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ παρατηροῦσι τὰς λεγομένας δρύμας, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀπὸ περιέργειαν διαβολικὴν δὲν δίδουν εἰς τοὺς γείτονάς των φωτίαν, φῶς κ.λπ. ἐκεῖνοι ὁποῦ θυμιάζουσι τὰ στοιχεῖα τοῦ ὀσπητίου των, καὶ ταῖς συκαῖς των καὶ προσκυνοῦντες χαιρετοῦσι τὸ φεγγάρι, ὅταν τὸ ἰδοῦν καινούργιον, καὶ πιστεύουν πῶς εἶναι Νεράϊδες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἰς τὰς βρύσεις, καὶ Καλλικάντζαροι· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ περιεργάζονται τὰ φυσικὰ κινήματα τῶν μελῶν τοῦ σώματός των καὶ ὅταν μὲν τοὺς τρώγῃ τὸ χέρι καὶ ἡ μύτη λέγουν, ὅτι ἔχουν νὰ πάρουν χρήματα, ἢ ἄλλο τι, καὶ νὰ ὀσφρανθοῦν εὐώδη καὶ μυριστικά, ὅταν δὲ παίζῃ τὸ ὀμμάτι των, προμαντεύουν ὅτι ἔχουν νὰ ἰδοῦν κανέναν φίλον, ἢ ἄλλο τι· ὅταν δὲ τύχῃ νὰ βοήσῃ τὸ αὐτί τους, λέγουν ὅτι ἔχουν νὰ ἀκούσουν τίποτε καινούργια λόγια καὶ χαμπάρια, καὶ ἄλλα ὅμοια φλυαρήματα, περὶ ὧν λέγει καὶ ὁ σοφὸς Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος (Τόμ. γ´ σελ. 121), μὲ τοὺς ἀνωτέρω συναριθμοῦνται καὶ ἐκεῖνοι οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί, οἵτινες ὅταν ἔχουν νὰ θεμελιώσουν καινούργιον ὁσπήτιον ἢ νὰ κατασκευάσουν καράβι, ἢ καΐκι, ἢ βάρκαν, σφάζουν εἰς τὰ θεμέλια τοῦ οἴκου, καὶ εἰς τὴν καρίναν τοῦ καραβίου, ἢ τοῦ καϊκίου ἢ τῆς βάρκας, πρόβατον, ἢ πετεινόν, ἢ ἄλλο τι ζῷον ἥμερον μὲ σκοπὸν διὰ νὰ ἔχῃ τὸ ὀσπήτιον καὶ καΐκιόν τους, στοιχεῖον καλὸν καὶ ἥμερον προσφέροντες ταῦτα θυσίαν εἰς τὸν διάβολον.
Ὂγδοον εἶδος μαγείας εἶναι ἡ Νεφοδιωκτική, καὶ οἱ ταύτην ἐργαζόμενοι ὀνομάζονται νεφοδιῶκται, οἱ ὁποῖοι παρατηροῦντες τὰ σχήματα τῶν νεφελῶν, καὶ μάλιστα ὅταν βασιλεύῃ ὁ Ἥλιος προλέγουν τὰ μέλλοντα· οἷον, ἐὰν ἰδοῦν τὰς νεφέλας ὡσὰν εἰς σχῆμα ἀνθρώπων ἀρματωμένων, προλέγουν ὅτι ἔχει νὰ γίνῃ πόλεμος καὶ ἄλλα παρόμοια φλυαρήματα. Νεφοδιῶκται ὀνομάζονται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ μὲ συνέργειαν τῶν δαιμόνων διώκουν τὰ σύννεφα, διὰ νά μὴ κάμουν βροχήν, ἢ χάλαζαν, εἰς ἕνα τόπον ὁποῦ δὲν θέλουν, ἀλλὰ εἰς ἄλλον, ὁποῦ θέλουν.
Ἒνατον εἶδος εἶναι ἡ μαθηματική, καὶ ἀστρολογία, καὶ οἱ ταύτας μεταχειριζόμενοι ὀνομάζονται Μαθηματικοί, καὶ Ἀστρολόγοι, οἵτινες εἶναι ἐκεῖνοι, ὁποῦ λέγουν πῶς διοικοῦνται, καὶ κυβερνοῦνται τὰ προαιρετικὰ τῶν ἀνθρώπων κινήματα, ἀπὸ τὴν κίνησιν τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ τῶν ἀστέρων· καὶ εἰς μὲν τὰ ἄστρα, ἀφιερώνουσιν ὅλως διόλου τὰ πάθη καὶ τὰς ὁρμὰς τῆς ψυχῆς, εἰς δὲ τὸν διαφορετικὸν σχηματισμὸν τῶν ἀστέρων, ἀποκρεμῶσι τὰ συμβαίνοντα εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μὲ συνέργειαν τῶν δαιμόνων μαντεύονται διὰ τῶν ἀστέρων, καὶ προσέχουν εἰς τοὺς ἀστέρας ὡσὰν εἰς Θεούς· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, μαθηματικοὶ ὀνομάζονται, οἱ περιέργως καὶ ἔξω τοῦ πρέποντος τὰ μαθηματικὰ μεταχειριζόμενοι. Μὲ τοὺς Μαθηματικοὺς καὶ Ἀστρολόγους πρέπει νὰ συναριθμῶνται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ προμαντεύουν τί μέλλει νὰ γίνῃ ἀπὸ τὰς βροντὰς καὶ ἀστραπὰς καὶ σεισμοὺς καὶ ἀπὸ τὰς ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, τὰς καλουμένας ἡμερομήνια.
Δέκατον εἶδος τῶν μαγικῶν εἶναι τὰ φυλακτάρια, τὰ ὁποῖα ὅσοι μεταχειρίζονται ὀνομάζονται Φυλακτήριοι· εἷναι δὲ ἐκεῖνοι ὁποῦ κάμνουσι τὰ φυλακτά, τυλίσσοντες αὐτὰ μὲ κλωστὴν μεταξωτήν, καὶ γράφοντες εἰς ταῦτα ὀνόματα Δαιμονικά. Φυλακτήριοι λέγονται ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ πέρνουσι τὰ φυλακτάρια αὐτά, καὶ τὰ κρεμνοῦν εἰς τὸν λαιμόν τους, ἢ εἰς τὸ χέρι των, διὰ νὰ τὰ ἔχουν εἰς ἐμπόδιον παντὸς κακοῦ· μὲ τούτους πρέπει νὰ συναριθμῶνται καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ σύρνουν τὰς ἀρκούδας, οἵτινες κρεμῶντες ἀπὸ τὴν κεφαλὴν καὶ ἀπὸ ὅλον τὸ σῶμα των βαμμένα σχοινία, κουρεύουσιν ἀπὸ τὰς τρίχας τῶν ἀρκούδων, καὶ δίδουσι ταύτας μὲ τὰ βάμματα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ τὰ ἔχουν φυλακτά, ἐμποδιστικὰ ἀσθενείας, καὶ βασκανίας ὀφθαλμῶν· μὲ τούτους συναριθμοῦνται καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς, ὁποῦ γράφουν φυλακτά, διὰ νὰ περάσῃ ἡ θέρμη, ἢ ἄλλη ἀσθένεια· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ πτύουν εἰς τὸν κόλπον τους, τάχα διὰ νὰ ἐμποδίσουν μὲ τὸ πτύσμα τὴν βασκανίαν, καὶ κρεμοῦν εἰς τὰ παιδιὰ τὰς λεγομένας ματόχαντρες.
Ἑνδέκατον εἶδος εἶναι οἱ κλήδονες, οἵτινες εἶναι μία παρατήρησις τῶν μελλόντων διὰ λόγων καὶ κλήσεων, ἀπὸ τοῦ κλῶ, τὸ καλῶ, ὡς λέγει ὁ Θεοδώρητος (Σελ. 19, 31 τοῦ β´ Τόμου τῆς Ὀκτατεύχου)· οἱ ὁποῖοι ἕως τῆς σήμερον γίνονται εἰς πολλοὺς τόπους, καὶ μάλιστα εἰς τὰ νησία, κατὰ τὸ γενέσιον τοῦ Προδρόμου, διὰ μέσου τῶν ὁποίων προμαντεύουσι τὴν τύχην, καὶ μοίραν καὶ ῥοιζικὸν κάθε ἀνδρός, ἢ γυναικός· εἰς τοὺς κλήδονας συναριθμοῦνται καὶ ἡ πυρκαϊαῖς, ὁποῦ ἀνάπτουν τινὲς ἔμπροσθεν εἰς τὰ ἐργαστήριά των, καὶ τὰς περνοῦν, τόσον εἰς τὰς πρωτομηνίας, ὅσον καὶ εἰς τὸ γενέσιον τοῦ Προδρόμου· ὁμοίως καὶ οἱ ἐγγαστρίμυθοι, οἱ ἀπὸ κοιλίας φωνοῦντες, καὶ λέγοντες μύθους καὶ μαντείας, οἵτινες καὶ ἐντερομάντεις λέγονται, ὡσαύτως καὶ οἱ γνῶσται, οἵτινες διὰ τῆς ἀνατομῆς τῶν σπλάγχνων τῶν ζώων μαντεύονται, ἀφ᾿ οὗ καὶ ἡπατοσκοπία ὠνομάσθη· ὁμοίως καὶ ᾑ κακογραίαις ἐκείναις ὅπου μαντεύουν μὲ κριθάρι, ἢ μὲ κοκκία, ἢ χύνουν κάρβουνα, ἢ χασμουριῶνται, ἢ φυσοῦν, ἢ κρυφομιλοῦν, ἢ ἄλλα ὅμοια κάμνουν.
Δωδέκατον εἶδος τῆς μαγείας εἶναι, τὸ νὰ περνοῦν τινὲς τὰ ἀσθενῆ παιδία των ἀπὸ κουλούρας, τάχα διὰ νὰ γίνουν δυνατά· τὸ νὰ βάνουν οἱ βοσκοὶ κόκκαλον μικρὸν εἰς τὸ ποδάρι τῶν προβάτων καὶ τράγων, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὸ ποίμνιόν τους· τὸ νὰ κάμνουν μαγικὰ οἱ ψαράδες εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ μαζεύωνται τὰ ὀψάρια νὰ τὰ πιάνουν· τὸ νὰ πηγαίνουν τινὲς εἰς τοὺς μάγους νὰ ζητοῦν βοήθειαν, διὰ νὰ νικήσουν εἰς τὴν κρίσιν, ὁποῦ ἔχουσι μὲ ἄλλον· τὸ νὰ ἁρπάζωνται εἰς τὸν ἀέρα τινὲς ἄνδρες, καὶ γυναῖκες, καὶ μάλιστα αἱ κακογραῖαι, καὶ νὰ πηγαίνουν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἐκεῖ, ἢ νὰ πνίγουν βρέφη, ἢ ἄλλα κακὰ νὰ κάμνουν, ὡσὰν ὁ Ἠλιόδωρος ὁ μάγος, καὶ ὁ ἐν τῇ Πάτμῳ Κύνωψ, καὶ ὁ Σίμων· τὸ νὰ πέρνουν μερικοὶ ἱερεῖς κηρία πίσσινα, καὶ νὰ πηγαίνουν μέσα εἰς βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ ἐκεῖ νὰ τὰ ἀνάπτουν, καὶ φορένοντες ἀνάστροφα τὰ ἱερά των νὰ διαβάζουν τὴν Σολομωνικήν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν διαβολικήν, καὶ οὕτω νὰ κάμνουν νὰ ἀποθαίνουν οἱ ἐχθροί των, ἢ νὰ ψοφοῦν τὰ ζῶα των, καθὼς ἕνα τοιοῦτον γίνεται εἰς τὴν Κρήτην καὶ Κύπρον.
Δέκατον τρίτον εἶδος μαντείας καὶ μαγείας, εἶναι τὸ νὰ βαστάζουν τινὲς κοσμικοὶ Χριστιανοί, τὰς ἱερὰς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, καὶ ἄλλων Ἁγίων εἰς τοὺς ὤμους των, ἐν τῷ καιρῷ τῶν πανηγύρεων αὐτῶν, καὶ νὰ τρέχουν ὡσὰν τρελλοί, καὶ δαιμονισμένοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ νὰ κτυποῦν πότε εἰς ἕνα μέρος, καὶ πότε εἰς ἄλλο μὲ τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, περιρρεόμενοι ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα τάχα διὰ τὸ βάρος τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, καὶ προμαντεύοντες κάποια τινά, καὶ φανερώνοντες ἐκεῖνα ὁποῦ τινες ἔχασαν, καὶ ἄλλα ὅμοια.
Αὐτὰ μὲν εἷναι τὰ κυριώτερα καὶ καθολικώτερα εἴδη τῆς μαγείας· εἶναι δὲ καὶ ἄλλα πάμπολλα, ἀλλὰ εἰς ταῦτα ἠμποροῦν νὰ ἀναφέρωνται καὶ τὰ λοιπά· καθὼς τὰ περισσότερα εἴδη ἐκ τούτων, τόσον ἡ θεία Γραφή, ὅσον καὶ διάφοροι κανόνες τῶν ἱερῶν Συνόδων, καὶ τῶν θείων Πατέρων, περιλαμβάνουσι, καὶ μάλιστα ὁ ξα´ καὶ ξε´ κανὼν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς στ´ Συνόδου· καιρὸς δὲ εἶναι νὰ εἰποῦμεν τώρα, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν, εἶναι τελείως ἐμποδισμένον νὰ τὰ κάμνουσιν οἱ Χριστιανοί, διότι, ἂν ἡ θεία Γραφὴ ἐμποδίζῃ νὰ μὴ μεταχειρίζωνται ταῦτα οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Ἑβραῖοι ὁποῦ ἦσαν ἀρχάριοι, καὶ ὡσὰν νήπια ὑποκάτω εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Νόμου, πόσῳ μᾶλλον ἐμποδίζει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ ἐνεργοῦν τὰ τοιαῦτα; τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ εἶναι τέκνα τῆς ἀληθείας καὶ χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου; ὁποῦ ἔφθασαν εἰς ἄνδρα τέλειον καὶ εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολον;
Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς προστάζει εἰς τὸ Δευτερονόμιον νὰ μὴ εὑρεθῇ τινὰς ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἑβραίους, ὁποῦ νὰ μεταχειρίζεται μαντείας, ἢ κλήδονας, ἢ νὰ παρατηρῇ τῶν πουλίων τὰς φωνάς, ἢ πετάσματα, οὐδὲ νὰ περνᾷ ἐπάνω ἀπὸ τὴν φωτίαν τὰ παιδία του, νομίζωντας τάχα νὰ τὰ καθαρίσῃ μὲ τὴν φωτίαν, ἢ ἄλλα τοιαῦτα νὰ κάμνῃ· «οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ περικαθαίρων τὸν υἱὸν αὐτοῦ, καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ ἐν πυρί· μαντεύοντος μαντείαν, κληδονιζόμενος, καὶ οἰωνιζόμενος· φαρμακὸς ἐπαείδων ἐπαοιδήν· ἐγγαστρίμυθος, καὶ τερατοσκόπος ἐπερωτῶν τοὺς νεκρούς» (Δευτ. ιη´ 10)· εἰς δὲ τὸ Λευϊτικὸν προστάζει τὰ αὐτά, καὶ προσθέτει, ὄχι μόνον νὰ μὴ κάμνῃ τινὰς τὰ τοιαῦτα μαγικά, ἀλλ᾿ οὐδὲ νὰ πηγαίνῃ κοντὰ εἰς ἐκείνους, ὁποῦ τὰ κάμνουν διὰ νὰ μὴ μολυνθῇ ἀπ᾽ αὐτοὺς «οὐκ οἰωνιεῖσθε, οὐδὲ ὀρνιθοσκοπήσεσθε» (Λευϋτικ. ιθ´ 26) καὶ πάλιν «οὐκ ἐπακολουθήσετε ἐγγαστριμύθοις, καὶ τοῖς ἐπαοιδοῖς οὐ προσκοληθήσεσθε, ἐκμιανθῆναι ἐν αὐτοῖς· ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» (αὐτόθ. 31) διὰ τί δὲ ταῦτα ἐμποδίζει; α´ διότι εἶναι συγχαμερὰ καὶ ἀκάθαρτα ἔμπροσθεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτά, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ μεταχειρίζονται· καὶ διὰ αὐτὰ θέλει τοὺς ἐξολοθρεύσει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς· οὕτω γὰρ ἀκολούθως λέγει ὁ ἴδιος Θεός· «ἔστι γὰρ βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα ἕνεκεν γὰρ τῶν βδελυγμάτων τούτων· Κύριος ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου». (Δευτερ. ιη´ 12) β´ διότι ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν, προξενοῦσι τόσον εἰς τὴν ψυχὴν ἐκείνου, ὁποῦ τὰ μεταχειρίζεται, ὅσον καὶ εἰς τὴν ψυχὴν ἐκείνου, ὁποῦ πηγαίνει ζητῶντας αὐτὰ ἀπὸ τοὺς μάγους, μεγαλωτάτην καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν· καθὼς μαρτυρεῖ ὁ Προφήτης Σαμουήλ, ἐλέγχωντας τὸν Βασιλέα Σαούλ, διὰ τί δὲν ἐθανάτωσε τὸν Βασιλέα τῶν Ἀμαληκιτῶν, λέγων· «ἁμαρτία οἰώνισμά ἐστιν» (α´ Βασιλ. ιε´ 23) γ´ διότι οὔτε οἱ τὰ μαγικὰ καὶ γητεύματα καὶ παρατηρήματα τῶν πουλίων ποιοῦντες, ἠμποροῦν νὰ δώσουν κᾀμμίαν ὠφέλειαν εἰς τοὺς μαγευομένους καὶ γητευομένους, οὔτε οἱ γητευόμενοι καὶ τὰ ἄλλα μαγικὰ ποιοῦντες, λαμβάνουν κᾀνένα ὄφελος, ἀλλὰ ματαίως καὶ τὰ δύο μέρη κοπιάζουσι· καθὼς λέγει ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ· «οὐχὶ ὅρασιν ψευδῆ ἑωράκατε; καὶ μαντείας ματαίως εἰρήκατε;» (Ἰεζ, ιγ´ 7) καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ· «μαντεῖαι, καὶ οἰωνισμοί, καὶ ἐνύπνια, μάταιά ἐστιν», (Σειρ. λδ´ 5). Καὶ δ´ διότι τὰ μαγικὰ ὁδηγοῦσι τόσον ἐκείνους, ὁποῦ τὰ μεταχειρίζονται, ὅσον καὶ ἐκείνους ὁποῦ τὰ ζητοῦν, εἰς τὴν λατρείαν καὶ προσκύνησιν τῶν εἰδώλων καὶ τῶν δαιμόνων.
Διὰ τοῦτο ὅλοι κοινῶς οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦντες εἰς τὴν παλαιὰν Γραφήν, ὡς ἐντολὴν καὶ νομοθεσίαν δίδουν εἰς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, προστάζοντες αὐτοὺς νὰ μὴ μεταχειρίζωνται μαγικά, ἢ φαρμακείας, ἢ οἰωνισμούς, ἢ ἄλλα παρόμοια, καὶ λέγοντες· «οὐ μαγεύσεις, οὐ φαρμακεύσεις»(Διαταγ. βιβλ. ζ´ Κεφ. γ´). Καὶ πάλιν· «μὴ γίνου οἰωνοσκόπος, ὅτι ὁδηγεῖ πρὸς εἰδωλολατρείαν... οὐκ ἔσῃ ἐπᾴδων, ἢ περικαθαίρων τὸν υἱόν σου· οὐ κληδονιεῖς· οὐδὲ οἰωνισθήσῃ, οὐδὲ ὀρνεοσκοπήσῃς, οὐδὲ μαθήσῃ μαθήματα πονηρά· ταῦτα γὰρ ἅπαντα, καὶ ὁ νόμος ἀπεῖπε». (Αὐτόθ. Κεφ. στ´). Καὶ πάλιν «φεύγετε... τὰς ἑλληνικὰς πομπάς, ἐπαοιδάς, κλήδονας, μαντείας, καθαρισμούς, οἰωνισμούς, ὀρνιθοσκοπίας, νεκρομαντείας, ἐπιφωνήσεις» (Διαταγ. βιβλ. β´ Κεφ. ξβ´). Ἀλλὰ τί ἀναφέρω ἐγὼ Θεόν, καὶ Προφήτας, καὶ Ἀποστόλους, ἐμποδίζοντας τὰς μαντείας; καὶ δὲν λέγω ἕνα ἄλλο μεγαλύτερον, πρὸς ἐντροπὴν τῶν Χριστιανῶν; τὰς μαντείας Χριστιανοί, ἐμποδίζει νὰ μὴ γίνωνται, ὄχι Θεός, ὄχι Προφήτης, ὄχι Ἀπόστολος, ἀλλὰ ἕνας Ἐθνικὸς καὶ ἄπιστος ἄνθρωπος, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ μάλιστα καὶ μάγος καὶ οἰωνιστής. Ποῖος εἶναι αὐτός; ὁ Μάντις ἐκεῖνος Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ· οὗτος γὰρ καλεσθεὶς ἀπὸ τὸν Βαλὰκ τὸν Βασιλέα τῶν Μωαβιτῶν, διὰ νὰ καταρασθῇ καὶ νὰ κάμῃ κᾀμμίαν μαντείαν ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἶπε ταῦτα· «οὐκ ἔστιν οἰωνισμὸς ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ μαντεία ἐν Ἰσραήλ» (Ἀριθμ. κγ´ 23). ὢ τῶν παραδόξων πραγμάτων! ὁ μάντις λέγει πῶς δὲν πρέπει νὰ γίνωνται μαντείαις· ὁ οἰωνιστής, ἀποφαίνεται πῶς δὲν πρέπει νὰ ἐνεργοῦνται οἰωνισμοί· εἰς ποίους; εἰς τὸ γένος τοῦ Ἰακώβ, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἀρχάριον, τὸν ἀτελῆ, τὸν νηπιόφρονα· «οὐκ ἔστιν οἰωνισμὸς ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ μαντεία ἐν Ἰσραὴλ» ὢ καταισχύνη μεγάλη! ὢ ἀνυπόφορος ἐντροπὴ τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν!
Ποῦ εἶσθε λοιπὸν τώρα ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ μεταχειρίζεσθε ἀδιάντροπα τὰς μαγείας καὶ γοητείας; ποῦ εἶσθε ἐσεῖς ὁποῦ, ὅταν ἔχετε ἀσθένειαν, ἢ ἄλλην χρείαν καὶ ἀνάγκην, τρέχετε εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ Ἄραβας καὶ Αἰγυπτίους, Ὀθωμανοὺς καὶ ἀλλοπίστους, καὶ ζητεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ σᾶς γητεύσουν καὶ νὰ σᾶς δώσουν φυλακτήρια; φύγετε, κρυφθῆτε, καὶ σκεπάσατε τὸ πρόσωπόν σας ἀπὸ τὴν ἐντροπήν, καὶ καθ᾿ ἕνας ἀπὸ λόγου σας, ἂν ἔχῃ αἴσθησιν, ἂς εἰπῇ ἐκεῖνο τὸ τοῦ Δαβίδ· «ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέ με» (Ψαλμ. μγ´ 17). διὰ τί; διότι σᾶς ὀνειδίζει, καὶ σᾶς καταλαλεῖ ἕνας μάντις, ἕνας ἐθνικός, ἕνας ἀσεβὴς Βαλαὰμ «ἀπὸ φωνῆς ὀνειδίζοντος, καὶ καταλαλοῦντος» (αὐτόθι) ὅθεν φοβηθῆτε τὸν Θεόν, ὁποῦ μὲ τόσας προσταγὰς σᾶς ἐμποδίζει, νὰ μὴ μεταχειρίζεσθε μαγικὰ καὶ γητεύματα, καὶ τὸν τόσον μεγάλον φοβερισμόν, ὁποῦ σᾶς κάμνει νὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ, ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ αὐτά· φοβηθῆτε τοὺς θείους Προφήτας, ὁποῦ παρομοίως καὶ αὐτοὶ σᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὰ τοιαῦτα ἁμαρτωλὰ καὶ μάταια ἔργα· φοβηθῆτε τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Ἀποστόλους, ὁποῦ ὅλοι κοινῶς σᾶς παραγγέλλουν, νὰ μὴ κάμνετε κλήδονας καὶ μαντείας, μηδὲ νὰ παρατηρῆτε τὰς φωνὰς καὶ πετάσματα τῶν πουλίων· μὰ ἂν δὲν φοβηθῆτε τὸν Θεόν, οὔτε τοὺς Προφήτας του, οὔτε τοὺς Ἀποστόλους, κᾂν ἐντραπῆτε, καὶ αἰσχυνθῆτε τὸν Ἐθνικόν, καὶ ἀλλόπιστον Βαλαάμ, ὁποῦ σᾶς ἐμποδίζει νὰ μὴ ἐνεργῆτε τὰ μαγικά, οὐδὲ νὰ πιστεύετε εἰς αὐτά. Διότι, καθὼς οἱ Νινευίται ὁποῦ ἤκουσαν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἐμετενόησαν, ἔχουν νὰ κατακρίνουν τοὺς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς, ὁποῦ ἀκούουν καθ᾿ ἡμέραν τὸν Χριστόν, καὶ δὲν μετανοοῦν· καὶ καθὼς ἡ Σαββὰ ἡ Βασίλισσα, ὁποῦ ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν, διὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, ἔχει νὰ κατακρίνῃ ἐκείνους, ὁποῦ καταφρονοῦν καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν τὴν οὐράνιον σοφίαν, ὁποῦ μᾶς ἐδίδαξεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος· «Ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε· Βασίλισσα Νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ᾧδε» (Ματθ. ιβ´ 41) καθὼς λέγω οἱ Νινευῖται καὶ Σαββά, ἔτσι καὶ ὁ μάντις αὐτὸς Βαλαὰμ θέλει ἀναστηθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, διὰ νὰ κατακρίνῃ τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ μεταχειρίζονται τὰ μαγικά, εἰς τοὺς ὁποίους, αὐτὰ κᾀνένα τόπον καὶ δύναμιν δὲν ἔχουν ἀφ᾿ οὗ ἦλθεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγεινεν ἄνθρωπος, καὶ ἀφ᾿ οὗ αὐτοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν· «οὐκ ἔστιν οἰωνισμὸς ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ μαντεία ἐν Ἰσραήλ· διὰ τί; ὅτι φησὶ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ». (Ἀριθ. κγ´ 21).
Στοχασθῆτε ἀδελφοὶ Χριστιανοί, ὅτι ἐσεῖς ὅταν ἐλάβατε τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, σᾶς ἐρώτησε πρότερον ὁ ἱερεύς, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ ἱερέως σᾶς ἐρώτησεν ὁ Χριστός, καὶ σᾶς εἶπεν, ἀνίσως καὶ ἀποτάσσεσθε τὸν Σατανᾶν καὶ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὴν λατρείαν καὶ τὴν πομπήν του, καὶ καθὼς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θέλουν νὰ ἀγοράσουν κᾀνένα δοῦλον, τὸν ἐρωτοῦν πρότερον, ἂν θέλῃ νὰ τοὺς δουλεύῃ, καὶ ἔπειτα τὸν ἀγοράζουν· ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἐρώτησεν ἐσᾶς τοὺς Χριστιανοὺς πρὶν νὰ βαπτισθῆτε, ἂν ἀποστρέφεσθε τὸν σκληρὸν ἐκεῖνον καὶ ἀπάνθρωπον τύραννον Σατανᾶν, καὶ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὴν λατρείαν του. «Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ»; καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐσᾶς ἀπεκρίθη διὰ μέσου τοῦ ἀναδόχου του καὶ εἶπεν, ὅτι ἀποτάσσεται καὶ μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται, ὄχι μόνον τὸν Σατανᾶν, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὴν λατρείαν καὶ πομπήν του. «Ἀποτάσσομαι»· ποία δὲ εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Σατανᾶ; ἀποκρίνεται ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος, καὶ λέγει ὅτι εἶναι ᾑ μαντείαις, τὰ γητεύματα, ᾑ φαρμακείαις, τὰ φυλακτάρια, οἱ κλήδονες, ᾑ ἐπαοιδείαις, ᾑ νεκρομαντείαις, ᾑ οἰωνοσκοπείαις καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἴδη τῶν μαγικῶν, ὁποῦ ἀπηριθμήσαμεν πρότερον ταῦτα εἷναι τὰ μυστήρια τοῦ Διαβόλου καὶ ᾑ μιαραῖς καὶ ἀκάθαρταις τελεταῖς, μὲ τὰς ὁποίας ἐλατρεύετο πρότερον ὡσὰν Θεός, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, καὶ εἰδωλολάτρας, καὶ τώρα φεῦ! λατρεύεται καὶ προσκυνεῖται, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ τὰ μαγικὰ ταῦτα μεταχειρίζονται. Ποία δὲ εἶναι καὶ ἡ πομπὴ τοῦ Σατανᾶ; ἀποκρίνεται ὁ θεῖος Χρυσόστομος καὶ λέγει, πῶς εἶναι, ὄχι μόνον τὰ θέατρα, καὶ τρεξίματα τῶν ἀλόγων, καὶ κάθε ἁμαρτία· ἀλλὰ πῶς εἶναι ἀκόμη, καὶ οἱ κλήδονες, καὶ τὰ συναπαντήματα, καὶ ἡ παρατήρησις τῶν ἡμερῶν, καὶ ἄλλαι μαντεῖαι· «πομπὴ δὲ σατανική ἐστι, θέατρα, καὶ ἱπποδρομίαι, καὶ πᾶσα ἁμαρτία, καὶ παρατήρησις ἡμερῶν, καὶ κλήδονες καὶ σύμβολα» (Ἀδριάντ. κα´) οὗτος λοιπὸν ὁ λόγος καὶ ἡ ἀπόκρισις ὁποῦ ἐδώκατε, ὅταν ἐβαπτίζεσθε; ἤγουν τὸ «Ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾷ; καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ» αὐτός, λέγω, ὁ λόγος εἶναι μία ὑπόσχεσις καὶ συμφωνία, ὁποῦ ἐδώκατε, ἀδελφοί, διὰ νὰ ἀποστραφῆτε μὲν τὸν Σατανᾶν καὶ τὰ ἔργα καὶ τὴν λατρείαν καὶ τὴν πομπήν του, νὰ ἀγαπήσετε δέ, τὸν Χριστὸν καὶ νὰ δουλεύετε αὐτόν, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· «αὕτη ἡ φωνή, συνθήκη πρὸς τὸν Δεσπότην ἐστί· καὶ καθάπερ ἡμεῖς οἰκέτας ἀγοράζοντες, αὐτοὺς τοὺς πωλουμένους πρότερον ἐρωτῶμεν, εἰ βούλονται ἡμῖν δουλεῦσαι· οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ποιεῖ, ἐπειδὴ μέλλει σε εἰς δουλείαν λαμβάνειν, πρότερον ἐρωτᾷ, εἰ βούλει τὸν τύραννον ἐκεῖνον ἀφεῖναι, τὸν ὠμόν, καὶ ἀπηνῆ· καὶ συνθήκας δέχεται παρὰ σοῦ· οὐ γὰρ κατηναγκασμένη ἡ Δεσποτεία αὐτοῦ ἐστι» (Ἀνδριάντ. κα´).
Τὸ λοιπὸν ἐπειδὴ καὶ τοιαύτην συμφωνίαν καὶ ὑπόσχεσιν ἐδώκατε εἰς τὸν Χριστόν, νὰ ἀποστραφῆτε τὸν Σατανᾶν καὶ τὴν λατρείαν του, πῶς τώρα παραβαίνετε τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην καὶ συμφωνίαν σας; πῶς τώρα ἀφίνετε τὸν Χριστόν, εἰς τὸν όποῖον ἐτάξατε διὰ νὰ δουλεύετε, καὶ μὲ ὅλην σας τὴν ψυχὴν νὰ λατρεύετε, καὶ πηγαίνετε εἰς τοὺς μάγους καὶ μάγισσας; ταυτὸν εἰπεῖν, πηγαίνετε εἰς τὸν Διάβολον, καὶ λατρεύετε τοῦτον μὲ τὰς διαφόρους μαντείας, καὶ τὰ γητεύματα; δὲν εἰξεύρετε ταλαίπωροι πῶς αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ὁποῦ ἐδώκατε, θέλει σᾶς ζητηθῇ χρεωστικῶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως; δὲν εἰξεύρετε πῶς τὴν συμφωνίαν ταύτην πρέπει νὰ τὴν φυλάττετε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, διὰ νὰ τὴν δόσετε ὡσὰν μίαν παρακαταθήκην ὁλόκληρον εἰς τὸν φοβερὸν κριτήν; δὲν εἰξεύρετε πῶς αὐτὸν τὸν λόγον ὁποῦ τότε ἀπεκρίθητε, δηλαδὴ τὸ «ἀποτάσσομαί σοι Σατανᾶ, καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ σου, καὶ τῇ πομπῇ σου», πρέπει νὰ τὸν μελετᾶτε, καὶ νὰ τὸν ἔχετε πάντοτε εἰς τὸ στόμα, διὰ νὰ μὴ τὸν ἀλησμονήσητε; οὕτω γὰρ σᾶς παραγγέλλει ὁ Χρυσορρήμων· «τοῦτο τοίνυν λέγωμεν· ἀποτάσσομαί σοι Σατανᾶ, ὡς ἐκεῖ μέλλοντος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ταύτην ἀπαιτεῖσθαι τὴν φωνήν· καὶ φυλάξωμεν αὐτήν, ἵνα σώαν τὴν παρακαταθήκην ταύτην ἀποδῶμεν τότε» (Ἀνδρ. κα´).
Διότι, ἐὰν πάντοτε μελετᾶτε τὸν λόγον τοῦτον καὶ ἔχετε αὐτὸν εἰς τὴν ἐνθύμησιν καὶ εἰς τὸ στόμα σας, αὐτὸς ὁ λόγος θέλει γίνῃ χαλινάρι καὶ ἕνα μεγάλο ἐμπόδιον, διὰ νὰ σᾶς ἐμποδίζῃ ἀπὸ τὸ νὰ μεταχειρίζεσθε κάθε εἶδος μαγείας· αὐτὸς ὁ λόγος θέλει σᾶς ἐμποδίζει ὅταν ἀσθενήσετε, νὰ μὴ πηγαίνετε, οὔτε νὰ προσκαλῆτε μάγους καὶ μάγισσας, διὰ νὰ σᾶς γητεύσουν ἢ νὰ σᾶς χύσουν κάρβουνα, ἢ νὰ σᾶς δέσουν εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ εἰς τὸν τράχηλον καὶ εἰς τὰς χεῖρας φυλακτάρια καὶ πέταλα· αὐτὸς ὁ λόγος συνεχῶς μελετώμενος δὲν θέλει σᾶς ἀφήσει νὰ πηγαίνετε εἰς μάγους καὶ Ἄραβας καὶ Αἰθίοπας, διὰ νὰ ζητῆτε νὰ σᾶς φανερώσουν ἐκεῖνοι μὲ τὰς μαγείας των, ἢ θησαυροὺς κεκρυμμένους εἰς τὴν γῆν, ἢ ἄσπρα ὁποῦ ἐχάσατε, ἢ ἄλλα πράγματα ἀπόκρυφα· αὐτὸς ὁ λόγος θέλει σᾶς γένῃ ἅρμα δυνατόν, καὶ ῤάβδος σιδηρᾶ, διὰ νὰ μὴ φοβῆσθε ὅταν εὐγένετε ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκόν σας, συναπαντήματα καλὰ καὶ κακὰ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐρωτήματα, οὔτε πουλίων φωνάς, οὔτε πετάσματα· τί λέγω; αὐτὸς ὁ λόγος, συντροφευμένος ὁμοῦ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, θέλει γίνῃ πύργος ἀκαταμάχητος εἰς ἐσᾶς, διὰ νὰ μὴ φοβῆσθε οὔτε αὐτὸν τὸν ἴδιον Διάβολον, μὲ ὅλην του τὴν παράταξιν καὶ τὸ στράτευμα, μόνον μὴ παύετε ἀπὸ τοῦ νὰ μελετᾶτε τὸν λόγον τοῦτον, καὶ μέσα εἰς τὸν οἶκόν σας, καὶ ἔξω τοῦ οἴκου σας, καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ καὶ πάντοτε καὶ πανταχοῦ· μάλιστα δὲ ὅταν ἔχετε νὰ εὔγετε ἔξω ἀπὸ τὸ σπῆτί σας, χωρὶς αὐτὸν τὸν λόγον νὰ μὴν εὐγένετε· ἔτσι σᾶς παραγγέλλει νὰ κάμνετε ἡ χρυσῆ καὶ εὔλαλος γλῶσσα τοῦ Ἰωάννου. «Διὰ δὴ ταῦτα, παρακαλῶ τῆς ἀπάτης καθαρεύειν ταύτης, καὶ καθάπερ βακτηρίαν ἔχειν το ῥῆμα τοῦτο, καὶ ὥσπερ χωρὶς ὑποδημάτων, ἢ ἱματίων οὐκ ἂν ἕλοιτό τις ὑμῶν εἰς τὴν ἀγορὰν κατιέναι, οὕτω χωρὶς τοῦ ῥήματος τούτου, μηδέποτε εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβάλλῃς, ἀλλ᾿ ὅταν μέλλῃς ὑπερβαίνειν τὰ πρόθυρα τοῦ πυλῶνος, τοῦτο φθέγξαι τὸ ῥῆμα πρότερον· ἀποτάσσομαί σοι Σατανᾶ καὶ τῇ πομπῇ σου, καὶ τῇ λατρείᾳ σου, καὶ συντάσσομαί σοι Χριστὲ καὶ μηδέποτε χωρὶς τῆς φωνῆς ταύτης ἐξέλθης· τοῦτό σοι βακτηρία ἔσται· τοῦτο ὅπλον· τοῦτο πύργος ἄμαχος· καὶ μετὰ τοῦ ῥήματος τούτου, καὶ τὸν σταυρὸν ἐπὶ τοῦ μετώπου διατύπωσον· οὕτω γὰρ οὐ μόνον ἄνθρωπος ἀπαντῶν, ἀλλ᾿ οὐδὲ αὐτὸς ὁ διάβολος βλάψαι τι δυνήσεται, καὶ μετὰ τούτων σε ὁρῶν τῶν ὅπλων πανταχοῦ φαινόμενον» (Ἀνδριάν. κα´).
Καὶ τῇ ἀληθείᾳ ὅλη ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ἔπεσαν οἱ Χριστιανοὶ τὴν σήμερον εἰς ὅλα τὰ κακὰ ἔργα τοῦ Διαβόλου, καὶ μάλιστα εἰς τὰς διαφόρους μαγείας, εἶναι, διότι δὲν μελετοῦν τὰς πρώτας ἐκείνας ὑποσχέσεις, καὶ συμφωνίας ὁποῦ ἔδωκαν εἰς τὸν Χριστόν, ὅταν ἐβαπτίσθησαν, ἀλλὰ ἐλησμόνησαν αὐτάς, καὶ τελείως τὰς ἐξήλειψαν ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν καὶ καρδίαν τους· ὅθεν ἠκολούθησαν εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ λόγια ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος· δηλαδὴ πῶς ὅταν τὸ ἀκάθαρτον Δαιμόνιον εὔγῃ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, πηγαίνει εἰς ἀνύδρους τόπους ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ δὲν εὑρίσκει· εἶτα γυρίζει πάλιν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εὐγῆκε, καὶ ἐπειδὴ εὑρίσκει τὴν καρδίαν του ἀργήν, σαρωμένην καὶ ἕτοιμον, πέρνει μαζί του ἀκόμη ἄλλα ἑπτὰ πονηρότερα Δαιμόνια, καὶ ἐμβαίνει ἐκεῖ μέσα καὶ κατοικεῖ, καὶ γίνεται τὰ ὑστερινὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα· «ὅταν το ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθη ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει· τότε λέγει· ἐπιστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου, ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα, σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον· τότε πορεύεται, καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ· καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων». (Ματθ. ιβ´ 43).
Τοῦτο τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου ἑρμηνεύει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τὸν λόγον περὶ Βαπτίσματος, καὶ λέγει πῶς ἐννοεῖται διὰ τοὺς βαπτισμένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι διώκουσι μὲν τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὴν καρδίαν τους, διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ διὰ τῶν ὑποσχέσεων ὁποῦ ἔδωκαν· ἐὰν δὲ ἀφήσουν τὸν οἶκον τῆς καρδίας καὶ τῆς ψυχῆς των ἀργὸν καὶ ἄδειον χωρὶς τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, καὶ χωρὶς τὴν μελέτην καὶ ἐνθύμησιν τῶν ὑποσχέσεων ὁποῦ ἔκαμαν, ἐμβαίνει πάλιν τὸ δαιμόνιον, ὁποῦ ἐδίωξαν, εἰς αὐτούς, μὲ περισσοτέραν καὶ δυνατωτέραν ἑτοιμασίαν ἀπὸ τὸ πρῶτον, καὶ ἔτσι γίνονται τὰ ὑστερινά τους χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα· «ἐξῆλθεν ἀπὸ σοῦ τὸ ἀκάθαρτον, καὶ ὑλικὸν πνεῦμα διωχθὲν τῷ Βαπτίσματι· οὐ φέρει τον διωγμόν, οὐ δέχεται ἄοικον εἶναι, καὶ ἀνέστιον... πάλιν ὑποστρέφει εἰς τὸν οἶκον ὅθεν ἀνεχώρησεν· ἀναίσχυντόν ἐστι· φιλόνεικόν ἐστι· προσβάλλει πάλιν· πειρᾶται πάλιν· ἐὰν μὲν εὕρῃ Χριστὸν εἰσοικισθέντα καὶ πληρώσαντα τὴν χώραν, ἣν αὐτὸς ἐκένωσεν, ἀπεκρούσθη πάλιν· ἐὰν δὲ σεσαρωμένον, καὶ κεκοσμημένον τὸν ἐν σοὶ τόπον εὕρη, κενὸν καὶ ἄπρακτον, καὶ ἕτοιμον ἐπίσης πρὸς ὑποδοχήν, τοῦ δε, ἢ τοῦ δε τοῦ προκαταλαβόντος, εἰσεπήδησεν, εἰσῳκίσθη, μετὰ πλείονος τῆς παρασκευῆς, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων».
Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀπόδειξις τῶν λόγων τούτων τοῦ θείου τούτου Πατρὸς σαφεστάτη καὶ ἀναντίρρητος· διότι ποῖος δὲν ὁμολογεῖ, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἄνδρες καὶ ὅλαις ᾑ Χριστιαναῖς γυναῖκες, ὁποῦ κάμνουσι μαντείας καὶ μαγικά, διώκουσι μὲν ἀπὸ τὴν καρδίαν τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἐμβάζουν δὲ εἰς αὐτὴν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα καὶ τὸ Δαιμόνιον! Ποῖος τὸ ἀρνεῖται, ὅτι ὅσοι εἶναι μάγοι καὶ μάγισσαις, χωρίζονται ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ παραδίδονται εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ ἔπειτα διὰ τῆς βοηθείας καὶ ἐνεργείας τῶν δαιμόνων, λέγουν καὶ πράττουν τὰ σατανικὰ καὶ περίεργα; θέλεις νὰ τὸ βεβαιωθῇς; ἀνάγνωθι τὸ ιστ´ Κεφάλαιον τῶν πράξεων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεις τὴν δούλην ἐκείνην, ὁποῦ εἶχε τὸ πνεῦμα τοῦ Πύθωνος· τί δὲ ἦτον τὸ πνεῦμα αὐτό; ἄκουσον πῶς τὸ διηγεῖται ὁ θεῖος Χρυσόστομος· εἰς τὸν Ναὸν λέγει τοῦ ψευδοθεοῦ τῶν Ἑλλήνων Ἀπόλλωνος, ἦτον μία γυναῖκα Πυθία ὀνομαζομένη, ἀπὸ τοῦ "πύθομαι" τὸ ἐρωτῶ, ἐπειδὴ καὶ ἐρωτᾶτο ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἐπήγαινον καὶ ἐζήτουν χρησμοὺς καὶ μαντείας· αὕτη λοιπὸν ἡ γυναῖκα, ὅταν ἔμελλε νὰ μαντεύσῃ, ἐκάθητο ἐπάνω εἰς ἕνα τρίποδον σκαμνί· ἔπειτα ἄνοιγε τὰ σκέλη της καὶ ἔμβαινεν ὑποκάτωθεν πνεῦμα ἀκάθαρτον, καὶ τὴν ἐγέμοζεν ἀπὸ ἕνα δαιμονιώδη ἐκστατικὸν ἐνθουσιασμόν, καὶ οὕτω λύουσα τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, καὶ ἀφρὸν εὐγάνουσα ἀπὸ τὸ στόμα της, καὶ ἔξω φρενῶν γινομένη, ἐπρομάντευε καὶ ἔλεγε τοὺς χρησμούς· «λέγεται αὕτη ἡ Πυθία γυνή τις οὖσα ἐπικαθῆσθαι τῷ τρίποδί ποτε τοῦ Ἀπόλλωνος, διαιροῦσα τὰ σκέλη· εἶθ᾿ οὕτω πνεῦμα πονηρὸν κάτωθεν ἀναδιδόμενον, καὶ διὰ τῶν γεννητικῶν αὐτῆς διαδυόμενον μωρίων πληροῦν τὴν γυναῖκα τῆς μανίας, καὶ ταύτην τὰς τρίχας λύουσαν, λοιπὸν ἐκβακχεύεσθαί τε καὶ ἀφρὸν ἐκ τοῦ στόματος ἀφιέναι καὶ οὕτως ἐν παροινίᾳ γενομένην, τὰ τῆς μανίας φθέγγεσθαι ρήματα» (Λόγ. κθ´ εἰς τὴν α´ πρὸς Κορινθ.). Αὐτὸ θέλωντας νὰ φανερώσῃ καὶ ὁ Παῦλος ἔγραφεν εἰς τοὺς Κορινθίους· «οἴδατε, ὅτι, ὅτε ἔθνη ἦτε, πρὸς τὰ εἴδωλα τὰ ἄφωνα, ὡς ἂν ἤγεσθε ἀπαγόμενοι (α´ πρὸς Κορινθ. ιβ´ 1)· ἀλλὰ καὶ ὁ Ἕλλην ἐκεῖνος Πλάτων, περὶ τούτου τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τῶν μάγων καὶ μάντεων γράφων ἔλεγε· «ὥσπερ οἱ χρησμῳδοί, καὶ οἱ θεομάντεις λέγουσι μὲν πολλὰ καὶ καλά, ἴσασι δὲ οὐδὲν ὧν λέγουσιν».
Ἀλλὰ τί φέρνω ἐγὼ μαρτυρίας ἀπὸ μακρόθεν, διὰ νὰ σᾶς δείξω ὅτι ὅσοι εἶναι μάγοι καὶ μάγισσαις, ἐμβάζουν τὸν Δαίμονα μέσα τους; ἐγγὺς ἡ ἀπόδειξις· βλέπεις ἐκείνην τὴν κακογραίαν, τὴν μεθύστριαν, πῶς ἀνοίγει τὸ στόμα, καὶ χασμουρίζεται; τὴν βλέπεις πῶς κρυφομιλεῖ, καὶ φυσᾶ τοὺς ἀρρώστους, μὲ τὸ χασμούρισμα αὐτὸ ἐμβάζει τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ τὸ κρυφομίλημα παρακαλεῖ τοὺς Δαίμονας, καὶ μὲ τὸ φύσημα εὐγάνει τὴν δαιμονικὴν ἐνέργειαν ἀπὸ τὸ στόμα της, καὶ τὴν μεταδίδει εἰς τὸν ἄρρωστον· βλέπεις ἐκείνην τὴν ἄλλην μιαρὰν γυναῖκα, ὁποῦ κατασκευάζει φάρμακα διὰ νὰ τραβίξῃ τοὺς ἄνδρας εἰς ἔρωτα; καὶ αὐτὴ παρομοίως ἐπεκαλέσθη τοὺς δαίμονας καὶ οὕτω μὲ τὴν ἐνέργειαν τῶν δαιμόνων ταῦτα κατασκευάζει· ὢ ᾑ ὠργισμέναις! ὢ ᾑ θεοκατάραταις! ὢ ᾑ νέαις Ἰεζάβελ! διότι καθὼς ἡ Ἰεζάβελ ἐμεταχειρίζετο τὰς μαγείας, καὶ φαρμακείας, διὰ νὰ τραβίξῃ τοὺς ἄνδρας εἰς τὸν ἔρωτά της, ὡς γέγραπται· «ἔτι αἱ πορνεῖαι Ἰεζάβελ, καὶ τὰ φάρμακα αὐτῆς τὰ πολλά;» (δ´ Βασιλ. θ´ 22) ἔτσι καὶ αὐταῖς ἐμιμήθηκαν ἐκείνην καὶ ἐγένοντο μάγισσαις καὶ φαρμακίδες· βλέπεις ἐκεῖνον ὁποῦ δένει κόμπον μὲ κλωστὴν καὶ ὀνύχια, καὶ τρίχας ἀνθρωπίνας; καὶ κρυφομιλεῖ ὅταν οἱ γάμοι γίνωνται; αὐτὸς κράζει τοὺς δαίμονας, καὶ τοὺς ἐμβάζει μέσα του, καὶ ἔπειτα μὲ τὴν συνεργείαν τους, δένει τὰ ἀνδρόγυνα· ὢ οἱ θεόργιστοι! ὢ οἱ ἀλητήριοι! οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ποιοῦντας τὸ τοιοῦτον Σατανικὸν ἐπιτήδευμα! ἄχ! καὶ δὲν ἠξεύρουν οἱ ταλαίπωροι ποίαν φοβερὰν κόλασιν ἔχουν νὰ κληρονομήσουν, διότι γίνονται αἴτιοι νὰ ἀτιμάζεται ὁ τίμιος γάμος, νὰ μισοῦνται τὰ ἀνδρόγυνα, καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, νὰ χωρίζωνται, οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξε· βλέπεις ἐκείνους τοὺς ἱερεῖς, ἢ λαϊκοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ γράφουν φυλακτήρια ἐπάνω εἰς χαρτία, ἢ ἀμύγδαλα, ἢ πέταλα, ἢ ἄλλα εἴδη, καὶ μὲ αὐτὰ κόπτουν τὴν θέρμην, ἢ ἄλλην ἀσθένειαν; βλέπεις ἐκείνους ὁποῦ πηγαίνουν τὸ μεσονύκτιον εἰς ἐρήμους τόπους, καὶ διαβάζουν τὴν Σολομονικήν, ἢ λέγουν ἄλλα ὀνόματα δαιμονικὰ καὶ ζητοῦν διὰ νὰ εὕρουν θησαυροὺς κεκρυμμένους! ἢ τὰ ἄσπρα, ὁποῦ ἔχασαν; ἢ διὰ νὰ κάμουν νὰ ἀποθάνῃ κᾀνένας ἐχθρός των; ἢ αὐτός; ἢ τὸ παιδί του; ἢ τὸ ζῷόν του; βλέπεις ἐκείνους ὁποῦ θυμιάζουσι τὰ στοιχεῖα τοῦ σπητιοῦ των; ἢ σφάζουν ζῷα εἰς τὰ θεμέλια τοῦ οἴκου των; ἢ προσκυνοῦντες χαιρετοῦσι τὸ καινούργιον φεγγάρι; ἢ πιστεύουν Νεραΐδας, Βρικολάκους καὶ Καλλικατζάρους; ἢ προμαντεύουσι κἄποια πράγματα, μὲ τὰ φυσικὰ κινήματα τῶν μελῶν τους; ὅλοι, ὅλοι αὐτοὶ χωρίζονται ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ οἰκειώνονται, καὶ φιλιώνονται μὲ τοὺς δαίμονας· καὶ διὰ τῆς ἐνεργείας τῶν δαιμόνων λέγουν καὶ πράττουν, ὅσα λέγουσι καὶ πράττουσι. Βλέπεις ἐκείνους ὁποῦ παρατηροῦν τὰς φωνὰς τῶν πουλίων καὶ τὰ συναπαντήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ ποδαρικά; βλέπεις ἐκείνους ὁποῦ πηδοῦν τὰς φωτίας; ἐκείνους, ὁποῦ κάμνουν τοὺς κλήδονας; καὶ ἐκείνους, ὁποῦ διὰ τῆς παλάμης προλέγουν τὴν τύχην καὶ μοίραν; βλέπεις ἀκόμη, καὶ ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμουν μὲν αὐτὰ τὰ μαγικά, πηγαίνουν ὅμως ζητοῦντες αὐτὰ ἀπὸ τοὺς μάγους, ὅταν ἀσθενήσουν ἢ ὅταν λάβουν κᾀμμίαν ζημίαν ἢ ἔχουν κᾀμμίαν κρίσιν εἰς τὰ κριτήρια, καὶ θλίψιν ἢ ἀνάγκην; ὅλοι ὅλοι αὐτοὶ λέγω, χωρὶς νὰ ἐξαιρεθῇ τινάς, καὶ οἱ ἐνεργοῦντες καὶ οἱ πάσχοντες, καὶ οἱ δίδοντες τὰ μαγικὰ καὶ φυλακτάρια, καὶ οἱ λαμβάνοντες αὐτά, ὅλοι γίνονται κατοικία τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος, ὅλοι ἀποτάσσονται μὲν τῷ Χριστῷ καὶ τῇ πίστει τοῦ Χριστοῦ, συντάσσονται δὲ τῷ Σατανᾷ, καὶ τῇ λατρείᾳ καὶ πομπῇ τοῦ Σατανᾷ· ὅθεν ἀκολούθως ὅλοι εἶναι ἀρνηταὶ τῶν ὑποσχέσεων, ὁποῦ ἔδωκαν εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, νὰ ἀποτάσσωνται μὲν τῷ Σατανᾷ καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ, νὰ συντάσσωνται δὲ τῷ Χριστῷ καὶ τῇ πίστει καὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ· ὢ τῆς ἐλεεινῆς συμφορᾶς!, ὢ τῆς μεγάλης ἀπωλείας τῶν Χριστιανῶν!
Καὶ λοιπὸν οἱ τὰ τοιαῦτα πάντα ἐνεργοῦντες Χριστιανοί, πῶς ἠμποροῦν πλέον νὰ εἶναι ἢ νὰ ὀνομάζωνται Χριστιανοί; Χριστιανοὶ καὶ μάγοι; Χριστιανοὶ καὶ γητευταί; Χριστιανοὶ καὶ ἐπαοιδοί; Χριστιανοὶ καὶ φαρμακοί; Χριστιανοὶ καὶ δαιμονολάτραι; ἄπαγε! μὴ γένοιτο! καὶ τί συμφωνίαν ἔχει τὸ φῶς μὲ τὸ σκότος; ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος; Οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Διαβόλου; ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Βελίαρ; ὅθεν ματαίως οἱ τοιοῦτοι καυχῶνται πῶς εἶναι Χριστιανοί· διότι κᾀνένα ὄφελος δὲν λαμβάνουν ἀπὸ μόνον τὸ ψιλὸν ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ· ἐπειδὴ τὰ ἔργα αὐτῶν εἶναι σατανικά, εἶναι ἀντιχριστιανικά· ναὶ Χριστιανοὶ καὶ εὐσεβεῖς, μὰ μὲ τὸν λόγον μόνον καὶ μὲ τὸ σχῆμα· μὲ τὸν τρόπον δὲ καὶ μὲ τὸ ἐπιτήδευμα, προδόται τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀσεβεῖς καὶ Ἐθνικοί· ὅθεν δίκαιον εἶχεν ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, νὰ ὀνομάζῃ χείρονας τῶν Ἑλλήνων τοὺς τοιούτους Χριστιανούς, καὶ νὰ λέγῃ οὕτω περὶ αὐτῶν· «τῷ μὲν λόγῳ πολλοὶ Χριστιανοί, τῷ δὲ τρόπῳ ὀλίγοι καὶ σπάνιοι· τῷ σχήματι ὡς Χριστιανοί, καὶ ὡς Χριστοῦ μαθηταί· τῷ δὲ τρόπῳ προδόται· τῷ λόγῳ εὐσεβεῖς, τῷ δὲ τρόπῳ ἀσεβεῖς, τοῖς δὲ ἔργοις Ἐθνικοί· καθὼς εἶπεν ὁ Προφήτης Δαβὶδ καὶ ἐμίγησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν. (Ψαλμ. ρε´ 34) καὶ ἀληθῶς ἐπληρώθη ἡ προφητεία ἐν ἡμῖν· οὗτοι ποταποὶ Χριστιανοί, προσέχοντες μύθοις; καὶ γενεαλογίαις; καὶ μαντείαις; καὶ ἀστρολογίαις; καὶ φαρμακείαις; καὶ φυλακτηρίοις; καὶ ὀρνέων φωναῖς; καὶ ἐν πηγαῖς λυχναπτοῦντες, καὶ ἀπολυόμενοι, καὶ παρατηρήσεις ἡμερῶν καὶ ἐνιαυτῶν, καὶ κληδωνισμούς, καὶ ὀνείρατα, καὶ συναντήματα παρατηρούμενοι, καὶ ἄλλ᾿ ἕτερα τοιαῦτα; καὶ πῶς Χριστιανοὶ εὑρεθήσονται οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες; ποίᾳ δὲ παρρησίᾳ τολμῶσιν ἑαυτοὺς ὀνομάζειν Χριστιανούς; ἢ πῶς τολμῶσι προσελθεῖν τοῖς θείοις μυστηρίοις, οἱ χείρονες τῶν Ἑλλήνων ὑπάρχοντες; τοῖς ταῦτα πράττουσιν οὐδὲν ὄφελος τοῦ καλεῖσθαι αὐτοὺς Χριστιανούς· ὥσπερ γὰρ ἡ κόρη ἡ παρθένος, ἕως ὅτου φυλάττει τὴν παρθενίαν αὐτῆς, εὐλόγως καὶ ἀξίως παρθένος καλεῖται καὶ ἔστιν· ἐπὰν δὲ ἀπατηθῇ ὑπό τινος καὶ φθαρῇ, καὶ τὴν παρθενίαν ἀπολέσῃ, οὐκ ἔτι ἔσται παρθένος... οὕτω καὶ ὁ καλούμενος Χριστιανός· ἐὰν τὰς συνθήκας παραβῇ καὶ τὰς ἐπαγγελίας καταπατήσῃ, καὶ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου ἀθετήσῃ, καὶ τὰ τῶν ἐθνῶν πράττῃ, οὐδὲν ὄφελος τὸν τοιοῦτον καλεῖσθαι Χριστιανόν». (Λόγ. περὶ ψευδοπροφητῶν).
Ἀλλὰ τί προφασίζονται μερικοὶ Χριστιανοί; ἡμεῖς καταφεύγομεν εἰς τοὺς μάγους καὶ εἰς τοὺς δαίμονας, α´ διότι εὑρίσκομεν ἰατρείαν εἰς τὰς ἀσθενείας ὁποῦ πάσχομεν· β´ διότι μᾶς φανερώνουν θησαυροὺς κεκρυμένους, καὶ τὸ τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν· καὶ γ´ διότι φοβούμεθα τοὺς δαίμονας, ὡς κακοποιοὺς καὶ μισανθρώπους, καὶ διὰ τοῦτο θεραπεύομεν αὐτοὺς διὰ τῆς μαγείας, διὰ νὰ καταπραΰνωμεν τὴν κακίαν τους· πρὸς τὰ ὁποῖα ἡμεῖς θέλομεν ἀποκριθῶμεν χωριστά, χωριστά. Καὶ πρὸς μὲν τὸ α´ ἀποκρινόμεθα λέγοντες· τί ποιεῖς ἀνόητε Χριστιανέ, ὅποιος καὶ ἂν εἶσαι ἐσὺ ὁποῦ καταφεύγεις εἰς τοὺς μάγους καὶ γητευτὰς διὰ νὰ ἰατρευθῇς; καὶ τὸ πιστεύεις ποτὲ πῶς ὁ Διάβολος ἔχει νὰ ἰατρεύσῃ τὴν ἀσθένειάν σου; ἂν αὐτὸς εἶναι ἀνθρωποκτόνος, ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ ἐθανάτωσεν ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τώρα ἔχει νὰ γίνῃ ἰατρὸς ἰδικός σου; «Ἐκεῖνος γὰρ φησὶν ἀνορωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς·» (Ἰωάν. η´ 44) «ὁ Θεὸς λέγει, ἀνθρωποκτόνος, καὶ σὺ ὡς πρὸς ἰατρὸν τρέχεις; καὶ τίνα ἕξεις λόγον εἰπεῖν ἐγκαλούμενος;» εἶναι λόγια τοῦ Χρυσοστόμου (Λόγ. ε´ κατὰ Ἰουδαίων)· δὲν βλέπεις πῶς εἰς μίαν στιγμὴν ἐθανάτωσε δύο χιλιάδας χοίρους εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐσένα ἔχει νὰ ἰατρεύσῃ; καὶ ἂν τοὺς χοίρους δὲν ἐλυπήθησαν οἱ Δαίμονες, πῶς ἐσένα ἔχουν νὰ λυπηθοῦν; «εἰ γὰρ χοίρων οὐκ ἐφείσαντο· πολλῷ μᾶλλον ἡμῶν οὐκ ἂν ἀπέσχοντο» (αὐτόθι ὁ Χρυσορρήμων)· δὲν βλέπεις πῶς οἱ δαίμονες δὲν εἰμπόρεσαν νὰ ἰατρεύσουν τοὺς ἰδίους μάγους καὶ φαρμακούς, ὁποῦ ἦσαν δοῦλοι ἰδικοί των, ἀπὸ τὰς φουσκαλίδας καὶ τὰς πληγάς, ὁποῦ ὁ Μωυσῆς ἔδωκεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ ἐσένα ἔχουν νὰ ἰατρεύσουν; «Οὐκ ἠδύνατο γάρ φησιν οἱ φαρμακοὶ στῆναι ἐναντίον Μωϋσῆ διὰ τὰ ἕλκη· ἐγένετο γὰρ τὰ ἕλκη ἐν τοῖς φαρμακοῖς». (Ἔξοδ. θ´ 11) καὶ ἂν οἱ δαίμονες δὲν λυποῦνται τὴν ψυχήν σου, πῶς θέλουν λυπηθοῦν τὸ σῶμά σου; ἂν οἱ δαίμονες σπουδάζουν νὰ σὲ διώξουν ἀπὸ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πῶς θέλουν νὰ σὲ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν; γέλως εἶναι αὐτά, καὶ μῦθοι ἐπειδὴ κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον οἱ δαίμονες νὰ ἐπιβουλεύουν εἰξεύρουν, καὶ νὰ βλάπτουν, ὄχι νὰ ἰατρεύουν· «γέλως ταῦτα καὶ μῦθοι· ἐπιβουλεύειν καὶ καταβλάπτειν, οὐ θεραπεύειν ἴσασιν οἱ δαίμονες· τῆς ψυχῆς οὐ φείδονται, καὶ τῶν σωμάτων εἶπέ μοι φείσονται; τῆς βασιλείας ἐπιχειροῦσιν ἐκβαλεῖν, καὶ νοσημάτων ἀπαλάττειν αἱρήσονται;» (Λόγ. πρὸς τοὺς Ἰουδαΐζοντας) καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον, ἄλλο γλυκύτερον πρᾶγμα δὲν εἶναι εἰς τὸν διάβολον, ὡσὰν τὸ νὰ λυπῇ καὶ νὰ τυραννῇ τὸν ἄνθρωπον μὲ διαφόρους τρόπους καὶ παιδείας· «οὐδὲν ἡδύτερον τῷ μισανθρώπῳ, ὡς τὸ ποικίλως λυπεῖν καὶ τιμωρεῖν ἄνθρωπον·» μὴ ἀπατᾶσαι λοιπὸν Χριστιανέ, ἀλλὰ πληροφοροῦ, ὅτι οὔτε ὁ λύκος γίνεται πρόβατόν ποτε, κατὰ τὴν παροιμίαν, οὔτε ὁ διάβολος γίνεταί ποτε ἰατρὸς καὶ ὅτι εὐκολώτερα ἠμπορεῖ νὰ ψυχραίνῃ ἡ φωτία, καὶ νὰ θερμαίνῃ τὸ χιόνι, πάρεξ νὰ ἰατρεύῃ κατὰ ἀλήθειαν ὁ διάβολος· διότι αὐτός, ἂν καὶ θελήσῃ νὰ σὲ ἰατρεύσῃ ἀλλὰ δὲν δύναται διότι εἶναι πάντῃ ἀδύνατος· καὶ ἂν ὑποθέσωμεν, πῶς δύναται νὰ σὲ ἰατρεύσῃ, ὅμως δὲν θέλει διότι ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλόν, ὁ δὲ διάβολος μισεῖ πάντοτε τὰ καλά, καὶ διὰ τοῦτο ὀνομάζεται μισόκαλος· ἀλλὰ καὶ ἂν δώσωμεν πῶς θέλει νὰ σὲ ἰατρεύσῃ ὅμως δὲν εἰξεύρει, διότι καθὼς λέγει ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος, (περὶ τῶν θείων ὀνομάτων Κεφ. δ´) ἡμαυρώθη τὸ φῶς τῆς ἀγγελικῆς γνώσεως ὁποῦ εἶχε· λέγει δὲ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι ἀφ᾿ οὗ ὁ διάβολος ἐξέπεσεν, ἐσβέσθη μὲν ἡ μακαρία ἕξις τῆς γνώσεως ὁποῦ εἶχεν, ἄναψε δὲ εἰς αὐτὸν ὅλον τὸ ἐναντίον, ἡ ἀγνωσία, δηλαδή, καὶ κακία. «Ἐκπεσὼν τῆς μονάδος ὁ διάβολος, καὶ τὸ Ἀγγελικὸν ἀπορρίψας ἀξίωμα, ἀπὸ τοῦ τρόπου ὠνομάσθη διάβολος, ἀποσβεσθείσης μὲν αὐτοῦ τῆς προτέρας καὶ μακαρίας ἕξεως, τῆς δ´ ἀντικειμένης ταύτης δυνάμεως ἀναφθείσης»· (Ἐπιστολὴ Ἀπολογ. πρὸς Καισαρεῖς) ἀλλὰ ἂν καὶ καθ᾿ ὑπόθεσιν δώσωμεν ὅτι καὶ δύναται καὶ θέλει καὶ εἰξεύρει νὰ σὲ ἰατρεύσῃ, ὅμως, ἂν ὁ Θεὸς αὐτῷ δὲν συγχωρήσῃ ἐκεῖνος ἀπὸ λόγου του δὲν δύναται νὰ κάμῃ οὐδέν.
Ὥστε πείθου καὶ πίστευε ἀδελφέ, ὅτι μόνος ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἀληθὴς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, οἱ δὲ Μάγοι καὶ Δαίμονες, δὲν ἰατρεύουσι κατὰ ἀλήθειαν, ἀλλὰ κατὰ φαντασίαν· εἰδὲ καὶ ὑποθέσωμεν ὅτι ἰατρεύουσι τὸ σῶμα, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὅμως εἴξευρε ὅτι τὸ ἰατρεύουσι μὲ σκοπόν, διὰ νὰ θανατώσωσι τὴν ψυχήν σου· πῶς; χωρίζοντές σε ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τραβίζοντές σε εἰς τὸ νὰ πιστεύῃς καὶ νὰ λατρεύῃς ἐκείνους· ὅθεν τί ὠφέλειαν ἔχεις νὰ λάβῃς ἀδελφέ, ἂν καὶ καθ᾿ ὑπόθεσιν ἰατρευθῇ τὸ σῶμά σου, τὸ σήμερον ζῶον, καὶ αὔριον ἀποθνῆσκον, εἰς καιρὸν ὁποῦ θανατώνεται ἡ ἀθάνατος ψυχή σου; τί κέρδος ἔχεις νὰ λάβῃς, ἂν ἐδῶ δοκιμάσῃς ὀλίγην ὑγείαν, ἐκεῖ κολασθῇς αἰωνίως; νὰ χαθῇ τοιαύτη ὑγεία; νὰ χαθῇ τοιαύτη ζωή! προτιμώτερος τῆς τοιαύτης ζωῆς καὶ ὑγείας εἷναι ὁ θάνατος μυριάδαις φοραῖς, καθὼς λέγει ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης· «οὐδὲ γὰρ θεραπεύουσι κατὰ ἀλήθειαν μὴ γένοιτο! ἐγὼ δὲ καὶ ὑπερβολὴν ποιοῦμαι, καὶ ἐκεῖνο λέγω, ὅτι εἰ καὶ θεραπεύουσιν ἀληθῶς, βέλτιον ἀποθανεῖν, ἢ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ Θεοῦ προσδραμεῖν, καὶ τοῦτον θεραπευθῆναι τὸν τρόπον· τί γὰρ ὄφελος θεραπεύεσθαι σῶμα, τῆς ψυχῆς ἀπολλυμένης; τί δὲ κέρδος, ἐνταῦθα τίνος τυγχάνειν παραμυθίας, μέλλοντος εἰς τὸ ἀθάνατον πραπέμπεσθαι πῦρ;» (Λόγ. ε´ κατὰ Ἰουδαίων) καὶ πάλιν λέγει· «κἂν θεραπεύσῃ δαίμων, μεῖζον κατέβλαψεν, ἢ ὠφέλησεν· ὠφέλησε μὲν γὰρ τὸ σῶμα, τὸ πάντως ἀποθανούμενον μικρὸν ὕστερον καὶ σήπεσθαι μέλλον, κατέβλαψε δὲ τὴν ἀθάνατον»· (Λόγ. πρὸς τοὺς Ἰουδαΐζοντας) ἐπειδὴ ὁ διάβολος ἀδελφοί, εἶναι ψαρᾶς πανουργότατος, καὶ χάνει ἕνα μικρὸν δόλωμα, διὰ νὰ πιάσῃ ἕνα μεγάλο ψάρι, δηλαδή, εὐχαριστεῖται νὰ σᾶς δώσῃ μίαν ὀλίγην ὑγείαν, μόνον διὰ νὰ σᾶς ὑστερήσῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον· νὰ σᾶς μακρύνῃ ὀλίγον τὴν ζωήν, διὰ νὰ σᾶς κολάζῃ αἰωνίως· δὲν βλέπεις (σοῦ λέγει ὁ Χρυσορρήμων) πῶς ὁ παράλυτος ἦτον τριάντα ὀκτὼ χρόνους, κλινήρης καὶ μισοποθαμένος, καὶ ὑπέμεινε γενναίως τὴν ἀσθένειαν, προσμένοντας τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ζητήσῃ νὰ τὸν γητεύσουν, ἢ νὰ τοῦ δώσουν φυλακτά; «καὶ οὐδὲ οὕτως ἔδραμεν ἐπὶ μάντεις, οὐκ ἦλθεν ἐπὶ ἐπαοιδούς· οὐκ ἐπέδησε περίαπτα· ἀλλ᾿ ἀνέμενε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν»· (αὐτόθι) καὶ σὺ Χριστιανὲ ἐπειδὴ ἠσθένησες ὀλίγας ἡμέρας, διατὶ εἶσαι τόσον ἀνυπομόνητος καὶ τρέχεις εἰς μάγους καὶ μάγισσας; δὲν βλέπεις πῶς ὁ Λάζαρος εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἐκείτετο ἔμπροσθεν εἰς τὴν πόρταν τοῦ πλουσίου, τόσον πολλὰ πληγωμένος, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀδυναμίαν, δὲν ἠδύνατο οὐδὲ νὰ διώξῃ τοὺς σκύλλους, ὁποῦ ἔγλυφαν τὰς πληγάς του καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἐπροτίμησε νὰ ἀποθάνῃ εἰς τὴν τοιαύτην ἀσθένειαν, παρὰ νὰ ζητήσῃ φυλακτά, καὶ γητεύματα; «ἀλλ᾿ ὅμως οὐκ ἐπαοιδὸν ἐζήτησεν οὐ πέταλα περιῆψεν... οὐ γόητας πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλεσεν»· (λέγει αὐτόθι ὁ αὐτὸς Χρυσορρήμων)· καὶ σύ, ποίαν συγχώρησιν θέλεις λάβει, ὁποῦ διὰ ὀλίγην θέρμην τρέχεις εἰς τὰ μεθυσμένα κακογραΐδια; δὲν βλέπεις τὸν γενναῖον ἐκεῖνον Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔχασε καὶ παιδία καὶ ὑπάρχοντα, τοσοῦτον ἐπληγώθη, ὥστε ὁποῦ ἀνέβρυον τὰ σκωλήκια ἀπ᾿ ὅλα του τὰ μέλη, καὶ ψωμὶ δὲν ήδύνατο νὰ φάγῃ ἀπὸ τὴν βρώμαν· καὶ μ᾿ ὅλον τοῦτο, δυνάμενος νὰ γλυτώσῃ ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ μὲ τὴν βλασφημίαν καὶ νὰ ἀποθάνῃ καθὼς τοῦ ἔλεγεν ἡ γυνή του· «εἰπέ τι ῥῆμα πρὸς Κύριον, καὶ τελεύτα»· (Ἰώβ. β´ 9) ὑπέμεινεν ὅμως ἀνδρειωμένα, καὶ οὐδὲ λόγον ψιλὸν βλασφημίας ἀπὸ τὸ στόμα του εὔγαλεν· ἐσὺ δέ, τί ἔχεις τόσην μεγάλην ἀνυπομονησίαν, καὶ διὰ μίαν παραμικρὰν πληγήν, καταφρονεῖς καὶ Θεὸν καὶ Χριστὸν καὶ πίστιν καὶ Ἁγίους, καὶ τρέχεις εἰς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ τοὺς μάγους καὶ τοὺς δαίμονας, διὰ νὰ ἰατρευθῇς; καὶ ποίαν συγχώρησιν εἰμπορεῖς διὰ τοῦτο νὰ λάβῃς, καθὼς σοῦ λέγει ὁ Χρυσσορρήμων; «τίνα οὖν ἕξομεν συγγνώμην ἡμεῖς, εἰ, τοσαῦτα πασχόντων ἐκείνων καὶ καρτερούντων ἢ διὰ πυρετὸν ἢ διὰ τραύματα, τρέχομεν ἐπὶ συναγωγὰς καὶ τοὺς φαρμακούς, καὶ γόητας εἰς τὰς οἰκίας καλοῦμεν τὰς ἑαυτῶν;» (αὐτόθι).
Ἀλλὰ λέγεις, ὅτι ἡ Χριστιανικὴ ἐκείνη γραῖα, καὶ ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος γητευτής, ὅταν γητεύουν καὶ δίδουν φυλακτά, δὲν λέγουν οὔτε γράφουν ἄλλα ὀνόματα, παρὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων· καὶ λοιπὸν τί κακὸν αὐτοὶ κάμνουσι; πρὸς ταῦτα σοῦ ἀποκρίνεται ο θεῖος Χρυσόστομος, καὶ σοῦ λέγει, ὅτι διὰ τοῦτο μάλιστα πρέπει νὰ μισῇς ἐκείνην τὴν κακογραίαν καὶ ἐκεῖνον τὸν κακογητευτήν, διότι μεταχειρίζονται εἰς ὕβριν καὶ ἀτιμίαν τὰ ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, καὶ Χριστιανοὶ ὄντες, κάμνουσιν ὡσὰν Ἕλληνες· διότι καὶ οἱ δαίμονες, ἀγκαλὰ καὶ λέγουσι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅμως πάλιν δαίμονες εἶναι· «τινὲς δοκοῦντες ἀπολογεῖσθαί φασιν, ὅτι Χριστιανή ἐστιν ἡ γυνὴ ἡ ταῦτα ἐπᾴδουσα, καὶ οὐδὲν ἕτερον φθέγγεται ἢ τὸ τοῦ Θεοῦ ὄνομα, διὰ τοῦτο μὲν οὖν αὐτὴν μάλιστα μισῶ, καὶ ἀποστρέφομαι, ὅτι τῷ ὀνόματι τοῦ Θεοῦ πρὸς ὕβριν κατακέχρηται· ὅτι λέγουσα Χριστιανὴ εἶναι, τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐπιδείκνυται· καὶ γὰρ οἱ δαίμονες τὸ τοῦ Θεοῦ ὄνομα ἐφθέγγοντο, ἀλλ᾽ ἦσαν δαίμονες· καὶ οὕτως ἔλεγον πρὸς τὸν Χριστόν· - οἴδαμέν σε τίς εἶ ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ· (Μάρκ. α´ 14) - καὶ ὅμως ἐπεστόμισεν αὐτούς, καὶ ἀπήλασεν (Ἀνδριάντ. κα´).
Ἔπειτα δὲν εἶναι ἄλλος ἰατρός, οὔτε ἄλλη βοήθεια, διὰ νὰ ὑπάγῃς Χριστιανὲ νὰ ἰατρευθῇς ὅταν ἀσθενήσῃς, μόνον ὁ μάγος καὶ ὁ διάβολος; δὲν εἶναι ὁ Χριστός, ὁποῦ πιστεύεις, ὁ μόνος καὶ ἄκρος ἰατρός, ὅς τις καὶ ὅταν ἦτο εἰς τὴν γῆν, ἰάτρευσε τόσας χιλιάδας καὶ μυριάδας ἀσθενεῖς; «καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς... θεραπεύων πᾶσαν νόσον, καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ»· (Ματθ. δ´ 23) καὶ τώρα ὁποῦ ἀνέβη εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἰατρεύει μὲ τὴν χάριν του καὶ βοήθειαν ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ τὸν ἐπικαλεσθοῦν μετὰ πίστεως; δὲν εἶναι τόσοι καὶ τόσοι ἰατροί, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἀνάργυροι, οἱ Ἱεράρχαι, οἱ Ὅσιοι καὶ οἱ λοιποὶ Ἅγιοι, οἵτινες ἔλαβον ἀπὸ τὸν Χριστὸν χάριν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ ἰατρεύσουν κάθε εἶδος ἀσθενείας; δὲν εἶναι ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κοινὸν νοσοκομεῖον καὶ πανδοχεῖον ἀνοικτόν, διὰ νὰ δέχεται ὅλα τὰ τέκνα της, ὁποῦ πάσχουν ἀπὸ διαφόρους ἀσθενείας, τόσον τῆς ψυχῆς, ὅσον καὶ τοῦ σώματος, διὰ νὰ τὰ παρηγορῇ; διὰ νὰ τὰ βοηθῇ διὰ νὰ τὰ ἰατρεύῃ; μὲ τοὺς ἁγιασμοὺς καὶ μὲ τὰ θεῖα Μυστήρια; «Μὴ ρητίνη οὐκ ἔστιν ἐν Γαλαάδ; ἢ ἰατρὸς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; ἐφώναζέ ποτε Ἱερεμίας ὁ προφήτης, πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν»· (Κεφ. η´ 22) καὶ ἐγὼ τώρα φωνάζω πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς Χριστιανούς. Μήπως δὲν εἶναι ἀδελφοὶ εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν σας, καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁποῦ πιστεύετε, ἰατρεία καὶ βοηθεία; ὁ Χριστός, καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ πόσα ἐκατόρθωσε, λέγει ὁ Χρυσορρήμων; «αὐτὸς τὸν θάνατον κατέλυσε· τὴν ἁμαρτίαν ἔσβεσε· τὸν ᾅδην ἄχρηστον ἐποίησε· τοῦ διαβόλου τὴν δύναμιν ἐξέλυσε· καὶ εἰς σώματος, ὑγείαν οὐκ ἔστιν ἀξιόπιστος;» (Ἀνδρ. κα´). Πῶς λοιπὸν σᾶς βαστᾷ ἡ καρδία νὰ ἀφίνετε τὸν Θεὸν ὁποῦ ἐσεῖς πιστεύετε, καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν κατηραμένον διάβολον; πῶς παραιτεῖτε τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ποιητήν σας; τὸν ἐξαγοραστήν σας; τὸν ἀληθινὸν ἰατρόν σας; καὶ πηγαίνετε εἰς τὸν ἀνθρωποκτόνον; εἰς τὸν τύραννον; εἰς τὸν κακοποιόν σας; Πῶς τὸ ὑποφέρει ἡ ψυχή σας, νὰ καταφρονῆτε τόσους Ἁγίους, φίλους καὶ εὐεργέτας καὶ ἰατρούς σας ἄκρους, καὶ νὰ καταφεύγετε εἰς τοὺς μιαροὺς μάγους καὶ εἰς τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονας τοὺς ἄκρους ἐχθρούς σας; Πῶς τὸ ὑποφέρετε ν᾿ ἀφίνετε τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ τὴν μητέρα σας, καὶ νὰ τρέχετε εἰς τὰς διαβολικὰς συναγωγάς, καὶ εἰς τῶν δαιμόνων καὶ μάγων τὰς κατοικίας; καὶ ἴσα μὲ ἕνα μεθυσμένον κακογραΐδιον καὶ μὲ μίαν ἀτσιγκάναν δὲν δύναται νὰ κάμῃ καὶ ὁ Χριστός; ἴσα μὲ τὰ κάρβουνα, καὶ μὲ τὰ πέταλα, καὶ μὲ τὰ διαβολικὰ φυλακτάρια, δὲν ἔχει δύναμιν ὁ σταυρός; ὁ ἁγιασμός; καὶ τὰ ἄλλα σωτηριώδη, καὶ ἰαματικὰ τῆς πίστεώς σας μυστήρια; ἄχ! ἀχάριστα κτίσματα! ἄχ! ἄπιστος καὶ σκληροκάρδιος γενεά! καὶ ποῦ εἶναι τὰ ἀστροπελέκια τοῦ οὐρανοῦ; ποῦ εἶναι οἱ σεισμοὶ τῆς γῆς, καὶ τὰ χάσματα διὰ νὰ σᾶς κατακαύσουν, διὰ νὰ σᾶς καταχαώσουν, καὶ διὰ νὰ σᾶς καταπίουν ζωντανούς;
Δίκαιον λοιπόν, δίκαιον ἔχει, νὰ φωνάζῃ παραπονετικὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ λόγου σας μὲ τὸν Ἱερεμίαν, πῶς κᾀνένα ἄλλο Ἔθνος δὲν ἐγκατέλιπε τὸν Θεόν του, πάρεξ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί του· «διέλθετε εἰς νήσους Χετιείμ, καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε... καὶ ἴδετε, εἰ γέγονε τοιαῦτα· εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη Θεοὺς αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσὶ θεοί· ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται» (Ἱερ. β´ 10) δίκαιον ἔχει νὰ παραπονῆται, πῶς ἔφριξεν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, διότι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀφήκατε αὐτόν, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑγείας, καὶ ἐζητήσατε τοὺς ἀνύδρους λάκκους τῶν μάγων, καὶ Ἀτσιγκάνων· «ἐξέστη ὁ Οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ, καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλεῖον σφόδρα λέγει Κύριος, ὅτι δύω καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου· ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερ. αὐτόθι 12) δίκαιον ἔχει ὁ Ἰησοῦς νὰ φωνάξῃ μὲ τὸν Ἡσαΐαν, πῶς αὐτὸς μὲν σᾶς ἀνεγέννησε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ σᾶς ἔκαμε παιδία του, ἐσεῖς δὲ διὰ ὀλίγην ἀσθένειαν ἐκαταφρονήσετε τὸν πατέρα σας, καὶ ἐπήγετε εἰς τοὺς μάγους καὶ δαίμονας τοὺς ἐχθρούς του· «ἄκουε Οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ· ὅτι Κύριος ἐλάλησε, Υἱοὺς ἐγέννησα, καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δὲ μὲ ἠθέτησαν» (Ἡσ. α´ 2) καὶ πῶς τὸ βόδι καὶ ὁ γάϊδαρος γνωρίζει τὸν εὐεργέτην καὶ οἰκοκύρην του, ἐσεῖς δὲ τὸν εὐεργέτην σας δὲν γνωρίζετε; «ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω, καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκε» (Αὐτόθι 3).
Ὅθεν διὰ νὰ μὴ λυπῆται ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξ αἰτίας σας, καὶ νὰ λέγῃ τοιαῦτα, καὶ διὰ νὰ μὴ φαίνεσθε καὶ ἐσεῖς ἀχάριστοι πρὸς τοιοῦτον ἄκρον σας εὐεργέτην, λείψετε σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, λείψετε ἀπὸ τὸ νὰ πηγαίνετε εἰς μάγους καὶ μάγισσας καὶ Ἀτσιγκάνας, καὶ ὅταν τύχῃ νὰ ἀσθενήσετε, προστρέχετε εἰς τὸν Χριστὸν μετὰ θερμῆς πίστεως, καὶ ζητεῖτε τὴν ἰατρείαν· διότι αὐτὸς εἶναι πάντοτε πατήρ σας φιλοστοργότατος, καὶ ἂν σᾶς ἔδωκε τὴν ἀσθένειαν, σᾶς τὴν ἔδωκε διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὴν ὑπομονήν σας, διὰ νὰ σᾶς στεφανώσῃ περισσότερον, καὶ διὰ νὰ ἰδῇ, ἂν τὸν ἀγαπᾶτε γνησίως· «τίς γὰρ φησίν ἐστιν υἱός, ὃν οὐ παιδεύει Πατήρ»; (Ἑβρ. ιβ´ 7) αὐτὸς ἀγκαλὰ καὶ σᾶς παιδεύῃ καὶ σᾶς ῥαπίζῃ κᾄποτε πατρικῶς διὰ τὰς ἁμαρτίας σας, ἀλλὰ πάλιν σᾶς ἰατρεύει καὶ σᾶς χαϊδεύει ὡς τέκνα του, ὅταν ἐπιστραφῆτε πρὸς αὐτὸν διὰ μετανοίας, καὶ ἐξ ὅλης καρδίας ζητήσετε τὴν βοήθειάν του. «Μακάριος γὰρ φησιν ἄνθρωπος, ὃν ἤλεγξεν ὁ Κύριος· νουθέτημα Παντοκράτορος μὴ ἀπαίνου· αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ, καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο». (Ἰὼβ ε´ 17). Προστρέχετε ἀκόμη ἐν ταῖς ἀσθενείαις σας, καὶ εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον τὴν μετὰ Θεὸν ἰατρείαν τῶν ἀσθενῶν, καὶ τῶν λυπημένων παρηγορίαν προστρέχετε, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους πάντας, καὶ παρακαλοῦντες αὐτοὺς μετὰ πίστεως, θέλετε ἐπιτύχετε τῆς ποθουμένης ἰατρείας τῆς ἀσθενείας σας· ἐὰν ὅμως καὶ δὲν λάβετε τὴν ποθουμένην ὑγείαν, ἀλλὰ σᾶς ἀφήσῃ ὁ Θεὸς καὶ παιδεύεσθε, διότι ἔτσι εἶναι συμφέρον εἰς τὴν ψυχήν σας, πρέπει νὰ στέκεσθε ἀνδρεῖοι καὶ στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν, καὶ μυριάκις νὰ προτιμᾶτε νὰ ἀποθάνετε, πάρεξ νὰ καλέσετε μάγους καὶ μάγισσας, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ ἀρνηθῆτε τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ προδώσετε τὴν εὐσέβειαν· ἀλλὰ καὶ ἂν ἄλλοι τυχὸν σᾶς παρακινοῦσαν εἰς τοῦτο, συγγενεῖς ἢ φίλοι, φυλαχθῆτε δι᾿ ἀγάπην Θεοῦ νὰ μὴ τοὺς ὑπακούσετε, καὶ ἂς εἶσθε βέβαιοι ὅτι διὰ τὴν ὑπομονήν σας ταύτην καὶ μεγαλοψυχίαν, α´ ὁ Θεὸς ἔχει νὰ σᾶς στεφανώσῃ μὲ μαρτυρίου στέφανον· β´ τὸ συνειδός σας ἔχει νὰ χαρῇ καὶ νὰ εὐφρανθῇ ἀσυγκρίτως περισσότερον, παρὰ ἂν ἐλαμβάνετε τὴν ὑγείαν σας· γ´ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νὰ σᾶς ἐπαινέσουν μὲ μεγάλα ἐγκώμια, καὶ δ´ ἔχετε εἰς ὅλον τὸ ὕστερον νὰ λάβετε καὶ ἰατρείαν τῆς ἀσθενείας σας, καθὼς ταῦτα πάντα βεβαιοῖ ὁ χρυσογραφικὸς τοῦ Ἰωάννου κάλαμος.
α´ Θέλει σᾶς στεφανώσει ὁ Θεὸς ὡς Μάρτυρας, διότι καθὼς οἱ Μάρτυρες ὑπέφεραν τὰς βασάνους, μόνον διὰ νὰ μὴ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα, ἔτσι καὶ ἐσεῖς ὑπομείνατε τοὺς πόνους τῆς ἀσθενείας, μόνον διὰ νὰ μὴ χρειασθῆτε κᾀμμίαν βοήθειαν ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ δαίμονας, καὶ νὰ προδώσετε τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· «νόσῳ περιέπεσες χαλεπῇ, καὶ πολλοὶ παραγίνονται ἀναγκάζοντες, οἱ μὲν ἐπῳδαῖς, οἱ δὲ περιάμασιν, οἱ δὲ ἑταίροις τισὶ παραμυθήσασθαι τὸ κακόν· σὺ διὰ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον ἤνεγκας γενναίως, καὶ ἀκλινῶς; καὶ πάντα ἂν εἵλου παθεῖν ἢ ὑποστῆναί τι τῶν εἰδωλικῶν πρᾶξαι; τοῦτό σοι Μαρτυρίου στέφανον φέρει, καὶ μὴ ἀμφίβαλε... ὅτι καθά περ ἐκεῖνος (ὁ Μάρτυς δηλαδὴ) τὰς ἀπὸ τῶν βασάνων ὀδύνας φέρει γενναίως, ὥστε μὴ προσκυνῆσαι τὸ εἴδωλον· οὕτω καὶ σύ, τὰς ἀπὸ τῆς νόσου φέρεις ἀλγηδόνας, ὥστε μηδενὸς δεηθῆναι τῶν παρ᾿ ἐκείνου, μηδὲ πρᾶξαι ἅπερ ἐπιτάττει» (Λόγ. γ´ εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλ. α´). β´ Ἔχει νὰ χαρῇ τὸ συνειδός σας, διότι θέλει νὰ σᾶς ἐπαινεῖ ἔνδοθεν ὁ λογισμός, πῶς ἐκάματε ὡς ἀληθινοί, καὶ πιστοὶ δοῦλοι Χριστοῦ, καὶ ὡς ἀθληταί, καὶ ἐσταθήκατε τόσον ἀνδρεῖοι, ὥστε ὁποῦ ἐπροκρίνατε, νὰ βασανίζεσθε ἀπὸ τὴν θέρμην καὶ τὰς πληγάς, παρὰ νὰ δεχθῆτε τὰ σατανικὰ γητεύματα καὶ τὰ φυλακτάρια. «Κᾂν πυρέττῃς, κᾂν μυρία πάσχῃς δεινά, διακρουσάμενος τοὺς μιαροὺς ἐκείνους, ὑγιαίνοντος παντὸς ἄμεινον διακείσῃ, τοῦ λογισμοῦ γαυρουμενου... τοῦ συνειδότος ἐπαινοῦντός σε, καὶ ἀποδεχομένου καὶ λέγοντος, εὖγε, εὖγε, ὦ ἄνθρωπε· ὁ Χριστοῦ δοῦλος· ὁ πιστὸς ἀνήρ· ὁ ἀθλητὴς τῆς εὐσεβείας... μετὰ τῶν Μαρτύρων στήσῃ κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν... εἵλου γὰρ σήμερον βασανίζεσθαι καὶ μαστίζεσθαι ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ καὶ τῶν τραυμάτων, ὥστε μὴ προσίεσθαι ἀσεβεῖς ἐπῳδάς, μηδὲ περίαπτα» (Λόγ. ε´ κατὰ Ἰουδαίων)· γ´ ἔχουν νὰ σᾶς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, διότι βλέποντές σας πῶς εὐγάλετε ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκόν σας τοὺς γητευτάς, καὶ τὰ κακογραΐδια, καὶ τὰς Ἀτσιγκάνας, καὶ δὲν ἐδέχθητε τὰ γητεύματα τούτων καὶ φυλακτάρια, θέλουν σᾶς θαυμάζουν καὶ θέλουν μιμηθοῦν τὴν ἀνδρείαν σας· «ὅταν γὰρ ἐκβάλῃς τοὺς ἐπῳδοὺς μετὰ πολλῆς τῆς ὕβρεως ἐκ τῆς οἰκίας, ἅπαντες ἀκούσαντες ἐπαινέσονται, καὶ θαυμάσονται... καὶ αὐτοὶ βελτίους ἔσονται, καὶ ζηλώσουσι πάλιν, καὶ μιμήσονταί σου τὴν ἀνδρίαν» (Αὐτόθι)· δ´ καὶ τελευταῖον θέλετε λάβῃ καὶ τὴν ὑγείαν σας, διότι καὶ ὁ Θεὸς ἔχει νὰ σᾶς ἀγαπήσῃ περισσότερον διὰ τὴν ἀνδρίαν ὁποῦ ἐδείξετε, καὶ οἱ Ἅγιοι θέλουν τὸν παρακαλέσουν θερμότερον διὰ νὰ σᾶς ἰατρεύσῃ· «οὐκ ἔπαινοι δὲ μόνον ἕψονται τῶν κατορθωμάτων, ἀλλὰ καὶ λύσις ταχίστη τῆς νόσου· αὐτῆς τῆς γενναίας σου προαιρέσεως ἐπισπωμένης τὸν Θεὸν εἰς πλείονα εὔνοιαν, καὶ τῶν Ἁγίων πάντων συνηδομένων σου τῇ προθυμίᾳ καὶ εἰς τοῦ βάθους τῆς καρδίας, τὰς ὑπὲρ σοῦ ποιουμένων εὐχάς» (Αὐτόθι).
Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, ἐὰν καὶ ἦσαι βέβαιος ἀδελφέ, ὅτι οἱ μάγοι καὶ οἱ δαίμονες δύνανται νὰ σὲ κάμουν ὑγιῆ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν σου, ἐὰν καὶ πληροφορῆσαι, ὅτι δύνανται καθ᾿ ὑπόθεσιν νὰ σοῦ χαρίσουν πεντήκοντα χρόνους ζωῆς, καὶ ὅτι ἔχουν δύναμιν νὰ ἀναστήσουν νεκρὸν (τὰ ὁποῖα καὶ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατα εἰς αὐτοὺς), πάλιν πρόσεχε πρόσεχε, πρόσεχε, νὰ μὴ προστρέξῃς εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ σὲ βοηθήσουν· διατί; διότι ἀρνεῖσαι τὸν Θεόν· προδίδεις τὸν Χριστόν· ἀθετεῖς τὴν εὐσέβειαν, καὶ τὴν πίστιν σου καὶ ἐξ ἐναντίας, διότι λατρεύεις τὸν διάβολον, προσκυνεῖς τοὺς αὐτοῦ ὑπηρέτας δαίμονας, καὶ γίνεσαι εἰς αὐτοὺς ὑπόδουλος εἰς ὅλον τὸ ὕστερον· διότι ἂν καὶ ὑγιάνῃς ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλὰ θέλεις πάσχει παντοτεινὰ ἀπὸ ἕνα πικρὸν τῆς συνειδήσεως ἔλεγχον, ὅτι διὰ μικρὰν ἀσθένειαν ἐπαρέβης τὰς ὑποσχέσεις ὁποῦ ἔδωκες εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἠρνήθης τὴν πίστιν σου· ὅθεν ἡ ὑγεία σου αὕτη θέλει εἶναι πικροτέρα καὶ ἀπὸ τὴν πλέον βαρυτέραν ἀσθένειαν, καθὼς λέγει ὁ χρυσόγλωττος Ἰωάννης (αὐτόθι)· θέλεις νὰ τὸ πληροφορηθῇς,; ἄκουσον τί λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸ Δευτερονόμιον· «ἐὰν ἀναστῇ ἐν σοὶ Προφήτης, ἢ ἐνυπνιαζόμενος ἐνύπνιον, καὶ δῷ σοι σημεῖον, ἢ τέρας καὶ ἔλθῃ τὸ σημεῖον καὶ τὸ τέρας ὃ ἐλάλησε πρὸς σὲ λέγον· πορευθῶμεν καὶ λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις, οὐκ ἀκούσεσθε τῶν λόγων τοῦ Προφήτου ἐκείνου... ὅτι πειράζει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμᾶς εἰδέναι, εἰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν ὑμῶν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ὑμῶν» (Δευτερ. ιγ´ 1). Δηλαδὴ ἐὰν ὁ Προφήτης ἐκεῖνος εἰπῇ ὅτι ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ἀναστήσω νεκρόν, μόνον πεισθῆτε εἰς ἐμένα καὶ προσκυνήσατε τὰ εἴδωλα ἢ τοὺς δαίμονας· καὶ τῇ ἀληθείᾳ δυνηθῇ μὲ τὸ ἔργον, νὰ ἀναστήσῃ τὸν νεκρὸν ὁποῦ ὑπεσχέθη, πάλιν νὰ μὴν τοῦ ἀκούσητε καὶ νὰ προσκυνήσητε τὸν διάβολον καὶ τοὺς δαίμονας· διότι ὁ Θεὸς ἐσυγχώρησε νὰ κάμῃ ὁ Προφήτης ἐκεῖνος τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον διὰ νὰ ἰδῇ, ἂν ἐσεῖς τὸν ἀγαπᾶτε μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν καὶ δὲν λατρεύετε ἄλλον τινα ἔξω ἀπὸ αὐτόν· ἔτσι ἑρμηνεύει τὸ ῥητὸν τοῦτο ὁ θεῖος Χρυσόστομος, εἰς τὸν αὐτὸν κατὰ Ἰουδαίων λόγον· ἀκούεις ἀδελφὲ φοβερὸν λόγον, ὁποῦ λέγει ὁ ἴδιος Θεός; λοιπόν, ἄφες τὴν πρόφασιν ταύτην ὁποῦ σοὶ ὑποβάλλει ὁ διάβολος τὸ νὰ πηγαίνῃς εἰς τοὺς μάγους διὰ θεραπείαν τῆς ἀσθενείας σου, καὶ φεῦγε ἀπὸ αὐτοὺς ὡσὰν ἀπὸ φωτίαν.
Πρὸς δὲ τὴν β´ πρόφασιν ἐκείνων ὁποῦ λέγουν, ὅτι πηγαίνουν εἰς τοὺς μάγους καὶ δαίμονας διὰ νὰ μάθουν τί ἔχουν νὰ πάθουν ἢ διὰ νὰ εὕρουν θησαυρούς, καὶ ἄλλα ἀπόκρυφα πράγματα, ἀποκρινόμεθα· ὅτι μόνος ὁ Θεὸς κυρίως εἶναι ὁποῦ εἰξεύρει ὅλα τὰ ἀπόκρυφα πράγματα, καὶ προγνωρίζει τὰ μέλλοντα καθὼς λέγει ὁ Προφ. Ἱερεμίας· «ὁ ὢν Κύριε... οὐ μὴ ἀποκρυβῇ ἀπὸ σοῦ οὐδέν» (Ἱερ. λβ´ 17)· καὶ ὁ Σειράχ· «ἔγνω ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδησιν, καὶ ἐνέβλεψεν εἰς σημεῖον αἰῶνος, ἀπαγγέλων τὰ παρελυληθότα καὶ ἐπεσόμενα, καὶ ἀποκαλύπτων ἴχνη ἀποκρύφων» (Σειρ. μβ´ 29)· οἱ δὲ Ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι, γνωρίζουσι κἄποτε τὰ κρύφια, ἀλλ᾿ ὄχι ἀπὸ λόγου των, ἀλλὰ ἐξ ἀποκαλύψεως καὶ ἐλλάμψεως τοῦ θείου φωτός, καθὼς γέγραπται· «ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα» (Δαν. β´ 22)· οἱ δὲ μάγοι καὶ δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι ἐσκοτισμένοι καὶ δὲν ἔχουν τὸν ἐκ Θεοῦ φωτισμόν, ἀκολούθως οὐδὲ δύνανται νὰ εἰξεύρουν τὰ ἀπόκρυφα· καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὸ ἐνύπνιον, ὁποῦ εἶδε Ναβουχοδονόσωρ ὁ Βασιλεύς· ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εὐθὺς ὁποῦ εἶδε τὸ ὄνειρον τὸ ἐλησμόνησεν, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἐπαοιδούς, καὶ μάγους, καὶ φαρμακούς, καὶ Χαλδαίους, καὶ τοὺς ἐπρόσταξεν, ὄχι μόνον νὰ τοῦ ἐξηγήσουν τί ἐφανέρωνε τὸ ὄνειρόν του, ἀλλὰ καὶ νὰ εὕρουν ἀκόμη τὸ ἴδιον ὄνειρον, ἐκεῖνο ὁποῦ εἶδεν, εἰ δὲ μή, ἔχουν νὰ θανατωθοῦν· «πλὴν τὸ ἐνύπνιον, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀπαγγείλατέ μοι» (Δαν. β´ 6)· ἐστενοχωρήθησαν οἱ ταλαίπωροι μάγοι, ἐπαρακάλεσαν μὲ ὅλην τους τὴν καρδίαν τοὺς δαίμονας ὁποῦ ἐλάτρευον διὰ νὰ τοὺς φανερώσουν τὸ ὄνειρον, ἀλλὰ εἰς μάτην· ἐπειδὴ τὸ ὄνειρον ἦτο τόσον κρυφόν, ὁποῦ οὔτε οἱ δαίμονες ἠδυνήθησαν διὰ νὰ τὸ γνωρίσουν· ὅθεν ἐδόθη ἀπόφασις βασιλική, διὰ νὰ θανατώνωνται οἱ μάγοι ἕως ὁποῦ ὁ Θεὸς ἐφανέρωσε καὶ τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν ἐξήγησίν του εἰς τὸν Προφήτην Δανιήλ, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐγλύτωσαν ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸν θάνατον, καθὼς εἶναι γεγραμμένα ταῦτα, εἰς τὸ β´ Κεφάλαιον τοῦ Δανιήλ.
Ἀλλ᾿ οὔτε εἰξεύρουν οἱ δαίμονες, τί ἔχει νὰ γίνῃ ἢ νὰ πάθῃ ὁ ἄνθρωπος· ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτεξούσιος ὤν, ἐὰν μὲν θέλῃ κλίνει εἰς τὸ καλόν, ἐὰν δὲ οὐ θέλῃ κλίνει εἰς τὸ κακόν· ὅθεν ἄδηλον εἶναι τὸ τέλος εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ καταντήσῃ· καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἰώβ· τούτου γὰρ τὸ τέλος δὲν ἠδυνήθη νὰ γνωρίσῃ ὁ διάβολος· διότι αὐτὸς μὲν ἠγωνίζετο καὶ ἐσπούδαζε, νὰ κάμῃ τὸν Ἰὼβ νὰ βλασφημήσῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τοῦτο νὰ τὸν κολάσῃ· ὁ δὲ Ἰώβ, ἐπειδὴ εὐχαρίστως ὑπέμεινε τὰ δεινά, περισσότερον ἐστεφανώθη· ὅθεν εἶπε καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης· «ὁ διάβολος οὐκ ᾔδει εἰς ποῖον τέλος ἀπαντήσει τὰ παλαίσματα (τοῦ Ἰὼβ) εἰ γὰρ ᾔδει, οὐκ ἂν ἐπιχείρησεν, ἵνα μὴ χείρονα τὴν αἰσχύνην ἐφελκύσηται» (Λόγ. δ´ εἰς τὸν Ἰὼβ) διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς θέλωντας νὰ φανερώσῃ πῶς οἱ ἀστρολόγοι καὶ δαίμονες δὲν εἰξεύρουν τὰ μέλλοντα, ὀνειδίζει, καὶ τρόπον τινὰ περιγελᾷ τὴν Βαβυλῶνα, ὁποῦ ἤλπιζεν εἰς τοὺς ἀστρολόγους καὶ δαίμονας, καὶ τῆς λέγει· «κεκοπίακας ἐν ταῖς βουλαῖς σου· στήτωσαν δή, καὶ σωσάτωσάν σε οἱ ἀστρολόγοι τοῦ Οὐρανοῦ· οἱ ὁρῶντες τοὺς ἀστέρας ἀναγγειλάτωσάν σοι, τί μέλλει ἐπὶ σὲ ἔρχεσθαι (Ἡσ. μζ´ 13). Ναί προγνωρίζουσι πολλὰ καὶ οἱ δαίμονες, ὡς λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, ἀλλ᾿ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὰ φυσικά, συμπεραίνοντες τὴν γνῶσιν αὐτῶν ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ νόμους τῆς φύσεως· καθὼς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῖοι μάλιστά εἰσιν οἱ Φιλόσοφοι, πολλὰ τοιαῦτα προγνωρίζουσι καὶ προλέγουσι· τὰ δὲ προαιρετικά, καὶ ἐν τῷ βάθει τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου εὑρισκόμενα, ὁ μὲν Θεὸς μόνος κατ᾿ ἀκρίβειαν εἰξεύρει, ὡς πλάστης τῶν καρδιῶν, καθὼς εἶπεν ὁ Σολομών· «σὺ μονώτατος οἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων» (γ´ Βασιλ. η´ 39)· ὁ δὲ διάβολος, ἀπὸ τὰ κινήματα τοῦ σώματος, μερικὰ ἐξ αὐτῶν συμπεραίνει, καθὼς λέγει ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος γράφων· «οὐ τὰ κατὰ διάνοιαν εἶδεν, ὦ πραότατε, ὁ διάβολος· τῆς γὰρ θείας μόνης ἐστὶ τοῦτο ἐξαίρετον δυνάμεως, τῆς πλασάσης κατὰ μόνας τὰς καρδίας ἡμῶν· ἀλλὰ ἀπὸ τῶν τοῦ σώματος κινημάτων τὰ τῆς ψυχῆς θηρεύεται βουλεύματα» (Ἐπιστολ. ρνς´ Ἀρχοντίῳ πρεσβυτέρῳ)(1). Πλὴν καὶ τὰ φυσικά, καὶ τὰ προαιρετικά, ὁποῦ οἱ δαίμονες φαίνονται, ὅτι προγνωρίζουν, ὅλα τὰ προγνωρίζουν ἀμφίβολα, ὅλα σκοτεινά, ἀσαφῆ καὶ λοξά· διὰ τοῦτο καὶ ὁ δαίμων ὁ καλούμενος Ἀπόλλων, καὶ τὸ τούτου εἴδωλον, ὠνομάζετο Λοξίας, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους Ἕλληνας· διότι ὅσους χρησμοὺς καὶ μαντείας προέλεγεν, ἦσαν λοξοί, ὡσὰν ὁ καρκῖνος, καὶ ἠδύναντο νὰ νοηθοῦν, καὶ οὕτως καὶ οὕτως, καὶ εἰς ἕνα νόημα, καὶ εἰς ἄλλο· καὶ ἀφίνω νὰ λέγω ὅτι οἱ δαίμονες τὰς περισσοτέρας φορὰς γνωρίζουν τὴν ἀλήθειαν· ὅμως δὲν θέλουν νὰ τὴν ὁμολογήσουν θεληματικῶς, ἔξω ἀπὸ ἀνάγκην μεγάλην, διότι, μὲ τὸ νὰ εἶναι φυσικὰ ψεῦσται, ἀκολούθως ἀγαποῦν πάντοτε τὸ ψεῦδος, μισοῦσι δὲ τὴν ἀλήθειαν, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· «ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπαρχῆς καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν... ὅτι ψεύστης ἐστί, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» (τοῦ ψεύδους δηλ.) (Ἰωάν. η´ 44).
Καὶ λοιπὸν ἂς προβάλλουν τώρα ἔμπροσθεν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τοὺς μάντεις, καὶ μάντισσας, ζητοῦντες διὰ νὰ μάθουν τί ἔχουν νὰ πάθουν, ἢ διὰ νὰ εὕρουν θησαυρούς, καὶ ἄλλα πράγματα ὁποῦ ἔχασαν, ἢ διὰ νὰ ζητήσουν λύσιν τῶν ὀνειράτων τους· ἂς προβάλλουν λέγω διὰ νὰ τοὺς ἰδῶ, καὶ νὰ τοὺς εἰπῶ ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶπε ποτὲ καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας, πρὸς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ· ἀνόητοι Χριστιανοὶ «ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις ὑμῶν»; (γ´ Βασιλ. ιη´ 21)· ἕως πότε κουτσένετε μὲ τὰ δύο ποδάρια; ἕως πότε, πιστεύετε μὲν εἰς τὸν Χριστόν, πιστεύετε δὲ καὶ εἰς τοὺς μάντεις καὶ δαίμονας; ἂν πιστεύητε εἰς τὸν Χριστόν, πῶς αὐτὸς μόνος ὡς Θεὸς ὁποῦ εἶναι, εἰξεύρει μὲν ὅλα τὰ ἀπόκρυφα, καὶ ὅλα τὰ μέλλοντα, φανερώνει δὲ ταῦτα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, ὡς εἴπομεν, διὰ τί καὶ ἐσεῖς δὲν προστρέχετε εἰς τὸν Χριστόν, νὰ σᾶς φανερώσῃ ἐκεῖνα ὁποῦ ζητεῖτε; ἀλλὰ προστρέχετε εἰς τοὺς μάντεις καὶ δαίμονας; ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου πιστεύετε εἰς τοὺς μάντεις καὶ δαίμονας, πῶς αὐτοὶ εἰξεύρουν τὴν γνῶσιν τῶν ἀποκρύφων καὶ τὴν ἀλήθειαν, τί ματαίως ὀνομάζεσθε Χριστιανοί, καὶ προσκυνεῖτε τὸν Χριστόν; δὲν εἰξεύρετε πῶς δὲν ἠμπορεῖτέ ποτε νὰ δουλεύετε δύο αὐθέντας ἐν ταυτῷ Χριστὸν καὶ Βελίαρ· ἀλήθειαν καὶ ψεῦδος· Θεὸν καὶ διάβολον; καθὼς καὶ ὁ Κύριος καὶ ὁ Παῦλος συμφώνως λέγουσιν· εἰ δὲ καὶ λέγετε πῶς δὲν πιστεύετε εἰς τοὺς μάντεις καὶ δαίμονας, ψεύδεσθε· διότι ἂν δὲν ἐπιστεύετε εἰς αὐτούς, πῶς πηγαίνετε καὶ τοὺς ἐρωτᾶτε; αὐτὸς γὰρ μόνος ὁ πλησιασμός σας εἰς αὐτούς, καὶ ἡ ἐρώτησις, μαρτυρεῖ ὅτι τοὺς πιστεύετε, καὶ εἶσθε δοῦλοί των, καθὼς λέγει ὁ Χρυσορρήμων· «τίνος γὰρ ἕνεκεν προσέρχη; τί ἐρωτᾷς; ἅμα προσῆλθες, ἅμα ἐρώτησας, ὑπὸ τὴν δουλείαν σαυτὸν ἐποίησας· ὡς γὰρ πιστεύων ἐρωτᾷς» (Λόγ. η´ εἰς τὴν β´ πρὸς Τιμόθ.)· εἰ δὲ πάλιν καὶ λέγετε ότι μόνον δοκιμάζετε, νὰ ἰδῆτε ἂν λέγουν οἱ δαίμονες ἀλήθειαν, καὶ αὐτὴ ἡ δοκιμὴ σᾶς δείχνει, ὅτι δὲν εἶσθε βέβαιοι, πῶς οἱ δαίμονες ψεύδονται, ἀλλὰ πῶς εἶσθε ἀκόμη ἀμφίβολοι, τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία, καθὼς λέγει ὁ αὐτὸς Ἅγιος· «καὶ τὸ πειράζειν εἰ ἀληθεύει, οὐκ ἔστιν πεπεισμένου, ὅτι ψεύδεται, ἀλλ᾿ ἔτι ἀμφιβάλλοντος» (Αὐτόθι).
Σταθῆτε, σταθῆτε ποῖοι εἶναι αὐτοί, ὁποῦ φαίνονται; ἐγὼ βλέπω ἀνθρώπους πολλοὺς ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὸν Ὀχοζίαν Βασιλέα Σαμαρείας, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἔπεσεν ἀπὸ τὸ παράθυρον τῆς ὑψηλῆς κάμαρας τοῦ παλατίου του καὶ ἠσθένησεν, ἔστειλεν ἀνθρώπους νὰ ἐρωτήσουν τὴν μάντισσαν, ὁποῦ ἦτο εἰς τὴν Ἀκκαρών, ἂν ἔχῃ νὰ ὑγιάνῃ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του· βλέπω καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν, ὅστις διὰ προσταγῆς Θεοῦ καταβαίνει ἀπὸ τὸ ὄρος, καὶ συναπαντᾷ τοὺς ἀπεσταλμένους τούτους ἀνθρώπους τοῦ Βασιλέως· καὶ τί τοὺς λέγει; ἐπειδὴ καὶ ὁ Βασιλεὺς Ὀχοζίας, ἐκαταφρόνησε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι Θεὸς εἰς τὸν Ἰσραὴλ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, ἔστειλε νὰ ἐρωτήσῃ τὴν ψευδομάντισσαν, διὰ τοῦτο ταῦτα ἀποφασίζει ὁ Θεός, ὅτι δὲν θέλει σηκωθῇ ἀπὸ τὴν κλίνην του, ἀλλὰ θέλει ἀποθάνει ἐκεῖ κακῶς· «Εἰ παρὰ τὸ μὴ εἶναι Θεὸν ἐν Ἰσραὴλ ὑμεῖς πορεύεσθαι ἐπιζητῆσαι ἐν τῷ Βάαλ μυΐαν Θεὸν Ἀκκαρῶν;.. τάδε λέγει Κύριος, ἡ κλίνη ἐφ᾿ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐ καταβήσῃ ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῆ» (δ´ Βασίλ. α´ 3). Ἄχ! ποῦ εἶναι καὶ τώρα ἕνας ἄλλος Προφήτης Ἠλίας, νὰ ἰδῇ τοὺς Χριστιανοὺς πῶς στέλλουν εἰς τοὺς μάντεις καὶ μάντισσας, διὰ νὰ ἐρωτήσουν ἂν ἀναλάβουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν τους, καὶ νὰ τοὺς εἰπῇ: Ἐσεῖς Χριστιανοὶ ἐπειδὴ καὶ ἐκαταφρονήσετε τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἁγίους του καὶ πηγαίνετε εἰς τοὺς μάντεις, τάδε λέγει Κύριος, δὲν θέλετε σηκωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν σας. Ἐπειδὴ καὶ καλεῖτε εἰς τὸν οἷκόν σας μάγισσας διὰ νὰ σᾶς γητεύσουν, τάδε λέγει Κύριος· θέλετε ἀποθάνει μὲ κακὸν καὶ ἐπώδυνον θάνατον. Ἐπειδὴ πηγαίνετε εἰς τοὺς δαίμονας καὶ μάγους ζητοῦντες βοήθειαν διὰ νὰ νικήσετε εἰς τὰ κριτήρια καὶ νὰ κερδήσετε τὴν κρίσιν σας, τάδε λέγει Κύριος· ἐσεῖς μέλλετε νὰ νικηθῆτε καὶ νὰ χάσετε τὴν κρίσιν σας. Ἐπειδὴ καὶ ζητεῖτε ἀπὸ τοὺς δαίμονας νὰ μάθετε τί ἔχετε νὰ πάθετε, τάδε λέγει Κύριος, ἔχετε νὰ πάθετε πολλὰς συμφοράς, πολλὰς δυστυχίας, πολλοὺς κινδύνους, ὥστε ὁποῦ νὰ ἀφανισθῆτε καὶ νὰ ἐξολοθρευθῆτε διότι ἀρνηθήκετε τὸν Θεόν, ὁποῦ εἰξεύρει ὅλα τὰ μέλλοντα, καὶ ἐκαταφύγετε εἰς τοὺς δαίμονας, ὁποῦ εἶναι ἐσκοτισμένοι, καὶ κᾀμμίαν πρόγνωσιν τῶν μελλόντων δὲν ἔχουσιν.
Εἰξεύρετε διὰ τί μερικαῖς φοραῖς οἱ δαίμονες προλέγουν κἄποια τινὰ καὶ γίνονται; α´ διότι ἐσεῖς δὲν πιστεύετε ἀδιστάκτως εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ πιστεύετε καὶ εἰς τοὺς δαίμονας, διὰ τοῦτο ἐξ αἰτίας τῆς ἰδικῆς σας ἀπιστίας, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ γίνωνται ἐκεῖνα, ὁποῦ σᾶς προλέγουν ἐκεῖνοι, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ Χρυσόστομος· «τί οὖν ὅτι λέγουσι, φησί, καὶ ἐκβαίνει; ἐπειδὴ σὺ πιστεύεις, εἴγε καὶ ἐκβαίνει» (Αὐτόθι ἤτοι Λόγ. η´ εἰς τὴν β´ πρὸς Τιμόθ.). Καὶ β´ διότι ἐσεῖς, μὲ τὸ νὰ εἶσθε δοῦλοι εἰς τὸν διάβολον ἀγαπῶντες τὰ διαβολικὰ αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη, διὰ τοῦτο ἔχοντάς σας ὑπεξουσίους ἐκεῖνος, ὅτι θέλει νὰ προειπῇ εἰς ἐσᾶς, τὸ κάμνει καὶ διὰ τῶν ἔργων, καθὼς καὶ ἕνας κλέπτης ὅταν σκλαβώσῃ κᾀνένα ἄνθρωπον, ἂν εἰπῇ εἰς αὐτὸν ὅτι ἔχει νὰ ζήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ, γίνεται· διότι ἂν θέλῃ ὁ κλέπτης ἐκεῖνος νὰ τοῦ ἀφήσῃ τὴν ζωήν, ἢ νὰ τὸν θανατώσῃ, δύναται νὰ κάμῃ καὶ τὰ δύο κατὰ τὸν αὐτὸν Χρυσορρήμονα· «εἰπέ μοι, εἴτις λῄσταρχος υἱὸν Βασιλέως αὐτῷ προσφυγόντα, καὶ ἐρημίαν, καὶ τὴν ἐκείνου συνοίκησιν ἀγαπήσαντα, ὑπὸ χεῖρας ἔχει καὶ ἐξουσίαν, δυνήσεται αὐτῷ εἰπεῖν, εἰ τελευτᾷ εἰ ζῇ; καὶ σφόδραγε δυνήσεται· τί δήποτε; οὐκ ἐπειδὴ προεῖδε τὸ μέλλον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἑκατέρου Κύριος γίνεται, τοῦ ἀφανίσαι καὶ σῶσαι τον παῖδα, ἐκείνου ποιήσαντος αὐτὸν Κύριον» (Αὐτόθι)· ὅθεν εἰς ἕνα χριστιανὸν ὁποῦ νὰ ἔχῃ πίστιν στερεὰν εἰς τὸν Κύριον, καὶ νὰ φυλάττῃ τὰς ἐντολάς του, κᾀμμίαν δύναμιν δὲν ἔχουν οἱ δαίμονες, ἢ νὰ προειποῦν, ἢ νὰ κάμουν τὸ οὐδέν· καὶ τοῦτο πάλιν αὐτὸς ὁ Χρυσόστομος τὸ λέγει διὰ τὸν ἑαυτόν του· «εἰ δὲ τινα ἔχουσιν δύναμιν προγνωστικήν, ἐμοὶ τῷ πιστῷ τούτους ἄγε· οὐ μεγαληγορῶν λέγω... ἁμαρτημάτων μὲν γὰρ εἰμὶ μεστός· τούτων δὲ ἕνεκεν, οὐκ ἂν ταπεινοφρονήσαιμι· πάντων τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι καταγελῶ· ἄγε πρὸς ἐμὲ τὸν ἄνδρα τὸν μάγον, εἴ τινα ἔχει δύναμιν προγνωστικήν, εἰπάτω τί μοι συμβήσεται; αὔριον τί ἔσται μοι· ἀλλ᾿ οὐκ ἐρεῖ· ὑπὸ γὰρ τὴν τοῦ Βασιλέως ἐξουσίαν εἰμί, καὶ οὐκ ἔχει τὴν ἐμὴν ἀρχήν, οὐδὲ τὴν ὑποταγὴν» (Αὐτόθι)· ὥστε ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ θείου Χρυσοστόμου, τοῦτο τὸ καθολικὸν συμπέρασμα συνάγομεν ὅτι οἱ δαίμονες δὲν προγνωρίζουν ἁπλῶς κᾀνένα πρᾶγμα· ἐκ δὲ τῆς πρὸς Θεὸν ἀπιστίας, καὶ τῆς εἰς τοὺς δαίμονας πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐκ τῆς κακῆς αὐτῶν ζωῆς, λαμβάνουν τὴν αἰτίαν τῆς προγνώσεως.
Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἔχετε πίστιν στερεὰν εἰς τὸν Κύριον, καὶ μὴ πιστεύετε τελείως εἰς τὴν πρόγνωσιν τῶν δαιμόνων, μηδὲ προστρέχετε εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ σᾶς φανερώσουν θησαυρούς, ἢ ἄλλα πράγματα ὁποῦ ἐχάσετε· α´ διότι πολλοὶ ζητοῦντες ἀπὸ τοὺς δαίμονας θησαυροὺς διὰ τῶν μάγων, ἄλλοι μὲν ἔχασαν τὸν νοῦν τους, καὶ ἔμειναν τρελλοί, ἄλλοι δὲ ἔχασαν καὶ τὴν ἰδίαν ζωήν· καὶ ὅποιος θέλει ἂς ἀναγνώση εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἱεροκήρυκος Προκοπίου σελ. 220 διὰ νὰ ἰδῇ ἐκεῖνον τὸν ἄσωτον, ὁ ὁποῖος ζητῶντας ἀπὸ τοὺς δαίμονας, τὸν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Πατρός του κεκρυμμένον θησαυρόν, ἀπὸ μίαν φοβερὰν θεωρίαν ὁποῦ εἶδεν, τόσον ἐφοβήθη, ὁποῦ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀπέθανε· β´ διότι οἱ δαίμονες εἶναι τόσον φθονεροί, ὥστε ὁποῦ οὐδὲ τοὺς θησαυροὺς τοῦ Κόσμου θέλουν νὰ μεταδώσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ τοὺς ἀπολαμβάνουν. Καὶ τοῦτο βεβαιοῖ ἡ σοφωτάτη ἐκείνη καὶ ἁγιωτάτη Συγκλητική, λέγουσα πρὸς τὰς Μοναχάς· «καὶ τί μέγα ἔχειν ἡμᾶς ἀντιπάλους (τοὺς δαίμονας δηλαδὴ) πρὸς τὸ ὕψος ὁρμώσας, ὅπου γε καὶ πρὸς τὰ εὐτελῆ φθονοῦσι; Καὶ γοῦν τοὺς ὑπὸ τὴν γῆν τεθαμμένους θησαυρούς, οὐ συγχωροῦσι λαμβάνειν τοὺς ἀνθρώπους» (ἐν τῷ Βίῳ αὐτῆς τῷ συγγραφέντι ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου)· καὶ γ´ διότι αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἐξουσίαν νὰ δίδουν θησαυροὺς εἰς τὸν καθ᾿ ἕνα, ἂν δὲν συγχωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν στοχάζεσθε, ὦ ἀνόητοι ἄνθρωποι, πῶς ἂν ἦτο εἰς τὸ χέρι τῶν δαιμόνων νὰ δίδουν θησαυρούς, ἤθελον τοὺς δίδει μάλιστα εἰς τοὺς μάγους τοὺς ἐξαιρέτους φίλους αὐτῶν; ἡμεῖς δὲ βλέπομεν ὅτι τὴν σήμερον οἱ μάγοι καὶ μάντεις, εἶναι οἱ πλέον πτωχότεροι ἄνθρωποι τοῦ Κόσμου, καὶ διὰ ἕνα ὀβολὸν καὶ ὀλίγον ἄρτον, γίνονται δοῦλοι καὶ ὑπηρέται τῶν ἄλλων· ἂν ἦσαν εἰς τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων οἱ θησαυροί, πῶς ἀφῆκαν τόσους Βασιλεῖς, καὶ ἄλλους κατὰ καιρὸν ἀνθρώπους, καὶ ἐπῆραν τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ ὑποκάτω εἰς τὰ ὁποῖα ἐπροσκυνοῦντο ὡς Θεοί; καὶ τόσους καὶ τόσους θησαυρούς, ὁποῦ ἦσαν κεκρυμμένοι μέσα εἰς τοὺς Βωμούς των, καὶ μάλιστα εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ὑπέρπλουτον Ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος; ὅθεν εἶπε καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος· «εἰδὲ τι ἴσασι, μᾶλλον, τὰ ἑαυτῶν ὄφειλον λέγειν· πῶς τὰ πολλὰ ἀναθήματα τῶν εἰδώλων ἐκλάπη; πῶς τὸ πολὺ χρυσίον ἐχωνεύθη; διὰ τί μὴ προεῖπον τοῖς Ἱερεῦσιν αὐτῶν; ὥστε οὐδὲν ἴσασιν· ἀλλὰ χρημάτων μὲν ἕνεκεν, οὐδὲ εἰπεῖν ἐδύναντο, ὅταν οἱ ναοὶ αὐτῶν οἱ εἰδωλικοὶ ἐπίμπραντο, καὶ πολλοὶ συναπώλλυντο· διὰ τί μὴ φείδονται τῆς σωτηρίας τῆς αὐτῶν»; (Λόγ. η´ εἰς τὴν πρὸς Τιμόθ.).
Οἱ θησαυροί, ἀδελφοί, καὶ τὸ χρυσίον καὶ ἀργύριον εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ εἰς ὁποῖον θέλει τὸ δίδει, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «ἐμὸν τὸ ἀργύριον, καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἀγγ. β´ 9)· καὶ ὁ Ἐκκλησιαστὴς λέγει· «καὶ γε πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἔδωκεν ὁ Θεὸς πλοῦτον, καὶ ὑπάρχοντα» (Ἐκκλ. ε´ 18)· λοιπὸν ἐσεῖς πρέπει νὰ δουλεύετε κατὰ Θεὸν τὰς τέχνας σας, καὶ μέσα εἰς τὸν κόπον τῶν χειρῶν σας, ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ θησαυρός, καὶ τὸ χρυσίον, καὶ τὸ ἀργύριον· κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνου τοῦ φρονίμου γεωργοῦ, ὅστις ἀποθνήσκων εἶπεν εἰς τὸν υἱόν του πῶς ἔχει μέσα εἰς τὸ χωράφι του θησαυρὸν κεκρυμμένον· ὁ δὲ υἱός του σκάπτωντας βαθέως τὸ χωράφι, καὶ ζητῶντας τὸν θησαυρόν, ἐκ τῆς σκαφῆς καὶ καλλιεργίας, ηὐτύχησε τὸ χωράφι, καὶ οὕτως ἐπλούτησεν ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἂν εἶναι συμφέρον διὰ τὴν ψυχήν σας, ὁ Θεὸς σᾶς δίδει καὶ θησαυρόν, καὶ σᾶς κάμνει πλουσίους, χωρὶς ἐσεῖς νὰ ζητήσετε, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς σᾶς προστάζει νὰ μὴ τοῦ ζητῆτε τοιαῦτα, ἀλλὰ νὰ ζητῆτε πρῶτον τὴν βασιλείαν του, καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ ὁ πλοῦτος, αὐτὰ σᾶς προστίθενται χωρὶς ζητήσεως· «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33)· ἐὰν δὲ ἐχάσετε ζῶα, ἢ δούλους, ἢ ἄλλα τοιαῦτα, μὴ τρέχετε εἰς τοὺς μάγους καὶ δαίμονας, διὰ νὰ σᾶς τὰ φανερώσουν· ὄχι, ἀλλὰ προστρέχετε εἰς τοὺς Ἅγίους, τοὺς θεράποντας τοῦ Θεοῦ, καὶ παρακαλεῖτε αὐτοὺς μετὰ πίστεως, καὶ ἐκεῖνοι σᾶς τὰ φανερώνουν, ἂν ἀποβλέπῃ εἰς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σας ἡ φανέρωσίς των· καὶ μάλιστα προστρέχετε εἰς τὸν Ἅγιον Θεόδωρον τὸν Τήρωνα, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν χάριν ταύτην ἐξαιρέτως ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ φανερώνῃ τὰ κεκρυμμένα πράγματα, καὶ διὰ τοῦτο ἐπιλέγεται φανερωτής· εἰ δὲ καὶ θέλετε νὰ μάθητε καὶ ἄλλα κεκρυμμένα πράγματα, προστρέχετε εἰς τὸν Θεὸν τὸν γνώστην τῶν κρυφίων, καὶ ζητεῖτε νὰ σᾶς φανερώσῃ, ὄχι τί ἔχετε νὰ πάθετε, ἢ τί μέλλουν νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν· μάταια γὰρ καὶ μικροπρεπῆ ταῦτά ἐστι, καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ ζητῆτε τοιαῦτα· ἀλλὰ νὰ ζητῆτε πρῶτον νὰ σᾶς καθαρίσῃ διὰ τῆς χάριτός του, καὶ διὰ τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς, καὶ ἔπειτα νὰ σᾶς φανερώσῃ διὰ τῆς θεωρίας, τοὺς ἀποκρύφους λόγους τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων καὶ τῶν νοητῶν, τοὺς λόγους τῆς προνοίας του, τῆς κρίσεώς του· μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως ζητεῖτε νὰ σᾶς φανερώσῃ ποῖον εἶναι τὸ θέλημά του τὸ ἀγαθόν, καὶ εὐάρεστον, καὶ τέλειον, διὰ νὰ σωθῆτε, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ πλέον ὑψηλότερον, τὸ πλέον ἀναγκαιότερον, καὶ τὸ πλέον συμφερώτερον εἰς ἐσᾶς.
Τί νὰ πολυλογῶ; φυλαχθῆτε ἀδελφοὶ νὰ μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς μάντεις καὶ δαίμονας, μηδὲ νὰ πιστεύετε εἰς τὰ λόγια των· ἀλλὰ νὰ πιστεύετε εἰς μόνον τὸν Θεὸν τὸν τὰ πάντα γινώσκοντα, καὶ αὐτὸς θέλει σᾶς φανερώσει ἐκεῖνα ὁποῦ πρέπει νὰ εἰξεύρετε· ἔτσι σᾶς συμβουλεύει ὁ Χρυσορρήμων· «μὴ προσέχωμεν μάντεσι, μηδὲ χρησμολόγοις, μηδὲ ἀγύρταις· ἀλλ᾿ ἢ τῷ Θεῷ τῷ πάντα εἰδότι σαφῶς· τῷ τὴν γνῶσιν ἔχοντι τῶν ἁπάντων· καὶ οὕτω πάντα εἰσόμεθα, ἃ εἰδέναι χρή» (Λόγ. η´ εἰς τὴν πρὸς Τιμόθ.)· νὰ εἰπῶ καὶ μεγαλύτερον; κᾂν καὶ ἀλήθειαν λέγουν οἱ μάντεις καὶ δαίμονες, ἐσεῖς τελείως νὰ μὴ τοὺς πιστεύετε· διατί; ἐπειδὴ ὅταν μίαν φορὰν τοὺς πιστεύσητε, ἐκεῖνοι εὑρίσκουν τρόπον, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθειαν ἀνακατώνουσι καὶ τὸ ψεῦδος, καὶ οὕτω σᾶς πλανοῦν, καὶ σᾶς ἀπολλύουν· ἔτσι σᾶς παραγγέλλει ὁ ἴδιος Χρυσόστομος «διὰ γὰρ τοῦτο οὐ πιστεύω, ἐπειδὴ δαίμονες λέγουσιν· ἀπατῶσι γὰρ τοὺς ἀκούοντας· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος, καὶ τοιγε ἀληθεύοντας, ἐπεστόμισεν αὐτούς· ἵνα μὴ πρόφασιν λαβόντες, τοῖς ἀληθέσι, καὶ ψευδῆ πάλιν ἀναμίξωσι, καὶ ἀξιόπιστοι γένωνται· ἐπειδὴ γὰρ ἔλεγον οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσὶ καταγγέλλοντες ὑμῖν ὁδον σωτηρίας» (Πράξ. ιστ´ 17)· διαπονηθεὶς τῷ πνεύματι, ἐπετίμησε τῷ πύθωνι, καὶ ἐξελθεῖν ἐκέλευσε· «καὶ τοιγε τί πονηρὸν ἔλεγον;... ἀλλ᾿ ἐπειδὴ πολλοὶ τῶν ἀφελεστέρων ᾀεὶ διακρίνειν οὐκ ἴσασι τὰ παρὰ τῶν δαιμόνων λεγόμενα, καθάπαξ αὐτοῖς ἀπέκλεισε τὸ πιστεύεσθαι... οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησε· καὶ λέγουσιν αὐτῷ τοῖς δαίμοσιν· - οἴδαμέν σε τις εἶ (Λουκ. δ´ 31)· - ἐπετίμησεν αὐτοῖς μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος, διδάσκων ἡμᾶς, μηδαμοῦ δαίμονι πείθεσθαι, μηδὲ ἄν σοι ὑγιὲς τι λέγει, ἅπερ δὴ καὶ μαθόντες μὴ πειθώμεθα δαίμονι καθόλου· ἀλλὰ κᾂν ἀληθές τι φθέγγηται, φεύγωμεν αὐτὸν καὶ ἀποστρεφόμεθα· τὰ γὰρ ὑγιῆ δόγματα καὶ σωτήρια, οὐ παρὰ δαιμόνων, ἀλλὰ παρὰ τῆς θείας γραφῆς ἐστὶν μετ᾿ ἀκριβείας μαθεῖν» (Λόγ. β´ εἰς τὸν Λάζαρον).
Εἰς δὲ τὴν γ´ πρόφασιν, ὁποῦ λέγουσιν οἱ Χριστιανοί, ἀποκρινόμεθα λέγοντες· τί φοβεῖσθε Χριστιανοὶ τὸν διάβολον, καὶ διὰ τοῦτο τὸν θεραπεύετε μὲ τὰ διάφορα μαγικά; αὐτὸς δὲν ἔχει κᾀμίαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ σᾶς κάμῃ τὸν πλέον παραμικρὸν πειρασμόν, α´ διότι κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον, πρὸ μὲν τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας ἦτο ὁ Διάβολος ἄρχων μέγας τοῦ κόσμου καὶ τύραννος καὶ τυραννικῶς ἐξουσίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ δὲ ὁ Κύριος ἐσαρκώθη, ἔχασε τὴν τυραννικὴν ἐξουσίαν ὁποῦ εἶχε, καὶ τώρα καταπατεῖται ὑπὸ τῶν πιστῶν· λέγει γάρ· τόπος τῆς ἀρχῆς (τοῦ διαβόλου δηλαδὴ) ὁ ἐναέριος, ὡς αὐτός φησιν (ὁ Ἀπόστολος δηλαδὴ) κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος... εἰδέναι δὲ χρή, ὅτι Οὐρανὸν συνήθως ἡ Γραφὴ τὸν ἀέρα καλεῖ, ὡς τό, τὰ πετεινὰ τοῦ Οὐρανοῦ· καὶ τό, ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν Οὐρανῶν· τοὐτέστιν ἐπὶ πολὺ τοῦ ἀέρος ὑψοῦνται· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος εἶδε τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ πεσόντα, τουτέστι τῆς οἰκείας ἀρχῆς ἐκπεσόντα, καὶ κάτω γενόμενον, ἵνα πατῆται ὑπὸ τῶν εἰς Χριστὸν ἠλπικότων... ἐπεὶ ἐξεβλήθη ἡ πονηρὰ αὐτοῦ τυραννίς» (Τόμ. α´ Ὁμιλ. θ´ ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός)· β´ διότι κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριον, μετὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Κυρίου, ἐσυντρίβη ἡ κεφαλὴ τοῦ δράκοντος διαβόλου, δηλαδή, ἡ ὑπερβολικὴ αὐτοῦ τυραννία καὶ ἐξουσία, καὶ μόνον ἡ οὐρά του ἔμεινε σαλεύουσα, καὶ κινουμένη διὰ γύμνασιν, καὶ στέφανον τῶν πιστῶν, εἰς δὲ τὴν δευτέραν παρουσίαν, καὶ κοινὴν ἀνάστασιν, τότε ἔχει νὰ νεκρωθῇ τελείως, καὶ νὰ ἀφανισθῇ καὶ αὐτὴ ἡ οὐρά του· ὅπερ ἐστὶν ὁ θάνατος· «οὕτω καὶ ὁ τοῦ δράκοντος ἀναιρέτης, ὅτι πολὺ γέγονε τὸ θηρίον... τὴν κεφαλὴν ἀνελών... οὐδένα τοῦ κατόπιν ὁλκοῦ πεποίηται λόγον, εἰς ἀφορμὴν γυμνασίου τοῖς ἐφεξῆς τὴν ἐν τῷ νεκρῷ θηρίῳ κίνησιν ὑπολειφθῆναι ποιήσας» (Λόγ. εἰς τὴν γέν. τοῦ Χριστοῦ, Τόμ. γ´)· καὶ γ´ διότι τώρα καθὼς ὁ κλέπτης ὁ κεκρυμμένος εἰς τόπον ἀπόκρυφον, μὲ ἀπάτην καὶ δολιότητα, ἁρπάζει καὶ φονεύει τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος κλεπτικῶς, καὶ ἀπατηλῶς μόνον παγιδεύει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν κακίαν, καὶ οὐχὶ τυραννικῶς ὡς τὸ πρότερον, καὶ διὰ τοῦτο ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἶπεν ὅτι· «ἐμοὶ δοκεῖ γενόμενος ὑπὸ τὸν οὐρανόν, μὴ μεταπεπτωκέναι τῆς ἀρχῆς (τῆς λῃστρικῆς δηλαδὴ καὶ μερικῆς) καὶ μετὰ τὴν παράβασιν· τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος· ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας· ὁρᾷς ὅτι οὐ βίᾳ οὐδὲ τυραννίδι, ἀλλὰ πειθοῖ προσάγεται; ἀπείθειαν γὰρ εἶπεν ὡς ἂν τις εἴποι, ἀπάτῃ, καὶ πειθοῖ τοὺς πάντας ἐφέλκεται» (Λόγ. δ´ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσ.).
Πλὴν καὶ αὐτὴν τὴν ληστρικὴν καὶ μερικὴν ἀρχήν, ὁποῦ τώρα ἔχει ὁ διάβολος, καὶ τὴν ἀπάτην ὁποῦ μεταχειρίζεται, κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν εἰμπορεῖ νὰ τὴν ἐνεργήσῃ, πάρεξ μὲ τὴν θέλησιν τὴν ἰδικήν μας καὶ συγκατάθεσιν, καὶ μὲ τὴν συγχώρησιν καὶ ἄδειαν τὴν ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ μὲν διάβολος προσβάλλει καὶ πολεμεῖ τὸν ἄνθρωπον μὲ τοὺς κακοὺς λογισμούς, ὅμως εἰς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου στέκεται, ἢ νὰ δεχθῇ τὴν προσβολὴν τῶν λογισμῶν, ἢ νὰ μὴ τὴν δεχθῇ, χωρὶς κᾀμμίαν βίαν· ὅθεν λέγει ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης· «προσβάλλειν μὲν τῷ ἀνθρώπῳ συνεχωρήθησαν, (οἱ δαίμονες δηλαδὴ) βιάζεσθαι δὲ τινα οὐκ ἰσχύουσιν· ἐν ἡμῖν γάρ ἐστι δέξασθαι τὴν προσβολήν, ἢ μὴ δέξασθαι» (Θεολογικ. Βίβλ. β´ Κεφ. ιθ´)· τί φοβεῖσθε λοιπὸν Χριστιανοὶ τὸν διάβολον; ὁποῦ δὲν εἰμπορεῖ νὰ σᾶς κάμῃ κᾀμμίαν βίαν; ὁ διάβολος μᾶλλον πρέπει νὰ φοβᾶται ἐσᾶς, καὶ ὄχι ἐσεῖς τὸν διάβολον, διότι ἐσεῖς εἶσθε ἐνδεδυμένοι μὲ ὅλην τὴν ἁμαρτωσίαν, καὶ πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ· ἐσεῖς ἔχετε τὴν σφενδόνην τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖον καὶ ἀπὸ μακρόθεν σφενδονίζετε ὅλους τοὺς δαίμονας· ἐσεῖς φορεῖτε, ὡς μάχαιραν δίστομον, τὸ φοβερὸν ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον φοβοῦνται καὶ τρέμουν οἱ δαίμονες· καὶ ἐσεῖς ἐὰν θέλητε νὰ φυλάττητε τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ εἶσθε φίλοι, καὶ στρατιῶται ἀληθεῖς τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, οὔτε μαγικὰ ἔχετε χρείαν, οὔτε κᾀμμίαν ἄλλην ἐπιβουλὴν τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καταπατεῖτε τοῦτον μὲ τοὺς πόδας σας ὡσὰν κνώδαλον, ὡσὰν ἕνα μικρὸν στρουθίον καὶ ὡσὰν ἕνα σκορπίον καὶ μύρμηκα· «ἰδοὺ δέδωκά φησι ἡμῖν τὴν ἐξουσίαν, τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσει» (Λουκ. ι´ 19)· ὥστε, ἂν ἐσεῖς θελήσητε, τόσον σμικρύνεται καὶ ταπεινώνεται ὁ διάβολος, ὁποῦ γίνεται ὡσὰν ἕνα νήπιον· καὶ πάλιν ἂν ἐσεῖς θελήσητε, τόσον μέγας γίνεται ὁ διάβολος κατ᾿ ἐπάνω σας, ὥστε ὁποῦ βρυχᾶται ὡσὰν λέοντας φοβερός, καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς καταπίῃ· διὰ τοῦτο ὀρθότατα εἶπε καὶ ὁ Χρυσόστομος περὶ τούτου· «καταπάτημα αὐτῶν τῶν ἡμετέρων ἐποίησε ποδῶν, ἂν βουλώμεθα· ὅρα τοίνυν πόσος γέλως, πόση ἀθλιότης· ὃν ἐλάβομεν πατεῖν, ὁρᾷν ὑπὲρ κεφαλῆς ἑστῶτα τῆς ἡμετέρας· πῶς δὲ τοῦτο γίνεται; παρ᾿ ἡμῶν· ἂν ἡμεῖς βουλώμεθα, μέγας ἐστίν· ἂν ἡμεῖς βουλώμεθα, γίνεται μικρός· ἐὰν προσέχωμεν ἑαυτοῖς, καὶ μετὰ τοῦ Βασιλέως ὦμεν τοῦ ἡμετέρου, συστέλλεται, καὶ παιδίου μικροῦ οὐδὲν ἄμεινον, διακείσεται ἐν τῇ πρὸς ἡμᾶς μάχῃ· ὅταν ἀποστῶμεν αὐτοῦ, μεγάλα φυσᾷ καὶ βρυχᾶται, τρίζει τοὺς ὀδόντας· ἅτε ἐρήμους ἡμᾶς τῆς μεγάλης συμμαχίας λαβών» (Λόγ. στ´ εἰς τὴν πρὸς Φιλιππ.).
Καὶ διὰ νὰ συμπεράνω τὸ πᾶν τῆς ἀποκρίσεως ταύτης, ἐπειδὴ οἱ δαίμονες δὲν εἰμποροῦν νὰ σᾶς κακοποιήσουν ἀδελφοὶ χωρὶς νὰ λάβουν τὴν συγχώρησιν καὶ ἄδειαν ἀπὸ τὸν Θεόν, εἴτε διὰ τὰς ἁμαρτίας σας, εἴτε διὰ νὰ σᾶς κάμῃ δοκιμωτέρους ὁ Θεὸς μὲ τοὺς πειρασμούς, λοιπὸν ματαίως κοπιάζετε θεραπεύοντες τοὺς δαίμονας μὲ τὰ μαγικά· διότι αὐτοὶ ἔχουν νὰ κάμουν ἐξ ἅπαντος ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶναι προσταγμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν· κᾂν ἐσεῖς τοὺς θεραπεύετε, κᾂν δὲν τοὺς θεραπεύετε, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος, ἑρμηνεύων τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τοῦ Ἡσαΐου τὸ λέγον· Κύριος ἐντέταλται ἔθνει ὁπλομάχῳ (Ἡσ. ιγ´ 14)· μὴ φοβηθῆς φησὶ τὸν τύπτοντα (ἤτοι τὸν διάβολον) ἀλλὰ παρακάλει τὸν ἐπιτάσσοντα (ἤτοι τὸν Θεὸν) διδασκέσθωσαν οἱ εἰδωλολάτραι· οἱ λέγοντες θυσίας προσάγειν δαίμοσι πονηροῖς, ἐκμειλισσόμενοι αὐτῶν τὴν κακίαν. Κύριος αὐτοῖς ἐντέταλται, κᾂν θεραπεύσης, κᾂν μὴ τὸ προστεταγμένον ποιήσει· ὑπερβαίνειν τὰς ὁροθεσίας οὐχ οἷόν τε· οὔτε ὑφαιρεῖ τῆς πικρίας οὔτε προστίθησί τι παρ᾽ ἑαυτοῦ· ἀλλὰ τῷ ἐνδιδομένῳ μέτρῳ κέχρηται ἀπαραιτήτως» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἡσ.)· τί λέγω; ὄχι μόνον εἰς ἐσᾶς δὲν ἔχουν ἐξουσίαν οἱ δαίμονες νὰ προξενήσουν κανένα κακὸν χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰς τοὺς χοίρους καὶ τὰ ἄλογα ζῶα· καὶ τοῦτο γίνεται φανερόν, ἀπὸ τὴν ἱστορίαν, ὁποῦ ἀναφέρει τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον· νὰ εἰπῶ ἀκόμη καὶ μεγαλύτερον; ὄχι μόνον ὁ διάβολος δὲν εἰμπορεῖ νὰ κάμῃ κανένα κακὸν εἰς ἐσᾶς Χριστιανοὶ χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐδὲ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες ὑπηρετοῦσιν εἰς τὸν ἀρχηγόν τους διάβολον χωρὶς τὴν ἄδειαν, καὶ συγχώρησιν τοῦ Θεοῦ· καὶ τοῦτο μαρτυρεῖ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος λέγων· «ἄνευ τῆς θείας συγχωρήσεως, οὐδὲ αὐτοὶ οἱ δαίμονες κατ᾿ οὐδὲν ὑπουργεῖν δύνανται τῷ διαβόλῳ (2)... καὶ δηλοῖ τοῦτο σαφῶς ἡ περὶ τοῦ Ἰὼβ συγγραφή, μὴ δυνάμενον τῷ Ἰὼβ παντελῶς προσπελάσαι τὸν διάβολον ἀναγραφομένη, δίχα τοῦ θείου βουλήματος» (Κεφ. πγ´ ἑκατοντάδος, τῶν Θεολογικ. Φιλοκαλ. σελ. 374).
Ἀφῆτε λοιπὸν ἀδελφοὶ τὰς προφάσεις ταύτας, ὁποῦ σᾶς ὑποβάλλει ὁ διάβολος, διὰ νὰ τὸν θεραπεύετε μὲ τὰς μαγείας, καὶ γοητεύματα, καὶ παύσατε εἰς τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὸ νὰ πιστεύετε, πῶς οἱ μάγοι καὶ δαίμονες, ἔχουν δύναμιν νὰ σᾶς ἰατρεύσουν, ἢ πῶς προγνωρίζουν τί ἔχετε νὰ πάθετε· παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ πιστεύετε πῶς εἶναι ποδαρικὰ καλά, καὶ κακά, ἢ ἡμέραις καλαῖς κακαῖς, ἢ συναπαντήματα καλὰ καὶ κακά· τί κάμνεις ἀνόητε ἄνθρωπε; ἂν ἐσὺ ἀπαντήσῃς παρθένον ἢ καλόγηρον, λέγεις, ὅτι εἶναι ἀχαμνὴ ἡ ἡμέρα ἐκείνη καὶ ἂν ἀπαντήσῃς κᾀμμίαν πόρνην, ἢ τυφλόν, ἢ κουτσόν, μαντεύεις ὅτι εἶναι καλὸν συναπάντημα· ὢ τῆς ἀγνωσίας σου! ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, πῶς ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀνθρώπου δὲν κάμνει τὴν ἡμέραν κακήν, ἀλλὰ τὸ νὰ ζῇς ἐσὺ μὲ τὰς ἁμαρτίας· ὅταν λοιπὸν ἐσὺ εὔγῃς ἀπὸ τὸ σπῆτι σου, φυλάξου ἀπὸ μόνην τὴν ἁμαρτίαν, καὶ μὴ φοβῆσαι οὔτε ἀπὸ αὐτόν, τὸν ἴδιον διάβολον· «οὐ γὰρ ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀνθρώπου πονηρὰν ποιεῖ τὴν ἡμέραν γενέσθαι, ἀλλὰ τὸ ἐν ἁμαρτίαις ζῆν· ὅταν τοίνυν ἐξέλθης, ἓν μόνον φύλαξαι, μὴ ἁμαρτία σοι ἀπαντήσῃ (αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἡμᾶς ὑποσκελίζουσα)· χωρὶς δὲ ταύτης, οὐδὲν ἡμᾶς ὁ διάβολος παραβλάψαι δυνήσεται» (Ἀνδρ. κα´)· ἄνθρωπον ἀπαντᾷς, καὶ μαντεύεσαι; καὶ δὲν στοχάζεσαι ταλαίπωρε, ὅτι ὁ διάβολος πολεμεῖ νὰ σὲ κάμῃ νὰ μισήσῃς τὸν ἀδελφόν σου, ὁποῦ δὲν σοῦ ἔκαμε κᾀνένα κακόν; καὶ ἂν ὁ Θεὸς σὲ προστάζῃ νὰ ἀγαπᾷς καὶ τοὺς ἐχθρούς σου, ἐσὺ δὲ μισεῖς ἐκεῖνον, ὁποῦ δὲν σοῦ ἔσφαλε, διὰ τί λέγεις πῶς εἶχε κακὸν συναπάντημα; καὶ ποίαν συγχώρησιν θέλεις λάβει; «ἄνθρωπον ὁρᾷς, καὶ οἰωνίζῃς; καὶ οὐχ ὁρᾷς τὴν πληγὴν τὴν διαβολικήν, πῶς ἐκπολεμεῖ σε, τῷ μηδὲν ἠδικηκότι; καὶ ὁ μὲν Θεός, καὶ τοὺς ἐχθροὺς φιλεῖν ἐκέλευσε, σὲ δὲ τὸν οὐδὲν εἰδικικότα ἀποστρέφῃ, μηδὲν ἔχων ἐγκαλεῖν» (Αὐτόθι).
Παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ πιστεύετε πῶς εἶναι στοιχεῖα, καὶ Νεράϊδες, καὶ τύχη, καὶ ῥοιζικά, καὶ καλλικάντζαροι· διότι ὅποιος ὁμολογεῖ πῶς εἶναι τύχη, καὶ ῥοιζικά, καὶ τὰ ἐπίλοιπα, πίπτει ἀπὸ τὸ δόγμα καὶ φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὸν Ἀναστάσιον τὸν Σιναΐτην λέγοντα· «εἰ ὁ Χριστιανὸς ὁμολογήσῃ τύχην, ἐξέπεσεν τοῦ τῶν Χριστιανῶν δόγματος καὶ φρονήματος» (Ἐρωτ. ιθ´)· λέγει δὲ καὶ ὁ Ἡσαΐας· «οἱ ἑτοιμάζοντες τῷ δαιμονίῳ τράπεζαν καὶ πληροῦντες τῇ τύχῃ κέρασμα» (Ἡσ. ξε´ 10)· παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ παρατηρῆτε πουλίων φωνάς, καὶ πετάσματα, παύσατε, ἀπὸ τὸ νὰ δένετε ἀνδρόγυνα, ἀπὸ τὸ νὰ κατασκευάζετε φυλακτά, ἢ νὰ ζητῆτε αὐτὰ ἀπὸ τοὺς κατασκευάζοντας, ἀπὸ τοῦ νὰ γητεύετε ἐσεῖς, ἢ νὰ παρακαλῆτε τοὺς γητευτάς, καὶ τὰς Ἀτσιγκάνας καὶ τὰς κακογραίας· παύσατε, ἀπὸ τὸ νὰ σφάζετε ζῶα εἰς τὰ θεμέλια τῶν ὀσπητίων σας, ἢ νὰ θυμιάζετε τὰ στοιχεῖα, καὶ νὰ προμαντεύετε μὲ τὰ φυσικὰ κινήματα τῶν μελῶν σας. Πάντα γὰρ ταῦτα εἶναι ἴδια τῶν Ἑλλήνων, τῶν εἰδωλολατρῶν, τῶν Ἐθνικῶν, τῶν προσκυνοῦντων τοὺς δαίμονας, καὶ οὐχὶ τῶν Χριστιανῶν, τῶν προσκυνούντων τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου Χριστόν· αὐτὰ ἦσαν μυστήρια, καὶ μαθήματα τῆς παλαιᾶς πλάνης, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπλάνα τοὺς ἀνθρώπους ὁ διάβολος, καὶ τὸν ἐπροσκύνουν ὡς Θεόν· ἀφ᾿ οὗ δὲ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἔγεινεν ἄνθρωπος, καὶ ἔκαμεν Ἀποστόλους, καὶ ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιον εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅλα αὐτὰ κατηργήθησαν καὶ ἀφανίσθησαν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ ἀφανίσθη καὶ ὁ διάβολος, καὶ ὅλη ἡ δύναμίς του καὶ ἐξουσία· λοιπὸν μὴ ζητεῖτε πάλιν Χριστιανοὶ νὰ ἀνακαινίζετε τὴν παλαιὰν πλάνην, ὁποῦ ὁ Χριστὸς ἐκατήργησε, μὲ τὰς διαφόρους μαγείας, ὁποῦ μεταχειρίζεσθε· μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, σᾶς παρακαλῶ ἀδελφοί, δι᾿ ἀγάπην Θεοῦ νὰ μὴ πιστεύετε ποτὲ πῶς εἶναι βρικόλακες, καὶ πῶς τὰ νεκρὰ σώματα τῶν ἀποθανόντων σηκώνονται καὶ περιπατοῦν καὶ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους· αὐτὴ ἦτο μία παλαιὰ πλάνη, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ διάβολος ἐπλάνα πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν, πῶς αἱ ψυχαὶ ἐκείνων ὁποῦ ἀποθνήσκουν μὲ βίαιον καὶ κακὸν θάνατον, γίνονται δαίμονες καὶ ἐκ τούτου ἐπαρακινοῦντο πολλοὶ γόητες καὶ μάγοι νὰ σφάζουν πολλοὺς νέους, μὲ ἐλπίδα, πῶς αἱ ψυχαί των ἔχουν νὰ γίνουν δαίμονες, καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν, περὶ τῆς ὁποίας πλάνης ἔγραψεν ἕνα ὁλόκληρον λόγον ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅστις εἶναι ὁ β´ εἰς τὸν Λάζαρον, καὶ ἀποδείχνει εἰς αὐτόν, πόσον ὀλεθρία καὶ πόσον ψυχοβλαβὴς εἶναι ἡ πλάνη αὕτη. Αὐτὴν τὴν πλάνην σπουδάζωντας νὰ ἀνακαινίσῃ ὁ διάβολος, καταπείθει καὶ τώρα μερικοὺς Χριστιανοὺς ἀνοήτους, νὰ εὐγάνουν ἀπὸ τοὺς τάφους τὰ λείψανα τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ τὰ κατακόπτουν εἰς λεπτά, ἢ καὶ νὰ τὰ κατακαίουν· ὢ τῆς ἐλεεινῆς καταστάσεως καὶ ἀπωλείας, εἰς τὴν ὁποίαν ἔφθασαν οἱ τωρινοὶ Χριστιανοί! Χριστιανοὶ ἀδελφοί, τί πλάναις εἶναι αὐταῖς, ὁποῦ ἔχετε; τί μωροί, καὶ νηπιώδεις λογισμοὶ εἶναι αὐτοί, εἰς τοὺς ὁποίους πιστεύετε; δὲν ἐντρέπεσθε καὶ ὀλίγον, ὁποῦ ἐγίνετε περίπαιγμα καὶ γέλως καὶ ὄνειδος εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ εἰς ὅλα τὰ Ἔθνη; διότι καὶ τὰ ἔθνη σᾶς περιπαίζουν, πῶς ἐσεῖς μοναχοὶ οἱ Χριστιανοὶ εἶσθε ὁποῦ πιστεύετε ὅτι εἶναι βρικόλακες, καὶ ὄχι κᾀνένα ἄλλο Ἔθνος τοῦ κόσμου, καὶ οἱ δαίμονες ἀκόμη σᾶς περιγελοῦν μὲ τὰς τοιαύτας φαντασίας, ὡσὰν ἄγνωστα παιδία, καὶ σᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ· ὅλοι δὲ οἱ σοφοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκαλοι σᾶς πληροφοροῦν πῶς βρικόλακες, δὲν γίνονται ποτέ, οὔτε εἶναι εἰς τὸν κόσμον, ἐπειδὴ τὰ πρὸ πολλοῦ ἀποθαμμένα σώματα, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχουν αἷμα· εἶναι ἀδύνατον νὰ σηκώνωνται ἀπὸ τὰ μνήματα, καὶ νὰ ἔρχωνται νὰ σᾶς πειράζουν· ἀλλὰ ἡ ἰδική σας ἀπιστία, ἀλλὰ ὁ ἰδικός σας φόβος, καὶ ἡ πρόληψις, καὶ πίστις τοῦ λογισμοῦ σας, αὐτὰ γίνονται αἴτια νὰ φαντάζῃ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς σας ὁ διάβολος τοὺς νεκρούς, πῶς ἔχουν αἷμα, καὶ πῶς εὐγαίνουν ἀπὸ τοὺς τάφους.
Παύσατε δὲ πρὸς τούτοις ἀδελφοί μου, καὶ ἀπὸ τὸ νὰ σηκώνετε τὰς Ἁγίας Εἰκόνας εἰς τοὺς ὤμους σας ἐν τῷ καιρῷ τῶν πανηγύρεων, καὶ νὰ τρέχετε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡσὰν παράφοροι, μεθυσμένοι καὶ δαιμονισμένοι κτυπῶντες πότε εἰς ἕνα μέρος, καὶ πότε εἰς ἄλλο, καὶ προμαντεύοντες κᾄποιά τινα, ἢ φανερώνοντες πράγματα κεκρυμμένα· διότι αὐτὴ ἦτο μία πλάνη παλαιὰ τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες ἐσήκωναν παρομοίως τὰ εἶδωλά των εἰς τοὺς ὤμους των, καὶ ὑπεκρίνοντο τάχα, πῶς τὰ εἴδωλα ὁποῦ ἐσήκωναν, τοὺς ἐπροξένουν τόσον βάρος, ὡσὰν νὰ ἦσαν ζωντανά, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον ἵδρωναν, καὶ ἐπαρελύοντο, καὶ πλέον δύναμιν δὲν εἶχαν· περὶ τῆς ὁποίας ταύτης πλάνης γράφει ὁ Προφρήτης Ἡσαΐας, εἰς τὸ μστ´ Κεφάλαιον, στίχ. ι´ λέγων περιγελαστικῶς· «ἔπεσε Βὴλ συνετρίβη Ναβώ· ἐγένετο τὰ γλυπτὰ αὐτῶν εἰς θηρία· αἴρετε αὐτὰ καταδεδεμένα ὡς φορτίον κοπιῶντι ἐκλελυμένῳ καὶ πεινῶντι, καὶ οὐκ ἰσχύοντι· οἳ οὐ δυνήσονται σωθῆναι ἀπὸ πολέμου· αὐτοὶ δὲ αἰχμάλωτοι ἤχθησαν»· ταῦτα δὲ τὰ λόγια ἐξηγῶντας ὁ Ἅγιος, Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας, λέγει, πῶς περιγελᾷ ὁ Προφήτης τὰ ἀναίσθητα ἐκεῖνα εἴδωλα τῶν δαιμόνων, τὰ ὁποῖα, ἀγκαλὰ καὶ ἐφαίνοντο πῶς βαρύνουσι τοὺς ταῦτα βαστάζοντας, ὡσὰν νὰ ἦσαν ζωντανά, ὡς προείπομεν, ὅμως εἶναι τόσον ἀδύνατα, ὁποῦ εἰς καιρὸν πολέμου, οὔτε ἠδύναντο νὰ γλυτώσουν τὸν ἑαυτόν τους, οὔτε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐσκλαβώνοντο καὶ αὐτά, καθὼς καὶ οἱ προσκυνοῦντες αὐτὰ ἄνθρωποι, καὶ πῶς τὰς ἀποκρίσεις ταύτας τοῦ κόπου καὶ τοῦ ἱδρῶτος, τὰς ἔκαμναν οἱ τὰ εἴδωλα βαστάζοντες, διὰ νὰ τὰ ἐπαινοῦν μὲ κρότους καὶ ἐπαίνους ὁ βάρβαρος λαὸς καὶ τὰ ἀνόητα γυναικάρια, καὶ νὰ νομίζουν τῇ ἀληθείᾳ πῶς αὐτὰ εἶναι ζωντανά, καὶ ἔμψυχα· «ἐν καταγελάστοις πανηγύρεσιν ἐξεκόμιζον τῶν σηκῶν τὰ ἀγάλματα· ἐπαναθέμενοι δὲ ταῦτα τῶν ἱερέων τινές, περιῄεσαν ἐν πλατείαις, κατασειόμενοί τε, καὶ οἷον μεθύσκοντες ὡς ἀχθοφοροῦντες ἄγαν· καὶ ἔνθα ἂν ἐπιβαρήσειεν, οἳ καὶ δοκιμάζειν ἤθελον, ἐκεῖ πως καὶ συνωθούμενοι, καὶ μὴ δύνασθαι φέρειν τὸ ἄχθος ὑποκρινόμενοι· ὁ δὲ ἀσύνετός τε καὶ ἀγελαῖος δῆμος, γύναιά τε φρενῶν ἔρημα, κατεκρότει ταῖς εὐφηαῖς, τὴν ἄψυχον ὕλην, εἰδοποιηθεῖσαν ὁρῶντες εἰς ἄνδρα τυχόν, ἢ γυναῖκα, ᾤοντό τε κατὰ ἀλήθειαν, καὶ ἀφόρητον ἐνιέναι βάρος τὸν διακομιζόμενον τοῖς ἀναθεμένοις εἰς ὤμους αὐτῶν· διαγελᾷ οὗν ὁ προφητικὸς λόγος ἐν τούτοις, τῆς ἀναισθησίας τὸ μέγεθος τῶν Ἑλλήνων, καὶ συμπεραίνει, ὅτι ἐν καιρῷ πολέμου, οὔτε αὐτὰ τὰ εἴδωλα δύνανται σωθῆναι, οὔτε ὑμᾶς σώσουσιν».
Βλέπετε ἀδελφοὶ πῶς τὸ νὰ βαστάζουν τινὲς τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, καὶ νὰ τρέχουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡσὰν τρελλοί, εἶναι πλάνη Ἑλληνικὴ καὶ ἐθνική; λοιπὸν παύσατε δι᾿ ἀγάπην Θεοῦ, ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀνακαινίζετε πάλιν τὴν παλαιάν, καὶ νενεκρωμένην πλάνην τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ τὴν ἐμβάζετε μέσα εἰς τὴν ἁγίαν ζωὴν τῶν Χριστιανῶν, διότι ἡ παραφορὰ ἐκείνη καὶ ὁ πολὺς ἱδρῶτας, καὶ τὰ ἄτακτα τρεξίματα καὶ κτυπήματα τῶν βασταζόντων τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, δὲν εἶναι ἐνέργεια θεία τῆς χάριτος, ἢ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων· ἄπαγε! «οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλ᾿ εἰρήνης» (καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος) καὶ διότι ἡ παραφορὰ αὕτη εἶναι ἰδία τῶν δαιμόνων ἐνέργεια, ὡς προείπομεν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐνεργούμενοι οἱ τὰς Εἰκόνας βαστάζοντες, φαίνονται πῶς προμαντεύουν, κἄποιά τινα ἐπὶ βλάβῃ τῶν πιστευόντων· ταῖς περισσότεραις δὲ φοραῖς ψεύδονται φανερώτατα· μὴ θαυμάζετε δὲ ἀνίσως καὶ εἰς τὰς Ἁγίας Εἰκόνας προχωρῇ τοῦ δαίμονος ἡ ἐνέργεια· αὐτὸ γίνεται διὰ πολλὰ αἴτια, α´ διὰ τὴν ἰδικήν σας ἀπιστίαν τὴν εἰς Χριστὸν καὶ τοὺς Ἁγίους, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ γίνωνται ταῦτα· β´ διὰ τὴν καταφρόνησιν ὁποῦ γίνοται εἰς τὰς Ἁγίας Εἰκόνας· διότι τὰς Εἰκόνας πρέπει νὰ βαστάζουν οἱ ἱερεῖς ἐν ταῖς Λιτανείαις, μετὰ εὐλαβείας καὶ φόβου, καὶ οὐχὶ οἱ λαϊκοὶ ἀθεοφόβως καὶ ἀνευλαβῶς· καὶ γ´ διὰ τὴν ἀδιαντροπίαν τοῦ διαβόλου· διότι ὁ διάβολος εἶναι τόσον ἀναίσχυντος καὶ τολμηρός, ὥστε ὁποῦ ἀπετόλμησεν ὄχι νὰ πλησιάζῃ εἰς τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, ἀλλὰ καὶ νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ πάρῃ μαζί του αὐτὸ τὸ θεοϋπόστατον σῶμα τοῦ Κυρίου μας ὁποῦ ἦτο ἡνωμένον μὲ τὴν θεότητα ὑποστατικῶς, καὶ νὰ τὸ ἀνεβάσῃ πότε εἰς τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ, καὶ πότε εἰς ὄρος ὑψηλόν· πνεῦμα γὰρ ὢν ὁ Δαίμων λεπτόν, τόσην λεπτὴν ἐνέργειαν ἔχει, ὁποῦ σμίγεται ἀσμίκτως μὲ τὰ θεῖα καὶ ἅγια καὶ πνευματικά, χωρὶς παντελῶς νὰ τὸ καταλάβουν οὐδὲ αὐτοὶ οἱ ἐνεργούμενοι, χωρὶς τὴν διάκρισιν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο πρέπει οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς νὰ ἐμποδίζουν τοὺς Χριστιανούς, ἀπὸ τὸ νὰ βαστάζουν τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, καὶ νὰ κάμνουν τὰ τοιαῦτα, μὲ ἐπιτίμια καὶ ἀφορισμούς. (3)
Φυλαχθῆτε λοιπὸν ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν πλάνην ταύτην, καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας, μὲ τὰς ὁποίας ὁ διάβολος ζητεῖ νὰ σᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ σᾶς κολάσῃ· φοβηθεῖτε τὰς φοβερὰς καὶ τρομερὰς παιδείας μὲ τὰς ὁποίας παιδεύονται, ὅσοι κάμνουν μαγικά, καὶ ὅσοι προστρέχουν εἰς τοὺς μάγους, ζητοῦντες αὐτά· α´ ἀπὸ τὸν Θεόν, β´ ἀπὸ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας καὶ γ´ ἀπὸ τοὺς Βασιλικοὺς νόμους· ὁ μὲν γὰρ Θεὸς προστάζει εἰς τὴν Ἔξοδον, ὅτι ὅποιος ἤθελεν εὑρεθῇ μάγος, καὶ φαρμακός, νὰ μὴν ἔχῃ ζωήν· «φαρμακοὺς οὐ περιβιώσετε» (Ἔξ. κβ´ 18)· εἰς δὲ τὸ Λευϊτικὸν φανερῶς προστάζει νὰ θανατώνωνται μὲ λιθοβολισμούς, ὅποιος ἄνδρας, ἢ ὁποία γυνὴ ἤθελε γίνῃ ἐγγαστρίμυθος καὶ γητεύτρια. «Καὶ ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃ ἂν γένηται αὐτῶν ἐγγαστρίμυθος, ἢ ἐπαοιδός, θανάτῳ θανατούσθωσαν ἀμφότεροι· λίθοις λιθοβολήσετε αὐτούς, ἔνοχοί εἰσι» (Λευϊτ. κ´ 27)· καὶ πάλιν λέγει· «ψυχὴ ἢ ἂν ἐπακολουθήσῃ ἐγγαστριμύθοις, ἢ ἐπαοιδοῖς, ὥστε ἐκπορνεῦσαι ὀπίσω αὐτῶν, ἐπιστήσω το πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἐκείνην, καὶ ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς» (Λευϊτ. κ´ 6). Καὶ διὰ τί ἄλλο ἐπαίδευσεν ὁ Θεὸς τὸν Βασιλέα Μανασσῆν, καὶ ἔδεσεν αὐτὸν μὲ δεσμὰ σιδηρά, καὶ ἁλυσίδας ὁ Βασιλεὺς Βαβυλῶνος, καὶ ἐπῆρεν αὐτὸν σκλάβον εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἔβαλεν εἰς φυλακήν, καὶ τοῦ ἔδιδε κάθε ἡμέραν ὀλίγον ψωμὶ ἀπὸ πίτυρα ζυγιασμένον καὶ ὀλίγον νερὸν μετρημένον, ὅσον μόνον διὰ νὰ ζῇ, καθὼς λέγουν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι εἰς τὰς διαταγάς των; (Βιβλ. β´ Κεφ. κβ´)· διὰ τί λέγω ἄλλο ἐπαίδευσεν ἔτσι τὸν Μανασσῆν ὁ Θεὸς πάρεξ διότι ἐπέρνα τὰ παιδία του ἀπὸ τὴν φωτίαν, καὶ ἔκαμνε κλήδονας, καὶ διάφορα μαγικά; ἔτσι γὰρ τὸ μαρτυρεῖ ἡ θεία Γραφή. «Καὶ αὐτὸς διήγαγε τὰ τέκνα αὐτοῦ ἐν πυρί, καὶ ἐκληδονίζετο, καὶ οἰωνίζετο, καὶ ἐφαρμακεύετο, καὶ ἐποίησεν ἐγγαστριμύθους, καὶ ἐπαοιδούς, καὶ ἐπλήθυνε ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ παροργίσαι αὐτὸν» (β´ Παραλ. λγ´ 6)· διὰ τί ἄλλο ὠργίσθη ὁ Θεὸς κατὰ τοῦ Βασιλέως Σαούλ, καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν νὰ φονευθῇ ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων, πάρεξ διότι ἐκαταφρόνησε τὸν Θεόν, καὶ ἐκάλεσε γυναῖκα ἐγγαστρίμυθον καὶ ἠκολούθησεν εἰς τὰς μαντείας της; «Καὶ εἶπε Σαοὺλ τοῖς παισὶν αὐτοῦ, καλέσατέ μοι γυναῖκα ἐγγαστρίμυθον, καὶ πορεύσομαι πρὸς αὐτήν, καὶ ζητήσω ἐν αὐτῇ» (α´ Βασιλ, κη´ 7)· διὰ τί ἄλλο ὠργίσθη κατὰ τοῦ Βασιλέως Ὀχοζίου, πάρεξ διότι ἔστειλε νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μάντισσαν Ἀκκαρών, ὡς προείπομεν;
Καὶ τί λέγω τὰ μερικὰ μόνον; ὁλόκληρα πλήθη ἀνθρώπων, καὶ πόλεις μεγάλαι καὶ περιφανεῖς, παρεδόθησαν εἰς πείνας, καὶ σφαγάς, καὶ σκλαβίας, καὶ ἀφανισμοὺς ἐξ αἰτίας τῶν μαγικῶν· ἔτσι ὁ Θεὸς μὲ πεῖναν καὶ θάνατον ἐπαίδευσε τοὺς ψευδομάντεις καὶ οἰωνιστάς, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὅλους ἐκείνους ὁποῦ ἐπρόσεχαν εἰς τὰς μαντείας αὐτῶν, καὶ τοὺς λόγους· «ψευδῆ οἱ Προφῆται προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς, καὶ μαντείας, καὶ οἰωνίσματα, καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν· διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος... ἐν θανάτῳ νοσερῷ ἀποθανοῦνται, καὶ ἐν λιμῷ συντελεσθήσονται οἱ Προφῆται, καὶ ὁ λαὸς οἷς αὐτοὶ προφητεύουσιν αὐτοῖς· καὶ ἔσονται ἐρριμμένοι ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ προσώπου μαχαίρας, καὶ τοῦ λιμοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ θάπτων αὐτούς» (Ἱερ. ιδ´ 14)· ἔτσι ἡ Ἱερουσαλὴμ ἡ Βασιλικὴ πόλις ἐκείνη καὶ πολυαγαπημένη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀφανίσθη καὶ κατεστράφη, διὰ τὰς διαφόρους μαγείας καὶ φαρμακείας, ὁποῦ ἐμεταχειρίζοντο οἱ πολῖται της· διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ Σολομών· «Καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας τῆς Ἁγίας γῆς μισήσας, ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα φαρμακειῶν, καὶ τελετὰς ἀνοσίους» (Σοφ. ιβ´ 3)· ἔτσι ἡ πρώτη ἐκείνη Βασίλειος Πόλις Νινευὶ ἀφανίσθη καὶ αὐτὴ καὶ οἱ πολῖταί της, διὰ τὰς μαγείας ὁποῦ ἐνήργουν, καθὼς λέγει ὁ Ναούμ· «ὦ πόλις αἱμάτων... ἐπίχαρις, ἡγουμένη φαρμάκων, ἡ πωλοῦσα ἔθνη ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ λαοὺς ἐν τοῖς φαρμάκοις αὐτῆς» (Ναοὺμ γ´ 1)· ἔτσι ἡ μεγάλη πόλις ἐκείνη τῆς Βαβυλῶνος, αἰφνιδίως ἔλαβεν ἀτεκνίαν, καὶ χηρείαν, καὶ ἀφανισμόν, διὰ τοὺς πολλοὺς μάγους ὁποῦ εἶχε, καὶ τὰ μαγικὰ ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο, καθὼς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «Θυγάτηρ Βαβυλῶνος... νῦν ἥξει ἐπὶ σὲ τὰ δύο ταῦτα ἐξαίφνης ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἀτεκνία, καὶ χηρεία, ἥξει ἐξαίφνης ἐπὶ σέ, ἐν τῇ φαρμακείᾳ σου, ἐν τῇ ἰσχύϊ τῶν ἐπαοιδῶν σου σφόδρα... καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ἀπώλεια καὶ οὐ μὴ γνῷς» (Ἡσ. μζ´ 1, 9).
Τοιαῦται μὲν εἶναι αἱ παιδεῖαι, εἰς τὰς ὁποίας παραδίδει ὁ Θεὸς τοὺς μάγους, καὶ τοὺς προστρέχοντας εἰς τοὺς μάγους· οἱ δὲ Κανόνες τῶν ἱερῶν Συνόδων καὶ θείων Πατέρων, εἰς διάφορα ἐπιτίμια ὑποβάλλουσι τοὺς τὰ μαγικὰ μεταχειριζομένους· ἡ μὲν γὰρ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ στ´ Σύνοδος εἰς τὸν ξα´ κανόνα της, ἕξη χρόνους κανονίζει νὰ ἀπέχουσιν ἀπὸ τὰ Θεῖα Μυστήρια ἐκεῖνοι, ὁποῦ δώσουν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τοὺς μάντεις, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἀπόκρυφα, ὁποῦ θέλουσιν· ὁμοίως κανονίζει καὶ ἐκείνους, ὁποῦ λέγουν τὰς μοίρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ τοὺς νεφοδιώκτας, καὶ τοὺς γητευτάς, καὶ τοὺς ποιοῦντας φυλακτήρια, ἢ πέρνοντας αὐτά· εἰ δὲ οἱ τοιοῦτοι δὲν παύουν ἀπὸ τὰ τοιαῦτα μαγικά, ἀλλὰ ἐπιμένουν εἰς τὴν κακίαν τους, προστάζει νὰ χωρίζωνται τελείως, καὶ νὰ ἀποδιώκωνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπὸ τὴν συναναστροφὴν τῶν Χριστιανῶν· καὶ ἡ αὐτὴ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀφορίζει μὲν τοὺς λαϊκοὺς ἐκείνους, ὁποῦ ἀνάπτουν τὰς πρωτομηνίας φωτίας, καὶ τὰς πηδοῦν· τοὺς δὲ ἱερωμένους καθαιρεῖ, ἐν τῷ ξε´ Κανόνι αὐτῆς· ἡ δὲ Ἁγία καὶ Τοπικὴ Σύνοδος, ἡ ἐν Ἀγκύρᾳ πέντε χρόνους κανονίζει, εἰς τὸν κδ´ Κανόνα της, ἐκείνους τοὺς Χριστιανοὺς ὁποῦ φέρνουν μάγους εἰς τοὺς οἴκους των, διὰ νὰ εὕρουν τὰς μαγείας, ὁποῦ ἄλλοι τοὺς ἔκαμαν· ἡ δὲ Ἁγία Τοπικὴ Σύνοδος ἡ ἐν Λαοδικείᾳ ἀποῥῤίπτει ἔξω τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐκείνους, ὁποῦ φοροῦν τὰ φυλακτήρια, εἰς τὸν λστ´ Κανόνα αὐτῆς· ὁ δὲ μέγας Βασίλειος εἰς τὸν ξε´ Κανόνα του, τοὺς γόητας καὶ φαρμακοὺς κανονίζει, ὡσὰν τοὺς θεληματικῶς φονεύσαντας, ἤτοι εἴκοσι χρόνους νὰ ἀπέχουν τῶν Μυστηρίων· ὁμοίως καὶ ἐκείνους ὁποῦ παραδώσουν εἰς μάντεις τὸν ἑαυτόν τους ἐν τῷ οβ´ Κανόνι αὐτοῦ. Ὁ δὲ θεῖος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐν τῷ γ´ Κανόνι αὐτοῦ, ἐκείνους μὲν ὁποῦ πηγαίνουν εἰς μάντεις διὰ καταφρόνησιν καὶ ἀθέτησιν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, τοὺς κανονίζει, ὡσὰν καὶ τοὺς ἀρνηθέντας τὸν Χριστὸν θεληματικῶς, ἤτοι νὰ μὴ μεταλάβουν εἰς ὅλην τους τὴν ζωήν· ἐκείνους δέ, ὁποῦ διὰ καμμίαν τους ἀνάγκην καὶ βίαν ὠλιγοψύχησαν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς μάγους, κανονίζει ὡσὰν καὶ τοὺς ἀρνηθέντας τὸν Χριστόν, μὲ βάσανα, καὶ μαρτύρια, ἤτοι ἐννέα χρόνους· ὅσοι δὲ εἶναι ἱερωμένοι ἢ κληρικοί, πρέπει νὰ μὴν εἶναι μάγοι, καὶ ἐπαοιδοί, καὶ μαθηματικοί, καὶ ἀστρολόγοι, ἢ νὰ κάμνουν φυλακτά, κατὰ τὸν λστ´ Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ· ὅσοι δὲ ἱερωμένοι μεταχειρίζονται ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα, καθαίρονται ἐξ ἅπαντος, κατὰ τὸν Ζωναρᾶν καὶ Βαλσαμῶνα· ὁμοίως πρέπει νὰ καθαίρωνται καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς, ὁποῦ διαβάζουν τὴν Σολομωνικήν, ἢ τὸ λεγόμενον χαρτὶ τῆς Γιαλοῦς, καὶ μὲ πίσσινα κηρία ἀφορίζουν τοὺς ἀνθρώπους μέσα εἰς τὰ βουνά, ὡς προείπομεν· λέγει δὲ καὶ Ματθαῖος ὁ Βλάσταρις, ὅτι πολλαῖς φοραῖς ἐκαθηρέθησαν ἱερεῖς, διότι ἔδωκαν ἄρτον τῆς μεγάλης πέμπτης εἴς τινα νὰ τὸν φάγουν διὰ νὰ γνωρίσουν ἂν αὐτοὶ ἔκλεψαν πράγματά τινα ὁποῦ ἐχάθησαν, μὲ τὸ νὰ μὴ δύνανται εὔκολα νὰ τὸν καταπίουν. Καὶ ἄλλος πάλιν ἱερεύς, ἐπειδὴ καὶ ἠρώτησεν ἕναν κάποιας ἐρωτήσεις μὲ τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὁποῦ εἶχεν εἰς ξύλον δεμένον, καὶ τριγύρω περιστρεφόμενον, εὐθὺς καθῃρήθη (Στίχ. μ´). Ὅσοι δὲ καίουν ἢ κατακόπτουν τὰ λείψανα τῶν νεκρῶν, νομίζοντες αὐτὰ βρικόλακας, ὡς φονεῖς κανονίζονται· ὅσοι δὲ γυναῖκες κατασκευάσουν φάρμακα, διὰ νὰ τραβίξουν τοὺς ἄνδρας εἰς ἔρωτα, ὡς φονεῖς κανονίζονται ἀπὸ τὸν η´ Κανόνα τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ἤτοι εἴκοσι χρόνους νὰ μὴ μεταλάβουν. Ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς λέγει εἰς τὸν λβ´ Κανόνα του, ὅτι, ὅσοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εἶναι μάγοι, καὶ γητευταί, καὶ κάμνουν φυλακτά, καὶ μαντεύουν, τρεῖς χρόνους νὰ μὴ μεταλάβουν, καὶ μετὰ τὴν ἐνάτην νὰ ξηροφαγοῦν, καὶ τόσον μόνον νὰ τρώγουν, ὅσον νὰ ζοῦν, καὶ νὰ κάμνουν γονυκλισίας καθ᾿ ἑκάστην διακοσίας πεντήκοντα.
Οἱ δὲ πολιτικοί, καὶ βασιλικοὶ νόμοι πάλιν μὲ διαφόρους παιδείας, παιδεύουσι τοὺς μάγους, καὶ μάντεις· ἡ μὲν γὰρ ξε´ Νεαρὰ τοῦ σοφοῦ Λέοντος προστάζει, ὅτι ὅποιος εὑρεθῇ μὲ τελειότητα, ὁποῦ νὰ κάμνῃ μαγικά, εἴτε διὰ ἰατρείαν σωματικῆς ἀσθενείας εἴτε διὰ ἐμπόδιον τῆς τῶν καρπῶν βλάβης, νὰ παιδεύεται μὲ ἐσχάτην τιμωρίαν, καὶ νὰ λαμβάνῃ τὴν παιδείαν, ὁποῦ λαμβάνουσιν οἱ ἀποστάται κατὰ τοῦ Βασιλέως· τὸ δὲ μζ´ Βιβλ. Τίτλ. ι´ Διατάξ. ιε´ λέγει, ὅτι ὅποιος κατασκευάσῃ φάρμακον διὰ νὰ παραφρονήσῃ τινάς, νὰ ἐνέχεται εἰς τὸν περὶ ὕβρεων νόμον· τὸ δὲ μη´ Βιβλ. Τίτλ. η´ Διατάξ. β´ θεσπίζει νὰ παιδεύεται ὡς φονεὺς ἐκεῖνος, ὁποῦ κάμει τοιοῦτον φάρμακον διὰ νὰ φονεύσῃ, ἢ ὁποῦ ἔχει, ἢ πωλεῖ αὐτό· ὅσοι δὲ ἄνδρες, ἢ γυναῖκες κατασκευάσουν φάρμακα διὰ νὰ τραβίξουν τινὰς εἰς ἔρωτα, νὰ ἐξορίζωνται, καὶ τὰ ὑπάρχοντά των νὰ γίνωνται αὐθεντικά· ὁμοίως οἱ νόμοι προστάζουν ὅτι ὅποιος κάμνει μαντείας μὲ θυσίας, νὰ θανατώνεται μὲ ξῖφος· ὅποιος δὲ παρακαλέσῃ τοὺς μάντεις, ἢ τοὺς πληρώσῃ διὰ νὰ μαντεύσουν, νὰ ἐξορίζεται, καὶ τὰ ὑπάρχοντά του νὰ διαρπάζωνται· ὅποιοι δίδουν φυλακτὰ νὰ ἐξορίζωνται, καὶ τὰ ὑπάρχοντά των νὰ διαρπάζωνται· ὅσοι διὰ βλάβην ἀνθρώπων ἐπικαλοῦνται τοὺς δαίμονας, νὰ τιμωροῦνται κεφαλικῶς· ὅποιος δώσῃ μὲ δόλον φάρμακον ἀντὶ ἰατρικόν, καὶ ἀποθάνη ὁ λαβών, ὼς φονεὺς παιδεύεται ὁμοίως· καὶ ὅποιος δώσῃ φάρμακον μὲ προπέτειαν· δὲν πρέπει νὰ ἐρωτᾷ τινάς τοὺς μάντεις, διότι οἱ μάντεις καὶ μάγοι κεφαλικῶς τιμωροῦνται· ὅρα καὶ εἰς τὸ νομικὸν τοῦ Φωτίου, Τίτλ. θ´ Κεφ. κε´ ὁμοίως καὶ τὸν Βλάσταριν, στοιχείῳ μ´ τὸ δὲ ιη´ Βιβλ. τοῦ νόμου Τίτλ. α´ Διατάξ. λε´ προστάζει νὰ διαφθείρωνται, καὶ νὰ κατακαίωνται ἀπὸ τὸν κατὰ τόπον Κριτήν, ὅλα τὰ μαγικὰ καὶ περίεργα βιβλία, καθὼς εἶναι ἡ Σολομωνική, τῆς Γιαλοῦς τὸ χαρτί, τὰ βροντολόγια, τὰ ἀστραπολόγια, τὰ ἡμερολόγια, τὰ γενεθλιακὰ καὶ ἀστρολογικά· καθὼς εἰς τὴν Ἔφεσον οἱ μάγοι, ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, ἔκαυσαν τὰ μαγικά των βιβλία, τῶν ὁποίων ἡ τιμὴ ἄξιζε πενῆντα χιλιάδες ἀργύρια· «ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων, συνενέγκαντες τὰς βίβλους, κατέκαιον ἐνώπιον πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν, καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε» (Πράξ. ιθ´ 18)· γράφει δὲ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ὅταν ἦτο εἴκοσι χρόνων μειράκιον, ἦλθον μερικοὶ στρατιῶται εἰς τὴν πόλιν Ἀντιοχείας, ζητοῦντες τὰ τῶν μάγων βιβλία· ἕνας δὲ μάγος ἔχοντας ἕνα βιβλίον μαγικόν, ἐφοβήθη καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν ποταμόν, ὅθεν ἐπίασαν αὐτὸν οἱ στρατιῶται καὶ τὸν ἔδεσαν, καὶ δέσμιον τὸν ἐγύρισαν εἰς τὴν πόλιν· ὁ δὲ Χρυσόστομος καὶ ἕνας ἄλλος, περιπατοῦντες κοντὰ εἰς τὸν ποταμόν, εὗρον τὸ Βιβλίον, καὶ πέρνωντές το εἰς τὰς χεῖρας, εὐθὺς ὁποῦ εἶδον πῶς εἶχε μαγικά, τὸ ἔρριψαν πάλιν εἰς τὸν ποταμόν, καὶ τὸ ἀφάνισαν. (Λόγ. λη´ εἰς τὰς Πράξ.).
Ἴδετε Χριστιανοὶ φοβερὰς παιδείας καὶ θανάτους, μὲ τὰς ὁποίας παιδεύει τοὺς μάγους καὶ μάγισσας ὁ Θεός; ἴδετε φρικτοὺς ἀφορισμοὺς καὶ ἐπιτίμια, ὁποῦ δίδουσιν ᾑ Οἰκουμενικαῖς Σύνοδαις, ᾑ Τοπικαῖς καὶ οἱ κατὰ μέρος Ἅγιοι, ἐναντίον τῶν γητευτῶν καὶ μάντεων καὶ φαρμακῶν; ἠκούσατε πόσον σκληρὰ παιδεύουσιν ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ μεταχειρίζονται τὰ μαγικά, οἱ δίκαιοι νόμοι τῶν Βασιλέων; λοιπὸν φοβηθῆτε τὰς παιδείας ταύτας καὶ τοὺς ἀφορισμοὺς καὶ τὰ ἐπιτίμια, καὶ παύσετε ἀπὸ τὰς μαγείας καὶ μαντείας καὶ γητεύματα καὶ δεσίματα καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο εἶδος μαγικῶν καὶ περιέργων πραγμάτων· μετανοήσατε διὰ τὰς μαντείας καὶ φυλακτάρια καὶ δεσίματα, ὁποῦ ἐμεταχειρίζεσθε ἕως τώρα, μὲ μίαν ἀληθινὴν καὶ συντετριμμένην μετάνοιαν, ἵνα διὰ τῆς μετανοίας ταύτης καὶ ἀποχῆς εὑρῆτε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἔλεος, καθὼς καὶ ὁ Βασιλεὺς Μανασσῆς ἐκεῖνος, περὶ οὗ προείπομεν, ὁ πρότερον πολλὰ εἴδη μαγείας ποιήσας καὶ σκλαβωθεὶς εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὕστερον διότι ἐμετανόησεν, εὑρῆκεν ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ λυτρωθεὶς ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὴν σκλαβίαν, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν προτέραν δόξαν τῆς Βασιλείας του, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «καὶ προσηύξατο (ὁ Μανασσῆς) πρὸς αὐτόν, (τὸν Θεὸν) καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ, καὶ ἐπήκουσε τῆς βοῆς αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ (β´ Παρ. κγ´ 13).
Πλὴν διὰ νὰ προφυλάττεσθε ἀπὸ τὰ μαγικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῶν δαιμόνων καὶ μάγων, νὰ ἔχετε ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, τίμιον Σταυρόν, εἴτε ξύλινον, εἴτε χάλκινον, εἴτε ἄλλης ὕλης, κρεμασμένον εἰς τὸν λαιμόν σας, καθὼς ἀναγινώσκομεν εἰς τὸν βίον τῶν Ἁγίων πέντε Μαρτύρων, ὅτι καὶ οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ ὅλοι εἶχον Σταυρὸν εἰς τὸν τράχηλον. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ Ἀποστολικὸς ἐκεῖνος Παγκράτιος ὁ Ταυρομενίας Ἐπίσκοπος, εἰς ὅσους ἐβάπτιζε Χριστιανούς, ἔδιδε καὶ ἕνα σταυρὸν κέδρινον· πολλὰ γὰρ ἐφοβεῖτο ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ φεύγουσιν ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου τὸν βλέπουσι, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες τὸ ὡμολόγησαν· ἐρωτηθέντες γὰρ οὗτοί ποτε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Βοστρινόν, τὸν ἔχοντα ἐξουσίαν κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ποῖα πράγματα τῶν Χριστιανῶν φοβοῦνται περισσότερον, ἀπεκρίθησαν, ὅτι φοβοῦνται τρία τινά· τὸν Σταυρόν, ὁποῦ φοροῦν οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸν τράχηλον, τὸ Ἅγιον Βάπτισμα καὶ τὴν θείαν Κοινωνίαν, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν τοῖς χειρογράφοις Συλλογαῖς, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Ἰωάννης Ἀντιοχείας, διὰ τοῦτο εἶναι προφυλακὴ μεγάλη, καὶ τὸ νὰ κάμνουν οἱ Χριστιανοὶ τὸν Σταυρόν τους, κάθε φορὰν ὁποῦ πίουν νερόν, ἢ ἀρχίσουν νὰ κάμουν κάθε ὑπηρεσίαν καὶ τέχνην, καθὼς τοὺς παραγγέλλει ὁ θεῖος Κύριλλος ὁ Ἱεροσολύμων.
Μέγα δὲ ὅπλον καὶ ἅρμα κατὰ τοῦ διαβόλου εἶναι καὶ τὸ νὰ ἔχουν οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸ ὀσπῆτί τους Ἅγιον Εὐαγγέλιον· ἐπειδὴ λέγει ὁ Χρυσόστομος ὅτι εἰς τὸ ὀσπῆτι ἐκεῖνο ὅπου εἶναι Εὐαγγέλιον, ἐκεῖ δὲν ἐμβαίνει ὁ διάβολος· «εἰ γὰρ ἐν οἰκίᾳ ἔνθα ἂν Εὐαγγέλιον ᾗ κείμενον, οὐ τολμήσει προσελθεῖν ὁ διάβολος· πολλῷ μᾶλλον ψυχῆς, νοήματα τοιαῦτα περιφερούσης, οὐχ ἅψεταί ποτε, οὐδὲ ἐπιβήσεται δαίμων· οὐχ ἁμαρτίας φύσις» (Ὁμιλ. λβ´ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάν.)· οἱ δὲ παλαιοὶ Χριστιανοὶ εἶχον καὶ ἀπὸ τὸν λαιμόν τους κρεμασμένα μικρὰ Ἅγια Εὐαγγέλια εἰς προφύλαξίν τους, καὶ μάλιστα αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία, ὡς μαρτυρεῖ ὁ αὐτὸς Χρυσόστομος λέγων· «οὐχ ὁρᾷς πῶς αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία, τὰ μικρά, ἀντὶ φυλακῆς μεγάλης, Εὐαγγέλια ἐξαρτῶσι τοῦ τραχήλου καὶ πανταχοῦ περιφέρουσιν, ὅπου περ ἂν ἀπίωσιν»; (Ἀνδρ. ιθ´)· πολλοὶ δὲ καὶ τὴν σήμερον περιφέρουσι μαζί των Ἅγια Εὐαγγέλια μικρά(4). Τὰ δὲ ἀνδρόγυνα διὰ νὰ μὴ φοβοῦνται ἀπὸ τὸ δέσιμον, ὅταν στεφανώνωνται, πρέπει νὰ ἐξομολογοῦνται πρὸ τοῦ γάμου, νὰ νηστεύσουν τρεῖς ἡμέρας καὶ νὰ στεφανώνονται γινομένης λειτουργίας, καὶ οὕτω νὰ μεταλαμβάνουν τὰ θεῖα Μυστήρια· τινὲς δὲ λέγουν, ὅτι εἶναι προφυλακτικὸν τοῦ δεσμοῦ, καὶ τὸ νὰ βαστάξουν ἐπάνω τους γεγραμμένον τὸ τροπαράκι ἐκεῖνο τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ λέγον· «λύει τὰ δεσμά, καὶ δροσίζει τὴν φλόγα, ὁ τρισσοφεγγὴς τῆς θεαρχίας τύπος»· καὶ πρὸ πάντων, πρέπει νά ἔχουν τὰ ἀνδρόγυνα, πίστιν στερεὰν καὶ ἀδίστακτον εἰς τὸν Κύριον, ὅστις θέλει διαλύσει τὰς ἐνεργείας τοῦ δαίμονος. Ἐὰν διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν τινῶν Χριστιανῶν, δείχνουν οἱ δαίμονες φαντασίας τινάς, εἰς μερικῶν ἀνθρώπων τάφους ἢ εἰς ὀσπήτια ἢ εἰς ἄλλον τόπον, ἐκεῖ πρέπει νὰ καλῆται ἱερεὺς νὰ ψάλλῃ ἁγιασμὸν καὶ νὰ ῥαντίζεται ὁ τόπος, καὶ διὰ τῆς θείας χάριτος διαλύεται ἡ τῶν δαιμόνων ἐνέργεια· μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, ὅταν τινὰς Χριστιανὸς ἔχῃ νὰ κτίσῃ ὀσπῆτι, ἢ μύλον, ἢ νὰ κατασκευάσῃ καΐκι, ἂς πέρνῃ τὸν ἱερέα νὰ ψάλλῃ ἁγιασμόν, καὶ νὰ διαβάζῃ τὴν ἐν τῷ εὐχολογίῳ εὐχὴν ἐπὶ θεμελίου οἴκου, καὶ τότε ἂς βάνεται τὸ θεμέλιον τοῦ ὀσπητίου, καὶ ἂς κατασκευάζεται τὸ καΐκι.
Ἵνα δὲ μὴ γίνῃ ὁ λόγος οὗτος ἐκτεταμένος, συντέμνω τὰ πολλὰ λόγια εἰς ὀλίγα, καὶ λέγω· Χριστιανοὶ ἀδελφοί, κάμετε ἀποχὴν τῶν δαιμονικῶν καὶ μαγικῶν ἔργων, διότι ὅποιος μεταχειρίζεται φαρμακείας καὶ μαγείας, αὐτός, ὄχι μόνον εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν λαμβάνει τὰς φοβερὰς παιδείας τοῦ Θεοῦ, τοὺς φρικτοὺς ἀφορισμοὺς τῶν Ἁγίων Συνόδων, καὶ τὰς σκληρὰς τιμωρίας τῶν Βασιλικῶν νόμων, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴ διώκεται ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά, καὶ μέρος δὲν ἔχει τελείως εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν· ποῖος τὸ βεβαιώνει; ὁ Οὐρανοβάμων Παῦλος λέγων· «φανερὰ δὲ ἐστὶ τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστιν, εἰδωλολατρεία, φαρμακεία... ἃ προλέγω ὑμῖν, καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες, Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Γαλ. ε´ 19)· ἔξω λοιπὸν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐσεῖς οἱ μάγοι, ἔξω οἱ γητευταί, ἔξω οἱ μάντεις, ἔξω οἱ δένοντες τὰ ἀνδρόγυνα, ἔξω οἱ πιστεύοντες, καὶ καίοντες τοὺς βρικόλακας, ἔξω οἱ ζητοῦντες βοήθειαν ἀπὸ τοὺς μάγους διὰ νὰ κερδίσουν τὴν κρίσιν ὁποῦ ἔχουσιν, ἔξω οἱ κατασκευάζοντες τὰ φυλακτήρια, ἔξω τὰ κακογραΐδια, ἔξω οἱ προσκαλοῦντες εἰς τὰς ἀσθενείας των μάγους, καὶ μάγισσας, καὶ Ἀτσιγκάνας, ἔξω οἱ μεταχειριζόμενοι τὰ μαγικά, ἔξω καὶ οἱ εἰς τοὺς μάγους προστρέχοντες· ἔξω ὅλοι ἔξω, διότι δὲν εἶσθε ἄξιοι νὰ κληρονομήσετε τὰ αἰώνια ἐκεῖνα ἀγαθά· δὲν εἶσθε ἄξιοι νὰ φάγετε ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, νὰ πίετε ἀπὸ τὸ ὕδωρ τῆς ἀθανασίας, νὰ ἐμβῆτε εἰς ἐκείνην τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τῶν μακαρίων, καὶ νὰ χαρῆτε αἰώνια· ἔτσι σᾶς φωνάζει, καὶ σᾶς ἀποδιώκει ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ἀπὸ τὴν Βασιλείαν του ὁ ἴδιος Θεὸς διὰ τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως· «μακάριοι οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τοῖς πυλῶσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν· ἔξω δὲ οἱ κύνες, καὶ οἱ φαρμακοί» (Ἀποκάλ. κβ´ 14)· ποῦ δὲ σᾶς ἀποδιώκει νὰ ὑπάγετε, διὰ νὰ κατοικῆτε παντοτεινά; ἀλλοίμονον! εἰς τὸν τόπον τῆς κολάσεως, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, εἰς τὴν λίμνην ἐκείνην τὴν καιομένην, καὶ ἀναβράζουσαν καὶ μεμιγμένην μὲ τὸ θειάφι, ἥτις εἶναι ὁ δεύτερος αἰώνιος θάνατος, καὶ νὰ κολάζεσθε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπίστους, καὶ ἀσεβεῖς, καὶ εἰδωλολάτρας· «ὁ νικῶν κληρονομήσει πάντα, καὶ ἔσομαι αὐτοῦ Θεός, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός, δειλοῖς δὲ καὶ ἀπίστοις... καὶ φαρμακεῦσι, καὶ εἰδωλολάτραις, καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ, πυρὶ καὶ θείῳ, ὃ ἔστι δεύτερος θάνατος» (Ἀποκ. κα´ 7) ὢ ἀπαρηγόρητος συμφορά! ὢ δυστυχία αἰώνιος τῶν ἀθλίων μάγων καὶ μαγισσῶν!
Νὰ εἰπῶ ἀκόμη καὶ μεγαλείτερον; οἱ μάγοι, καὶ μάγισσαις, καὶ πάντες οἱ τοὺς μάγους, καὶ μάγισσας προσκαλοῦντες, δὲν ἔχουν μόνον νὰ λάβουν τὴν αὐτὴν καὶ ὁμοίαν κόλασιν, μὲ τοὺς ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρας, ἀλλὰ ἔχουν νὰ λάβουν μεγαλυτέραν κόλασιν, καὶ βαθύτερα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας μέλλουν νὰ καταδικάζωνται· διὰ τί; ὅτι οἱ μὲν εἰδωλολάτραι καὶ ἀσεβεῖς, δὲν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, οὔτε ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ καθὼς ἐξ ἀρχῆς ἐγεννήθησαν εἰς τὴν ἀσέβειαν, ἔτσι καὶ ἀπέθανον. Οἱ δὲ Χριστιανοί, ὄντες ὀρθόδοξοι, καὶ πιστοὶ πρότερον, ὄντες βεβαπτισμένοι καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάριν, ὄντες θρεμμένοι μὲ τὸ τίμιον σῶμα τοῦ Κυρίου, καὶ ποτισμένοι μὲ τὸ ἴδιον αἷμά του, ὕστερον ἐκαταφρόνησαν, καὶ ἀρνήθησαν, καὶ Πίστιν, καὶ Βάπτισμα, καὶ Μυστήρια, καὶ υἱοθεσίαν Θεοῦ, καὶ Θεόν, καὶ Χριστόν, καὶ ἐπρόστρεξαν εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ ἔγειναν μάγοι καὶ ἐκάλεσαν μάγους καὶ μάγισσας· καὶ ὅτι μὲν εἶναι ἀρνηταὶ τῆς πίστεως, καὶ προδόται τῆς εὐσεβείας οἱ μάγοι, καὶ πάντες οἱ εἰς τοὺς μάγους προστρέχοντες, μαρτυρεῖ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐν τοῖς προειρημένοις λόγοις αὐτοῦ. Μαρτυρεῖ καὶ ὁ Νύσσης Θεῖος Γρηγόριος εἰς τὸν γ´ αὐτοῦ κανόνα· ὅτι δὲ πάλιν ἡ ἄρνησις αὕτη τῆς πίστεως, εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν, καὶ τὴν ἀσέβειαν, καὶ ἀκολούθως ἔχει καὶ τὴν κόλασιν, πολλὰ βαρυτέραν τῆς εἰδωλολατρείας, καὶ τοῦτο δῆλον γίνεται· πρῶτον, ἀπὸ τὴν Ἅγίαν Γραφήν· λέγει γὰρ ὁ Σολομών· «κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται» (Σοφ. στ´ 5). Καὶ δεύτερον, ἀπὸ τὸν βίον τοῦ μεγάλου Μακαρίου· οὗτος γὰρ ὁ Ὅσιος, ἀπαντήσας ἐν τῇ ὁδῷ κρανίον νεκρὸν ἑνὸς ἀρχιερέως τῶν Εἰδώλων ἠρώτησεν αὐτό, ἀνίσως καὶ παρακάτω ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ ἀπίστους εὑρίσκωνται ἄλλοι κολασμένοι· τὸ δὲ κρανίον ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν, πῶς εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὄντες πιστοὶ Χριστιανοὶ πρότερον, ἠρνήθησαν ὕστερον τὴν πίστιν, καὶ τὴν εὐσέβειαν· «λέγει πάλιν τῷ κρανίῳ ὁ γέρων· ἔστιν ἄλλη χείρων βάσανος; τὸ δὲ ἀπεκρίθη· ἔστι μείζων κόλασις ὑποκάτωθεν ἡμῶν· ἔφη ὁ γέρων· καὶ τίνες εἰσὶν ἐκεῖ; τὸ δὲ εἶπεν ἡμεῖς, ὡς μὴ εἰδότες τὸν Θεόν, κᾂν ὀλίγον ἐλεούμεθα· οἱ δὲ ἐπιγνόντες τὸν Θεόν, καὶ ἀρνησάμενοι αὐτόν, ὑποκάτωθεν ἡμῶν εἰσι, καὶ χεῖρον κολάζονται» (Εὐεργετιν. Ὑποθ. θ´ σελ. 55)· ὢ ἄθλιοι μάγοι λοιπόν! ὢ ταλαίπωραις μάντισσαις! καὶ δὲν ἦτο κάλλιον νὰ μὴ ἠθέλετε γεννηθῆ ὁλότελα εἰς τὸν Κόσμον, πάρεξ ὁποῦ ἐγεννήθητε καὶ ἔπειτα λαμβάνετε μετὰ θάνατον τοιαύτην βαρυτέραν κόλασιν ἀπὸ τοὺς Εἰδωλολάτρας;
Κάμνω τέλος καὶ ἐπισφραγίζω τὸν παρόντα λόγον μὲ τὰ λόγια τοῦ θείου Χρυσοστόμου, καὶ τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ σᾶς λέγω, ὅτι ἐὰν ἐσεῖς Χριστιανοί, ὄχι μόνον δὲν μεταχειρισθῆτε μαγικά, ἀλλ᾿ οὐδὲ ὅλως καλέσετε μάγους καὶ μάγισσας διὰ νὰ σᾶς γητεύσουν, ἢ νὰ σᾶς δώσουν φυλακτάρια εἰς τὰς ἀσθενείας σας, ἢ προστρέξετε εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ σᾶς φανερώσουν τινὰ πράγματα, ἢ νὰ σᾶς βοηθήσουν εἰς κἀμμίαν σας ἀνάγκην, ἐὰν λέγω ἀπὸ αὐτὰ φυλαχθῆτε, νὰ εἰξεύρετε πῶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως ἔχει νὰ σᾶς πάρῃ ὁ Χριστὸς τὸν καθ᾿ ἕνα ἀπὸ τὸ χέρι καὶ δείχνωντάς σας ἔμπροσθεν εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ παγκόσμιον θέατρον Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων καὶ πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ἀνθρώπων Ἁγίων, ἔχει νὰ κηρύξῃ ταῦτα, καὶ νὰ εἰπῇ· ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ἀσθενήσας ποτέ, καὶ εἰς καιρὸν ὁποῦ ὅλοι τὸν ἐπαρακινοῦσαν νὰ καλέσῃ μάγους, καὶ μάγισσας νὰ τὸν γητεύσουν καὶ νὰ ὑγιάνῃ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, αὐτὸς ὅμως διὰ τὸ ὄνομά μου, καὶ διὰ τὸν φόβον τὸν ἰδικόν μου, δὲν ἔστερξε νὰ κάμῃ τοιοῦτον πρᾶγμα, ἀλλὰ ἐπρόκρινε νὰ ἀποθάνῃ καλύτερα, πάρεξ νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην· ἔτσι τὸ βεβαιοῖ τὸ χρυσοῦν στόμα τοῦ Ἰωάννου· «ἐννόησον πηλίκους ἐκεῖ λήψῃ στεφάνους, ὅταν, τῶν Ἀγγέλων παρόντων, τῶν Ἀρχαγγέλων ἁπάντων, τότε παρελθὼν ὁ Χριστός, καὶ τῆς χειρός σου λαβόμενος, εἰς μέσον περιαγάγῃ τὸ θέατρον ἐκεῖνο, καὶ πάντων ἀκουόντων λέγῃ· οὗτος ὁ ἄνθρωπος πυρεττῷ ποτε ληφθείς, μυρίων αὐτῷ παραινούντων ἀπαλλαγῆναι τῆς νόσου, διά το ὄνομα τὸ ἐμόν, καὶ τὸν φόβον τὸν εἰς ἐμέ, ἵνα ἐν μηδενὶ προσκρούσῃ, διώσατο καὶ ἠτίμωσε τοὺς ὑπισχνουμένους αὐτὸν θεραπεύειν ἐκείνῳ τῷ τρόπῳ (τῷ μαγικῷ δηλαδὴ) καὶ εἵλετο μᾶλλον ἐναποθανεῖν τῷ νοσήματι, ἢ προδοῦναι τὴν εἰς ἐμὲ εὔνοιαν (Λόγ. ε´ κατὰ Ἰουδαίων) (5).
Ἐὰν ὅμως νικηθῆτε ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, καὶ φιλοζωΐαν, καὶ καταφρονήσετε μὲν τὸν Χριστόν, καὶ τοὺς Ἁγίους αὐτοῦ, καὶ ἀθετήσετε τὴν πίστιν, καὶ τὴν εὐσέβειαν, προστρέξετε δὲ εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ μάγους, καὶ μάγισσας, διὰ νὰ σᾶς ἰατρεύσουν, ἢ ἄλλην βοήθειαν νὰ σᾶς κάμουν, νὰ εἰξεύρετε ὅτι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ἔμπροσθεν εἰς ὅλο τὸ πλῆθος τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἔχετε νὰ γενῆτε καύχημα μὲν εἰς τὸν διάβολον, ὀνειδισμὸς δὲ καὶ ὕβρις εἰς τὸν Χριστόν· διότι ὁ διάβολος τότε ἔχει νὰ καυχηθῇ ἐναντίον τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ εἰπῇ· ἰδοὺ οὗτοι οἱ Χριστιανοὶ διὰ παραμικρὰν ἀσθένειαν, ὁποῦ τοὺς ἠκολούθησε, καὶ διὰ ὀλίγην ἀνάγκην ὁποῦ ἔλαβον, ἀθέτησαν μὲν ἐσένα, καὶ τὴν ἰδικήν σου πίστιν, καὶ ἀγάπην, ὅστις τοὺς ἔπλασες, καὶ τοὺς ἀνέπλασες καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ὑπέμεινας θάνατον, ἐπρόστρεξαν δέ, καὶ κατέφυγον εἰς ἐμένα, καὶ εἰς τὴν ἰδικήν μου βοήθειαν, ὁποῦ οὔτε τοὺς ἔπλασα, οὔτε θάνατον διὰ λόγου τους ἔλαβον, καὶ ἐπροτίμησαν περισσότερον τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην, ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου· ἔτσι τὸ βεβαιοῖ ὁ Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος· «ὁ νῦν ἀπατῶν ἡμᾶς, καὶ διὰ τῶν κοσμικῶν δελεαμάτων λήθην ἐμποιεῖν ἡμῖν τοῦ εὐεργέτου μηχανῇ πάσῃ σπουδάζων, ἐπ᾿ ὀλέθρῳ τῶν ψυχῶν ἡμῶν ἐναλλόμενος ἡμῖν καὶ ἐπεμβαίνων, εἰς ὀνειδισμὸν τότε προσοίσει τῷ Κυρίῳ τὴν ἡμετέραν καταφρόνησιν, καὶ ἐγκαυχήσεται τῇ ἀπειθείᾳ καὶ ἀποστασίᾳ ἡμῶν, ὥστε, οὔτε κτίσας ἡμᾶς, οὔτε ἀποθανὼν ὑπὲρ ἡμῶν, ὅμως ἔσχεν ἡμᾶς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ ἐν τῇ ἀπειθείᾳ καὶ ἀμελείᾳ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ». (Ὅρα κατὰ πλάτ. β´) ὢ συμφοράν! ἢ δυστυχίαν, ὁποῦ θέλετε νὰ πάθετε ἀδελφοί! διότι αὐτὸ τὸ ὄνειδος, καὶ αὐτὸ τὸ καύχημα, ὁποῦ ἔχει νὰ κάμῃ τότε ὁ Διάβολος κατὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ διὰ λόγου σας, εἶναι βαρύτερον εἰς ἐσᾶς ἀπὸ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ἀπὸ τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων· εἶναι βαρύτερον εἰς ἐσᾶς, ἀπὸ ὅλους τοὺς ταρτάρους, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀκοιμήτους σκώληκας, καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀφεγγεῖς, καὶ φοβεροὺς τόπους τοῦ Ἅδου. Μὲ ἕνα λόγον, εἶναι βαρύτερον ἀπὸ ὅλας ὅλας ὁμοῦ τὰς κολάσεις, ὁποῦ ἔχουν αἰωνίως νὰ σᾶς κολάζουν· ἔτσι ἀκολούθως τὸ λέγει ὁ αὐτὸς μέγας Βασίλειος· «τοῦτο τὸ ὄνειδος τὸ κατὰ τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦτο τὸ καύχημα τοῦ ἐχθροῦ, βαρύτερον ἐμοὶ τῶν ἐν τῇ γεέννῃ κολάσεων φαίνεται· τῷ ἐχθρῷ τοῦ Χριστοῦ, ὕλην γενέσθαι καυχήματος, καὶ ἀφορμὴν ἐπάρσεως, κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντος, καὶ ἐγερθέντος» (Αὐτόθι) τὸ ὁποῖον διὰ νὰ μὴ πάθετε ἀδελφοί, φυλαχθῆτε, φυλαχθῆτε, σᾶς λέγω καὶ τρίτον, φυλαχθῆτε, δι᾿ ἀγάπην Θεοῦ, καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σας, ἀπὸ τὸ νὰ μεταχειρίζεσθε κᾀνένα εἶδος μαγείας, ἢ νὰ προστρέχετε εἰς μάγους, καὶ μάγισσας, ἀλλ᾿ εἰς ὅλας σας τὰς περιστάσεις καὶ ἀνάγκας προστρέχετε εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν προστασίαν τῆς Θεοτόκου, καὶ εἰς τὰς πρεσβείας τῶν Ἁγίων, ἵνα καὶ τῶν ἀσθενειῶν, καὶ τῶν ἀναγκῶν σας ἐλευθερωθῆτε, καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως λυτρωθῆτε, καὶ τῆς οὐρανίου βασιλείας ἀξιωθῆτε· ἧς γένοιτο ἀξιωθῆναι πάντας ἡμᾶς, χάριτι τοῦ Χριστοῦ.
ΑΜΗΝ.
1. Καὶ γνώμη δὲ καθολικὴ τῶν Σχολαστικῶν Θεολόγων, εἶναι, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν εἰξεύρουσι τὰ βάθη τῶν καρδιῶν· ὅσα δὲ μόνον λαλήσῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον τῆς καρδίας, ἐκεῖνα γνωρίζουσιν οἱ δαίμονες ὡς πνεύματα ὄντες λεπτά, καὶ εἰς τὴν ἐπιπολὴν τῆς καρδίας εὑρισκόμενοι, καὶ νοερῶς τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου ἀκούοντες, κατὰ τοὺς αὐτοὺς Σχολαστικοὺς Θεολόγους· ὅσα δὲ μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον δὲν λαλήσῃ ὁ ἄνθρωπος, οὐδὲ οἱ δαίμονες αὐτὰ γινώσουσιν, ἀλλὰ μόνος ὁ Θεός, ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς.
2. Διὰ τοῦ λόγου τούτου τοῦ θείου Μαξίμου λύεται ἡ ἀπορία τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἐκείνου λόγου, ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος· «εἰ ὁ Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλει, ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐμερίσθη, πῶς οὖν σταθήσεται ἡ Βασιλεία αὐτοῦ»; (Ματθ. ιβ´ 29)· ὁ Σατανᾶς λοιπὸν Σατανᾶν οὐκ ἐκβάλλει, οὐδὲ ὅλως ὑπουργεῖ ὁ Σατανᾶς τῷ Σατανᾷ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ κατὰ συγχώρησιν ὅμως Θεοῦ, καὶ ἐκβάλλει τοῦτον, καὶ ὑπουργεῖ αὐτῷ πρόσθες καὶ τοῦτο· ὅτι ὁ Σατανᾶς εἰς τὸν Σατανᾶν δὲν ὑπακούει διὰ κᾀνένα καλόν, διὰ κακοποίησιν ὅμως τινός, ἀλλήλους ὑπακούουσι καὶ ὑπουργοῦσιν οἱ δαίμονες· πάντες γὰρ συμφωνοῦσιν εἰς τὸ κακόν, καὶ εἰς τὸ νὰ κακοποιήσουν· ἐκβάλλει οὖν ὁ Σατανᾶς τὸν Σατανᾶν κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ πρῶτον, καὶ δεύτερον διὰ νὰ κάμῃ κακὸν μεγαλύτερον.
3. Ὅρα δὲ καὶ εἰς τὸν γ´ Τόμ. τοῦ Βρυεννίου Ἰωσὴφ σελ. 121, πῶς κατηγορεῖ ὁ σοφὸς ἐκεῖνος διδάσκαλος τὰ τοιαῦτα ἄτακτα κινήματα τῶν Ἁγίων Εἰκόνων ἐπὶ λέξεως λέγων, κοντὰ εἰς τὰ ἄτοπα τῶν τότε Χριστιανῶν, καὶ τοῦτο «ὅτι κινοῦντες ἀτάκτως τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, τὰ μέλλοντα δῆθεν διὰ τῶν κινημάτων αὐτῶν τεκμαιρόμεθα».
4.Τὰ Εὐαγγέλια ὅμως αὐτὰ πρέπει νὰ εἶναι γνήσια καὶ ὄχι ὡς τὰ σημερινὰ τῆς Βρεταννικῆς Ἑταιρείας ἢ καὶ ἄλλων λελανθασμένων καὶ νενοθευμένων ἐκδόσεων· τὰ δὲ γνήσια εἶναι τῶν ἐκδόσεων τῆς Βενετίας, καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
5. Σημειοῦμεν ἐδῶ τὴν φοβερὰν ταύτην, καὶ ἀξιόλογον
διήγησιν, ὁποῦ εὑρίσκομεν εἰς τὰς παλαιὰς Ἱστορίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μανθάνομεν δύο
τινά· πρῶτον ὅτι ὅσοι εἶναι μάγοι, καὶ δουλεύουσι τὸν Διάβολον, ὑστεροῦνται καὶ
τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ τὴν μέλλουσαν, καὶ σύσσωμοι πηγαίνουν εἰς τὴν κόλασιν· Καὶ
δεύτερον, ὅτι ὅσοι σταθοῦν στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν προσκυνήσουν
τὸν Διάβολον, οὐδὲ μαγείας μεταχειρισθοῦν, αὐτοὶ γίνονται φίλοι τοῦ Χριστοῦ ἀκριβοί,
καὶ ὁ Χριστὸς χρεωστεῖ νὰ ἀνταμείψῃ αὐτοὺς καὶ εἰς τούτην τὴν ζωὴν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν·
ἔστι δὲ ἡ Ἱστορία αὐτή·
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦτο ἕνας εὐλαβὴς νέος, γραμματικὸς ἑνὸς ἄρχοντος Μάγου·
χωρὶς ὅμως νὰ εἰξεύρῃ ὁ νέος ὅτι ὁ αὐθέντης του αὐτὸς ἦτο Μάγος. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν
μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, καβαλλικεύσας ὁ ἄρχων, καὶ προστάξας τὸν νέον νὰ τῷ ἀκολουθῇ,
εὐγῆκεν ἔξω τῆς πόρτας τοῦ Κάστρου· περιπατήσαντες δὲ ἕως ὁποῦ ἔγινε σκότος, ἔφθασαν
εἰς ἕναν κάμπον, καὶ ἐκεῖ βλέπουν ἕνα παλάτι μεγάλο· κατέβη ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸ ἄλογον,
καὶ εὐθὺς ἐλθόντες τινὲς ἀπὸ τὸ παλάτιον ἐκεῖνο, ἐκράτησαν τὸ ἄλογον, ὁ δὲ ἄρχων
ἐμβῆκεν εἰς τὸ παλάτιον· ἡκολούθει δὲ καὶ ὁ νέος κατόπιν. Ἐκεῖ βλέπων ἕναν μεγάλον
καὶ ἀξιωματικόν, ὁποῦ ἐκάθητο εἰς θρόνον ὑψηλόν, δορυφορούμενον ἀπὸ πολλοὺς ὑπηρέτας·
παρευθὺς ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν ἄλλον θρόνον, καὶ ἐκάθισεν ἐπάνω
εἰς αὐτὸν ὁ ἄρχων, ὁ δὲ νέος ἐστέκετο ὀπίσω τοῦ θρόνου τοῦ αὐθέντος του. Τότε ἄρχισεν
ὁ φαινόμενος ἐκεῖνος ἀξιωματικὸς νὰ ἐρωτᾷ τὸν ἄρχοντα φιλικῶς πῶς διάγει· ὁ δὲ ἄρχων
ἀπεκρίθη, ὅτι τοῦ εὐχαριστεῖ πολλά, διὰ τὰς εὐεργεσίας ὁποῦ τοῦ χαρίζει, καὶ τὸν
εὐτυχεῖ, καὶ τὸν δοξάζει· ὁ δὲ νέος ταῦτα ἀκούων, ἐγνώρισεν ὅτι ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος,
ἦτον ὁ Σατανᾶς, μὲ τοὺς ὑπηρέτας του δαίμονας, καὶ ὅτι ὁ αὐθέντης του ἦτο μάγος·
μετὰ τὴν ὁμιλίαν, ἠρώτησεν ὁ Σατανᾶς· αὐτὸς δὲ ὁ ὄπισθέν σου στεκόμενος νέος, ποῖος
εἶναι; ἀπεκρίθη ὁ Μάγος καὶ λέγει· Καὶ αὐτὸς δοῦλός σου εἶναι αὐθέντα μου· τότε
ἐρωτᾷ καὶ τὸν ἴδιον νέον καὶ τοῦ λέγει· δοῦλός μου εἶσαι νεανία; ὁ δὲ εὐλογημένος
ἐκεῖνος, ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀπεκρίθη μὲ γενναιότητα καὶ ἀφοβίαν·
δοῦλός εἰμι Πατρός, Υἱοῦ, καὶ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὁμοῦ μὲ τὸν λόγον, ἄφαντα ἔγιναν
παρευθύς, καὶ παλάτια, καὶ θρόνοι, καὶ ὁ Σατανᾶς καὶ οἱ ὑπηρέται του, καὶ αὐτὸς
ὁ ἴδιος ἄρχων ὁ Αὐθέντης του. Ἁρπάσαντες γὰρ αὐτὸν οἱ φίλοι του δαίμονες, σύσσωμον
ἐκατέβασαν τὸν ἄθλιον εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, καὶ μόνος εὑρέθη ὁ νέος εἰς τὴν πεδιάδα
ἐκείνην· ἐπιστρέψας δὲ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐρωτώμενος περὶ τοῦ αὐθέντου του τί ἔγινεν,
ἀπεκρίνατο, ὅτι ἐκατέβη σύσσωμος εἰς τὸν Ἅδην. Μετὰ ἡμέρας τινὰς προσεκολλήθη ὁ
ἴδιος νέος μὲ ἕνα ἔπαρχον τοῦ Βασιλέως, καὶ γίνεται καὶ τούτου γραμματικός· ὁ δὲ
ἔπαρχος μὲ τὸ νὰ ἦτο πολλὰ εὐλαβὴς καὶ θεοφοβούμενος, εἶχε συνήθειαν, καὶ κάθε βράδυ,
ἀφ᾿ οὗ ἐτελείωνε τὰς Βασιλικὰς ὑπηρεσίας, ἀνεγίνωσκε τὸν ἑσπερινὸν εἰς τὸ παρεκκλήσιον,
ὁποῦ εἷχεν ἐν τῷ οἴκῳ του· ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν ψαλλόντων τὸν ἑσπερινὸν τοῦ ἐπάρχου
καὶ τοῦ γραμματικοῦ, ἔβλεπεν εὐλαβῶς ὁ ἔπαρχος εἰς τὴν Εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ,
καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει τὴν Ἁγίαν Εἰκόνα, ὁποῦ εἷχε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀτενίζοντας
εἰς τὸν γραμματικόν· κράζει τον εἰς τὸ μέρος ὁποῦ ἐστέκετο αὐτός, καὶ αὐτὸς πηγαίνῃ
εἰς τὸ μέρος ὁποῦ ἐστέκετο ὁ γραμματικός· καὶ ἐκεῖ πάλιν ἔβλεπε τὸν Δεσπότην Χριστὸν
ὁποῦ ἐγύρισε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἔβλεπε τὸν νέον ἀκλινῶς. Τότε κατανυχθεὶς τὴν
καρδίαν ὁ ἔπαρχος καὶ θαυμάζων τὸ γεγονός, πίπτει κατὰ πρόσωπον ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας
Εἰκόνος, μετὰ δακρύων λέγων· ἵνα τί Κύριε ἀποστρέφῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; ἐγὼ
θαρρῶ ὅτι ὅσα ὑπάρχοντά μοι ἐχάρισας, κατὰ τὸ θέλημά σου τὰ οἰκονομῶ καὶ ἄλλα ὅμοια·
τότε ὢ τῶν θαυμασίων σου Χριστὲ Βασιλεῦ! ἀκούει φωνὴν προελθοῦσαν ἀπὸ τὴν εἰκόνα
τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ λέγουσαν· Ναί, καὶ σοὶ εὐχαριστῶ ὅτι ὅσα σοι ἐχάρισα, κατὰ
τὸ θέλημά μου διοικεῖς καὶ οἰκονομεῖς, εἰς τοῦτον ὅμως εἶμαι χρεώστης· διότι εἰς
κίνδυνον ζωῆς εὑρισκόμενος, δὲν μὲ ἠρνήθη, ἀλλὰ ἀφόβως ὡμολόγησε τὸ ὄνομά μου, καὶ
τοὺς ἐχθρούς μου κατῄσχυνε καὶ ἠφάνισεν.